Skip to main content

Γιάννης Μουρέλος: Ο ιστορικός ερευνητής αντιμέτωπος με τη συνείδηση του: Μια κατάθεση ψυχής

Κατά τη διάρκεια των σαράντα και πλέον ετών της ενασχόλησής μου με την επιστήμη της Ιστορίας, δεν ήταν λίγες οι φορές, που αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω όχι για το αντικείμενο των ερευνών μου, αλλά για το πώς αισθάνομαι όταν λειτουργώ μέσα στο πλαίσιο της ερευνητικής διαδικασίας. Να μιλήσω για τις προσδοκίες, για τις ανησυχίες, για τους προβληματισμούς, για τις ανατροπές που συνοδεύουν τη διαδικασία αυτή. Να μιλήσω για την αναμέτρηση του ερευνητή με την επιστήμη, για την αναμέτρησή του με τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί περί αυτού πρόκειται σε τελευταία ανάλυση. Το τίμημα της όλης διαδικασίας είναι βαρύ, το προσωπικό κόστος μεγάλο, το όφελος όμως ανεκτίμητο. Κατά τα πρώτα βήματά μου σε αυτή τη διαδρομή αισθανόμουν ασφαλής, περιχαρακωμένος πίσω από τους κανόνες της ερευνητικής δεοντολογίας και την εκφορά ενός επιστημονικού λόγου. Το έδαφος άρχισε να υποχωρεί καθώς με την πάροδο του χρόνου διαπίστωνα ότι επιστήμη περισσότερο σχετική (όχι όμως με την ισοπεδωτική διάσταση του σχετικισμού) από την επιστήμη της Ιστορίας και έννοια περισσότερο υποκειμενική από εκείνη της αντικειμενικότητας δύσκολα μπορούσαν να εντοπισθούν. Αίφνης, ότι ως τότε λειτουργούσε μέσα μου σαν καταφύγιο και σαν ακλόνητο σημείο αναφοράς, άρχισε να φαντάζει πλασματικό και εξωπραγματικό.

Αυτή η μη ηθελημένη αποδόμηση του εσωτερικού μου κόσμου και της σχέσης μου με την επιστήμη με αναστάτωσε. Αισθάνθηκα μετέωρος, δίχως καθόλου στηρίγματα. Από τη δύσκολη έως και επικίνδυνη αυτή κατάσταση βγήκα χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο ευτυχώς ενεργοποιήθηκε εγκαίρως προς την κατεύθυνση της απομυθοποίησης ορισμένων θεμελιωδών εννοιών.

 Μια πρώτη από αυτές είναι η έννοια της αντίληψης. Από που πηγάζει η αντίληψη; Πηγάζει από κάτι εξαιρετικά απλό και ανθρώπινο συνάμα. Από το γεγονός ότι ο καθένας από εμάς διαφέρει από τον διπλανό του. Και για ποιο λόγο διαφέρει; Γιατί κουβαλά το προσωπικό του φορτίο, τις δικές του παραστάσεις, τις δικές του αναμνήσεις, τη δική του παιδεία, το δικό του χαρακτήρα. Όλα αυτά, άλλωστε, συνθέτουν την προσωπικότητα του καθενός από εμάς και αποτελούν περίτρανη απόδειξη ότι είμαστε ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι, ότι λειτουργούμε ως αυτοτελή όντα και όχι ως προϊόντα κλωνοποίησης, όπως θα μας ήθελε, σήμερα, η Νέα Τάξη Πραγμάτων. Υπό αυτή την έννοια, είναι φυσικό να υπάρχουν πολλές αλήθειες και όχι μια και μοναδική. Ή, για να το προσδιορίσω καλύτερα, υπάρχουν πολλές εκδοχές της ίδιας αλήθειας. Θα μου πείτε βέβαια, πόσες αλήθειες είναι δυνατόν να υποκρύπτει μια διαπίστωση του είδους: «Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας». Πράγματι, δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω και ένα άτομο μεταξύ των αναγνωστών που να σηκωθεί και να αμφισβητήσει την εγκυρότητα μιας τέτοιας διαπίστωσης. Κι όμως, σε επίπεδο πρόσληψης, αξιολόγησης, ερμηνείας του ιδίου ερεθίσματος, υπάρχουν τόσες πολλές εκδοχές όσος είναι και ο αριθμός των αναγνωστών αυτών. Είναι θέμα αισθήσεων, κάτι που δεν μπορεί να μεταφερθεί με λόγια, από έναν ιστορικό τουλάχιστον. Ένας βιολόγος, ένας ψυχολόγος, ένας γιατρός είναι περισσότερο αρμόδιοι να τοποθετηθούν υπεύθυνα πάνω σε αυτό το ζήτημα. Γιατί όμως να θέλουμε σώνει και καλά να παρεκκλίνει από τον παραπάνω κανόνα ένας ιστορικός; Άνθρωπος δεν είναι και αυτός, με τα όρια και με τις αντοχές του;

