Skip to main content

Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης: Η Τουρκία ενάντια στους χριστιανούς της Ανατολής (αρχές 20ού αιώνα). Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Τουρκία ενάντια στους χριστιανούς της Ανατολής (αρχές 20ού αιώνα). Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Γενοκτονία των χριστιανικών λαών τής Ανατολής ήταν το τίμημα της δημιουργίας τού τουρκικού κράτους, γι’ αυτό και η Τουρκία όχι μόνο δεν αποδέχθηκε κάτι τέτοιο ποτέ, αλλά αντίθετα ανέπτυξε στρατηγικές άρνησης: προσεκτική χρήση τής γλώσσας για τα εγκλήματα, απαγόρευση της δημόσιας υποστήριξης της Γενοκτονίας, περιορισμοί στην πρόσβαση και στη χρήση αρχειακού υλικού, δραστηριοποίηση της τουρκικής διπλωματίας υπέρ της άρνησης της Γενοκτονίας κ.λπ. Και όπως διαβάζουμε στη λίστα του Gregory Stanton για τα στάδια της γενοκτονίας, η «άρνηση είναι το τελικό στάδιο, που είναι διαρκές και πάντα ακολουθεί μια γενοκτονία. Είναι από τους πιο σίγουρους δείκτες για ένδειξη περαιτέρω γενοκτονικών σφαγών».

Όμως άρθρα και μελέτες των Ελλήνων καθηγητών και ερευνητών όπως των: Πολυχρόνη Ενεπεκίδη (αείμνηστου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης), Κωνσταντίνου Φωτιάδη, Θεοδόση Κυριακίδη, Βασίλη Μεϊχανετσίδη κ.ά., αλλά και ξένων, όπως των: Taner Akçam, Matthias Bjornlund κ.ά., βασισμένες σε αρχεία της Ελλάδας, της Τουρκίας, των παραδοσιακών Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και άλλων κρατών, στοιχειοθετούν πλέον με κάθε λεπτομέρεια τη συντελεσθείσα σε βάρος τού Ελληνισμού Γενοκτονία από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς.

Η έντονη οικονομική και πολιτισμική δραστηριότητα των Ελλήνων τής Ανατολής, εν προκειμένω του Πόντου, επιβεβαιώνεται όχι μόνο μέσα από τις ελληνικές αλλά και από τις ξένες πηγές. Η εξόντωση των Ελλήνων είχε επομένως «διττή σημασία για την Τουρκία, καθώς σήμαινε την απαλλαγή από μία εθνότητα με έντονη εθνική συνείδηση και με ισχυρή οικονομική παρουσία», σύμφωνα με την ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας Άρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού.

Το έτος 1908 το επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα των Νεοτούρκων χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό από όλες τις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ αυτών φυσικά και οι Έλληνες (τουλάχιστον ένα μέρος αυτών) και κυρίως οι Αρμένιοι, τρέφοντας αυταπάτες, είχαν σπεύσει να χαιρετίσουν με ενθουσιασμό το κίνημα κατά του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, χαρακτηρίζοντας τις διακηρύξεις τής Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» για ισότητα και ελευθερία ως γεγονός «χαρμόσυνον και ανεκτιμήτου αξίας». Δεν αντιλήφθηκαν όμως έγκαιρα ότι το φιλελεύθερο κομμάτι τού Νεοτουρκικού Κινήματος αποδυναμώθηκε σχεδόν αμέσως, και τον κυρίαρχο ρόλο είχαν πια οι απόψεις των ακραίων εθνικιστών.

Τον Αύγουστο του 1910 και το Σεπτέμβριο του 1911 οι Νεότουρκοι έθεσαν στη Θεσσαλονίκη τις βάσεις τού εκτουρκισμού τής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, ο Ziya Gökalp (1876-1924), μέλος τής Κεντρικής Επιτροπής τής «Ενώσεως και Προόδου», ηγετικός θεωρητικός εκφραστής τής ιδεολογίας τού Τουρκισμού, εξαίρεσε όλους τους μη μουσουλμάνους από τον ορισμό τού τουρκικού έθνους, υποστηρίζοντας: «Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι είναι και θα παραμείνουν ξένο σώμα στο τουρκικό εθνικό κράτος». Έτσι οι αρχικές διακηρύξεις «περί ισονομίας και ισοπολιτείας» αντικαταστάθηκαν πολύ γρήγορα από το γνωστό σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους».

