Skip to main content

Γεωργία Μπακάλη: «H Νέα Δράμα», 1917: Μια αποκλίνουσα περίπτωση δημοσιογραφίας στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία.

 

 

Γεωργία Μπακάλη


«
H Νέα Δράμα», 1917: Μια αποκλίνουσα περίπτωση δημοσιογραφίας στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία

 

Το 2017 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον υποχρεωτικό εκτοπισμό του άρρενος πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας (Ιούνιος 1917) και τη συνακόλουθη γενοκτονική ομηρία του σε στρατόπεδα της βουλγαρικής ενδοχώρας. Επρόκειτο, σύμφωνα με τον ομηροπαθή Θεόφιλο Αθανασιάδη, εκδότη και δημοσιογράφο από τη Δράμα, για το επίσημον μέσον του εξοντωτικού καθ’ ημών προγράμματος αυτών (σ.σ. των Βουλγάρων), όπως παρουσιάσουν, ως έλεγον, την Ανατ. Μακεδονίαν άνευ Ελλήνων.

Τα μείζονος σημασίας ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν στη Μακεδονία είναι γνωστά· παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας τόσο με την αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη δυνάμεων της Entente  όσο και με την εισβολή γερμανικών και βουλγαρικών δυνάμεων στην Ανατολική Μακεδονία (Μάιος 1916)· παράδοση των οχυρών του Ρούπελ με εντολή της κυβέρνησης Στέφανου Σκουλούδη· αμαχητί παράδοση της Καβάλας και του Δ΄ Σώματος Στρατού στις γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις (Αύγουστος 1916)· ολοκληρωτική στρατιωτική κατοχή της περιοχής.

Μετά την κατάληψη της Δράμας (Σεπτέμβριος 1916) οι τοπικές πολιτικές αρχές διατηρήθηκαν έως τον Ιούνιο του 1917. Την πραγματική όμως διοίκηση είχαν ο Βούλγαρος στρατηγός Alexandre Taneff μαζί με τον Γερμανό ίλαρχο von Puttkamer. Παρά τις διαβεβαιώσεις της βασιλικής κυβέρνησης ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με τις βουλγαρικές και γερμανικές αρχές για την αποτροπή εχθρικών ενεργειών εις βάρος του πληθυσμού, μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις των κατακτητών· ήρχισαν τα μαρτύρια, αι ατιμώσεις, οι φόνοι, και οι προπηλακισμοί των δυστυχών κατοίκων. Και μάλιστα, με συνέργεια ατάκτων ομάδων κομιτατζήδων, που ακολουθούσαν τα τακτικά βουλγαρικά στρατεύματα. Στη Δράμα επικεφαλής τους ήταν ο Todor Panica, που είχε δράσει στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

XARTHS telikos copy_2
Δίγλωσσος χάρτης της Δράμας (γερμανικά–βουλγαρικά). Όπως αναγράφεται, εκπονήθηκε και τυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1918 από την 7η βασιλική πρωσική τοπογραφική υπηρεσία . Οι δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι της πόλης έχουν μετονομασθεί, με έμφαση σε ονόματα της βουλγαρικής ιστορίας ή της βασιλικής οικογένειας της Βουλγαρίας: Έτσι, η οδός Εθνικής Αμύνης μετονομάστηκε σε οδό Τσάρου Φερδινάνδου, η οδός Βενιζέλου σε οδό Βόρι, η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου σε οδό Ασπαρούχ, η οδός Περδίκκα σε οδό Τσαρίνας Ελεονόρας κ.ο.κ. (Αρχείο Α. Κάζη, υποτιτλισμός Δ. Σφακιανάκης)

Η Δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή υπήρξε βιαιότερη σε σχέση με εκείνη του 1912-1913 και του 1941-1944. Από τις πρώτες ημέρες υπήρξε ληστρική και καταστροφική για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως καταγράφεται στα πορίσματα της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής που ερεύνησε το 1919 τα εγκλήματα των Βουλγάρων εις βάρος του άμαχου πληθυσμού στους τρεις νομούς. Απέβλεπε συνειδητά στη δραστική αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου με διάφορες μεθόδους. Κατά την πρώτη φάση της Κατοχής (από τον Αύγουστο του 1916 έως τον Ιούνιο του 1917), τηρώντας κάποια προσχήματα (συνεργασία με τις ελληνικές αρχές), εφάρμοζαν συγκαλυμμένες μεθόδους εξόντωσης (επιβολή λιμού, τεχνητή άνοδος της τιμής των τροφίμων, βιαιοπραγίες, επίταξη της σοδειάς, επιβολή αναγκαστικής εργασίας, εκτελέσεις για δήθεν κατασκοπεία, «εκούσια» μετοικεσία στο εσωτερικό της Βουλγαρίας). Μετά την πολιτική αλλαγή στην Αθήνα, την εκδίωξη του Βασιλιά και την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Βούλγαροι, εγκαταλείποντας κάθε πρόσχημα, προχώρησαν απροκάλυπτα σε βιαιότερες μεθόδους (εκτοπισμός και ομηρία).

