Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Η κατάρρευση του ελληνικού κράτους στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη γερμανική επίθεση και η κατάληψη των Αθηνών (Απρίλιος 1941)
Την 18η Απριλίου 1941, αυτοκτόνησε (κατά την κρατούσα εκδοχή) ο πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Κορυζής. [1] Το θλιβερό αυτό γεγονός προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση αλλά ταυτόχρονα ανέδειξε ξεκάθαρα το μείζον πολιτικό πρόβλημα, το οποίο είχε δημιουργηθεί μετά τον θάνατο του Μεταξά. Ο έντιμος, συνετός και πράος Κορυζής είχε έναν μάλλον διακοσμητικό ρόλο στη διακυβέρνηση καθώς τα ηνία της χώρας είχαν αναλάβει ουσιαστικά ο ίδιος ο Βασιλεύς, με τη βοήθεια των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου (ιδίως του Μανιαδάκη) και του Αρχιστράτηγου Αλεξάνδρου Παπάγου. Παρασκηνιακά, βαρύνοντα λόγο στις εξελίξεις είχαν οι Βρετανοί. Δύο ώρες μετά τον θάνατο του Κορυζή, ο Βασιλεύς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον πρώην υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης Κωνσταντίνο Κοτζιά. Σημειωτέον ότι αυτός ήταν γενικός διοικητής Θράκης κατά την περίοδο εκείνη. Ο τελευταίος άρχισε επαφές για τον σχηματισμό της κυβερνήσεως, στην οποία θα προήδρευε ο Βασιλεύς και ο ίδιος θα διατηρούσε το αξίωμα του αντιπροέδρου. Δέχθηκαν να συμμετάσχουν ο Αντιναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, o εκδότης της εφημερίδος «Εστία» Αχιλλεύς Κύρου καθώς και οι Αριστείδης Δημητράτος, Ηλίας Κριμπάς και Ανδρέας Μιχαλόπουλος. Ο Κοτζιάς είχε τη φήμη του γερμανόφιλου, ως εκ τούτου οι Βρετανοί, μέσω του πανίσχυρου πρεσβευτή τους στην Αθήνα Σερ Μάϊκλ Πάλαιρετ (Sir Michael Palairet), εξέφρασαν εξ αρχής τη διαφωνία τους για την επιλογή του. Ο Γεώργιος, όμως, επέμεινε στην επιλογή του και παρουσίασε τον Κοτζιά στον δύσθυμο Πάλαιρετ. Ο τελευταίος τον συνεχάρη αλλά έσπευσε να του τονίσει ότι υπήρχαν αμφιβολίες για το πρόσωπό του. Ο εντολοδόχος αντιπρόεδρος του απάντησε ότι δεν τον ενδιέφεραν οι αμφιβολίες γιατί και ο ίδιος είχε αμφιβολίες για τη βρετανική κυβέρνηση! Η θαρραλέα απάντηση του Κοτζιά προξένησε τρομερή εντύπωση στον προκλητικό Πάλαιρετ, η συμπεριφορά του οποίου είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις στην πρωτεύουσα. Ως εκ τούτου, ποιών την ανάγκη φιλοτιμίαν, o τελευταίος έσφιξε το χέρι του Κοτζιά. Αμέσως μετά, όμως, του ζήτησε τον κατάλογο με τα ονόματα των νέων μελών της κυβερνήσεως. Ο Κοτζιάς εξεμάνη και του απήντησε : «Αυτό ποτέ! Δεν θυσιάσθηκε και θυσιάζεται η Ελλάς δια να υποβάλει τους καταλόγους των υπουργών της εις ξένον πρέσβην όσον σύμμαχος και φίλη και αν είναι η χώρα του». Κατέστη πλέον φανερόν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ Κοτζιά και Πάλαιρετ με αποτέλεσμα ο πρώτος να υποβάλει την παραίτησή του στον Βασιλέα για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση.

Ο Γεώργιος ξεκίνησε έναν γύρο διερευνητικών επαφών και τελικώς κατέληξε στον απόστρατο αντιστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν. Επρόκειτο για μία έξοχη επιλογή καθώς ο εντολοδόχος ήταν μετριοπαθής βενιζελικός, ο οποίος, όμως, έχαιρε ευρυτέρας εκτιμήσεως. Εθεωρείτο έμπειρος και καλός αξιωματικός και ήταν από τους πρώτους ακαδημαϊκούς. Ο τελευταίος αξίωσε να ενημερωθεί επί της στρατιωτικής καταστάσεως και το πρωΐ του Πάσχα (20η Απριλίου) συγκάλεσε σύσκεψη, παρουσία του Κων. Βαρβαρέσσου (Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος), των αποστράτων αξιωματικών Θεοδ. Μανέτα και Δημ. Νότη Μπότσαρη, του Στ. Παπαφράγκου (συνταξιούχου δικαστικού) και του Ιωαν. Πολίτη (τέως πρεσβευτή στη Ρώμη). Όλοι αυτοί είχαν δεχθεί να συμμετάσχουν στη νέα κυβέρνηση. Όταν, όμως, ο Μαζαράκης τους περιέγραψε την τραγική στρατιωτική κατάσταση, ορισμένοι θεώρησαν ότι ουδείς λόγος συνέτρεχε πλέον για τον σχηματισμό κυβερνήσεως. Την άποψη συμμερίστηκαν και οι υπόλοιποι παριστάμενοι, παρασύροντας και τον Μαζαράκη, ο οποίος κατέθεσε την εντολή. Ο Πάλαιρετ τον επίεσε, τονίζοντάς του ότι ήταν επιτακτική ανάγκη ο σχηματισμός κυβερνήσεως «δια την ασφάλειαν των Βρετανών στρατιωτών». Ο Μαζαράκης, όμως, ήταν αμετάπιστος και δήλωσε στον Βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ευχαριστώ δια την τιμήν, αλλά καταθέτω την εντολήν, διότι δεν επιθυμώ να αναλάβω τις ευθύνες μίας ήττας και να γίνω ο νεκροθάπτης της Ελλάδος».
Ο Βασιλεύς βρέθηκε εκ νέου προ αδιεξόδου. Ήταν το πρωΐ του Πάσχα και η χώρα ευρίσκετο κυριολεκτικά επί του σταυρού. Προ της λήψεως της οιασδήποτε αποφάσεως, σκέφτηκε να μεταβεί στους στρατώνες για να ευχηθεί στους αξιωματικούς και τους οπλίτες, ο οποίοι μαζί με τους τραυματίες θα τιμούσαν κατά τον πατροπαράδοτο τρόπο τη μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας. Πράγματι, πήγε στους στρατώνες, όπου επικρατούσε βαρύ κλίμα. Η παρουσία, όμως, του Βασιλέα άρχισε να μεταβάλει την ατμόσφαιρα, καθώς όλοι υπέθεσαν ότι εάν η κατάσταση ήταν όντως τραγική, εκείνος δεν θα μετέβαινε στους στρατώνες. Σιγά-σιγά, άρχιζαν να τον περιτριγυρίζουν αξιωματικοί αλλά και οπλίτες, οι οποίοι ρωτούσαν περί της στρατιωτικής καταστάσεως. Εκείνος κατέβαλε προσπάθεια να τους εμψυχώσει. Σύντομα, αυτό κατέστη περιττό διότι όλοι τους τάσσονταν υπέρ της συνέχισης του αγώνα και του εξέφραζαν την πίστη τους στην τελική νίκη. Χαρακτηριστική ήταν η συμπεριφορά των τραυματιών, οι οποίοι των διαβεβαίωναν ότι θα πήγαιναν και πάλι στο μέτωπο αμέσως μετά την αποθεραπεία τους. Σύντομα, «ο πάγος έσπασε», το πρωτόκολλο καταργήθηκε και δεκάδες αξιωματικοί και οπλίτες έτρεχαν να του σφίξουν το χέρι, λέγοντας του «κουράγιο βασιλιά μας και θα τους φάμε στο τέλος», «πάρτε μας μαζί σου βασιλιά, όπου κι αν πας» [2] κ.ο.κ.. Ο Γεώργιος προσπαθούσε με δυσκολία να κρύψει τη συγκίνησή του και επέστρεψε στα ανάκτορα αναβαπτισμένος στα ύδατα της αθάνατης ψυχής του απλού Έλληνα.

