Η «αποκατάσταση» του Μακεδονικού Μετώπου
Η αποτίμηση του επιστημονικού συμποσίου
γράφει ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης
Ήταν πριν από δύο περίπου χρόνια όταν ο καθηγητής Γιάννης Μουρέλος εισηγήθηκε την διοργάνωση συνεδρίου με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δέχθηκα με χαρά αν και στην πίσω πλευρά του μυαλού μου γυρόφερνε το ερώτημα τί το καινούριο θα μπορούσε να αναδείξει ένα τέτοιο συνέδριο. Η διοργάνωση επετειακών συνεδρίων είναι βέβαια σύνηθες φαινόμενο σε ολόκληρο τον κόσμο. Δίνει την ευκαιρία σε ειδικούς αλλά και στο ευρύ κοινό να «ζωντανέψουν» ένα κατά κανόνα ξεχασμένο στη λήθη θέμα. Επιτρέπει επίσης την εκ του σύνεγγυς επικοινωνία επιστημόνων και βοηθά στην αποτίμηση της επιστημονικής παραγωγής.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή η ανταπόκριση των ιστορικών απ’ όλο τον κόσμο οι οποίοι ασχολούνται με το Μακεδονικό Μέτωπο ήταν εντυπωσιακή. Σχεδόν όλοι δέχθηκαν με χαρά δίνοντας ραντεβού στη Θεσσαλονίκη. Σε μια στιγμή που ο επετειακός συνεδριακός τουρισμός έδειχνε σημεία κορεσμού, η Θεσσαλονίκη ήρθε να αναζωογονήσει την ενασχόληση με τον Μεγάλο Πόλεμο. Το πρώτο στοίχημα είχε ήδη κερδηθεί. Το μαρτυρά άλλωστε και η ανάδειξη του στρατιωτικού κοιμητηρίου στο Ζεϊτενλίκ σε δεύτερο σε επισκεψιμότητα μνημείο της πόλης, μετά τον Άγιο Δημήτριο.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα αγκάλιασε με μεγάλη αγάπη το συνέδριο. Η σύμπραξη του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό την αιγίδα του δήμου Θεσσαλονίκης προσέδωσε κύρος αποδεικνύοντας πως η πόλη είχε τη βούληση να τιμήσει την ιστορία της. Οι ομάδες των φοιτητών από τους εν λόγω φορείς που εργάσθηκαν αφιλοκερδώς, με ενθουσιασμό και μεράκι για περισσότερους από δεκαοχτώ μήνες, οριοθέτησαν το υψηλό ακαδημαϊκό προφίλ και την βούλησή τους να αντισταθούν με σεμνότητα στην τρέχουσα παρακμή.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα δεν αποτέλεσε έκπληξη η μαζική προσέλευση στις εργασίες του συνεδρίου. Ένας σταθερός αριθμός διακοσίων ατόμων, αρκετοί από αυτούς όρθιοι, παρακολούθησαν ανελλιπώς το συνέδριο συμμετέχοντας με τις αντιδράσεις τους σε όσα επικοινωνούσαν οι ιστορικοί. Οι τελευταίοι φώτισαν με τα επιχειρήματά τους πολλές πτυχές από την δράση της Στρατιάς της Ανατολής. Αμφισβήτησαν το στερεότυπο των «κηπουρών της Θεσσαλονίκης» κατά την έκφραση του Κλεμανσό και αποκατέστησαν την μνήμη τους στη συλλογική αφήγηση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ομόφωνη ήταν η άποψη πως το Μακεδονικό Μέτωπο και η κατάρρευση της Βουλγαρίας επιτάχυναν τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, την ίδια στιγμή που το Δυτικό Μέτωπο είχε βαλτώσει. Σε μια άλλη διάσταση οι εισηγητές ανέδειξαν αρκετές επί μέρους πτυχές των πολεμικών επιχειρήσεων, όπως τις υγειονομικές υπηρεσίες και τις συνέπειες στα στρατιωτικά σώματα αλλά και στους αμάχους από τις μολυσματικές ασθένειες αλλά και την κατασκευή της μνήμης των βετεράνων του πολέμου και τις ιδιαιτερότητές της από χώρα σε χώρα.
Η χαρτογράφηση του Μετώπου κατέστησε εναργέστερη και την κατεύθυνση της έρευνας μελλοντικά. Η συγκριτική προσέγγιση της κοινωνικής και στρατιωτικής κινητικότητας στην περιοχή των Βαλκανίων με την μελέτη φαινομένων όπως η επιστράτευση, οι λιποταξίες, η δημογραφική μηχανική, σε συνδυασμό με την αποτύπωση της κληρονομιάς του πολέμου στις μεσοπολεμικές βαλκανικές κοινωνίες με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως ο αγροτικός, στο επίπεδο της ιστοριογραφίας αλλά και της τέχνης προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο ενός νέου επιστημονικού συνεδρίου που προγραμματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1918. Τότε με τη λήξη του πολέμου η σκυτάλη των πρωταγωνιστών δικαιολογημένα περνά στους Βρετανούς που πρωταγωνίστησαν στην οριοθέτηση του μεταπολεμικού κόσμου, ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Η Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου αφιέρωσε τις εργασίες του στη μνήμη των στρατιωτών όλων των εθνικοτήτων που έχασαν τη ζωή τους. Πολλοί από αυτούς αναπαύονται στο κοιμητήριο του Ζεϊτενλίκ αλλά και στα στρατιωτικά νεκροταφεία που βρίσκονται διάσπαρτα στη μακεδονική ενδοχώρα. Έναν αιώνα μετά η θυσία τους εξακολουθεί να αναζητά την δικαίωσή της.
Μιχαηλίδης Ιάκωβος
Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΑΠΘ