Αρετή Τούντα-Φεργάδη
Ελληνικός Στρατός και Εξωτερικός Δανεισμός[1].
Όταν πήρα στα χέρια μου το δίτομο έργο του Γιάννη Παπαφλωράτου, που αφορά στην Ιστορία του Ελληνικού Στρατού από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, το 1830, ως τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1949, και το διάβασα, προβληματίστηκα ως προς το τι θα μπορούσα να αναφέρω, που να μην περιλαμβάνεται στο βιβλίο αλλά να το αναδεικνύει. Κατέληξα πως, για να προσδώσουμε τη δέουσα σημασία στο εν λόγω κείμενο, που παρουσιάζουμε σήμερα, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε σε μια συγκεκριμένη παράμετρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εκείνη του εξωτερικού δανεισμού, η οποία έχει άμεση συνάφεια με την ίδια την ύπαρξη και τη δράση του Ελληνικού Στρατού.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφονταν στο Λονδίνο τρία Πρωτόκολλα. Το πρώτο εξ αυτών δικαίωνε τον υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα, που οι Έλληνες είχαν διεξάγει από το 1821 κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: αναγνώριζε την Ελλάδα ως πλήρως ανεξάρτητο κράτος· το πρώτο ανεξάρτητο κράτος, με πολίτευμα μοναρχικό, στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου, το οποίο έπρεπε να αναδιοργανωθεί εκ βάθρων, μια και οι προσπάθειες, οι οποίες είχαν καταβληθεί επί Ιωάννη Καποδίστρια, δεν είχαν τελεσφορήσει και λόγω της απρόσμενης δολοφονίας του. Το καινούργιο λυμφατικό κρατίδιο βρισκόταν σε έναν ιδιαιτέρως σημαντικό γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό χώρο και έπρεπε να επιβιώσει μέσα σ’ ένα άφιλο και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον, δεδομένου ότι το Διευθυντήριο των Μεγάλων Δυνάμεων, που διαφέντευε τις τύχες του κόσμου από το 1815, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για δημοκρατικές λύσεις στους ευρωπαϊκούς λαούς. Παραλλήλως, οι αντιπαλότητες και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων δυναμίτιζαν το διεθνές σκηνικό.
Πρώτιστο, επομένως, μέλημα των ηγετών του βασιλείου της Ελλάδας ήταν η διαφύλαξη της υπέρτατης πολιτικής του αξίας, που δεν ήταν άλλη από την ανεξαρτησία του και τη διατήρηση της εθνικής του κυριαρχίας. Αυτές θα μπορούσαν να διασφαλισθούν με την ύπαρξη αξιόμαχου και ετοιμοπόλεμου στρατού, γεγονός, το οποίο κατά τον Νικολό Μακιαβέλι συνιστά, σε συνδυασμό με τους νόμους, «[Τ]α βασικά θεμέλια όλων των ηγεμονιών». Στρατό όχι μισθοφορικό ή επικουρικό, τους οποίους ο Μακιαβέλι χαρακτηρίζει ως «άχρηστους και επικίνδυνους», αλλά αποκλειστικά «δικές της ένοπλες δυνάμεις», απαρτιζόμενες «από γενναίους άνδρες, ώστε να την υπερασπίσουν σε δύσκολους καιρούς» (Μακιαβέλι, Jackson ‒ Sørensen).
Η συγκρότηση ικανού και αξιόμαχου στρατού ήταν για την Ελλάδα μια αναγκαία συνθήκη, δεδομένου ότι οι κυβερνώντες της είχαν ως μέλημα την εκπλήρωση μειζόνων εθνικών σκοπών και στόχων, στους οποίους συγκαταλεγόταν και η Μεγάλη Ιδέα, ένας από τους κατευθυντήριους άξονες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ο οποίος επαναπροσδιορίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, το 1828, και από τον Ιωάννη Κωλέτη, στις αρχές της δεκαετίας του 1840 και διατηρήθηκε ως την Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, τον Ιούλιο του 1923.
