Skip to main content

Γεώργιος Α. Λεβενιώτης: Η περιφερειακή διοικητική οργάνωση της βυζαντινής Μακεδονίας

Γεώργιος Α. Λεβενιώτης

Η περιφερειακή διοικητική οργάνωση της βυζαντινής Μακεδονίας

και η θέση, o genius loci και οι τίτλοι της Θεσσαλονίκης

(4ος – 9ος αι.)

 

 

Μετά την κατάλυση του αρχαίου Μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) τα εδάφη της Μακεδονίας διαιρέθηκαν, ως γνωστόν, σε τέσσερις μερίδες (regiones) με έδρες την Αμφίπολη, τη Θεσσαλονίκη (β´ μερίδα), την Πέλλα και την Πελαγονία. Όταν οι Ρωμαίοι κατέστειλαν αργότερα το τοπικό κίνημα του ανταπαιτητή Ανδρίσκου (148 π.Χ.), προσανατολίστηκαν στη συγκρότηση μιας νέας ἐπαρχίας (provincia), η οποία θα κάλυπτε διοικητικά και στρατιωτικά την ευρύτερη περιοχή.

Διαφάνεια 1

Η δημιουργία της υπήρξε ωστόσο μάλλον σταδιακή· ο  Ρωμαίος διοικητής, συνήθως ἀνθύπατος και πρώην πραίτωρ, διέθετε αρχικά κυρίως στρατιωτική αρμοδιότητα και ενιαύσια εξουσία, ενώ οι μακεδονικές μερίδες και τα συνέδριά τους διατηρήθηκαν, όπως και οι φορολογικές τους αρμοδιότητες. Οι μακεδονικές πόλεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μετατράπηκαν οπωσδήποτε σε υποτελείς και κατέβαλλαν υποχρεωτικά φόρο (civitates stipendiariae)· διατήρησαν ωστόσο την εσωτερική τους αυτοδιοίκηση και τη λειτουργία των πολιτειακών τους οργάνων. Αξιοσημείωτη υπήρξε επίσης η μετέπειτα λειτουργία ενός θεσμού συλλογικής «εθνικής» έκφρασης, του λεγόμενου Κοινοῦ τῶν Μακεδόνων. Μετά  τη μετατόπιση των βαλκανικών ρωμαϊκών συνόρων βορειότερα η στρατιωτική διοίκηση του τοπικού Ρωμαίου ἀνθυπάτου περιορίστηκε ως άσκοπη. Τα πολιτικά όρια της αρχικής provincia Macedonia είχαν υπερβεί κατά πολύ τα σύνορα της γεωγραφικής Μακεδονίας, ειδικά στα νότια, στα δυτικά και στα ανατολικά. 

Διαφάνεια 2

Κατά την πρώιμη περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η περιοχή υπέφερε από εισβολές και στρατιωτικές συγκρούσεις που σημειώθηκαν στα εδάφη της. Κατά τους μετέπειτα δύο πρώτους αυτοκρατορικούς αιώνες ωστόσο η Μακεδονία επωφελήθηκε από τις πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες της επιβληθείσας pax romana και σημείωσε δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη. Από τις 90 πόλεις του πρώην βασιλείου αναφέρονται αργότερα περίπου 75 και κατά τον 6ο αι. μ.Χ. μόνο 40, αν και ο τελευταίος αριθμός πιθανώς είναι παραπλανητικός. Οι ξένοι πληθυσμοί (ιταλικοί, θρακικοί κ.ά.) που είχαν εγκατασταθεί στο εσωτερικό της αφομοιώθηκαν και εξελληνίστηκαν (βλ. Κανατσούλης, Νίγδελης). 

Διαφάνεια 3

Ο 3ος αι. μ.Χ. υπήρξε περίοδος μεγάλης κρίσης για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κατά την ίδια περίοδο σημειώθηκε, μεταξύ άλλων, αναμόρφωση της επαρχιακής διάρθρωσης και οργάνωσης του κράτους. Οι σχετικές αλλαγές ξεκίνησαν μάλιστα στη Χερσόνησο του Αίμου για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. Οι μετέπειτα περιφερειακές διοικητικές μεταρρυθμίσεις των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305) και Κωνσταντίνου Α΄ (306/24-337) είχαν ως αποτέλεσμα την κατάτμηση των παλαιών μεγάλων ἐπαρχιῶν και τη δημιουργία περισσότερων και μικρότερων διοικητικών ενοτήτων. Πέραν των provinciae, προοδευτικά συγκροτήθηκαν και νέες μεγαλύτερες (γεωγραφικά) και ανώτερες (ιεραρχικά) πολιτικές περιφερειακές ενότητες (διοικήσεις και ἐπαρχότητες πραιτωρίου) (βλ. Γκουτζιουκώστας).

Διαφάνεια 4

Αποτέλεσμα των παραπάνω μεταβολών υπήρξε η απώλεια του πολιτικού ελέγχου των περιοχών της Θεσσαλίας, της Ιλλυρίας και της Ηπείρου από την provincia Macedonia. Από τους ύστερους ρωμαϊκούς και πρώιμους βυζαντινούς αιώνες (ουσιαστικά από τον ύστερο 4ο αι. μ.Χ.) μέχρι τις απαρχές της «θεματικής» αυτοκρατορικής διοίκησης των μέσων βυζαντινών χρόνων (7ος – 8ος αι.) η ευρύτερη γεωγραφική Μακεδονία υπαγόταν διοικητικά σε δύο ομώνυμες ἐπαρχίες της προϊστάμενης και ευρύτερης γεωγραφικά Μακεδονικής διοικήσεως (dioecesis Macedonia)· η συγκεκριμένη διοίκησις κάλυπτε ουσιαστικά όλο τον ελλαδικό χώρο, είχε επικεφαλής έναν βικάριο (vicarius) και αποτελούσε μία από τις δύο υποδιαιρέσεις (Μακεδονική και Δακική) της ἐπαρχότητος πραιτωρίου του Ιλλυρικού (praefectura praetorio per Illyricum).

Διαφάνεια 5Τα εδάφη της γεωγραφικής Μακεδονίας υπάγονταν αρχικά στην provincia Μacedonia καθώς και στη βραχύβια Μacedonia Salutaris (ca. 379/80 – τέλη 4ου / αρχές 5ου αι.) που απαντά στoν κατάλογο αξιωμάτων  Νοtitia Dignitatum (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι., τελική σύνταξη ca. 425-429). Αργότερα υπήχθησαν στην επαρχία Μacedonia Prima (Μακεδονία Ι) και στη βορειότερη Macedonia Secunda (Μακεδονία ΙΙ). Η τελευταία ήταν μικρότερη σε έκταση και διέθετε λιγότερα αστικά κέντρα (ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους [6ος αι.]  αναφέρει μόνο 8 πόλεις της, ενώ για τη Macedonia Prima 32). Η Μακεδονία Ι περιελάμβανε τη μεγάλη πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και την κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα (σημερινή περιοχή Σερρών). Η Μακεδονία II κάλυπτε την πεδιάδα της αρχαίας Ηράκλειας Λύγκου (σημ. Μοναστήρι / Bitola) και το μικρό λεκανοπέδιο των Στόβων· ουσιαστικά δηλαδή ταυτιζόταν γεωγραφικά με την αρχαία Παιονία στο μέσο ρου του Αξιού, ανάμεσα στο Στύπειον (σημ. Štip) και τον Πρίλαπο (σημ. Prilep) (βλ. Papazoglou, Kωνσταντακοπούλου, Kostić, Wiseman).

