Skip to main content

Ιωάννης Δ. Στεφανίδης: Το Δόγμα Truman και η Ελλάδα – Εβδομήντα χρόνια από τότε

Ιωάννης Δ. Στεφανίδης

 Το Δόγμα Truman και η Ελλάδα

Εβδομήντα χρόνια από τότε

Το ενδεχόμενο να επωμισθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες μέρος τουλάχιστον του βάρους, προκειμένου η Ελλάδα να παραμείνει στο φιλοδυτικό στρατόπεδο, σε μια περίοδο κατά την οποία χαράσσονταν ήδη οι διαχωριστικές γραμμές του Ψυχρού Πολέμου, σταθερά κέρδιζε έδαφος μεταξύ των ιθυνόντων κύκλων στην Ουάσιγκτον στη διάρκεια του 1946. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, ιδίως στους κόλπους του State Department, αναγνώριζαν πλέον τη στρατηγική σπουδαιότητα της Ανατολικής Μεσογείου και της πλούσιας σε πετρελαϊκά κοιτάσματα Μέσης Ανατολής για την ασφάλεια και την οικονομική ευρωστία των Ηνωμένων Πολιτειών και των Eυρωπαίων συμμάχων τους. Προηγουμένως, είχαν επαναπαυθεί σε μεγάλο βαθμό στην εκεί βρετανική πρωτοκαθεδρία. Όμως, η ικανότητα της Βρετανίας να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Δύσης σταθερά μειωνόταν. Επίσης, καθώς η συμμαχία των δυτικών με τον Στάλιν ανήκε πλέον στο παρελθόν, οι Aμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να διακρίνουν πίσω από τις κινήσεις των Σοβιετικών στην περιοχή απειλητικά σχέδια επέκτασης. Η αμερικανική συμβολή γινόταν πλέον απαραίτητη για την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων. Οι Βρετανοί επιζητούσαν μια τέτοια εξέλιξη, καθώς συνειδητοποιούσαν πλέον τα όρια της δικής τους ισχύος. Επιθυμούσαν προφανώς να εξασφαλίσουν μια αμερικανική δέσμευση προς τις χώρες που βρίσκονταν στις βόρειες παρυφές της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ιράν, που συνιστούσαν αυτό που στη αμερικανική διπλωματική και στρατιωτική ορολογία ονομάστηκε τότε «βόρειο διάζωμα» (northern tier). Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαν να επικεντρώσουν τις φθίνουσες δυνάμεις τους στη διασφάλιση των συμφερόντων τους στα αραβικά κράτη, ιδίως στην Αίγυπτο. Η κρίση στις τουρκοσοβιετικές σχέσεις και η εσωτερική ελληνική κρίση φαινόταν να προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για την εκμαίευση της αμερικανικής ανάμιξης στην περιοχή.

Στις αρχές του 1946, και έπειτα από την αντιπαράθεση με τους πρώην συμμάχους τους για το βόρειο Ιράν (νότιο Αζερμπαϊτζάν), οι Σοβιετικοί άσκησαν πίεση στην Τουρκία διεκδικώντας ρόλο στη φύλαξη των Στενών. Στις 15 Αυγούστου, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να αντιταχθεί στη σοβιετική επιθετικότητα εναντίον της Τουρκίας «με κάθε διαθέσιμο μέσο». Εκτός από τη μόνιμη παρουσία αμερικανικής ναυτικής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο, τα μέσα στήριξης της Τουρκίας, τα οποία είχαν κατά νου οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής, ήταν κατεξοχήν οικονομικά. Όπως υποστήριζε και ο Clark Clifford, ειδικός σύμβουλος του προέδρου Truman, σε εισήγησή του για τις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις, «η ισχυρή οικονομική υποστήριξη αποτελεί πιο αποτελεσματικό (περισσότερο από τη στρατιωτική υποστήριξη) φραγμό έναντι του κομμουνισμού».