Η συγκρότηση, όμως, αξιόμαχου και ετοιμοπόλεμου στρατού προϋπέθετε και τη διάθεση μεγάλων χρηματικών ποσών, γεγονός ιδιαιτέρως δυσχερές έως αδύνατο, αν αναλογιστεί κανείς τις πάσης φύσεως ελλείψεις του νεοπαγούς κράτους, στις οποίες περιλαμβανόταν και η οικονομική δυσανεξία. Για το λόγο αυτό, η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, συμπορεύθηκε με τη γενικότερη δανειακή ελληνική εξωτερική πολιτική όλα, σχεδόν, τα χρόνια, που ακολούθησαν. Προς επίρρωση των όσων αναφέρουμε, αρκεί να μνημονεύσουμε τα υποστηριχθέντα από έναν έγκριτο Έλληνα οικονομολόγο, τον Άγγελο Αγγελόπουλο, ο οποίος είχε διαπιστώσει πως το μέγιστο τμήμα των δανείων, από το 1821 έως το 1893, ξοδεύτηκε στις πολεμικές δαπάνες και το έλασσον σε έργα παραγωγικά.
Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό είχε ξεκινήσει από την εποχή του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα, όταν παραχωρήθηκαν στους Έλληνες εμπόλεμους, από τη Μεγάλη Βρετανία, τα γνωστά ως Δάνεια της Ανεξαρτησίας, το 1824 και το 1825, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως «θεμελιώδεις» συντελεστές της «εξαρτήσεως» του Ελληνικού κράτους από τους ξένους (Λιγνάδης). Επί Καποδίστρια, οι Δυνάμεις ήταν φειδωλές στην παροχή νέων δανείων στο νεοπαγές κράτος, αποσκοπώντας στην απομάκρυνση του Κυβερνήτη, στον καθορισμό του πλαισίου της πολιτικής εξάρτησης της χώρας και στην προσφορά δανείου, υπό τον όρο ότι οι Έλληνες θα δέχονταν ως ηγεμόνα πρόσωπο της δικής τους επιλογής και εκλογής. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, φρόντισαν να ενσωματώσουν στη Συνθήκη του Λονδίνου, της 7ης Μαΐου 1832, βάσει της οποίας ο Όθων οριζόταν βασιλιάς του νέου κρατιδίου, διάταξη, σύμφωνα με την οποία η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, αναγνωρίζονταν ως εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι προϋποθέσεις ήταν ευνοϊκές για την παροχή ενός δανείου, το οποίο έχει θεωρηθεί ως «εργαλείο για την άσκηση της πολιτικής των ΄΄Προστατίδων Δυνάμεων΄΄» (Δερτιλής). Η εκλογή του Όθωνα, επομένως, συνοδεύτηκε από ένα δάνειο, το δε άρθρο 12 § 6, της πιο πάνω Συνθήκης αφορούσε στους όρους έκδοσής του και στον τρόπο απόσβεσής του. Το συγκεκριμένο άρθρο συνιστούσε την απαρχή επιβολής διεθνούς οικονομικού ελέγχου στο ελληνικό κράτος (Τενεκίδης).

Στα χρόνια, που ακολουθούν η Ελλάδα θα προχωρήσει στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας (1841) και στην έκδοση δικού της, επίσημου νομίσματος, της δραχμής, εγκαταλείποντας τον Φοίνικα, που είχε καθιερωθεί επί Καποδίστρια, ενώ το 1843 θα συνάψει τα Βαυαρικά Δάνεια. Η χώρα θα γνωρίσει μια μακρά περίοδο ειρήνης, δίχως τούτο να σημαίνει πως δεν ενεπλάκη σε περιπέτειες. Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1856), οι επαναστατικές κινήσεις σε ορισμένες περιοχές (Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία) καταστέλλονται βιαίως και ο αγγλογαλλικός στόλος καταλαμβάνει τον Πειραιά. Η κατάληψη διαρκεί ως το 1857, ενώ τα δύο επόμενα χρόνια μια Επιτροπή Ελέγχου, εγκαθιδρυμένη από τις Δυνάμεις, θα διαδραματίσει «ρόλο πολιτικού και οικονομικού τοποτηρητή» των εν Ελλάδι πραγμάτων. Την περίοδο της Βαλκανικής κρίσης του 1875-1878 η ανάγκη για την Ελλάδα να εξεύρει χρήματα από την αλλοδαπή, με σκοπό την άμεση ενίσχυση του στρατού και του στόλου, λόγω της πιθανότητας εμπλοκής της στις πολεμικές επιχειρήσεις, κατέστη υπέρ το δέον επείγουσα. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα τη χρονική περίοδο 1879-1893, οι δημόσιοι προϋπολογισμοί εμφάνισαν έλλειμμα και η κάλυψή τους απαιτούσε την εκ νέου προσφυγή στον εσωτερικό και τον εξωτερικό δανεισμό. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Χαρίλαος Τρικούπης έχει ήδη εμφανισθεί στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο και ειδικότερα από το 1878 έως το 1881, οι στρατιωτικές ανάγκες της χώρας αυξάνονται, εφόσον οι διαπραγματεύσεις για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της επαρχίας της Άρτας στην Ελλάδα, ρύθμιση, η οποία προβλεπόταν από το 23ο Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Βερολίνου (καλοκαίρι 1878), κωλυσιεργούν. Ο στρατός βρίσκεται σε ετοιμότητα και η κατάσταση οδηγεί την Ελλάδα στη σύναψη, το 1881, νέου εξωτερικού δανείου, τα χρήματα του οποίου θα διατεθούν για την αγορά πολεμικού υλικού. Λίγο αργότερα, το 1886-1890, επί Τρικούπη, συνομολογούνται άλλα τέσσερα δάνεια και το δάνειο για τον σιδηρόδρομο της Λάρισας. Εκτός των άλλων, τα χρήματα των συγκεκριμένων δανείων διατέθηκαν και για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών.

