Skip to main content

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Ο Βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς το 1923 (31 Αυγούστου – 27 Σεπτεμβρίου)

 

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Ο Βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς το 1923

(31 Αυγούστου – 27 Σεπτεμβρίου)

Ως γνωστόν, το αλβανικό κράτος συστάθηκε ύστερα από έντονες πιέσεις της αυστριακής και της ιταλικής διπλωματίας μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων. Τα σύνορά του, όμως, δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς λόγω των σφοδρών αντιδράσεων, που προκλήθηκαν από τα γειτονικά κράτη αλλά και από τη Ρωσία (πρωτίστως) και τη Γαλλία (δευτερευόντως). Το 1921, οι Μεγάλες Δυνάμεις, μέσω της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως, συνέστησαν μία νέα επιτροπή για την επιτόπια διαχάραξη των συνόρων της Αλβανίας. Ο Ιταλός Στρατηγός Enrico Tellini ορίστηκε ως επικεφαλής των εργασιών στην ελληνοαλβανική μεθόριο.  Η διαχάραξη διεξήχθη εξ αρχής μέσα σε κλίμα έντονων αντεγκλήσεων κυρίως μεταξύ των Ελλήνων αντιπροσώπων και του Ιταλού Στρατηγού. Βασική αιτία της έντασης αποτελούσαν οι αποφάσεις του τελευταίου, οι οποίες θεωρούνταν μεροληπτικές υπέρ των Αλβανών. Στις 27 Αυγούστου, όλοι οι επιβαίνοντες του οχήματος της ιταλικής αντιπροσωπείας, μεταξύ αυτών και ο Στρατηγός Τellini, δολοφονήθηκαν σε ενέδρα από αγνώστους πλησίον της ελληνοαλβανικής μεθορίου, εντός, όμως, της ελληνικής επικράτειας (κοντά στην Κακαβιά).

 

image
Η δολοφονία του Στρατηγού Tellini και της συνοδείας του στην Κακαβιά

Την εποχή εκείνη, την Ελλάδα κυβερνούσε μία επαναστατική κυβέρνηση (με πρωθυπουργό τον Στυλιανό Γονατά), η οποία ήταν διεθνώς απομονωμένη μετά από την Μικρασιατική καταστροφή και την «εκτέλεση των έξι», ύστερα από μία παρωδία δίκης. Στο εσωτερικό, η χώρα βρισκόταν σε αναταραχή λόγω των ανυπέρβλητων οικονομικών δυσχερειών, που προκάλεσε η ήττα και η άφιξη πλέον του ενός εκατομμυρίου προσφύγων. Επίσης, έντονη δυσφορία στον ελληνικό λαό είχε προκαλέσει η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και η οριστική απώλεια της ανατολικής Θράκης. Η δολοφονία της Κακαβιάς δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στον ελληνικό λαό και ούτε ανησύχησε την κυβέρνηση, η οποία δεν ανέμενε επ’ ουδενί λόγω μία όξυνση των ελληνοϊταλικών σχέσεων.

 Από τα τέλη Οκτωβρίου του 1922, η Ιταλία κυβερνάτο από μία πολυκομματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Benito Mussolini, ο οποίος κατείχε ταυτόχρονα και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Εξωτερικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πεπραγμένα της κυβερνήσεως Mussolini δεν ήταν ιδιαιτέρως θετικά, ενώ αυτή δεν είχε να επιδείξει καμμία ουσιαστική επιτυχία στη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων. Η δολοφονία στην Κακαβιά θεωρήθηκε εξ αρχής στη Ρώμη μία ιδανική ευκαιρία για την επίτευξη μίας εύκολης νίκης και λόγω της διεθνούς απομονώσεως της ελληνικής κυβερνήσεως. Ως εκ τούτου, μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα μετά από την τέλεση της δολοφονίας, η ιταλική κυβέρνηση απέστειλε μία ρηματική διακοίνωση προς την αντίστοιχη ελληνική.

Η, τελεσιγραφικού χαρακτήρα, αυτή διακοίνωση της ιταλικής κυβερνήσεως συνετάχθη από τον ίδιο τον Ιταλό ηγέτη, ο οποίος θεωρούσε την ελληνική κυβέρνηση απολύτως υπεύθυνη για τη δολοφονία. Συνεπώς, αξίωνε από την Αθήνα όπως προβεί σε μία σειρά ενεργειών, προς αποκατάσταση του τρωθέντος γοήτρου της Ιταλίας. Η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να απαντήσει εντός 24 ωρών, δίχως να διευκρινίζεται στο τελεσίγραφο το τι επρόκειτο να συμβεί σε διαφορετική περίπτωση. Οι όροι της ιταλικής διακοινώσεως ήταν υπέρμετρα σκληροί, κυρίως εφ’ όσον δεν είχε αποδειχθεί κατά κανένα τρόπο η ελληνική υπαιτιότητα. Μολαταύτα, η ελληνική κυβέρνηση απεδέχθη ορισμένους από τους όρους του ιταλικού τελεσιγράφου, ζήτησε την τροποποίηση ορισμένων άλλων και απέρριψε τρεις όρους, οι οποίοι κατ’ αυτήν, έθιγαν την τιμή και την κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Τέλος, η Αθήνα δήλωνε πως στην περίπτωση που η ιταλική κυβέρνηση θεωρούσε ως μη επαρκείς τις προσφερόμενες επανορθώσεις, τότε η ελληνική κυβέρνηση θα προσέφευγε στην Κοινωνία των Εθνών, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση όπως αποδεχθεί εκ των προτέρων τις όποιες αποφάσεις του διεθνούς οργανισμού. Ο Mussolini δεν περίμενε καν να λάβει την ελληνική απάντηση, η οποία εκρίθη εκ των υστέρων απορριπτική στο σύνολό της. Η διαταγή για τον απόπλου του ιταλικού στόλου δόθηκε αρκετές ώρες πριν φθάσει στα χέρια του Mussolini η ρηματική διακοίνωση της ελληνικής κυβερνήσεως, ενώ και τα σχέδια για την κατάληψη της Κερκύρας είχαν εκπονηθεί πολύ νωρίτερα.

