Skip to main content

Κωνσταντίνος Ι. Αιλιανός: Η Ελλάς και η Μικρή Συνεννόηση 1918-1939. Η ιστορία ενός ανέφικτου ραντεβού…

Κωνσταντίνος Ι. Αιλιανός

Η Ελλάς και η Μικρή Συνεννόηση

1918-1939

Η ιστορία ενός ανέφικτου ραντεβού…

 

Με την μελέτη μου για τις σχέσεις της Ελλάδος με την Μικρή Συνεννόηση, δεν επεδίωξα να διαγράψω την γενικότερη εξωτερική πολιτική της χώρας. Πολλά έχουν ήδη γραφή για την υπό μελέτη περίοδο. Οι σχέσεις, εν τούτοις, με την νέα αυτή οργάνωση εγγυήσεως της μεταπολεμικής Ευρώπης, αποτελεί την μικρή ιστορία της «εξωτερικής πολιτικής» της  Ελλάδος. Στο πνεύμα αυτό επεδίωξα να σκιαγραφήσω τις σχέσεις αυτές. Πιστεύω ότι μπόρεσα να καταθέσω μερικά ενδιαφέροντα νέα στοιχεία σκέψεως. Διότι, είναι οπωσδήποτε εποικοδομητικό να διακρίνη κανείς, πίσω από τις μεγάλες πινελιές του πίνακα των εξωτερικών σχέσεων, τις μικρές, οι οποίες συχνά συμβάλλουν στην κατανόηση του συνόλου της υπό εποπτεία περιόδου.

Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Παγκόσμιος Πόλεμος, τροποποίησαν ριζικά τον χάρτη των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης. Όπως επίσης αλλοίωσαν τα ευρύτερα δεδομένα των ισορροπιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η δημιουργία νέων μεσαίων και μικρών κρατών,[1] με εθνικές, ως επί το πλείστον, προδιαγραφές, προσέδωσε μια νέα διάσταση στον όρο ΄πολιτική ισορροπία΄ στο διεθνές στερέωμα. Τα νικηφόρα νεοπαγή εθνικά κράτη όπως και αυτά των οποίων τα εδάφη αυξήθηκαν, διαπνεόμενα από μία, θα έλεγε κανείς, αγωνία επιβιώσεως,  είχαν πλέον σαν προτεραιότητα να προασπίσουν την νέα τάξη με την   διατήρηση του status quo και την εφαρμογή των Συνθηκών της Ειρήνης. Ο φόβος αναθεωρήσεως των αποτελεσμάτων του πολέμου προείχε στην ψυχολογία τους. Ωσάν οι νικητές να μην πίστευαν στην νίκη τους!

Η ανησυχία αυτή ανεφαίνετο και στις συζητήσεις των ηγετών των νικητριών μικρών/μεσαίων χωρών, ήδη προ της υπογραφής των συνθηκών της Ειρήνης. Αμέσως μετά την Ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918, στα παρασκήνια του Λονδίνου και των Παρισίων, ο Tomas Mazaryk (Τόμας Μάζαρυκ), ο Edvard Benes (Έντβαρντ Μπένες), ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Nikolae Pasic (Νικολάε Πάσιτς) και ο Take Ionescu (Τάκε Ιονέσκου),  αντήλλασσαν απόψεις για την οργάνωση της μεταπολεμικής περιόδου ώστε να αποτραπή η αναθεώρηση των Συνθηκών.[2] Τόσο μάλλον που μεταξύ των νικητριών Δυνάμεων δεν υπήρχε σύμπνοια για τον τρόπο αντιμετωπίσεως των ηττηθέντων. Ο Βενιζέλος, εκπρόσωπος μιάς τριπλά νικήτριας χώρας εθεωρείτο εκ των πρωτεργατών της επιδιωκόμενης αυτής συνεργασίας.[3]

Tomáš G. Masaryk και Edvard Beneš.

Όντως, οι οραματισμοί του έλληνα πρωθυπουργού απέβλεπαν στην σύμπηξη μιάς τριπλής συμμαχίας, Βαλκανικής, με την Γιουγκοσλαβία και την Ρουμανία. Στόχος θα ήταν ο έλεγχος της Βουλγαρίας. Οι τρεις, με δική του πρωτοβουλία,[4] προέβησαν σε κοινά διαβήματα στο Λονδίνο και στο Παρίσι, ως προάγγελο ενός τέτοιου σχηματισμού.[5]

Nikolae Pasic και Ελευθέριος Βενιζέλος

Όμως, η συμμετοχή στην κινητοποίηση αυτή των Τσεχοσλοβάκων ηγετών, του Μάζαρυκ και του Μπένες, ήταν αυτή που μετέθεσε το εστιακό κέντρο της πρωτοβουλίας. Διότι Βελιγράδι, Βουκουρέστι και Πράγα εκινούντο πρωτίστως από τον φόβο επιστροφής των Αψβούργων στον θρόνο της Αυστρίας ή της Ουγγαρίας όπως και του ρεβιζιονισμού της Γερμανίας. Ο Μπένες, πάλι – ο οποίος έβλεπε την χώρα του ως σημαιοφόρο ενός πανσλαβιστικού κινήματος – αισθανόταν συμπάθεια για τους όμαιμους Βουλγάρους, στο πρόσωπο, άλλωστε, του οποίου οι βούλγαροι πολιτικοί έβρισκαν κάποιο ευήκοον ούς, ενώ έκρινε, προφανώς, ότι η Ελλάς, με το κύρος του Βενιζέλου, θα μετέθετε το κέντρο βάρους της συμμαχίας προς τον νότο. Παρά την εμμονή του Ιονέσκου, φίλου και θαυμαστή του Βενιζέλου από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων,[6] ο οποίος επεδίωκε την άμεση δημιουργία μιάς πενταμερούς συμμαχίας με την Πολωνία και την Ελλάδα,[7] ο Πάσιτς και ο Μπένες είχαν επιφυλάξεις ως προς την εμπλοκή της Ελλάδος. Ουσιαστικά, οι Ρουμάνοι πολιτικοί ήσαν απολύτως αντίθετοι στην ιδέα να μείνουν συνδεδεμένοι, μόνοι, με σλαβικές δυνάμεις. Ο φόβος του σλαβισμού, είτε προς δυσμάς, είτε προς ανατολάς, αποτελούσε την μόνιμη επωδό των ρουμάνων πολιτικών.[8],[9] Όμως, στην σκέψη του Ιονέσκου, η Ελλάς θα εξασφάλιζε τα νότια σύνορα της χώρας έναντι βουλγαρικής επιβουλής, και ιδίως σε περίπτωση ρουμανο-ρωσσικής στρατιωτικής εμπλοκής που θα προκαλούσε η σοβιετική βουλιμία.[10] Τελικώς, πρυτάνευσε η πολιτική του Μπένες, για ένα αποκλειστικά τριμερές σχήμα. Ο δε ρόλος του Πάσιτς υπήρξε διακριτικά αρνητικός σε ό,τι αφορούσε στην Ελλάδα.

Παρά τα όσα εθρυλούντο, δεν ήταν η Γαλλία πίσω από την δημιουργία της νέας αυτής ομαδοποιήσεως. Τουναντίον, σε μια πρώτη φάση, επί κυβερνήσεως Αλεξ. Μιλλεράν, μέχρι τον Σεπτέμβριο 1920, την καταπολέμησε, στοχεύοντας στον προσεταιρισμό της Ουγγαρίας και την δημιουργία μιάς συνομοσπονδίας των παραδουναβίων χωρών.[11] Αντιστρόφως, οι τρεις πρωτεργάτες της Μικρής Συνεννοήσεως,  απέβλεπαν στον απογαλακτισμό τους από την επιρροή των Μεγάλων΄ η αιγίδα τους ήταν αναγκαία, όχι όμως και η επιρροή τους. Και, άλλωστε, η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων δεν συνέπιπτε οπωσδήποτε με τα desiderata των μικρών/μεσαίων χωρών. Το Παρίσι τροποποίησε την πολιτική του με την νέα κυβέρνηση, αυτή του Georges Leygues (Ζωρζ Λέυγκ), και την επιλογή ως Γενικού Γραμματέως του Quai d’Orsay,  του Philippe Berthelot (Φιλίπ Μπερτελό). Τελικώς, πρέπει να αναγνωρισθή, η Γαλλία συνεδέθη ουσιαστικά με την Μικρή Συνεννόηση –αργότερα, το 1925-1926 και συμβατικά – εφ΄όσον εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της στον έλεγχο της Κεντρικής Ευρώπης και απετέλεσε κύριο στοιχείο του γαλλικού συστήματος ασφαλείας σχεδόν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[12]