Ωστόσο, η οικονομική πολιτική του Τρικούπη θα αποτύχει και θα ακολουθήσει η πτώχευση του 1893, της οποίας είχαν προηγηθεί άλλες δύο. Θα περάσουν τέσσερα χρόνια και με τη λήξη του πρώτου ελληνοτουρκικού πολέμου από την περίοδο, που τερματίσθηκε ο υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνας, του «ατυχούς» πολέμου του 1897, οι Δυνάμεις θα επιβάλουν στην Ελλάδα τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, ο οποίος όχι μόνο «δεν συνιστούσε στιγμιαία […] παραβίαση θεμελιωδών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και έτεινε να αποτελέσει το όργανο για τη νομιμοποίηση της παρεμβάσεως των πιστωτριών Δυνάμεων στο εσωτερικό της οφειλέτριας χώρας» (Τενεκίδης).

Εκτός από τον ΔΟΕ, ο πόλεμος έφερε και ένα καινούργιο Δάνειο, το 1898, ύψους 170 εκατομμυρίων δραχμών· άφησε και έναν κατεστραμμένο στρατό, την αναδιοργάνωση του οποίου ανέλαβε η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη (2/14 Απριλίου 1899). Η πολεμική προπαρασκευή της χώρας ήταν υπέρ το δέον αναγκαία: το Μακεδονικό είχε έρθει στο προσκήνιο της διεθνούς ζωής, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) και το Κρητικό είχε εισέλθει σε μια καινούργια, επικίνδυνη, φάση πυροδοτώντας εκ νέου τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Θεοτόκης έδωσε το προβάδισμα της δημοσιονομικής πολιτικής στην πολεμική προπαρασκευή της χώρας. Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό ήρθε και πάλι να εξυπηρετήσει αυτές τις ανάγκες. Το 1902, συνομολογείται εξωτερικό δάνειο, ονομαστικού κεφαλαίου 56.600.000 χρυσών φράγκων. Με τα χρήματα του δανείου αποπερατώθηκε η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς-Συνόρων, η οποία επρόκειτο να διευκολύνει τη διακίνηση εμπορευμάτων και να καλύψει στρατιωτικές ανάγκες, σε δεδομένη στιγμή. Μια καινούργια εκλογική νίκη του Θεοτόκη, τον Απρίλιο του 1906, θα τον στρέψει προς το Παρίσι με αίτημα την αποστολή Γάλλων αξιωματικών, ώστε να επιφορτισθούν με την αναδιοργάνωση του ελληνικού ναυτικού. Η γαλλική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να αποδυναμώσει τα γερμανικά κεφάλαια που είχαν εισχωρήσει στην ελληνική οικονομία και τροφοδοτούσαν την εγχώρια βιομηχανία, θα ανταποκριθεί στο αίτημα του, αλλά οι προτάσεις της δεν ευοδώνονται εξαιτίας εσωγενών αντιδράσεων.