Η επίσκεψη στους στρατώνες του εμφύσησε και πάλι αισιοδοξία και ύστερα από λίγες ώρες ανακοίνωσε ότι ανελάμβανε ο ίδιος τα καθήκοντα του πρωθυπουργού με αντιπρόεδρο τον Αντιναύαρχο Σακελλαρίου και υπουργό Εξωτερικών τον πρώην διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό. Εντούτοις, η κατάσταση μεταβλήθηκε εκ νέου και τελικώς ο Τσουδερός ανέλαβε τα ηνία της κυβερνήσεως. Η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε την 21η Απριλίου και σε αυτήν συμμετείχαν πολλά στελέχη του καθεστώτος Μεταξά, όπως οι Αρ. Δημητράτος, Στ. Θεοφανίδης, Κων. Μανιαδάκης, Θεολ. Νικολούδης, Παν. Νικολαΐδης κ.α.. Ο Τσουδερός απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο τονιζόταν ότι ο αγώνας θα συνεχιζόταν μέχρι την τελική νίκη. Το διάγγελμα αυτό μεταδόθηκε στις 12.30 μ.μ. της 21ης Απριλίου και αφού είχε ήδη γνωστό το πρωτόκολλο παραδόσεως, το οποίο είχε υπογράψει ο Τσολάκογλου με τους Γερμανούς. Μάλιστα, το διάγγελμα αυτό εξόργισε τους Γερμανούς και απετέλεσε μία από τις αιτίες της υπογραφής του δευτέρου σκληρότερου πρωτοκόλλου. Το κείμενο αυτό είχε ως εξής :
Πρωτόκολλον Παραδόσεως (ΙΙ)
Εν μετώπω, τη 21η Απριλίου 1941
Μεταξύ της Ανωτέρας Διοικήσεως των γερμανικών στρατευμάτων εν Ελλάδι αντιπροσωπευομένης από τον αρχηγόν του γερμανικού επιτελείου Αντιστράτηγον Γκράϊφενμπεργκ και της Ανωτέρας Διοικήσεως της Βασιλικής Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας αντιπροσωπευομένης από τον Στρατηγόν Τσολάκογλου συνεφωνήθησαν τα κάτωθι :
- H Aνωτέρα Διοίκησις των γερμανικών στρατευμάτων εν Ελλάδι αποδέχεται την άνευ όρων παράδοσιν της Ελληνικής Βασιλικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας.
- Οι ανήκοντες εις την Ελληνικήν Βασιλικήν Στρατιάν Ηπείρου και Μακεδονίας είναι αιχμάλωτοι πολέμου. Τα όπλα, ολόκληρον το πολεμικόν υλικόν και άπαντα τα είδη εφοδιασμού της Στρατιάς αυτής είναι λεία πολέμου του γερμανικού στρατεύματος.
- Η Aνωτέρα Διοίκησις των εν Ελλάδι γερμανικών στρατευμάτων αναγνωρίζει ότι τα ελληνικά στρατεύματα ηγωνίσθησαν γενναίως και εκράτησαν επί του πεδίου των μαχών την στρατιωτικήν τιμήν.
Ως εκ τούτου, οι Έλληνες αξιωματικοί διατηρούν τον οπλισμόν των και τας εξαρτύσεις των.
- Η Ανωτέρα Διοίκησις των Ελληνικών Στρατευμάτων αφ’ ενός θα μεριμνήση δι’ όλων των μέσων όπως διακοπώσιν αι εχθροπραξίαι, παύση δε κάθε διασπορά και καταστροφή υλικού, αι δε οδοί αι ευρισκόμεναι εις την περιοχήν της Στρατιάς νοτίως της ζώνης διαχωρισμού (ιδέ παράγραφον 9) θα επισκευασθώσιν αμέσως.
Η Ανωτέρα Γερμανική Διοίκησις αφ’ ετέρου θα διατάξη τα γερμανικά στρατεύματα να παύσωσι τας εχθροπραξίας ευθύς ως το πρωτόκολλον τούτο αναγνωρισθή και υπογραφή.
- Ο έκπλους παντοειδών πλοίων εκ των λιμένων περιοχής της Στρατιάς Ηπείρου δέον ν’ απαγορευθή αμέσως. Η Ανωτέρα Ελληνική Διοίκησις θα μεριμνήση ίνα τα εις τους λιμένας ευρισκόμενα πλοία παραμείνωσιν αυτόθι μέχρι νεωτέρας διαταγής των υπό επίβλεψιν ελληνικών στρατευμάτων.
- Οι Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου θα παραμείνωσι προς το παρόν εις χώρους συγκεντρώσεως. Μετά το πέρας των πολεμικών διαπραγματεύσεων, προβλέπεται η απελευθέρωσις απάντων των μονίμων και εφέδρων αξιωματικών, υπαξιωματικών και οπλιτών.
- Η Ανωτέρα Ελληνική Διοίκησις θέλει μεριμνήσει ίνα τα ελληνικά τμήματα παραμείνωσιν υπό την ηγεσίαν των αξιωματικών των ως και δια τη λήψιν μέτρων δια την κανονικήν εκτέλεσιν των όρων ανακωχής.
Ο εφοδιασμός και η ιατρική περίθαλψις των εν αιχμαλωσία στρατευμάτων θα γίνεται μερίμνη της Ανωτέρας Ελληνικής Διοικήσεως.
- Η Ανωτέρα Διοίκησις των ελληνικών στρατευμάτων θα ορίση πληρεξούσιον επιτελικόν σύνδεσμον προς διακανονισμόν των λεπτομερειών της εκτελέσεως των όρων παραδόσεως μετά σχετικού γερμανικού συνδέσμου ορισθησομένων αργότερον.
Ο σύνδεσμος ούτος θα επιδώση το ταχύτερον δυνατόν μίαν συνολικήν κατάστασιν εμφαίνουσαν τη δύναμιν, τον εξοπολισμόν και την στρατιωτικήν συγκρότησιν της τέως Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας.
- Με την Βασιλικήν Ιταλικήν Ανωτέραν Διοίκησιν εν Αλβανία θα ορισθή ζώνη διαχωρισμού, ίνα επιτευχθή μία ταχεία παύσις εχθροπραξιών εφ’ ολοκλήρου του μετώπου και η κατά το δυνατόν άνευ προστριβής εκτέλεσις της παραδόσεως.
Ποίον πολεμικόν υλικόν και ποία όπλα θα παραδοθώσιν εις την Ανωτέραν Ιταλικήν Διοίκησιν θέλει διακανονισθή βραδύτερον.