Η 31η Αυγούστου ήταν άλλη μία συνηθισμένη ημέρα για το νησί των Φαιάκων. Κατά τις 11:30 π.μ., έκανε την εμφάνισή του στον ουρανό της πόλεως ένα πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Αυτό έφερε σε εμφανές σημείο την ιταλική σημαία και υπερίπτατο της πόλεως επί αρκετή ώρα. Την εποχή εκείνη, η αεροπορία δεν είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό και το αερόστατο αποτελούσε σύνηθες μέσο παρατηρήσεως. Δυστυχώς, ο κακός αυτός οιωνός ουδέναν προβλημάτισε στο νησί. Ύστερα από λίγη ώρα, άρχισαν να ξεπροβάλουν σταδιακά στον ορίζοντα δεκαπέντε με είκοσι πλοία, τα οποία έπλεαν με χαμηλή ταχύτητα. Αρχικώς, δημιουργήθηκε απορία για την εθνικότητα των πλοίων αυτών, τα οποία έπλεαν από τον Νότο. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι οι Ιταλοί είχαν επιλέξει να κάνουν το γύρο της νήσου για να αποφύγουν τις νάρκες, οι οποίες πιθανότατα να ήταν ποντισμένες στο στενό της Κερκύρας (γεγονός, που δεν ίσχυε) αλλά και τον ελληνικό στόλο (ο οποίος ναυλοχούσε στο Αιγαίο)! Η άφιξη τόσων πολλών πλοίων αποτελούσε ένα σπάνιο γεγονός για το νησί και σύντομα πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στην προκυμαία, όπου ήδη υπήρχαν εκατοντάδες λουόμενοι.

 Στις 13:50 μ.μ., ένα ιταλικό πλοίο εισέπλευσε στο λιμάνι και αγκυροβόλησε μπροστά από το Παλαιό Φρούριο, δίχως να χαιρετήσει την ελληνική σημαία κατά τα ειωθότα. Ακολούθησε σταδιακά και η υπόλοιπη αρμάδα, η οποία αποτελείτο από πολλά πλοία, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν τα θωρηκτά «Conte di Cavour», «Giulio Cesare» και «Duilio» καθώς και τα βαρέα καταδρομικά «San Giorgio» και «San Marco». Η συνολική δύναμη της ναυτικής αυτής μοίρας έφθανε τα δεκαεπτά πλοία (ή ακόμα και τα εικοσιπέντε σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς). Τα πλοία συνοδεύονταν από ένα υποβρύχιο και τέσσερα υδροπλάνα. Σύντομα, το σύνολο των ιταλικών πλοίων αναπτύχθηκε σε τάξη μάχης μεταξύ της νησίδας Βίδο και της Κερκυραϊκής ακτής.

 

unnamed
Ο κατάπλους του ιταλικού στόλου στην Κέρκυρα

Λίγα λεπτά πριν από τις 15:00 μ.μ., μία ατμάκατος κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Σε αυτήν επέβαιναν ο Πλοίαρχος Antonio Foschini και ο υπασπιστής του Υποπλοίαρχος Tsordini. Στις 15:00 μ.μ. ακριβώς, ο κλητήρας της Νομαρχίας τους ανήγγειλε στον νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο, ο οποίος τους καλωσόρισε στα γαλλικά. Ο Foschini τον διέκοψε αγενώς και του έδωσε ένα έγγραφο συντεταγμένο στα ιταλικά, του οποίου το περιεχόμενο άρχισε να του εξηγεί. Ο Ευριπαίος, καίτοι ήταν άριστος γνώστης της ιταλικής, προσποιήθηκε άγνοια της γλώσσας και, αντιλαμβανόμενος το κρίσιμο των περιστάσεων, ζήτησε από τον Foschini στα γαλλικά την έλευση του προξένου της Ιταλίας στο νησί. Κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης αναμονής, ο Ευριπαίος κατάφερε να ειδοποιήσει ορισμένους σημαίνοντες παράγοντες της νήσου όπως προσέλθουν το ταχύτερο δυνατόν στο κτίριο της νομαρχίας. Ύστερα από την πάροδο λίγων λεπτών, έφθασε στη νομαρχία ο πρόξενος της Ιταλίας στο νησί, ο οποίος και ανέλαβε τη μετάφραση του ιταλικού εγγράφου. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Έλληνας νομάρχης όφειλε να παραδώσει το νησί στους Ιταλούς, δίχως να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση, διότι αυτή θα συντριβόταν δια της βίας. Η κατάληψη της νήσου θα ξεκινούσε ύστερα από 30 λεπτά. Η προθεσμία αυτή δινόταν για να έχουν τον χρόνο οι υπήκοοι των τρίτων κρατών όπως συγκεντρωθούν στα προξενεία των χωρών τους ή τουλάχιστον όπως δυνηθούν να απομακρυνθούν από τα στρατιωτικά κτίρια. Ο Ευριπαίος, αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, απήντησε με ψυχραιμία πως στερείτο οδηγιών εκ μέρους της κυβερνήσεώς του και ως εκ τούτου παρεκάλεσε τον Ιταλό αξιωματικό να του δώσει την απαιτούμενη χρονική διορία για να έρθει σε τηλεγραφική επικοινωνία με την Αθήνα.

 Ο Foshini απάντησε νευρικά πως ούτε προθεσμία του έδινε ούτε του επέτρεπε να έρθει σε οιασδήποτε μορφής επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση! Τότε, ο Ευριπαίος του απήντησε υπερήφανα: «Υπό τας συνθήκας αυτάς, αδυνατώ να Σας παραδώσω την νήσον». Την ιδία απάντηση έδωσε αμέσως μετά και ο στρατιωτικός διοικητής της νήσου. Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι εκπρόσωποι των αρχών της πόλεως στο κτίριο και οι Ιταλοί αξιωματούχοι ένιωθαν όλο και πιο άβολα. Τελικώς, ο Foschini συναίνεσε στην παραχώρηση ολιγόλεπτης προθεσμίας μόνο, όμως, για να συσκεφθεί ο Ευριπαίος με τους άλλους αξιωματούχους. Αμέσως, ο νομάρχης διέταξε τον διευθυντή της νομαρχίας Σταθακόπουλο να επικοινωνήσει «παντί τρόπω» με το Υπουργείο Εσωτερικών. Πράγματι, ο Σταθακόπουλος κατάφερε να επικοινωνήσει με την Αθήνα και τον αρμόδιο υπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Ο τελευταίος, όμως, αρνήθηκε να του δώσει οιαδήποτε οδηγία, προτού επικοινωνήσει με τον Πρωθυπουργό Γονατά.

Την ιδία ώρα, στο γραφείο του νομάρχη Κερκύρας διεξαγόταν η προαναφερθείσα σύσκεψη. Οι συμμετέχοντες σε αυτή εξουσιοδότησαν τον Ευριπαίο όπως ζητήσει από τον Ιταλό Πλοίαρχο την παροχή επαρκούς προθεσμίας για τη λήψη οδηγιών από την Αθήνα, την υποβολή των όρων, υπό τους οποίους ο Foschini ζητούσε την παράδοση της νήσου και την διασαφήνιση του είδους της καταλήψεως. Εάν ο Foschini επεδείκνυε την αυτή άτεγκτη στάση, ο νομάρχης εξουσιοδοτείτο να δηλώσει ότι θα αντέτασσε μόνο παθητική άμυνα, διότι το νησί στερούταν στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Ευριπαίος, διατηρώντας πλήρως την αυτοκυριαρχία του κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες, πήγε στον Foschini, προς τον οποίο και εξαπέλυσε ένα δριμύ «κατηγορώ» για την παραβίαση της, παλαιόθεν κατοχυρωμένης, ουδετερότητας της Κέρκυρας. Ο Ιταλός αξιωματικός τον διέκοψε για μία ακόμη φορά. και ζήτησε από τον πρόξενο της χώρας του να μεταφέρει στον Έλληνα νομάρχη ότι δεν είχε την πρόθεση να συνομιλήσει μαζί του. Το μόνο που ανέμενε από τον τελευταίο ήταν ένα «Ναι» ή ένα «Όχι».

Ο Ευριπαίος του απήντησε πως ο Ιταλός διοικητής της ναυτικής μοίρας Ναύαρχος Emilio Solari ήταν τακτικός επισκέπτης της Κερκύρας και γνώστης του γεγονότος ότι και τα δύο ενετικά φρούρια της νήσου όχι μόνο εστερούντο οπλισμού για την προβολή αμύνης αλλά ήταν και υπερπλήρη Μικρασιατών προσφύγων. Τότε, ο Ιταλός αξιωματικός, αντιλαμβανόμενος την παρελκυστική πολιτική του Ευριπαίου, του έδωσε ένα σημείωμα με τους όρους παραδόσεως της νήσου και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει. Λίγο πριν φύγει, είπε στον Έλληνα νομάρχη πως εάν έως τις 17:00 μ.μ. (σημειωτέον ότι η ώρα ήδη πλησίαζε τις 16:30 μ.μ.) δεν είχε υψωθεί λευκή σημαία στον ιστό του Παλαιού Φρουρίου, θα ερρίπτοντο τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και θα άρχιζε η απόβαση των ιταλικών στρατευμάτων. Έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι ο Foschini ουδεμία νύξη έκανε περί βομβαρδισμού της πόλεως! Αυτή είναι η κρατούσα εκδοχή (η οποία επιβεβαιώνεται και από άλλους μάρτυρες) για τον διάλογο μεταξύ του Ευριπαίου και του Foschini. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί προς χάριν της ιστορικής αλήθειας ότι ο Ιταλός Πλοίαρχος προέβαλε μία τελείως διαφορετική εκδοχή του διαλόγου αυτού μετά την επιστροφή του στην Ιταλία.  Η εκδοχή αυτή δεν θα παρατεθεί στο παρόν άρθρο, εφ’ όσον άλλωστε δεν τεκμηριώνεται από καμία τρίτη πηγή.