Στην παρούσα περίσταση στόχος δεν είναι η εξιστόρηση των γεγονότων που συνθέτουν τη Δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή στην περιοχή. Με δεδομένο ότι τα πρωτοφανή γεγονότα που συντελέστηκαν στην Ανατολική Μακεδονία το καλοκαίρι του 1916 εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του Διχασμού και ερμηνεύονται μέσα από τις αδράνειες των κυβερνήσεων της Αθήνας, αποκτούν ερευνητικό ενδιαφέρον τυχόν ερείσματα και εκδηλώσεις του φιλοβασιλισμού στην κατεχόμενη περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, ενδιαφέρουν τόσο η στάση ενός τοπικού φιλοβασιλικού εντύπου στο πρόσωπο του βασιλιά Κωνσταντίνου, του οποίου η εμμονή στην ουδετερότητα ευνόησε την εισβολή και τη συνακόλουθη Κατοχή, όσο και η πρόσληψη της Κατοχής, το πώς καταγράφτηκε ή αναδείχτηκε δημοσιογραφικά αυτό το γεγονός. Πώς μια ένθερμη φιλοβασιλική ρητορική εκφράστηκε δημόσια; Ή, πολύ περισσότερο, πώς ένας χαιρετισμός προς τις βουλγαρικές αρχές;  Ή ακόμη, πώς εκθειάστηκε Η υπεροχή της Γερμανίας; Μήπως ηχούν οξύμωρα; Η κυκλοφορία φιλοβασιλικής εφημερίδας ενδιαφέρει ως μηχανισμός αναπαραγωγής διχαστικού λόγου, προπάντων σε μια περιοχή που δοκιμαζόταν από τις επιπτώσεις του Διχασμού.

kazis037
Φωτογραφία του 1917. Βούλγαροι και Γερμανοί αξιωματικοί στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της Δράμας εποπτεύουν την εκφόρτωση σιτηρών. (Αρχείο Α. Κάζη, υποτιτλισμός Δ. Σφακιανάκης

Ο δημοσιογράφος Γεώργιος Συρούκης, καταγόμενος από την Αιτολωακαρνανία, είχε διωχτεί από το Γαλλικό Στρατηγείο και κατέφυγε από τη Θεσσαλονίκη στη Δράμα το 1916, πριν από την εισβολή των βουλγαρικών και γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή. Αν η φιλοβασιλική του πένα ήταν ο λόγος της δίωξής του, αυτή εντάσσεται στην εν γένει απροκάλυπτα παρεμβατική συμπεριφορά των Συμμάχων, στην άσκηση ελέγχου επάνω σε κάθε τομέα που θεωρούσαν ότι απειλούσε την ασφάλειά τους· ακόμη και στη δημοσιογραφία.

Για τη δημοσιογραφική του δράση στη Δράμα από το 1916 έως το 1917 μας δίνει πληροφορίες –επιλεκτικά ωστόσο– ο ίδιος ο Συρούκης σε εμπιστευτική έκκληση προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, που συνέταξε τον Ιούλιο του 1921 επί πρωθυπουργίας Δ. Γούναρη. Σκοπός της επιστολής του ήταν να ζητήσει οικονομική ενίσχυση για την έκδοση του Αναμνηστικού Λευκώματος της Ανατολικής Μακεδονίας με αφορμή την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Στη Δράμα εξέδιδε την καθημερινή τετρασέλιδη εφημερίδα Η Νέα Δράμα,  πιθανόν από τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1916 έως τον Ιούνιο του 1917, οπότε εκτοπίστηκε με τον υπόλοιπο πληθυσμό στη Βουλγαρία παραμένοντας εκεί έως την ανακωχή. Πολλά ερωτηματικά μένουν αναπάντητα για την έκδοση της Νέας Δράμας ως προς τις συνθήκες έκδοσής της. Και αυτό γιατί οι δύο τοπικές εφημερίδες Δράμα και Νέστος έπαψαν να κυκλοφορούν, αφού οι τυπογραφικές μηχανές των δύο τυπογραφείων της πόλης μεταφέρθηκαν ως λεία στη Βουλγαρία. Μάλιστα, ήταν και η μοναδική που κυκλοφορούσε στη Δράμα. Λόγω του αποκλεισμού της Ανατολικής Μακεδονίας καμία εφημερίδα δεν έφτανε στην περιοχή, όπως ο ίδιος ο Συρούκης σημειώνει στην επιστολή του.

Το κενό αυτό είναι κρίσιμο για τον τρόπο που, ως αρχισυντάκτης, ασκούσε τη δημοσιογραφία, τόσο για τη μετάδοση ειδήσεων, την ενημέρωση επομένως της κοινής γνώμης, όσο και για τον σχολιασμό των γεγονότων. Κρίσιμο από την άποψη της τήρησης των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας και της κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης της εφημερίδας. Κρίσιμο και για το αναγνωστικό κοινό της περιοχής. Χωρίς πρόσβαση σε άλλα έντυπα, με μονομερή και ακρωτηριασμένη ενημέρωση, χωρίς εν τέλει τη λειτουργία λόγου-αντίλογου, η αλήθεια, όπως παρουσιαζόταν στα φύλλα της εφημερίδας, ήταν υπό αμφισβήτηση.

