Θεοδόσης Καρβουναράκης
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
1914-1917
Από την ουδετερότητα στην ενεργό εμπλοκή
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας κατεξοχήν ευρωπαϊκός πόλεμος, όσον αφορά τόσο τα κύρια μέτωπα των συγκρούσεων όσο και τις αντίπαλες δυνάμεις. Οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις προσπάθησαν με τη βία να λύσουν διαφορές που φαινόταν αξεπέραστες και είχαν να κάνουν με το γόητρο, την ισχύ και την επιρροή τους. Μέχρι το 1914 όμως, έτος έναρξης της μοιραίας σύρραξης, ο πλανήτης είχε προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας παγκόσμιας κοινότητας, με στενές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων περιοχών του και κυρίαρχη την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική παρουσία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ήταν αναπόφευκτο λοιπόν, η μεταξύ τους διαμάχη να αγγίξει σχεδόν κάθε γωνιά της γης αλλά και οι ένοπλες συγκρούσεις να επεκταθούν πέρα από τα Ευρωπαϊκά σύνορα.
Στο πλέγμα αυτό των στενών και πολύπλοκων διεθνών σχέσεων, σημαντικό και κατά περίπτωση πρωτεύοντα ρόλο είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια ανερχόμενη Μεγάλη Δύναμη, με τεράστιες οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες και λαμπρό μέλλον.[1] Αν και αρχικά αποφασισμένες να αποφύγουν την εμπλοκή τους στις εχθροπραξίες, διακηρύσσοντας την ουδετερότητα τους και επιχειρώντας τη συνδιαλλαγή των αντιπάλων, ιδεολογία, συμφέροντα, πολιτικές αναγκαιότητες και υπολογισμοί οδήγησαν τελικά τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας με καταλυτικές συνέπειες για την ευρύτερη έκβαση της σύρραξης.
Στις 4 Αυγούστου 1914 και ενώ όλες οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις (πλην της Ιταλίας) είχαν εμπλακεί στον πόλεμο, ο Αμερικανός Πρόεδρος Woodrow Wilson ανακοίνωσε την ουδετερότητα της χώρας του και λίγες μέρες αργότερα κάλεσε τον Αμερικανικό λαό να παραμείνει ουδέτερος, επιδεικνύοντας αμεροληψία «τόσο στη σκέψη όσο και στην πράξη». Η έκκληση του Wilson δεν ήταν εύκολο να εισακουστεί. Πάνω από το 1/3 των κατοίκων των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν γεννηθεί οι ίδιοι ή είχαν τουλάχιστον ένα γονέα που είχε γεννηθεί σε μια από τις εμπόλεμες χώρες. Αμερικανοί γερμανικής και ιρλανδικής καταγωγής (οι δεύτεροι λόγω της κατοχής της χώρας τους από τη Βρετανία) αλλά και Εβραίοι είτε λόγω καταγωγής είτε εξαιτίας του έντονου αντισημιτισμού της Ρωσίας, επιθυμούσαν τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας – Αυστροουγγαρίας). Δημοφιλής όμως ήταν και η πλευρά των συμμάχων (Entente, Βρετανία-Γαλλία-Ρωσία) λόγω της κατά παράδοση Γαλλο-Αμερικανικής φιλίας που ανάγωνταν στη βοήθεια της Γαλλίας κατά τον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1775 – 1783). Ισχυροί ήταν επίσης οι πολιτικοί και πολιτιστικοί δεσμοί με τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία είχε αποδεχτεί τη βασιμότητα των αμερικανικών διεθνών διεκδικήσεων και επιδίωκε μια αμοιβαία επωφελή σχέση συνεργασίας με τη νέα Μεγάλη Δύναμη. Η κοινή γλώσσα, τα πολλά κοινά στοιχεία πολιτισμού, η ομοιότητα των θεσμών αλλά και η κοινή πολιτική ιδεολογία του φιλελευθερισμού, σε αντίθεση με την αυταρχική στρατοκρατία της Γερμανίας, ένωναν τους δυο λαούς και αναπόφευκτα επηρέαζαν σημαντικά τις αμερικανικές απόψεις. Στην ίδια δυναμική πρέπει να προστεθεί η αγγλοφιλία ηγετικών μορφών τη πολιτικής, του πνευματικού και του επιχειρηματικού κόσμου και ειδικά του κατεστημένου της Νέας Αγγλίας που επηρέαζε σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό τον εθνικό βίο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεγάλο μέρος επίσης του Τύπου, συμπεριλαμβανομένων και των Times της Νέας Υόρκης, ακολουθούσε αγγλόφιλη, φιλοσυμμαχική γραμμή.
Πολλοί από τους ισχυρούς αυτούς παράγοντες της δημόσιας ζωής έβλεπαν με καχυποψία τη Γερμανία, σα μια φιλοπόλεμη, ιμπεριαλιστική δύναμη, που είχε πρώτη κηρύξει τον πόλεμο στις άλλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και σχεδίαζε μια παγκόσμια επέκταση της επιρροής της. Αναπόφευκτα τα επεκτατικά της σχέδια θα απειλούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα στον Ειρηνικό και στο Δυτικό ημισφαίριο, όπως είχε ήδη φανεί από τον τρόπο που δραστηριοποιούνταν οι Γερμανοί σε αυτές τις περιοχές. Ευρύτερα επίσης, η Γερμανική παντοκρατορία θα απειλούσε την Αμερικανική Εθνική Ασφάλεια. [2]
Οι Αμερικανοί όμως που επιθυμούσαν την ανάμειξη της χώρας τους στο πλευρό της μιας ή της άλλης πλευράς αποτελούσαν και παρέμειναν μέχρι τις αρχές του 1917, μειοψηφίες. Οι περισσότεροι ήταν υπέρ της ουδετερότητας, αν και θα προτιμούσαν τη νίκη των Συμμάχων. Γεγονότα και εξελίξεις στη διάρκεια του Πολέμου διεύρυναν και επέτειναν την αντιγερμανική διάθεση. Μεταξύ αυτών: η σκληρότητα της Γερμανικής κατοχής στο Βέλγιο κατά τις πρώτες μέρες του πολέμου, που περιλάμβανε την καταστροφή περιουσίας, κακοποιήσεις και μαζικές εκτελέσεις αμάχων πολιτών. Οι γερμανικές ωμότητες στο Βέλγιο, με τη βοήθεια του αγγλόφιλου τύπου, αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τη βρετανική προπαγάνδα και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εικόνας του «παράφρονα αγροίκου, Ούνου» Γερμανού που έπρεπε για τη σωτηρία του Δυτικού Πολιτισμού να εξουδετερωθεί. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και ο γερμανικός υποβρυχιακός πόλεμος, πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής, τρομακτικός, ύπουλος και υπεύθυνος για το θάνατο χιλιάδων αμάχων επιβατών και πληρωμάτων. Τον αποτροπιασμό για το νέο όπλο επέτειναν και οι αρνητικές συνέπειες που η χρήση του είχε για την αμερικανική οικονομία. Πράξεις σαμποτάζ με ζημιές και θύματα με στόχο την παραγωγή και την αποστολή αμερικανικού πολεμικού υλικού στους Συμμάχους, αλλά και άλλες υπονομευτικές δραστηριότητες των οποίων η αποκάλυψη οδήγησε στην απέλαση του Αυστριακού Πρέσβη και του Γερμανού Στρατιωτικού Ακολούθου.

Ο Wilson ήταν αγγλόφιλος, αν και καθ’όλη τη διάρκεια της Αμερικανικής Ουδετερότητας κατέβαλλε ειλικρινείς προσπάθειες να ελέγξει τα προσωπικά του συναισθήματα με στόχο τη βέλτιστη εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Δηλώσεις του όμως αποκαλύπτουν έμμεσα τις προσωπικές του προτιμήσεις: Σε συνέντευξή του στους Times της Νέας Υόρκης το Δεκέμβρη του 1914 σχετικά με τον πόλεμο στην Ευρώπη, ο αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι προτιμούσε μια συμβιβαστική ειρήνη χωρίς απόλυτο νικητή, γιατί μόνο μια τέτοια ειρήνη θα μπορούσε να διαρκέσει. Παράλληλα όμως, υποστήριζε την ανάγκη ριζικής αλλαγής στον τρόπο διακυβέρνησης της Γερμανίας ,αλλά και διάλυσης της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. «Δε μπορώ να δω πώς θα πλήττονταν ιδιαίτερα τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, αν η Γαλλία ή η Ρωσία ή η Μεγάλη Βρετανία τελικά υπαγόρευαν τους όρους της Ειρήνης» συμπληρώσε. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε επίσης εξομολογηθεί στον Βρετανό Πρέσβη στην Ουάσιγκτον: «Ό,τι αγαπώ πιο πολύ σε αυτόν τον κόσμο βρίσκεται σε κίνδυνο…Αν οι Γερμανοί επιτύχουν θα αναγκαστούμε να πάρουμε τέτοια αμυντικά μέτρα εδώ, που θα είναι μοιραία για τη μορφή διακυβέρνησής μας και τα αμερικανικά ιδεώδη».[3]
Διαφορετική ήταν η προσέγγιση του Υπουργού Εξωτερικών, William Jennings Bryan. Δημοφιλής, λαϊκιστής, με επαρχιώτικη συμπεριφορά και πολιτικές πρακτικές που αποδοκίμαζε η πολιτικο-κοινωνική ελίτ της χώρας, ο Bryan όφειλε τη θέση του στη μεγάλη του επιρροή μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα αλλά και επί των εκπροσώπων του στο Κογκρέσσο. Δεν είχε την ικανότητα να αποτιμά σωστά τις διεθνείς εξελίξεις[4] και να επιλέγει έτσι σύμφωνα με τα δεδομένα της κάθε περίστασης την πλέον επωφελή για τη χώρα του γραμμή εξωτερικής πολιτικής. Επηρεασμένος από το έντονο θρησκευτικό του συναίσθημα είχε σαν πρωταρχικό του στόχο την προώθηση της Παγκόσμιας Ειρήνης και πίστευε ακράδαντα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να τηρήσουν αυστηρή και αμερόληπτη ουδετερότητα στον Ευρωπαϊκό Πόλεμο, ενώ παράλληλα να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τον τερματισμό του. Δε συμμερίζονταν τις απόψεις πολλών Αμερικανών ιθυνόντων για την ηθική ανωτερότητα των Συμμάχων και προωθούσε την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για την αποκατάσταση της ειρήνης, χωρίς νικητές και ηττημένους. Οι απόλυτες απόψεις του τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τον Wilson και στην παραίτησή του το 1915, με αφορμή την προτιμητέα αμερικανική στάση μετά τη βύθιση από τους Γερμανούς του Υπερωκεανίου Lusitania.
Φιλικά διακείμενος προς τους συμμάχους ήταν ο διάδοχος του Bryan στο Υπουργείο Εξωτερικών, Robert Lansing, νομικός σύμβουλος του Υπουργείου, δικηγόρος, με μεγάλη εμπειρία στο διεθνές δίκαιο και στις διεθνείς συναλλαγές. Ο Lansing θεωρούσε τη Γερμανία μια ιμπεριαλιστική, στρατοκρατική δύναμη που εχθρεύονταν τις δημοκρατίες, ενώ η επικράτησή της θα απειλούσε τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στο δυτικό ημισφαίριο και την Άπω Ανατολή και ήταν πιθανό να περιορίσει και την ίδια την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του. «Δεν πρέπει να επιτραπεί στη Γερμανία να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο» σχολίασε κατ’ιδίαν λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.[5]

Τις απόψεις του Lansing για τη Γερμανία ως απειλή της παγκόσμιας ειρήνης συμμερίζονταν ο Συνταγματάρχης (τιμητικός τίτλος) Edward House, πολιτικός σύμβουλος και επιστήθιος φίλος του Προέδρου Wilson. Σε συνάντηση με τον Lansing το φθινόπωρο του 1915 οι δυο άντρες συμφώνησαν να διαβεβαιώσουν τους Συμμάχους ότι «θεωρούσαμε την υπόθεσή τους δική μας υπόθεση και ότι δεν είχαμε καμια πρόθεση να επιτρέψουμε σε ένα αυταρχικό, στρατοκρατικό καθεστώς να κυριαρχήσει στον κόσμο, αν η ισχύς μας μπορούσε να το αποτρέψει».[6] Ο House διαφωνούσε αρχικά με τον Lansing, πιστεύοντας σε μια περιορισμένη ήττα της Γερμανίας, που θα της έδινε τη δυνατότητα να συνεχίσει να αποτελεί ισχυρό εξισορροπιστικό παράγοντα του διεθνούς συστήματος και να συγκρατεί τις ηγεμονικές φιλοδοξίες άλλων Μεγάλων Δυνάμεων. Μέχρι τις αρχές του 1917, όμως, είχε συνταχθεί με τις απόψεις του Lansing για την ανάγκη μιας αδιαμφισβήτητης γερμανικής συντριβής. Οι δυο ισχυροί άντρες της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προσπάθησαν να ενισχύσουν τη φιλο-συμμαχική απόκλιση της σκέψης του Wilson (διακριτικά, λόγω του ισχυρογνώμονα και δύσκολου χαρακτήρα του) και πήραν πρωτοβουλίες, ακόμη και αντίθετα στις επιθυμίες του Αμερικανού προέδρου, για να ενισχύσουν την προσέγγιση και να αποφύγουν τη ρήξη ανάμεσα στις δυο πλευρές. Έντονα αγγλόφιλος ήταν ο μη επαγγελματίας διπλωμάτης, πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στο Λονδίνο, Walter Page, σε βαθμό που επανειλημμένα, όταν επέδιδε έγγραφες διαμαρτυρίες της κυβέρνησής του για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των ουδετέρων χωρών από τη Μεγάλη Βρετανία, να συμπληρώνει ότι στην πραγματικότητα δεν εννοούσαν αυτό που έλεγαν αλλά οφείλονταν περισσότερο σε εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Αρνητική τέλος έναντι της Γερμανίας ήταν η στάση του επίσης μη επαγγελματία Αμερικανού πρέσβη στο Βερολίνο, James Jerard. Η μεροληψία των δυο Πρέσβεων επηρέαζε την αντικειμενικότητα των αναφορών τους, δημιουργώντας έτσι προβλήματα στον Wilson ως προς τη σωστή εκτίμηση της κατάστασης.

Οικονομικοί λόγοι έκαναν την ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη μεγάλη παγκόσμια σύρραξη αναπόφευκτη. Για να ικανοποιήσουν τις τεράστιες ανάγκες τους σε πολεμικό υλικό, οι Σύμμαχοι στράφηκαν εξαρχής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πυρομαχικά, όπλα, βιομηχανικά προϊόντα αλλά και βαμβάκι και σιτηρά αγοράζονταν και αποστέλονταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού σε χωρίς προηγούμενο ποσότητες. Η αιφνίδια και μεγάλη αυτή ζήτηση αμερικανικών προϊόντων ανέστρεψε μια προϋπάρχουσα ύφεση στις αμερικανικές εξαγωγές και προσπόρισε πολύ σημαντικά κέρδη στην αμερικανική οικονομία. Μέχρι το 1916 οι αμερικανικές εξαγωγές προς την Βρετανία και τη Γαλλία είχαν τριπλασιαστεί, ενώ προς τη Γερμανία είχαν περιοριστεί σε λιγότερο από 1% εκείνων του 1914. Στη διάρκεια των χρόνων της αμερικανικής ουδετερότητας, από το 1914 εως το 1917, εμπορεύματα αξίας μεγαλύτερης των 6 δις δολαρίων πουλήθηκαν από τους Αμερικανούς στους Συμμάχους. Η ανάγκη εξεύρεσης οικονομικών πόρων για τη συνέχιση του εφοδιασμού τους σύντομα οδήγησε τους Συμμάχους στις Αμερικανικές χρηματαγορές. Η αρνητική επ’αυτού άποψη του Bryan, που υποστήριζε πως δάνεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς οποιονδήποτε εμπόλεμο θα ήταν «ασυμβίβαστα με το αληθινό πνεύμα της ουδετερότητας», σύντομα ξεπεράστηκε από τον Πρόεδρο Wilson – με τον Bryan να συναινεί, – όταν διαπιστώθηκε ότι μια τέτοια πολιτική θα δημιουργούσε πρόβλημα στις Αμερικανικές εξαγωγές. Αρχικά, επιτράπηκαν οι πωλήσεις επί πιστώσει και αργότερα και η σύναψη ιδιωτικών δανείων, που κατά τα έτη 1914-1917 ανήλθαν σε 2.3 δις δολάρια. Η ευημερία έτσι των Αμερικανών συνδέθηκε αναπόσπαστα με την Συμμαχική πολεμική προσπάθεια και την απρόσκοπτη δια θαλάσσης μεταφορά των προϊόντων τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Επιπλέον, καλύτερες προοπτικές αποπληρωμής των συμμαχικών δανείων εξασφάλιζε μια Συμμαχική νίκη.
Ο μηδενισμός σχεδόν των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις Κεντρικές Δυνάμεις δεν οφείλονταν σε παράγοντες όπως η μεγαλύτερη αυτάρκεια και η δομή του εξαγωγικού εμπορίου των χωρών αυτών, που όντως προϋπήρχαν της σύρραξης. Ήταν κυρίως αποτέλεσμα του αποκλεισμού των γερμανικών ακτών και λιμανιών από το βρετανικό στόλο, πράγμα που καθιστούσε πολύ δύσκολο τον από θαλάσσης ανεφοδιασμό της χώρας. Η προσπάθεια αμερικανικών επιχειρήσεων να διαθέσουν τα προϊόντα τους στη Γερμανία και τους συμμάχους της δημιούργησε προβλήματα στις Αμερικανο-βρετανικές σχέσεις. Οι Βρετανοί ερμήνευαν κατά το δοκούν το διεθνές δίκαιο σχετικά με το δικαίωμα των ουδετέρων να εμπορεύονται με τις εμπόλεμες χώρες, με σκοπό να δημιουργήσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερα προβλήματα στον ανεφοδιασμό της Γερμανίας. Έτσι διεύρυναν αυθαίρετα τον κατάλογο των εμπορευμάτων που θεωρούνταν ότι ενίσχυαν άμεσα την πολεμική προσπάθεια του αντιπάλου και το 1916 κατήργησαν τελείως τη διάκριση ανάμεσα σε πιθανό (του οποίου θα μπορούσε να επιτραπεί η διέλευση) και εξακριβωμένο πολεμικό υλικό. Για την άσκηση του δικαιώματος νηοψίας, οι Βρετανοί ανάγκαζαν ουδέτερα πλοία να τους ακολουθήσουν σε βρετανικά λιμάνια, αν και το διεθνές δίκαιο πρόβλεπε την άσκησή του επί τόπου στην ανοιχτή θάλασσα. Η πρακτική αυτή συχνά κατέληγε σε καθυστερήσεις αρκετών εβδομάδων. Ευπαθή εμπορεύματα καταστρέφονταν από την αναμονή και τα πλοία δε μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άλλο ναύλο. Καταχρηστικό έλεγχο και περαιτέρω καθυστερήσεις προκαλούσε και η εκτεταμένη και νομικά αμφισβητήσιμη ναρκοθέτηση της Βόρειας Θάλασσας. Οι Βρετανοί σταματούσαν και ερευνούσαν πλοία με προορισμό ουδέτερες χώρες, όπως η Δανία και η Ολλανδία, και κατέσχον το φορτίο τους αν διαπίστωναν πως τελικός προορισμός του ήταν η γειτονική Γερμανία. Τα βρετανικά πλοία χρησιμοποιούσαν την αμερικανική σημαία για να παραπλανήσουν τα γερμανικά υποβρύχια, πράγμα που το διεθνές δίκαιο επέτρεπε μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις. Οι Βρετανοί απέφευγαν να προκαλέσουν την έντονη αμερικανική δυσαρέσκεια με έξυπνες τακτικές, όπως η αποζημίωση των αμερικανών επιχειρηματιών ή η αγορά μεγάλων ποσοτήτων συγκεκριμένων προϊόντων, που έτσι δε θα χρειαζόταν να πουληθούν στη Γερμανία. Ο Υπουργός Εξωτερικών Edward Grey εξαίρεσε για μερικούς μήνες από τον κατάλογο των απογορευμένων ειδών το βαμβάκι, παρά τη χρησιμότητά του στην παραγωγή δυναμίτη, για να μη δημιουργήσει οικονομικό πρόβλημα στις πολιτείες του Αμερικανικού Νότου.
Η έντονη δυσαρέσκεια Αμερικανών επιχειρηματιών, των οποίων τα συμφέροντα έβλαπταν οι βρετανικές πρακτικές, αλλά και όσων δεν επιθυμούσαν να ευνοηθούν οι Σύμμαχοι, οδήγησαν την Αμερικανική κυβέρνηση σε έγγραφη διαμαρτυρία που επιδόθηκε στους Βρετανούς το Δεκέμβριο του 1914. Σε ήπιους τόνους, οι Αμερικανοί απλώς επισήμαιναν τις παραβάσεις του διεθνούς δικαίου, χωρίς όμως να απειλούν με οποιαδήποτε μορφή κυρώσεων, αν η βρετανική πολιτική δεν άλλαζε. Κατά τον Βρετανό πρέσβη στην Ουάσιγκτον, η αμερικανική διαμαρτυρία δεν έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, γιατί απλά προορίζονταν «για κατανάλωση του Κογκρέσου, της γερμανικής ψήφου (Γερμανο-Αμερικανών) και των εμπορικών συμφερόντων». Την αρχική αυτή διαμαρτυρία ακολούθησαν πολλές άλλες που κατά τον ίδιο τρόπο απέφυγαν να ασκήσουν σοβαρές πιέσεις και κατά τον ίδιο τρόπο αγνοήθηκαν από τους Βρετανούς.
Στην ουσία, οι Αμερικανοί δεν είχαν τη δυνατότητα να επιμείνουν στην αυστηρή εφαρμογή των κανόνων περί ουδετερότητας. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος άσκησης πίεσης επί των Βρετανών για αυτό το θέμα ήταν να θέσουν περιορισμούς στις εξαγωγές προς τους εμπολέμους, απειλώντας έτσι την αποτελεσματικότητα της Συμμαχικής πολεμικής προσπάθειας. Κάτι τέτοιο όμως θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στην αμερικανική οικονομία, ύφεση και πιθανόν πολιτική αστάθεια. Άλλες μέθοδοι βέβαια, όπως ένοπλη προστασία και αντίσταση, ήταν ηθικά αδιανόητες, πολιτικά, τεχνικά και νομικά πολύ δύσκολες και επικίνδυνες. Εφόσον λοιπόν, οι Βρετανοί τηρούσαν ορισμένα προσχήματα, δεν προκαλούσαν την αμερικανική κοινή γνώμη και δεν υπήρχαν ανθρώπινα θύματα, είχαν την ανοχή του Προέδρου Wilson και των συνεργατών του για τον τρόπο που ερμήνευαν και εφάρμοζαν το ναυτικό αποκλεισμό. Με την πάροδο βέβαια του χρόνου και την ενίσχυση του φιλο-Συμμαχικού αισθήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας ακόμη λόγος ανοχής, πέρα από το οικονομικό όφελος και τις πολύ μεγάλες δυσκολίες αντιμετώπισής του, ήταν ο φόβος πρόκλησης βλάβης στην Συμμαχική πολεμική προσπάθεια.

Τα Γερμανικά πολεμικά πλοία επιφανείας, αποκλεισμένα από το βρετανικό στόλο, δε μπορούσαν να δημιουργήσουν αντίστοιχα προβλήματα στο βρετανικό από θαλάσσης ανεφοδιασμό. Το ρόλο αυτό ανέλαβαν τα γερμανικά υποβρύχια, ολιγάριθμα, ευπαθή και σε πρώιμο ακόμη στάδιο τεχνολογικής εξέλιξης σκάφη, με μεγάλα όμως πλεονεκτήματα τον αιφνιδιασμό και τη δυσκολία εντοπισμού. Σύμφωνα με ανακοίνωση λοιπόν των Γερμανών, από τις 18 Φεβρουαρίου 1915, η θαλάσσια περιοχή γύρω από τα βρετανικά νησιά θα θεωρούνταν εμπόλεμη ζώνη. Τα πλοία των Συμμάχων θα βυθίζονταν, ενώ δε μπορούσαν να δοθούν εγγυήσεις για την ασφάλεια των πλοίων των ουδετέρων, αφού δεν ήταν πάντα δυνατή η αναγνώρισή τους από τα περισκόπια των υποβρυχίων και πολλές φορές Συμμαχικά πλοία χρησιμοποιούσαν σημαίες ουδετέρων. Για τον Πρόεδρο Wilson η γερμανική ειδοποίηση αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Οι Γερμανοί δεν είχαν το δικαίωμα να τορπιλίσουν ουδέτερα πλοία. Για να βυθιστεί μη πολεμικό πλοίο του αντιπάλου έπρεπε να δοθεί προειδοποίηση και επαρκής χρόνος για την απομάκρυνση του πληρώματος και των επιβατών, για την ασφάλεια των οποίων το επιτιθέμενο πλοίο ήταν υπεύθυνο. Ο Wilson θεωρούσε ότι ήταν δικαίωμα των Αμερικανών πολιτών να ταξιδεύουν ακόμη και με συμμαχικά πλοία γνωρίζοντας ότι η ζωή τους δεν κινδύνευε.