O Στρατηγός Διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας
Γ. Τσολάκογλου
Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των εν Ελλάδι γερμανικών στρατευμάτων
Γκράϊφενμπεργκ
Το κείμενο αυτό εμπεριείχε σαφώς δυσμενέστερους όρους για τα ελληνικά στρατεύματα εν συγκρίσει με το πρώτο πρωτόκολλο παραδόσεως. Πρώτον, οι αξιωματικοί και οι οπλίτες του ελληνικού στρατού θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου. Δεύτερον, όλο το πολεμικό υλικό εθεωρείτο λεία πολέμου του γερμανικού στρατού και ως εκ τούτου ένα τμήμα αυτού θα παραδιδόταν στους Ιταλούς. Τρίτον, ενώ το πρώτο πρωτόκολλο όριζε ότι η ελληνοαλβανική μεθόριος αποτελούσε το απώτατο όριο της συμπτύξεως των ελληνικών στρατευμάτων, στο δεύτερο κείμενο υπήρχε σχετική ασάφεια σχετικά το όριο αυτό. Δεν καθοριζόταν ούτε σε ποιο σημείο θα ετίθετο το όριο αυτό ούτε από πότε θα έπαυαν οι εχθροπραξίες με τους Ιταλούς, αν και στο πρώτο κείμενο γινόταν σαφής μνεία για το πρωΐ της 21ης Απριλίου.[3]

Εντούτοις, ούτε το κείμενο αυτό έμελλε να ισχύσει λόγω των σφοδρών αντιδράσεων των Ιταλών, οι οποίοι ήθελαν οι Έλληνες να παραδοθούν και σε αυτούς! Ο Μουσσολίνι δήλωσε ξεκάθαρα στον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο στη Ρώμη Enno von Rintelen ότι δεν θα συμμετείχε σε κανενός είδους διαπραγμάτευση και δεν θα συμμορφωνόταν με τους όρους μίας συμφωνίας συνθηκολογήσεως, εάν οι Έλληνες δεν υπέγραφαν προηγουμένως την παράδοσή τους στις ιταλικές δυνάμεις. «Έξι μήνες αγωνίστηκε ο ιταλικός στρατός εναντίον των Ελλήνων. Πεντακόσιες χιλιάδες άνδρες σήκωσαν το βάρος του πολέμου αυτού. Εξήντα τρεις χιλιάδες χάθηκαν. Ήρθε η ώρα να αποκτήσει και ο ιταλικός στρατός την ικανοποίηση της επιτυχίας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ιταλός ηγέτης, τονίζοντας την κάθετη διαφωνία του και με την πρόθεση του Χίτλερ να αφήσει στους Έλληνες αξιωματικούς τα όπλα τους. Ο Γερμανός αξιωματικός αντέδρασε, λέγοντας χαρακτηριστικά : «Όλη η υφήλιος παρακολούθησε με θαυμασμό και κατάπληξη τη στρατιωτική αντίσταση των Ελλήνων. Οφείλουμε οπωσδήποτε να αναγνωρίσουμε ότι οι Έλληνες αγωνίστηκαν με γενναιότητα και αγάπη προς την πατρίδα τους». Την αυτή άποψη συμμεριζόταν και το σύνολο των Γερμανών αξιωματικών. Εντούτοις, ο Μουσσολίνι κατέφυγε στον ίδιο τον Χίτλερ. Ο τελευταίος ενέδωσε για να μην διαταραχτεί περαιτέρω η συμμαχική ενότητα με τους Ιταλούς και έδωσε τη σχετική διαταγή, η οποία προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις μεταξύ των Γερμανών αξιωματικών. Τελικώς, ο Αντιστράτηγος Μπίλερ αξίωσε από τον Τσολάκογλου να αποστείλει κήρυκες και προς τους Ιταλούς. Ο Τσολάκογλου αντέδρασε εντονότατα, διαμαρτυρήθηκε, συνέγραψε επιστολές αλλά τελικώς αναγκάστηκε να υποκύψει. Συνεννοήθηκε με τον Αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα (Διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού) και τον Υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκο (Διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού) και απέστειλε προς τους Ιταλούς τον Συνταγματάρχη Σπυρίδωνα Σύρρο και τον Επίλαρχο Κωνσταντίνο Βλάχο[4], στις 18.30 μ.μ. της 22ας Απριλίου. Οι Ιταλοί είχαν στήσει ολόκληρο κινηματογραφικό συνεργείο για να αποθανατίσει την ιστορική στιγμή, κατά την οποία «οι Έλληνες, καμφθέντες από τα συνεχή και καίρια πλήγματα του νικηφόρου ιταλικού στρατού, προσερχόντουσαν στο ιταλικό αρχηγείο για να παραδοθούν». Είναι απορίας άξιον εάν πίστευε έστω και ένας Ιταλός αρμόδιος ότι αυτά τα προφανή ψεύδη θα μπορούσαν να ξεγελάσουν ακόμα και τους αγράμματους συμπατριώτες του, προς τους οποίους κυρίως απευθύνονταν.
Στο άκουσμα της ειδήσεως ότι επέκειτο συνθηκολόγηση και με τους Ιταλούς, οι Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες πανικοβλήθηκαν και έσπευσαν να κατευθυνθούν το ταχύτερο δυνατόν στα νότια της υπό διαμόρφωση ζώνης προκειμένου να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τα στρατεύματα της Ρώμης. Μάλιστα, για να κερδίσουν χρόνο, άφηναν τον οπλισμό τους (ο οποίος ούτως ή άλλως θα κατέληγε στα χέρια του εχθρού καθώς τότε δεν υπήρχε σκέψη για τη συγκρότηση ανταρτικού κινήματος) και έτρεχαν κυριολεκτικά με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί κάθε έννοια συνοχής και πειθαρχίας. Εντούτοις, υπήρχαν μονάδες, όπως η ΧΙΙΙ Μεραρχία, οι οποίες διατηρούσαν τη συνοχή τους και υποχωρούσαν με τάξη, μεταφέροντας και πενήντα (50) Ιταλούς, τους οποίους είχαν αιχμαλωτίσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών. Άλλωστε, όπως έχει προαναφερθεί, όπου διεξαγόταν μάχη μεταξύ των Ιταλών και συγκροτημένων ελληνικών δυνάμεων (ακόμα και μετά την εκδήλωση της γερμανικής επιθέσεως), οι Έλληνες κατήγαγαν περίλαμπρες νίκες.
Στις 6.25 π.μ., οι Έλληνες κήρυκες επανήλθαν από το ιταλικό αρχηγείο, φέρνοντας μαζί τους ένα προκαταρκτικό πρωτόκολλο ανακωχής, το οποίο θα ίσχυε από τις 23.00 μ.μ. της ημέρας εκείνης δηλαδή μετά από δεκαεπτά (17) ώρες!. Ακόμα και τότε οι Ιταλοί προσπαθούσαν κουτοπόνηρα να κερδίσουν όσα περισσότερα εδάφη μπορούσαν για να περισώσουν κάτι από την καταρρακωμένη αξιοπρέπειά τους. Μόνο που για να το πετύχουν έπρεπε να έχουν απέναντί τους φυγάδες και όχι συγκροτημένο εχθρό. Οι Γερμανοί, διαβλέποντες την αγανάκτηση των Ελλήνων αξιωματικών του μετώπου, ζήτησαν από τον Τσολάκογλου να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει το τρίτο πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως προκειμένου να αποφευχθούν απρόοπτες εξελίξεις. Οι Ιταλοί ζήτησαν την αλλαγή του τίτλου το κειμένου, το οποίο από «πρωτόκολλον παραδόσεως» μετατράπηκε σε «σύμβασις συνθηκολογήσεως». Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής :
Σύμβασις Συνθηκολογήσεως
Μεταξύ της Ανωτάτης Διοικήσεως του γερμανικού στρατού και της Ανωτάτης Διοικήσεως του εν Αλβανία ιταλικού στρατού αφ’ ενός και της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας αφ’ ετέρου :
Η Ανωτάτη Διοίκησις της Βασιλικής Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας, αντιπροσωπευομένη υπό του Στρατηγού Τσολάκογλου, προέβη εις διάβημα παρά τη Ανωτάτη Διοικήσει των γερμανικών στρατευμάτων εν Ελλάδι και τη Ανωτάτη Ιταλική Διοικήσει του εν Αλβανία στρατού με την παράκλησιν της αποδοχής της άνευ όρων συνθηκολογήσεως της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας.
