Δημήτρης Δημητρόπουλος – Βάλλια Ράπτη
Αλληλογραφία με τον Αλή πασά. Τα πρόσωπα, τα χαρακτηριστικά, οι ρόλοι
«Υψηλώτατε και πολυχρονημένε τεβλετλού, ιναγετλού μερχαμετλού Βεζήρ Αλή πασιά εφέντημ, σκλαβηκώς σε προσκυνώ και το χρυσό σου μέστι φιλώ, τον μεγαλοδύναμον Θεόν παρακαλώ δια να σου χαρίσει ζωήν πολυχρόνιον με όλα τα χαϊρλί μουράτια της καρδιάς σας αμήν».
Τα παραπάνω προτάσσονται σε αρτζουχάλι, σε μια γραπτή δηλαδή αναφορά, προς τον Αλή πασά. Το συγκεκριμένο έγγραφο είχε συντάξει ένας χαμηλόβαθμος Οθωμανός αξιωματούχος, αποτελεί όμως έναν τυπικό –αν και όχι μοναδικό– τρόπο προσφώνησης του Αλή πασά. Ανάλογοι τρόποι αποτυπώνονται στην πλειονότητα των σωζόμενων εγγράφων που απευθύνονται προς αυτόν και συνιστούν μια ένδειξη του τρόπου επικοινωνίας με έναν βεζίρη της οθωμανικής διοίκησης. Στο αρχείο του Αλή πασά σώζονται λοιπόν τεκμήρια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «αλληλογραφία του Αλή πασά», με την έννοια των επιστολών ή έστω των κειμένων που έλαβε ή απέστειλε ο Αλή πασάς σε διάφορους παραλήπτες. Το περιεχόμενο όμως και ο χαρακτήρας του υλικού δεν επιτρέπει πάντοτε τη σαφή διάκριση μεταξύ των διάφορων αυτών τύπων κειμένων. Μια βασική ασάφεια προκύπτει από την αδυναμία διάκρισης μεταξύ των προσωπικών επιστολών και των επίσημων εγγράφων. Για παράδειγμα, σε μία επιστολή που του στέλνει ο γιός του Βελής, ως πασάς των Τρικάλων, με πληροφορίες σχετικά με προσόδους του πασαλικίου, ποια ιδιότητα υπερισχύει του γιού ή του πασά ενός γειτονικού πασαλικίου; Ανάλογα προβλήματα οριοθέτησης των κειμένων παρουσιάζει μεγάλο μέρος του σωζόμενου αρχειακού υλικού.[1]
Αξίζει να σημειωθεί ότι το υλικό αυτό αποτελεί τμήμα μόνο του αρχείου που φαίνεται ότι διατηρούσε ο βεζίρης των Ιωαννίνων. Η πυκνότητα των επιστολών, οι τόποι αποστολής και άλλα στοιχεία του τεκμηριωτικού υλικού συνιστούν ισχυρή ένδειξη ότι το αρχικό σύνολο ήταν πολλαπλάσιο του διασωθέντος. Παράλληλα όμως, το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα το διασωθέν τμήμα του αρχείου είναι αποτέλεσμα τύχης και όχι επιλογής, βάσει της σπουδαιότητας ή άλλου κριτηρίου, επιτρέπει να διαμορφωθεί μια πιο ευκρινής, αληθινή εικόνα του περιεχομένου της αλληλογραφίας του.