Η Μικρή Συνεννόηση[13] χρειάστηκε χρόνο για να σχηματισθή. Οι  δυσχέρειες μεταξύ των τριών πρωταγωνιστριών χωρών, αλλά και οι εσωτερικές τριβές σε μερικές από αυτές, απετέλεσαν ανασχετικούς παράγοντες. Τελικώς, η νέα συμμαχία απετελέσθη από διμερείς συμφωνίες, ομοειδείς αλλά όχι ταυτόσημες, μεταξύ της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας και του Τριπλού Βασιλείου. Η πρώτη συμφωνία, μεταξύ Πράγας και Βελιγραδίου, υπεγράφη στις 27 Αυγούστου 1920, αφού υπερπηδήθηκαν εσωτερικές αντιδράσεις αλλά και υπό την πίεση εξωτερικών γεγονότων: δηλ. την προσπάθεια αναρρήσεως εκ νέου στον Ουγγρικό θρόνο του εκπτώτου  βασιλέως Καρόλου όπως και τις επίμονες φήμες περί επικειμένης συμφωνίας της Γαλλίας με την Ουγγαρία. Η πρώτη αυτή συμφωνία απέβλεπε στην εγγύηση της Συνθήκης του Τριανόν. Υπό το φως των εσωτερικών αντιφάσεων στο Βουκουρέστι, αλλά και του όρου του Ιονέσκου για την συμμετοχή της Ελλάδος[14]και της Πολωνίας, οι άλλες δύο υπεγράφησαν λίγο αργότερα, στις 23 Απριλίου 1921 η ρουμανο-τσεχοσλοβακική, και στις 7 Ιουνίου 1921 η ρουμανο-γιουγκοσλαβική. Η τρίτη αυτή διέφερε από τις άλλες δύο κατά το ότι συμπεριελάμβανε ως στόχο –κατόπιν αιτήματος του Βελιγραδίου[15] την μη αναθεώρηση της Συνθἠκης του Νεϊγύ, απέβλεπε δηλ. στον έλεγχο της Βουλγαρίας. Η νέα αυτή πτυχή ήταν φύσεως να καθησυχάση την Ελλάδα από δυσάρεστες εξελίξεις. Αρχικά, οι τρεις συμφωνίες είχαν σαν κύριο πυλώνα την στρατιωτική συνεργασία. Αργότερα, απέκτησαν και οικονομική διάσταση. Μόνον δε, το 1933 έλαβε η Συνεννόηση μια πιο ομοιογενή μορφή, με την Συνθήκη της Οργανώσεως, με την οποία η συμμαχία έλαβε μορφή οργανισμού.

Ελευθέριος Βενιζέλος

Στις προκριματικές συνεννοήσεις για την δημιουργία της Συνεννοήσεως, ο Βενιζέλος, ο οποίος, όπως ανεφέρθη,  εθεωρείτο εκ των πρωτεργατών της κινήσεως, είχε επιδείξει ενδιαφέρον. Σ’αυτό συνέβαλαν οπωσδήποτε και οι στενές φιλικές του σχέσεις με τον Ιονέσκου. Ο έλληνας πρωθυπουργός είχε προβή σε δηλώσεις,  με θετική διάθεση προς την εκκολαπτόμενη συμμαχία, προσβλέποντας, εν τούτοις, σε μία πιο βαλκανιοκεντρική, όπως προωθούσε ήδη από τον Αύγουστο 1913. Τον Νοέμβριο 1919, εν τούτοις, ο Βενιζέλος μιλούσε για μια συμμαχία των τριών Βαλκανικών χωρών και «ίσως της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας».[16] Το 5μερές αυτό σχήμα εξασφάλιζε, εν πολλοίς, και τα ελληνικά συμφέροντα έναντι της Βουλγαρίας. Για την Αθήνα, η νέα κατάσταση την Χερσόνησο δημιουργούσε ανησυχία. Πέραν του ότι από τον Μάιο 1919 είχε εμπλακή στρατιωτικά στην Ανατολία, η δημιουργία του μεγάλου γείτονα, του Τριπλού Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (που συμπεριελάμβανε και το Μαυροβούνιο), και η Σόφια που απέβλεπε πάντοτε στην Μεγάλη Βουλγαρία, αποτελούσαν νέες παραμέτρους στην επιδιωκόμενη ισορροπία στην περιοχή. Πρωταρχική επιδίωξη της ελληνικής κυβερνήσεως αποτελούσε η εξασφάλιση των εδαφικών κτήσεων των Βαλκανικών πολέμων και αυτών του Μεγάλου. Αυτό θα επετυγχάνετο με την διατήρηση της ειρήνης στον νέο περίγυρο.  Και σ΄αυτό προφανώς απέβλεπε η πρωτοβουλία του Βενιζέλου με τα τριπλά κοινά διαβήματα τον Οκτώβριο του 1918 σε Παρίσι και Λονδίνο, με τα οποία υπεγραμμίζετο ότι τα τρία κράτη θα «συνεδέοντο κατά πολύ στενό τρόπο…με κάθε δυνατό μέσο», με εστιακό στόχο τον έλεγχο της Βουλγαρίας. Η πρόθεση αυτή θα χαρακτήριζε τις σχέσεις των τριών, χωρίς, όμως, να διαφαίνεται, τότε ακόμη, αν υπήρχε η προοπτική συμβατικής/συμμαχικής δεσμεύσεως τους. Πέραν των ανωτέρω στόχων, η συμμετοχή της Ελλάδος στο νέο σχήμα, θα την ενίσχυε, από πλευράς κύρους, στην δυνατότητά της να συνεχίση τον αγώνα στην Μικρά Ασία. Ας σημειωθή ότι η Ελλάς, με την επέκτασή της μέχρι την Μαύρη Θάλασσα, προσελάμβανε το καθεστώς περιφερειακής Δυνάμεως, εξισορροπώντας, μέχρι σημείου, την δημιουργία της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας. 

Παρά την προτίμηση, σε πρώτη φάση, του Βενιζέλου δημιουργίας της τριπλής συμμαχίας με επίκεντρο τα Βαλκάνια, στην εμμονή του Ιονέσκου σε μια πενταμερή με την αναγκαία συμμετοχή της Ελλάδος, εξυπηρετώντας, όπως ήδη ανεπτύχθη, τα ρουμανικά συμφέροντα, ο έλληνας πρωθυπουργός, έχοντας ανάγκη διεθνών ερεισμάτων, έδωσε την ηθική του, τουλάχιστον, υποστήριξη. Το ενδιαφέρον αυτό του Βενιζέλου, επανελήφθη, αρκετά ζωηρό, μετά την υπογραφή της πρώτης διμερούς συμφωνίας, τον Αύγουστο 1920. Εν τούτοις, ο Βενιζέλος διέκρινε σε αυτό το σχήμα μια αρνητική διάσταση: την πιθανή εμπλοκή της Ελλάδος σε πόλεμο με την Ιταλία, εάν αυτή απεφάσιζε να επιτεθή στην Γιουγκοσλαβία, υπό το φως των τότε βεβαρυμμένων διμερών σχέσεων των δύο χωρών. Και ναι μεν η Ρώμη υπέγραψε με το Βελιγράδι δύο συμφωνίες (Νοέμβριος 1920), οι οποίες φαινόταν να ομαλοποιούν τις διμερείς τους σχέσεις, αλλά η επιφυλακτικότης εκ μέρους του Τριπλού Βασιλείου παρέμενε. Ιδίως, στο μέτρο που η Ρώμη προέτρεπε το Βελιγράδι να «ενδιαφερθή για την Θεσσαλονίκη».[17] Η Ιταλία διατηρούσε την δική της ημερήσια διάταξη στα Βαλκάνια. Συγχρόνως, η κοινή γνώμη στην Αθήνα παρουσιαζόταν θετική έναντι της Μικρής Συνεννοήσεως, υπό το βάρος της καταγγελίας από την νέα ιταλική κυβέρνηση, του συμφώνου Τιττόνι-Βενιζέλου (Ιούλιο 1920).

Take Ionescu

Στην τότε συγκυρία, οι προοπτικές εντάξεως και της Ελλάδος στο τριμερές εκκολαπτόμενο σχήμα, παρουσιάζοντο ενθαρρυντικές. Ο δε Βενιζέλος, ζητούσε να πληροφορηθή από τις τρεις πρωτεύουσες τις εξελίξεις επί του θέματος.[18] Όμως, στα παρασκήνια άλλα μεθοδεύοντο. Αν και ο Ιονέσκου, στην Ρουμανία – ακολουθώντας μια προσωπική πολιτική[19] –  μιλούσε για μια «απόλυτη συνεννόηση», για μια «στενή ένωση» των δύο χωρών, πήγαινε ακόμη μακρύτερα  θεωρώντας την ελληνο-γιουγκοσλαβική συνθήκη του 1913 ως ένα συνδετικό στοιχείο της Ελλάδος προς την Μικρή Συνεννόηση, ότι lato sensu η Αθήνα αποτελούσε τμήμα της![20] Τις απόψεις αυτές, ωστόσο, δεν ενστερνιζόταν η αντιπολίτευση. Αντιθέτως, από πλευράς της Τσεχοσλοβακίας, ο Μπένες κατευθύνετο πάντοτε στην περιορισμένης συνθέσεως συμμαχία με αποκλειστικό στόχο την Γερμανία και την Ουγγαρία. Με την Πολωνία οι σχέσεις παρέμεναν τεταμένες,[21] ενώ συγχρόνως, όπως ήδη ανελύθη, δεν ήθελε να λάβη θέση αντίθετη προς τα ενδιαφέροντα της Σόφιας. Ο Μπένες  πίστευε ότι   «μεταξύ  «Ελλάδος και Τσεχοσλοβακίας δεν υπήρχε καμμία πολιτική σχέση και δεν αντελαμβάνετο σε τί  μπορούσαν πρακτικά να παράσχουν αμοιβαίες υπηρεσίες».[22] Ούτως ή άλλως, ο Τσεχοσλοβάκος πολιτικός αντετίθετο ακόμη και την σύμπηξη μιάς Βαλκανικής συμμαχίας, κατά τους οραματισμούς του Βενιζέλου. Μια τέτοια εξέλιξη θα νόθευε την δική του , κεντρο-ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, θα την «βαλκανιοποιούσε»[23]!