Οι Νεότουρκοι έθεσαν ουσιαστικά σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιό τους: αφομοίωση των μουσουλμανικών μη τουρκικών πληθυσμών, αποδυνάμωση και εκδίωξη από τα εδάφη της Μ. Ασίας και βέβαια φυσική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών∙ πρακτικές που αναφέρονται και στις τουρκικές πηγές καθώς και στα κείμενα και τις αναφορές των Ευρωπαίων (στρατιωτικών, πολιτικών και ιεραποστόλων). Για παράδειγμα, ο αυτόπτης μάρτυρας των πρώτων χρονικά αρμενικών σφαγών (1894-1896), Γερμανός προτεστάντης θεολόγος Dr. Johannes Lepsius σημείωνε: «Το συνέδριο (ενν. των Νεοτούρκων) επιβεβαιώνει ότι αργά ή γρήγορα η οθωμανοποίηση όλων των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πρέπει να ακολουθήσει, και αν αυτό δεν μπορέσει να επιτευχθεί με ειρηνικά μέσα, δεν πρέπει να διστάσει κανείς μπροστά σε βίαια ή ακόμη και στρατιωτικά μέσα…».

Ξεκίνησαν, λοιπόν, από τα βορειοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας, ήδη από το 1913, οι εκτοπισμοί τού λεγόμενου, από τα μέλη τού Νεοτουρκικού Κομιτάτου, «εσωτερικού εχθρού», στην προκειμένη περίπτωση του συμπαγούς ελληνικού στοιχείου. Σύμφωνα με τον Taner Akçam, όλα τα διαθέσιμα οθωμανικά αρχεία αναφέρουν ότι «επρόκειτο για ένα οργανωμένο σχέδιο της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος», με στόχο την απελευθέρωση της Τουρκίας από τα μη τουρκικά στοιχεία στην περιοχή του Αιγαίου». Τη συνέχιση και καλύτερη εφαρμογή αυτού του νεοτουρκικού σχεδίου ανέλαβε στις αρχές του 1914 η περίφημη «Ειδική Οργάνωση» (Teşkilâtı Mahsusa). Ενδεικτικά για την ακολουθούμενη νεοτουρκική πολιτική αναφέρουμε λ.χ. την ανθρακοφόρο λεκάνη της Ποντοηράκλειας, στα ορυχεία της οποίας εργάσθηκαν πολλοί Έλληνες του Πόντου. Οι πιέσεις των Οθωμανών σε βάρος τού εκεί ελληνικού στοιχείου ξεκίνησαν ήδη από την άνοιξη του 1914. Στόχο των Νεότουρκων είχαν αποτελέσει τότε οι έμποροι και τα σχολεία, πολλά από τα οποία έκλεισαν, όπως του Ζονγκουλντάκ και της Ποντοηράκλειας, ενώ με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Νεότουρκοι κήρυξαν την επιστράτευση των νέων και «εκατομμυρίων λιρών περιουσίας αφήρεσαν παρά των χριστιανών είτε δι’ απειλητικών επιστολών είτε δι’ ευσχήμων επιτάξεων».

Αυτό που επίσης προκύπτει μέσα από τη μελέτη των τουρκικών πηγών, κατά τον T. Akçam, είναι η ύπαρξη ενός διπλού μηχανισμού (φανερού και κρυφού) που το Κομιτάτο των Νεοτούρκων είχε καλά συγκροτήσει, ώστε να μην προκύπτουν κυβερνητικές ευθύνες για τα επιβαλλόμενα εξοντωτικά μέτρα. Οι αναμνήσεις των Kuşçubaşı Eşref, Halil Menteşe, Celal Bayar, και άλλων μελών της «Ειδικής Οργάνωσης», που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα, και τα γερμανικά αρχεία, αποτελούν αδιάψευστη πηγή για το ζήτημα.