Πάντως, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως η όλη προσπάθεια ενίσχυσης του στρατιωτικού δυναμικού της χώρας, μέσω των εξωτερικών δανείων, είχε τελεσφορήσει, την περίοδο εκείνη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιτρέπει στον Περικλή Αργυρόπουλο να καταθέτει την ακόλουθη μαρτυρία, την οποία ανιχνεύουμε στο βιβλίο του Παπαφλωράτου: «από του 1900 μέχρι του 1909 μετά αόκνους προσπαθείας πρωτίστως της κυβερνήσεως Γεωργ. Θεοτόκη, […], επετεύχθη η συγκρότησις αρτίου στρατού 60.000 ανδρών, με αποθήκας υλικών πλήρεις και νέου τύπου όπλα και πυροβόλα. Αυτός ο ολιγάριθμος αλλά γενναίος Στρατός είναι εκείνος, όστις το 1913 εξηνάγκασε την Βουλγαρίαν των 350.000 στρατού να καταθέσει τα όπλα ενώπιον των Ελλήνων στα Στενά της Κρέσνας». Οι προσπάθειες για την ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων συνεχίστηκαν και μετά το 1909. Ο ερχομός του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα, αποτέλεσμα της πρόσκλησης του Στρατιωτικού Συνδέσμου, και η ανάληψη της πρωθυπουργίας, για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1910, έμελλε να προσδιορίσει την μετέπειτα εξελικτική πορεία της χώρας. Η εντατικοποίηση των προσπαθειών του στον τομέα της ενίσχυσης και αναδιοργάνωσης του στρατού και του στόλου απαιτεί την, εκ νέου, προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό. Η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει το μεγαλόπνοο εξοπλιστικό της πρόγραμμα. Έτσι, στον προϋπολογισμό του 1912 δινόταν το προβάδισμα στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.

Με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το κράτος στρέφεται προς την κατεύθυνση εξεύρεσης χρημάτων από τις ξένες χρηματαγορές. Το Νοέμβριο του 1912, ο Ιωάννης Βαλαωρίτης, Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, ταξιδεύει Παρίσι και στο Λονδίνο, με σκοπό να επιτύχει μια προκαταβολή 40 εκατομμυρίων φράγκων. Οι Δυνάμεις, όμως, φαίνονται απρόθυμες, λόγω των απρόβλεπτων και επικίνδυνων διαστάσεων, που έχει προσλάβει η κρίση του Ανατολικού ζητήματος, στην ευαίσθητη περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου. Οι προσπάθειες συνεχίζονται και τον Ιούνιο του 1913, όταν παρά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, της 30ής Μαΐου 1913, με την οποία τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, οι πρώην βαλκάνιοι εταίροι προετοιμάζονταν, όπως όλα έδειχναν, για μια νέα πολεμική αναμέτρηση, υπογράφονται συμβάσεις για παροχή δανείων στην Ελλάδα.
Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, η χώρα θα εμπλακεί στις αντιπαλότητες των αντιμαχόμενων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατάξεων, της Τριπλής Συμμαχίας και της Τριπλής Συνεννόησης, οι οποίες στην προσπάθειά τους να προσεταιριστούν την Ελλάδα, δεν διστάζουν να παραβιάσουν, με παντοίους τρόπους, τη διακηρυγμένη ευμενή ουδετερότητά της απέναντι στον πόλεμο και να χρησιμοποιήσουν ακόμα και το οικονομικό όπλο για την επίτευξη των σκοπών τους. Έτσι, το 1916, όταν είχε ανακύψει έντονο το ζήτημα της μεταφοράς του σερβικού στρατού από την Κέρκυρα, όπου είχε εγκατασταθεί από τον Ιανουάριο μετά από απαίτηση και απόφαση των Δυνάμεων της Αντάντ, στη Θεσσαλονίκη, μέσα από το ελληνικό έδαφος, Βρετανοί και Γάλλοι εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να καταβάλουν στην Ελλάδα μια προκαταβολή ενός δανείου, το οποίο είχε ζητήσει. Ο Στέφανος Σκουλούδης, ο τότε πρωθυπουργός, όμως, αρνήθηκε οποιαδήποτε διαβούλευση με τους Συμμάχους, δεδομένου ότι το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου είχε εισπράξει από τους Γερμανούς τη δεύτερη προκαταβολή του δανείου, οι συζητήσεις επί του οποίου είχαν διεξαχθεί μυστικά το Νοέμβριο του 1915. Το ποσό, το οποίο εισέπραξε τότε η Ελλάδα, ανερχόταν σε 40 εκατομμύρια μάρκα.