Άρθρον 1ον. Η Ανωτάτη Γερμανική και Ιταλική Διοίκησις αποδέχονται την τοιαύτην άνευ όρων παράδοσιν της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας.
Άρθρον 2ον. Οι ανήκοντες εις την Ελληνικήν Στρατιάν Ηπείρου-Μακεδονίας είναι αιχμάλωτοι πολέμου. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της υπό των ελληνικών στρατευμάτων επιδειχθείσης ανδρείας επί του πεδίου της μάχης και της ως εκ τούτου διατηρήσεως της στρατιωτικής τιμής, διατηρούσιν οι Έλληνες αξιωματικοί ξίφος και εξάρτυσιν.
Άπαντες οι Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου, οίτινες υπάρχουν εν τη περιοχή της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας πρέπει να παραδοθώσιν αμέσως εις τα ιταλικά στρατεύματα. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου θα συγκεντρωθώσιν επί του παρόντος εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Μετά το πέρας των εχθροπραξιών επί του ελληνικού ηπειρωτικού εδάφους και των Ιονίων νήσων, προβλέπεται η απελευθέρωσις απάντων των αξιωματικών και στρατιωτών.
Άρθρον 3ον. Η Ανωτάτη Ελληνική Διοίκησις θα φροντίση όπως τα ελληνικά τμήματα παραμείνωσιν υπό την διοίκησιν των αξιωματικών αυτών και όπως λάβωσι πάντα τα μέτρα δια την τακτικήν διεκπεραίωσιν της συνθηκολογήσεως.
Ο εφοδιασμός και η ιατρική περίθαλψις των εν αιχμαλωσία στρατευμάτων είναι κατ’ αρχήν έργον της Ανωτάτης Ελληνικής Διοικήσεως.
Άρθρον 4ον. Τα όπλα, άπαν το πολεμικόν υλικόν και τα αποθέματα της Στρατιάς ταύτης, συμπεριλαμβανομένου και του αεροπορικού υλικού, ως και αι επίγειοι εγκαταστάσεις της αεροπορίας είναι λεία πολέμου.
Άρθρον 5ον. Η Ανωτάτη Διοίκησις των ελληνικών στρατευμάτων θα φροντίση με παν μέσον όπως αι εχθροπραξίαι καταπαύσωσιν άνευ χρονοτριβών, όπως πάσα καταστροφή ή εκμηδένισις πολεμικού υλικού και προμηθειών παύση και όπως αι εν τη περιφερεία της Στρατιάς υπάρχουσαι οδοί επισκευασθώσι πάραυτα.

Άρθρον 6ον. Ο απόπλους πλοίων πάσης φύσεως εκ των λιμένων και πάσα αεροπορική επικοινωνία εν τη περιφερεία της Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας πρέπει ν’ απαγορευθή, με άμεσον ισχύν του όρου τούτου. Η Ανωτάτη Διοίκησις της Ελληνικής Στρατιάς είναι υπεύθυνος όπως κατασχεθώσι τα εις τους λιμένας ευρισκόμενα πλοία, συμπεριλαμβανομένων και των φορτίων των, ως και των λιμενικών εγκαταστάσεων και όπως ταύτα παραμείνωσιν υπό την επίβλεψιν των ελληνικών στρατευμάτων, μέχρις ότου ληφθή οριστική απόφασις περί αυτών.
Άρθρον 7ον. Η Ανωτάτη Διοίκησις των ελληνικών στρατευμάτων θα ορίση πληρεξουσίους επιτελικούς συνδέσμους, οίτινες θα καθορίσωσι τας λεπτομερείας της διεκπεραιώσεως της συνθηκολογήσεως μετά των γερμανικών και των ιταλικών υπηρεσιών, αίτινες θα κατονομασθώσιν.
Οι επιτελικοί ούτοι σύνδεσμοι θα παραδώσωσι, όσο το δυνατόν ενωρίτερα, μίαν (συγκεντρωτικήν) κατάστασιν της δυνάμεως, του εξοπλισμού και της πολεμικής συνθέσεως της μέχρι τούδε Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας.
Άρθρον 8ον. Η κατάστασις των εχθροπραξιών μεταξύ των γερμανικών στρατευμάτων και των ελληνικών στρατευμάτων της Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας παραμένει ως καθορίζεται εν τω πρωτοκόλλω παραδόσεως της 21ης Απριλίου. Η κατάστασις των εχθροπραξιών μεταξύ ιταλικών στρατευμάτων και της Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας τίθεται εν ισχύι μόνον την 23ην Απριλίου, 18ην ώραν, εκτός εάν τα ελληνικά στρατεύματα προ του ιταλικού μετώπου κατέθεσαν τα όπλα προηγουμένως ήδη.
Άρθρον 9ον. Δια της συμβάσεως ταύτης τίθεται εκτός ισχύος το πρωτόκολλον παραδόσεως της 21ης Απριλίου, το συνταχθέν μεταξύ της Ανωτάτης Διοικήσεως των γερμανικών στρατευμάτων εν Ελλάδι και του Ανωτάτου Διοικητού της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας.
Δια την ιταλικήν Ανωτάτην Διοίκησιν Δια την γερμανικήν Ανωτάτην Στρατιωτικήν
εν Αλβανία Διοίκησιν
Φερρέρο Γιοντλ
Ο Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας
Τσολάκογλου
Στην Αθήνα, είχαν ήδη ξεκινήσει οι προετοιμασίες για την αναχώρηση του Βασιλέα και της πολιτικής ηγεσίας για τη Μέση Ανατολή. Μάλιστα, ήδη από την 11η Απριλίου, ο Μανιαδάκης είχε στείλει τον υποδιευθυντή της Εθνικής Ασφαλείας Αντισυνταγματάρχη Μπαηλάκη στο Κάϊρο για να βρει ένα οίκημα για τα μέλη της βασιλικής οικογενείας δια παν ενδεχόμενον. [5] Επίσης, περί τα μέσα Απριλίου, ο διοικητής της Ειδικής Ασφαλείας Υποστράτηγος Αγγελόπουλος μετέβη αεροπορικώς στα Χανιά για τον ίδιο σκοπό. Η αναχώρηση του Βασιλέα και της κυβερνήσεως για την Κρήτη προγραμματιζόταν να λάβει χώρα το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης 17ης Απριλίου. Μάλιστα, ο υφυπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Παπαδήμας απέστειλε μία επείγουσα ημερησία διαταγή για να δημοσιευθεί στον Τύπο. Η διαταγή αυτή απευθυνόταν προς τον μαχόμενο ελληνικό στρατό και κατέληγε ως εξής : «…Δια την συνέχειαν του πολέμου επιβάλλεται εντεύθεν η αναχώρησις του Βασιλέως και της κυβερνήσεως. Ακολουθών τούτους αποχωρίζομαι Υμών. Δεν σας εγκαταλείπω. Αναχωρώ ίνα συνεχίσωμεν τον πόλεμον με πλήρη βεβαιότητα δια την τελικήν νίκην. Ουδείς υμών να λιποψυχίση. Πολεμούμεν υπέρ βωμών και εστιών, πολεμούμεν υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας μας. Είναι βέβαιον ότι υπάρχει Θεός. Είναι εξ ίσου βέβαιον ότι θα δικαιωθώμεν».