Από τα αποκείμενα στον ιστότοπο της Βουλής φύλλα της Νέας Δράμας σχηματίζεται μια ενδεικτική αλλά αρκετά σαφής εικόνα της φυσιογνωμίας της. Δύο σημεία της είναι αξιοπρόσεκτα. Το πρώτο είναι οι ηχηρές «σιωπές» της εφημερίδας σχετικά με τα δεινά που υφίστατο ο πληθυσμός την περίοδο εκείνη. Το δεύτερο είναι η εμφαντική προβολή φιλοβασιλικών αισθημάτων και η εμμονική εξύμνηση της εμπόλεμης Γερμανίας. 

Φωτογραφία 6
Οι αγγαρείες ήταν συνήθης πρακτική την περίοδο της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής. Εδώ, γυναικόπαιδα χρησιμοποιούνται, υπό την εποπτεία Βουλγάρων αξιωματικών, στη διάνοιξη ρείθρων του δρόμου Δράμας – Προσοτσάνης , όπως διαβάζουμε βουλγαρικά στην οπίσθια όψη. (Αρχείο Α. Κάζη, υποτιτλισμός Δ. Σφακιανάκης)

Το διάστημα Φεβρουάριος-Μάιος 1917, κατά το οποίο εκδόθηκαν τα σωζόμενα φύλλα, οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας βίωναν την πιο επώδυνη φάση της Κατοχής. Η εξαθλίωση των κατοίκων της περιοχής λόγω έλλειψης τροφίμων και αλεύρων ήταν απελπιστική. Οι θάνατοι από πείνα αυξάνονταν καθημερινά ([…] οι εξ ασιτίας θάνατοι, αραιοί κατ’ αρχάς, ανήλθον εις 25 ημερησίως. Οι νεκροί εθάπτοντο σωρηδόν και άνευ διατυπώσεων). Οι τοπικές ελληνικές αρχές περιέγραφαν τη δυστυχία των κατοίκων από τις ελλείψεις αυτές και την αγωνία τους να επιτραπεί η σπορά, απευθύνοντας δραματικές εκκλήσεις προς τις βουλγαρικές αρχές για τη λήψη άμεσων μέτρων. Ωστόσο, τα πράγματα γίνονταν δυσκολότερα. Στη Νέα Δράμα δημοσιεύτηκε ανακοίνωση της βουλγαρικής επιμελητείας, σύμφωνα με την οποία το Υπουργείο Οικονομικών της Βουλγαρίας ζητούσε να πληρωθεί αποκλειστικά σε χρυσό η αξία των δημητριακών και όλων των τροφίμων που θα χορηγούνταν στον πληθυσμό. Αυτό θα ήταν το τελευταίο πλήγμα, τελείως εξοντωτικό για τον πληθυσμό, όπως τόνιζε ο Δήμαρχος Δράμας προς τον νομάρχη Νικόλαο Μπακόπουλο σε επιστολή του τον Φεβρουάριο του 1917.

Ό, τι συνιστά την ιδιοτυπία της Νέας Δράμας είναι η παράκαμψη της τρέχουσας κρίσιμης πραγματικότητας. Και μάλιστα τόσο εντυπωσιακά, ώστε θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο Συρούκης ασκεί «αυτιστική δημοσιογραφία», καθώς δημοσιογραφεί ερήμην της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται η εφημερίδα του. Δεν παρακάμπτει μόνο ως μη γενόμενη την ανθρωπιστική, κοινωνική και οικονομική καταστροφή που συντελούνταν γύρω του· παρακάμπτει και τις λιγότερο επώδυνες πτυχές της καθημερινής ζωής της πόλης· δεν υπάρχει μια περιρρέουσα κοινωνία, δεν εκτυλίσσονται κοινωνικά-κοσμικά γεγονότα, δεν υπάρχει αγροτική ύπαιθρος. Κάποια θραύσματα της καθημερινότητας  αποτυπώνονται μόνο μέσα από τις ελάχιστες διαφημίσεις (σιγαρέτων, καταστημάτων, ιατρείων, και του εβδομαδιαίου περιοδικού Νέα Ζωή που εξέδιδε ο ίδιος) ή τις ακόμη λιγότερες αγγελίες.

Ο Συρούκης βέβαια δεν κατασκευάζει μια επινοημένη πραγματικότητα για τη ζωή της πόλης, παρουσιάζοντάς την να βιοπορίζεται και να διοικείται χωρίς προβλήματα. Επιλέγει όμως συστηματικά να παρουσιάζει μια ελλιπέστατη πραγματικότητα, στην οποία αποσιωπάται επιμελώς κάθε αιχμηρή και ενδεχομένως δυσάρεστη αναφορά για τους Γερμανο-Βουλγάρους. Ελάχιστες, περιορισμένες σε μικρά μονόστηλα, είναι οι τοπικές ειδήσεις (ΕΓΧΩΡΙΑ), όπως τα πρόσωπα που διευθύνουν τα συσσίτια στην πόλη, το γεύμα του νομάρχη Ν. Μπακόπουλου προς τις βουλγαρικές αρχές, οι τιμές διαφόρων προϊόντων σε λέβα και ανακοινώσεις της βουλγαρικής διοικήσεως. Καταγράφονται δίνοντας την εντύπωση ότι συμβαίνουν μέσα σε μια κανονικότητα. Αποσιωπάται ότι η διοργάνωση συσσιτίων σήμαινε επισιτιστική και οικονομική κρίση. Αποσιωπάται ότι η επιβολή ισοτιμίας του βουλγαρικού λέβα προς την ελληνική δραχμή επέφερε απότομη αύξηση στις τιμές των προϊόντων, επομένως επέτεινε τον λιμό. Δεν είναι εξακριβωμένο κατά πόσο οι σιωπές ήταν άνωθεν επιβεβλημένες.

Στη Νέα Δράμα, το μοναδικό –νόμιμο– έντυπο της εποχής, δεν αποτυπώνονται ζωντανά, άμεσα και αυθεντικά οι συνθήκες της Κατοχής, τα διάφορα συμβάντα, η καθημερινότητα της ζωής των κατοίκων έστω της πόλης, όπου οι καταπιέσεις, οι ταπεινώσεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας. Ο Συρούκης δεν είχε πρόθεση να καταγράψει την εμπειρία της Κατοχής, όπως αυτή τότε βιωνόταν από τους κατοίκους της Δράμας και όπως ο ίδιος έβλεπε τα γεγονότα να διαδραματίζονται γύρω του. Παραβλέπει συνειδητά αυτό το προνόμιο ως δημοσιογράφος. Αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι επιλέγει να ασκήσει τη δημοσιογραφία τυχοδιωκτικά επικαλούμενος ιδεολογικούς λόγους.

Άλλωστε, όπως ο ίδιος σημειώνει στην έκκλησή του, η Νέα Δράμα υπήρξε φιλοβασιλικό όργανο. Ιδού τι έγραφε:

Ποιαι υπήρξαν αι υπηρεσίαι μου, κατά το διάστημα εκείνο της ξένης κατοχής, καθ’ ο η Ανατολική Μακεδονία ήτο αποκεκλεισμένη  και άνευ επαφής με τας Αθήνας […] δεν είναι δυνατόν να απαριθμηθώσιν ενταύθα. Δύνασθε εν τούτοις να μορφώσητε μίαν ιδέαν περί αυτών, εάν ρίψητε εν βλέμμα εις τινά φύλλα της «Νέας Δράμας» τα οποία ηδυνήθην να ανεύρω μετά πολλάς μου ερεύνας.Κατά το διάστημα εκείνο η «Νέα Δράμα» υπήρξε το μέσον, διά του οποίου εκαλλιεργήθη, εθερμάνθη και ανέθορε [sic] γόνιμος ο φιλοβασιλισμός εν Ανατολική Μακεδονία και εσφυρηλατήθησαν φιλικώτεραι αι σχέσεις μεταξύ των εισβαλόντων ξένων και του τόπου μας. Κατά το διάστημα εκείνο εξέδωκα επίσης «Αναμνηστικόν Λεύκωμα» (Αφιέρωσιν εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον) το οποίον ενίσχυσεν επιπροσθέτως το έργον της «Νέας Δράμας».

Η Νέα Δράμα συγκροτεί ένα αφήγημα που δεν διέφερε σε γενικές γραμμές από εκείνο του αντιβενιζελικού Τύπου της εποχής. Προβάλλεται μέσα από μια αγιογραφική θεώρηση η εικόνα του Βασιλιά, για τον οποίο με αφοριστικό λόγο διατυπώνεται η πεποίθηση μιας μελλοντικής δικαίωσης:

Έχομεν αφ’ ετέρου Βασιλέα όστις προτιμά να γίνη θύμα, να παρουσιάζεται προ των ομμάτων του λαού του ως παραβλέπων εθνικά συμφέροντα αρκεί να μη παρασύρη εξ αδυναμίας τον λαόν του εις επιχείρησιν, ήτις δεν θα καταλήξη εις τέλος σύμφωνον προς τα συμφέροντα του Κράτους. Και ως εκ τούτου νυν υφίσταται όλες τας ταπεινώσεις, όλους τους εξευτελισμούς, διότι γνωρίζει, ότι αργότερον θα καταρρεύσωσιν όλαι αι συκοφαντίαι και τότε θα αναγνωρισθή παρά πάντων, πόσο ούτος συνετέλεσεν εις την σωτηρίαν του Κράτους […].