Ένα χρόνο περίπου αργότερα, όταν ο Βενιζέλος ήρθε στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε δική του κυβέρνηση, στις 14/27 Ιουνίου 1917, η Ελλάδα εισερχόταν στον πόλεμο, συμπράττοντας με τις Δυνάμεις της Αντάντ. Πρωθυπουργός, πλέον, της ενωμένης Ελλάδας, ο Βενιζέλος κατέστησε σαφές στους Συμμάχους ότι η έξοδος της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό τους, απαιτούσε την οικονομική της ενίσχυση, μέσω ενός δανείου, τα χρήματα του οποίου ήταν απολύτως απαραίτητα, λόγω της δεινής οικονομικής της θέσης. Οι Δυνάμεις της Συνεννόησης όφειλαν να αναλάβουν τον στρατιωτικό της εξοπλισμό και γενικότερα το πολεμικό υλικό, που είχε ανάγκη ο ελληνικός στρατός, καθώς και τον επισιτισμό του. Ωστόσο, οι δύο Δυτικές Δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία, κυρίως, επιθυμούν και επιζητούν να καθυποτάξουν ακόμα περισσότερο τη χώρα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου τους επιδιώκουν να αποκτήσουν τον έλεγχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, πράγμα που κατορθώνουν μέσω των στρατιωτικών και ναυτικών αποστολών ∙ προσπαθούν να επενδύσουν ακόμα και στην οικονομική δυσανεξία του κράτους. Ο έλεγχος του ελληνικού στρατεύματος δεν επιτασσόταν μόνο από την ανάγκη αναδιοργάνωσής του, αλλά και από τα γεωστρατηγικά ενδιαφέροντα των Δυνάμεων, που αφορούσαν στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου. «Ο ανταγωνισμός των Δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα και η επιδίωξη της καθεμιάς να αποτρέψει την επικυριαρχία των υπολοίπων στη χώρα ενέτειναν δίχως άλλο τις ανησυχίες τους για το επισφαλές της θέσης τους, με αποτέλεσμα να πασχίζουν ακόμη περισσότερο να επιβάλουν τον έλεγχό τους σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς του ελληνικού κρατικού μηχανισμού» [2]. Ο έλεγχος του στρατεύματος φτάνει μέχρι του σημείου να επιμείνουν «οι Σύμμαχοι στην επιβολή αυστηρών ελέγχων στη διαχείριση όλων των κονδυλίων που προέρχονταν από συμμαχικά δάνεια προς την Ελλάδα για τη συμμετοχή της στον πόλεμο». Τούτο προέκυψε από τις οικονομικές ατασθαλίες και τις καταχρήσεις, που είχαν παρατηρηθεί στα οικονομικά των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και από την απουσία ειδικού ελέγχου αναφορικά με το ύψος των στρατιωτικών δαπανών. Οι αδυναμίες, και σ’ αυτόν τον τομέα του κρατικού μηχανισμού, επέτρεψαν σε αρμόδιους, γαλλικούς, παράγοντες να προτείνουν την αναγκαιότητα επιβολής ελέγχων: ό, τι κι’ αν έστελναν οι Συμμαχικές Δυνάμεις στην Ελλάδα, είτε αυτοκίνητο, είτε υποζύγιο, «είναι βέβαιο ότι θα εξαφανιστεί, και μάλιστα πολύ γρήγορα, αν δεν τεθεί υπό την εποπτεία των Ευρωπαίων».
Η καθυστέρηση στη λήψη των σχετικών αποφάσεων επέβαλε στον Βενιζέλο να ταξιδέψει στις πρωτεύουσες των Δυτικών Δυνάμεων, ώστε να εκθέσει, εκ του σύνεγγυς, στους αρμόδιους την πραγματική κατάσταση και την αναγκαιότητα οικονομικής ενίσχυσης της χώρας. Η παρουσία του στους ευρωπαϊκούς κύκλους ήταν επιβεβλημένη και από το γεγονός πως η κωλυσιεργία δεν προερχόταν μόνο από τους οικονομικούς και στρατιωτικούς παράγοντες αλλά και από την αδυναμία σύγκλησης των απόψεων Βρετανίας και Γαλλίας, επί του συγκεκριμένου θέματος. Μάλιστα, η Γαλλία επιδίωκε διακαώς να «επιβάλει την ηγεμονία της στην Ελλάδα και μάλιστα με δικά μας έξοδα», όπως διατεινόταν ο Τζων Μαίυναρντ Κέυνς. Ας σημειωθεί πως στις σχετικές διαβουλεύσεις σημαντικός και άμεσος ήταν και ο ρόλος των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν ήδη εισέλθει στον Πόλεμο τον Απρίλιο του 1917, παραβαίνοντας, προσωρινώς, την πολιτική του απομονωτισμού, την οποία ακολουθούσαν από το 1823, βάσει του δόγματος Μονρόε.