Ευτυχής συγκυρία στην προσπάθεια επιβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν και η στάση τής ανερχόμενης τότε ευρωπαϊκής δύναμης, της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία που αφενός είχαν πλέον εγκαταλείψει την αρχή τής «διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου είχαν πιέσει την Πύλη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις (περίφημο Τανζιμάτ), η απολυταρχική Γερμανία δεν έθετε ως προϋπόθεση για τη στρατιωτική και διπλωματική στήριξή της προς την Τουρκία ούτε τη φιλελευθεροποίηση του οθωμανικού καθεστώτος ούτε την κατάληψη τμήματος της οθωμανικής επικράτειας, όπως είχαν πράξει ήδη Γαλλία και Μ. Βρετανία. Για την ακρίβεια, η Γερμανία ήταν η μοναδική χώρα που δεν είχε εγείρει εδαφικές αξιώσεις σε βάρος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και επιπρόσθετα δεν είχε δημιουργήσει αποικίες σε μουσουλμανικό έδαφος. Σαφής στόχος τής Γερμανίας ήταν να ασκήσει με αξιώσεις την πολιτική τού οικονομικού επεκτατισμού της στην περιοχή τής Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στα εδάφη τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα οποία ο ορυκτός πλούτος (πετρέλαια, μεταλλεύματα κ.λπ.) ήταν το μεγάλο δέλεαρ.

Η ουσιαστική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε πραγματικότητα: 1) με την άνοδο στο θρόνο της Γερμανίας του Γουλιέλμου Β΄ στα τέλη της δεκαετίας του 1880, και 2) με τη μεγάλη επιτάχυνση που γνώρισε η ανάπτυξη της βιομηχανίας της την ίδια εποχή. Ο Γουλιέλμος Β΄ εγκατέλειψε τη μετριοπαθή πολιτική του Βίσμαρκ και έθεσε άμεσα σε εφαρμογή, την «πολιτική παγκόσμιας εξάπλωσης» (Weltpolitik). Οι δύο επισκέψεις του Γουλιέλμου Β΄ στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε μια δεκαετία (1889 και 1898) έδωσαν στις γερμανικές επενδύσεις και το γερμανικό επεκτατισμό την ώθηση που χρειάζονταν. Η παρουσία τού Γερμανού αυτοκράτορα στην Πόλη περιόριζε ή και τερμάτιζε τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής από τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της γεωοικονομικής διείσδυσης, ευπρόσδεκτης από την Τουρκία, εντάσσεται ασφαλώς και η δήλωση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ το 1898 από τη Δαμασκό ότι μπορούσαν οι μουσουλμάνοι να τον θεωρούν «προστάτη τους».

Η φανερή, επομένως, γερμανική στήριξη έδωσε τεράστια ώθηση στον τουρκικό εθνικισμό, ιδιαίτερα μετά την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου και την ένταξη της Τουρκίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Στήριξη που έφθασε ακόμη και στη διαταγή από υψηλόβαθμους Γερμανούς, όπως τους στρατηγούς Otto Liman von Sanders, αρχηγό της Αυτοκρατορικής Γερμανικής Αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και Fritz Bronsart von Schellendorf, αρχηγό του Οθωμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, για εκτοπίσεις χριστιανών στο εσωτερικό της Μ. Ασίας δήθεν για στρατιωτικούς λόγους και για αντιμετώπιση της ανταντικής κατασκοπείας, παρά το ότι ήταν πασιφανείς οι ολέθριες συνέπειες τέτοιων πράξεων. Πληθώρα σχετικών στοιχείων για το ρόλο και τις βαριές ευθύνες των Γερμανών, ειδικά στην περιοχή του Πόντου, παρουσίασε ήδη από το 1962 ο αείμνηστος καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, βασισμένος στα αρχεία της Αυστροουγγαρίας που ανοίχθηκαν το 1958 με άδεια της αυστριακής κυβέρνησης.

H έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν, σε τελική ανάλυση, πρώτης τάξης ευκαιρία για τους Νεότουρκους να απαλλαγούν οριστικά από τους χριστιανούς, αρχής γενομένης από τους Αρμένιους, οι οποίοι αφενός δε διέθεταν ελεύθερο εθνικό κέντρο και αφετέρου αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδια των Νεοτούρκων (άλλωστε και στις σφαγές που οι Αρμένιοι είχαν υποστεί από τον Αβδούλ Χαμίτ το 1894-1896, η Ευρώπη δεν είχε αντιδράσει). Έτσι, οι σφαγές και οι πορείες θανάτου των Αρμενίων το 1915, πράξεις που συγκλόνισαν με την αγριότητα και την έκτασή τους, διαπραγμένες μέσα σ’ ένα αντιστρόφως σύντομο χρονικό διάστημα, προκάλεσαν παγκόσμια συγκίνηση και χαρακτηρίσθηκαν από τις Μ. Δυνάμεις «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού», σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις των Συμβάσεων της Χάγης (1899 και 1907). Η πρώτη Γενοκτονία του 20ού αιώνα ήταν πλέον γεγονός.

Κλίμα τρομοκράτησης άρχισε να επικρατεί σταδιακά και στους Έλληνες, γεγονός που τους οδηγούσε στη σκέψη ότι ενδεχομένως θα ακολουθούσε και η δική τους εξόντωση. Όπερ και εγένετο από το 1916 κυρίως και μετά. Οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν διαφορετική τακτική ως προς την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών σε σχέση με την αντίστοιχη κατά των Αρμενίων, λόγω της ύπαρξης του ελληνικού κράτους και του φόβου περαιτέρω επέμβασης των συμμαχικών δυνάμεων. Οι εκτοπισμοί ήταν σταδιακοί και πραγματοποιούνταν σε μεγάλο εύρος χρόνου για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Η γενοκτονία τού ελληνικού στοιχείου δε γινόταν, αρχικά τουλάχιστον, τόσο με εκτελέσεις και σκηνοθετημένες επιθέσεις άτακτων μουσουλμάνων όσο με έμμεσο τρόπο, τον «λευκό θάνατο».  Η λευκή σφαγή όμως διά των ατελεύτητων πορειών θανάτου συνεχίσθηκε με βιασμούς και φόνους, αγχόνες, λεηλασίες και πυρπολήσεις πόλεων, χωριών και μονών.

Τα αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων τής Ανατολής, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Πόντου, φαντάζουν ακόμη πιο τραγικά, αν αναλογιστούμε ότι πραγματοποιήθηκαν με τις «ευλογίες» τής Δύσης, η οποία, είναι αλήθεια, ότι εξέφρασε πολλές φορές τον αποτροπιασμό της. Παρά ταύτα, η «οσμή του πετρελαίου», όπως εύστοχα έγραψε η Διδώ Σωτηρίου, ήταν τόσο έντονη στην περιοχή, που δεν άφηνε στις Μ. Δυνάμεις κανένα περιθώριο για συναισθηματισμούς.

Τούτος, λοιπόν, ο (οικονομικός) ανταγωνισμός μεταξύ των Μ. Δυνάμεων (φάση Ανατολικού Ζητήματος) καθώς και η συμφωνία τού Μουσταφά Κεμάλ με τους Μπολσεβίκους επέτρεψαν στον Τούρκο ηγέτη να υλοποιήσει την τελευταία και πιο καθοριστική φάση τής γενοκτόνου τουρκικής πολιτικής από το Μάιο του 1919 μέχρι το 1922.

Και μάλιστα, ενώ μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν μεγάλες προσδοκίες από τις προσαγωγές στα τουρκικά δικαστήρια όλων εκείνων που διέπραξαν τα ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας –ο Taner Akçam και ο Vahakn Dadrian παρουσίασαν τα πρακτικά αυτών των 63 δικών εναντίον της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» και της Επιτροπής τής «Ειδικής Οργάνωσης»-, τελικά οι ένοχοι Enver, Talaat, Jemal, Mehmet Niazim, Behaeddin Shakir και πολλοί άλλοι, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν (καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο), αλλά, σύμφωνα με τον T. Akçam, «προστατεύθηκαν μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο της εθνικής ταπείνωσης της Τουρκίας, και τα εγκλήματα συνεπώς μετατράπηκαν σε αγώνα για την ύπαρξη του ίδιου του τουρκικού έθνους».