Έτσι, περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με πειστικά αρθρωμένα επιχειρήματα συμπεραίνει ότι διά της ακολουθούμενης πολιτικής διαφαίνεται ρόδινον το μέλλον και σύμφωνον προς τα εθνικά συμφέροντα, παραπέμποντας σε μια ασαφή εξιδανικευμένη, μελλοντική πραγματικότητα. Αναπαράγοντας τη θέση της αντιβενιζελικής πλευράς, που θεωρούσε ως παρακινδυνευμένο εγχείρημα την είσοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο –επομένως, αυτόχρημα ως προδοτική των εθνικών συμφερόντων–, και αποφεύγοντας να παραθέσει αποδεικτικά επιχειρήματα για να στηρίξει την πολιτική της ουδετερότητας, η Νέα Δράμα επιστρατεύει συναισθηματισμούς. Ξιφουλκεί εναντίον του Βενιζέλου και εξυμνεί με συγκινησιακή φόρτιση την πολιτική του Κωνσταντίνου, δίνοντας συγχρόνως την εκδοχή της για τη σχέση του λαού με τις δύο προσωπικότητες. Επιλέγει όμως να παρακάμπτει τον λαό της χειμαζόμενης Ανατολικής Μακεδονίας και να αναφέρεται γενικώς στον ελληνικό λαό. Τον παρουσιάζει να είναι ενωμένος με το Στέμμα εις σύμπλεγμαν αδιάσπαστον, να τρέφει τέτοια θρησκευτική προσήλωση στο πρόσωπό του (πιστός εις τον ηρωικόν και μάρτυρα βασιλέα του), ώστε να αναμένει μετά στωικότητος πρωτοφανούς το τέλος της τραγωδίας. Αντίθετα, για τον Βενιζέλο διαβλέπει ότι ο λαός θα τον αναγράψη εις τας μαύρας σελίδας της ιστορίας. Εν τέλει, τεχνουργεί ένα αφήγημα ταύτισης του λαού με τον Βασιλιά, αποκαθηλώνοντας παράλληλα την εικόνα του Βενιζέλου.

Η σημειολογία της φιλοβασιλικής ρητορικής προσδιοριζόταν από επίκληση συνθηματολογικών λέξεων και φράσεων με βαρυσήμαντο αξιακό φορτίο (ελληνική ψυχή, ελληνική αντοχή, η κορυφή του Έθνους, η σωτηρία του Κράτους, Θρόνος στηριζόμενος εις την αγάπην του λαού του, ουδέποτε ανατρέπεται)· από διχαστικό λόγο (ο αρνησίπατρις Βενιζέλος, οι οπαδοί του αποστάτου, ο Βενιζέλος σήμερον θέλει να δολοφονήση την πατρίδα του)· από παραδοχές (Ο Γερμανικός πολιτισμός δεν είναι προάγγελος κατακτήσεων και καταπιέσεων λαών, όπως ο ψευδοπολιτισμός της Αντάντ). Η Νέα Δράμα αποφεύγει τη νηφάλια, ορθολογική και με σαφείς οριοθετήσεις πολιτική ανάλυση. Αποσιωπά τις ευθύνες της βασιλικής κυβέρνησης και αποφεύγει να συνδέσει την πραγματικότητα της Κατοχής με το φαινόμενο του Διχασμού, στη δίνη του οποίου βρέθηκε η Ανατολική Μακεδονία. Υφαίνει τον μύθο του σωτήρα Βασιλιά, ρητορεία που εντασσόταν στο σωτηριολογικό αφήγημα του φιλοβασιλικού Τύπου απέναντι στον Βενιζέλο, όστις τῇ βοηθείᾳ των ξένων παρασκευάζει τον όλεθρον και την δυστυχίαν της πατρίδος του.

kazis005b
Πρωτοσέλιδο περιοδικού της εποχής ( 24.04.1916). Aποδίδει παραστατικά τη στάση της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως δηλώνει και ο υπότιτλος: «Αι εμπόλεμαι δυνάμεις παρακολουθούν με αγωνίαν την μικράν Ελλάδα αν θα κινηθή ή δεν θα κινηθή». (Αρχείο Α. Κάζη, υποτιτλισμός Δ. Σφακιανάκης)