Μοιραία επομένως περνάμε σε ένα δεύτερο κεφάλαιο, εξίσου σημαντικό με το προηγούμενο. Το κεφάλαιο της αυτογνωσίας. Η ερευνητική διαδικασία είναι μια διαδικασία επίπονη. Φυσικό είναι λοιπόν να διακατέχεται ο ιστορικός από μια αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης κάθε φορά που η διαδικασία αυτή τελεσφορεί. Τι πιο ανθρώπινο από μια αντίδραση αυτού του είδους; Το πρόβλημα έγκειται κάπου αλλού. Στο γεγονός ότι το απόσταγμα της όποιας ερευνητικής διαδικασίας είναι εκ των πραγμάτων εφήμερης διάρκειας. Αντικατοπτρίζει μια και μοναδική στιγμή. Εκείνη κατά την οποία η έρευνα τελεσφορεί. Ωστόσο, υπόκειται, οφείλει να υπόκειται, σε αμφισβήτηση από την επόμενη κιόλας στιγμή. Εάν μάλιστα η αμφισβήτηση προέρχεται από τον έχοντα διενεργήσει την έρευνα, τόσο το καλύτερο γι αυτόν. Η πρόσληψη του ιδίου ερεθίσματος από το ίδιο άτομο διαφέρει ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Όσο πιο γρήγορα αποδεχθούμε αυτόν τον κανόνα, που είναι κανόνας της φύσης, τόσο το καλύτερο. Όσο εθελοτυφλούμε περιχαρακωμένοι πίσω από συμπλεγματικές συμπεριφορές και εγωιστικές αντιδράσεις, τόσο το χειρότερο. Νέα στοιχεία, ικανά να αναθεωρήσουν και αυτό ακόμη το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας στο σύνολό του προκύπτουν διαρκώς, κάτι που, όσο και αν το επιθυμεί, κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει. Επιπρόσθετα, η ανάγνωση και η αξιολόγηση του υλικού διαφέρουν ανάλογα με την πείρα και την ηλικιακή ωριμότητα του καθενός. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που αξιολογούμε με αυστηρότητα δικές μας ερευνητικές επιδόσεις προγενέστερης χρονικής στιγμής; Παλαιότερα όμως, όταν ολοκληρωνόταν τότε η έρευνα, νοιώθαμε πλήρεις και ικανοποιημένοι. Η Ιστορία γράφεται από ανθρώπους, μελετάται από ανθρώπους, απευθύνεται σε ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι εξελισσόμενο όν. Συνεπώς, και η Ιστορία, μια επιστήμη, η οποία στηρίζεται επάνω στην παρατήρηση, είναι μια εξελισσόμενη επιστήμη.

  Εξελισσόμενη ναι. Όχι όμως επιλεκτική. Η Ιστορία δεν είναι κάποιο περιστασιακό εργαλείο που να μας επιτρέπει να προβάλουμε τις επιθυμίες μας ή να εξορκίζουμε τις όποιες ανησυχίες, τις όποιες ανασφάλειες μας διακατέχουν. Δεν μπορούμε να την επικαλούμαστε οσάκις την έχουμε ανάγκη και να αγνοούμε την ύπαρξή της όποτε δεν μας συμφέρει. Ούτε είναι θεμιτή η χρήση της για την εξυπηρέτηση πολιτικών, ιδεολογικών ή άλλου είδους σκοπιμοτήτων. Η Ιστορία λέει αυτά που λέει και όχι απαραίτητα εκείνα που θα επιθυμούσαμε να λέει

Εάν πράγματι διδάσκει κάτι, είναι ότι μας αποκαλύπτει τον δρόμο για την αυτογνωσία. Η Ιστορία μας φέρει ως άτομα, ως κοινωνικό σύνολο, αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας. Η Ιστορία μας θυμίζει ότι καμιά κοινωνία, ούτε ακόμη εκείνη της οποίας έχουμε το προνόμιο να είμαστε συνεχιστές, δεν υπήρξε αγγελικά πλασμένη. Η Ιστορία, τέλος, μας προσφέρει μια ανεπανάληπτη δυνατότητα να προβούμε στη δική μας αυτοκριτική προτού προχωρήσουμε στην κριτική των άλλων.