Οι Γερμανοί αντέτασσαν ότι το υποβρύχιο ήταν ένα νέο όπλο που δεν καλύπτονταν από τους υπάρχοντες κανόνες του δικαίου του πολέμου. Επιπλέον, αν αναδύονταν, προειδοποιούσε και έδινε χρόνο για την εκκένωση του εχθρικού πλοίου, μπορούσε να εμβολιστεί από το κατά πολύ μεγαλύτερο υποψήφιο θύμα του (τα υποβρύχια ήταν ακόμη μικρά και ανεπαρκώς εξοπλισμένα) ή και να κληθεί σε βοήθεια παρακείμενο πολεμικό του εχθρού. Ούτε βέβαια μπορούσε να περισυλλέξει τους ναυαγούς. Ο Wilson όμως ήταν ανένδοτος. Αλλαγές στο διεθνές δίκαιο ήταν εφικτές μόνο μετά το τέλος του πολέμου. Μέχρι τότε έπρεπε να ισχύει ως είχε. Αν τα υποβρύχια δε μπορούσαν να προσαρμοστούν έπρεπε να παψουν να χρησιμοποιούνται. Σε επιστολή διαμαρτυρίας προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, ο Wilson χαρακτήρισε τη γερμανική απόφαση «αδικαιολόγητη παραβίαση των δικαιωμάτων των ουδετέρων» και ότι σε περίπτωση εφαρμογής της θα έπαιρνε όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των Αμερικανών πολιτών.[7]
Οι πρώτες απώλειες του υποβρυχιακού πολέμου, πλοία και ανθρώπινα θύματα, μεταξύ των οποίων και λίγοι Αμερικανοί, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης. Οργή και δέος όμως κατέλαβε τους Αμερικανούς, όταν το Μάιο του 1915, γερμανικό υποβρύχιο βύθισε το υπερωκεάνιο Lusitania, οδηγώντας στο θάνατο 1198 επιβάτες και μέλη τους πληρώματος, εκ των οποίων 128 Αμερικανοί πολίτες. Η βύθιση του Lusitania, ενός από τα μεγαλύτερα και ασφαλέστερα πλοία της εποχής, που εκατοντάδες Αμερικανοί εμπιστεύονταν για τον διάπλου του Ατλαντικού, θεωρήθηκε προσχεδιασμένη μαζική δολοφονία στις Ηνωμένες Πολιτείες και αναπόφευκτα δημιούργησε διλήμματα στην Αμερικανική ηγεσία. Ο Πρόεδρος Wilson απέφυγε την όξυνση. Σε επιστολή διαμαρτυρίας προς τη Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησε την έκφραση συγγνώμης για το συμβάν, αποζημίωση των θυμάτων και ότι κάτι «τόσο προφανώς υπονομευτικό των νόμων του πολέμου» δε θα ξανασυμβεί.

Δεν απαίτησε όμως, τη διακοπή του υποβρυχιακού πολέμου, ούτε απείλησε τη Γερμανία με κυρώσεις. Η μη ικανοποιητική απάντηση της Γερμανίας, που απλά εξέφραζε λύπη για τη μεγάλη απώλεια ανθρώπινων ζωών, δεν ικανοποίησε τον Wilson. Επέμεινε με τρεις ακόμη επιστολές επί του θέματος, δηλώνοντας τελικά με την τρίτη επιστολή ότι η Κυβέρνησή του θα θεωρούσε άλλη μια γερμανική επίθεση σε επιβατηγό πλοίο ως «εσκεμμένα μη φιλική» ενέργεια. Αρκετά αργότερα, το Φεβρουάριο του 1916, η Γερμανία ζήτησε συγγνώμη για το Lusitania και υποσχέθηκε να αποζημιώσει τις οικογένειες των αμερικανών θυμάτων. Ήδη όμως, από τον Ιούνιο του 1915, είχε δοθεί εντολή στους κυβερνήτες των υποβρυχίων να μην επιτίθενται στα μεγάλα επιβατηγά πλοία του εχθρού. Τον ίδιο μήνα υπέβαλε την παραίτησή του ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, διαμαρτυρόμενος για την μεροληπτική υπέρ της Βρετανίας πολιτική της κυβέρνησής του και την υποβάθμιση της επιρροής του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο Bryan είχε προτείνει να απαγορευτεί σε Αμερικανούς πολίτες να ταξιδεύουν με πλοία των εμπολέμων, πράγμα που θα περιόριζε την πιθανότητα προστριβών με τη Γερμανία με αφορμή τον υποβρυχιακό πόλεμο, που κατά τη γνώμη του μπορούσε να εμπλέξει στον πόλεμο τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Wilson αρνήθηκε για λόγους αρχής σε σχέση με τα δικαιώματα των ουδετέρων αλλά και γοήτρου της χώρας του, το οποίο θεωρούσε ότι θα πλήττονταν από μια τέτοια υποχώρηση. Τον Bryan αντικατέστησε ο Robert Lansing. Τον Αύγουστο του 1915, το Arabic, ένα ακόμη βρετανικό επιβατηγό πλοίο βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο με θύματα μεταξύ άλλων δυο Αμερικανούς. Η Γερμανία φαινόταν να αγνοεί τις προειδοποιήσεις του Αμερικανού προέδρου. Η αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης αλλά και η κατ’ιδίαν προειδοποίηση του Lansing σε συνάντησή του με τον Γερμανό Πρέσβη, ότι θα διακόπτονταν οι διπλωματικές σχέσεις των δυο χωρών αν δεν υπήρχε αλλαγή πολιτικής, οδήγησαν τον Γερμανό Καγκελάριο, Bethmann Hollweg να δηλώσει μέσω του πρέσβη του στην Ουάσιγκτον ότι επιθέσεις από υποβρύχια σε επιβατηγά πλοία, όπως αυτή του Arabic δε θα επαναληφθούν. Ο Bethmann Hollweg φοβόταν ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπόλεμη κατάσταση και ήταν διατεθειμένος να κάνει υποχωρήσεις, παρά την πεποίθησή του ότι η αμερικανική πολιτική ουδετερότητας μεροληπτούσε υπέρ των Συμμάχων.
Τον Μάρτιο του 1916, γερμανικό υποβρύχιο τορπίλησε ακόμη ένα Συμμαχικό επιβατηγό πλοίο, το γαλλικό Sussex, ενώ διέσχιζε τη θάλασσα της Μάγχης. Το πλοίο δεν βούλιαξε αλλά 80 επιβάτες έχασαν τη ζωή τους και 4 Αμερικανοί τραυματίστηκαν. Ο τορπιλισμός του Sussex παραβίαζε τις γερμανικές υποσχέσεις που είχαν δοθεί μετά τη βύθιση του Arabic και ως εκ τούτου έπληττε το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Πρόεδρος Wilson ανησυχούσε επίσης γιατί οι συνεχιζόμενοι θάνατοι Αμερικανών που επέβαιναν σε πλοία των εμπολέμων – ελάχιστοι είχαν χαθεί από επιθέσεις σε ουδέτερα πλοία – και η ένταση που αυτό προκαλούσε στη χώρα του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αφόρητες πιέσεις για αλλαγή της πολιτικής ουδετερότητας, όπως αυτός την ερμήνευε και την εφάρμοζε ή και οριστική ρήξη στις σχέσεις με τη Γερμανία. Οι Γερμανοί τέλος, θα αποθρασύνονταν και άλλες ανάλογες επιθέσεις θα ακολουθούσαν. Το επεισόδιο του Sussex απαιτούσε μια αυστηρή απάντηση που δόθηκε με τη μορφή προειδοποίησης προς τη Γερμανική Κυβέρνηση πώς αν δεν εγκατέλειπε τελείως και άμεσα τις πρακτικές του υποβρυχιακού πολέμου για όλα τα επιβατηγά και εμπορικά πλοία, και δεν τηρούσε τις διαδικασίες έγκαιρης προειδοποίησης και διάσωσης των επιβαινόντων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διέκοπταν τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις. Ο Wilson απέφυγε την άμεση διακοπή των διπλωματικών σχέσεων που υποστήριζαν οι Lansing και House, γιατί ακόμη έλπιζε σε μια συμφιλιωτική λύση και τη διατήρηση της αμερικανικής ουδετερότητας. Παρά τις πιέσεις από τη γερμανική κοινή γνώμη και στρατιωτικούς κύκλους για πλήρη και χωρίς περιορισμούς χρήση των υποβρυχίων, ο Bethmann Hollweg έπεισε τον Γερμανό Αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄ να δεχθεί τους αμερικανικούς όρους, υποστηρίζοντας πως η εξώθηση των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο θα επιδείνωνε τη γερμανική θέση, ενώ τα υποβρύχια δε θα μπορούσαν να σταματήσουν τον από θαλάσσης ανεφοδιασμό των Συμμάχων. Χωρίς χρονοτριβή, η απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης αναγνώριζε ως εσφαλμένη την επίθεση κατά του Sussex και αναλάμβανε την υποχρέωση προειδοποίησης προς κάθε πλοίο, εμπορικό ή επιβατηγό, αλλά και πρόνοιας για τη σωτηρία των επιβαινόντων με την προϋπόθεση όμως και οι Αμερικανοί να πείσουν τη Βρετανία να συμορφώνεται με το διεθνές δίκαιο. Ο Wilson αντέτεινε ότι οι υποχρεώσεις των Γερμανών ήταν ανεξάρτητες από τη βρετανική συμπεριφορά και έπρεπε να εκπληρωθούν σε κάθε περίπτωση. Μη απαντώντας οι Γερμανοί φάνηκαν να αποδέχονται την αμερικανική θέση. Μέχρι το Φεβρουάριο του 1917, δεν υπήρξαν άλλες απροειδοποίητες επιθέσεις.
