Skip to main content

Μιλτιάδης Χατζόπουλος: Η ανάρρηση του Αλεξάνδρου Γ΄. Γεγονότα και φήμες

Μιλτιάδης Χατζόπουλος

Η ανάρρηση του Αλεξάνδρου Γ΄. Γεγονότα και φήμες

 

Η ανάρρηση του Αλεξάνδρου γιού του Φιλίππου στον μακεδονικό θρόνο γεφυρώνει δύο πλούσιες ιστοριογραφικές παραδόσεις: εκείνην της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, ιδιαίτερα του Εφόρου από την Κύμη της Αιολίδος και του Θεοπόμπου του Χίου, και εκείνην του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που εκπροσωπείται τουλάχιστον από μία δωδεκάδα –περισσότερο η λιγότερο ικανοποιητικά σωζόμενων–  αρχαίων συγγραφέων. Κατά τα έτη που ακολούθησαν την βασιλεία του μεγάλου κατακτητή οι τραγικές και δυνητικά σκανδαλώδεις περιστάσεις του θανάτου του Φιλίππου έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από αντιμαχόμενες φατρίες για την διαδοχή του Αλεξάνδρου. Υπό τέτοιες συνθήκες ο σύγχρονος ερευνητής που αναζητεί την ιστορική αλήθεια οφείλει να αναδράμει στις απαρχές κάθε παραδόσεως για να ταυτοποιήσει τις πηγές κάθε μίας και να αξιολογήσει την αξιοπιστία τους.

Η δολοφονία του Φιλίππου Β΄ βασιλέως των Μακεδόνων μία ημέρα του Οκτωβρίου του 336 π.Χ. αποτελεί αίνιγμα εξ ίσου ανεξιχνίαστο με την δολοφονία του J. F. Kennedy τον Νοέμβριο του 1963 και παραμένει σήμερα εξ ίσου άλυτη όσο αυτή του Αμερικανού προέδρου, παρ’ ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του φυσικού αυτουργού. Πράγματι όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν και όλοι σύγχρονοι μελετητές αποδέχονται ότι το ξίφος του Παυσανία, του βασιλικού σωματοφύλακα από την Ορεστίδα της Άνω Μακεδονίας, έθεσε βίαιο τέλος στην μετεωρική σταδιοδρομία του Φιλίππου στην πάροδο του θεάτρου των Αιγεών.

Επρόκειτο άραγε για μία μεμονωμένη πράξη εκδικήσεως από έναν παράφρονα νεαρό που έφερε το τραύμα αποτρόπαιου βιασμού; Ή έπρεπε οι υποψίες να στραφούν στην περσική αυλή; Ή μήπως ο δολοφόνος συμμετείχε σε συνωμοσία που εξυφάνθηκε μέσα στην ίδια την Μακεδονία; Και εν τοιαύτη περιπτώσει είχε άραγε ο Παυσανίας συνενόχους επί τόπου; Και αν πράγματι είχε, ποιοί ήσαν αυτοί; Μέλη του βασιλικού οίκου των Λυγκηστών στην Άνω Μακεδονία; Ή μήπως ο Αμύντας, ο ανεψιός του Φιλίππου και γιός του πρεσβύτερου αδελφού του Περδίκκα, που θα μπορούσε να θεωρεί ότι ήταν ο νόμιμος κληρονόμος της βασιλείας; Ή μήπως ήταν η Ολυμπιάς, η ίδια η γυναίκα του Φιλίππου, και ο ίδιος ο γιός του Αλέξανδρος που εξύφαναν την συνωμοσία κατά του βασιλέως;

Πως είναι δυνατόν να απαντήσει κανείς σε τέτοια σωρεία ερωτημάτων όταν όλες οι σύγχρονες πηγές, τα έργα του Θεοπόμπου, του Μαρσύα, του Καλλισθένους, του Πτολεμαίου και άλλων πολλών έχουν χαθεί με μόνη εξαίρεση δύο στίχους από τα Πολιτικά του Αριστοτέλους: ἡ δέ Φιλίππου ὑπό Παυσανία διά τό ἐᾶσαι ὑβρισθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν περί Ἄτταλον;

 

Φίλιππος Β΄.
Ολυμπιάς (Ρωμαϊκό μετάλλιο της εποχής του Καρακάλλα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α. Η δολοφονία του Φιλίππου