Διαφάνεια 6Αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η γεωγραφική περιφέρεια των Σκοπίων, πιο συγκεκριμένα η λεκάνη των μεσαιωνικών Σκούπων αλλά και η σημερινή πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου (περιοχή ρωμαϊκού οικισμού Ulpiana / Ουλπιανής, από τον 6ο αι. Ioυστινιανή Σεκούνδα, σημ. Lipljan), εξαιρουμένων όμως των νοτιότερων περιοχών του σημερινού κράτους της F.Y.R.O.M., υπαγόταν στην provincia Dardania (ἐπαρχία Δαρδανία). H τελευταία αποτελούσε μία από τις τέσσερις ἐπαρχίες της Δακικής (και όχι της Μακεδονικής) διοικήσεως του Ιλλυρικού. Ακόμη και η υπαγωγή της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Μακεδονίας ΙΙ στη νεοσύστατη αρχιεπισκοπή της Πρώτης Ιουστινιανής επί Ιουστινιανού Α´ (527-565) υπήρξε εξαιρετικά εφήμερη (ca. 535-545). Η Μακεδονία ΙΙ εξακολούθησε να υπάγεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ η δικαιοδοσία της Πρώτης Ιουστινιανής περιορίστηκε στα όρια της Δακικής διοικήσεως. Στην ἐπαρχίαν της τελευταίας Δαρδανία κατοικούσαν, μέχρι την εγκατάσταση των Σλάβων (7ος αι.), οι αποκαλούμενοι Δάρδανοι «μετὰ τοὺς Ἐπιδαμνίων ὅρους», σύμφωνα με τον αξιόπιστο Προκόπιο (μέσα 6ου αι.)· οι κάτοικοί της ήταν έως τότε κυρίως λατινόφωνοι, εν αντιθέσει με τους πληθυσμούς της Μακεδονίας Ι και της Μακεδονίας ΙΙ, οι οποίοι ήταν ελληνόφωνοι.

Διαφάνεια 7Η προαναφερθείσα διοικητική διαίρεση ανάγεται στους αρχαίους χρόνους, όταν μάλιστα ήταν και εθνική – πολιτική. Η περιφέρεια των Σκοπίων (αρχ. Δαρδανία) και οι περιοχές των αρχαίων Πενεστών βορείως της Αχρίδας (αρχ. Λυχνιδός) δεν υπήρξαν ποτέ τμήματα του αρχαίου Μακεδονικού κράτους, εν αντιθέσει με την Παιονία (grosso modo τα εδάφη της μετέπειτα ἐπαρχίας Μακεδονίας ΙΙ)· συνέχισαν μάλιστα να αποτελούν ξεχωριστές περιοχές, στα βόρεια και στα δυτικά αντίστοιχα των άλλοτε παιονικών περιοχών, ακόμη και μετά την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους. Eν αντιθέσει με τις πιο «αστικοποιημένες» μακεδονικές επαρχίες, στην πρωτοβυζαντινή Dardania κυριαρχούσαν μάλλον οι μικρότεροι οχυρωμένοι οικισμοί (στα βορειοδυτικά της σύγχρονης Nόβι Παζάρ και στα νότια γύρω από τα Σκόπια), ενώ σημαντική ήταν η εκμετάλλευση τοπικών κοιτασμάτων αργύρου και μολύβδου στην άνω κοιλάδα του Ιβάρ, χρυσού αργύρου και μολύβδου στα υψώματα ανατολικά της Ουλπιανής και χρυσού, αργύρου, χαλκού και μολύβδου βορείως και ανατολικά των Σκοπίων. Ο λεγόμενος «genius loci» (= το πνεύμα του τόπου) της Θεσσαλονίκης, τουτέστιν η πίστη περί θείας προστασίας και η συνακόλουθη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η μεγάλη πολιτισμική παράδοση, η ευρεία επιρροή καθώς και η δεσπόζουσα γεωγραφική, οικονομική και διοικητική θέση της πόλεως, έχουν επισημανθεί κατ’ επανάληψη (βλ. Malamut, Koder). Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί εδώ ότι σε παλαιότερο χάρτη του Γερμανού γεωγράφου Walter Christaller, ο οποίος απεικονίζει την ευρωπαϊκή χωροταξική διάρθρωση με βάση τη «θεωρία των κεντρικών τόπων», η Θεσσαλονίκη διαδραματίζει το ρόλο της «Wunschbildmetropole» ολόκληρης της νοτιοανατολικής Ευρώπης, τόσο για την οικονομική, πολιτιστική και πολιτική σημασία της όσο και για την κομβική στρατηγική της θέση. Η Θεσσαλονίκη ήταν ο σημαντικότερος (κοντινός σε αυτήν) σταθμός της Εγνατίας οδού (Via Egnatia) που ένωνε τους σημερινούς αλβανικούς λιμένες (Δυρράχιο και Αυλώνα) με την Κων/πολη (βλ. Λώλος). Η ίδια αποτελούσε όμως και σημείο συνάντησης και τομής της Εγνατίας με τους κάθετους άξονες που κατέβαιναν από το Δούναβη, επικοινωνούσαν με τη λεγόμενη Βασιλική οδό (Via militaris) και, μέσω των κοιλάδων των ποταμών Μοράβα και του Αξιού, κατέληγαν στο σπουδαίο πολυσύχναστο λιμένα της, στο Αιγαίο και ακόμη νοτιότερα, στην κεντρική και νότια Ελλάδα.

Διαφάνεια 8

Mετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Θεσσαλονίκη είχε εξασφαλίσει την αὐτονομίαν (= αυτοδιοίκηση), το προνόμιο της φορολογικής ατέλειας (immunitas) επί Αυγούστου, ενώ παράλληλα αναγνωρίστηκε ως civitas libera κατά το 42 μ.Χ. Αν και η επιβίωση του αρχαίου της πολιτεύματος δεν είναι βέβαιη μετά τις αρχές του 4ου αι., η συνέχιση της λειτουργίας αυτοδιοικητικών θεσμών όπως εκείνος του πολιτάρχου (έστω και με διαφορετικό περιεχόμενο· βλ. Γκουτζιουκώστας) ή ακόμη και της βουλῆς αναφέρονται κατά τους 6ο και 7ο αι. («βουλὴ τῶν κρατούντων καὶ τῶν πολιτῶν» στη Διήγησιν θαυματουργιῶν του Αγ. Δημητρίου). Χώρο συνεδριάσεων του σώματος αποτελούσε μάλλον το λεγόμενο «Ωδείο», κτήριο συνελεύσεων (δηλαδή βουλευτήριον) και δημοσίων θεαμάτων  στη ρωμαϊκή Αγορά της πόλεως, η τελική μορφή του οποίου ανάγεται γύρω στα μέσα του 4ου αι. Στην Αγορά, δίπλα στο «Ωδείο», λειτουργούσε επίσης και το τοπικό Νομισματοκοπείο (βλ. Βελένης).

Διαφάνεια 9 

Η Θεσσαλονίκη διατηρούσε στρατιωτικό σώμα πολιτοφυλακής καθώς και σώμα οργάνων με αστυνομικά καθήκοντα, τα οποία συντηρούνταν και επιβλέπονταν από τους βουλευτές και τους ἄρχοντες της πόλεως (βλ. Μέντζος). Η τοπική Εκκλησία, που ιδρύθηκε από τον Απόστολο Παύλο, αναγνωρίστηκε κατά το 325 ως έδρα μητροπόλεως από την Α´ Οικουμενική σύνοδο και υπήχθη στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού πατριαρχείου Κων/πόλεως κατά τον 8ο αι. Στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αι. διέθετε 12 υποκείμενες ἐπισκοπές (με σειρά Κίτρους ἤτοι Πύδνης, Βεροίας, Δρουγουβιτείας, Σερβίων, Κασσανδρείας τῆς Ποτιδαίας, Καστρίου ἤτοι Καμπανίας, Πέτρας, Ἑρκούλων, Ἱερισσοῦ, Λιτῆς, Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν, Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων) (βλ. Χατζηαντωνίου). Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αι. η Θεσσαλονίκη αποτελούσε αυτοκρατορική έδρα του καίσαρος και αργότερα αὐγούστου Γαλέριου Ουαλέριου Μαξιμιανού (293-311).