Εντούτοις, περί τις 20.00 μ.μ., οι συντάκτες των εφημερίδων ειδοποιήθησαν από την Υπηρεσία Λογοκρισίας του Υφυπουργείου Τύπου να αποσύρουν το κείμενο και να το επιστρέψουν στην υπηρεσία αμέσως. Η απόσυρση αυτή οφειλόταν στη ματαίωση της αναχωρήσεως της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο προκάλεσε την άμεση αντίδραση των Βρετανών. Οι τελευταίοι διεμήνυσαν στον Βασιλέα (μέσω του Πάλαιρετ) ότι θεωρούσαν αδιανόητη κάθε τέτοια σκέψη για όσο διάστημα πολεμούσαν βρετανικά στρατεύματα σε ελληνικό έδαφος. Άλλωστε, διάφορες εκτιμήσεις έκαναν λόγο ακόμα για την προβολή επιτυχούς αμύνης επί ένα μήνα. Ο Βασιλεύς ήλθε σε δύσκολη θέση και αποδέχτηκε το αίτημά τους. Πάντως, το βρεταννικό αίτημα τον διευκόλυνε διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υποχρεωνόταν να αποκαλύψει την πραγματική αιτία της ματαιώσεως του ταξιδιού στην Κρήτη. Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία ήλθαν στο φως μεταπολεμικά, η αναχώρηση θα γινόταν με δύο αντιτορπιλικά (τα οποία ναυλοχούσαν στον όρμο των Μεγάρων) και το επιβατικό ατμόπλοιο «Σοφία». Το τελευταίο βρισκόταν στον Ωρωπό και θα μετέφερε διαφόρους αξιωματικούς, κρατικούς λειτουργούς και αποσκευές. Τα πληρώματα, όμως, των δύο αντιτορπιλικών ουσιαστικά στασίασαν, αρνούμενα την επιβίβαση του Βασιλέως και των μελών της κυβερνήσεως σε αυτά. Ακολούθησαν συνεχείς διαβουλεύσεις και με την παρέμβαση ορισμένων ανωτάτων αξιωματικών κατέστη δυνατός ο απόπλους του ενός αντιτορπιλικού. Μεσολάβησε, όμως, ο θάνατος του Κορυζή και το όλο εγχείρημα ματαιώθηκε.[6]
Αξίζει να μνημονευθεί ότι κατά τις ημέρες εκείνες έλαβε χώρα και η αποστολή των αποθεμάτων χρυσού της Τραπέζης της Ελλάδος στο εξωτερικό. Ήδη από τις 16 Απριλίου ο Κορυζής παρότρυνε τον Βαρβαρέσσο να στείλει τα αποθέματα χρυσού της Τραπέζης στη Μεγ. Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματι, όταν οι Γερμανοί διέσπασαν την αμυντική γραμμή στον Όλυμπο και κατέστη φανερό ότι ουδεμία ελπίδα συγκρατήσεώς τους υπήρχε, δεκάδες κιβώτια απεστάλησαν (συνοδεία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων) στον Πειραιά για να φορτωθούν σε πλοία με προορισμό τη Κρήτη και το Κάϊρο. Τελικώς, λίγες ώρες μετά από την αναχώρηση του Βασιλέα και της κυβερνήσεως για την Κρήτη, ολόκληρο το περιεχόμενο των χρηματοκιβωτίων της Τραπέζης (το οποίο ανερχόταν σε 7.500.000.000 δρχ χωρίς να υπολογίζεται το εξωτερικό συνάλλαγμα) παρεδόθη στον διοικητή και τον υποδιοικητή αυτής Βαρβαρέσσο και Ιωαν. Μαντζαβίνο αντιστοίχως. Στην Τράπεζα, έμεινε ένα μικρό ποσόν για να αντιμετωπιστούν τρέχουσες και επείγουσες ανάγκες. Το ταξίδι των χρημάτων αυτών ήταν περιπετειώδες. Η γερμανική αεροπορία κυριαρχούσε στους αιθέρες και το πλοίο, το οποίο μετέφερε τον «κρατικό θησαυρό», αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς το Ηράκλειο. Εκεί, τα χρήματα φορτώθηκαν στο βρετανικό πλοίο «Σάλβια» με προορισμό τη Σούδα. Δυστυχώς, όμως, το πλοίο απετέλεσε στόχο των γερμανικών βομβαρδιστικών και επλήγη επανειλημμένως. Μάλιστα, οι άνδρες του πληρώματος έδωσαν σκληρό αγώνα προκειμένου το πλοίο να καταφέρει να φθάσει στον προορισμό του. Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια μίας αεροπορικής επιδρομής ένα μέρος των χρημάτων σκορπίστηκε στο πλοίο. Εντούτοις, αργότερα περισυνελέγη όλο το ποσό στο ακέραιο. Ακολούθως, το πολύτιμο φορτίο μεταφέρθηκε στο πλοίο «Διδώ». Κατά τη μεταφορά στο πλοίο αυτό, μέρος των χρημάτων σκορπίστηκε στα αμπάρια του πλοίου. Ο πλοίαρχος διέταξε τους ναύτες να μαζέψουν αμέσως τις σκορπισμένες χρυσές λίρες, εκ των οποίων έλειπε μόνο μία κατά την τελική καταμέτρηση. Την 22α Απριλίου, το «Διδώ» απέπλευσε από τη Σούδα και αυθημερόν κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, ο «κρατικός θησαυρός» τοποθετήθηκε στα υπόγεια της «Εθνικής Τραπέζης της Αιγύπτου». Αργότερα, και αφού ξεπεράστηκαν πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια, τα χρήματα αυτά φορτώθηκαν σε καμιόνια και συνοδεία αρμάτων μεταφέρθηκαν (διαμέσου της ερήμου) στο Σουέζ με προορισμό τη Νότια Αφρική. Εκεί, το ποσό μετατράπηκε σε ράβδους χρυσού και υπό αυτή τη μορφή επέστρεψε στην Ελλάδα μεταπολεμικώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλο αυτό το διάστημα ο «κρατικός θησαυρός» παρέμενε ανασφάλιστος!