Υπάρχουν δύο σαφώς διακριτές ιστοριογραφικές παραδόσεις γύρω από την δολοφονία του Φιλίππου: α) μία αθηνοκεντρική που ανάγεται πιθανώς στο ιστορικό έργο του Αθηναίου Διύλλου (340;-275; π.Χ.), γιού του Φανοδήμου, το οποίο συνεγράφη δεκαετίες μετά τα γεγονότα και διασώζεται σε παράφραση στα πέντε τελευταία κεφάλαια του ΙΣτ΄ βιβλίου του Διοδώρου. Το αφήγημα αυτό χαρακτηρίζει φιλαθηναϊκή προκατάληψη και ακόμη περισσότερο έντονη αδιαφορία για την ιστορική ακρίβεια και αδυναμία για προφητείες, οιωνούς και συνταρακτικές, ακόμη και σκανδαλιστικές λεπτομέρειες. Η πηγή του Διοδώρου αγνοεί συνενόχους του Παυσανία, καθώς και κάθε ανάμιξη της Ολυμπιάδος ή του Αλεξάνδρου στον φόνο του Φιλίππου, αλλά εφευρίσκει μεταξύ άλλων «εναλλακτικές πραγματικότητες»: έναν ιλλυρικό πόλεμο του 337 π.Χ., έναν Ιλλύριο βασιλέα με το άλλοθεν αμάρτυρο όνομα Πλευρίας, ακόμη και ένα δεύτερο Παυσανία, ατυχή αντίζηλο του ομώνυμού του δολοφόνου για την εύνοια του Φιλίππου. Απηχήσεις αυτής της παραδόσεως εντοπίζονται στα έργα του Φλαβίου Ιωσήπου, του περιηγητού Παυσανία και του Στοβαίου. β) Μία άλλη παράδοση έχει ως πηγή τις Φιλιππικές Ιστορίες του Θεοπόμπου, ιστορικού οικείου της μακεδονικής αυλής. Η παράδοση αυτή υπέστη επεξεργασία και «εμπλουτίσθκε» από σειρά ιστορικών αρχίζοντας από τον Δούρι τον Σάμιο, του οποίου το έργο χρησιμοποιήθηκε κατόπιν από τον Σάτυρο στην βιογραφία του για τον Φίλιππο, η οποία εν συνεχεία υπήρξε η κυρία πηγή των πρώτων πέντε κεφαλαίων της βιογραφίας του Αλεξάνδρου από τον Πλούταρχο, του άρθρου «Κάρανος» της Σούδας, καθώς και από της λεγόμενης «ιστορικής πηγής» του Μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου. Η παράδοση αυτή στην πλησιέστερη προς το πρωτότυπο εκδοχή της διασώζεται στους «Προλόγους» των Φιλιππικών Ιστοριών του Τρώγου Πομπηίου και στην Επιτομή του ανωτέρω έργου από τον Ιουστίνο. Αυτή η παράδοση διαφέρει χαρακτηριστικά από την προηγούμενη καθότι μνημονεύει τρεις συνενόχους του Παυσανία και την θρυλούμενη εμπλοκή της Ολυμπιάδος και του Αλεξάνδρου στην δολοφονία του Φιλίππου.

Οι δύο αυτές παραδόσεις διαφέρουν τόσο θεμελιωδώς μεταξύ τους, ώστε να είναι ασύμβατες. Επομένως, ο συνδυασμός στοιχείων λαμβανομένων αυθαίρετα και από τις δύο δεν είναι θεμιτό να χρησιμοποιείται για την κατασκευή σεναρίων που να  ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις ή τις προκαταλήψεις του ενός ή του άλλου σύγχρονου ιστορικού.

Αν γίνει δεκτό το συμπέρασμα της Anne Pownel σχετικά με την αξιοπιστία του Θεοπόμπου, δηλαδή ότι ο συγγραφεύς των Φιλιππικών Ιστοριών, οικείος της μακεδονικής αυλής επί Φιλίππου, ήταν ασφαλώς καλά πληροφορημένος, αλλά έτεινε να χρησιμοποιεί ακραίους χαρακτηρισμούς και να υπερβάλλει τα συνταρακτικότερα στοιχεία, τα οποία καταδίκαζε, επί πλέον δε ότι απεχθανόταν τις παραδεδεγμένες εκδοχές των γεγονότων και επέλεγε τις αισχρότερες, έτσι ώστε να του δίδεται η ευκαιρία να ηθικολογεί, έστω εις βάρος της ιστορικής αλήθειας, τότε θα πρέπει ό,τι αναφέρει να γίνεται δεκτό με την δέουσα επιφύλαξη.¹ Επομένως είναι φρόνιμο να γίνονται δεκτά ως πραγματικά μόνον τα γεγονότα που μνημονεύονται ως βέβαια από τον Θεόπομπο (δηλαδή από τον Πομπήιο Τρώγο και τον Ιουστίνο) και επί πλέον επιβεβαιώνονται από τουλάχιστον μία ανεξάρτητη πηγή (δηλαδή εκτός από τους Σάτυρο, Πλούταρχο και το Μυθιστόρημα, που ανάγονται άμεσα η έμμεσα στον Θεόπομπο).