Όσον αφορά τον χαρακτήρα των γραμμάτων που λαμβάνει ο Αλή πασάς μια τομή μπορεί να επιχειρηθεί με βάση την αιτία σύνταξής τους. Μια πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει γράμματα με τα οποία οι αποστολείς υποβάλλουν κάποιο αίτημα, ζητούν την παρέμβασή του για την επίλυση ενός συλλογικού ζητήματος ή και κάποιου προσωπικού θέματος. Μία δεύτερη ομάδα επιστολών είναι εκείνες που του παρέχουν πληροφόρηση για κάποιο ζήτημα εντός ή εκτός των ορίων του πασαλικίου του, καλύπτοντας μια ευρύτατη θεματολογία υποθέσεων. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών επιστολών είναι σαφής ως προς την πρόθεση του αποστολέα, δηλαδή την αιτία σύνταξης του γράμματος, αλλά δεν είναι απόλυτη, καθώς συχνότατα του αιτήματος προτάσσονται και χρήσιμες πληροφορίες, ενώ και οι ενημερωτικές επιστολές καταλήγουν κάποτε σε κάποιας μορφής αίτημα. Η θεματολογία ποικίλει, κυριαρχούν όμως τα σχετικά με την οικονομία θέματα, είτε ρητά είτε έμμεσα, όταν ανάμεσα σε άλλα ζητήματα που συζητούνται, αναδεικνύεται και κάποια οικονομική τους πλευρά.
Χαρακτηριστικό της αληπασαδικής αλληλογραφίας είναι η αδιαμεσολάβητη σχέση. Όλοι απευθύνονται στον Αλή πασά προσωπικά, μοιάζει σαν να μην υπήρχαν ενδιάμεσοι. Συνέβαινε άραγε έτσι; Διάβαζε ο Αλή πασάς όλα τα γράμματα ο ίδιος; Του τα διάβαζαν άλλοι ή τα διάβαζαν άλλοι για εκείνον; Και κατόπιν, απαντούσε σε ένα εύρος θεμάτων που αφορούσε σπουδαίες υποθέσεις της Αυτοκρατορίας έως μικρούς ασήμαντους οικισμούς χαμένους κάπου στην Αλβανία ή στα ελληνικά βουνά; Η απάντηση σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω δεν μπορεί να δοθεί εδώ, εκτός των άλλων γιατί απαιτεί μια ειδική μελέτη της επιστολογραφίας προσανατολισμένη στη διερεύνηση αυτών των θεμάτων. Η εύρεση πάντως στο αρχείο, ανάμεσα σε σημαντικά έγγραφα, και επιστολών που αφορούν δευτερεύοντα ζητήματα και προσωπικές υποθέσεις αποδεικνύει ότι όλα τα έγγραφα είχαν με κάποιο τρόπο διαβαστεί και επιλεγεί να διατηρηθούν.
Η γενική εικόνα της αλληλογραφίας αποκαλύπτει ένα πλέγμα σχέσεων με ανθρώπους ποικίλων προελεύσεων διάσπαρτων σε μια εκτεταμένη γεωγραφική περιφέρεια. Χαρακτηριστικό της δικτύωσης αυτής είναι ότι έχει ως επίκεντρο τον Αλή πασά, απουσιάζει όμως η ιεραρχική συγκρότηση ή μια ορισμένη δομή. Βέβαια, η φύση των επιστολών που απευθύνονται προσωπικά στον Βεζίρη επιτείνει την εικόνα και ίσως λειτουργεί παραμορφωτικά. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι από την αλληλογραφία δεν προκύπτουν ενδιάμεσοι στις επιστολές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις υπάρχει ειδική μνεία ότι ο μεταφορέας της επιστολής θα ενημερώσει και προφορικά τον Αλή πασά για την υπόθεση («έρχεται [να] συ τα κάμειν ιφαντέ δια στόματος», όπως σημειώνουν σε επιστολή τους πρόκριτοι της Τσαριτσάνης).[2] Εντούτοις δεν υπάρχουν παραπομπές ή αναφορές σε επιστολές άλλων προσώπων· δεν φαίνεται να υπάρχει διαμεσολάβηση. Η κουλτούρα της επιστολικής συνέχειας στην επικοινωνία είναι ασθενική, καθώς οι μνείες προγενέστερων επιστολών σε μεταγενέστερες είναι ελάχιστες, ακόμη και σε περιπτώσεις που η συνάφεια είναι χρονικά και θεματολογικά προφανής.