Από πλευράς, πάλι, του Τριπλού Βασιλείου, η κατάσταση παρουσιάζετο επαμφοτερίζουσα. Αφ’ενός στο Βελιγράδι ήταν διάχυτο πάντοτε, το αίσθημα της προδοσίας εκ μέρους της Ελλάδος το 1915 και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Αθήνα. Αφ’ετέρου, η Γιουγκοσλαβία απέβλεπε στην εγγύηση έναντι της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Πέραν αυτών Ελλάς και Γιουγκοσλαβία εδεσμεύοντο πάντα από την συνθήκη του 1913, έστω και αν παραλλήλως, η δεύτερη έστρεφε διακριτικά το βλέμμα προς την Θεσσαλονίκη! Ο Μπένες ήταν αυτός που υπεδείκνυε στον Ιονέσκου, τον Σεπτέμβριο 1920, ότι  οι Σέρβοι ήταν αυτοί που εξέφραζαν επιφυλάξεις για την συμμετοχή της Ελλάδος,[24] εμφανιζόμενος ο ίδιος στον ρουμάνο συνομιλητή του, ως αποδεχόμενος, απλώς, την ιδέα συμμετοχής και της Ελλάδος. Η αλήθεια είναι ότι το Βελιγράδι, έναντι της επιθυμίας της Ελλάδος να ενταχθή στην Μικρή Συνεννόηση, έδιδε αόριστες απαντήσεις στην Αθήνα για την προοπτική ανανεώσεως της συνθήκης του 1913 ή την σύναψη νέας.

Γεγονός είναι ότι, από την πλευρά του, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Βενιζέλος ενδιαφέρθηκε εντονώτερα για το ανωτέρω σχήμα. Επροτίθετο μάλιστα να επισκεφθή τις τρεις πρωτεύουσες που ευρίσκοντο σε επικοινωνία.[25]

Μέσα σ΄αυτήν την συγκυρία, η Βουλγαρία παρέμενε σημείο ρευστότητος λόγω των διεκδικήσεων της προς πάσα κατεύθυνση. Καθένας ήθελε να την προσεταιρισθή, αλλά με την υστεροβουλία να την κρατάει υπό έλεγχο. Ουσιαστικά, η Βουλγαρία αποτελούσε τον πόλο γύρω από τον οποίο περιεστρέφοντο οι βαλκανικές υποθέσεις.  Ο βούλγαρος πρωθυπουργός Aleksandar Stamboliski (Αλεξάνταρ Σταμπολίσκυ), ιδιαιτέρως δραστήριος στην υπόθεση αυτή, βλέποντας τον κίνδυνο εχθρικής περικυκλώσεως της χώρας του αρχικά επεδίωξε – με την διακριτική ενθάρρυνση της Πράγας – να ενταχθή στην Συνεννόηση και η Βουλγαρία. Μην μπορώντας, ωστόσο, να επιτύχει τον στόχο αυτό, προσεπάθησε, τουλάχιστον, να επιτύχει τον αποκλεισμό της Ελλάδος.[26] Αυτό συνέβη, εν τέλει. Όχι, όμως, ως δικό του επίτευγμα. Εν πάση περιπτώσει, παρά τις προσπάθειές του για την ένταξη της χώρας του στην Μικρή Συνεννόηση – ακόμη και μετά την πτώση του Βενιζέλου – αυτές δεν ευοδώθηκαν.

Από τις δύο ενδιαφερόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, η Γαλλία δεν έβλεπε με ενδιαφέρον την συμμετοχή της Ελλάδος στην κεντροευρωπαϊκή αυτή συσπείρωση που στόχευε την Γερμανία και την Ουγγαρία. Η Μεγάλη Βρεταννία, τουναντίον, ευνοούσε μια συνεννόηση πιο στενή των ενδιαφερομένων χωρών, ιδίως Ελλάδος-Ρουμανίας, που θα απέβλεπε στην ευρύτερη εγγύηση της ειρήνης,[27] γεγονός το οποίο θέλησε να εκμεταλλευθή ο Ιονέσκου. Η πολιτική του Λονδίνου απέβλεπε περισσότερο σε μια ευρύτερη «Βαλκανική συνομοσπονδία», με την συμμετοχή και της Βουλγαρίας, προς την οποία πάντοτε έστρεφε τα βλέμματα.

Είναι γνωστές οι συνέπειες των εκλογών του Νοεμβρίου 1920 – το «ελληνικό δράμα» κατά τον γάλλο πρέσβυ στο Βελιγράδι[28] – και των όσων σημειώθηκαν, εν συνεχεία, στην Ελλάδα. Με την απομάκρυνση από την ελληνική πολιτική σκηνή του Βενιζέλου, όλα κατέρρεαν στην τοπική ισορροπία.[29] Οι επιπτώσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής  της Ελλάδος υπήρξαν καταλυτικές. Πέραν των άλλων συνεπειών και της διπλωματικής απομονώσεως της, εξουδετερώθηκε πλήρως κάθε προοπτική εντάξεως των Αθηνών στο τριμερές σχήμα που ευρίσκετο στο στάδιο της πραγματώσεως, αυτή την «γή της επαγγελίας»[30] που θα επέτρεπε στην Ελλάδα μια διπλωματική ανάσα. Είτε ως γνήσια συνέπεια, είτε ως πρόφαση, η απομάκρυνση από την εξουσία του Βενιζέλου, του χαρισματικού για την Ευρώπη ηγέτη, εγγυητή των Συνθηκών και της Ειρήνης, απέκλεισε την αποδοχή της Ελλάδος ως ισοτίμου συνομιλητού. Η Ελλάς, σε εμπόλεμη κατάσταση στην Μικρά Ασία με την Τουρκία, καθίστατο ένας αστάθμητος παράγοντας στα Βαλκάνια αλλά και ευρύτερα. Μόνη, πλατωνική, παρηγοριά η στάση του Ιονέσκου, ο οποίος θεωρούσε πάντα την συμφωνία του 1913, ως ομφάλιο λώρο της Ελλάδος με την Μικρή Συνεννόηση![31]

Αξίζει να σημειώση κανείς τον προφητικό διάλογο Μπένες-Ιονέσκου, στα τέλη Αυγούστου 1920, λίγο μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών – την μεγάλη νίκη του Βενιζέλου: οι δύο σύνομιληταί εφοβούντο ότι όταν ο Βενιζέλος εξαφανιζόταν από την ελληνική πολιτική σκηνή, «οι Έλληνες πιθανόν να ανεκάλυπταν ότι τα πρόσφατα (εδαφικά) κέρδη τους θα ήταν περισσότερα από αυτά που θα ήταν σε θέση να διαχειρισθούν»![32]

Η μετάπτωση της καταστάσεως για την Ελλάδα δεν οφείλετο στην μία ακόμη εσωτερική κυβερνητική αλλαγή  όσο στην αντίθεση που συνήντησε η χώρα από πλευράς των Μεγ. Δυνάμεων και κυρίως της Γαλλίας.   Η Ελλάς ετέθη σε καραντίνα.[33] Από την μια μέρα στην άλλη, ευρέθη σε αδυναμία να διαδραματίση στην περιοχή του Αίμου τον ρόλο, τον οποίο οραματιζόταν και για τον οποίο οι νίκες στους πολέμους της είχαν προσδώσει το αναγκαίο κύρος.

Από το 1920, οι σχέσεις των  Αθηνών  με την συμμαχία που ακόμη σχηματοποιείτο, πέρασε από διάφορα στάδια. Οι πρόσκαιρες κυβερνήσεις της περιόδου αυτής, με το ανθρώπινο δυναμικό εξαντλημένο, τα οικονομικά σε άθλια κατάσταση, από το ζενίθ της Συνθήκης των Σεβρών περιέπεσε στο ναδίρ της Συνθήκης της Λωζάννης! Συνάμα, οι Μεγάλες Δυνάμεις θεωρούσαν την Ελλάδα το μαύρο πρόβατο. Η διπλωματική απομόνωση των Αθηνών ήταν πλήρης.