Σε εμάς εναπόκειται κατόπιν να ανταποκριθούμε ή όχι στα κελεύσματά της. Εάν το πράξουμε, το τίμημα είναι βαρύ, συνάμα όμως λυτρωτικό. Εάν όχι, είναι βέβαιο ότι θα επιφορτισθούμε με επιπρόσθετο άγχος και υπαρξιακή αγωνία. Ας έχουμε λοιπόν απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος ότι η αναμέτρηση με την Ιστορία πονά. Οπλίζει όμως με δύναμη, οπλίζει με αυτοπεποίθηση όποιον επιχειρεί να αναμετρηθεί μαζί της δίχως αναισθητικό. Η πραγματική ισχύς απορρέει από την ενδοσκόπηση και από την εσωτερική κάθαρση. Αυτές ακριβώς οι λειτουργίες είναι που μας χαλυβδώνουν στον αγώνα για την επικράτηση των ανθρώπινων αξιών. Αυτές ακριβώς οι λειτουργίες είναι που μας φέρνουν σε θέση υπεροχής έναντι όσων αδυνατούν ή, ακόμα χειρότερα, έναντι όσων αρνούνται να υποβληθούν σε αυτή τη δοκιμασία. Ειδάλλως, προβάλουμε τη δική μας κοσμοαντίληψη επάνω σε εκείνη του παρελθόντος. Αξιολογούμε το τελευταίο με γνώμονα τα κριτήρια της δικής μας κοινωνίας, αγνοώντας με τον τρόπο αυτό μια θεμελιώδη αρχή της επιστήμης της Ιστορίας: ότι δηλαδή η κάθε εποχή διαθέτει τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της αρχές, τις δικές της αξίες, τη δική της ηθική, τους δικούς της κανόνες, πράγματα που οφείλουμε να κατανοήσουμε, πράγματα που οφείλουμε να σεβασθούμε, όσο σκληρό και αν αυτό αποδεικνύεται στην πορεία.

Η πραγματική ισχύς απορρέει από τη βούληση για αυτογνωσία και όχι από τη στείρα επανάληψη ρηχών στερεοτύπων, τα οποία, σε τελευταία ανάλυση, αποτελούν κορυφαία ασέβεια έναντι της κληρονομιάς, της οποίας έχουμε την τιμή να είμαστε σήμερα οι φορείς. Όσο πιο πλούσια, όσο πιο βαριά είναι η κληρονομιά αυτή, άλλο τόσο οφείλουμε να τη διαχειρισθούμε με τη δέουσα ευγνωμοσύνη και προσοχή, με τη δέουσα σεμνότητα, με τη δέουσα διακριτικότητα, με τη δέουσα αξιοπρέπεια. Διαφορετικά, υποβιβαζόμαστε στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με εκείνους, τους οποίους καταγγέλλουμε για παραποίηση της Ιστορίας.

Με το ίδιο πνεύμα θα μπορούσα κάλλιστα να σας μιλήσω και για άλλες κρίσιμες πτυχές της ερευνητικής διαδικασίας. Θα μπορούσα λόγου χάρη να μιλήσω για την απουσία της βιωματικής εμπειρίας και για τη συνακόλουθη δυσκολία του ιστορικού ερευνητή να εξοικειωθεί με την ψυχολογία και με τους ρυθμούς της εποχής, την οποία εξετάζει. Θα μπορούσα να μιλήσω ακόμα και για τη σχέση που συνάπτεται ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό που επεξεργάζεται. Πρόκειται για μια σχέση αλληλεξάρτησης, για μια σχέση η οποία συχνά κινείται στα όρια του ανταγωνισμού. Θα μπορούσα, τέλος, να μιλήσω για τις ικανότητες που απαιτούνται προκειμένου ο ιστορικός ερευνητής να είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει το υλικό αυτό, να μπορεί όπως λέμε να διαβάζει πίσω από τις γραμμές. Δεν θα το πράξω. Κλείνοντας την παρέμβασή μου προτίμησα να εστιάσω την προσοχή μου σε τρία συγκεκριμένα παραδείγματα της νεότερης ιστορίας μας, προκειμένου να διανθίσω και να καταστήσω ταυτόχρονα περισσότερο κατανοητά τα όσα προηγούνται.