Εν τέλει απλουστεύει τα δεδομένα της τρέχουσας εσωτερικής πολιτικής και ευρωπαϊκής διπλωματίας ασκώντας ισοπεδωτική πολεμική εναντίον των Δυνάμεων της Entente. Η Βρετανία και η Γαλλία τρέφουσιν απέραντον μίσος εναντίον της και δεν θα κορέσουν ποτέ την δίψαν της εκδικήσεώς των κατά της Ελλάδος! Κατά τας αντιλήψεις αυτών η Ελλάς είχεν υποχρέωσιν να καταστραφή, αποτίουσα διά της καταστροφής της τον φόρον ευγνωμοσύνης προς τα προστάτιδας Δυνάμεις. Προσπαθεί να απομυθοποιήσει, όπως άλλωστε και ο αντιβενιζελικός Τύπος της Αθήνας την ίδια εποχή, τον παραδοσιακό ρόλο των Δυνάμεων της Entente ως Προστάτιδων Δυνάμεων (η τυραννία των βαρβάρων ψευδοπροστατών) με αφορμή τα δεινά του αποκλεισμού. Συγκυριακοί λόγοι: ο αποκλεισμός της Αθήνας, του Πειραιά, του Βόλου και της Πάτρας, τα «Νοεμβριανά» και γενικότερα οι προκλήσεις της υπεροπτικής συμπεριφοράς των Συμμάχων απέναντι σε ανεξάρτητο κράτος ενίσχυαν την αντιανταντική ρητορική της εφημερίδας. Βάλλει εναντίον τους για τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους τους (ωδήγησαν εις τα Ευρωπαϊκά πεδία του πολέμου Αφρικανούς Νέγρους και όλων των ειδών τας μελαίνας αποχρώσεις), που, όπως υποστηρίζει, αντιβαίνουν αρχές του διεθνούς δικαίου. Στο στόχαστρο της Νέας Δράμας βρισκόταν προπαντός η Βρετανία, εξαιτίας της αντιδυναστικής και ανθελληνικής, κατά την εφημερίδα, πολιτικής της.

Σε άλλα άρθρα εξυμνεί τη Γερμανία, αποδίδοντάς της πολιτισμικό μεγαλείο και αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή ενώ αγιοποιεί τον αρχιγκαγκελάριο ως ηγέτη με ανώτερο ήθος. Ο έκδηλος φιλογερμανισμός της Νέας Δράμας και η πεποίθηση στη νίκη της Γερμανίας απηχούν την προσωπική ιδεολογία του Συρούκη και λιγότερο την ψύχραιμη θέαση της πραγματικότητας. Και στο βαθμό που οι αντιανταντικές υποδοχές της κοινής γνώμης στήριζαν την προβολή ενός φιλογερμανικού πολιτικού λόγου, αυτό ίσχυε περισσότερο για τη νότια Ελλάδα. Πόση απήχηση είχε ο λόγος αυτός στους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι βίωναν επαχθώς όχι την φιλοανταντική πολιτική του Βενιζέλου αλλά τη φιλογερμανική πολιτική του βασιλιά Κωνσταντίνου;

Ως προς τη θεματολογία της Νέα Δράμας, το κύριο σώμα της ειδησεογραφίας εστιάζεται αποκλειστικά σχεδόν στην αντιπαράθεση των εμπόλεμων στρατοπέδων και στα πολεμικά μέτωπα. Σε όλα τα φύλλα θα δούμε κάποιες στήλες με τον τίτλο: ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ [ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΩΝ], με αυτούσια μεταφορά των ανακοινωθέντων που εκδίδονταν από το επιτελείο της Γερμανίας. Όπως αναγράφεται, λαμβάνονταν ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΡΜΑΤΟΥ από το Βερολίνο. Σε κάποια μόνο φύλλα μεταδίδονται, πολύ συντομότερα και ατελέστερα, τα ανακοινωθέντα των επιτελείων της Entente. Η προβολή και η έκταση των ειδήσεων για τις Κεντρικές Δυνάμεις είναι επιλογές που συνιστούν μια υποκειμενική επέμβαση, με στόχο τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης προς την πλευρά του συγκεκριμένου συνασπισμού δυνάμεων και κατ’ επέκταση της βασιλικής πλευράς.

Εκκινώντας από αυτές τις αφετηρίες, η Νέα Δράμα δεν ήταν εύκολο να αναχθεί σε μέσο ενημέρωσης της κοινής γνώμης ούτε, πολύ περισσότερο, σε όργανο ελευθερίας και αλήθειας. Η προσωπολατρία, η προσωποληψία εμπόδιζαν τον Συρούκη να καταγράψει τι πραγματικά συνέβαινε. Ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο στην καλλιέργεια φιλοβασιλικών αισθημάτων. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι σφυρηλάτησε μέσω της εφημερίδας φιλικότερες σχέσεις με τους εισβολείς. Πιθανόν να εννοεί αυτή τη σφυρηλάτηση δημοσιεύοντας ανακοινώσεις των βουλγαρικών αρχών· συγχρόνως, αποφεύγοντας τη μετάδοση ειδήσεων για τη δράση τους εις βάρος των κατοίκων. Την εννοεί με την παράθεση σχολίων, όπου η εθελόδουλη, συναισθηματική έξαρση του λόγου του εθελοτυφλεί εμπρός στη δραματική εμπειρία της Κατοχής. Όπως αυτά για την είδηση της παρασημοφορίας του στρατηγού Taneff από τον Γερμανό ίλαρχο von Puttkamer:

[…] θα ακουσθή μετ’ ιδιαιτέρας ευχαριστήσεως υπό των συμπολιτών μας, οίτινες εξετίμησαν το πολύπλοκον και αρκετά δύσκολον έργον του.Η «Νέα Δράμα» υποβάλλει εις τον τετιμημένον στρατηγόν τα εγκάρδια συγχαρητήριά της. 