Ενώ όμως οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Γερμανία φαινόταν να εξομαλύνονται, οι σχέσεις τους με τους Συμμάχους επιδεινώνονταν. Τον Απρίλιο του 1916, μια εξέγερση στην Ιρλανδία κατά της βρετανικής διοίκησης του νησιού κατεστάλη από τους Βρετανούς με σκληρότητα, ενώ πολλοί από τους ηγέτες των επαναστατών δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι Βρετανοί αγνόησαν την εξοργισμένη αμερικανική κοινή γνώμη. Την ίδια χρονική περίοδο, οι Βρετανοί ανακοίνωσαν πως δε θα έκαναν καμιά διάκριση ανάμεσα σε εμπορεύματα με εξακριβωμένη και πιθανή πολεμική χρήση, ένα ακόμη πλήγμα στα δικαιώματα των ουδετέρων. Και τον Ιούλιο, δημοσίευσαν μια μαύρη λίστα επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και 87 αμερικανικών, που με τη δράση τους συνέδραμαν την πολεμική προσπάθεια του εχθρού. Ως εκ τούτου, οι Βρετανοί υπήκοοι έπρεπε να διακόψουν τις συναλλαγές μαζί τους. Η αμερικανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε για το αυθαίρετο αυτό μέτρο – πολλές επιχειρήσεις είχαν συμπεριληφθεί στη λίστα εξαιτίας και μόνο του γερμανικού τους ονόματος – όμως οι Βρετανοί αρνήθηκαν να το αναιρέσουν. Ο Wilson, ιδιαίτερα ενοχλημένος από τη βρετανική συμπεριφορά και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, προειδοποίησε τη Βρετανία για σοβαρά αντίποινα, σε περίπτωση που επέμενε στην παρακώλυση του αμερικανικού εμπορίου. Σε συνεννόηση με την κυβέρνηση, το Κογκρέσο εξουσιοδότησε τον πρόεδρο να αρνείται τη χρήση αμερικανικών λιμανιών σε χώρες που δημιουργούσαν προβλήματα στο αμερικανικό εμπόριο.
Η ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών ανησύχησε τον Lansing, που σε καμια περίπτωση δεν επιθυμούσε ρήξη με τη Βρετανία ή έστω και με έμμεσο τρόπο ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας των Γερμανών. Εν αγνοία του Wilson συνάντησε το Βρετανό Πρέσβη και του εξήγησε ότι οι νέες δικαιοδοσίες του προέδρου ήταν αποτέλεσμα της προεκλογικής περιόδου για τις προεδρικές εκλογές που επίκειντο και της ανάγκης να κατευναστεί η κοινή γνώμη. Ο Πρόεδρος δε θα τις χρησιμοποιούσε παρά μόνο σε έσχατη ανάγκη. Ο Wilson δίσταζε να επιλέξει μια αυστηρότερη πολιτική αλλά και υπολόγιζε ότι δεν είχε νόημα, σε περίπτωση που ηττούνταν στις επικείμενες εκλογές και δεν ήταν έτσι σε θέση να την εφαρμόσει. Δεν δόθηκε λοιπόν, συνέχεια στο θέμα.

Από την αρχή του πολέμου μεγάλη ήταν η προθυμία και η επιθυμία του Προέδρου Wilson να μεσολαβήσει μεταξύ των αντιμαχομένων για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Με την έναρξη της σύρραξης έστειλε επιστολές στους εμπολέμους ανακοινώνοντάς τους ότι ήταν έτοιμος, άμεσα ή σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες «προς το συμφέρον της ευρωπαϊκής ειρήνης». Οι εμπόλεμοι απάντησαν αρνητικά επιρρίπτοντας ο ένας στον άλλον την ευθύνη για τον πόλεμο. Μετά από ενθαρρυντικές συνομιλίες με το Βρετανό και το Γερμανό πρέσβη, ο House κατ’εντολήν του Wilson ταξίδεψε στην Ευρώπη τον Ιανουάριο του 1915 για να διερευνήσει τη δυνατότητα μιας νέας διαμεσολαβητικής προσπάθειας. Μετά από συνομιλίες με ιθύνοντες στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Βερολίνο που αποκάλυψαν αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους πολεμικούς στοχους των αντιπάλων, ο House γύρισε άπρακτος στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο, πιστεύοντας ότι το πιο πιθανό ήταν ο πόλεμος να συνεχιστεί ώσπου η μια πλευρά να επιβάλει τους όρους της στην άλλη και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σύντομα θα εμπλέκονταν στη διαμάχη. Ο Wilson όμως αποφάσισε να επιμείνει. Μέσω του House διατήρησε επαφή με το Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών, Edward Grey, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον για μια συμβιβαστική ειρήνη, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν διατεθειμένες να συμμετάσχουν σε κάποια μεταπολεμική μορφή συλλογικής ασφάλειας. Έτσι, στα τέλη του 1915, ο House πρότεινε στον Αμερικανό πρόεδρο μια νέα στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου. Αναλάμβανε να ταξιδέψει στην Ευρώπη για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των εμπολέμων για μια διάσκεψη ειρήνης υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου, ισχυριζόμενος ότι η αντίπαλη πλευρά θα αρνούνταν μια τέτοια πρόταση και έτσι δελεάζοντάς τους με ένα διπλωματικό πλεονέκτημα. Αν οι Σύμμαχοι αποδέχονταν τους όρους ειρήνης που θα πρότεινε ο Wilson και οι Γερμανοί αρνούνταν, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πιθανό να συμμετάσχουν στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Στο Βερολίνο, ο House διαπίστωσε ότι το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό για μια τέτοια πρωτοβουλία. Στο Λονδίνο όμως και στο Παρίσι, οι συνομιλίες του τελεσφόρησαν, βοηθούμενες και από τις διαβεβαιώσεις του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωκαν μια ειρήνη ευνοϊκή για τους Συμμάχους και ότι κατά τη γνώμη του σύντομα θα εξέρχονταν στον πόλεμο. Πιστεύοντας επίσης ότι οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να δεχτούν τις αμερικανικές προτάσεις, ο House, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Wilson, στην ουσία έβλεπε το σχέδιό του σαν ένα μέσο για τη διευκόλυνση της αμερικανικής συμμετοχής στον πόλεμο και όχι για την επίτευξη της ειρήνης.