Παράδειγμα πρώτο: Η αξιολόγηση της ελληνικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία σήμερα, με ορατή πλέον τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τότε. Πώς μπορεί άραγε να λειτουργήσει σήμερα ένας ερευνητής απέναντι σε αυτό το φαινόμενο; Αφαιρώντας κατ αρχήν ότι περιττό ενέχει η συγκινησιακή φόρτιση του όλου θέματος. Όχι πως ο σπαραγμός δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο. Βεβαίως και αποτελεί. Ως τέτοιο δε οφείλει να αποτελέσει και αντικείμενο χειρισμού.  Ωστόσο, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο συνεχιζόμενος, δικαιολογημένα πολλές φορές ακόμα και σήμερα, ατέρμονος θρήνος δεν συνεισφέρει στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας.

Ακολούθως, υιοθετώντας μια λιγότερο ελληνοκεντρική οπτική. Ο πόλεμος των ετών 1919-1922 δεν υπήρξε μια διμερής ελληνοτουρκική διαφορά. Επρόκειτο για ένα διεθνές ζήτημα με πολλαπλές και πολύπλοκες προεκτάσεις. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για έναν ανελέητο ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων με στόχο τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σφαίρες επιρροής και οικονομικής εκμετάλλευσης τόσο σε μια ευαίσθητη από γεωπολιτικής απόψεως περιοχή (το χώρο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής), όσο και σε μια χρονική συγκυρία (την επομένη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου), η οποία διαθέτει όλα τα συστατικά στοιχεία εκείνα που μας επιτρέπουν να τη χαρακτηρίσουμε ως μεταβατική από μια ιστορική πραγματικότητα σε μια άλλη. Σήμερα, που η πρόσβαση στις πρωτογενείς πηγές εντός και εκτός ελληνικών συνόρων είναι πλέον εφικτή, είμαι πεπεισμένος ότι η διεθνής παράμετρος αποτελεί το μεθοδολογικό κλειδί για την προσέγγιση και για την ερμηνεία του Μικρασιατικού Ζητήματος.

 Υπό το παραπάνω πρίσμα, ορισμένα σημεία της όλης υπόθεσης, στα οποία εμείς οι Έλληνες αποδίδουμε μεγάλη σημασία για ευνόητους λόγους, χάνουν μεγάλο μέρος από την αξία τους. Εξακολουθεί λόγου χάρη να ευσταθεί το επιχείρημα βάσει του οποίου οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και η συνακόλουθη ήττα της βενιζελικής παράταξης υπήρξε η γενεσιουργός αιτία για τα όσα δεινά ακολούθησαν; Οι εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί προ πολλού εκτός ελληνικών συνόρων. Η έμφαση που δίνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου εγκλωβίζει ουσιαστικά ένα διεθνές φαινόμενο στη λογική της ελληνικής μικροπολιτικής αντιπαράθεσης. Ομοίως, θα έπρεπε στις μέρες μας να εξακολουθεί να θεωρείται η Συνθήκη των Σεβρών ως η κορωνίδα των επιτυχιών της ελληνικής διπλωματίας; Ας μη λησμονούμε πως το Διεθνές Δίκαιο επιτάσσει ότι μια διακρατική πράξη δεν δύναται να τεθεί σε εφαρμογή παρά μόνον εφόσον επικυρωθεί προηγουμένως από τις εθνικές αντιπροσωπείες των συμβαλλομένων μερών. Από όλους όσους την υπέγραψαν, μόνο η Ελλάδα προχώρησε σε αυτή την ενέργεια. Συνεπώς, για τη διεθνή κοινότητα, η Συνθήκη των Σεβρών πέρασε ήδη από τότε  στην Ιστορία ως «νεκρό γράμμα».