Μετά από την αναχώρηση των δύο Ιταλών αξιωματικών, και αφού έλαβαν γνώση των όρων παραδόσεως της νήσου, οι ελληνικές Αρχές τέθηκαν σε συναγερμό. Καταρχήν, η ολιγάριθμη φρουρά της νήσου διατάχθηκε να ετοιμαστεί το ταχύτερο όπως αναχωρήσει προς το εσωτερικό. Στη συνέχεια, ο δήμαρχος Κερκύρας τύπωσε μία προκήρυξη καλώντας τους δημότες να μη δώσουν καμία αφορμή στους Ιταλούς για την επιβολή αντιποίνων. Τέλος, ο Ευριπαίος έσπευσε στο τηλεγραφείο για να πάρει οδηγίες από την Αθήνα. Στις 17:00 μ.μ., ρίχθηκαν οι τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και λίγο μετά τα ιταλικά πλοία άρχισαν να βάλουν κατά του Παλαιού και του Νέου Φρουρίου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι Ιταλοί πυροβολητές σημάδευαν τις επάλξεις του Παλαιού Φρουρίου, επί των οποίων κινούνταν γυναίκες και παιδιά. Η απόσταση μεταξύ των πλοίων και της ακτής δεν ξεπερνούσε τα τριακόσια μέτρα και είναι αδύνατον ουδείς Ιταλός να μην διέκρινε τα γυναικόπαιδα. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία επί 90 λεπτά όλοι οι, επιβαίνοντες των πλοίων, Ιταλοί δεν τα διέκριναν, είναι πρακτικώς αδύνατον οι Ιταλοί να μην αντιλήφθηκαν τα διακόσια περίπου παιδιά, τα οποία κολυμπούσαν κάτω από το Παλαιό Φρούριο και κινδύνευαν άμεσα να τραυματιστούν από τις οβίδες. Την ίδια ώρα, το ελαφρύ καταδρομικό «Premuda» έβαλε κατά του Νέου Φρουρίου από απόσταση πεντακοσίων μέτρων. Εκεί, έμεναν οι μαθητές της Σχολής Χωροφυλακής, οι Βρεταννοί εκπαιδευτές τους, λίγοι στρατιώτες της φρουράς της νήσου και εκατοντάδες πρόσφυγες.

Είναι δύσκολο το να περιγραφεί με λέξεις ο απερίγραπτος πανικός, ο οποίος προκλήθηκε σε ολόκληρη την πόλη της Κερκύρας. Όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στις υπόγειες στοές των φρουρίων, στα σπίτια και στις εκκλησίες της πόλεως, ενώ κάποιοι άλλοι έπεφταν στη θάλασσα. Ο τρόμος επετείνετο από το θέαμα των πρώτων νεκρών και των τραυματιών, τις οιμωγές των οικείων τους, τις φωνές τρόμου των γυναικοπαίδων αλλά και την πτήση ορισμένων ιταλικών αεροπλάνων σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την πόλη. Ο Κερκυραίος Σπυρίδων Κατσαρός δίνει ανάγλυφα την εικόνα της πόλεως κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού: «Όλη η πόλη, μέσα σε λίγα λεπτά, σηκώθηκε στο πόδι. Γυναίκες με τα εσώρουχα έτρεχαν στους δρόμους, με τα μάτια γουρλωμένα από τον πανικό. Έγκυες έκαναν αποβολή μεσ’ τους δρόμους. Γέροι σέρνονταν και ούρλιαζαν σπαρακτικά. Ο κόσμος, αλλόφρων έτρεχε προς τις εξοχές. Εν τω μεταξύ, φονικές οι οβίδες έπεφταν κατά αραιά διαστήματα, σκορπίζοντας τον θάνατο».

 

unnamed (1)
Ο βομβαρδισμός της Κερκύρας σε λαϊκή λιθογραφία

Σύμφωνα με όλους όσους έζησαν τα δραματικά εκείνα γεγονότα, ο βομβαρδισμός δεν ήταν συνεχής, αλλά κατά αραιά χρονικά διαστήματα, δίχως να έχει διευκρινισθεί η αιτία. Ίσως, αυτό να οφειλόταν στην φιλευσπλαχνία του Ιταλού Ναυάρχου (αν και ο ίδιος ουδέποτε εξέφρασε έναν τέτοιο ισχυρισμό για να ελαφρύνει την θέση του), ίσως, όμως, και σε σαδισμό από μέρους των Ιταλών. Το δεδομένο είναι ότι οι οβίδες των ιταλικών πλοίων έπεφταν εξίσου εντός και εκτός στόχων. Πολλές από αυτές έπεσαν στο εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ άλλες έπεσαν ακόμα και στον κήπο των πρώην θερινών βασιλικών ανακτόρων, που βρίσκονται αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη! Ο βομβαρδισμός διήρκεσε επί 25 λεπτά περίπου και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 15 και τον τραυματισμό τουλάχιστον 35 ατόμων, σύμφωνα με τις περισσότερες διασταυρωμένες πηγές. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι Ιταλοί συγγραφείς παρουσιάζουν μέχρι και σήμερα σημαντικά μειωμένο τον αριθμό των θυμάτων, που κατ’ αυτούς ανέρχονταν σε 7 νεκρούς και 10 με 14 τραυματίες.