Το πανόραμα των «συνομιλητών» του Αλή πασά αποκαλύπτει ένα ευρύ φάσμα προσώπων, που βρίσκονται σε κάποιου είδους σχέση μαζί του.
Η οικογένεια – οι γιοι του Βελής και Μουχτάρ
Ο Αλή πασάς μέσω των γιων του, των εγγονών του και άλλων στενών συγγενών είχε καταφέρει να επεκτείνει και να διασπείρει την εξουσία του πολύ πέραν του πασαλικίου Ιωαννίνων. Η οικογενειακή δικτύωση στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο βεζίρης των Ιωαννίνων, λειτουργούσε με δύο βασικούς πόλους, τους γιους του Βελή και Μουχτάρ, οι οποίοι όχι μόνο καταλαμβάνουν θέσεις πασάδων σε όμορα πασαλίκια (Ναύπακτος, Τρίκαλα, Πελοπόννησος, Μπεράτι). Παράλληλα μέσω της ενοικίασης προσόδων και της τσιφλικοποίησης οικισμών έχουν εκτείνει τα όρια της οικογενειακής περιουσίας και επιρροής.
Όπως φαίνεται από ένα τεκμήριο του έτους 1811, δηλαδή της περιόδου ακμής της δύναμης του Αλή, ο ίδιος ο βεζίρης των Ιωαννίνων επιχειρεί να αποτυπώσει γραπτά την κατανομή αξιωμάτων, αρμοδιοτήτων και ρόλων μεταξύ των μελών της οικογένειάς του, ενώ αυτοί βρίσκονται σε εκστρατεία στη Σόφια.[3] Η κατανομή αυτή, παρότι ο Αλής επικαλείται την ηλικία του, δεν έχει χαρακτήρα διανομής της κληρονομιάς, αλλά κατανομής της εξουσίας και της ευθύνης μεταξύ των μελών μιας οικογένειας που τα μέλη της λειτουργούν ενιαία, πιθανότατα μάλιστα με κοινό ταμείο. Αν και δεν έχει διασαφηνιστεί πλήρως ο τρόπος λειτουργίας της προσωπικής οικονομικής διαχείρισης του βεζίρη των Ιωαννίνων, μια ισχυρή ένδειξη στην κατεύθυνση της τήρησης κοινού ταμείου από όλα τα μέλη της οικογένειας παρέχει ο Βελή πασάς, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1818, σε μια έμμεση παρότρυνση του πατέρα του να τον συνδράμει οικονομικά στην ανοικοδόμηση του σαραγιού του στο Τεπελένι, όταν αυτό καταστράφηκε από πυρκαγιά, του δηλώνει ότι κάτι τέτοιο ποτέ δεν θα το σκεφτόταν διότι «η υψηλότης σας είστε νοικοκύρης εις όλα, και εις το χέρι σας στέκονται, όποιο θέλετε βάλτε εις το ένα μέρος, όποιο θέλετε βάλτε εις το άλλο».[4]
Έχουν εντοπιστεί 57 επιστολές του Βελή πασά, 27 του Μουχτάρ, 6 του Σελήχ και 4 από τα εγγόνια του, που επίσης κατέχουν τοπικά διοικητικά αξιώματα.

Οι επιστολές χρονολογούνται από το 1797 έως το 1820, δεν είναι όμως ισομερώς κατανεμημένες στον χρόνο. Η αλληλογραφία πυκνώνει έντονα σε περιόδους που συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, στα οποία έχει εμπλοκή ο αποστολέας, ο Βελής, για παράδειγμα, στα 1802-1803 την εποχή πολιορκίας του Σουλίου και ο Μουχτάρ το 1807 στην εποχή της εκστρατείας του κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Γενικότερα όμως οι επιστολές των γιων του Αλή πασά προσφέρουν αποσπασματικό αλλά πλούσιο πληροφοριακό υλικό για πρόσωπα και πράγματα της αληπασαδικής πραγματικότητας, διάσπαρτα κομμάτια της δικτύωσης που είχε δημιουργήσει.