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τόσο στη διάρκεια του πολέμου όσο και στην πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο, το State Department και Aμερικανοί απεσταλμένοι στη χώρα είχαν σταθεί μάλλον επικριτικοί απέναντι στη βρετανική επέμβαση. Παρ’ όλα αυτά, καθώς οι σχέσεις τους με τη Μόσχα εισήλθαν σε περίοδο όξυνσης, οι Αμερικανοί άρχισαν σταδιακά να συμπλέουν με τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα. Είχαν ήδη λάβει μέρος στην επιτροπή παρατηρητών για τις ελληνικές εκλογές και είχαν ενισχύσει οικονομικά την ελληνική κυβέρνηση μέσω της Υπηρεσίας Αποκατάστασης και Αρωγής των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA) και της Τράπεζας Εισαγωγών-Εξαγωγών. Τα αποτελέσματα, βεβαίως, των ελληνικών εκλογών του Μαρτίου είχαν απογοητεύσει την Ουάσιγκτον. Οι Αμερικανοί, όπως και οι Βρετανοί, άλλωστε, θα προτιμούσαν μια μετριοπαθή κυβέρνηση. Το μόνο που τους απέμενε ήταν να συμβουλεύσουν τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη να διευρύνει το κυβερνητικό σχήμα με φιλελεύθερα στοιχεία. Η ακραία δεξιά πολιτική της κυβέρνησης Τσαλδάρη στα εσωτερικά ζητήματα και η εμμονή της σε μάλλον άτοπες εδαφικές διεκδικήσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι δοκίμαζαν την ανεκτικότητα των Αμερικανών ιθυνόντων. Όμως, καθώς έτειναν να αποδεχτούν την κρισιμότητα της κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή, οι ίδιοι αξιωματούχοι άρχισαν να ερμηνεύουν τα προβλήματα της Ελλάδας μέσα στο πλαίσιο του εικαζόμενου σοβιετικού επεκτατισμού.

Τον Οκτώβριο του 1946, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών James Byrnes αποκάλυψε στον Βρετανό πρώτο λόρδο του Ναυαρχείου Albert Alexander ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απέδιδαν ιδιαίτερη στρατηγική αξία σε Ελλάδας και Τουρκία ως τα «μοναδικά εμπόδια» απέναντι σε περαιτέρω σοβιετική επέκταση στην περιοχή· εξέταζαν δε τη δυνατότητα να παράσχουν οικονομική ενίσχυση στις δύο αυτές χώρες. Οι Βρετανοί, πρόσθεσε ο Byrnes, θα συνέχιζαν να προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια. Δύο μήνες αργότερα, έφθασε στην Ελλάδα αποστολή υπό τον Paul Porter για να εκτιμήσει τις οικονομικές ανάγκες της χώρας. Πλέον, η Ουάσιγκτον έμοιαζε να προεξοφλεί την ανάληψη της ευθύνης για την οικονομική, τουλάχιστον, πτυχή του ελληνικού προβλήματος. Όπως παρατήρησε ο Αμερικανός ιστορικός Bruce Kuniholm, στις αρχές του 1947 «η δέσμευση της αμερικανικής κυβέρνησης έναντι της Ελλάδος … ήταν σαφής, αν και ανεπαρκής».

Κατά τους επόμενους μήνες, η κλιμάκωση της δράσης των κομμουνιστών ανταρτών και των κατασταλτικών μέτρων, αφενός, και η αβεβαιότητα για τη συνέχιση της βρετανικής παρουσίας, αφετέρου, ώθησαν το State Department να εντείνει την ενασχόλησή του με τα ελληνικά πράγματα. Στις 21 Φεβρουαρίου 1947, η βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον επέδωσε στο State Department διακοίνωση, με την οποία γνωστοποιούσε την απόφαση του Λονδίνου να διακόψει κάθε οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία έως τις 31 Μαρτίου. Οι Βρετανοί επίσης εξέφραζαν την ελπίδα ότι θα δινόταν αμερικανική βοήθεια «σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καλύπτει το ελάχιστο των (ελληνικών) αναγκών, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο». Καθώς το βρετανικό μήνυμα διαβιβαζόταν, ο Loy Henderson, διευθυντής του Γραφείου Υποθέσεων Εγγύς Ανατολής στο State Department, σε υπόμνημά του προς τον νέο υπουργό Εξωτερικών George Marshall έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου: Εάν η Ελλάδα γινόταν κομμουνιστική, προειδοποιούσε, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διακινδύνευαν «την απώλεια ολόκληρης της Εγγύς και Μέσης Ανατολής». Για τους λόγους αυτούς, ο Henderson ζητούσε «επείγουσα και άμεση στήριξη» της Ελλάδας.