Στην Κέρκυρα δεν ήταν μόνο οι κάτοικοι της νήσου, οι οποίοι ζούσαν δραματικές στιγμές. Ο νομάρχης Ευριπαίος βίωνε μία εξίσου δραματική εμπειρία καθώς γύρω του οι οβίδες των Ιταλών σκορπούσαν τον θάνατο και εκείνος ευρίσκετο στο τηλεγραφείο, προσπαθώντας να έρθει σ’ επαφή με την ελληνική κυβέρνηση. Η απάντηση, όμως, των Αθηνών αργούσε να έρθει και ο νομάρχης δεν μπορούσε να την αναμένει αδρανής. Εξέδωσε, λοιπόν, μία σειρά διαταγών σε συνεργασία με τις άλλες αρχές της νήσου. Πρώτον, οι ευρισκόμενοι εντός του Νέου Φρουρίου μαθητές της Σχολής Αστυνομίας όφειλαν να φύγουν εκτός πόλεως το συντομότερο δυνατόν. Δεύτερον, οι αδειούχοι στρατιώτες έπρεπε να κατευθυνθούν προς τα χωριά ή τουλάχιστον να αποφύγουν την εμφάνισή τους εν στολή εντός της πόλεως . Οι Ιταλοί πιθανότατα θα τους συνελάμβαναν και η τύχη τους θα ήταν αβέβαιη. Τρίτον, τα όργανα της τάξεως διατάσσονταν όπως μεριμνήσουν για την αποφυγή αποδοκιμασιών ή πολύ περισσότερο πυροβολισμών από μέρους των δικαίως αγανακτισμένων Κερκυραίων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε περαιτέρω κλιμάκωση της βίας με θύματα κυρίως Κερκυραίους, καθώς οι Ιταλοί είχαν καταστήσει σαφή την πρόθεσή τους όπως καταλάβουν την νήσο με κάθε τρόπο αφού δεν δίστασαν να προχωρήσουν στον βομβαρδισμό της, μέρα – μεσημέρι. Τέλος, ο Ευριπαίος συνέταξε μία επίσημη διαμαρτυρία προς τον Ιταλό Ναύαρχο Solari.

Η διαδικασία εκδόσεως των διαταγών ολοκληρώθηκε δίχως να έχουν φθάσει ορισμένες έστω οδηγίες της ελληνικής κυβερνήσεως στο νησί. Εν τω μεταξύ, οι ιταλικές οβίδες συνέχιζαν να πέφτουν, σκορπίζοντας τον θάνατο και την καταστροφή. Τότε, ο νομάρχης απεφάσισε να επωμισθεί το βάρος της μεγάλης αποφάσεως. Στις 17:27 μ.μ., έδωσε διαταγή στον σηματογράφο του Παλαιού Φρουρίου να υψώσει τη λευκή σημαία. Επειδή δε, λευκή σημαία δεν ανευρισκόταν στο φρούριο και ο χρόνος περνούσε, τα τέκνα του Ευριπαίου έβγαλαν ένα τεράστιο, άσπρο σεντόνι στο μπαλκόνι του κτιρίου της νομαρχίας. Ήταν μία ορθή απόφαση, η οποία δικαιώθηκε απολύτως από τις μετέπειτα εξελίξεις και είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την παύση του βομβαρδισμού.

image (3)
Ο Νομάρχης Κερκύρας Πέτρος Ευριπαίος 

Κατά τη διάρκεια των προσεχών λεπτών, άρχισε η απόβαση των Ιταλών στρατιωτών στο λιμάνι. Αυτοί, αφού παρατάχθηκαν σε διάταξη μάχης, άρχισαν να κινούνται «κατά κύματα» για να καταλάβουν τα δύο φρούρια και άλλα ζωτικά σημεία της πόλεως. Ένα απόσπασμα, αποτελούμενο από δέκα πάνοπλους στρατιώτες, εισέβαλε στο κτίριο της νομαρχίας και συνέλαβε τον άοπλο Ευριπαίο. Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε μία νέα ταλαιπωρία για τον ηρωϊκό νομάρχη. Αρχικώς, οδηγήθηκε στο καταδρομικό «G. Pepe», όπου οι Ιταλοί τον περιέφεραν «από αξιωματικό σε υπαξιωματικό και από υπαξιωματικό σε ναύτη», όπως έγραψε ο ίδιος μετά από την απελευθέρωσή του. Στο τέλος, ο συνήθως πράος και υπομονετικός Ευριπαίος εξανέστη και διαμαρτυρήθηκε εντόνως. Αξίωσε να σταματήσει αυτή η αχαρακτήριστη συμπεριφορά και να μεταφερθεί το ταχύτερο δυνατόν στην ιταλική ναυαρχίδα για να συναντήσει τον Ναύαρχο Solari. Πράγματι, ύστερα από αρκετή ώρα, ο Ευριπαίος μετεφέρθη στην ιταλική ναυαρχίδα και του επετράπη να δει τον Solari  αργά το βράδυ.

Δεν θα εκτεθεί επακριβώς στο παρόν άρθρο ο γλαφυρός εκείνος διάλογος μεταξύ του Ευριπαίου και του Solari. Απλώς, θα τονιστεί ότι εξ αρχής ο νομομαθής Ευριπαίος εξαπέλυσε άφοβα ένα δριμύτατο «κατηγορώ», επικρίνοντας τον ιταλικό βομβαρδισμό και τον Solari προσωπικώς. Το άτυπο αυτό «κατηγορητήριο» επρόκειτο να αποτελέσει τον πυρήνα της επίσημης επιχειρηματολογίας της ελληνικής κυβερνήσεως μεταγενέστερα. Ο Ιταλός Ναύαρχος περιήλθε σε δεινή θέση και αντέταξε ότι ο ίδιος «απλώς» εκτελούσε εντολές, αποφεύγοντας να δικαιολογήσει τον βομβαρδισμό. Αντιλαμβανόμενος δε το αδύναμο της θέσεώς του, διέκοψε τον διάλογο με τον Ευριπαίο και διέταξε την μεταφορά του έλληνα νομάρχη σε άλλο πλοίο. Εκεί, διανυκτέρευσε ο  Ευριπαίος, φρουρούμενος διαρκώς. Την επόμενη μέρα, 1η Σεπτεμβρίου, υπεβλήθη σε έναν νέο γύρο μετακινήσεων από πλοίο σε πλοίο, δίχως να του επιτραπεί να δει και πάλι τον Solari ή έστω να έρθει σε επαφή με την οικογένειά του. Τελικώς, την 2α Σεπτεμβρίου, του εδόθη η άδεια να αναχωρήσει για την Ελλάδα . Μετέβη φρουρούμενος στο κτίριο της νομαρχίας για να μαζέψει τα υπάρχοντά του, να πάρει την οικογένειά του και να αναχωρήσει εντός ολίγων λεπτών.