Αυτά τα γεγονότα είναι:

α) Ο γάμος του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα.

β) Η επακόλουθη ρήξη του Αλεξάνδρου με τον πατέρα του.

γ) Ο γάμος του Αλεξάνδρου του Μολοσσού, αδελφού της Ολυμπιάδος, με την Κλεοπάτρα, θυγατέρα του Φιλίππου και της Ολυμπιάδος, κατά τους εορτασμούς των Αιγεών.

δ) Η δολοφονία του Φιλίππου από τον Παυσανία, ένα των σωματοφυλάκων του, στην πάροδο του θεάτρου των Αιγεών, καθώς και η προσβολή την οποία είχε υποστεί ο δολοφόνος και η οποία υπήρξε η αιτία της πράξεώς του.

Το αρχαίο θέατρο της Βεργίνας

Εκτός από αυτά τα γεγονότα, που παρουσιάζονται ως βέβαια, υπάρχουν και άλλα που εισάγονται με λεκτικούς τύπους όπως λέγεται η creditum est etiam και αναφέρονται ως απλές φήμες, αλλά μπορούν να επιβεβαιωθούν από άλλες ανεξάρτητες πηγές, όπως ότι πλείονα του ενός άλογα είχαν προβλεφθεί για την φυγή του δολοφόνου ή ότι ο Παυσανίας σταυρώθηκε.

Αντιθέτως, τα κάτωθι αναφερόμενα ως γεγονότα χωρίς να επιβεβαιώνονται από αλλού –αν και μερικά από αυτά μπορεί πράγματι να συνέβησαν—θα πρέπει εν αναμονή επιβεβαιώσεως να λογίζονται ως απλές φήμες: η ανταλλαγή ύβρεων και επιτραπέζιων σκευών κατά το γαμήλιο συμπόσιο, η φυγή του Αλεξάνδρου στην Ήπειρο και την Ιλλυρία, η συμφιλίωσή του με τον Φίλιππο χάρις στην μεσολάβηση συγγενών, η απόπειρα της Ολυμπιάδος να πείσει τον αδελφό της να εισβάλει στην Μακεδονία, η ενθάρρυνση του δολοφόνου από τον Αλέξανδρο ή μία σειρά εκδικητικών και απίθανων πράξεων που αποδίδονται στην Ολυμπιάδα, όπως η «στέψη» του σταυρωμένου δολοφόνου, η καύση της σορού του από την ίδια επάνω στον τάφο του Φιλίππου, η παρότρυνση της Κλεοπάτρας να αυτοκτονήσει, η ανάθεση του ξίφους του Παυσανία στον Απόλλωνα κλπ. Δεν αποκλείεται μερικές από αυτές τις φήμες να προήλθαν από παρεξηγημένες πράξεις του Αλεξάνδρου ή της Ολυμπιάδος.

 