Όπως ήταν αναμενόμενο, την επίδοση της βρετανικής διακοίνωσης της 21ης Φεβρουαρίου ακολούθησε έντονη κινητικότητα στο State Department, τον Λευκό Οίκο και το Καπιτώλιο. Η κυβέρνηση του προέδρου Harry Truman όφειλε να εξασφαλίσει εκ των προτέρων τη συναίνεση διαφόρων ισχυρών παραγόντων της δημόσιας ζωής σε μια αποφασιστική καμπή της αμερικανικής ιστορίας. Επρόκειτο, ούτε λίγο ούτε πολύ, για την ανάληψη δράσης εν καιρώ ειρήνης σε περιοχή πέραν του δυτικού ημισφαιρίου η οποία ενείχε τον κίνδυνο ακόμα και στρατιωτικής εμπλοκής, αν τα οικονομικά και διπλωματικά αποδεικνύονταν ανεπαρκή. Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο, επομένως ήταν απαραίτητη η έγκριση του Κογκρέσου για το οικονομικό σκέλος της σκοπούμενης πολιτικής. Έτσι, σε μια εποχή κατά την οποία πολλά μέλη της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στο Καπιτώλιο ενέμεναν σε μια πολιτική περικοπών στις κυβερνητικές δαπάνες, αν δεν ζητούσαν και επιστροφή στο δόγμα του απομονωτισμού, η προσπάθεια να μεταπειστούν και να αποδεχθούν το βάρος της αμερικανικής ανάμιξης στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ευρώπης δεν ήταν απλή υπόθεση.

by Elliott & Fry, vintage print, 1950
Ο Υφυπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α, Dean Acheson

Αμέσως μόλις η μορφή και οι όροι της βοήθειας προς την Ελλάδα διευκρινίστηκαν, στις 28 Φεβρουαρίου 1947 επιδόθηκε στον Έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον έγγραφο, το οποίο επρόκειτο να εμφανιστεί ως επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για παροχή αμερικανικής βοήθειας. Με τον τρόπο αυτό συμπληρώθηκε η εικόνα της απεγνωσμένης έκκλησης για αρωγή εκ μέρους δύο συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών (και) κατά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Ταυτόχρονα, κυβερνητικά στελέχη άρχισαν να προσεγγίζουν μέλη του Κογκρέσου, εκδότες, ηγέτες συνδικάτων, και επιχειρηματίες με επιρροή, και να τους κατηχούν σχετικά με την ανάγκη βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Υπεραμυνόμενος της πρωτοβουλίας της κυβέρνησης ενώπιον των ηγετών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο υφυπουργός Εξωτερικών Dean Acheson υποστήριξε ότι σε περίπτωση επικράτησης του κομμουνισμού στην Ελλάδα, την οποία χαρακτήρισε «επικείμενη», θα «μολύνονταν» και άλλες χώρες της περιοχής, «όπως ένα σάπιο μήλο μολύνει τα υπόλοιπα μέσα σε ένα βαρέλι». Επρόκειτο για μια πρώιμη, ελαφρώς διαφοροποιημένη, εκδοχή της μεταφοράς της πτώσης των «ντόμινο» (domino effect) που θα χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι θιασώτες αμερικανικών επεμβάσεων και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, ανιχνεύοντας ακόμα τις διαθέσεις του Κογκρέσου, η κυβέρνηση Truman όφειλε να αποφύγει να δώσει την εντύπωση ότι επιδίωκε οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν την ανάσχεση του κομμουνισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το υπό έγκριση πρόγραμμα βοήθειας, τόνισε ο Acheson, δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως μια ενέργεια των Αμερικανών με σκοπό «να βγάλουν τα βρετανικά κάστανα από τη φωτιά», αλλά ως ένδειξη ότι η ίδια η ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών βρισκόταν σε κίνδυνο.