 Πως, όμως, εξελίχθηκε η απόβαση των Ιταλών στην Κέρκυρα; Οι στρατιώτες πίστευαν ότι διεξαγόταν πραγματική μάχη και είχαν καταληφθεί από την έξαψή της. Άρχισαν να σκάβουν χαρακώματα, έστησαν πυροβολεία, παρέταξαν τα κανόνια τους στις πλατείες και έστειλαν περιπόλους για να καταλάβουν τα δύο φρούρια. Όταν οι ανιχνευτές ανήγγειλαν ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος Έλληνα στρατιώτη σ’ αυτά, οι σάλπιγγες έδωσαν τη διαταγή της επιθέσεως. Αμέσως, οι Ιταλοί στρατιώτες  έχασαν κάθε στρατιωτική πειθαρχεία και άρχισαν να τρέχουν, συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον και πατώντας κυριολεκτικώς επί πτωμάτων, για να καταλάβουν τα «απόρθητα» οχυρά. Το μένος τους ξέσπασε στο οίκημα του VII Στρατολογικού Γραφείου, την πόρτα του οποίου γάζωσαν με σφαίρες. Στη συνέχεια, το κατέστρεψαν ολοσχερώς, σπάζοντας τα έπιπλα, σχίζοντας τα αρχεία, καίγοντας τα μητρώα και «αφαιρώντας» διάφορα κιβώτια και μία κλίνη εκστρατείας! Την ίδια απρεπή συμπεριφορά επέδειξαν και στο Φρουραρχείο, ενώ στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο διέταξαν την απομάκρυνση όλων ανεξαιρέτως των ασθενών και συνέλαβαν όλο το προσωπικό. Επίσης, συνελήφθησαν αρκετοί αξιωματικοί της Στρατολογίας, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην ιταλική ναυαρχίδα, ενώ υπάρχουν στοιχεία και για συλλήψεις ελαχίστων αξιωματικών και στρατιωτών, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν από την πόλη.

Εκτεταμένες ζημιές προκλήθηκαν και στο Νέο Φρούριο. Εκεί, οι Ιταλοί στρατιώτες έσπασαν την πόρτα της εκκλησίας, λεηλάτησαν τις αποθήκες ιματισμού της Σχολής Αστυνομίας και επέδραμαν στην κατοικία του Διευθυντή της Σχολής, απ’ όπου εκπαραθύρωσαν όλα τα έπιπλα!  Το χειρότερο όλων, όμως, συμβάν έλαβε χώρα στο Παλαιό Φρούριο. Εκεί, ένας λόχος Ιταλών στρατιωτών βρήκε μία ελληνική σημαία, την κρέμασε σαν κουρέλι πάνω σε μία ξιφολόγχη και την περιέφερε χλευαστικώς στην πόλη. Η θλιβερή αυτή πομπή κατέληξε πάνω στην ιταλική ναυαρχίδα, όπου οι Ιταλοί ζητωκραύγασαν υπέρ της χώρας τους και του… ενδόξου στρατού της. Καθ’ όλη την πορεία της επαίσχυντης αυτής «παρελάσεως», δεν βρέθηκε ούτε ένας Ιταλός αξιωματικός για να σταματήσει το θλιβερό αυτό θέαμα.

Συνέβησαν και άλλα έκτροπα κατά τη διάρκεια των πρώτων ωρών της αποβάσεως, η οποία θεωρήθηκε ως περατωθείσα γύρω στις 19:00 μ.μ.. Κατά τις αμέσως προσεχείς ημέρες, οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Λευκίμμη και τα μικρά νησάκια, που βρίσκονται στα βόρεια της Κερκύρας. Οι ακρότητες πολλών στρατιωτών κατά τις πρώτες ώρες τις καταλήψεως αλλά και η έμφυτη ανασφάλεια, που προκαλεί σε κάθε στράτευμα το γεγονός της μετάβασής του σ’ ένα άγνωστο και απολύτως εχθρικό περιβάλλον, κατέστησαν τους Ιταλούς ιδιαιτέρως ανασφαλείς και νευρικούς στις κινήσεις τους. Όλοι, αξιωματικοί και οπλίτες, κυκλοφορούσαν ένοπλοι νυχθημερόν. Επιπλέον, ο κάθε αξιωματικός ακολουθείτο παντού από ένοπλο συνοδό, με αποτέλεσμα ο μισός περίπουστρατός κατοχής να απασχολείται με την ασφάλεια των αξιωματικών, έστω κι αν οι τελευταίοι ουδέποτε απειλήθηκαν από κάποιον. Οι υπόλοιποι Ιταλοί στρατιώτες περιπολούσαν σ’ όλη την πόλη συνεχώς. Ως εκ τούτου, η Κέρκυρα έδινε την εικόνα μίας πόλεως – φρουρίου. Αυτό συνέβαινε την ίδια ώρα που οι Ιταλοί στο νησί διεκήρυσσαν σε όλους τους τόνους το προσωρινό της κατοχής. Σχετικές ανακοινώσεις, οι οποίες συνοδεύονταν από διακηρύξεις περί ειρηνικής καταλήψεως της νήσου, τοιχοκολλήθηκαν σε πολλά σημεία της πόλεως. Οι ίδιες οι πράξεις, όμως, των Ιταλών καθιστούσαν τους Κερκυραίους ιδιαιτέρως δύσπιστους για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Καταρχάς, οι Ιταλοί ανήρτησαν σε όλα τα δημόσια κτίρια φρεσκοβαμμένες επιγραφές στα ιταλικά, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι λίγοι Κερκυραίοι ήταν γνώστες της γλώσσας αυτής. Πιο συγκεκριμένα, στο κτίριο της νομαρχίας εγκαταστάθηκε το «Commando Occupazione» – κατοχικό αρχηγείο -, σε αυτό του ταχυδρομείου το «Poste Italiane» – ιταλικό ταχυδρομείο – κ.ο.κ.. Λίγες ημέρες μετά, έφθασαν στο νησί από τη Ρώμη ο Ιταλός υφυπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και ένας γενικός επιθεωρητής της διοικήσεως. Σκοπός της μετάβασής τους στην Κέρκυρα ήταν η οργάνωση των τοπικών υπηρεσιών κατά το ιταλικό σύστημα. Επιπλέον, υπάρχουν μαρτυρίες για τη μυστική άφιξη στο νησί και του Ιταλού υπουργού Οικονομικών μαζί με μία ομάδα υψηλόβαθμων στελεχών του υπουργείου για να επιλύσουν τα διάφορα προβλήματα, τα οποία είχαν ανακύψει και ιδίως αυτό της παράλληλης κυκλοφορίας των δύο νομισμάτων, της ελληνικής δραχμής και της ιταλικής λιρέττας.