Β. Η ανάρρηση του Αλεξάνδρου

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ημέρα του θανάτου του Φιλίππου χωρίζεται σε δύο μέρη. Συμβαίνει δε οι συγγραφείς των σωζομένων γενικών ιστοριών, όπως ο Διόδωρος (Α΄ αι. π.Χ.) και ο Ιουστίνος (Γ΄ αι. μ.Χ.;) που συνοψίζει το έργο του Πομπηίου Τρώγου (Α΄ αι. π.Χ.) να αλλάζουν και πηγή και βιβλίο μετά την δολοφονία του Φιλίππου στο θέατρο των Αιγεών. Ο Διόδωρος μεταβαίνοντας από το ΙΣτ΄στο ΙΖ΄ βιβλίο του εγκαταλείπει τον Αθηναίο ιστορικό Δίυλλο και ο Ιουστίνος μεταβαίνοντας από το Θ΄ στο ΙΑ΄ βιβλίο του (το Ι΄ αφορά την περσική ιστορία) δεν μπορεί να βασισθεί στον Θεόπομπο, του οποίου το έργο λήγει με την δολοφονία του βασιλέως. Για την βασιλεία του Αλεξάνδρου καταφεύγουν και οι δύο στο έργο του Κλειτάρχου, ιστορικού του Γ΄ αι. π.Χ. Αλλά και οι δύο επιλέγουν να το συνοψίζουν τόσο δραστικά, ώστε περιορίζουν την αφήγησή τους στην σύντομη αναφορά ότι ο Αλέξανδρος δημηγόρευσε στους Μακεδόνες, τιμώρησε τους δολοφόνους του Φιλίππου, δηλαδή τον Παυσανία και δύο από τους τρεις Λυγκηστές αδελφούς, και επιμελήθηκε της ταφής του πατέρα του. Η ατυχής αυτή επιλογή μας στερεί από πολύτιμες πληροφορίες, διότι και αν ακόμη το πλήρες κείμενο του Κλειτάρχου μας παρείχε πρόσβαση μόνον στις δημόσιες πράξεις των πρωταγωνιστών του δράματος και όχι στις σκέψεις και τις προθέσεις τους, ο τρόπος με τον οποίον καθένας εξ αυτών συμπεριφέρθηκε εκείνην την ημέρα θα μπορούσε να μας παράσχει κάποιαν ιδέα των συναισθημάτων τους. Δεδομένης όμως της σημερινής καταστάσεως των φιλολογικών πηγών, μόνον ο Αρριανός (Β΄ αι. μ.Χ.) διασώζει παρεμπιπτόντως, στην αναφορά του της συλλήψεως του Αλεξάνδρου του Λυγκυστού που συνέβη δύο χρόνια αργότερα, μία λεπτομέρεια από τα γεγονότα που επακολούθησαν αμέσως μετά τον φόνο εκείνην την μοιραία ημέρα: ἦν μέν δή ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος ἀδελφός Ἡρομένους τε καί Ἀρραβαίου τῶν ξυνεπιλαβόντων τῆς σφαγῆς τοῦ Φιλίππου∙ καί τότε αἰτίαν σχόντα αὐτόν Ἀλέξανδρος  ἀφῆκεν∙ ὅτι ἐν πρώτοις τε ἀφίκετο τῶν φίλων παρ’ αὐτόν, ἐπειδή Φίλιππος ἐτελεύτησε, καί τόν θώρακα συνενδύς συνηκολούθησεν αυτώ εις τα βασίλεια.  Το επεισόδιο αυτό θυμίζει ένα χωρίο έργου μυθοπλασίας αναγόμενου στον Γ΄ αι. μ.Χ. γνωστού ως το Μυθιστόρημα του Αλέξάνδρου, που μεταφράσθηκε σε πολλές γλώσσες (λατινικά, αρμενικά, αιθιοπικά, συριακά, εβραϊκά, γεωργιανά, αραβικά και σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες), και σε μία από τις ελληνικές του εκδοχές αναφέρει τα εξής: Καί ἁπλῶς εἰπεῖν παραλαμβάνει Ἀλέξανδρος τήν βασιλείαν Φιλίππου τοῦ πατρός αὐτοῦ περί ὀκτωκαίδεκα γενόμενος ἐτῶν. τόν δέ θόρυβον τόν γενόμενον μετά τόν τοῦ Φιλίππου θάνατον Ἀντίπατρος κατέπαυσεν, συνετός ἀνήρ καί φρόνιμος καί στρατηγικός. προήγαγε γάρ τόν Ἀλέξανδρον ἐν θώρακι εἰς τό θέατρον καί πολλά διεξῆλθε τούς Μακεδόνας εἰς εὔνοιαν ἐπικαλούμενος.² Εφ’ όσον η ιστορική πηγή του Μυθιστορήματος είναι επίσης ο Κλείταρχος, δηλαδή ο ιστορικός το έργο του οποίου χρησιμοποιήθηκε και στο ΙΖ΄ βιβλίο του Διοδώρου και στο ΧΙ και ΧΙΙ βιβλίο του Ιουστίνου, είναι θεμιτό να συνδυασθούν οι δύο οικογένειες των κειμένων των σχετικών με τις πράξεις του Αλεξάνδρου μετά τον θάνατο του πατέρα του, ώστε να αναπαρασταθούν τα γεγονότα που ακολούθησαν την δολοφονία του βασιλέως: αμέσως μετά την απόπειρα κατά του Φιλίππου ο Αλέξανδρος φυγαδεύθηκε από το θέατρο στα ανάκτορα για προφανείς λόγους ασφαλείας. Ο Αντίπατρος, ο πιο έμπιστος από τους στρατηγούς του Φιλίππου και πεθερός του Αλεξάνδρου του Λυγκηστού, κατεύνασε τον πανικό, επανέφερε τον Αλέξανδρο στο θέατρο και τον παρουσίασε στους Μακεδόνες ως τον νόμιμο κληρονόμο, προτού του δώσει τον λόγο.