Διαφάνεια 10 

Όπως σημειώθηκε ήδη, η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε διοικητική έδρα της ἐπαρχίας Μακεδονίας Ι υπαγόμενη στην ομώνυμη διοίκησιν της praefectura praetorio per Illyricum γύρω τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 5ου αι. Ειδικά μετά την επιδρομή των Ούννων του Αττίλα στο Σίρμιον (441), πρωτεύουσα του δυτικού Ιλλυρικού και τρόπον τινά «ανταγωνίστρια» της Θεσσαλονίκης, τη μετέπειτα κατάληψη του τελευταίου και την ερήμωση της περιοχής του από τους Γεπίδες επί Ιουστινιανού Α´ και την οριστική πτώση του στους Άβαρους το 582, η Θεσσαλονίκη κατέστη αδιαφιλονίκητη και μοναδική διοικητική έδρα του εναπομείναντος Ιλλυρικού.

Διαφάνεια 11Μετά τον 7ο αι. ο τοπικός επικεφαλής υπήρξε στο εξής ἔπαρχος Θεσσαλονίκης. Ο ἔπαρχος (Ἰλλυρικοῦ ή Θεσσαλονίκης) διέμενε στο λεγόμενο Πραιτώριον, ενώ η υπηρεσία του αποτελούνταν από δύο τομείς (οικονομικό και δικαστικό)· ειδικά ο οικονομικός τομέας διέθετε ξεχωριστά σκρίνια (γραφεία) με πολυάριθμο προσωπικό και διαφορετικές αρμοδιότητες. Κατά τον 7ο αι. ο ἔπαρχος Ἰλλυρικοῦ διέθετε ενδεχομένως και στρατιωτικές αρμοδιότητες (ο Γκουτζιουκώστας κλίνει πάντως υπέρ του αντιθέτου). Τα υλικά ευρήματα καθώς και οι γραπτές μαρτυρίες για τα πολυάριθμα εργαστήρια και καταστήματα καθώς και τη μεγάλη βιοτεχνική παραγωγή της Θεσσαλονίκης καταδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι η πόλη αποτελούσε όχι μόνο τοπικό αλλά και διαπεριφερειακό εμπορικό κέντρο, πολυσύχναστη αγορά και τόπο διάθεσης αγροτικών και εργαστηριακών προϊόντων καθώς και του ορυκτού και λοιπού πλούτου της ευρύτερης περιοχής (π.χ. ήταν κέντρο επεξεργασίας μαρμάρου, διέθετε δημόσια ὡρεῖα = σιταποθήκες κ.ά.· βλ. Antonaras). Το γεγονός αυτό διαφαίνεται από την ύπαρξη οικονομικών υπηρεσιών και υπαλλήλων, μαρτυρείται από τα κείμενα και το σφραγιστικό υλικό (με τις αναφορές κομμερκιαρίων, ἀβυδικῶν κ.ά.· βλ. Kourempanas), την επικοινωνία και τον έλεγχο επί των κοντινών υποτελών σκλαβηνιῶν από τον 7ο αι. και εξής (Δρουγουβίτες, Σαγουδάτες, Ρυγχίνοι, Στρυμονίτες και γενικά αλλογενών πληθυσμών ποικίλης προέλευσης· βλ. Μαλιγκούδης, Λιάκος, Karayannopoulos, Ταχιάος, Λεβενιώτης, Δαπέργολας, Χρυσός, Ταρνανίδης, Ρεβάνογλου, Τσορμπατζόγλου, Μίντσης) καθώς και την αυξημένη εμπορική και διαμετακομιστική κίνηση του λιμένος της με τις αξιόλογες εγκαταστάσεις και αποθήκες (βλ. Dimitriadis, Χατζηιωαννίδης – Τσαμίσης, Malamut – Grélois)· ο λιμενικός εμπορικός (και τελωνειακός;) σταθμός της αναφέρεται μάλιστα ως ἄβυδος στα μολυβδόβουλλα ήδη κατά τον 8ο αι. (δάνειος όρος από την ονομασία του σπουδαίου λιμένος και τελωνείου της Αβύδου του Ελλησπόντου). Η ετήσια εορτή και εμποροπανήγυρη του Αγίου Δημητρίου προσέλκυε εξάλλου πολυάριθμους εμπόρους και προσκυνητές ποικίλης προέλευσης (βλ. Μέντζος, Jacoby).

Διαφάνεια 12

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά ωστόσο για το μέγεθος, το μνημειακό χαρακτήρα και την οικονομική ευρωστία της πόλεως είναι και τα ευρήματα που προέκυψαν από τις πρόσφατες εργασίες για την κατασκευή του Μετρό της πόλεως. Σε βάθος περίπου 5,5 μέτρων κάτωθεν της σύγχρονης αστικής Εγνατίας οδού (καταχρηστική επί της ουσίας επίσημη ονομασία), ανακαλύφθηκε ο κύριος οδικός άξονας της πόλεως, η λεγόμενη Μέση οδός ή Via Regia (ουσιαστικά ο Decumanus maximus, ca. τέλη 3ου – αρχές 7ου αι.). Eπρόκειτο για μαρμαρόστρωτη και λιθόστρωτη οδό, η οποία ήταν via colonnata με εκατέρωθεν καταστήματα. Ένωνε από τα δυτικά στα ανατολικά τη Χρυσή με την Κασσανδρεωτική πύλη και διασταυρωνόταν με (τoν κάθετo από βορρά προς νότο και επίσης μαρμαρόστρωτo) Cardo (στη θέση της σύγχρονης οδού Βενιζέλου).

Διαφάνεια 13Το σημείο διασταύρωσης, με το ανακαλυφθέν Τετράπυλον, αποτελούσε σημείο ιδιαίτερης εμπορικής δραστηριότητας, ενώ εντύπωση προξενεί και η ανακάλυψη υδροδοτικών και αποχετευτικών αγωγών με φρεάτια καθαρισμού (βλ. Μακροπούλου). Το επιβλητικό Γαλεριανό ανακτορικό και λοιπό συγκρότημα (Ροτόντα, Οκτάπυλο αψίδας Γαλερίου, Αψιδωτή αίθουσα, Βασιλική, Κεντρική κτηριακή ενότητα, Διώροφο κτήριο, Λουτρά, Οκτάγωνο, Ιππόδρομος) υπήρξε το σημαντικότερο μνημειακό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης· αναπτύχθηκε στις ανατολικές παρυφές της πόλεως κατά την περίοδο της παραμονής του Γαλερίου στην πόλη (βλ. Αθανασίου – Μάλαμα – Μίζα – Σαραντίδου, Μέντζος, Στεφανίδου-Τιβερίου).

