Ελευθερία Κ. Μαντά
«Περί εργαλειοποίησης της Ιστορίας»
Αφορμή για τον σημερινό προβληματισμό αποτέλεσαν οι σχετικά πρόσφατες «θεαματικές» δράσεις που πραγματοποιήθηκαν από κύκλους Αλβανών εθνικιστών, σε διαφορετικά επίπεδα και χώρους, προκειμένου να αναβιώσει ως επίκαιρο πολιτικό ζήτημα ένα τετελεσμένο για την ελληνική πλευρά θέμα, αυτό των Αλβανών Τσάμηδων, πρώην κατοίκων της Ηπείρου, που εκδιώχθηκαν βίαια από την περιοχή το 1944 λόγω της συνεργασίας ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού με τις ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η ιστορία του θέματος είναι σε γενικές γραμμές γνωστή και μακρά και δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Ωστόσο, η σύνδεσή της με τα πρόσφατα γεγονότα συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ευρύτερου φαινομένου που παρατηρείται στον σύγχρονο κόσμο μας, αυτό της χρησιμοποίησης της Ιστορίας –μονομερούς και παραποιημένης ή, έστω, κατάλληλα προσαρμοσμένης– ως εργαλείου νομιμοποίησης πολιτικών ή άλλων επιλογών ή ως μοχλού άσκησης πιέσεων για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων.
Εξηγούμαστε. Τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε είναι συγκεκριμένα:
Πρώτα, το πλέον πρόσφατο επεισόδιο ανάρτησης ενός ανθελληνικού πανό από Αλβανούς «φιλάθλους» σε αγώνα ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου σε γήπεδο της Γαλλίας. Το πανό, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, προορίστηκε ασφαλώς να αναδείξει την «αδικία» στη διεθνή κοινή γνώμη, να προσελκύσει την προσοχή της γύρω από θέματα που ο σύγχρονος κόσμος αντιμετωπίζει με ευαισθησία. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο του πανό συνιστούσε ένα κατάφωρο ιστορικό ψέμα λίγο φαίνεται να απασχολούσε τους εμπνευστές της δράσης.
Δεύτερο, η «θερμή» υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα από τον αρχηγό και οπαδούς του κόμματος που εκπροσωπεί στην αλβανική Βουλή τους Τσάμηδες. Τα συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν, επίσης έντονα ανθελληνικά, «υπόσχονταν» επιστροφή των απογόνων των εκδιωχθέντων στη Θεσπρωτία, θέτοντας έτσι ένα θέμα που είναι γνωστό ότι δεν έχει καμία βάση ή προοπτική.
Τρίτο, και ίσως το πιο χαρακτηριστικό από την οπτική που μας ενδιαφέρει εδώ, η κατάθεση φακέλου εκ μέρους ενός συλλόγου Τσάμηδων της Ολλανδίας προς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, όπου σύμφωνα με τα αναφερόμενα «τεκμηριώνεται» η «γενοκτονία» που διέπραξαν οι Έλληνες στην Ήπειρο και προβάλλονται αντιστοίχως αιτήματα επανόρθωσης, αποζημίωσης, επιστροφής των απογόνων των Αλβανών στις εστίες τους κ.λπ. Το γεγονός ότι, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν έχει καμία δικαιοδοσία για θέματα πριν από το 2002 –έτος κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ το Καταστατικό του– δεν φάνηκε να ενδιαφέρει κανέναν∙ ούτε καν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, που έσπευσαν να αναπαράγουν την είδηση επισημαίνοντας τον «κίνδυνο», αλλά και την «ελληνική κρατική αδιαφορία».
Αυτά τα παραδείγματα αρκούν, πιστεύουμε, για να καταδειχθεί η ουσία του προβλήματος: ότι, δηλαδή, μέσα σε συνθήκες μιας ευρύτερης κρίσης αξιών και ανασφάλειας σαν αυτές που βιώνουμε σήμερα, όπου το φαίνεσθαι αποδίδει περισσότερο από το είναι, η Ιστορία κακοποιείται βίαια. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η νηφάλια, εποικοδομητική προσέγγιση του παρελθόντος που μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη αυτογνωσία μας, αλλά η χρήση «στιγμιότυπων», παραποιημένων ή κατασκευασμένων από ψεύτικα υλικά, που εξυπηρετούν σκοπούς οπωσδήποτε όχι αγαθούς.
Το χειρότερο: η διαρκής αναπαραγωγή αυτών των ψευδών στιγμιότυπων είναι τόσο καθολική και εθιστική, που αδυνατούμε πια να συνειδητοποιήσουμε τη διαβρωτική της επίδραση.