Μαρμάρινη κεφαλή που αποδίδεται στον Μ. Αλέξανδρο. Τέλος 4ου αι. π.Χ. (Νέο Μουσείο Πέλλας).

Αλλά τι συνέβη κατόπιν; Η μοιραία ημέρα δε είχε τελειώσει και έπρεπε να ληφθούν επειγόντως μέτρα. Κανείς από τους αρχαίους ιστορικούς του οποίου το έργο διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας δεν παραθέτει την αφήγηση των όσων συνέβησαν και κανείς σύγχρονος ιστορικός δεν τα έχει αναπαραστήσει. Εν τούτοις δύο αποσπάσματα παπύρου που ανήκουν σε χαμένη ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ανακαλύφθηκαν στην Οξύρυγχο της Αιγύπτου (XV 1798) και που δημοσιεύθηκαν το 1923, διασώζουν την άμεση συνέχεια των γεγονότων: [ο Αλέξανδρος, μετά το τέλος της δημηγορίας του—]τούς μέν [ἐν | τῶι θ]εάτ[ρ]ωι κα[θη|μέν]ους ἀπέ[λυσε, | τόν δ]έ περί ‘θρόν[ον | πρός κρίσ]ιν τοῖς Μ[ακε|δόσι παρ]έδωκε, ο[ὗ|τοι δέ] ἀπετυπάν[ισαν | αὐτό]ν. τό δέ σῶμ[α | Φιλ]ίππου θερά[πουσι | θάψ]αι παρέδωκ[ε. | τά δέ π]ερί τήν τα|[φήν παρ]εσκ[ε]ύαζε. [—-]νης δέ [—-|—-]ν ἐλατι[—-.

Είναι έτσι δυνατόν να παρακολουθήσομε τον Αλέξανδρο μετά την δημηγορία του, όταν απέλυσε το πλήθος που είχε συρρεύσει στο θέατρο και παρέδωσε την σορό  του Παυσανία στους Μακεδόνες για να τον δικάσουν. Εκείνοι τον κατεδίκασαν μεταθανατίως (όπως θα συμβεί μερικά χρόνια αργότερα και με τον Κλείτο) και τον εσταύρωσαν, πληροφορία που επιβεβαιώνεται από τον Ιουστίνο, δηλαδή από τον Θεόπομπο. Μετά την τιμωρία του δολοφόνου ο Αλέξανδρος επιμελήθηκε της ταφής του Φιλίππου με την βοήθεια του προσωπικού της βασιλικής αυλής. Η μνεία του ελάτινου ξύλου στο δεύτερο απόσπασμα του παπύρου παραπέμπει σε απαραίτητη φάση της ταφής, δηλαδή στην καύση της σορού, περιγραφή της οποίας υπάρχει σε δύο χωρία της Ιλιάδος σχετικά με την ταφή του Πατρόκλου και του Έκτορος αντίστοιχα.

 

Γ. Τα αρχαιολογικά δεδομένα

Οι φιλολογικές πηγές, τόσο οι ιστορικές όσο και οι ψευδο-ιστορικές, αναφέρουν λεπτομέρειες η ακρίβεια των οποίων μπορεί να επιβεβαιωθεί η να ακυρωθεί από αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων ετών στην Βεργίνα, αν βέβαια κανείς αποδέχεται ως προφανή τα εξής συμπεράσματα α) ότι η Βεργίνα ορθά ταυτίζεται με τις αρχαίες Αιγεές, β) ότι οι μεγαλοπρεπείς τάφοι της Μεγάλης Τούμπας είναι βασιλικοί, και γ) ότι ο νεκρός του θαλάμου του Τάφου ΙΙ είναι ο Φίλιππος Β΄.