Οι πρώτες βραχύβιες ελληνικές κυβερνήσεις, χωρίς συμπαγή εξωτερική πολιτική, προσπαθούσαν να αδράξουν την ευκαιρία  συμμετοχής στην Μικρή Συνεννόηση. Όμως, οι επίμονες αλλά μάλλον σπασμωδικές προσπάθειες δεν καρποφόρησαν. Ας προστεθή ότι,  πλέον, και οι επιδιώξεις της Ελλάδος δεν ήσαν ευθυγραμμισμένες με αυτές των τριών Δυνάμεων: η Αθήνα, σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, δεν στόχευε πλέον στην εγγύηση της γενικότερης ειρήνης, αλλά κυρίως στην εξεύρεση ερεισμάτων έναντι των απειλών της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ή ακόμη, αργότερα, στην υποστήριξή των Βαλκανίων φίλων στην διάσκεψη στην Λωζάννη. Ο υπουργός Εξωτερικών Απόστολος Αλεξανδρής, τον Ιούνιο 1923, μετά τις Συμφωνίες της Λωζάννης, επεσκέφθη το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι έμπλεος ελπίδων για την αποδοχή της Ελλάδος στους κόλπους της Μικρής Συνεννοήσεως! Τελικώς, έδρεψε μόνον απογοήτευση! Και πάλι, παρά κάποιες έωλες υποσχέσεις, ιδίως από ρουμανικής πλευράς, θεωρήθηκε « πρόωρο» η Ελλάς να γίνη αποδεκτή στους κόλπους της συμμαχίας. Η εσωτερική πολιτική αστάθεια της Ελλάδος δεν φαίνεται να μπορούσε να προσφέρη κάτι το εποικοδομητικό στην γενικότερη σταθερότητα των Βαλκανίων.[34]

Και, στο μέτρο που το Βουκουρέστι έδειχνε κάποια, θεωρητική, συμπάθεια προς την Αθήνα,[35] από πλευράς Βελιγραδίου η « προδοσία» του 1915, έριχνε πάντα την σκιά της. Η στάση του ήταν, πλέον, στάση υπεροψίας και ανωτερότητος, επιδιώκοντας να αποτελέση αυτό το κέντρο βάρους στα Βαλκάνια. Η απουσία του Βενιζέλου, ο οποίος θα μπορούσε να επιτρέψη την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, η παρουσία, αντιθέτως,  του βασιλέως Κωνσταντίνου, του υπαιτίου της  «προδοσίας», ανέστελλε κάθε δυνατότητα ομαλοποιήσεως των σχέσεων. Η πολιτειακή αλλαγή, του Σεπτεμβρίου 1922, με την ανατροπή της δυναστείας συνέβαλλε στην γενικότερη κακοδαιμονία έναντι της Ελλάδος. Και οι κάποιες δειλές προσπάθειες της Γαλλίας να μεσολαβήση μεταξύ των δύο βαλκανικών πρωτευουσών, εγκατελείφθησαν.[36]

Εν τω μεταξύ, και η Μικρή Συνεννόηση ελάμβανε μία πιο συγκροτημένη μορφή με την οικονομική συνεργασία που εγκαινιάσθηκε το 1922, με την στρατιωτική σύμπραξη που ολοκληρώθηκε το 1924, αλλά και την υπογραφή, αργότερα, τον Ιούνιο του 1929, της Γενικής Πράξεως Συνδιαλλαγής, Διαιτησίας και  δικαστικής διευθετήσεως των διαφορών, υπερπηδώντας τις δυσκαμψίες των διμερών συμφωνιών. Συγχρόνως, όμως, οι σχέσεις Αθηνών-Βελιγραδίου εξετραχύνοντο, ιδίως υπό το φως της υπογραφής του ελληνο-βουλγαρικού συμφώνου Κάλφωφ-Πολίτη (τέλος 1924) και την καταγγελία, πλέον, εκ μέρους του Βελιγραδίου της συνθήκης του 1913.

Οι μάταιες προσπάθειες της Ελλάδος είχαν σαν συνέπεια την κάμψη του ενδιαφέροντος των Αθηνών να ενταχθή στο νέο σχήμα. Όλες οι κρούσεις της είχαν μείνει αναπάντητες. Παρά ορισμένες φήμες ή οιωνεί προθέσεις που ανεφύοντο κατά καιρούς, περί ενδεχομένης διευρύνσεως της συμμαχίας, άφηναν ανεπηρέαστη πλέον την Ελλάδα. Η Μικρή Συνεννόηση δεν αποτελούσε πλέον πόλο έλξεως για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Οι έλληνες επίσημοι προέβαλλαν πλέον, ότι κάθε πρόταση εκ μέρους της Συνεννοήσεως θα ετύγχανε της δέουσας εκτιμήσεως σε συνάρτηση αυτού που εζητείτο από την Ελλάδα και αυτού που η συμμαχία θα ήταν έτοιμη, αυτή, να της προσφέρει. Ο τόνος είχε σαφώς υποστή μετάλλαξη, υπό την επιρροή και του Βενιζέλου, ο οποίος, παρασκηνιακά, διεδραμάτιζε ουσιώδη ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Ο έμπειρος πολιτικός δεν επίστευε στην χρησιμότητα πολυμερών συμφωνιών που εδέσμευαν υπέρμετρα την ελληνική πολιτική και οι οποίες θα μπορούσαν να εμπλέξουν την χώρα σε αλλότριες περιπέτειες, μακρυά από τον ορίζοντα των δικών της προτεραιοτήτων. 

Παρά ταύτα, λίγο μετά το πραξικόπημα του Θ. Πάγκαλου, ο Κων. Ρέντης, υπουργός Εξωτερικών, στο πλαίσιο της προσπάθειας ομαλοποιήσεως των σχέσεων με την Γιουγκοσλαβία, ανέλαβε, με την υποστήριξη της Ρουμανίας, μια νέα πρωτοβουλία, τον Ιούλιο 1925, προσεγγίσεως προς το υπάρχον τριμερές σχήμα για την υπογραφή συμφωνίας υποχρεωτικής διαδικασίας διαιτησίας από τις χώρες των Βαλκανίων. Παρά την αρχική θετική ανταπόκριση της ιδέας από την Κοινωνία των Εθνών (Κ.τ.Ε.), το σχέδιο του Ρέντη απέτυχε. Και απέτυχε διότι αστόχησε στο βασικό επιχείρημα : δεν ήταν δυνατόν, όπως παρετήρησε εύστοχα και ο Βενιζέλος, να προσεταιρισθής έναν αντίπαλο –την Γιουγκοσλαβία – με εξαναγκασμό. Το ελληνο-βουλγαρικό επεισόδιο του Πετριτσίου, με υπαιτιότητα των Αθηνών, συνέβαλε και αυτό στην αρνητική τροπή του εγχειρήματος Ρέντη στο πλαίσιο της Κ.τ.Ε.

Ένα γεγονός μεταξύ τρίτων, η αιφνίδια  υπογραφή της μυστικής Συμφωνίας των Τιράνων, μεταξύ της Ιταλίας και της Αλβανίας (Νοέμβριος 1926) συνέβαλε στο να εξορθολογισθή το Βελιγράδι και να επιζητήση, αυτό πλέον, την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Αθήνα. Κινητήριο λόγο της μεταστροφής αυτής, με τους κινδύνους που υπέκρυπτε η Ιταλο-αλβανική συμφωνία, αποτελούσε ο δυνητικός ρόλος της Θεσσαλονίκης για την προώθηση πολεμικού υλικού προς βορράν, στην περίπτωση αποκλεισμού των στενών του Οτράντο. Η Θεσσαλονίκη, με τον τρόπο αυτό αποκτούσε μια νέα κρίσιμη διάσταση. Ακόμη και ο Μπένες απηύθυνε αίτημα συνάψεως σχετικής συμφωνίας. Η Πολωνία, και αυτή, ενδιαφέρθηκε για τον νέο ρόλο του λιμένος. Στην νέα αυτή εξέλιξη, ρόλο έπαιξε, μάλλον επιπόλαια, ο Γιουγκοσλάβος υπουργός Εξωτερικών,  Vojislav Marinkovitch (Βοζισλάβ Μαρίνκοβιτς) δεσμευθείς έναντι των ομολόγων του ότι, σε περίπτωση διευθετήσεως του ζητήματος της ελεύθερης ζώνης στην Θεσσαλονίκη με την Αθήνα, τότε οι σύμμαχες χώρες θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την προώθηση οπλισμού. Ως φαίνεται, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος είχε δεχθή, σε κάποια φάση, την ιδέα ελεύθερης διαμετακομίσεως πολεμικού υλικού και προς την Τσεχοσλοβακία και την Ρουμανία.[37]

Στην αρνητική συγκυρία όλης αυτής της περιόδου, θετική εξέλιξη προς την έξοδο από την απομόνωση, απετέλεσε η υπογραφή, – κατόπιν και της κατάλληλης ελληνικής πιέσεως – της Ρουμανο-Ελληνικής συνθήκης   μη επιθέσεως και διαιτησίας του 1928. Αν και μικρής εμβέλειας, μερικοί διείδαν την ανάπτυξη της Μικρής Συνεννοήσεως προς τον νότο.[38]

Σύνοδος Κορυφής της Μικρής Συνεννοήσεως, Βελιγράδι 1932.