Αυτού του τύπου η επιχειρηματολογία, η οποία τόνιζε την «προσταγή της ασφάλειας», αποδείχτηκε αρκετά αποτελεσματική. Ωστόσο, για λόγους απήχησης στην αμερικανική κοινή γνώμη, η κυβέρνηση Truman επέλεξε να εξαγγείλει τη νέα πολιτική της με έναν ιδεολογικά χρωματισμένο και κάπως βαρύγδουπο δημόσιο λόγο. Έτσι, εμφανιζόμενος ενώπιον του Κογκρέσου, στις 12 Μαρτίου 1947, ο πρόεδρος διακήρυξε την απόφαση της κυβέρνησής του να ενισχύσει την Ελλάδα και την Τουρκία με μια φράση που έμεινε διάσημη για τη ρητορεία της: «Θα πρέπει να αποτελέσει πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών η υποστήριξη ελεύθερων λαών, οι οποίοι αντιστέκονται σε απόπειρες υποδούλωσής τους από ένοπλες μειοψηφίες ή από εξωτερικές πιέσεις». Έχει επαρκώς τεκμηριωθεί από ιστορικούς ότι η σοβιετική απειλή κατά τη δεδομένη στιγμή είχε εσκεμμένα υπερτονισθεί στο αμερικανικό κοινό. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι, ενόψει της βρετανικής αναδίπλωσης, η «αμερικανική κυβέρνηση αντιδρούσε με μια μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων στη Μέση Ανατολή». Επιπλέον, η διακήρυξη που έμεινε στην Ιστορία ως «δόγμα Truman» υπήρξε εντέλει ασαφής σχετικά με τα όρια της αμερικανικής παρέμβασης. Διατυπωμένο με όρους γενικής εφαρμογής, το εναρκτήριο σάλπισμα της αμερικανικής πολιτικής της ανάσχεσης (containment) χαρακτηριζόταν από σκόπιμη ασάφεια, με την ελπίδα ότι έτσι θα λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που έτρεφε όνειρα παγκόσμιας ηγεμονίας.

Ο λόγος του Truman ενώπιον του Κογκρέσου, 12 Μαρτίου 1947

Στο Κογκρέσο διατυπώθηκαν ενστάσεις για το ενδεχόμενο οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στην αντιμετώπιση σειράς διενέξεων ανά την υφήλιο, έργο για το οποίο ορισμένα μέλη του θεωρούσαν αρμόδιο τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Το γεγονός ήταν, όμως, ότι ένας διεθνής οργανισμός που λειτουργούσε με βάση την αρχή της ομοφωνίας και στον οποίον η Σοβιετική Ένωση διέθετε δικαίωμα βέτο των αποφάσεών του, δεν ήταν αρμόδιος ούτε κατάλληλος να υπερασπιστεί τα συμφέροντα ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Δύο μήνες αργότερα, το Κογκρέσο ενέκρινε τον νόμο «περί χορηγήσεως βοηθείας στην Ελλάδα και την Τουρκία» με πλειοψηφία τρία προς ένα. Ο νόμος προέβλεπε συνολική βοήθεια ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων. Από αυτά, η Ελλάδα θα λάμβανε 300 εκατομμύρια δολάρια: 149 εκατομμύρια σε στρατιωτική βοήθεια, 146,5 εκατομμύρια σε οικονομική αρωγή, και η διαφορά θα δεσμευόταν για τις διαχειριστικές δαπάνες του προγράμματος. το πρόγραμμα θα έληγε στις 30 Ιουνίου 1948. Αν και τα προοριζόμενα για στρατιωτικούς σκοπούς υπερέβαιναν κατά τι εκείνα που σχετίζονταν με το οικονομικό σκέλος της βοήθειας, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ανασυγκρότηση και στην αποκατάσταση τομέων της οικονομίας που είχαν πληγεί από τον πόλεμο.