Οι σχετικές διαπραγματεύσεις ευοδώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1918 και τον Μάιο του 1919, όταν υπογράφηκαν συμφωνίες, βάσει των οποίων η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ χορηγούσαν στην Ελλάδα πιστώσεις, ύψους 750 εκατομμυρίων φράγκων. Αξιοσημείωτο είναι πως από τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν μόνο κάποιες προκαταβολές, το ποσό των οποίων ήταν μειωμένο συγκρινόμενο με τη χρήματα, που είχε πληρώσει το Ελληνικό κράτος για τα έξοδα των βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων, που βρίσκονταν στη Μακεδονία από το 1915. Το υπόλοιπο ποσό των πιστώσεων δεν καταβλήθηκε, εξαιτίας της αλλαγής του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, που οδήγησαν στην αναγκαστική απομάκρυνση του Βενιζέλου από την εξουσία, και της επιστροφής του Κωνσταντίνου στο βασιλικό θρόνο (Αναστασίου).
Είναι προφανές πως η ελληνική πολιτική ηγεσία, η οποία εκείνη την περίοδο αντικατοπτριζόταν στο πρόσωπο του Βενιζέλου, είχε εμπλακεί στην πρώτη παγκόσμια, πολεμική, αναμέτρηση του εικοστού αιώνα, στοχεύοντας στην ικανοποίηση αλλά και την υπεράσπιση μειζόνων στόχων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Τα οφέλη από την εμπλοκή της στην παγκόσμια σύρραξη ήσαν ιδιαιτέρως σημαντικά αλλά και οι συνέπειες τεράστιες, τόσο για την οικονομία της όσο και για την πολιτική και κοινωνική της συνοχή. Στο χρονικό διάστημα από το 1914 έως το 1918, τα χρέη της Ελλάδας, που προέκυψαν από τις στρατιωτικές δαπάνες, ανήλθαν στο αστρονομικό ποσό του 1.155.000.000 δρχ., ενώ το σύνολο των πολεμικών δαπανών άγγιξε το ποσό των 1.982.296.670 δρχ. (Λεονταρίτης).

Η Ελλάδα, μετά τη λήξη των εχθροπραξιών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενεπλάκη, μετά από απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου και με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919, στη Μικρά Ασία. Η έκβασή του ήταν ολέθρια για τη χώρα. Ένα από τα θλιβερά αλλά μοιραία επακόλουθά του ήταν και η καταφυγή στο πάτριο έδαφος χιλιάδων προσφύγων, τους οποίους το κράτος όφειλε να ενισχύσει με όσα πενιχρά μέσα μπορούσε να διαθέσει. Εκτός αυτού, εξαναγκάστηκε να ζητήσει και πάλι χρήματα από τους ξένους οικονομικούς κύκλους, προσφεύγοντας, εκ νέου, στον εξωτερικό δανεισμό. Αποτέλεσμα των μακρόχρονων σχετικών διπλωματικών διαβουλεύσεων με τα αρμόδια όργανα της νεοσυσταθείσας Κοινωνίας των Εθνών και εκπροσώπους των κυβερνήσεων της Βρετανίας και της Γαλλίας, κυρίως, ήταν η σύναψη των δύο προσφυγικών δανείων, του 1924 και του 1928. Τα χρήματα του πρώτου δανείου και το ένα τρίτο των χρημάτων του δεύτερου, όμως, προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη των προσφυγικών αναγκών και την εν γένει περίθαλψη και φροντίδα των προσφύγων∙ σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να διατεθούν για πολεμικούς σκοπούς, για την αναδιοργάνωση, δηλαδή, του στρατού και την αγορά υλικών πολέμου, τα περισσότερα από τα οποία είχαν καταστραφεί στη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου. Η ρητή απαγόρευση διάθεσης του προϊόντος του πρώτου προσφυγικού δανείου για εξοπλιστικούς σκοπούς συνιστούσε βασική προϋπόθεση για τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, η οποία υπογράφηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1924, στο Λονδίνο.