Το παράδοξο θα έλεγε κανείς είναι ότι, παρά τη φιλοβουλγαρική στάση του, ο Συρούκης εκτοπίστηκε στη Βουλγαρία όμηρος, και μάλιστα, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει στην επιστολή του, ταλανισθείς όσον ουδείς άλλος.

Δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί με ακρίβεια πόσα φύλλα πουλούσε η εφημερίδα εκείνη την εποχή και τι απήχηση είχε. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δεν είχε σημείο αναφοράς την ευρύτερη κοινωνία της Δράμας και ότι, όπως ο ίδιος σημειώνει, επιστρέφοντας από την ομηρία, μετά από πολλή έρευνα μπόρεσε να εντοπίσει κάποια φύλλα της Νέας Δράμας, η κυκλοφορία της θα πρέπει να ήταν περιορισμένη, θα διαβαζόταν κυρίως από εκείνους που ενδεχομένως δεν είχαν πληγεί ή επωφελήθηκαν από την Κατοχή.

Στον καμβά της προσωπικής ιστορίας ενός φιλοβασιλικού δημοσιογράφου οι ψυχώσεις του Διχασμού υπήρξαν σημείο αιχμής είτε ως δημοσιευμένη δημαγωγία από την πλευρά του είτε ως σπασμωδικά ξεσπάσματα των Βενιζελικών εις βάρος του. Ο ίδιος υπήρξε θύμα της καταστολής και του αυταρχισμού του βενιζελικού κράτους την περίοδο 1917-1920. Μετά την επιστροφή του από την ομηρία, συνελήφθη και οδηγήθηκε από τις αρχές στη φυλακή κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία (διά τα κατά του Βενιζέλου και υπέρ του Βασιλέως άρθρα μου). Την παραμονή των Ιουλιανών του 1920 διακόπηκε στη Θεσσαλονίκη η κυκλοφορία της εφημερίδας του Εθνική, η οποία δεν επανεξεδόθη, συντριβείσα οικονομικώς. Τότε επέστρεψε στη Δράμα όπου ίδρυσε τυπογραφείο. Παραμονές των εκλογών του 1920 οι Βενιζελικοί θα επιτεθούν στο τυπογραφείο του στη Δράμα και θα καταστρέψουν το ένα από τα δύο πιεστήριά του. Επρόκειτο για κίνηση αντεκδίκησης ή κατασταλτικό μέσο, για να ανακοπεί η επιρροή, που φαίνεται να ασκούσε, κατά τους ισχυρισμούς του, το μόνο αντιβενιζελικό έντυπο στην πόλη την περίοδο εκείνη.

kazis040
Στην οπίσθια όψη διαβάζουμε βουλγαρικά: «Δράμα, 21/4/1918». Βούλγαροι αξιωματικοί, πολίτες και παιδιά σε εορταστική ή επετειακή εκδήλωση. Δεξιά στο βάθος το βουλγαρικό στρατόπεδο ιππικού. (Αρχείο Α. Κάζη, υποτιτλισμός Δ. Σφακιανάκης)

Ο Συρούκης μετά τις εκλογές του 1920, έχοντας ήδη συμβάλει, όπως ομολογεί, με την πατριωτικήν δράσιν του Τύπου του στη Λαϊκή Νίκη της 1ης Νοεμβρίου, ετοίμαζε την έκδοση της Εθνικής στη Δράμα, για να υποστηρίξει το έργο της νέας κυβέρνησης που προέκυψε. Συγχρόνως σχεδίαζε και την έκδοση δεύτερου πολυτελούς Αναμνηστικού Λευκώματος της Ανατολικής Μακεδονίας. Ζητούσε σχεδόν ικετευτικά την οικονομική αρωγή του κράτους για τις νέες εκδοτικές του δραστηριότητες, υπογραμμίζοντας πως δεν είχε έως τότε παρασημοφορηθεί για τους αγώνες του, όπως άλλοι δημοσιογράφοι.