Τέλος, παραμένει ακόμη λειτουργικός ο κάθετος διαχωρισμός των Ελλήνων πρωταγωνιστών σε πατριώτες και σε μειοδότες; Προσωπικά, όπου στραφώ, συναντώ παντού ανθρώπους. Ανθρώπους περισσότερο και λιγότερο χαρισματικούς ίσως, ανθρώπους περισσότερο και λιγότερο ικανούς αναμφίβολα, ανθρώπους ωστόσο, τους οποίους ενώνει ένας κοινός παρονομαστής: η απόγνωση που αισθάνονται άπαντες μπροστά σε επερχόμενες δυσάρεστες εξελίξεις, τις οποίες ούτε να αποτρέψουν αλλά ούτε καν να ελέγξουν είναι σε θέση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αδιαμφισβήτητες πλην όμως απρόσμενες επιτυχίες των Βαλκανικών πολέμων ενεργοποίησαν περισσότερο το συναίσθημα των Ελλήνων και λιγότερο τη λογική. Τους όπλισαν με μια αίσθηση, με μια ψευδαίσθηση υπέρμετρης ισχύος, εξηγώντας πώς και γιατί, λίγα χρόνια αργότερα, κάτω από αντίξοες διεθνείς αλλά και εσωτερικές συνθήκες, η χώρα ενεπλάκη σε μια περιπέτεια δυσανάλογη από την πρώτη κιόλας στιγμή με τις δυνατότητες και με τις αντοχές της. Η ελληνική κοινωνία της περιόδου εκείνης ήταν ανέτοιμη να αφομοιώσει, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, κοσμογονικές για τα μεγέθη της ανακατατάξεις και οριακές ψυχολογικές μεταπτώσεις.

Παράδειγμα δεύτερο: Η διενέργεια του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου κατά τα έτη 1940-1941 και η συμβολή τους στην όλη εξέλιξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.    

  Άραγε θα χαρακτηριζόταν σήμερα ως εθνικά επιζήμια η παραδοχή πως η περίφημη καθυστέρηση των έξι εβδομάδων, που έκρινε το 1941 την τύχη της Μόσχας, δεν οφειλόταν αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Γερμανία εξαναγκάσθηκε να διεξαγάγει έναν προληπτικό πόλεμο στη Βαλκανική, αλλά ότι η καθυστέρηση αυτή προέκυψε και από άλλες δυο εξίσου σημαντικές παραμέτρους; 1) Την ακαταλληλότητα των πολωνικών αεροδρομίων, που προορίζονταν για ορμητήρια κατά της σοβιετικής επικράτειας και 2) τον τελευταίο και πλέον αιματηρό γύρο των γερμανικών αεροπορικών επιδρομών κατά των Βρετανικών Νήσων την άνοιξη του 1941 ως κίνηση αντιπερισπασμού, προκειμένου να διατηρηθεί στο ακέραιο το στοιχείο του αιφνιδιασμού ενόψει της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Άλλωστε, όλη αυτή η συζήτηση δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα εάν αναλογισθεί κανείς ότι η γερμανοσοβιετική αντιπαράθεση υπήρξε μια αντιπαράθεση μεγεθών και ότι η έκβασή της δεν εξαρτιόταν από το κατά πόσο ή όχι θα έπεφτε τελικά η Μόσχα στα χέρια των Γερμανών. Ήδη προτού εκδηλωθεί η επιχείρηση Barbarossa, ήταν εμφανές πως οι κανόνες του κεραυνοβόλου πολέμου ήταν εξαιρετικά δύσκολο, έως  ακατόρθωτο, να γνωρίσουν επιτυχή εφαρμογή εντός της αχανούς σοβιετικής επικράτειας και ενόσω η σοβιετική πολεμική βιομηχανία, αποτραβηγμένη στην ενδοχώρα, συνέχιζε ακατάπαυστα την παραγωγή της κάτω από συνθήκες απόλυτης ασφάλειας.

  Όλα αυτά δεν μειώνουν σε τίποτα την ελληνική συμβολή, η οποία όμως θα έπρεπε να αναζητηθεί κάπου αλλού και όχι στο πεδίο του στρατηγικού σχεδιασμού. Στην περίπτωση, η Ελλάδα παρέδωσε ένα μοναδικό μάθημα γενναιότητας και αξιοπρέπειας σε μια άσχημα δοκιμαζόμενη τότε Ευρώπη. Το έπραξε κάνοντας χρήση του νομίμου δικαιώματος της αντίστασης με τη δύναμη των όπλων ενάντια σε οποιαδήποτε επιβουλή σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής της ανεξαρτησίας. Διεξήγαγε  έναν άνισο αγώνα κάτω από αντίξοες συνθήκες, σε μια στιγμή μάλιστα που και ο πλέον ευφάνταστος νους δεν μπορούσε καν να διανοηθεί την έκβαση, την οποία προσέλαβε τελικά, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος.