Αν είχαμε το χρόνο να ανατρέξουμε και σε άλλες ιστορικές περιόδους, θα διαπιστώναμε ότι η εξάρτηση της πολεμικής ετοιμότητας της Ελλάδας από τους οικονομικούς παράγοντες της αλλοδαπής ήταν αδιάλειπτη. Συνιστούσε, δε, αναγκαία συνθήκη για την συνεχιζόμενη πολιτική εξάρτηση της χώρας και από τα εξωχώρια κέντρα εξουσίας. Μια και μόνο ματιά στα όσα τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει στη δημοσιότητα για τα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα είναι αρκετή για να θεμελιώσει τα όσα αναφέρουμε.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω, πως ο Γιάννης Παπαφλωράτος, στο βιβλίο του, που αφορά στην Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, δεν εστιάζει την προσοχή του αποκλειστικά και μόνο στην στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, δεν αρχίζει και δεν τελειώνει την αφήγησή του με την αναφορά στην αριθμητική ισχύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων σ’ έναν πόλεμο, στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς και στα επιχειρησιακά σχέδια εκστρατείας, στη δράση των μαχητών στα πεδία των μαχών κατά τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων, στις νίκες ή στις ήττες των εμπολέμων. Επομένως, δεν εξετάζει το «πολεμικό φαινόμενο» (Κονδύλης), υπό την έννοια της πολεμικής εμπλοκής και δράσης, και δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό. Παρεισδύει στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, η οποία περιλαμβάνει και τις ειρηνικές περιόδους. Ερευνά, δηλ., τον ρόλο ή την ανάμιξη του στρατού και στην άσκηση τόσο της ελληνικής εσωτερικής πολιτικής όσο και της εξωτερικής. Ως παράδειγμα μπορούν να αναφερθούν τα γεγονότα, τα οποία διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της βραχύβιας διακυβέρνησης της από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος εγκαθίδρυσε την Α΄ Ελληνική Δημοκρατία, τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1924. Τα συγκεκριμένα γεγονότα αναπτύσσονται σχεδόν διεξοδικώς και παρουσιάζουν ανάγλυφα την εμπλοκή του στρατού στην όλη διαδικασία, αλλά και στους μετέπειτα πολιτικούς μετασχηματισμούς στη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος κατέλαβε την αρχή με τις «ευλογίες» και τη σύμπραξη του Παπαναστασίου.
Ο συγγραφέας εκθέτει και αναλύει την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, συναρθρώνοντάς την με την εξωτερική πολιτική, τη διπλωματική ιστορία, την πολιτική ιστορία, το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας. Για την ανάδειξη και την πληρέστερη κατανόηση των όσων συντελούνταν στην ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, δεν παραλείπει να εντρυφήσει, σχεδόν εξαντλητικά, στα όσα τεκταίνονταν στην αλλοδαπή και επηρέαζαν τις σχετικές αποφάσεις και εξελίξεις, προσφεύγοντας σε μια εξόχως πλούσια βιβλιογραφία.
Ο συγγραφέας δεν διστάζει και δεν φείδεται χρόνου να διεισδύσει σε άγνωστες και μικρές, λεπτές, στιγμές της ελληνικής ιστορίας, να παρεισφρήσει στις σχισμές της ιστορίας, στοχεύοντας στην ανασύνθεση και ανάδειξη της γενεσιουργού αιτίας σημαντικότατων ιστορικών φαινομένων. Εν κατακλείδι, θα αναφέρω πως το βιβλίο του Παπαφλωράτου είναι γραμμένο σε απλή και κατανοητή γλώσσα έτσι, όπως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γράφονται τα επιστημονικά συγγράμματα, ώστε να διαχέεται η γνώση στο ευρύτερο κοινό και να μην αποτελεί αυτή μονοπώλιο εξειδικευμένων επιστημόνων.

Επιλεκτική Βιβλιογραφία
Αναστασίου Χρήστος, Η Οικουμενική Κυβέρνηση και οι Εξωτερικές της Σχέσεις (1926-1928), Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, Πανεπιστημιακό έτος 2011-2012.
Αντωνόπουλος Γιάννης, «Εθνική Τράπεζα και Βαλκανικοί Πόλεμοι. Οικονομική υποστήριξη της Μεγάλης Ιδέας», στο Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων, 1910-1914, Αθήνα, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, 1993, σελ 161-174.
Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήναι, Ίκαρος, 1970.
Βερέμης Θάνος, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική, 1916-1936, Εξάντας, Αθήνα, 1977.
Βερέμης Θάνος ‒ Κολιόπουλος Ιωάννης, Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια, Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτη, 2006.
Δερτιλής Γεώργιος, Ελληνική Οικονομική (1830-1910) και Βιομηχανική Επανάσταση, Αθήνα, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1984.