 Η επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία, τον Ιούλιο 1928, δημιούργησε μια νέα κινητικότητα  η οποία τροποποίησε τα δεδομένα. Ειδικώς στο ζήτημα της Θεσσαλονίκης, μη θέλοντας να δεσμευθή συμβατικά στο ζήτημα χρήσεως του λιμένος, ο νέος πρωθυπουργός ισχυρίζετο ότι εάν η Γιουγκοσλαβία ήταν ο επιτιθέμενος, σύμφωνα με τις αρχές της Κ.τ.Ε., η Ελλάς δεν θα μπορούσε να δεχθή την διέλευση πολεμικού υλικού. Αν, τουναντίον, το Βελιγράδι υφίστατο επίθεση, τότε η Ελλάς, και χωρίς συμβατική δέσμευση, θα συνεπικουρούσε την γείτονα. Ουσιαστικά η Αθήνα ήθελε, ευλόγως, να διατηρεί τον έλεγχο της προς βορρά προσβάσεως.  Αν η Αθήνα δεχόταν τις προτάσεις του Βελιγραδίου – ή άλλης κεντρο-ευρωπαϊκής Δυνάμεως – θα δημιουργούσε μια ιδιότυπη σχέση με την Μικρή Συνεννόηση, η οποία θα μπορούσε να την οδηγήση σε ιδιαίτερα λεπτές καταστάσεις. Η θέση αυτή του Βενιζέλου αργότερα εκάμφθη κάπως έναντι της Ρουμανίας αλλά και της Γιουγκοσλαβίας.

Είναι γνωστό το πώς στο πλαίσιο του δόγματος του Βενιζέλου αποφυγής δεσμεύσεως της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με πολυμερείς συμφωνίες, ο Έλλην πρωθυπουργός διευθέτησε διμερώς τις σχέσεις με την Ιταλία, εν συνεχεία ομαλοποίησε αυτές με την Γιουγκοσλαβία, και τέλος, κάνοντας την μεγάλη υπέρβαση, συνέπηξε σύμφωνο φιλίας με την Τουρκία. Ας σημειωθή ότι τον Ιούνιο 1929, ο Βενιζέλος υπέγραψε με την Τσεχοσλοβακία ένα σύμφωνο φιλίας, διαιτησίας και συνδιαλλαγής, το οποίο, όμως, δεν προσιδίαζε προς τις συμφωνίες της Μικρής Συνεννοήσεως. Με το συμβατικό αυτό πλέγμα, η Ελλάς επανεύρε μια θέση κύρους στο διεθνές στερέωμα. Οι Βαλκανικές Διασκέψεις, με πρωτοβουλία του Αλ. Παπαναστασίου, (και με την  συναίνεση του Βενιζέλου), άτυπες αλλά ουσιαστικές συναθροίσεις εκπροσώπων των 6 Βαλκανικών χωρών, συνέβαλαν στην υπερπήδηση των συνδρόμων του παρελθόντος και απετέλεσαν έρεισμα ώστε η Ελλάς να αναγνωρισθή ως σεβαστή πολιτική δύναμις στην περιοχή.

Εν τω μεταξύ, τον Φεβρουάριο 1933, η Μικρή Συνεννόηση, που αντιμετώπιζε από καιρό, έντονους εσωτερικούς κλυδωνισμούς, υπό την πίεση των διεθνών εξελίξεων και την εδραίωση των απολυταρχικών καθεστώτων, αναδιοργανώθηκε σε μια πλήρη τριμερή οργάνωση, με την υπογραφή της Συνθήκης Οργανώσεως, με βάση πάντα τις αρχικές διμερείς συμφωνίες.

Η οριστική αποχώρηση από την πολιτική σκηνή του Βενιζέλου, έδωσε την δυνατότητα δημιουργίας, τον Φεβρουάριο 1934, στα πρότυπα της Μικρής, της Βαλκανικής – τετραμερούς – Συνεννοήσεως.  Τα μέλη της Μικρής Συνεννοήσεως, υπό τις ώριμες πλέον συνθήκες και την άρση, αφ’ενός, των επιφυλάξεων του Μπένες και την ενθάρρυνση, αφ’ετέρου, του νέου υπουργού Εξωτερικών της Ρουμανίας, Nikolae Titulescu (ΝικολάεΤιτουλέσκου), είχαν ήδη ταχθή, από τον Σεπτέμβριο 1933, υπέρ της επεκτάσεως των ενδιαφερόντων τους προς νότον, και συνδέσεως τους, με κάποιο τρόπο, με τις υπόλοιπες δύο χώρες των Βαλκανίων. Η Βαλκανική Συνεννόηση παρουσίαζε, εν τούτοις, μία ουσιώδη διάφορα έναντι της Μικρής: προέβλεπε την περίπτωση προσβολής ενός των συμβαλλομένων από μία εξω-βαλκανική δύναμη με σύμμαχο ένα βαλκανικό κράτος, δηλ. την επίθεση της Ιταλίας κατά της Γιουγκοσλαβίας, με την σύμπραξη της Αλβανίας!  Η Ελλάς, πάντα επιφυλακτική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απέκρουσε την διάσταση αυτή σε ό,τι την αφορούσε.[39]

Με την δραστηριοποίηση των δύο αυτών παραλλήλων, τρόπον τινά, συμμαχιών, της μιάς με επίκεντρο την κεντρική και της άλλης την νοτιο-ανατολική Ευρώπη, ήταν φυσικό οι δύο φορείς, με δύο κοινά μέλη, να ευρεθούν σε κάποια επικοινωνία, ιδίως υπό το φως των ανησυχαστικών οιωνών που εσημειώνοντο στην Ευρώπη. Η Μικρή Συνεννόηση είχε χαιρετίσει θερμά την προοπτική δημιουργίας της Βαλκανικής, ήδη προ της επισήμου ιδρύσεώς της αναγνωρίζοντάς την ως στοιχείο «που ενδυνάμωνε την ασφάλεια της Ευρώπης».[40]   Ήταν αναμενόμενο, ως εκ τούτου, η Ελλάς να αποκτήσει εμμέσως σχέσεις και να αρθρωθή μέχρι σημείου με την άλλη Συνεννόηση στο πλαίσιο των επάλληλων πολιτικών προθέσεων. Τόσο μάλλον που για την Ρουμανία, «δημιουργείτο μία αλυσίδα, από την Τσεχοσλοβακία  μέχρι τα σύνορα της Περσίας, μία αλυσίδα χωρών με κοινά πολιτικά ενδιαφέροντα, με πληθυσμό 70 εκατ. ψυχών».[41] Αλλά και οι απόψεις του Μπένες είχαν εξελιχθή: προσέβλεπε, πλέον στην «συνένωση» των δύο συμμαχιών.[42] Παρά ταύτα, αν και οι δύο συμμαχίες είχαν, τρόπον τινά, βίους παράλληλους, αυτοί δεν συνέπιπταν οπωσδήποτε.

Η υπογραφή του Συμφώνου της Βαλκανικής Συνεννοήσεως, Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 1934.

Η Αθήνα, διαφοροποιούμενη από το Βουκουρέστι που πλειοδοτούσε, είχε όντως περιέλθη σε ιδιαιτέρως λεπτή θέση από την προφανή ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των δύο οργανώσεων. Διότι, αφ΄ενός ήθελε, όπως ομόφωνα απεδέχοντο οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις, πάση θυσία να αποφύγη να αναμιχθή  στις περίπλοκες υποθέσεις της κεντρικής Ευρώπης, παρενοχλώντας την Γερμανία. Συγχρόνως, όμως, δεν έπρεπε να απογοητεύση τις φίλιες δυνάμεις των Βαλκανίων. Ιδίως την στιγμή που ο δυναμικός  Τιτουλέσκου[43] επεδίωκε συχνά να εκφράζει και τις δύο συμμαχίες, δίδοντας την εντύπωση ότι οι δύο οργανώσεις είχαν ταυτόσημες θέσεις στα διεθνή τεκταινόμενα. Έτσι, μερικές φορές η ελληνική διπλωματία αναγκάσθηκε να συγκρουσθή με τον ρουμάνο πολυπράγμονα υπουργό, διαδηλώνοντας ότι οι δύο οργανώσεις «παράμεναν, ως μέχρι τούδε, δύο ομάδες πλήρως διάφορες».[44]

Έναντι των κοινών θέσεων που έλαβαν οι δύο οργανώσεις σε κραυγαλέες περιπτώσεις όπως την δολοφονία του βασιλέως Αλεξάνδρου της Γιουγκοσλαβίας και του Λουί Μπαρτού, γάλλου υπουργού Εξωτερικών, στην Μασσαλία (Οκτώβριος 1934), την σύμπηξη του Μετώπου της Στρέζας (Απρίλιος 1935) ή και της επιθέσεως της Ιταλίας εναντίον της Αιθιοπίας (Οκτώβριος 1935), σε άλλες καίριες περιπτώσεις, όπως η επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας (Μάρτιος 1936) δεν ήταν επιθυμητή για την Ελλάδα μία αναλήψη κοινής θέσεως. Η άποψις των Αθηνών – αλλά και της Άγκυρας και του Βελιγραδίου – ήταν αντίθετη προς τις προθέσεις του Τιτουλέσκου, ο οποίος επεδίωκε να εξυπηρετή τα γαλλικά συμφέροντα. Στις οδηγίες του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών υπεγραμμίζετο ότι η εφαρμογή κυρώσεων κατά του Βερολίνου «θα ήταν ολέθρια για τα ελληνικά συμφέροντα».[45]