Παράδειγμα τρίτο: Η κυπριακή κρίση του 1974, μια Μικρασιατική Καταστροφή σε μικρογραφία για τον ελληνισμό. Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν ότι στο αρχικό της στάδιο η τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου διέθετε νομική κάλυψη; Βέβαια, ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών καταδικάζει απερίφραστα τη χρήση βίας σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του πλέγματος των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις (Μεγ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία) όφειλαν να συσκεφθούν σε περίπτωση προσβολής  της συνταγματικής νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κάθε μια από αυτές όμως, διατηρούσε το δικαίωμα μονομερούς παρέμβασης εφόσον οι μεταξύ τους συνομιλίες δεν είχαν επιτυχή κατάληξη.  Η ελληνική πλευρά, η οποία και είχε προκαλέσει τη ρήξη με το αλόγιστο πραξικόπημα, πέντε μέρες νωρίτερα, σε βάρος του νομίμως εκλεγέντα προέδρου Μακαρίου, βρέθηκε με δική της ευθύνη εκτός διαδικασίας. Η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Bulent Eçevit στο Λονδίνο για κοινή σύμπραξη δεν απέδωσε καρπούς. Συνεπώς, η τουρκική κυβέρνηση, τη στιγμή που έστελνε τα στρατεύματά της στην Κύπρο, μπορούσε να επικαλεσθεί το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως.

Ωστόσο, η όποια νομική κάλυψη έπαψε να υφίσταται λίγο αργότερα, όταν στην ίδια την Κύπρο κατέρρευσε το καθεστώς των εγκαθέτων της χούντας και ο πρόεδρος της βουλής, Γλαύκος Κληρίδης, με τη σύμφωνη γνώμη του Μακαρίου, ο οποίος είχε διαφύγει στο εξωτερικό, ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έκτοτε, από τη στιγμή που αποκαταστάθηκε η συνταγματική νομιμότητα στο νησί, τα τουρκικά στρατεύματα επί του κυπριακού εδάφους από «απελευθερωτικά» μετατράπηκαν αυτομάτως σε δύναμη κατοχής.

 Εν κατακλείδι, η Ιστορία, είναι η δική μας συνείδηση, η Ιστορία είναι ο δικός μας καθρέπτης. Όταν κοιτάζουμε μέσα σε αυτόν, το είδωλό μας πρέπει να μας κοιτάζει με τη σειρά του κατευθείαν στα μάτια και να μην αποστρέφει το βλέμμα του. Οφείλουμε να είμαστε γενναίοι και μεγαλόψυχοι, οφείλουμε ανά πάσα στιγμή να είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε με εντιμότητα και με εγκράτεια τις ευχάριστες αλλά και τις λιγότερο ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος μας. Σε συνάρτηση με την πρόοδο της επιστήμης έχουμε υποχρέωση, ως ελάχιστο φόρο τιμής αλλά και ως επίδειξη στοιχειώδους υπευθυνότητας έναντι της ιστορικής μας κληρονομιάς, να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειές μας, να τιθασεύσουμε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο και αντιφατικό εσωτερικό μας κόσμο. Πρωτίστως όμως, οφείλουμε να μην υποκύψουμε στον μέγα πειρασμό της επιλεκτικής χρήσης της Ιστορίας. Η πρωταρχική ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού και της αυτογνωσίας πρέπει να στηρίζεται επάνω σε ισχυρά και αξιόπιστα θεμέλια, όχι επάνω σε ανούσια και στομφώδη συνθήματα δίχως αντίκρισμα. Αυτό είναι απαραίτητο για το παρόν αλλά και για το μέλλον μας. Είναι επιτακτικό για την ίδια μας την επιβίωση. Γιατί η ζωή είναι η ζωή: ένας διαρκής αγώνας, για έναν άνθρωπο όπως και για ένα έθνος

 

IMG_7875-1024x683
Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (του οποίου υπήρξε πρόεδρος τη διετία 2011-2013) και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ).

 

 

Αναδημοσίευση από τα Πρακτικά του Επιστημονικού Συμποσίου “Από ποιον, για ποιον και πως γράφεται η Ιστορία”, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη, Αθήνα, 2011.