Διαφάνεια 14

Διαφάνεια 15

Παρά τις δραματικές αλλαγές που σημειώθηκαν στον ευρύτερο κοινωνικό βίο των πόλεων κατά τους 4ο – 7ο αι., η παλαιά ελληνική πολιτισμική παράδοση διατηρήθηκε στη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της κατά τους επόμενους αιώνες. Το συγκεκριμένο γεγονός καταδεικνύεται από την τοπική συγγραφική παραγωγή, μέσα από την οποία προβάλλονται οι αγώνες και τα παθήματα του γηγενούς πληθυσμού από τους ξένους εισβολείς (π.χ. Διήγησις θαυματουργιῶν του Αγ. Δημητρίου [βλ. Lemerle, Μπακιρτζής – Σιδέρη, Russell, Skedros], Ιωάννης Καμινιάτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Αναγνώστης). Διαφαίνεται ωστόσο και από τα σωζόμενα τοπικά έργα τέχνης. Έως τα μέσα του 7ου αι. λειτουργούσε π.χ. στη Θεσσαλονίκη εργαστήριο γλυπτικής που διατηρούσε ζωντανή την ελληνιστική παράδοση. Στην περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας (867-1057) συντελείται και πάλι συνειδητή στροφή στην αρχαιότητα, μέσω προτύπων που βρίσκονταν στο άμεσο περιβάλλον των βυζαντινών καλλιτεχνών στην ύπαιθρο και τις πόλεις. Η παραγωγή ανάγλυφων (θωρακίων, σαρκοφάγων, υπερθύρων, κιονόκρανων και άλλων αρχιτεκτονικών μελών) αυξάνεται και πάλι εντυπωσιακά στη Θεσσαλονίκη, κυρίως στους μεγάλους ναούς της πόλεως (βλ. Βελένης, Τσιλιπάκου). Η σπουδαία σημασία της Θεσσαλονίκης και η ακμή της στους μεσαιωνικούς χρόνους διαφαίνεται από τους επίσημους τίτλους αλλά και τις προσφωνήσεις, τα επίθετα και τους λοιπούς χαρακτηρισμούς που της αποδόθηκαν ανά τους αιώνες (βλ. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νεράντζη-Βαρμάζη, Καλτσογιάννη – Κοτζάμπαση – Παρασκευοπούλου, Χατζηαντωνίου). Η Θεσσαλονίκη, «πόλις λαμπροτάτη» από τους αρχαίους ήδη χρόνους κατά τον Ιωάννη Τζέτζη και «μεγίστη και πολυάνθρωπος» κατά τον προγενέστερο Θεοδώρητο Κύρου, υπήρξε «πρώτη τῶν Μακεδόνων», «μητρόπολις τῆς Μακεδονίας» αλλά και «μητέρα τῆς πάσης (…) Μακεδονίης» ήδη από τον 1ο αι. π.Χ., σύμφωνα με τον Στράβωνα. Από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. της αναγνωρίστηκε επισήμως ο τιμητικός τίτλος της ἀποικίας (colonia) και της παραχωρήθηκαν τα προνόμια της μητροπόλεως τῆς Μακεδονίας αλλά και της νεωκόρου (που σχετιζόταν με την αυτοκρατορική λατρεία). Χαρακτηριστική είναι η μετέπειτα αναφορά του ελληνιστή αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) για την αυγούστα προστάτιδά του και σύζυγο του προκατόχου του Κωνστάντιου Β´ (337-361) Ευσεβία «ὅτι δὴ γένος μὲν αὐτῇ σφόδρα Ἑλληνικόν, Ἑλλήνων τῶν πάνυ, καὶ πόλις (σημ.: της ίδιας) ἡ μητρόπολις τῆς Μακεδονίας».

Κατά τους μέσους βυζαντινούς αιώνες, μετά την απώλεια των μεγάλων αστικών κέντρων της Ανατολής και της Αφρικής στους Άραβες (μέσα – τέλη 7ου αι.), η Θεσσαλονίκη αποτελούσε πλέον τη σημαντικότερη αυτοκρατορική πόλη μετά την Κων/πολη (πρώτη μετὰ τὴν πρώτην). Όπως είχε ήδη συμβεί επανειλημμένα με τις προγενέστερες επιθέσεις των Γότθων (στα 254 και 268), η Θεσσαλονίκη κατόρθωσε αργότερα, στα τέλη του 6ου και κατά τον 7ο αι. (ca. 597, 604, 615, 618, 620, 676/77), να αποκρούσει και επανειλημμένες αβαροσλαβικές εφόδους και πολιορκίες (βλ. Κορρές), ενώ τα τείχη της βελτιώθηκαν και ενισχύθηκαν επανειλημμένα μεταξύ του 3ου και του 7ου αι. (βλ. Γούναρης, Μπακιρτζής).

Διαφάνεια 16

Η επιτυχής αντιμετώπιση των εξωτερικών απειλών αποδόθηκε μάλιστα στη βοήθεια του θεωρούμενου ως προστάτη της πόλεως Αγίου Δημητρίου (πολιούχος, ἀθλοφόρος και σωσιπόλις), ο οποίος είχε μαρτυρήσει επί Γαλερίου (305) (βλ. Russell, Skedros)· γι’ αυτόν τον λόγο η τελευταία αποκαλείτο θεοφύλακτος, θεόσωστος, θεόρρυστος, ἁγιοφύλακτος, μαρτυροφύλακτος, φιλομάρτυς (βλ. Σταυρίδου-Ζαφράκα). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε πραγματικά ακλόνητο βυζαντινό κέντρο στην περιοχή, «τεῖχος ἄσειστον νοητὸν καὶ δαίμοσι καὶ βαρβάροις ἀκαταγώνιστον ἔρυμα, καὶ βιωτικῶν κλυδώνων φρούριον γαληνόδωρον, καὶ σωμάτων καὶ ψυχῶν ἀΐδιον φυλακτήριον» (βλ. Χατζηαντωνίου). Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι στα εγκώμιά της αποδίδονται σε αυτήν και άλλα κοσμητικά επίθετα, τα οποία όμως αφορούν καθαρά στον καθαυτό αστικό οικιστικό χώρο, χωρίς να σχετίζονται με τον θρησκευτικό χαρακτήρα της πόλεως: γίνεται π.χ. λόγος για το λεγόμενο «πολιτικόν» (λ.χ. μεγίστη, μεγάλη, εὐρεία, πλατεία, πλατυάμφοδον ἄστυ, περίοπτος, πολυάνθρωπος, πολυανδρούσα, μεγαλόπολις), για την οικονομική ευμάρεια (λ.χ. ἀρχαιοτάτη τῶν πόλεων […] πλούτῳ, [παν]εὐδαίμων, πανολβία, εὐκληροτάτη), για τη διοικητική και λοιπή σπουδαιότητά της (λ.χ. μητρόπολις, ἡγουμένη, προκαθημένη, πρόσχημα, ἄρχουσα, μητέρα, πόλις προεδρεύουσα τῶν Μακεδόνων, πρώτη μετὰ τὴν πρώτην) και γενικά για τη φήμη της (λ.χ. περίπυστος, περίοπτος, μεγαλώνυμος, περίφημος, περίδοξος ή και ὀφθαλμός) ως ευρύτερο πολιτικό, οικονομικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο (βλ. Σταυρίδου-Ζαφράκα).