Οι προθέσεις του είναι ευνόητες. Ήταν όμως αγαθές; Αυτή η –εμπιστευτική– έκκλησή του υπονομεύει την καλή προαίρεση. Δεν την υποβάλλει τόσο με αφετηρία τη θεσμική δεοντολογία όσο με αφετηρία την παραταξιακή-πελατειακή νοοτροπία. Στην πραγματικότητα το αίτημά του σημαίνει ένα είδος νομιμοποίησης από την πλευρά του κράτους πρακτικών που θα διαιώνιζαν παθογένειες. Ο Συρούκης δημοσιογραφούσε χάριν της Ιδέας, όπως έγραφε στην επιστολή του, εκτιμώντας ότι ασκούσε πατριωτική δράση μέσω του Τύπου. Επομένως, υπηρετώντας την ιδέα του Βασιλιά, ο Συρούκης ασκούσε «στρατευμένη» δημοσιογραφία. Εδώ το καθήκον του δημοσιογράφου, η κριτική, η διαφωνία, η αμφισβήτηση, ο έλεγχος, ο καταμερισμός ευθυνών δεν θα έβρισκαν εύκολα θέση ως υγιείς και επιβαλλόμενες αντιδράσεις. Αντίθετα, θα προείχε η δημιουργία πολιτικής μυθολογίας και εχθρικών αναπαραστάσεων για την αντίπαλη παράταξη καθώς και η διάδοση διχαστικού λόγου. Στο βαθμό που θα ασκούσε πάνω σε μια τέτοια βάση τη δημοσιογραφία του, αυτά θα σήμαιναν αποκρυστάλλωση δογματικών πολιτικών θέσεων, παραταξιακής λογικής και όρθωση διαχωριστικών γραμμών. Θα σήμαιναν ενδεχομένως μια μετάπτωση της πόλωσης από το πολιτικό στο κοινωνικό πεδίο σε  έναν τόπο με χαίνουσες ακόμη τις πληγές από την επώδυνη δοκιμασία της Κατοχής.

clio3
Η Γεωργία Μπακάλη είναι εκπαιδευτικός και Δρ. Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΠΗΓΕΣ

Υπουργείον επί των Εξωτερικών, Διπλωματικά έγγραφα 1913-1917: Ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας. Εισβολή Γερμανοβουλγάρων εις Μακεδονίαν, Αθήνα, 1917.

Β. ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΠΗΓΕΣ

Γενικά Αρχεία του Κράτους/Κεντρική Υπηρεσία/Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού (στο εξής: ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ), φάκ. 540, Εμπιστευτική Έκκλησις Γεωργίου Δ. Συρούκη προς το Πολιτικόν Γραφείον του Πρωθυπουργού, Δράμα, 08.07.1921.

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 202, Υπόμνημα των εκ Βουλγαρίας επανακαμψάντων ομήρων υπαλλήλων Ανατολ. Μακεδονίας προς Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως, Αθήνα, 12.11.1918.

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 263, Ο επί των Εσωτερικών Υπουργός προς Ελ. Βενιζέλον, Καβάλα, 02.10.1918.

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 218, Κ. Μαζαράκης προς Γενικόν Στρατηγείον Θεσσαλονίκην, Έκθεσις περί της εν Βουλγαρία καταστάσεως και των εκκρεμών μετ’ αυτής ζητημάτων, Σόφια, 05.11.1918.

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 202, Υπόμνημα Δ. Πάζη προς Αντιπρόεδρον Υπουργικού Συμβουλίου, Αθήνα, 08.011.1918.

Γ. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Θεόφιλος Δ. Αθανασιάδης, «Φρικιαστικαί σελίδες ημερολογίου αιχμαλωσίας», Ημερολόγιον Δράμας 1930, Δράμα, [1930], σ. 85-88.

Του ιδίου, «Ιστορική ανασκόπησις της τυπογραφίας και δημοσιογραφίας εν Δράμα από του 1913 και εντεύθεν», Θάρρος, 18.11.1924.

Ν. Ρουδομέτωφ (επιμ.), Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής, Ανατολική Μακεδονία 1916-1918, Πρακτικά εξετάσεων μαρτύρων και πορίσματα της Διεθνούς Επιτροπής για την παραπομπή των εγκληματιών στο Διεθνές Δικαστήριο, τ. 1-3, Καβάλα, 2008.

Γ. ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα, 1970.

Γιάννης Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916. Από το Αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Αθήνα, 2006.

Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Βιώματα του Μακεδονικού Ζητήματος: Δοξάτο Δράμας, 1912-1946, Αθήνα, 2014.

Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915: Ο εθνικός διχασμός, Αθήνα, 2015.

Δέσποινα Παπαδημητρίου, Ο Τύπος και ο Διχασμός, 1914-1917, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, 1990.

Γ. Β. Δερτιλής, Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016, Αθήνα, 2016.

ΆΡΘΡΑ

Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Η Καβάλα στα κρίσιμα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1916-1918», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 4 (1992), σ. 221-234.

Στράτος Ν. Δορδανάς, «Το θερμό καλοκαίρι του 1916»: Η εισβολή των Γερμανο-Βουλγάρων και η κατάληψη της Καβάλας, μέσα από τις πηγές», Νικ. Β. Ρουδομέτωφ (επιμ.), Η Καβάλα και τα Βαλκάνια, η Καβάλα και η Θράκη: Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ιστορία-Τέχνη-Πολιτισμός, Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας τ. 2, Καβάλα, 2012, σ. 663-681.

Πασχαλίδης Δημήτριος, «Η έκθεση του Νικολάου Μπακόπουλου, νομάρχη Δράμας κατά τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας (1916-1918)», Πρακτικά Ε΄ Επιστημονικής Συνάντησης Δράμας, Χρίστος Π. Φαράκλας (επιμ.), τ. 1, Δράμα, 2013, σ. 771-806.