Θα πρέπει να σημειωθή, ότι ήδη, από το 1934, υπό το φως των ευρωπαϊκών ανακατατάξεων, άρχισαν να διαμορφώνονται κεντρόφυγες τάσεις στους κόλπους της Μικρής Συνεννοήσεως. Το Βελιγράδι, υπό την νέα ήγεσία του πρωθυπουργού  Milan Stojadinovitch (Μιλάν Στογιαντίνοβιτς), σημείωσε μια στροφή,  πολιτικής και οικονομικής προσεγγίσεως προς την Γερμανία. Σημαντικώτερο πλήγμα απετέλεσε η υπογραφή της γιουγκοσλαβο-βουλγαρικής συνθήκης φιλίας τον Ιανουάριο 1937. Παρά ταύτα, η συνθήκη αυτή απετέλεσε το πρώτο βήμα ομαλοποιήσεως των σχέσεων της Σόφιας με τα κράτη-μέλη της Βαλκανικής Συνεννοήσεως, με την υπογραφή λίγο αργότερα, τον Ιούλιο 1938, του Συμφώνου της Θεσσαλονίκης, επισημοποιώντας την προσέγγιση όλων των βαλκανικών κρατών.

 

Μικρή Συνεννόηση και Βαλκανική Συνεννόηση. Φιλοτελικοί βίοι παράλληλοι.

Το ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο του συμφώνου αυτού απετέλεσε συμβατικό πρότυπο για την συμφωνία που υπέγραψαν λίγο αργότερα, τον Αύγουστο, η Ουγγαρία και η Μικρή συνεννόηση, ένδειξη των κοινών πολιτικών κατευθύνσεων συνδιαλλαγής των δύο συμμαχιών. Συγχρόνως, όμως, ήταν σαφές ότι οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της Μικρής Συνεννοήσεως διεστέλλοντο προς διαφορετική κατεύθυνση –προς βορρά – έτσι ώστε ήταν ακόμη προφανέστερη η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο συμμαχιών.

Την χαριστική βολή της όποιας συνεργασίας των πέντε έδωσαν οι αποφάσεις του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938). Ουσιαστικά απετέλεσαν την λυδία λίθο υπάρξεως της Μικρής Συνεννοήσεως. Η εμμονή στην αρχή της μη αναθεωρήσεως των Συνθηκών της Ειρήνης και της διατηρήσεως των συνόρων εξαϋλώθηκε! Η εγγύηση της ειρήνης για την οποία η Μικρή Συνεννόηση έπραξε τόσα κατά την μακρά της τροχιά, αποτελούσε πλέον μία ουτοπία. Ο πόλεμος δεν άργησε να ξεσπάσει.

Η Μικρή Συνεννόηση διελύθη και τυπικά λίγο αργότερα, με την κατάληψη από την Ουγγαρία εδαφών της Τσεχοσλοβακίας (Μάρτιος 1939), το casus belli της υπάρξεώς της. Οι δύο άλλες χώρες της συμμαχίας απέφυγαν να αντιδράσουν στις εξελίξεις.[46] Η Βαλκανική επέζησε για λίγο ακόμη, δεδομένου ότι η Γερμανία δεν επεβουλεύετο ανοικτά, τουλάχιστον, ακόμη κανένα από τα μέλη της. Παρά ταύτα, καθένα από αυτά  είχε αυτονομηθή αρκετά από την παλαιά ομοψυχία. Ο Μεταξάς, ανησυχώντας για τις εξελίξεις που χαρακτήρισαν την Μικρή Συνεννόηση, επεσήμαινε στους  δικούς του συμμάχους ότι μόνος τρόπος διατηρήσεως της συμμαχίας ήταν να παραμείνουν ουδέτεροι και να στηρίξουν όλοι μαζύ την ουδετερότητά τους.[47] Η Γιουγκοσλαβία, εν τέλει, στην νέα γραμμή πλεύσεώς της ήταν αυτή που επέλεξε να εγκαταλείψη την τετραμερή στρατιωτική συνεργασία.  

Η Ελλάς ουδέποτε εκλήθη να συμμετάσχη στην Μικρή Συνεννόηση. Η προσπάθεια των Αθηνών απετέλεσε ένα μονίμως αποτυχημένο, ουτοπικό, ραντεβού! Το «όνειρο»  που έτρεφε για μεγάλο διάστημα η ελληνική διπλωματία ουδέποτε έγινε πραγματικότητα. Εάν στις απαρχές, όταν η συμμαχία διεμορφούτο ακόμη, θα μπορούσε να γίνη δεκτή και η Ελλάς, αργότερα κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο.

Είναι έωλο να επιχειρηματολογήση κανείς τι θα γινόταν αν τα αποτελέσματα των εκλογών του 1920 ήσαν διαφορετικά. Η Ιστορία δεν βασίζεται σε εικοτολογίες. Γεγονός είναι ότι η χώρα περιέπεσε σε πλήρη διπλωματική απομόνωση επί οκτώ σχεδόν χρόνια, που δεν ήταν άμοιρα κινδύνων. Κατά ευτυχή συγκυρία, στο διάστημα αυτό δεν σημειώθηκε στα Βαλκάνια ένοπλη σύρραξη. Επί πλέον, τα δύο σλαβικά κράτη που υπέβλεπαν την Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, δεν είχαν την δυνατότητα να συμπλεύσουν επιδιώκοντας δυναμικά τις όποιες βλέψεις τους προς νότον.

Διερωτάται κανείς : ποιά θα ήταν τα οφέλη της Ελλάδος από την συμμετοχή της στην Μικρή Συνεννόηση; θα την προστάτευε από την επιβουλή της Βουλγαρίας – η οποία μπορούσε να αναπτύξη, τότε ακόμη, περιορισμένες μόνον ένοπλες δυνάμεις κατά την Συνθήκη του Νεϊγύ – ή και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Πιθανόν ναι, με το βάρος μιάς ευρύτερης διοργανώσεως. Αλλά, συγχρόνως, υπέβοσκε ο κίνδυνος να εξουδετερώνετο ένα μέρος της δυναμικής της συμμαχίας προς τα Βαλκάνια. Είναι εύλογο, ως εκ τούτου, να διερωτηθή κανείς πώς θα μπορούσε μια τέτοια τετραμερής συμμαχία, υπό το βάρος της Τσεχοσλοβακίας και τα γνωστά ενδιαφέροντα του Μπένες,  να λειτουργήση, εφ΄όσον μερικά μέλη της θα παρέσυραν τα βλέμματα κυρίως προς βορράν, ενώ άλλα προς τα Βαλκάνια, υπό τον φόβο της εμμονής αναθεωρήσεως της Συνθήκης από την Σόφια. Η ισορροπία μεταξύ των τεσσάρων μελών θα ήταν εύθραυστη, όπως άλλωστε απέδειξε  εύγλωττα η συνύπαρξη των δύο συμμαχιών μετά το 1934, όσο και αν, εν τω μεταξύ, ορισμένες παράμετροι είχαν μεταβληθή. Μία αμιγής βαλκανική συμμαχία, όπως την οραματιζόταν ο Βενιζέλος το 1920, προφανώς θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα Βαλκανικά, τοπικά, συμφέροντα, όπως συνέβη και στο παρελθόν.

Ο κίνδυνος, αντιθέτως, εμπλοκής της Ελλάδος σε  περιπέτειες εξυπηρετἠσεως αλλοτρίων συμφερόντων, μιάς δηλαδή εξωβαλκανικής Δυνάμεως, όπως προβλήθηκε προς στιγμήν, μπορεί να θεωρηθή ανεδαφικός. Διότι η Μικρή Συνεννόηση ουσιαστικά αφορούσε μόνον στα εσωτερικά σύνορα των χωρών μελών προς την  Ουγγαρία και την Βουλγαρία, και όχι στα εξωτερικά. Αυτό αποτελούσε και τον μόνιμο λόγο ανησυχίας της Ρουμανίας, εφ΄όσον η Συμμαχία αυτή δεν την εξασφάλιζε από τυχόν επίθεση της Σοβιετικής Ενώσεως.