Ο κύριος όγκος των επιστολών όμως δεν προέρχεται από συγγενείς του Αλή. Θα σταθούμε σε ορισμένες από τις κατηγορίες αποστολέων.
Χριστιανοί πρόκριτοι
Εντοπίστηκαν 44 επιστολές χριστιανών προκρίτων, κυρίως από πόλεις της Ρούμελης και της Θεσσαλίας. Όπως είναι εύλογο το βασικό θέμα που τους απασχολεί είναι δημοσιονομικά ζητήματα της περιοχής τους, όπως η ανάληψη είσπραξης των φόρων και η διαχείρισή τους στο εσωτερικό της κοινότητας, το γαιοκτητικό καθεστώς και η φορολογική επιβάρυνση της αγροτικής παραγωγής. Σχετικό με τη φορολογία –μια και αυτό αποτελούσε μια συμπληρωματική έμμεση μορφή της– είναι και το ζήτημα της διάθεσης εργατών για έργα που εκτελούσε ο Αλή πασάς ή το θέμα της φυγής κατοίκων, καθώς είχε άμεση επίπτωση στη φορολογική επιβάρυνση των εναπομενόντων.[5] Η ασφάλεια και το ζήτημα των ενόπλων κλεφτών που δρουν στην περιοχή τους επανέρχεται επίσης στα γράμματά τους, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς ο Αλή πασάς, ως επόπτης των δερβενίων, είχε άμεσα λόγο για το θέμα.[6] Τοπικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ομάδων προκρίτων, διαμαρτυρίες και παράπονα για τη συμπεριφορά αξιωματούχων της οθωμανικής διοίκησης γνωστοποιούνται επίσης μέσω των επιστολών στον βεζίρη των Ιωαννίνων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύνοια ή η παρέμβασή του.[7]

Τέλος, στις επιστολές συχνά παρεισφρέουν μικρά θέματα, εξυπηρετήσεις και χάρες ενδεικτικές του τρόπου λειτουργίας του διοικητικού συστήματος που είχε ο Αλής εγκαθιδρύσει στην ευρύτερη περιοχή. Για παράδειγμα, στα 1793 οι πρόκριτοι της Λειβαδιάς, αν και τυπικά βρίσκονται εκτός της διοικητικής δικαιοδοσίας του, σε επιστολή τους τον ενημερώνουν ότι φρόντισαν προστατευόμενός του να αγοράσει «πραγμάτεια» σε προνομιακή τιμή («με είκοσι παράδες κάτου από ότι πουλείται», όπως γράφουν).[8] Ή ένας πρόκριτος της Σιάτιστας, που κλείνει την επιστολή του με την ακόλουθη φράση, αποκαλυπτική του καθεστώτος φόβου που βίωνε: «και σε παρακαλώ με δάκρυα να με προστάξης πώς να ακολουθήσω, επειδή και φοβούμαι το γαζέπι σου (οργή σου)».[9]
Μουσουλμάνοι αξιωματούχοι και έμπιστοι του Αλή πασά
Με τον Αλή πασά αλληλογραφούν στην ελληνική γλώσσα μια σειρά Οθωμανοί που κατέχουν διαφορετικά αξιώματα στην τοπική και κεντρική διοίκηση. Ορισμένοι από αυτούς ανήκουν στο στενό περιβάλλον του Αλή στα Γιάννενα και ενημερώνουν γραπτά τον κύριό τους, όταν βρίσκονται σε αποστολή εκτός της έδρας του πασαλικίου, όπως ο θησαυροφύλακάς του Ισούφ Αράπης ή οι άνθρωποί του Άγος Μουχουρντάρης, Μέτζε Μπόνος, Σελήμ μπέης Κόκας κ.ά. Ακόμη επιστολές του στέλνουν μουσουλμάνοι πρόκριτοι από πόλεις με ισχυρό μουσουλμανικό πληθυσμό (πχ. Δέλβινο, Βέροια, Πατρατζίκι, Σάλωνα, Τρίκαλα) ή περιοχές με Αλβανούς μουσουλμάνους με τους οποίους διατηρούσε στενή επικοινωνία (όπως οι αγάδες της Τσαμουριάς).