Το Μυθιστόρημα χαρακτηρίζει τον τάφο που κατασκεύασε ο Αλέξανδρος για τον Φίλιππο ως πολυτελή³: Καί τοῦτον <τόν> θρῆνον ἀπειπών κοσμήσας αὐτῷ τάφον πολυτελῆ κατέθετο τό σκήνωμα αὐτοῦ, ἐνῷ μία ἄλλη ἑλληνική παραλλαγή προσδιορίζει ὅτι ἔτυχε βασιλικῆς ταφῆς (Θάπτεται βασιλικῶς). Είναι αξιοσημείωτο ότι η πολυτέλεια της κατασκευής, της διακοσμήσεως και των κτερισμάτων του Τάφου ΙΙ ήταν το κύριο επιχείρημα του ανασκαφέως για να τον χαρακτηρίσει ως βασιλικό.⁵

Η αρμενική εκδοχή του Μυθιστορήματος διασώζει την πληροφορία ότι ο Φίλιππος ετάφη με τον στέφανό του⁶ («Ο Φίλιππος παρέμεινε με τον στέφανο και η Ολυμπιάς τον επήρε να τον θάψει»). Πράγματι ο νεκρός του Τάφου ΙΙ απετέθη στην πυρά με ένα περίτεχνο χρυσό στεφάνι, «το πιο επιβλητικό και βαρύτιμο χρυσό στεφάνι που σώθηκε από την αρχαιότητα».⁷

Ο πάπυρος της Οξυρύγχου μνημονεύει ελάτινο ξύλο, προφανώς για την κατασκευή της πυράς, ενώ ο Ιουστίνος γράφει ότι ο δαυλός που ανάφθηκε για τον γάμο της θυγατέρας του Φιλίππου χρησιμοποιήθηκε για να ανάψει την επιτάφια πυρά του βασιλέως (11.1.4: nonnulli facem nuptiis filiae accensam rogo patris subditam dolebant). Πράγματι η σορός του νεκρού του Τάφου ΙΙ αποτεφρώθηκε μέσα σε μνημειώδη κατασκευή από ξύλα και τούβλα.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι όλες αυτές οι μαρτυρίες των φιλολογικών πηγών είναι απλώς κοινοτοπίες. Αλλά τι θα αντέτεινε σε μιάν άλλη μαρτυρία η οποία δεν μπορεί να περιληφθεί στην κατηγορία των κοινοτοπιών και να απορριφθεί χωρίς περαιτέρω συζήτηση;

Ήδη από την πρώτη ανακοίνωση της ανακαλύψεως των βασιλικών τάφων ο Ανδρόνικος επέσυρε την προσοχή σε μία υπέργεια κατασκευή τα θεμέλια της οποίας είχε αποκαλύψει και την οποίαν ερμήνευσε ως «ηρώον, ιερό δηλαδή αφιερωμένο στη λατρεία νεκρού ή νεκρών».⁸ Αλλά και η εκδοχή α του Μυθιστορήματος γράφει ρητά, όπως επεσήμανε και ο ίδιος ο Ανδρόνικος, ότι ο Αλέξανδρος κατασκεύασε ναό επάνω στον τάφο: Καί τοῦτον <τόν> θρῆνον ἀπειπών κοσμήσας αὐτῷ τάφον πολυτελῆ κατέθετο τό σκήνωμα αὐτοῦ, ἐπ’ αὐτῷ τῷ τάφῳ καθιδρύσας ναόν.⁹ Πρόκειται για αναντίρρητα γνήσια μαρτυρία αναγόμενη στον Κλείταρχο που μας προδιαθέτει να εξετάσομε απροκατάληπτα μιάν άλλη πληροφορία που ανάγεται επίσης στον Κλείταρχο και η οποία έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία.

Ο Ιουστίνος (11.2.1) αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος κατά την κηδεία του πατέρα του διέταξε την θανάτωση των συνενόχων της δολοφονίας στον τύμβο του θύματός τους (Prima illi cura paternarum exequiarum fuit, in quibus ante omnia caedis conscios ad tumulum patris occidi iussit).