Διαφάνεια 17Ο 7ος αι. υπήρξε για τον ευρύτερο κόσμο της ανατολικής Μεσογείου το οριστικό πέρασμα από την ύστερη αρχαιότητα στους καθαυτό μεσαιωνικούς χρόνους (και για τη σύγχρονη έρευνα η μετάβαση από την «πρώιμη» στη «μέση» βυζαντινή περίοδο). Οι πολιτικές και οικονομικές μεταβολές που σημειώθηκαν τότε ανέτρεψαν πλήρως το διεθνές σκηνικό και μετέβαλλαν εντελώς τα ισχύοντα δεδομένα στο εσωτερικό του Βυζαντινού κράτους και της κοινωνίας του. Η οικουμενική αυτοκρατορία των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, με τους λατινικούς θεσμούς και το πυκνό και ακμάζον αστικό δίκτυο, έδωσε τη θέση της σε ένα πολύ μικρότερο εδαφικά και «εξαγροτισμένο» κράτος, τη μεσαιωνική Ρωμανία, όπου κυριαρχούσε πλέον (επισήμως και μη) η ελληνοφωνία. Το οργανωτικό πλαίσιο του Βυζαντίου (κεντρικό και περιφερειακό) μεταβλήθηκε σταδιακά εκ βάθρων, ώστε να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί στις νέες δύσκολες συνθήκες. Το νέο «θεματικό» διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας αποτελούσε ουσιαστικά «στρατιωτικοποίηση» της επαρχιακής διοίκησης (ανατροπή του διοκλητιάνειου κανόνα περί διάκρισης των εξουσιών) και προέκυψε σταδιακά, μετά από δύο αιώνες μεταβολών, γύρω στα μέσα του 8ο αι. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος, που συνέβαλλε τα μέγιστα για την επιβίωση του κράτους, η Θεσσαλονίκη αποτελούσε πλέον στρατιωτικό και πολιτικό προπύργιο του κράτους στη Χερσόνησο του Αίμου. Αποκαλείτο χαρακτηριστικά «ἄρχουσα τῶν δυτικῶν θεμάτων» και «μητέρα τῶν ἑσπερίων». Η ίδρυση στρατηγιῶν στα τέλη περίπου του 7ου αι. (μετά τα μέσα του 8ου αι. θεμάτων) αποτελεί σαφή ένδειξη για τον αποτελεσματικό αυτοκρατορικό έλεγχο στην ευρύτερη περιοχή μετά τις σλαβικές εγκαταστάσεις του 7ου αι. και την ίδρυση του πρώτου Βουλγαρικού κράτους στον κάτω Δούναβη. Η πρώτη μνεία στρατηγοῦντος Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 830 (Βίος Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου), ενώ η πρώτη «επίσημη» αναφορά στρατηγοῦ Θεσσαλονίκης στα 842/43. Καθώς φαίνεται ωστόσο από επιστολή του Μιχαήλ Β´ (820-829) στον βασιλέα των Φράγκων Λουδοβίκο Ευσεβή, το ομώνυμο θέμα υπήρχε ήδη το 824 και πιθανότατα από τα τέλη του 8ου ή τις αρχές του 9ου αι. (βλ. Σταυρίδου-Ζαφράκα). Το θέμα Θεσσαλονίκης διαδέχθηκε λοιπόν την προγενέστερη διοίκηση του ἐπάρχου που έδρευε στην ομώνυμη πόλη.

Διαφάνεια 19 Εκείνη την περίοδο συγκροτήθηκε και το ανατολικότερο θέμα Μακεδονίας (κάλυπτε τις ανατολικές εσχατιές της γεωγραφικής Μακεδονίας και κυρίως τη δυτική Θράκη· βλ. Gkoutzioukostas), ενώ η κλεισούρα Στρυμόνος (που είχε ιδρυθεί επί Ιουστινιανού Β´ και κάλυπτε στρατιωτικά την κοιλάδα του ποταμού έως τις παρυφές της Σόφιας) ανυψώθηκε επίσης σε θέμα (βλ. Καραγιαννόπουλος, Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Σταυρίδου-Ζαφράκα). Στους ίδιους ακριβώς χρόνους χρονολογείται και η σφραγίδα κάποιου Ευγενίου ὑπάτου και κόμητος τῆς κόρτης Θεσσαλονίκης, πιθανότατα υφισταμένου του στρατηγοῦ του ομώνυμου θέματος. Τα μικρά θέματα Βολεροῦ, Δρουγουβιτείας και Στρυμόνος, στις περιοχές εγκατάστασης σλαβικών πληθυσμών, συνδέθηκαν αργότερα διοικητικά με τη Θεσσαλονίκη (βλ. Χατζηαντωνίου).

Διαφάνεια 20

 

Ο Ιωάννης Καμινιάτης, ο πατέρας του οποίου υπήρξε «ἔξαρχος τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης», παρέχει την παλαιότερη ίσως ἔκφρασιν, μια σύντομη αλλά πολύτιμη περιγραφή της πόλεως και της περιφέρειάς της γύρω στις αρχές του 10ου αι. H ευμάρεια της μεσοβυζαντινής Θεσσαλονίκης, ο πολιτικός έλεγχος και η ποικίλη επιρροή (οικονομική, πολιτισμική κλπ.) που ασκούσε επί των αγροτικών πληθυσμών (γηγενών και μη) που κατοικούσαν στις κοντινές περιοχές υπήρξαν αδιαμφισβήτητες και εδράζονταν σε ισχυρούς παράγοντες. Χαρακτηριστική υπήρξε λ.χ. η σταδιακή αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου μετά τον 7ο αι. (βλ. Brunet, Kravari, Lefort, Μαλιγκούδης, Ταχιάος, Ταρνανίδης, Δαπέργολας, Μίντσης, Λεβενιώτης).

Διαφάνεια 21 Ακόμη και η λεηλασία της πόλεως και ο εξανδραποδισμός μέρους των κατοίκων της μετά την άλωσή της από τους Σαρακηνούς του Λέοντος Τριπολίτη κατά το 904 δεν κατόρθωσαν να επηρεάσουν μακροπρόθεσμα τις ανωτέρω συνθήκες. Αρκετούς αιώνες μετά (ca. 1313), ο Εφραίμ Αίνος, ενώ περιγράφει την τραγική άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς (1185), αναφέρει την ίδια αρχαιοπρεπώς ως «πόλιν προεδρεύουσα τῶν Μακεδόνων». Οι Μιχαήλ Χωνιάτης και Ιωάννης Καντακουζηνός την αποκαλούν ωστόσο ως «πρώτη μετὰ τὴν πρώτην» υπογραμμίζοντας έτσι αφενός τη δεύτερη θέση της μόνο μετά την Κων/πολη και αφετέρου την ευρύτερη σπουδαιότητά της. Κατά συνέπεια, το μέγεθος και η σημασία της Θεσσαλονίκης όχι μόνο είχαν διατηρηθεί στους προγενέστερους αιώνες, αλλά ενισχύθηκαν περαιτέρω κατά τους μετέπειτα υστεροβυζαντινούς χρόνους (βλ. Ταφραλή, Bakirtzis, Λαΐου, Jacoby).

ΛΕΒΕΝΙΩΤΗΣ φωτο
Γεώργιος Α. Λεβενιώτης είναι  Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο  Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του  ΑΠΘ

Ψηφιακή αναπαράσταση του Γαλεριανού Συγκροτήματος

 Video copyright: 3D Animation: Nefidis Vladimiros

 

Βιβλιογραφία

C. Antonaras, Arts, Crafts and Trades in Ancient and Byzantine Thessaloniki. Archaeological, Literary and Epigraphic Evidence, επιμ. A. Bosselmann-Ruickbie – L. Ruickbie [Veröffentlichungen des Leibniz-WissenschaftsCampus Mainz. Byzanz zwischen Orient und Okzident 2], Darmstadt 2016.

Φ. Αθανασίου – Β. Μάλαμα – Μ. Μίζα – Μ. Σαραντίδου, Γαλεριανό συγκρότημα. Μία εικονική περιήγηση στην αυτοκρατορική κατοικία της Θεσσαλονίκης [Υπουργείο πολιτισμού και αθλητισμού – ΙΣΤ´ Εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων], Θεσσαλονίκη 2013.

Φ. Αθανασίου – Β. Μάλαμα – Μ. Μίζα – Μ. Σαραντίδου, Η αποκατάσταση των ερειπίων του Γαλεριανού Συγκροτήματος στη Θεσσαλονίκη (1994- 2014). Τεκμηρίωση και επεμβάσεις. Τόμος Α´ – Τεκμηρίωση, Τόμος B´ – Επεμβάσεις [Υπουργείο πολιτισμού, παιδείας και θρησκευμάτων – Εφορεία αρχαιοτήτων πόλης Θεσσαλονίκης] , Θεσσαλονίκη 2015.