Η κατάσταση στο μέτωπο διαγραφόταν ζοφερή. Την 20η Απριλίου, «έπεσαν» η Λάρισα και τα Τρίκαλα, ενώ την 22α κατελήφθησαν ο Βόλος και η Λαμία. Τη νύκτα της 24ης προς 25η Απριλίου, εγκατελείφθη και η αμυντική γραμμή στον Αλιάκμονα. Στην Ήπειρο, αν και είχαν ήδη υπογραφεί δύο πρωτόκολλα παραδόσεως, ο αγώνας συνεχιζόταν σε ορισμένες περιοχές. Μάλιστα, ο Υποστράτηγος Μπάκος είχε ήδη εκδώσει σχετικές διαταγές περί καταπαύσεως του πυρός από την 20η Απριλίου. «Παρά την αντίθεσιν διοικητού Στρατιάς, έχων υπ’ όψιν ως υποχρεωτικήν εντολήν εξουσιοδότησίν σας λόγω οικτράς καταστάσεως ανδρών αρνουμένων να πολεμήσωσιν, ανέλαβον με συντριβήν πρωτοβουλίαν μετά λοιπών σωματαρχών και απεστάλησαν σήμερον πρωΐαν κήρυκες προς Γερμανούς προς συνθηκολόγησιν. Εξορκίζω τους πάντας συγκρατήσωμεν ότι δυνατόν, ίνα τηρούντες σύνορα έναντι Ιταλών μέχρι λήψεως αποφάσεως περισώσωμεν ότι απομένει από τιμήν», ανέφερε χαρακτηριστικά. Δυστυχώς, τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες του Μπάκου. Εντούτοις, ο Αντιστράτηγος Μπίλερ διέταξε τα στρατεύματά του να παραμείνουν στις αρχικές τους θέσεις και να μην επιτρέψουν στους Ιταλούς να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται την υποχώρηση των Ελλήνων. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τις ημέρες της παραδόσεως αρκετοί ήταν οι αξιωματικοί οι οποίοι προτίμησαν την αυτοκτονία από την ατίμωση, όπως ο Ταγματάρχης Κων. Βερσής, διοικητής της 8ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού της VIII Μεραρχίας. Η είσοδος των Γερμανών στην πρωτεύουσα ήταν πλέον θέμα ημερών και την 22α Απριλίου ανεχώρησαν τα μέλη της κυβερνήσεως, επιβαίνοντα στο αντιτορπιλλικό «Βασίλισσα Όλγα».[7] Την επομένη, ανεχώρησε και ο Βασιλεύς μαζί με τον Πάλαιρετ. Λίγο πριν από την αναχώρησή του, ο Γεώργιος απηύθυνε το παρακάτω διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό :

Ta σκληρά πεπρωμένα του πολέμου αναγκάζουν Ημάς σήμερον όπως μετά του Διαδόχου του Θρόνου και της νομίμου κυβερνήσεως της χώρας απομακρυνθώμεν εξ Αθηνών και μεταφέρωμεν την πρωτεύουσαν του κράτους εις Κρήτην, οπώθεν θα δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον αγώνα, τον οποίον η θέλησις του Έθνους ολοκλήρου και το καθήκον της περιφρουρήσεως της ακεραιότητος και της ανεξαρτησίας της χώρας επέβαλλον ημίν ν’ αναλάβωμεν, μετά την απρόκλητον επίθεσιν ήν υπέστημεν εκ μέρους δύο αυτοκρατοριών. Η θέλησις ημών, της κυβερνήσεως και του ελληνικού λαού, ποικιλοτρόπως διατρανωθείσα μέχρι σήμερον, προϋπέθετε την μέχρις εσχάτων αντίστασιν των ελληνικών στρατευμάτων, άτινα παρά τον άνισον αγώνα, ιδίως μετά την γερμανικήν εισβολήν εις τα εδάφη μας, πεισμόνως ηγωνίσθησαν κατά του εχθρού, έχοντα συνεπίκουρα και τα βρεταννικά στρατεύματα, τα οποία έσπευσαν εις βοήθειάν μας και τα οποία λαμπρώς ηγωνίσθησαν και αγωνίζονται ακόμη επί της ελληνικής γης, υπέρ μιας δικαίας υποθέσεως. Τα στρατεύματα ημών, εξηντλημένα εκ του τραχέος και νικηφόρου πολέμου τον οποίον διεξήγον επί εξ μήνας εναντίον πολύ ισχυροτέρου εχθρού, γράψαντα τας ενδοξοτέρας σελίδας της στρατιωτικής ημών ιστορίας, συνέχισαν τον κατά της Γερμανίας αγώνα μετ’ αφαντάστων ηρωϊσμών. Αγνοούμεν υπό ποίας συνθήκας επακριβώς ευρεθείς ο στρατός της Ηπείρου υπέγραψεν ανακωχήν μετά του εχθρού, εν αγνοία Ημών, του Αρχιστρατήγου και της κυβερνήσεως. Η πράξις αύτη κατ’ ουσίαν δεν δεσμεύει την ελευθέραν βούλησιν του Έθνους, του Βασιλέως και της κυβερνήσεως, η οποία συνίσταται εις την συνέχισιν του αγώνος δι’ όλων των υπολειπομένων δυνάμεων προς εξασφάλισιν των υπάτων εθνικών συμφερόντων. Υποχρεωμένοι προς τον σκοπόν τούτον να μεταβώμεν εις Κρήτην, δεν το πράττομεν ειμή ίνα ελευθέρως και από ελευθέρας ελληνικής γης δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον κατά των εισβολέων αγώνα μέχρι της τελικής νίκης, ήτις και θα επιβρεβεύση πλήρως τας μεγάλας θυσίας του έθνους. Μην αποθαρρήσετε, Έλληνες, ουδέ κατά την οδυνηράν αυτήν στιγμήν της ιστορίας μας. Θα είμαι πάντοτε μεταξύ υμών. Το δίκαιον του αγώνος μας και ο Θεός να βοηθήσουν, όπως επιτύχωμεν δι’ όλων των μέσων την τελικήν νίκην, παρά τας δοκιμασίας τας θλίψεις, τους κινδύνους, τους οποίους από κοινού εδοκιμάσαμεν και θα δοκιμάσωμεν εν τω μεταξύ. Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας Πατρίδος. Εντείνατε τας θελήσεις σας. Αντιτάξατε την ελληνικήν σας υπερηφάνειαν κατά της εχθρικής βίας και των εχθρικών δελεασμών. Θαρρείτε. Αι καλαί ημέραι θα επανέλθουν. Ζήτω το Έθνος.
Εν Αθήναις, τη 23η Απριλίου 1941
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄
Η αναχώρηση του Βασιλέως και της κυβερνήσεως από την πρωτεύουσα έδωσε το έναυσμα για τη δράση πολλών κακοποιών στοιχείων, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν το γενικό μούδιασμα των κατοίκων της, τη χαλάρωση της πειθαρχίας ακόμα και στους κόλπους των αστυνομικών οργάνων και τη διασάλευση της τάξεως. Κρούσματα κλοπών, ληστειών, διαρρήξεων και λεηλασιών καταστημάτων έκαναν την εμφάνισή τους σε όλη την πόλη, ενώ συμμορίες άρχισαν να λυμαίνονται ολόκληρες συνοικίες όπως το Θησείο και το Μεταξουργείο. Τα γεγονότα αυτά ώθησαν τον στρατιωτικό διοικητή Αθηνών Υποστράτηγο Χρήστο Καβράκο να εκδώσει την εξής ανακοίνωση :
To συμφέρον του Έθνους και του ατόμου επιβάλλει ίνα πάντες συντελέσωμεν εις την τήρησιν της τάξεως κατά τας εξαιρέτους αυτάς στιγμάς ας διέρχεται η Πατρίς μας. Η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκησις και η Δημοσία Ασφάλεια έχουν λάβει πάντα τα μέτρα δια να τηρήσωσι την τάξιν και να περιφρουρήσουν την ζωήν, τιμήν και περιουσίαν των πολιτών πάσει θυσία και προς τούτο εδόθησαν εντολαί να γίνεται άμεσος χρήσις των όπλων κατά παντός τυχόν αποπειρωμένου εξ οιουδήποτε λόγου να διασαλεύση την τάξιν. Λόγω της προσωρινής δυσχερείας των συγκοινωνιών και μεταφορών προς τους τόπους διαμονής και καταγωγής, συνιστώμεν υπομονήν ολίγων ημερών, μεθ’ ας πάντες θα τακτοποιηθώσι τη μερίμνη μας άνευ ανωμαλιών. Μόνον ούτω εξυπηρετείται και το γενικόν και το ατομικόν συμφέρον.

Η ανακοίνωση αυτή γνωστοποιήθηκε την 24η Απριλίου κι ενώ στην πρωτεύουσα είχαν συρρεύσει χιλιάδες στρατιώτες από το μέτωπο, οι οποίοι αναζητούσαν εναγωνίως μέσο επιστροφής στις οικίες τους. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας δεν έδειχναν τάσης φυγής προς την επαρχία αλλά απλώς ανέμεναν τις εξελίξεις. Την 25η Απριλίου, οι Βρετανοί υποχώρησαν από τις Θερμοπύλες και πλέον ο δρόμος προς την Αθήνα ήταν ανοικτός για τους Γερμανούς. Οι τελευταίοι, όμως, ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την ελληνική πρωτεύουσα καθώς πρώτιστος στόχος τους ήταν η εκμηδένιση των βρετανικών στρατευμάτων, τα οποία βρίσκονταν στη χώρα. Προς τούτο, την 26η Απριλίου, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν κοντά στην Κόρινθο. Οι Βρετανοί μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να ανατινάξουν τη γέφυρα του Ισθμού και ο αρχηγός του βρετανικού εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα, Στρατηγός Wilson, επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο για τη Μέση Ανατολή λίγα μόλις λεπτά πριν από την άφιξη των πρώτων Γερμανών μοτοσικλετιστών στην περιοχή. Ταυτόχρονα, κατελήφθη η Πάτρα από γερμανικά στρατεύματα τα οποία διεκπεραιώθηκαν από την ακτή της Αιτωλοακαρνανίας. Σύντομα, οι ακτές της Αττικής και της Πελοποννήσου γέμισαν από Βρετανούς αλλά και ορισμένους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι έψαχναν μέσο διαφυγής για τη Μέση Ανατολή. Τέλος, την 26η Απριλίου, οι Γερμανοί εισήλθαν στη Θήβα.