Η συνέχεια της αφηγήσεως δεν αφήνει αμφιβολία ότι αυτοί ήσαν ο Αρραβαίος και ο Ηρομένης, γιοί του Αερόπου και αδελφοί του Αλεξάνδρου του Λυγκηστού, ο οποίος όφειλε την σωτηρία του στην έγκαιρη προσχώρησή του στον Αλέξανδρο. Ο Nicholas Hammond ήταν ο πρώτος (μετά τον Ανδρόνικο) που παραλλήλισε συστηματικά τα ομηρικά ταφικά έθιμα που περιγράφονται κατά την κηδεία του Πατρόκλου, του Έκτορος και του Αχιλλέως με εκείνα των μακεδονικών κηδειών. Ήταν επίσης ο πρώτος που πρότεινε τον συσχετισμό των δύο διπλωμένων ξιφών που βρέθηκαν στα κατάλοιπα της πυράς του Τάφου ΙΙ με τους συνενόχους του Παυσανία, τον Αρραβαίο και τον Ηρομένη. Στην ανεπτυγμένη εκδοχή της θεωρίας του που δημοσιεύθηκε το 1994 γράφει: «Για την ταφή του Φιλίππου έχομε τώρα τις εξαιρετικές ανακαλύψεις του Ανδρόνικου του 1977. Σχετικά με τον Τάφο ΙΙ ανακοίνωσε τα εξής χαρακτηριστικά που δεν απαντούν σε κανέναν άλλον τάφο αυτού του είδους και που παραμένουν μοναδικά. Ο τάφος, όταν ολοκληρώθηκε, καλύφθηκε από χαμηλό τύμβο διαμέτρου περίπου είκοσι μέτρων. Στο ερυθρό χώμα του τύμβου βρέθηκαν δύο σκελετοί χωρίς κτερίσματα. Στην καμαρωτή στέγη του τάφου υπήρχαν αντικείμενα φερμένα από την πυρά της καύσεως της σορού. Αυτά περιελάμβαναν δύο ξίφη, αιχμή δόρατος στημένη κάθετα στο έδαφος και ιπποσκευές. Στο επίπεδο γείσο του τάφου ο Ανδρόνικος ηύρε κάτι σαν μικρή πυρά, σπασμένα αγγεία, μικρά όστρακα’ και οστά πτηνών και μικρών ζώων, που ήσαν ίχνη καθαρμού. Την εξήγηση αυτών των μοναδικών χαρακτηριστικών του τάφου προσφέρει η φιλολογική παράδοση. Οι δύο σκελετοί ήσαν, όπως εικάζω, τα λείψανα του Ηρομένους και του Αρραβαίου, που εκτελέσθηκαν και ενταφιάσθηκαν στον τύμβο.

Ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας.

Τα ξίφη ήσαν προφανώς τα ξίφη τους, διότι οι υπόδικοι βαθμοφόροι είχαν το προνόμιο να φέρουν την στολή και τον οπλισμό τους… Τα άλογα ήσαν αυτά που περίμεναν στην πύλη ‘έτοιμα για την φυγή’ και τα οποία αναφέρουν ο Διόδωρος (16.94.3) και ο Ιουστίνος (9.7.9: fugienti equos praeparatos). Τα καμένα λείψανα και τα ίχνη του καθαρμού έκειντο στο σημείο όπου το πτώμα του δολοφόνου είχε αναρτηθεί στον σταυρό και εκτεθεί στην κοινή θέα ‘επάνω από τα λείψανα του Φιλίππου’. Όταν αποκαθηλώθηκε και κάηκε, το σημείο αυτό καθάρθηκε. Η ανταπόκριση των αρχαιολογικών δεδομένων στις φιλολογικές μαρτυρίες είναι πλήρης. Δεν αποδεικνύεται μόνον ότι ο Τάφος ΙΙ ήταν ο τάφος του Φιλίππου, αλλά και ότι τα γραφόμενα της φιλολογικής παραδόσεως ήσαν ως προς τα γεγονότα ακριβή. Η ερμηνεία τους από τους συγγραφείς είναι άλλο ζήτημα. Όσοι υποστηρίζουν ότι ο Τάφος ΙΙ ανήκει στον Φίλιππο-Αρριδαίο, τον διάδοχο του Αλεξάνδρου, δεν έχουν να προσφέρουν ανάλογη εξήγηση των ανωτέρω μοναδικών στοιχείων«.¹º

 