p.txt
Το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη, 13 Μαρτίου 1947

Οι όροι της διάθεσης της βοήθειας σε εφαρμογή του «δόγματος Truman» προσδιορίστηκαν με δύο συμφωνίες, οι οποίες υπογράφηκαν στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1947. Η πρώτη συμφωνία, «περί βοηθείας προς την Ελλάδα», υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου από τον αντιπρόεδρο, πλέον, της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών Τσαλδάρη και τον Αμερικανό πρεσβευτή Lincoln MacVeagh. Η συμφωνία ενσωμάτωνε μονομερή διακοίνωση της Αθήνας προς την Ουάσιγκτον, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1947, με βάση την οποία η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε τη χορήγηση βοήθειας, καθώς και τη διάθεση ειδικής αποστολής που θα αναλάμβανε να επιβλέψει την αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος βοήθειας και να συμμετάσχει στον σχεδιασμό της συνολικής οικονομικής πολιτικής της χώρας. Χαρακτηριστικά, η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε την πρόθεσή της «να συμβουλεύεται την (αμερικανική) Αποστολή πριν λάβει οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο που μπορεί να επηρεάσει την επιτυχία του προγράμματος αμερικανικής βοήθειας».

7
Ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών Lincoln MacVeagh ετοιμάζεται να υπογράψει την ελληνοαμερικανική συμφωνία βοήθειας στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 1947. Δίπλα του ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Τσαλδάρης. (Αρχείο Τριανταφύλλου – Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ)

Η υλοποίηση του προγράμματος ανατέθηκε στην Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας προς την Ελλάδα (AMAG). Όπως προέβλεπε η συμφωνία της 20ής Ιουνίου, ο αρχηγός της Αποστολής ήταν εκείνος που αποφάσιζε, τυπικά ύστερα από συνεννόηση με τους Έλληνες αξιωματούχους, «τους όρους και συνθήκας υφ’ ους η ειδικώς καθοριζομένη βοήθεια θα χορηγείται από καιρού εις καιρόν». Επιπλέον, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών διατηρούσε το δικαίωμα να «παύσει» τη βοήθεια, εφόσον έκρινε ότι η ελληνική πλευρά είχε αποτύχει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που θα εξασφάλιζαν την αποτελεσματική χρήση της. Η συμφωνία και ο κυρωτικός της νόμος 763 δημοσιεύτηκαν με σημαντική καθυστέρηση, μόλις στις 2 Ιουνίου του 1948, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η συμφωνία της 20ής Ιουνίου εξακολούθησε να ισχύει και μετά τη σύναψη, στις 2 Ιουλίου 1948, της Συμφωνίας Οικονομικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών, με βάση την οποία η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης, που έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο Marshall». Η δεύτερη συμφωνία «περί βοηθείας περιθάλψεως» της 8ης Ιουλίου 1947 παρείχε ελευθερία κινήσεων στο αμερικανικό προσωπικό που θα επιφορτιζόταν με την εκτέλεση του προγράμματος βοήθειας. Προς τον σκοπό αυτό, η Ελλάδα παραχώρησε διευκολύνσεις που επέτρεπαν την ελεύθερη διέλευση μεταγωγικών αεροσκαφών και ατελή χρήση των ελληνικών στρατιωτικών αεροδρομίων και υπηρεσιών επικοινωνίας από τις ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ίδια συμφωνία προέβλεπε την πλήρη εξαίρεση του εισερχόμενου υλικού από τέλη και δασμούς, καθώς και την ετεροδικία του αμερικανικού προσωπικού. Η τελευταία αυτή ρύθμιση, που τέθηκε σε εφαρμογή με το νομοθετικό διάταγμα 694 της 7-8 Μαΐου 1948, εξασφάλιζε στον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό Αμερικανών στην Ελλάδα καθεστώς προνομίων και ασυλίας που, υπό ομαλές συνθήκες, απολαμβάνουν μόνον οι διπλωμάτες. Από την άποψη αυτή, αποτέλεσε προηγούμενο για ανάλογες ρυθμίσεις που συμπεριλήφθηκαν στην ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, το 1953.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο οι δύο συμφωνίες όσο και η μονομερής ελληνική διακοίνωση είχαν συνταχθεί από την αρμόδια υπηρεσία του State Department. Με αυτές, η ελληνική κυβέρνηση παραιτήθηκε πρόσκαιρα από τη δυνατότητα να λαμβάνει οποιαδήποτε σημαντική απόφαση στον τομέα της ανασυγκρότησης χωρίς τη συγκατάθεση της αμερικανικής Αποστολής. Η οικονομική αυτή κηδεμονία αφενός περιέστειλε τα περιθώρια κακοδιαχείρισης και πελατειακών παρεμβάσεων στη διάθεση των κονδυλίων εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής τάξης, Από την άλλη, διευκόλυνε την αποτελεσματική άσκηση επιρροής εκ μέρους των Αμερικανών όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο. Επιπλέον, η δημιουργία ενός πολυάνθρωπου και ισχυρού πόλου επιρροής, της AMAG, δημιούργησε σύγχυση αρμοδιοτήτων και τριβές στις σχέσεις της Αποστολής με την Πρεσβεία. Επιχειρώντας να οριοθετήσει τη δικαιοδοσία του Aμερικανού πρεσβευτή από εκείνη του διευθυντή της Αποστολής, το State Department έκρινε ότι στην πρώτη ανήκαν θέματα όπως τυχόν μεταβολές στην ελληνική κυβέρνηση ή στην ανώτατη ηγεσία και στην αριθμητική δύναμη του στρατεύματος, οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας, καθώς και όλα τα μείζονα θέματα της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα συνεχίστηκαν, προκαλώντας την ανάκληση του MacVeagh και συχνές μεταβολές στην ηγεσία της Αποστολής.