Dertilis Georgios, «Hiérarchies socials, capitaux et retard économique en Grèce (XVIIIE-XXE siècle)», στο Actes du 11e Colloque International d’ Histoire, T. II, Tirage à part, Athènes, 1985, σελ. 302-332.
Δερτιλής Γεώργιος, Το Ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873): Οικονομική και Πολιτική Διαμάχη στην Ελλάδα του ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1989².
Δερτιλής Γεώργιος, Επτά Πόλεμοι, Τέσσερις Εμφύλιοι, Επτά Πτωχεύσεις (1821-2016), Αθήνα, Πόλις, 2016.
Frangoulis A.F., La Grèce et la crise mondiale, Tome Premier, Paris, 1926.
Jackson Robert ‒ Sørensen Georg, Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων. Η Σύγχρονη Συζήτηση, Μετ. Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης, Πρόλογος-Επιμέλεια: Παναγιώτης Τσάκωνας, Αθήνα, Gutenberg, 2006.
Λεονταρίτης Γεώργιος, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000.
Μακιαβέλι Νικολό, Ο Ηγεμόνας. Η Τέχνη της Εξουσίας, Μετ. Ελένη Γκαγκάτσιου, Αθήνα, Εκδ. Παπασωτηρίου, 2008.
Μαρκεζίνης Σπύρος, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1828-1964. Τ. Β΄. Η Συνταγματική Βασιλεία, 1863-1909, Αθήναι, Πάπυρος, 1964.
Mourelos Yannis, L’ Intervention de la Grèce dans la Grande Guerre (1916-1917), Athènes,1983.
Παντελάκης Νίκος, «Τα πολεμικά δάνεια 1918 1919 παράγοντας εξωτερικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης», στο Μαυρογορδάτος Γιώργος ‒ Χατζηιωσήφ Χρήστος (επιμ), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης², 1992.
Σβολόπουλος Κωνσταντινος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1900-1945. Πολιτική και Ιστορία, 31, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1992.
Σβορώνος Νίκος, Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1982.
Τενεκίδης Γεώργιος, Κοινωνιολογία των Διεθνών Σχέσεων. Μεθοδολογικά. Η Διεθνής Θέση της Ελλάδας. Το Κυπριακό Πρόβλημα, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 1978².
Στρατηγός Ξενοφών, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Ιστορική Επισκόπηση. Με βάση επίσημες πηγές και έγγραφα, Πέμπτη έκδοση, Αθήνα, 1999.
Tounda-Fergadi Areti, «The Serbian troops in Corfou: the problem of the transporting them to Thessaloniki and Greek public opinion on the affair», Proceeding of the fifth Greek-Serbian Symposium, 226, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1991, p.p. 29-44.
Τούντα-Φεργάδη Αρετή, Η Δανειακή Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: Η περίπτωση του δεύτερου προσφυγικού δανείου, 1916-1928, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2009.
Τρικούπης Χαρίλαος, Η Ζωή και το Έργο του. Τ. Α΄. Επιμ. Αικ. Φλεριανού, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 1999.
Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τ. Β΄ Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 1997.
Παραπομπές
[1] Διάλεξη, που δόθηκε στο Πολεμικό Μουσείο, στις 13 Μαΐου 2014, με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου του dr. Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου: Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), Τ. Ι, ΙΙ, Αθήνα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014. Στο παρόν κείμενο έχουν γίνει περιορισμένες προσθήκες και τροποποιήσεις, ενώ ανάλογο κείμενο, διευρυμένο, όμως, και δίχως τις αναφορές στο βιβλίο του Παπαφλωράτου, έχει δημοσιευθεί στον συλλογικό Τόμο: Αίνος Μνήμης Καθηγητού Ηλία Κρίσπη. Συμβολές στην Επιστήμη του Δικαίου και των Διεθνών Σχέσεων, Αθήνα, Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών ‒ Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σελ. 487-500, υπό τον τίτλο «Ελληνικός Στρατός και Εξωτερικός Δανεισμός από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους ως τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης».
[2] Λεονταρίτης Γεώργιος, Η Ελλάδα στον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000, σελ. 198-199, 205, 207. Στο συγκεκριμένο σύγγραμμα παρατίθεται μια αξιοθαύμαστη ανάλυση των οικονομικών του Πολέμου και όλων των διαβουλεύσεων, που αφορούσαν στις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης στην Ελλάδα των αναγκαίων πιστώσεων, για τη συμμετοχή της στον Πόλεμο. Βλ. στις σελ. 238-295, απ’ όπου και ορισμένα από τα παραθέματα της συγκεκριμένης παραγράφου.