 Στη συνέχεια, υπήρχαν σαφείς ενδείξεις μακροχρόνιας εγκατάστασης των Ιταλών στο νησί. Ορισμένες εξ αυτών ήταν η έναρξη εκτελέσεως εκτεταμένων χωματουργικών έργων για την κατασκευή αεροδρομίου σε περιοχή πλησίον της πόλεως, η προσπάθεια δημιουργίας σταθμού υποδοχής υδροπλάνων στα Γουβιά και η συνεχής αποστολή τεραστίων ποσοτήτων πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει πολλαπλάσιο αριθμό ανδρών. Τέλος, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η κυκλοφορία ενός γραμματοσήμου με την ένδειξη «Κέρκυρα – ιταλική κατοχή» από τις πρώτες κιόλας ημέρες της καταλήψεως.

 

unnamed
  Ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού L’ Illustration στο επεισόδιο της Κέρκυρας

 

 Οι προαναφερθείσες πράξεις επέτειναν την καχυποψία των Κερκυραίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις των Ιταλών και συνέτειναν στη διατήρηση του κακού κλίματος μεταξύ των δύο εθνοτήτων. Εξαίρεση αποτελούσαν τα μέλη της ευάριθμης Ιταλοκερκυραϊκής παροικίας. Τα περισσότερα εξ αυτών είχαν υποδεχθεί με χαρά τους Ιταλούς στρατιώτες και κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τους εξυπηρετήσουν ιδίως κατά τις πρώτες ημέρες της κατοχής. Όσο, όμως, γινόταν πιθανότερο το ενδεχόμενο της αποχωρήσεως των ιταλικών στρατευμάτων, τόσο περισσότερο αποστασιοποιημένοι από τα γεγονότα προσπαθούσαν να δείχνουν οι Ιταλοκερκυραίοι. Βεβαίως, ήταν πλέον αργά για τους περισσοτέρους απ’ αυτούς. Στη δυσκολότερη θέση απ’ όλους ευρίσκετο ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος της νήσου, ονόματι Brindizi. Αυτός, παρασυρθείς από τον ενθουσιασμό του, κατέβηκε από τους πρώτους στην παραλία και δεν σταμάτησε να ευλογεί τα αποβιβαζόμενα ιταλικά στρατεύματα! Μάλιστα, παρέμεινε επί μακρόν εκεί, ενώ την ίδια ώρα οι Κερκυραίοι προσπαθούσαν να συνέλθουν από τον βομβαρδισμό και έσπευδαν μαζικά να βοηθήσουν τα δυστυχή θύματα.

Η ιταλική διοίκηση σύντομα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνο στους Ιταλοκερκυραίους, αλλά έπρεπε να επιτύχει μίας κάποιας μορφής συνεργασία και με τους υπολοίπους κατοίκους. Ο νέος διοικητής της νήσου Αντιναύαρχος Belleni ήρθε σύντομα σε προστριβή με πολλούς τοπικούς παράγοντες. Διαβλέποντας τις δυσκολίες, αποφάσισε να εκμεταλλευθεί το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των Κερκυραίων και να προσεγγίσει τον Μητροπολίτη Κερκύρας Αθηναγόρα, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη. Σύντομα, ο Ιταλός πρόξενος μεταβίβασε την πρόσκληση του Belleni στον Αθηναγόρα, ο οποίος μετέβη στην νομαρχία. Εκεί, ο Belleni τον υποδέχθηκε με, ασυνήθιστη για τον ίδιο αβρότητα. Ο Αθηναγόρας, όμως, δεν επρόκειτο να πέσει στην παγίδα. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με παγερή ψυχρότητα και αμέσως μετά καθήλωσε τον συνομιλητή του, απευθύνοντάς του έντονες διαμαρτυρίες για τον βομβαρδισμό. Ο Ιταλός Ναύαρχος αιφνιδιάστηκε και προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ισχυριζόμενος πως οι Ιταλοί αγνοούσαν παντελώς τη ύπαρξη προσφύγων στα δύο φρούρια. Τότε, ο Αθηναγόρας τον διέκοψε και με αυστηρό ύφος τον επετίμησε, λέγοντας του επί λέξει: «O κύριος Ναύαρχος να μου επιτρέψει να διαμαρτυρηθώ και δια την ανακοίνωσιν την οποίαν ταύτην την στιγμήν ποιείται, διότι γνωρίζω ότι και ο νομάρχης  και ο Υμέτερος πρόξενος, ο οποίος προ της ενάρξεως του βομβαρδισμού επεσκέφθη το Ναυαρχείον, ανεκοίνωσαν τούτο». Στην απόκριση του αποσβολωμένου Belleni ότι πραγματικά λυπούταν για το γεγονός, ο Αθηναγόρας χαιρέτησε και αποχώρησε.