Η επιδίωξη της Ελλάδος να βγή από την απομόνωσή της μετά το 1920, την οποία της επέβαλλε η Ευρώπη με την αλλαγή του εσωτερικού σκηνικού, είναι απολύτως κατανοητή. Η Μικρή Συνεννόηση αποτελούσε τότε την μόνη πρακτική διέξοδο. Από ένα σημείο και πέρα, η διατήρηση της απομονώσεως αυτής περιέκλειε κινδύνους. Η Βουλγαρία, παρά την Συνθήκη του Νεϊγύ, παρέμενε ένας αστάθμητος στρατιωτικός παράγων. Η πλέον, όμως, ρεαλιστική εξήγηση της εμμονής των Αθηνών να ενταχθή στην Μικρή Συνεννόηση πρέπει να αναζητηθή πρωτίστως στον μόνιμο φόβο να αφεθή ελεύθερη η Γιουγκοσλαβία να συμβληθή – σε κάποια στιγμή – με την Βουλγαρία εις βάρος, βεβαίως, των ελληνικών συμφερόντων. Τέτοιες πληροφορίες περιήρχοντο κατά καιρούς στην Αθήνα, ότι δηλ. η Ιταλία επεδίωκε να αποτελέση τον καταλύτη μιάς τέτοιας προσεγγίσεως. Με την Ελλάδα εντός της συμμαχίας ένα τέτοιο ενδεχόμενο εξουδετερούτο. Τελικώς, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, παρά την ανώμαλη εσωτερική περίοδο που διήνυε η Ελλάς. Οι γενικώτερες συνθήκες το απέτρεψαν. Το Βουκουρέστι, ο άλλος πόλος που επεδίωκε την ειρήνη στην περιοχή, είχε κάθε συμφέρον να εξουδετερώση τέτοιες επιβουλές.

Ευτυχώς για την Ελλάδα, η περίοδος από το 1922 εξελίχθη χωρίς δυσάρεστα εξωτερικά συμβάντα. Η χώρα κατάφερε να σταθεροποιηθή εγκαίρως και να λάβη τα αναγκαία μέτρα ώστε να αντιμετωπίση την νέα λαίλαπα που πλησίαζε. Τελικώς, κατά ειρωνικό τρόπο, κατέστη το θύμα εκείνης της Μεγάλης Δυνάμεως με την οποία είχε υπογράψει συνθήκη φιλίας λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, την Ιταλία! 

Ο Κωνσταντίνος Ι. Αιλιανός είναι Πρέσβυς ε.τ. και συγγραφέας της πραγματείας  La Grèce et la Petite Entente, 1918-1939, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 2011.

 

 

Παραπομπές

[1]Πέραν αυτών που προέρχονται από την διάσπαση της Αυστρο-Ουγγαρίας, (Αυστρίας, Ουγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας, το Τριπλό Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβάκων), δεν  πρέπει να παρίδη τα τρία Βαλτικά κράτη,(Λεττονία, Εσθονία, Λιθουανία), την Αλβανία και την Φινλανδία.

[2]Ο Μάζαρυκ είχε παραδεχθή στον Έλληνα επιτετραμμένο στην Πράγα, ότι η Μικρή Συνεννόηση ήταν αποτέλεσμα των συζητήσεων αυτού του ιδίου και του Βενιζέλου, στα τέλη του 1918. ΑΥΕ, 1920, Α/5/ΧΙΙ, Πράγα, τηλ. Δενδραμή προς Πολίτη, α.α., 26.10.20.

[3]Άρθρο της εφημερίδος της Πράγας Cas, 2.10.1020. Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη (ΜΜΠ.) αρχείο Βενιζέλου,  173, φ. 315, Επιστολή Ιονέσκου προς Βενιζέλο, μετά την πτώση του : «Le grand projet qui est sorti de nos conversations de 1918 et 1919…».

[4]Γεώργιος Βεντήρης, «Η Ελλάς του 1910-1920», σ. 390.

[5]Στο Λονδίνο, η διακοίνωση επεδόθη από τον Πάσιτς, τον Βενιζέλο και τον Ιονέσκου στον κόμη Balfour (Μπάλφουρ), υπουργό Εξωτερικών, την 21.11.1918. Βλ υπ/σ 12, Κ. Αιλιανού, La Grèce et la Petite Entente, 1918-1939. Στο Παρίσι το διάβημα πραγματοποιήθηκε στον υπουργό Εξωτερικών, Stephan Pichon (Στ. Πισόν), στις 27.11.18, από τον Πάσιτς και τον Έλληνα πρέσβυ Άθω Ρωμάνο. Ο Ιονέσκου συνυπέγραφε, χωρίς να παρίσταται. Έγιναν σκέψεις να γίνη διάβημα και στην Ουάσιγκτων.

[6]Βρεταννικά αρχεία, PRO/FO, 371, 4700, Συνέντευξη του Τ. Ιονέσκου στην εφ. Giornale d’Italiα, 16.9.1920. Ο Ιονέσκου, βασικό πολιτικό στέλεχος της Ρουμανίας, ήταν τότε υπουργός Εσωτερικών. Εθήτευσε ως υπουργός Εξωτερικών από τις 13.6.1920 μέχρι την 16.12.1921. Διετέλεσε, εν συνεχεία, Πρωθυπουργός από την 17.12.1921 μέχρι την 19.1.1922. Απεβίωσε λίγους μήνες αργότερα στην Ρώμη, την 2.6.1922.

[7]Ώστε να διαμορφωθή ένας διάδρομος που θα χώριζε την Γερμανία από την Σοβιετική Ένωση.

[8]ΑΥΕ, 1920, Α/5/ΧΙ, Βουκουρέστι, Σοφιανός προς ΥΠΕΞ, αρ. 3606, 17.12.1919. Affaires Etrangeres (Γαλλικά αρχεία, ΑΕ,) Τσεχοσλοβακία (Tch.) 65, Βουκουρέστι, τηλ. Daeschner (Ντεσνέρ) προς Millerand (Μιλλεράν), αρ. 360, 27.8.1920.

[9]Αλλά και Νικ. Πολίτης είχε, ως φαίνεται εθορυβήθη πολύ από τις πανσλαβιστικές ιδέες που ανεπτύσσοντο όχι μόνον στην Πράγα αλλά και στο Βελιγράδι. ΑΕ, Gr. 72, Αθήνα, τηλ. Billy (Μπιγύ) προς Leygues (Λέυγκ), αρ. 351, 27.8.1920. Βλ. ΑΥΕ, 1920, Α/5V, Πράγα, τηλ. Σιμόπουλος, προς Πολίτη, αρ. 386, 18.8.1920. και έκθ. αρ. 677, 18.10.1920. Ο Πρόεδρος Μάζαρυκ, είχε εκφρασθή στον επιτετραμμένο της Πολωνίας, ως εξής : « είμαστε όλοι σλάβοι, μέλη ενός ίδιου σώματος… Η Ρωσσία αποτελεί τον κορμό, η Πολωνία την καρδία, και η Τσεχοσλοβακία τον εγκέφαλο…»

[10]Στην ίδια λογική το Βουκουρέστι επεδίωκε την συμπερίληψη και της Πολωνίας: για την περίπτωση που η Ρωσσία θα προσπαθούσε manu miitari να ανακαταλάβη την Βεσσαραβία.

[11]Costis Ailianos, La Grèce….σ.29, υ/σ 37 σ. 33.

[12]AE, You.48, Σημείωμα επί τη λήξει της αποστολής του στο Βελιγράδι, Fontenay (Φοντεναί), 28.3.1921.

[13]Ανεκδοτολογικά αναφέρω ότι την ονομασία «Μικρή Συνέννόηση» προσέδωσε στην συμμαχία, Ούγγρος δημοσιογράφος, με τόνο σκωπτικό, σε άρθρο του από 25.4.1920.

[14]PRO/FO, 371, 4700, Βουκουρέστι, έκθ. Rattigan(Ράττιγκαν) προς Curzon (Κάρζον),αρ. 380, 19.8.1920, τηλ. αρ.220, 19.8.1920. Ο βρεταννός επιτετραμμένος στο Βουκουρέστι σημείωνε ότι: η Ρουμανία «δεν θα έκανε τίποτε χωρίς την Ελλάδα», και ότι «ο Ιονέσκου δεν θα προέβαινε σε καμμία ενέργεια, εκτός αν η Ελλάς συμπεριελαμβάνετο».

[15]ΑΥΕ, 1921, 18.1.2, Βουκουρέστι, τηλ. Πανάς προς Μπαλτατζή, αρ. 1300, 7.6.1921, και Βελιγράδι, τηλ. Διαμαντόπουλος προς Μπαλτατζή, αρ. 519, 8.6.1921.

[16]Συνέντευξη στην εφ. Westminster. Μ.Μπ., Αρχείο Βενιζέλου, 173, φ. 24, Βελιγράδι, τηλ. Μαυρουδής, α.α., 11.11.1919.

[17]ΑΕ, Γιου. 47, Βελιγράδι, έκθ. Φοντεναί προς Λέυγκ, αρ. 582, τέλος Δεκεμβρίου 1920.

[18]ΑΥΕ, 1920, Α/5V, Οδ. Αθηνών προς Πράγα και Βουκουρέστι, αρ. 9910, 23.8.1920. Βλ. και Κ.Αιλιανός, La Grèce…, σ. 37, υ/σ 74.

[19]Στο εσωτερικό μέτωπο της Ρουμανίας πολλοί ήσαν πολύ επικριτικοί στις ιδέες του Ιονέσκου, ιδίως στην πτυχή της δεσμεύσεώς της με τα σλαυικά κράτη, αλλά και με την Ελλάδα.