Το πρωΐ της Κυριακής 27ης Απριλίου, ελάχιστοι Αθηναίοι κυκλοφορούσαν στην πόλη. Ακόμα και οι εκκλησίες ήταν μισοάδειες. Το ραδιόφωνο μετέδιδε τη θεία λειτουργία (ήταν η Κυριακή του Θωμά). Ξαφνικά, η μετάδοση διακόπηκε για να μεταδοθεί μία έκτακτη ανακοίνωση του στρατιωτικού διοικητού Καβράκου: “Λόγω της επιτακτικής ανάγκης διατάσσω να διακοπή πάσα κίνησις εις τας οδούς των Αθηνών, του Πειραιώς και των Προαστίων. Να ώσι κλειστά άπαντα τα καταστήματα και οι κάτοικοι παραμείνουν εις τας εστίας των, οι αξιωματικοί και οι στρατιώται εις τους στρατώνας και οι αστυνομικοί εις τα Τμήματά των. Απαγορεύω την έκτακτο έκδοσιν εφημερίδων. Και επειδή η πόλις είναι ανοχύρωτος, ουδεμία αντίστασις θα προβληθή. Αξιώ να μην ακουσθή ούτε ένας πυροβολισμός. Οι παραβάτες θα συλλαμβάνωνται αμέσως και θα εγκλεισθώσι εις τας φυλακάς φρουρούμενοι ασφαλώς. Αναπληρωτήν μου κατά την απουσίαν μου ορίζω τον Συνταγματάρχην Πεζόπουλον”.

Στην πόλη επικρατούσε μία νεκρική σιγή, η οποία διεκόπη μόνον από την ανατίναξη μίας αποθήκης πυρομαχικών από τους τελευταίους εναπομείναντες Βρεταννούς στον Πειραιά. Στην Αθήνα, είχαν παραμείνει μόνον ο νομάρχης Κων. Πεζόπουλος, ο δήμαρχος Αμβρ. Πλυτάς και ο φρούραρχος εκ μέρους των αρχών. Αυτοί συγκρότησαν μία επιτροπή στην ποία συμμετείχαν οι ίδιοι, ο δήμαρχος Πειραιώς Μιχ. Μανούσος και ο γερμανομαθής Συνταγματάρχης Κων. Κανελλόπουλος. Η επιτροπή αυτή (στην οποία αρνήθηκε να συμμετάσχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος) θα παρέδιδε την ανοχύρωτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους στους Γερμανούς. Οι σχετικές συνεννοήσεις έγιναν με τον στρατιωτικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας Αντισυνταγματάρχη φον Κλεμ Χόκενμπουργκ. Τα μέλη της επιτροπής περίμεναν από το πρωΐ στους Αμπελοκήπους, στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Γύρω στις 8 π.μ., έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα οχήματα και ο Καβράκος αναζήτησε τον επικεφαλής για να του παραδώσει την πόλη. Αυτός ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Όττο φον Σέϊμπεν. Σταδιακά, οι Γερμανοί πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, καταλαμβάνοντας το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο και άλλα δημόσια κτήρια. Εντούτοις, η επίσημη παράδοση της πόλεως δεν είχε γίνει ακόμα. Τελικώς, στις 10.15 π.μ., έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο ο φον Σέϊμπεν, ο οποίος, συνοδευόμενος από τους επιτελείς του, κατευθύνθηκε προς τα μέλη της επιτροπής. Αφού τα χαιρέτησε στρατιωτικά, ανέμενε από τον στρατιωτικό ακόλουθο την παρουσίασή τους. Όλοι, κατακόκκινοι από τη συγκίνηση και την ταραχή, έκλειναν την κεφαλή και ανέμεναν την τυπική χειραψία. Ο Γερμανός αξιωματικός χαιρέτησε ναζιστικά και, επιδιώκοντας να «σπάσει τον πάγο», τους ερώτησε εάν υπήρχε κάποιο μέρος για να καθίσουν. Τα μέλη της επιτροπής ήταν αρκετά ταραγμένα για να απαντήσουν και ο φον Σέϊμπεν υπέδειξε από μόνος του το καφενείο «Παρθενών».Όλοι τους κατευθύνθηκαν προς τα εκεί υπό τα βλέμματα πολλών βουβών Αθηναίων. Ο Καβράκος κάπνιζε συνεχώς για να κρύψει τον εκνευρισμό του. Τελικώς, προσφώνησε τον Γερμανό αξιωματικό, ενώ ο εκτελών χρέη διερμηνέα Κανελλόπουλος διάβασε το παρακάτω κείμενο στα γερμανικά :
“Αι τοπικαί στρατιωτικαί και πολιτικαί αρχαί, αποτελούμεναι από τον Στρατηγό Καβράκο Χρήστο, ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Αττικοβοιωτίας, τον Πεζόπουλον Κωνστντίνο, νομάρχην Αττικοβοιωτίας, τον Πλυτά Αμβρόσιον, δήμαρχον Αθηναίων, τον Μανούσκο Μιχαήλ, δήμαρχον Πειραιώς, δηλούν προς τον Διοικητήν των γερμανικών στρατευμάτων ότι : Αι πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν προτίθενται να αντιτάξουν αντίστασιν εις την κατοχήν. Ελήφθησαν ήδη όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της τάξεως εκ μέρους μας, μέχρι της εισόδου των Γερμανών”.
Ο Γερμανός αξιωματικός απάντησε στα γερμανικά εκθειάζοντας τον ελληνικό πολιτισμό και τόνισε με έμφαση : «Σας διαβεβαιώ ότι ο γερμανικός στρατός δεν έρχεται ως εχθρός αλλά ως φίλος φέρων την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα θα αναζωπυρωθεί εντός ολίγων ημερών». Αμέσως μετά υπεγράφη το πρωτόκολλο παραδόσεως και ο Πλυτάς προσέφερε στον φον Σέϊμπεν συμβολικά το κλειδί της πόλεως. Ακολούθως, ο Γερμανός κάλεσε κοντά του τους διοικητές των μικροτέρων τμημάτων και τους υπέδειξε το προς τα πού θα εκινούντο μπροστά σε έναν χάρτη. Μετά, εκάλεσε τους δύο δημάρχους και τους ανέθεσε όλες τις εξουσίες στις πόλεις τους. Τέλος, έκλεισε ένα νέο ραντεβού με τον Πλυτά για τις 12 μ.μ.. Οι Γερμανοί μοτοσικλετιστές άρχισαν να κατευθύνονται προς κατάληψη των αντικειμενικών τους στόχων. Καθ’ οδόν, οι περισσότεροι εξ αυτών χαιρετούσαν ναζιστικά οιονδήποτε πεζό συναντούσαν. Ασυναίσθητα ορισμένοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, ενώ κάποιοι άλλοι δεν έκρυβαν την αποδοκιμασία τους.