Ch. Bakirtzis, The Urban Continuity and Size of Late Byzantine Thessalonike, Dumbarton Oaks Papers 57 (2003) 35-64.

Χ. Μπακιρτζής – Α. Σιδέρη, Ἁγίου Δημητρίου θαύματα. Οἱ συλλογὲς ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου καὶ ἀνωνύμου. Ὁ βίος, τὰ θαύματα καὶ ἡ Θεσσαλονίκη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Αθήνα 1997.

Brunet, Sur l’hellénisation des toponymes slaves en Macédoine byzantine, Τravaux et mémoires 9 (1985) 235-265.

Ε. Χατζηαντωνίου, Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα μέσα του 8ου αι. έως το 1430. Ιεραρχική τάξη – εκκλησιαστική περιφέρεια – διοικητική οργάνωση [Βυζαντινά κείμενα και μελέται 42], Θεσσαλονίκη 2007.

E. Xατζηαντωνίου, Παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομική διοίκηση του θέματος Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης (11ος αι.), Βυζαντιακά 30 (2012-2013) (Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωσή της) 149-193.

Α. Χατζηιωαννίδης – Χ. Π. Τσαμίσης, Οι λιμενικές αποθήκες της Θεσσαλονίκης. Από τα δημόσια ὠρεῖα στην ἀποθήκη τῶν βασιλικῶν κομμερκίων, Medieval Ports in North Aegean and the Black Sea. Links to the Maritime Routes of the East. International Symposium, 4-6 December 2013, επιμ. F. Karagianni [European Centre for Byzantine and Post-Byzantine Monuments], Thessalonike 2013, σ. 187-207.

Christaller, Das Grundgerüst der räumlichen Ordnung in Europa. Die Systeme der europäischen zentralen Orte [Frankfurter Georg. Beih. 24/1], Frankfurt 1950.

Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία από τα τέλη του 6ου έως τα μέσα του 9ου αι., Βυζαντινά 12 (1983) 9-63.

Ν. Δαπέργολας, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μακεδονία από τον 7ο έως και τον 9ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2008.

Α. Δεληκάρη, Η εικόνα της Μακεδονίας και η έννοια της «μακεδονικότητας» στους σλαβικούς λαούς κατά τη βυζαντινή περίοδο, Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, επιμ. Ι. Στεφανίδης – Β. Βλασίδης – Ε. Κωφός – Φ. Τσουκλίδου [Ίδρυμα μουσείου μακεδονικού αγώνα. Κέντρο έρευνας μακεδονικής ιστορίας και τεκμηρίωσης], Αθήνα ²2008, σ. 134-184.

Ε. Dimitriadis, The Harbour of Thessalonikiki: Balkan Hinterland and Historical Development, AΡΜΟΣ. Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν. Κ. Μουτσόπουλο για τα εικοσιπέντε χρόνια πνευματικής του προσφοράς στο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 541-561.

Α. Ε. Γκουτζιουκώστας, Πολιτάρχης και πολιταρχία στα Θαύματα του αγίου Δημητρίου και σε άλλες βυζαντινές πηγές, Βυζαντινά 27 (2007) 165-185.

Α. Ε. Γκουτζιουκώστας, Η επαρχιακή συγκρότηση του κράτους μετά τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου, στο Α. E. Γκουτζιουκώστας – Ξ. Μ. Μονίαρος, Η περιφερειακή διοικητική αναδιοργάνωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον Ιουστινιανό Α´ (527-565): η περίπτωση της Quaestura Iustiniana exercitus [Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών 22], Θεσσαλονίκη 2009, σ. 11-30.

A. E. Gkoutzioukostas, The Prefect of Illyricum and the Prefect of Thessaloniki, Βυζαντιακά 30 (2012-2013) (Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωσή της) 45-78.

E. Gkoutzioukostas, The Judges of the Macedonia Theme (9th – 12th c.), Jahrbuch der Österreichische Byzantinistik 63 (2013) 113-126.

Γ. Γούναρης, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1976.

Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Η εκστρατεία του Ιουστινιανού Β´ κατά των Βουλγάρων και Σλάβων, Βυζαντιακά 2 (1982) 111-124

Hunger, Laudes Thessalonicenses, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Εορταστικός τόμος 50 χρόνια, 1939-1989 [Μακεδονική βιβλιοθήκη 75], Θεσσαλονίκη 1992, σ. 101.

Jacoby, Foreigners and the Urban Economy in Thessalonica, ca. 1150 – ca. 1460, Dumbarton Oaks Papers 57 (2003) 85-132.

Ε. Καλτσογιάννη – Σ. Κοτζάμπαση – Η. Παρασκευοπούλου, Η Θεσσαλονίκη στη ρητορική λογοτεχνία. Ρητορικά και αγιολογικά κείμενα [Βυζαντινά κείμενα και μελέται 32], Θεσσαλονίκη 2002.

Δ. Κανατσούλης, Ὁ ἑλληνισμὸς κατὰ τὴ ρωμαιοκρατία. Μακεδονία, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Τόμος Στ´. Ἑλληνισμὸς καὶ Ρώμη (30 π.Χ. – 324 μ.Χ.), Ἀθῆναι 1976, σ. 189-202.

Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό διοικητικό σύστημα στα Βαλκάνια (4ος – 9ος αι.) [Ελληνική επιτροπή σπουδών νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κέντρο σπουδών νοτιοανατολικής Ευρώπης 32], Αθήνα 1994.

Karayannopoulos, Les Slaves en Macédoine. La prétendue interruption des communications entre Constantinople et Thessalonique du 7e au 9e siècle, Athènes 1989.

J. Koder, Για μια εκ νέου τοποθέτηση της εφαρμογής της «θεωρίας των κεντρικών τόπων»: To παράδειγμα της μεσοβυζαντινής Μακεδονίας, Ιστορική γεωγραφία. Δρόμοι και κόμβοι της Βαλκανικής από την αρχαιότητα στην ενιαία Ευρώπη, επιμ. Ε. Π. Δημητριάδης – Α.-Φ. Λαγόπουλος – Γ. Τσότσος [Τομέας πολεοδομίας, χωροταξίας και περιφερειακής ανάπτυξης – Τμήμα αρχιτεκτόνων ΑΠΘ – Οργανισμός πολιτιστικής πρωτεύουσας Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997»], Θεσσαλονίκη 1998, σ. 33-49.

Α. Κωνσταντακοπούλου, Η επαρχία Μακεδονία Salutaris. Συμβολή στη μελέτη της διοικητικής οργάνωσης του Ιλλυρικού, Δωδώνη 10 (1981) 85-100.

Α. Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική γεωγραφία της Μακεδονίας (4ος – 6ος αι.), Γιάννενα 1984.

Α. Κωνσταντακοπούλου, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Χώρος και ιδεολογία [Δωδώνη. Παράρτημα 62], Ιωάννινα 1996.

Th. Korres, Some Remarks on the First Two Major Attempts of the Avaroslavs to capture Thessaloniki (597 and 614), Βυζαντινά 19 (1998) 171-185.

Θ. Κορρές, Παρατηρήσεις σχετικές με την πέμπτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Σλάβους (676-678). Παλαιότερη έρευνα και νεότερες ερμηνείες, Βυζαντιακά 19 (1999) 139-165.

Z. Kostić, Sur les division administratives de la Macédoine vers la fin de l’antiquité, Zbornik Radova Vizantološkog Instituta 35 (1996) 77-93.