Ο διάσημος αμερικανός ηθοποιός Κερκ Ντάγκλας μοιράζει δώρα σε παιδιά της ελληνικής υπαίθρου
To star system στην υπηρεσία της πολιτικής. Ο ηθοποιός Kirk Douglas μοιράζει τρόφιμα σε  ελληνόπουλα

Καταρχήν, ο κύριος ρόλος της Αποστολής ήταν να εξασφαλίζει τον αναγκαίο συντονισμό στη χρήση των αμερικανικών κονδυλίων. Στο πλαίσιο αυτό, είχε το δικαίωμα να ασκεί εξονυχιστικό έλεγχο στον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1948-52 βασίζονταν στο δραχμικό ισόποσο της βοήθειας για να καλύπτουν τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Την ίδια περίοδο, η αποστολή διατήρησε κατ’ ουσίαν την κύρια ευθύνη για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της οικονομικής ανασυγκρότησης. Οποιαδήποτε διάθεση πόρων σε κάποιον τομέα οικονομικής δραστηριότητας απαιτούσε τη σύναψη επίσημης συμφωνίας συνεργασίας. Μεμονωμένα έργα αποτελούσαν επίσης αντικείμενο συμφωνιών που εξειδίκευαν το αντικείμενο, τις προθέσεις, τους όρους, τη διαχειριστική διαδικασία, και τους απαιτούμενους πόρους. Αμερικανοί σύμβουλοι τοποθετήθηκαν σε διάφορα ελληνικά υπουργεία και υπηρεσίες, όπως η Νομισματική Επιτροπή και η Διεύθυνση Εξωτερικού Εμπορίου. Σε επιστολή του προς τον πρεσβευτή Henry Grady, στις 7 Σεπτεμβρίου 1949, ο διευθυντής της Αποστολής ομολογούσε πως η αμερικανική ανάμειξη δεν περιοριζόταν στη διαμόρφωση αρχών ή κατευθύνσεων για την ακολουθητέα πολιτική· επεκτεινόταν επίσης σε καθημερινά ζητήματα, καθώς μέλη ή τμήματα της αποστολής λάμβαναν μονομερώς αποφάσεις «για μικρές λεπτομέρειες» της κυβερνητικής πολιτικής, τις οποίες ανακοίνωναν στους «όλο και πιο ανίσχυρους Έλληνες υπουργούς και τους υφισταμένους των». H κωλυσιεργία, συνέχιζε, αποτελούσε τη μόνη οδό για τους Έλληνες, αν ήθελαν να επηρεάσουν την πορεία των δικών τους υποθέσεων. Ομάδα Αμερικανών οικονομικών επιθεωρητών που επισκέφτηκε την Ελλάδα στις αρχές του 1952 θεώρησε εξαιρετικά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στις αρμοδιότητες κυβέρνησης και Αποστολής. «Κάθε βήμα στο οικονομικό πεδίο», σημείωνε, «απαιτεί τη συγκατάθεση ενός ή περισσότερων Αμερικανών». Η ίδια ομάδα αναγνώριζε ότι η επέμβαση του «αμερικανικού στοιχείου», ειδικά όταν εισερχόταν στην αρένα της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης, έτεινε να υπονομεύει τη σταθερότητα και να μειώνει την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κυβέρνησης.