Η πρωτοβουλία του House προχώρησε με την υπογραφή από τον ίδιο και τον Grey μυστικού υπομνήματος (House – Grey Memorandum) το Φεβρουάριο του 1916 σύμφωνα με το οποίο, σε χρόνο που θα επέλεγαν οι Σύμμαχοι, ο Wilson θα πρότεινε μια διαμεσολαβητική Διάσκεψη. Αν οι Γερμανοί αρνούνταν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πιθανό να εξέλθουν στον πόλεμο εναντίον τους. Αν η Διάσκεψη πραγματοποιούνταν και οι Γερμανοί πρόβαλαν υπερβολικές απαιτήσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποχωρούσαν ως εμπόλεμοι στο πλευρό των Συμμάχων (ο Wilson πρόσθεσε την επιφύλαξη «πιθανόν» στην τελευταία φράση). Ο House επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες πεπεισμένος ότι οι Βρετανοί θα αναλάμβαναν πρωτοβουλία και ότι θα ζητούσαν από τον Wilson να προχωρήσει. Το Λονδίνο όμως, δεν έδωσε συνέχεια, είτε γιατί δεν πίστευε ότι ο House εξέφραζε απολύτως τις απόψεις του Wilson, είτε γιατί βρήκε την πρόταση ασύμφορη ή αναξιόπιστη.[8] Εν πάση περιπτώσει, ήταν μάλλον αδύνατο τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο να αποδεχτεί η αμερικανική κοινή γνώμη την κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας. Η φαινομενική συγκατάθεση των Βρετανών οφείλεται μάλλον στην επιθυμία τους να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τον House και την αμερικανική κυβέρνηση.

Ο Wilson δεν έπαψε να αναζητεί τρόπους τερματισμού της παγκόσμιας σύρραξης. Μια νέα όμως μεσολαβητική προσπάθεια θα έπρεπε να περιμένει την έκβαση των προεδρικών εκλογών. Τον Νοέμβριο του 1916, ο Wilson επικράτησε με μικρή διαφορά του Ρεπουμπλικάνου αντιπάλου του, ενώ πολύ συντέλεσε στην επανεκλογή του η έμφαση που δόθηκε κατά την προεκλογική του εκστρατεία στη διατήρηση της ουδετερότητας της χώρας. Με το τέλος των εκλογών η διαμεσολάβηση έγινε και πάλι υψηλή προτεραιότητα για τον Wilson, που φοβόταν ότι η χωρίς περιορισμούς δράση των υποβρυχίων θα επαναλαμβάνονταν και ότι εξαυτού αναπόφευκτα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα οδηγούνταν σε πόλεμο. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1916, ζήτησε από τους εμπολέμους να δηλώσουν δημόσια τους πολεμικούς τους στόχους ως το πρώτο βήμα που θα οδηγούσε σε διαπραγματεύσεις, παρατηρώντας ότι από τις δημόσιες δηλώσεις τους μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι στην ουσία και οι δυο πλευρές επιδίωκαν τα ίδια πράγματα: Ασφάλεια για τις ασθενέστερες χώρες και για τους ίδιους και μια σταθερή διεθνή κατάσταση που θα απέκλειε μελλοντικούς πολέμους. Δεν έθεσε ως προϋπόθεση την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στη διαδικασία, δήλωσε όμως πως η χώρα του ήταν έτοιμη να βοηθήσει. Στόχος του Wilson ήταν να φέρει πιο κοντά τους εμπολέμους και να τους αναγκάσει για λόγους δημόσιας εικόνας να προβάλουν μη ιδιοτελείς, συγκλίνοντες στόχους που θα δημιουργούσαν μια δυναμική για την έναρξη διαπραγματεύσεων.
Και ο House και ο Lansing διαφωνούσαν με την πρωτοβουλία του Wilson, φοβούμενοι σοβαρή ρήξη στις σχέσεις της χώρας τους με τους Συμμάχους, για την αναγκαιότητα της απόλυτης επικράτησης των οποίων ήταν πλέον απολύτως πεπεισμένοι. Τι θα γινόταν αν οι Γερμανοί δέχονταν τις αμερικανικές προτάσεις και οι Σύμμαχοι αρνούνταν; Πώς θα εκλάμβαναν οι Βρετανοί την ηθική τους εξίσωση από τους Αμερικανούς με τη στρατοκρατική, επεκτατική Γερμανία; Και οι δυο Αμερικανοί ιθύνοντες προσπάθησαν να παραποιήσουν το νόημα των προτάσεων του Wilson με κατ’ιδίαν αλλά και δημόσιες δηλώσεις τους για να προλάβουν τη δημιουργία κακού κλίματος στις σχέσεις της χώρας τους με τη Βρετανία. Η δημόσια δήλωση του Lansing προκάλεσε την οργή του Wilson και τον ανάγκασε να την ανακαλέσει.
Οι εμπόλεμοι υποδέχτηκαν αρνητικά την νέα αμερικανική πρωτοβουλία. Καμιά από τις δυο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη να συμβιβαστεί, αλλά ούτε και επιθυμούσε την ανάμειξη του Wilson σε μια πιθανή διαπραγμάτευση, γιατί θα περιέπλεκε τα πράγματα και θα δυσκόλευε την επίτευξη των επιθυμητών τους στόχων. Η απάντηση των Συμμάχων περιείχε όρους που δε μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί απο τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί αρχικά δεν απάντησαν και όταν αρκετά αργότερα αυτό έγινε, ήταν προφανές ότι και οι δικές τους απαιτήσεις δε μπορούσαν να γίνουν δεκτές από τους Συμμάχους. Εν τω μεταξύ, ο Wilson επιχειρούσε μια διαφορετική προσέγγιση για να ενθαρρύνει την ειρηνευτική διαδικασία. Με ομιλία του στη Γερουσία, στις 22 Ιανουαρίου του 1917, ο Wilson σκιαγράφησε την ειρήνη που επιθυμούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και ένα νέο μοντέλο για τον μεταπολεμικό κόσμο. Βιώσιμη θα ήταν μόνο μια «ειρήνη χωρίς νικητές», μια συμβιβαστική ειρήνη. Η ελευθερία των θαλασσών, ο περιορισμός των εξοπλισμών και η δημοκρατική διακυβέρνηση θα διευκόλυναν μεταπολεμικά τη διατήρησή της. Κυρίως όμως, ήταν ανάγκη να υπάρξει μια ένωση κρατών, μια «συνεννόηση ισχύος» που θα καθιστούσε στην ουσία αδύνατη την επανάληψη μιας καταστροφής σαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτήν την προσπάθεια οργάνωσης της διεθνούς κοινωνίας ο Wilson υποσχέθηκε πως η χώρα του θα συμμετάσχει. Σε πλήρη μεταστροφή από τη μέχρι τότε στάση τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση διαρκούς εμπλοκής στα διεθνή πράγματα, πέρα από την εξυπηρέτηση του εν στενή εννοία εθνικού τους συμφέροντος, με στόχο τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης. Ο Wilson επεδίωκε να φέρει τους εμπολέμους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δελεάζοντάς τους με κάτι μεγαλύτερο, πιο μόνιμο και πιο σημαντικό από την εξασφάλιση πλεονεκτημάτων από την τρέχουσα σύρραξη, αλλά και να ενθαρρύνει τους λαούς των αντιπάλων να ασκήσουν πίεση, με στόχο την ειρήνευση, στις κυβερνήσεις τους. Η προσπάθειά του και πάλι δεν είχε αποτέλεσμα. Η «ειρήνη χωρίς νίκη» δυσαρέστησε τους Βρετανούς, ενώ στη Γερμανία είχαν ήδη ληφθεί μοιραίες αποφάσεις για την κλιμάκωση της σύρραξης.
Ανήσυχοι για το αδιέξοδο των πολεμικών επιχειρήσεων και τα σημεία κόπωσης του γερμανικού λαού, χωρίς ορατή προοπτική στρατιωτικής νίκης, οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει την επανάληψη του χωρίς περιορισμούς υποβρυχιακού πολέμου. Η στρατιωτική ηγεσία, που ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στο Γερμανό Αυτοκράτορα, υποστήριξε ότι με την πρόσφατη προσθήκη πολλών, τεχνολογικά εξελιγμένων νέων υποβρυχίων στο στόλο της χώρας υπήρχε η δυνατότητα να στραγγαλιστεί ο Συμμαχικός ανεφοδιασμός και να οδηγηθούν σε ήττα οι Αγγλο-Γάλλοι, πριν η πολύ πιθανή παρέμβαση των Αμερικανών στο πλευρό τους τούς ενισχύσει αποτελεσματικά. Έτσι, στις 31 Ιανουαρίου ανακοινώθηκε επίσημα στους Αμερικανούς πως από την επόμενη ημέρα τα γερμανικά υποβρύχια θα βύθιζαν χωρίς προειδοποίηση όλα τα πλοία εμπολέμων ή ουδετέρων που θα εισέρχονταν στη γερμανική εμπόλεμη ζώνη, σε θαλάσσιες περιοχές γύρω από τις εχθρικές χώρες.