Kourempanas, Les sceaux des abydikoi de Thessaloniki à la lumière d’un fragment de Stephane de Byzance, 11th International Symposium of Byzantine Sigillography (Pera Museum, İstanbul, 9th – 10th May 2014) (πρακτικά υπό έκδοση).

Kravari, L’hellénisation des Slaves de Macédoine orientale, au témoignage des anthroponymes, ΕΥΨΥΧΙΑ. Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler. ΙΙ [Byzantina Sorbonensia 16], Paris 1998, σ. 387-397.

Α. Λαΐου, Η Θεσσαλονίκη, η ενδοχώρα της και ο οικονομικός της ρόλος στην εποχή των Παλαιολόγων, Πρακτικά διεθνούς συμποσίου «Βυζαντινή Μακεδονία 324-1430 μ.Χ.», Θεσσαλονίκη 29-31 Οκτωβρίου 1992 [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική βιβλιοθήκη 82], Θεσσαλονίκη 1995, σ. 183-194.

Lefort, Toponymie et anthroponymie: le contact entre Grecs et Slaves en Macédoine, Castrum 4 (1992) 161-171.

Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles de Saint Démétrius et la pénétration des Slaves dans les Balkans. I. Le texte, II. Le commentaire [Centre National de la Recherche Scientifique], Paris 1981.

A. Leveniotis, Byzantine Dominion in the Balkans during the 7th – 8th c. and its Modern Cartographic Representation, Proceedings of the 22nd International Congress of Byzantine Studies, Sofia, 22-27 August 2011. Volume III. Abstracts of Free Communications, επιμ. A. Nikolov – E. Kostova – V. Angelov, Sofia 2011, σ. 295-296.

Γ. Α. Λεβενιώτης, Η μεσαιωνική Μακεδονία και τα σλαβικά φύλα στην ιστοριογραφία της F.Y.R.O.M. Προβλήματα και αντιφάσεις της σύγχρονης έρευνας, Bυζαντιακά 30 (2012-2013) 81-131.

Γ. Α. Λεβενιώτης, Η χρονολόγηση των σλαβικών εγκαταστάσεων στη Χερσόνησο του Αίμου και η βυζαντινή κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή κατά τον 7ο αι., Crkvene studije / Church Studies 10 (2013) 259-273.

Γ. Α. Λεβενιώτης, Η διοικητική οργάνωση της Μακεδονίας και η Θεσσαλονίκη κατά την πρώιμη και τη μέση βυζαντινή περίοδο, Ἐρῶ 17 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2014) 63-67.

Γ. Α. Λεβενιώτης, Η πολιτική, νομική και κοινωνικο-οικονομική θέση των Σλάβων στα βαλκανικά εδάφη του Βυζαντίου σύμφωνα με την ορολογία των πηγών (7ος – 10ος αι.), International Scientific Conference Cyril and Methodius: Byzantium and the World of Slavs, 28-30 November 2013, επιστ. επιμ. A. Delikari, Thessaloniki 2015, σ. 601-622.

Σ. Ν. Λιάκος, Τὶ πράγματι ἦσαν οἱ Σκλαβήνοι (Asseclae) ἔποικοι τοῦ θέματος Θεσσαλονίκης (ΔρογουβῖταιΡυγχίνοιΣαγουδᾶτοι), Θεσσαλονίκη 1971.

Γ. Λώλος, Via Egnatia / Εγνατία Οδός, φωτογρ. Γ. Γερόλυμπος, Αθήνα 2008.

Δ. Μακροπούλου, Τα ευρήματα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης που ανακαλύφθηκαν κατά τις εργασίες για την κατασκευή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της πόλης. Εισήγηση στο τριακοστό τέταρτο συμπόσιο βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 2014.

É. Malamut, Thessalonique 830-904, Zwischen Polis, Provinz und Peripherie. Beiträge zur byzantinischer Geschischte und Kultur, επιμ. L. M. Hoffmann – A. Monchizadel [Mainzer Verröfentlichungen zur Byzantinistik 7], Wiesbaden 2005, σ. 159-190.

É. Malamut – J.-P. Grélois, Le port de Thessalonique (IVe – XVIe siècles), Ports maritimes et ports fluviaux au Moyen âge. XXXVe congrès de la SHMES (La Rochelle, 5 et 6 juin 2004), Paris 2005, σ. 131-147.

Φ. Μαλιγκούδης, Η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων. Εισαγωγικά δοκίμια, Θεσσαλονίκη 1991.

Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα. Δεύτερη επαυξημένη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2013.

Α. Μέντζος, Το προσκύνημα του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης στα βυζαντινά χρόνια, Αθήνα 1994.

Α. Μέντζος, Το ανάκτορο και η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Νέες προτάσεις για την ιστορία του συγκροτήματος, Βυζαντινά 18 (1995-1996) 339-363.

Α. Μέντζος, Πρώτες παρατηρήσεις για την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών της Θεσσαλονίκης στην αυγή του μεσαίωνα. Σχόλια στο τέταρτο θαύμα της ανώνυμης συλλογής των θαυμάτων του αγίου Δημητρίου, Βυζαντινά 26 (2006) 33-61.

Mentzos, Reflections on the Architectural History of the Tetrarchic Palace Complex at Thessalonike, From Roman to Early Christian Thessalonike. Studies in Religion and Archaeology, επιμ. L. Nasrallah – C. Bakirtzis – S. J. Friesen [Harvard Theological Studies 64], Cambridge, Mass. 2010, σ. 333-359.

Α. Μέντζος, Τα ψηφιδωτά της ανοικοδόμησης του ναού του Αγίου Δημητρίου στον 7ο αιώνα μ.Χ. [Βυζαντινά κείμενα και μελέτες 54], Θεσσαλονίκη 2010.

Γ. Ι. Μίντσης, Ξενικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Μακεδονία (Το πρόβλημα των σλαβικών εποικισμών στη διεθνή βιβλιογραφία), Βυζαντιακά 15 (1995) 155-176.

Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Τα εγκώμια της πόλης, Θεσσαλονίκη 2005.

Π. Μ. Νίγδελης, Από τον Κάσσανδρο στον Γαλέριο: σχεδίασμα ιστορίας της αρχαίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονικέων πόλις. Γραφές και πηγές 6000 χρόνων. Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Θεσσαλονίκη 1997, τ. 1, σ. 21-29.

Π. Μ. Νίγδελης, Η ρωμαϊκή Μακεδονία (168 π.Χ. – 284 μ.Χ.), ιστοσ. Η Ρωμαϊκή Μακεδονία (168 π.Χ. – 284 μ.Χ.)

Papazoglou, La Macédoine Salutaire et la Macédoine Seconde, Bulletin de l’Académie royale de Belgique (5 sér.) 42 (1956) 115-124.

F. Papazoglou, Makedonski gradovi u rimsko doba [Živa Antika, posebna izdanija knjiga 1], Skopje 1957.

Α. Ρεβάνογλου, Η Θεσσαλονίκη και οι Σλάβοι από τον 6ο έως τον 9ο μ.Χ. αιώνα, Εκπαιδευτικοί ορίζοντες. Παιδεία, επιστήμη, πολιτισμός 2 (Ιανουάριος 2008) (Αφιέρωμα: Η γοητεία του Βυζαντίου άλλοτε και τώρα. Το Βυζάντιο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) 69-81.

Russell, St Demetrius of Thessalonica. Cult and Devotion in the Middle Ages [Byzantine and Neohellenic Studies 6], Bern 2010.

C. Skedros,Saint Demetrios of Thessaloniki. Civic Patron and Divine Protector, 4th – 7th Centuries CE [Harvard Theological Studies 47], Harrisburg 1999.