Συμπέρασμα

Τι συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί σχετικά με τα λεγόμενα «κύρια προβλήματα» της δολοφονίας του Φιλίππου; Αυτό που προκύπτει από την ανωτέρω αναπαράσταση των γεγονότων είναι ότι η δολοφονία του βασιλέως εν μέσω πολυπληθούς κοινού που συμμετείχε στους εορτασμούς προκάλεσε χάος. Ο βασιλεύς έκειτο θανάσιμα τραυματισμένος, οι σωματοφύλακες καταδίωκαν τον δολοφόνο, ένοπλοι είχαν ξιφουλκήσει και ουδείς εγνώριζε ποιο θα ήταν το επόμενο θύμα. Μήπως ο Ηρομένης και ο Αρραβαίος πλησίασαν τους δύο Αλεξάνδρους, τον γιό του Φιλίππου και τον Μολοσσό, με διαθέσεις απειλητικές ή που εξελήφθησαν ως απειλητικές; Οπωσδήποτε οι σωματοφύλακες τους συνέλαβαν, ενώ ο αδελφός τους Αλέξανδρος μαζί με άλλους περικύκλωσαν τον διάδοχο του θρόνου και τον συνόδευσαν στα ανάκτορα για να τον θέσουν εκτός κινδύνου. Είναι προφανές ότι ο Αλέξανδρος δέχθηκε αδιαμαρτύρητα να οδηγηθεί στα ανάκτορα από τον ομώνυμό του και αποδέχθηκε ευμενώς την προστασία και την στήριξη του Αντιπάτρου για να επιστρέψει στο θέατρο και να αποταθεί στους Μακεδόνες, επειδή αντιμετώπιζε κατάσταση την οποία δεν είχε προβλέψει και επειδή είχε κατά πάσαν πιθανότητα φοβηθεί για την ζωή του. Άραγε αυτό τον απαλλάσσει από κάθε ενοχή για τον φόνο του πατέρα του; Κατά την γνώμη μου ναί. Είναι όμως θεμιτό άλλοι να έχουν διαφορετική γνώμη.

 

Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος διετέλεσε Διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (1992-2010), Αντιπρόεδρος του ΕΙΕ (2006-2009) και Αντιπρόεδρος προεδρεύων του Ιδρύματος (2009-2010).Έχει διδάξει σε ξένα και ελληνικά πανεπιστήμια, είναι μέλος ελληνικών και ξένων επιστημονικών εταιρειών, ξένος εταίρος του Institut de France (Académie des Inscriptions et Belles Lettres) και αντεπιστελλων εταίρος της Βρετανικής Ἀκαδημίας. Με το θέμα της αρχαίας Μακεδονίας ασχολείται από το 1979 και τις έρευνες του έχει παρουσιάσει σε σειρά τόμων και σε πλήθος μελετών. Παράλληλα η ενασχόλησή του με τη Μακεδονία τον έχει στρέψει και προς τη μελέτη των ομόρων περιοχών, της Ηπείρου,της Θεσσαλίας και της Θράκης. Από το 2015 είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

¹  Anne Pownel, Lessons from the Past: The Moral Use of History in Fourth-Century Prose (The University of Michigan Press 2010) 174-175.

² Leif Bergson, Der griechische Alexanderroman, Rezension β («Studia graeca Stockholmiensia» III; Stockholm 1965) 1.26.

³  W. Kroll, Historia Alexandri Magni (Berlin 19582) 1.24.

⁴ Leif Bergson, Der griechische Alexanderroman, Rezension β (“Studia graeca Stockholmiensia” III; Stockholm 1965) 1.24

⁵  Μ. Ἀνδρόνικος, “Oἱ βασιλικοί τάφοι τῆς Βεργίνας”, Ἀρχαιολογικά Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν 10 (1977) 69-72.

⁶  A. M. Wolohojian, The Romance of Alexander the Great by Pseudo-Callisthenes Translated from the Armenian Version (New York-London (1969) 69.

⁷  Μ. Ἀνδρόνικος, Βεργίνα. Οἱ βασιλικοί τάφοι (Ἀθήνα 1984) 171˙ πρβλ. στήν ἴδια σελίδα: «τότε θά ἐκτιμήσουμε τήν ἀληθινά βασιλική του βαρύτητα».

⁸ Μ. Ἀνδρόνικος, “Oἱ βασιλικοί τάφοι τῆς Βεργίνας”, Ἀρχαιολογικά Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν 10 (1977) 69; τοῦ ἰδίου, Βεργίνα. Οἱ βασιλικοί τάφοι (Ἀθήνα 1984) 65.

⁹  W. Kroll, Historia Alexandri Magni (Berlin 19582) 1.24.

¹º N. G. L. Hammond, Philip of Macedon (Λονδῖνο 1994) 178.