Κλείνοντας το άρθρο αυτό, θα γίνει μία σύντομη αναφορά στην έπαρση της ναζιστικής σημαίας στην Ακρόπολη. Στις 8.45 π.μ., ένα γερμανικό απόσπασμα με επικεφαλής τον Λοχαγό Π. Γιάκομπι (του 1ου Συντάγματος «Βρανδεμβούργο») και τον Υπολοχαγός Γκ. Έλσνιτς (της 6ης Ορεινής Μεραρχίας) έφθασαν στον ιερό βράχο. Αμέσως, αξίωσαν από τον φρουρό της σημαίας Κωνσταντίνο Κουκκίδη να υποστείλει την ελληνική σημαία διότι επρόκειτο να αντικατασταθεί από την ναζιστική. Ο Κουκκίδης, όμως, αρνήθηκε. Τότε, οι Γερμανοί διέταξαν δύο στρατιώτες τους να το κάνουν. Πράγματι, οι δύο Γερμανοί υπέστειλαν την ελληνική σημαία, τη δίπλωσαν ευλαβικά και την παρέδωσαν στον Έλληνα φρουρό της. Τότε, φημολογείται[8] ότι ο τελευταίος, τρέμοντας από συγκίνηση, τυλίχτηκε με τη σημαία και έπεσε από το βορειοανατολικό άκρο της Ακροπόλεως, την ώρα ακριβώς της επάρσεως της γερμανικής σημαίας και ενώ το γερμανικό άγημα απέδιδε τις προσήκουσες τιμές. Κατά τον τρόπο αυτό, έπεσε η αυλαία της εξάμηνης εποποιΐας του ελληνικού έθνους για την προάσπιση της ελευθερίας του. Έκτοτε, άρχισε μία νέα, δύσκολη περίοδος για όλους (σχεδόν) τους Έλληνες, αυτή της Κατοχής. Ως κατακλείδα του διπλού αυτού αφιερώματος στην εξάμηνη πολεμική προσπάθεια του ελληνικού κράτους έναντι των δυνάμεων του Άξονα, θα παρατεθούν τα λόγια του ιδίου του Χίτλερ σε διάλογό του με τον πρέσβη της Ουγγαρίας στο Βερολίνο, την 19η Απριλίου 1941 : «Οφείλω να πω ότι ο αγών της Ελλάδος είναι μία δυσάρεστη νότα εις την χαρά δια τις τόσες επιτυχίες μας… Εάν η Ελλάδα δεν είχε δεχθεί εις το έδαφός της τους Άγγλους, δεν θα πραγματοποιούσαμε την επίθεση εναντίον της. Τώρα, δυστυχώς, θα αφοπλίσουμε τους Έλληνες, αλλά δεν θα φέρουμε ούτε έναν αιχμάλωτο εις την Γερμανία. Οι Ιταλοί ουδέποτε θα νικούσαν τους Έλληνες».
Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Διεθνολόγος και Διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Κόκκινος Διον., Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τ. Δ΄. Αθήνα : Μέλισσα, 1970.
- Κοντογιαννίδης Τ. , Ήρωες και προδότες στην κατοχική Ελλάδα. Αθήνα : Πελασγός, 1998.
- Μαρκεζίνης Σπ., Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος, 1936–1944, τ. Α΄. Αθήναι : Πάπυρος, 1994.
- Παπάγος Αλεξ., Ο πόλεμος της Ελλάδος, 1940-41. Αθήνα : Ίδρυμα Γουλανδρή- Χορν, 1995.
- Η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια (Άνοιξη 1941). Αθήνα : Εκάτη, 1996.
- Παπαφλωράτος Ι., Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), 2 τόμοι, Αθήνα: Σάκκουλας, 2014.
Παραπομπές
[1] Ο Αλέξανδρος Κορυζής γεννήθηκε στον Πόρο, το 1885. Η οικογένειά του ήταν μία από τις επιφανέστερες της νήσου. Το 1901, εισήχθη στη Νομική Σχολή, ενώ από το 1903 εργαζόταν παράλληλα στην Εθνική Τράπεζα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του 1905. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τιμήθηκε για τη δράση του. Το 1914, ανέλαβε τη διοίκηση του τμήματος επιθεωρήσεως της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και εξελίχθηκε ραγδαία στην ιεραρχία. Διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος του ύπατου Αρμοστή στη Σμύρνη, όπου ίδρυσε και οργάνωσε το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης. Αργότερα, συνέβαλε στη δημιουργία του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού και της Αγροτικής Τραπέζης. Συνέταξε διάφορες μελέτες και το 1928 έγινε υποδιευθυντής της Εθνικής Τραπέζης. Το 1933, ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Οικονομικών στη βραχύβια «κυβέρνηση των Αντιστρατήγων» υπό τον Αλέξανδρο Οθωναίο. Αν και θεωρείτο μετριοπαθής βενιζελικός, δέχθηκε την πρόταση του Ιωάννη Μεταξά και ορκίστηκε υπουργός Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Το έργο του ως υπουργού είναι αξιομνημόνευτο. Τον Αύγουστο του 1939, εξελέγη διοικητής της Εθνικής Τραπέζης. Τον Ιανουάριο του 1941, απεβίωσε ο Μεταξάς και ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης πρότεινε τον Κορυζή για διάδοχό του. Ο Βασιλεύς Γεώργιος, αν και θεωρούσε τον Κορυζή έντιμο και ευρείας αποδοχής, αρχικώς δεν συμφώνησε με την επιλογή αυτή. Τελικώς, όμως, συγκατένευσε να κληθεί ο Κορυζής να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο τελευταίος αρνήθηκε κατηγορηματικά αλλά εκάμφθη προ της επιμονής του Μανιαδάκη. Συγχρόνως, ορκίστηκε και υπουργός Εξωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθώς και Στρατιωτικών (Ναυτικών και Αεροπορίας) καλύπτοντας το σύνολο των υπουργείων, των οποίων προΐστατο ο Μεταξάς.
[2] Κοντογιαννίδης Τ. , Ήρωες και προδότες στην κατοχική Ελλάδα. Αθήνα : Πελασγός, 1998, σελ. 49.
[3] Σχετικά με το πρώτο πρωτόκολλο παραδόσεως των ελληνικών στρατευμάτων του αλβανικού μετώπου στους Γερμανούς βλέπε το προαναφερθέν άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος υπ’ αριθμ. 474 του Δεκεμβρίου 2007 υπό τον τίτλο «Η συνθηκολόγηση των ελληνικών στρατευμάτων με τους Γερμανοϊταλούς τον Απρίλιο του 1941»
[4] Σημειωτέον ότι ο Επίλαρχος Βλάχος είχε αποσταλεί ως κήρυκας και προς τους Γερμανούς.
[5] Ο Αντισυνταγματάρχης Μπαηλάκης κατάφερε να νοικιάσει το ανάκτορο «Μόνα Χάους» για λογαριασμό της βασιλικής οικογενείας της Ελλάδος.
[6] Λίγο πριν τον θάνατό του, ο Κορυζής είχε προχωρήσει σε ανασχηματισμό της κυβερνήσεως, συγκροτώντας ένα ολιγομελές Υπουργικό Συμβούλιο.
[7] Εξαίρεση απετέλεσαν ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Αντιναύαρχος Σακελλαρίου, ο υπουργός Μανιαδάκης, ο Στρατηγός Χέϋγουντ και ο ναυτικός ακόλουθος της βρεταννικής πρεσβείας Πλοίαρχος Τερλ, οι οποίοι έφυγαν από την περιοχή της Αργολίδος αεροπορικώς, την 27η Απριλίου.
[8] Ανεγράφη και στη βρεταννική εφημερίδα «Daily Mail» της 9ης Ιουνίου 1941.