Ο Belleni αντικαταστάθηκε την επομένη μέρα (2α Σεπτεμβρίου) από τον ομοιόβαθμό του Simonetti, o oποίος ήταν μεγαλύτερος ηλικιακά και είχε ηπιότερο χαρακτήρα. Ο τελευταίος εξέδωσε μία διαταγή προς τους Ιταλούς στρατιώτες για την πρόκληση όσο το δυνατόν μικρότερης ενόχλησης στη ζωή των Κερκυραίων. Επίσης, προχώρησε στη λήψη πολλών μέτρων για τον προσεταιρισμό (έστω και δια του χρηματισμού) των κατοίκων. Ήταν, όμως, μάταιο. Οι Κερκυραίοι έκλεισαν τα καταστήματά τους μετά τον βομβαρδισμό και μόνο δια της βίας «επείσθησαν» να τα επαναλειτουργήσουν. Ακόμα και τότε, όμως, αρνούνταν να συναλλαχθούν με Ιταλούς. Ουδείς τους πλησίαζε και όλοι εξεδήλωναν εμφανώς την αποστροφή τους για τους κατακτητές. Τότε, οι Ιταλοί σκέφτηκαν να εκμεταλλευθούν την, έως και σήμερα γνωστή, λατρεία των Κερκυραίων για τη μουσική, στέλνοντας κάθε απόγευμα τη στρατιωτική τους μπάντα να παίζει μουσική στην εξέδρα της Άνω Πλατείας (Σπιανάδα). Αμέσως, ο χώρος άδειαζε από Κερκυραίους και έμεναν μόνο οι Ιταλοί στρατιώτες. Οι Ιταλοί, όμως, συνέχιζαν να στέλνουν την μπάντα. Την 10η Σεπτεμβρίου, ορισμένοι αγανακτισμένοι Κερκυραίοι όρμησαν στην εξέδρα και κατέστρεψαν τον φωτισμό, υποχρεώνοντας την μπάντα να αποχωρήσει εσπευσμένα. Επιπλέον, οι Ιταλοί ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνεχείς πράξεις δολιοφθοράς κατά τη διάρκεια της νύκτας (π.χ. κοπή τηλεφωνικών καλωδίων, σχίσιμο ανακοινώσεων κ.α.). Γενικότερα, το νησί είχε κηρυχθεί ατύπως σε κατάσταση πένθους από την ημέρα της καταλήψεως και ούτε καν γάμοι ετελούντο. Τελευταίο, και ίσως χαρακτηριστικότερο όλων, παράδειγμα των πραγματικών αισθημάτων των Κερκυραίων έναντι των Ιταλών κατακτητών, αποτέλεσε η στάση των γυναικών «ελευθερίων ηθών». Αυτές αρνούντο συστηματικώς να δεχθούν ως πελάτες Ιταλούς αξιωματικούς και οπλίτες, ακόμα και όταν ορισμένοι εξ αυτών τους προσέφεραν διπλάσια της συνηθισμένης αμοιβή. Μάλιστα, έσπευσαν να γνωστοποιήσουν της πρόθεσή τους αυτή και στους Έλληνες χωροφύλακες, τους οποίους και παρεκάλεσαν να παρέμβουν στους Ιταλούς συναδέλφους τους για την αποφυγή περαιτέρω προστριβών.

Είναι, πλέον, δεδομένο ότι οι Ιταλοί σχεδίαζαν την κατάληψη της νήσου από καιρό και είχαν την πρόθεση μακροχρόνιας παραμονής σε αυτήν. Τα σχέδιά τους ανετράπησαν άρδην από τον βομβαρδισμό, ο οποίος ουδέποτε διετάχθη από τον Mussolini. Η ευθύνη γι’ αυτόν βαρύνει αποκλειστικά τον Ναύαρχο Solari. Η ύπαρξη τόσων αδίκως φονευθέντων γυναικοπαίδων προκάλεσε τον αποτροπιασμό της διεθνούς κοινότητας και συνετέλεσε αποφασιστικά στο να μεταβληθεί η Ιταλία από θύμα σε θύτη. Έκτοτε, η υπόθεση ακολούθησε μία νέα πορεία, απρόβλεπτη και δυσάρεστη για τους Ιταλούς ιθύνοντες. Τελικώς, η μαρτυρική Κέρκυρα απελευθερώθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1923.

unnamed (2)
Το επεισόδιο της Κέρκυρας στην Κοινωνία των Εθνών

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι

Νομικός – Διεθνολόγος

Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών

και συγγραφέας της πραγματείας

                  Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923.

Το επεισόδιο Tellini/Κέρκυρας, Αθήνα, 2009

 

 

 

 

 

 

 

 

=