Μεγάλη ήταν η απογοήτευση του Wilson από την αλλαγή της Γερμανικής πολιτικής. Η μέχρι τότε στάση της χώρας του στο ζήτημα του υποβρυχιακού πολέμου υπαγόρευε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Γερμανία, πράγμα που ο Wilson ανακοίνωσε με ομιλία του στο Κογκρέσο στις 3 Φεβρουαρίου. Δεν ήταν όμως ακόμη διατεθειμένος να κηρύξει τον πόλεμο. Σε συνομιλία του με τον House και παρά την αντίθετη άποψη του έμπιστου συμβούλου του, ο Wilson δήλωσε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την πολεμική εμπλοκή της χώρας του.[9] Για αυτό και στην ομιλία του, έκανε λόγο για ειλικρινή φιλία ανάμεσα στον αμερικανικό και το γερμανικό λαό και την επιθυμία του για ειρηνικές σχέσεις με την κυβέρνηση που τον εκπροσωπούσε.
Μέχρι τα μέσα Μαρτίου όμως, τα γεγονότα τον είχαν οδηγήσει σε διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων. Με την επανάληψη του υποβρυχιακού πολέμου άρχισαν να βυθίζονται περισσότερα πλοία, συμπεριλαμβανομένων και αμερικανικών, με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Φοβούμενοι τα υποβρύχια οι Αμερικανοί πλοιοκτήτες άρχισαν να ματαιώνουν τον απόπλου των πλοίων τους. Τα εμπορεύματα άρχισαν να στοιβάζονται στα αμερικανικά λιμάνια και η αμερικανική οικονομία να απειλείται με κρίση. Στις 25 Φεβρουαρίου έφθασε στα χέρια του Wilson, από τους Βρετανούς που το είχαν υποκλέψει και αποκρυπτογραφήσει, τηλεγράφημα του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών, Alfred Zimmermann, με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου, προς τον Γερμανό πρέσβη στην Πόλη του Μεξικού. Με την επανάληψη του υποβρυχιακού πολέμου που είχε αποφασιστεί, ήταν πιθανό οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε ο Γερμανός πρέσβης να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στον πόλεμο του Μεξικού κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, με αντάλλαγμα μεγάλη οικονομική βοήθεια και την ανάκτηση πρώην μεξικανικών εδαφών στο Τέξας, το Νέο Μεξικό και την Αριζόνα.

Η κυβέρνηση του Μεξικού δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη γερμανική πρόταση. Το τηλεγράφημα Zimmermann όμως, βοήθησε στην εξέλιξη της σκέψης του Αμερικανού προέδρου. Η Γερμανία είχε όχι μόνον αποφασίσει την κλιμάκωση της σύρραξης ενώ ακόμη συζητούσε για ειρήνη με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά σχεδίαζε και μια «πισώπλατη μαχαιριά». Ο Wilson αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση του, ζητώντας την έγκριση του Κογκρέσου για τον πολεμικό εξοπλισμό των αμερικανικών εμπορικών πλοίων, που θα τους έδινε τη δυνατότητα ένοπλης αντίστασης κατά των γερμανικών υποβρυχίων. Μια μικρή ομάδα απομονωτιστών, κατά του πολέμου, Γερουσιαστών, εκμεταλλευόμενοι διαδικαστικές δυνατότητες δεν επέτρεψαν τη λήψη απόφασης. Με ένα νομικό ελιγμό ο Wilson τους αγνόησε και έδωσε εντολή στο πολεμικό ναυτικό να εξοπλίσει εμπορικά πλοία με πυροβόλα και να διαθέσει προσωπικό για την επάνδρωσή τους.
Στις 12 Μαρτίου, επανάσταση στη Ρωσία (που προηγήθηκε εκείνης των Μπολσεβίκων) οδήγησε στην κατάλυση του τσαρικού καθεστώτος. Ήταν τώρα ευκολότερο για τους Αμερικανούς να ταυτιστούν με τον αγώνα των Συμμάχων, των φιλελευθέρων δημοκρατιών της Γαλλίας και της Βρετανίας, που μάχονταν ενάντια στα καταπιεστικά και αυταρχικά καθεστώτα των Κεντρικών Δυνάμεων. Ο Wilson είδε την επανάσταση στη Ρωσία σαν ένα παλλιροϊκό κύμα φιλελευθερισμού που η αμερικανική συμμετοχή στον πόλεμο θα μπορούσε να βοηθήσει να επεκταθεί στη Γερμανία και στην Αυστρία. Δεν είχε όμως ακόμη πεισθεί αν έπρεπε να κάνει το μοιραίο βήμα. Στις 20 Μαρτίου συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο και ζήτησε τη γνώμη των μελών της κυβέρνησης. Ομόφωνα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου τάχθηκαν υπέρ του πολέμου. Ο ίδιος επιφυλάχθηκε να δεσμευτεί.

Στις 2 Απριλίου, σε κοινή συνεδρίαση της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από το Κογκρέσο την κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας. Στην ομιλία του επισήμανε πως μετά την επανάληψη του χωρίς περιορισμούς υποβρυχιακού πολέμου, που έπληττε τα αμερικανικά συμφέροντα, αποδείκνυε την ασυμβίβαστη σκληρότητα της Γερμανίας, αλλά και την αδυναμία συνεννόησης μαζί της, η χώρα του δεν είχε άλλη επιλογή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες όμως δεν επεδίωκαν «κατάκτηση και κυριαρχία», ούτε διάκειντο εχθρικά απέναντι στο γερμανικό λαό. Θα πολεμούσαν γιατί «ο κόσμος πρέπει να γίνει ασφαλής για τη δημοκρατία». Με την εξάλειψη του αυταρχισμού και την ενίσχυση των δημοκρατιών οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιτύγχαναν την εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης, γιατί οι λαοί της γης, όταν οι ίδιοι καθορίζουν την τύχη τους προτιμούν την ειρήνη και το σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας από τον πόλεμο και την επιθετική συμπεριφορά. Ο Wilson επανέλαβε τη δέσμευση της χώρας του να αναλάβει μεταπολεμικά ευθύνες για τη θεσμοποιημένη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης, μια εξαγγελία που δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής. Με την έγκριση του προεδρικού αιτήματος από το Κογκρέσο με μεγάλες πλειοψηφίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν εμπόλεμη χώρα στις 6 Απριλίου του 1917. Η κοινή γνώμη ήταν σύμφωνη με την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας. Από 68 εφημερίδες που εξετάστηκαν σε σχετική έρευνα, οι 67 ήταν υπέρ του πολέμου. Ο απάνθρωπος υποβρυχιακός πόλεμος, τα οικονομικά συμφέροντα, η Συμμαχική προπαγάνδα, το τηλεγράφημα Zimmermann που ο Wilson είχε δημοσιοποιήσει, η πολιτική τους ιδεολογία και για τους πιο ενημερωμένους οι γεωπολιτικές επιδιώξεις της Γερμνανίας, είχαν οδηγήσει τους Αμερικανούς στο συμπέρασμα ότι η επικράτηση των Κεντρικών Δυνάμεων θα τους έβλαπτε ηθικά, πολιτικά και οικονομικά. Λογικό λοιπόν βήμα αποτελούσε η εμπλοκή της χώρας τους στον πόλεμο για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης. Πολλοί πάλι, ήταν απλά ικανοποιημένοι με το τέλος της αβεβαιότητας και τη διασαφήνιση του ρόλου της χώρας τους στη μεγάλη διεθνή αναταραχή.

Ποιοι όμως ήταν τελικά οι λόγοι που οδήγησαν τον Πρόεδρο Wilson στη μοιραία απόφαση; Η ομιλία του στο Κογκρέσο στις 2 Ιουλίου αποτελεί έναν χρήσιμο οδηγό, ως πολιτικό κείμενο όμως, με πολιτικούς στόχους, δεν είναι επαρκής. Είναι ανάγκη να ανατρέξουμε στα γεγονότα, στα έγγραφα και στις συνομιλίες ενός πολύπλοκου χαρακτήρα, για να κατανοήσουμε τη σκέψη του. Η απόφαση του Wilson φαίνεται να αποτελεί συνδυασμό διαφόρων παραγόντων. Ένας από αυτούς ήταν η προστασία των δικαιωμάτων των ουδετέρων και ευρύτερα της διεθνούς νομιμότητας (η Γερμανία είχε εισβάλει στο Βέλγιο αν και είχε εγγυηθεί την εδαφική του ακεραιότητα) με ιδιαίτερο τρόπο όμως (ανοχή βρετανικών παρανομιών) που παραπέμπει στον επόμενο και άρρηκτα συνδεδεμένο με τον πρώτο λόγο: την προστασία των αμερικανικών εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων που πλήττονταν από τον γερμανικό υποβρυχιακό πόλεμο. Επιπλέον, ο Wilson συμμερίζονταν τις απόψεις των στενών συνεργατών του για την επιθετικότητα και την ιμπεριαλιστική διάθεση της Γερμανίας που αναπόφευκτα θα απειλούσε τόσο την ασφάλεια όσο και την προνομιούχο θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Δυτικό Ημισφαίριο. Αντίθετα, η υπάρχουσα κατάσταση και ιδιαίτερα η κατά θάλασσα κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, ευνοούσε τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, των οποίων τα κεκτημένα και οι διεκδικήσεις είχαν αναγνωριστεί και γινόταν σεβαστά από τη Μεγάλη αυτή Δύναμη. Για λόγους ιδεολογικούς επίσης, την προσήλωσή του στο φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία, ο Wilson απεύχονταν την επικράτηση των Γερμανών. Δεν πρέπει, τέλος, να υποτιμηθεί το όραμα του Wilson για τη ριζική αναμόρφωση της παγκόσμιας κοινωνίας και την εξάλειψη του πολέμου. Από το 1914 ο Wilson είχε δείξει ενδιαφέρον για κάποια μορφή διεθνούς συνεργασίας που θα βοηθούσε στην εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης και θα αντιμετώπιζε με συλλογική δράση όσους την απειλούσαν. Κατά την περίοδο της ουδετερότητας δεσμεύτηκε να πρωτοστατήσει η χώρα του σε μια τέτοια πρωτοβουλία και αναφέρθηκε στη δέσμευση αυτή σαν έναν από τους λόγους συμμετοχής της στον πόλεμο.
Ο Wilson ήθελε να χρησιμοποιήσει την ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών και το ρόλο τους στην πολεμική προσπάθεια για να δημιουργήσει έναν τέτοιο διεθνή οργανισμό και να αναγκάσει τις νικήτριες δυνάμεις να τον ακολουθήσουν. Ήταν ανάγκη λοιπόν, να συμμετάσχει στον πόλεμο και στη Διάσκεψη Ειρήνης που θα ακολουθούσε, όπου θα προωθούσε με τον καλύτερο τρόπο το μεγαλεπίβολο σχέδιό του αλλά και θα προστάτευε τα αμερικανικά συμφέροντα στα πλαίσια του μεταπολεμικού διεθνούς καθεστώτος.[10] Το όραμα λοιπόν μιας διαρκούς παγκόσμιας ειρήνης και ενός πολέμου που θα ήταν ο τελευταίος φαίνεται να επηρέασε αποφασιστικά τη σκέψη του ιδεαλιστή, ευσεβούς Αμερικανού προέδρου στο να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις του και να οδηγήσει τη χώρα του σε μια μεγάλη και αβέβαιη δοκιμασία. Αυτό προκύπτει και από την αταλάντευτη προσήλωση με την οποία ο Wilson επιδίωξε και πέτυχε την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών μετά το τέλος του πολέμου.

The Century: America’s Time – 1914-1919: Shell Shock
Βιβλιογραφία
- Ambrosius Lloyd,’’Wilsonian Statecraft’’, Scholarly Resources, Wilmington, DE 1991.
- Bass Herbert(ed.),’’America’s Entry into World War I. Submarines, Sentiment or Security’’, Holt, Rinehart and Winston, New York, 1964.
- Blake Nelson. Barck Oscar,’’ The United States in its World Relations’’, McGraw-Hill, New York, 1960.
- Clements Kendrick ‘’Woodrow Wilson.World Statesman’’, Ivan R. Dee, Chicago, Illinois, 1999.
- Doenecke Justus ‘’Nothing Less Than War’’, The University Press of Kentucky, Lexington, Kentucky 2011.
- Gilbert Martin,’’The First World War. A Complete History’’, Henry Holt and Company, N.York, 1994.
- Gregory Ross ‘’The Origins of American Intervention in the First World War’’ Norton, New York, 1971.
- Hunt Michael, “Crises in U.S. Foreign Policy”, Yale University Press, New Haven, 1996.
- Keene Jennifer ‘’ The United States and the First World War’’, Longman, New York, 2000.
- LaFeber Walter, “The American Age. United States Foreign Policy at Home and Abroad Since 1750.” Norton, New York, 1989.
- Link Arthur, ‘’Woodrow Wilson. Revolution, War and Peace’’, Harlan Davidson, Arlington Heights, Illinois, 1979.
- May Ernest, ‘’The World War and American Isolation:1914-1917’’, Harvard University Press, Cambridge, Mass.1959.
- Paterson T., Clifford J.G., Hagan K., ‘’American Foreign Relations vol. 2. Since 1895’’, Hougthon, Mifflin Co., New York, 2000.
- Smith Daniel M., “The Great Departure. The United States and World War I”. Alfred A. Knopf, New York, 1965.
- Stevenson David, ‘’The First World War and International Politics’’, Oxford University Press, New York 1991.
- Strachan Hew, ‘’The First World War. A New Illustrated History’’, Simon & Schuster, London, 2003.
- Zeman Z.A.B.,’’The Gentlemen Negotiators. A Diplomatic History of World War I’’, Macmillan, New York, 1971.
Παραπομπές
[1] Μέχρι και την έξοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο όμως, το 1917, οι αμυντικές τους δαπάνες ήταν πολύ περιορισμένες. Ο στρατός ξηράς αριθμούσε μόλις 100.000 άντρες.
[2] Σύμφωνα με τον Theodore Roosevelt ( πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, 1901-1909) η Γερμανία ήταν ‘’Η μόνη Δύναμη με την οποία υπάρχει εύλογη πιθανότητα ή ενδεχόμενο να συγκρουστούμε στο μέλλον’’, Simms Brendan ‘’Europe.The struggle for supremacy.1453 to the present.’’ Allen Lane, London, 2013, σ.273
[3] Hunt Michael, “Crises in U.S. Foreign Policy”, Yale University Press, New Haven, 1996, σσ. 26-27. Gregory Ross, “The Origins of American Intervention in the First World War” Norton & Company, New York, 1971, σσ. 44-45.
[4] Σε συνάντησή τους το Νοέμβριο του 1914, ο φίλος και σύμβουλος του προέδρου, Συνταγματάρχης House, διαπιστώνει την αδυναμία του Υπουργού Εξωτερικών να κατανοήσει τις ευρύτερες επιπτώσεις του Ευρωπαϊκού Πολέμου για το Διεθνές Σύστημα και ειδικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Μιλούσε τόσο αθώα όσο ο μικρός μου εγγονός», σχολιάζει. Smith Daniel M., “The Great Departure. The United States and World War I”. Alfred A. Knopf, New York, 1965, σ. 16.
[5] ο.π. σελ. 19.
[6] ο.π., σελ. 23.
[7] Hunt, σελ. 27.
[8] Με συνεχείς αναφορές του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1916, ο Βρετανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον ενημέρωνε τον Grey ότι ο Wilson θα έχανε οπωσδήποτε στις επερχόμενες εκλογές. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες του Wilson θα μπορούσαν να εγκαταλειφθούν από τον νέο πρόεδρο. Ήταν αβέβαιο επίσης αν το Κογκρέσο θα έδινε την συγκατάθεσή του για την κήρυξη του πολέμου, όπως απαιτούσε το αμερικανικό Σύνταγμα. Link Arthur, ‘’Woodrow Wilson. Revolution, War and Peace’’, Harlan Davidson, Arlington Heights, Illinois, 1979. σ.51
[9] Σε συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου επιβεβαίωσε επίσης ότι θα προτιμούσε ο πόλεμος να τελειώσει χωρίς νικητή. ο.π. σ.65
[10] Για παράδειγμα η ελευθερία της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου. Σε μυστική διάσκεψη στο Παρίσι το 1916, οι Σύμμαχοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μεταπολεμικά φραγμούς στην πρόσβαση των Αμερικανών στις διεθνείς αγορές, γιατί φοβούνταν τη μεγάλη τους ανταγωνιστικότητα. Ο Wilson είχε επίσης σχολιάσει ότι ήταν ανάγκη οι Ηνωμένες Πολιτείες να πολεμήσουν. Αλλιώς, όταν συνέρχονταν η Διάσκεψη Ειρήνης, θα έπρεπε να αρκεστούν «να φωνάζουν» προς τους συμμετέχοντες «από μια χαραμάδα της πόρτας». LaFeber Walter, “The American Age. United States Foreign Policy at Home and Abroad Since 1750.” Norton, New York, 1989. σ.σ. 275.279