Πειραιάς, 16 Δεκεμβρίου 1948. Ο βασιλιάς Παύλος
Πειραιάς, 16 Δεκεμβρίου 1948. Ο βασιλιάς Παύλος αποκαλύπτει αναμνηστική μαρμάρινη πλάκα στο λιμάνι της πόλης, προς τιμήν του Αμερικανού προέδρου Harry Truman

 

Φυσικά υπήρχε και η άλλη όψη του νομίσματος: Έλληνες αξιωματούχοι εμφανίζονταν συχνά να αποδέχονται πρόθυμα τις αμερικανικές προτάσεις, αν και στην πράξη όμως, όπως παραδέχτηκε ένας υπουργός, «έκαναν ό,τι ήθελαν ή ό,τι μπορούσε να γίνει», τροφοδοτώντας έτσι την καχυποψία των Αμερικανών. Πέρα από τη δεινή οικονομική κατάσταση και τις αμέτρητες ανάγκες της χώρας, το αμερικανικό πρόγραμμα βοήθειας όφειλε να συνυπολογίσει τη σοβαρή ανεπάρκεια του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Αμερικανοί αξιωματούχοι έκαναν λόγο για τις «ανατολίτικες μεθόδους» της ελληνικής διοίκησης και την «ικανότητά» της να παρακωλύει την εκτέλεση οποιουδήποτε προγράμματος μέσω «αποσπασματικής ή καθυστερημένης δράσης». Διαπίστωναν ακόμη μέχρι ποιο βαθμό το (ήδη τότε) υπεράριθμο και κακοπληρωμένο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης ήταν εκτεθειμένο στις επιρροές εγχώριων οικονομικών κύκλων. Περισσότερο απροκάλυπτα, ο Dwight Griswold, αρχηγός της AMAG στα 1947-8, δήλωνε ότι «το λάδωμα πρέπει να γίνει αποδεκτό ως μέρος του συστήματος». Σε ό,τι αφορούσε τα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια, ήταν εμφανής στους παρατηρητές η διαπλοκή ή ακόμη και η ταύτιση συμφερόντων με τους ισχυρούς παράγοντες της οικονομικής ζωής.

Τέλος, το «σφιχτό» πλαίσιο ελέγχου που επιβλήθηκε στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό μέσω των συμφωνιών του 1947 υπαγορεύτηκε εν μέρει και από την ανάγκη να πειστεί το Κογκρέσο να εγκρίνει τους αναγκαίους πόρους, και την ανάλογη επιβάρυνση για τον Αμερικανό φορολογούμενο, προκειμένου να στηριχτεί η κυβέρνηση και το κοινωνικό καθεστώς σε μια μικρή, μακρινή χώρα – στον βαθμό, ασφαλώς, που αυτό εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών.

picture-5434-1375690185
Ο Ιωάννης Δ. Στεφανίδης είναι Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική  Σχολή του Α.Π.Θ.

 

 H μηχανή του Xρόνου – Το σχέδιο Τρούμαν