J.-M. Spieser, Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions historiques de Byzance. I. Les inscriptions de Thessalonique, Travaux et mémoires 5 (1973) 145-180.

J.-M. Spieser, Thessalonique et ses monuments du IVe au VIe siècle. Contribution à l’étude d’une ville paléochrétienne [Bibliothèque des Écoles françaises d’Athènes et de Rome 254], Athènes 1984.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη, Θεσσαλονίκη. 2300 χρόνια [Δήμος Θεσσαλονίκης], Θεσσαλονίκη 1985, σ. 57-68.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη, «πρώτη πόλις Θετταλίας», ΚΔ΄ Δημήτρια. Γ΄ επιστημονικό συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη από της ιουστινιανείου εποχής έως και της Μακεδονικής δυναστείας» (18-20 Οκτωβρίου 1989) [Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αυτοτελείς εκδόσεις 6], Θεσσαλονίκη 1991, σ. 65-77

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Τα θέματα του μακεδονικού χώρου. Το θέμα Στρυμόνος, Πρακτικά διεθνούς συμποσίου «Βυζαντινή Μακεδονία 324-1430 μ.Χ.», Θεσσαλονίκη 29-31 Οκτωβρίου 1992 [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική βιβλιοθήκη 82], Θεσσαλονίκη 1995, σ. 309-319.

Α. Stavridou-Zafraka, Slav Invasions and the Theme Organization in the Balkan Peninsula, Βυζαντιακά 12 (1992) 165-179.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, H βυζαντινή Θεσσαλονίκη: Πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, Τοῖς ἀγαθοῖς Βασιλεύουσα. Θεσσαλονίκη. Ιστορία και πολιτισμός, επιμ. Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη 1997, τ. Α΄, σ. 114-135.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Τα θέματα του μακεδονικού χώρου. Το θέμα Θεσσαλονίκης ως τις αρχές του 10ου αι., Βυζαντινά 19 (1998) 157-170.

Α. Stavridou-Zafraka, Τhe Development of the Theme Organisation in Macedonia, Byzantine Macedonia. Identity, Image and History. Papers from the Melbourne Conference, July 1995, επιμ. J. Burke – R. Scott [Byzantina Australiensia 13], Melbourne 2000, σ. 128-138.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη: «ἡ ἄρχουσα τῶν δυτικῶν θεμάτων», ΙΑ´ διεθνές επιστημονικό συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Πόλις συναντήσεως Ανατολής και Δύσεως», Ιερά Μονή Βλατάδων 12-18 Οκτωβρίου 1997, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 131-140.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης ως δεύτερης πόλης της αυτοκρατορίας την εποχή των Παλαιολόγων, Β΄ διεθνές συμπόσιο «Βυζαντινή Μακεδονία». Δίκαιο, Θεολογία, Φιλολογία. Θεσσαλονίκη 26-28 Νοεμβρίου 1999 [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική βιβλιοθήκη 95], Θεσσαλονίκη 2003, σ. 75-84.

Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη «πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος». Η οργάνωση της πόλης και η επιρροή της κατά τη βυζαντινή περίοδο, Πανελλήνιο συνέδριο «Η Θεσσαλονίκη και ο ευρύτερος χώρος. Παρελθόν – παρόν – μέλλον», 28 Φεβρουαρίου – 2 Μαρτίου 2003 [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική βιβλιοθήκη 97], Θεσσαλονίκη 2005, σ. 43-61.

Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Το ανακτορικό συγκρότημα του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη: Σχεδιασμός και χρονολόγηση, Εγνατία 10 (2006) 163-188.

Ν. Σβορώνος, Διάγραμμα οικονομικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης (4ος – 19ος αι.), Αρχαιολογία 7 (1983) 67-77.

Α.-Α. Tachiaos, Cyril and Methodius of Thessalonica. The Acculturation of the Slavs, Crestwood 2001.

Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, Σλάβοι, Άγιον Όρος. Αναδρομική σε αμοιβαίες σχέσεις και επιδράσεις, Θεσσαλονίκη 2006.

Α.-Α. Ταχιάος Η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων. Η πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία της βυζαντινής πόλης [Φιλόπτωχος αδελφότης ανδρών Θεσσαλονίκης], Θεσσαλονίκη 2013.

T. L. F. Tafel, De Thessalonica euisque agro dissertatio geographica, Beroloni 1839 (ανατ. London 1972).

Ο. Tαφραλή, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14o αιώνα, μτφρ. – βιβλ. Α. Νικολοπούλου, πρόλ. – επιμ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Αθήνα 1994 (α´ έκδ. Paris 1919).

Ι. Χ. Ταρνανίδης, «Οι κατά Μακεδονίαν Σκλαβήνοι»: Ιστορική πορεία και σύγχρονα προβλήματα προσαρμογής, Θεσσαλονίκη 2001.

Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Ἱστορία τῆς Μακεδονίας κατὰ τοὺς μέσους χρόνους (285-1354) [Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών. Mακεδονικὴ βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 1980.

Trapp, Thessalonique chrétienne, de l’époque de Justinien à l’époque de la dynastie macédonienne, ΚΔ΄ Δημήτρια. Γ΄ επιστημονικό συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη από της ιουστινιανείου εποχής έως και της Μακεδονικής δυναστείας» (18-20 Οκτωβρίου 1989) [Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αυτοτελείς εκδόσεις 6], Θεσσαλονίκη 1991, σ. 47-52.

Γ. Τσάρας, Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα ονόματά της, Νέα Εστία 118.1400 (1985) (Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη. Εικοσιτρείς αιώνες Θεσσαλονίκη) 298-304.

Α. Δ. Τσιλιπάκου, Βυζαντινές μαρμάρινες εικόνες από τη Θεσσαλονίκη, Βυζαντινά 19 (1998) 289-381.

Π. Τσορμπατζόγλου (Αρχιμανδρίτης), “Η των Θεσσαλονικέων μεγαλόπολις” και οι σλαβικές εγκαταστάσεις στα μεσοβυζαντινά αγιολογικά κείμενα, Ἐπιστημονικὴ πετηρὶς τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ ΑΠΘ 11 (2006) 275-316.

P. Vacalopoulos, A History of Thessaloniki, αγγλ. μτφρ. T. F. Carney [Institute for Balkan Studies], Thessaloniki 1972.

Γ. Βελένης, Τέσσερα πρωτότυπα κιονόκρανα στη Θεσσαλονίκη, Πρακτικά του 10ου διεθνούς συνεδρίου χριστιανικής αρχαιολογίας, 28 Σεπτέμβρη – 4 Οκτώβρη 1980 [Παράρτημα Ελληνικών 1984], Θεσσαλονίκη 1984, τ. Β´, σ. 669-678.

Γ. ΒελένηςΝομισματοκοπείο στην αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης, ΧΑΡΑΚΤΗΡ. Αφιέρωμα στη Μάντω Οικονομίδου, επιμ. Ε. Κυπραίου, υπεύθ. έκδ. Ν. Ζαχαροπούλου [Υπουργείο πολιτισμού – Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού δελτίου 57], Αθήνα 1996, σ. 49-54.

Γ. Βελένης – Π. Αδάμ-Βελένη, Αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997.

Γ. Βελένης, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο ως τον Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη 1998.

Γ. Βελένης, Η βυζαντινή αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης. Αισθητική προσέγγιση, Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα [Ελληνική εταιρεία σλαβικών μελετών], Θεσσαλονίκη 2001, σ. 1-25.

R. Wiseman, The City in Macedonia Secunda, Villes et peuplement dans l’Illyricum protobyzantin. Actes du colloque organisé par l’Ecole française de Rome (Rome, 12-14 mai 1982) [Collection de l’Ecole française de Rome 77], Roma 1984, σ. 289-313.