Είναι σκόπιμο να τονισθεί ότι η ληξιαρχική πράξη γέννησης του όρου «Γενοκτονία» ανήκει στον Πολωνό, εβραϊκής καταγωγής, νομικό  Raphael Lemkin (Ραφαέλ Λέμκιν). Μέχρι τότε οι όροι που είχαν ήδη υιοθετηθεί ήταν: «Μεγάλη Καταστροφή» και «Ξεριζωμός» για τους Έλληνες, «Μεγάλο Έγκλημα» και «Ολοκαύτωμα» για τους Αρμενίους, «Σπαθί» για τους Ασσυρίους και «Ολοκαύτωμα» για τους Εβραίους. Ο Lemkin, έχοντας μελετήσει τα εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων και φυσικά τις ναζιστικές θηριωδίες εναντίον των Εβραίων, πρότεινε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1946 νόμο, που τελικά ψηφίσθηκε με μικρές αλλαγές το Δεκέμβριο του 1948, με σκοπό την πρόληψη και την τιμωρία της Γενοκτονίας ως διεθνούς εγκλήματος, όχι μόνο με μελλοντική αλλά και με αναδρομική ισχύ. Με βάση τα περίφημα 5 σημεία του νόμου των Ηνωμένων Εθνών, «Γενοκτονία» είναι είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε περίοδο ειρήνης: α) η δολοφονία μελών μιας  ομάδας, β) η πρόκληση σοβαρών σωματικών και ψυχικών τραυμάτων, γ) η εσκεμμένη δημιουργία συνθηκών που οδηγούν στη φυσική εξόντωση μιας ομάδας ή μέρους αυτής, δ) η παρεμπόδιση ή διακοπή των γεννήσεων, ε) η απαγωγή παιδιών και η μεταφορά τους στο περιβάλλον μιας άλλης ομάδας.

Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, με όλα τα εγκλήματα και τις μορφές βίας που αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, ήταν μια «Γενοκτονία εν ροή», κατά την Tessa Hofmann, με την έννοια ότι: α) διενεργήθηκε σε συνέχειες, β) οι τόποι του εγκλήματος άλλαζαν συνεχώς, και γ) ο ρυθμός τέλεσής της άλλοτε επιβραδυνόταν και άλλοτε επιταχυνόταν, σε συνάρτηση με την ουδετερότητα ή την αντιπαλότητα του ελληνικού κράτους, το οποίο δικαιολογημένα θεωρούνταν, ως εθνικό κέντρο, ο προστάτης των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σύμφωνα, τέλος, με τους μελετητές και τους καθηγητές των γενοκτονικών σπουδών, όπως είναι οι: Israel Charny, Roger Smith, Ronald Levitsky κ.ά., οι πράξεις Γενοκτονίας «δε νομιμοποιούνται ακόμη και σε περίοδο πολέμου, ακόμη και αν αποδεδειγμένα τα θύματα δεν είναι μόνο άμαχοι, αλλά άνθρωποι που πήραν τα όπλα είτε για διεκδίκηση αυτονομίας είτε για αντίσταση ενάντια σε μια γενοκτόνο πολιτική». Η «αθωότητα του θύματος» δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κριτήριο αναγνώρισης Γενοκτονίας.

Παρ’ όλο που στην ιστορία δεν μπορούμε να μιλούμε με υποθέσεις, ωστόσο θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι αν το 1914, ο κόσμος είχε αντιδράσει έγκαιρα και αποφασιστικά ενάντια στην αδικία, τότε όχι μόνο η Ελληνική Γενοκτονία θα είχε αποφευχθεί –το ίδιο και οι αντίστοιχες των Αρμενίων και των Ασσυρίων- αλλά δε θα είχαν συμβεί και άλλες γενοκτονίες στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, στη Ρουάντα, στο Σουδάν και όπου αλλού στον κόσμο. Δε θα διαβάζαμε, έτσι, σήμερα ανθολογίες τραγικών γεγονότων, αλλά απλά σενάρια σκοτεινής μυθοπλασίας.

μεριμνα-χατζηκυριακιδης (2)
Ο Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης είναι προϊστάμενος στο Τμήμα Σχεδιασμού Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων του Δήμου Κορδελιού – Ευόσμου. Είναι διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Α.Π.Θ..