[20]ΑΥΕ, 1921, Γ/101Ζ, έκθ. Πρεσβείας Παρισίων προς Υπ. Εξ. α.α., η οποία κατεγράφη στις 4.12.21.

[21]Η Πολωνία είχε συνοριακές διαφορές με την Τσεχοσλοβακία. Παρά ταύτα με την επιρροή της Γαλλίας υπεγράφη την 6.11.1921 μία πολιτική συμφωνία. Μικρότερης εμβέλειας από τις τρεις της Μικρής Συνεννοήσεως. Η Βαρσοβία δεν θεωρούσε ότι αποτελούσε μέρος της Μικρής Συνεννοήσεως. Το όραμα του Ιονέσκου δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθή.

[22]Δηλώσεις του Μπένες τον Νοέμβριο 1923. ΑΕ, Tch.,68, Πράγα, έκ. Cosme (Κοσμ) προς Poincaré (Πουνκαρέ), αρ. 380, 1.11.1923. Στις επίμονες κρούσεις του Ιονέσκου, ο Μπένες εδήλωνε απλώς «συναινετικός»(consentant). Αλλά και σε λόγο του στην τσεχοσλοβακική βουλή την 1η Σεπτεμβρίου 1920, ο Μπένες ουδεμία αναφορά στην Ελλαδα έκανε.

[23]Ρουμανικά αρχεία, Έκθ. Βελιγράδι, Εμάντι προς Δούκα. Αναφέρεται από Iordan Const. ‘ L’ idée d’un pacte roumano-grèco-yougoslave dans la première moitié de l’année 1925’, Revue Roumaine d’ histoire, XLII/1-4, (2003), sw.275-291, σ. 277-278.

[24]Costis Ailianos, La Grèce…, σ. 51.

[25]ΑΕ, You 66, Βουδαπἐστη, τηλ. Foucher (Φουσέ) προς Μιλλεράν, αρ. 190, 12.9.1920. PRO/FO, 371, 4700, Βελιγράδι, έκ. Young (Γιάνγκ) προς Curzon (Κάρζον), αρ. 441, 11.9.1920. Ο Γιάνγκ προσέθετε: «Δεν αντιλαμβάνομαι καθαρά, ποιους κοινούς αντικειμενικούς στόχους θα είχαν οι τέσσερεις αυτές χώρες. Θα μπορούσα να δω πολλές αιτίες διαφωνίας».

[26]ΑΥΕ, 1920, Α/5XI, εγκύκλιος/οδηγίες του Σταμπολίσκυ προς όλες τις πρεσβείες της Βουλγαρίας, αρ. 1509, 13.9.1920.

[27]PRO/FO, 371, 4700, Βουκουρέστι, τηλ. Rattigan (Ράττιγκαν) προς Κάρζον, α.α., 20.9.1920.

[28]ΑΕ, Tch 66, Βελιγράδι, έκ. Φοντεναί προς Λέυγκ, αρ. 542, 29.11.1920.

[29]Αξίζει να σημειωθή, ότι ο Ιονέσκου, θέλοντας να διευκρινίσει εις βάθος τι συνέβη στην Αθήνα και γιατί αυτή υπήρξε η τύχη του φίλου του Βενιζέλου, απέστειλε σε διακριτική αποστολή τον παλαιό πρέσβυ της Ρουμανίας στην Ελλάδα, τον Nicolae Filodor (Νικολαε Φιλοντόρ). Iordan-Sima Const., La Grèce à la fin de l’année 1920. p. 287. 

[30]ΑΕ, Gr 77, Αθήναι, έκ. Marcilly (Μαρσιγύ) προς Poincaré (Πουανκαρέ), αρ. 9, 17.1.1923.

[31]Αλλά ακόμη οι γάμοι του πρίγκηπος Γεωργίου με την Ελισσάβετ, κόρη του Ρουμάνου βασιλέως Καρόλου και της ελληνίδος πριγκηπίσης Ελένης με τον διάδοχο του Ρουμανικού θρόνου, στις αρχές του 1921, δεν βοήθησαν στην βελτίωση του ψυχρού κλίματος μεταξύ των δύο κρατών.

[32]PRO/FO, 371, 4700, Βουκουρέστι, τηλ. Clerk (Κλέρκ) προς Κάρζον, εμπ., 218,  25.8.1920.

[33]Είναι χαρακτηριστικό απόσπασμα εκθέσεως του γάλλου πρέσβυ στο Βελιγράδι, παραθέτοντας λεχθέντα του Τσεχοσλοβάκου συναδέλφου του: «αν προ του ελληνικού δράματος αντιμετωπίζαμε την δυνατότητα εντάξεως της Ελλάδος στην Μικρή Συνεννόηση, δεν υφίσταται πλέον καμμία τέτοια δυνατότης. Από δω και εις το εξής κανείς πλέον δεν θέλει τους Έλληνες, και ήδη οι Βούλγαροι αντελήφθησαν ότι θα υποκαταστήσουν κάποια ημέρα τους πολυπράγμονες γείτονές τους στον νέο σχηματισμό». ΑΕ, Tch. 66, Βελιγράδι, έκθ. Φοντενέυ προς Λέυγκ, αρ. 542, 29.11.1920.

[34]Ο Αλεξανδρής, παρά ταύτα, προώθησε τότε μέχρι σημείου, την ιδέα της Βαλκανικής συνεννοήσεως.

[35]Ο Ion G. Duca, (Ίων Ντούκα) διεδέχθη τον Ιονέσκου στο υπουργείο Εξωτερικών (17.1.1922-29.3.1926). Η κυβέρνησις του Ίον Μπρατεάνου, γενικώς, δεν διέκειτο φιλικά προς την Αθήνα.  

[36]Ο Πάσιτς θεωρούσε πλέον, κατά τον Γάλλο πρέσβυ, ότι η συμμετοχή της Ελλάδος θα «στρέβλωνε τον χαρακτήρα της Μικρής Συνεννοήσεως και υπήρχε κίνδυνος να την παρασύρη σε πολύ μακρυνές καταστάσεις». ΑΕ, Gr. 54, Βελιγράδι, τηλ. Lens (Λένς) προς Briand (Μπριάν), αρ. 403-4, 19.10.21.

[37]ΑΕ, Gr 79,  Σημείωμα σχετικό με την επίσκεψη του υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδος, 21.6.1927.

[38]Τούντα Φεργάδη, Αρ.,  Θέματα Ελληνικής διπλωματικής Ιστορίας, 1912-1940, Σιδέρης, Αθήνα, 1996,  σ.300.

[39]Πιπινέλης, Παν., Ιστορία της Εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, Αθήναι, 1948. σς. 220-222, 282-283. Αλλά και η Τουρκία εξέφρασε επιφυλάξεις σε ό,τι αφορούσε την Σοβιετική Ένωση.

[40]Κατά την υπουργική σύνοδο στο Ζάγκρεμπ, Ιανουάριος 1934. Iordache Nic., La Petite Entente et l’Europe, Genève 1977, σ. 214,υ/σ 5, και 195.

[41]Εισήγηση στον Τύπο του Υφυπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας,10 Φεβρουαρίου 1934. Αναφέρεται από την Campus Eliza, The Little Entente and the Balkan Alliance, Editura Academiei Republicii Socialiste Romania, 1978, σς. 79-80.

[42]Όπως εξεφράσθη στον Έλληνα πρέσβυ στο Παρίσι, Νικ. Πολίτη. ΑΥΕ, 1935, Α/Ι/Γ1, Παρίσι, προσωπική επιστολή Πολίτη προς Μάξιμο, 21.10.1934.

[43]Ο Νικολάε Τιτουλέσκου, έβλεπε με επιφυλακτικότητα την ανάπτυξη των διμερών ελληνο-ρουμανικών σχέσεων ακόμη και την υπογραφή, τον Απριλιο 1928, μιας συμφωνίας μεταφορών με την Αθήνα. ΑΕ, Gr 79, Αθήνα, έκθ. Clement-Simon (Κλεμάν-Σιμόν) προς Μπριάν, αρ. 108, 13.4.1928. Παρά ταύτα, τελικώς, συνήνεσε, λίγο αργότερα, στην υπογραφή της Συμφωνίας μη επιθέσεως και διαιτησίας, μικρότερης εμβέλειας από τις συνθήκες της Μικρής Συνεννοήσεως.

[44]ΑΥΕ, 1934, Α/3/2, Δήλωσις υπουργού Εξωτερικών Δ. Μαξίμου στον Τύπο, 27.10.1934. 

[45]ΑΥΕ, 1936, 31, Οδηγίες Αθηνών προς τις ελληνικές πρεσβείες στην Ευρώπη. αρ. 4882, 11.3.1936.

[46]Magda Adam, Richtung Selbsvernichtung, Die kleine Entente, 1920-1938, Corvina, 1988, σ.167.

[47]Αναφέρεται από την Eliza Campus, The Little Entente and the Balkan Alliance, Editura Academiei Republicii Socialiste Romania, 1978, σ.166.