Πρόκειται για πολυπληθή ομάδα προσώπων που αποστέλλουν περίπου 203 επιστολές ποικίλης θεματολογίας, όπου βέβαια και εδώ κυριαρχεί το οικονομικό στοιχείο. Πρόκειται για ανθρώπους που λειτουργούν δορυφορικά στον Αλή πασά, αφού η σχέση τους μαζί του, τους προσπορίζει χρήματα, κύρος και εξουσία στην τοπική κοινωνία. Το προφίλ τους ποικίλει:
- έμπιστοι άνθρωποί του που διατηρούν συχνή επαφή μαζί του και αντίστοιχη αλληλογραφία όταν δεν είναι στον ίδιο τόπο,
- πρόσωπα, τα οποία χάρη στον Αλή πασά έχουν πάρει κάποιο τοπικό αξίωμα (βοεβοδαλίκι, διαχείριση τελωνείου, ενοικίαση φορολογικής προσόδου),
- επιτηρητές ή διαχειριστές σε κτήματα και τσιφλίκια του,
- επικεφαλής επαγγελματικών ομάδων ή συντεχνιών.
Οι άνθρωποί του στην Κωνσταντινούπολη
Ο Αλή πασάς διατηρεί πυκνή αλληλογραφία με έμπιστούς του στην Κωνσταντινούπολη που λειτουργούν με την επίσημη ιδιότητα του εκπροσώπου του στην Υψηλή Πύλη (καπουτζοχαντάρηδες), ενώ υπάρχουν και ορισμένα πρόσωπα που αναλαμβάνουν επιμέρους ρόλους με σκοπό την πληροφόρηση του βεζίρη. Η πλειονότητα των επιστολών που λαμβάνει από την Κωνσταντινούπολη προέρχεται από τους καπουτζοχαντάρηδές του Χασάν εφέντη (10), Χουσεΐν μπέη (30), Ελμάζ Μέτζε (18), οι οποίοι τον ενημερώνουν αναλυτικά για όσα συμβαίνουν στο στενό περιβάλλον του σουλτάνου, αλλά του μεταφέρουν επίσης και καίριες πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν τα συμφέροντά του σε περιοχές που εκτείνονται πολύ πέραν του πασαλικίου του, και ιδίως για θέματα που σχετίζονται με την αγορά των δημοσίων αξιωμάτων και κρατικών προσόδων.
Όχι όμως και πάντοτε. Κάποτε αφορούν θέματα πιο προσωπικά, όπως η αποστολή γυναικών για ψυχαγωγία του Αλή. Διαβάζουμε έτσι σε επιστολή του έτους 1808 που έγραψε ο Διβάν εφέντης από την Κωνσταντινούπολη: «Τη σκλάβα την εδιόρθωσα με καράβι καλόν και την στέλω κατά την προσταγήν σας μέσα εις την κάμαραν με όλα τα ρεχάτια της (: ανέσεις). … Η άλλη σκλάβα οπού εχόρευε, η αμαρτία, και έβγαλε την ψώρα, και ήρθε ο Ραζής (: ο γιατρός Δημήτρης Ραζής) και μου λέγει, ευθύς να την δώσεις οπίσω και την έδωσα και χάλια (: έως τώρα) μου λείπουν και τα άσπρα [δηλαδή δεν του έχουν επιστρέψει τα χρήματα που έδωσε να την αγοράσει]. Στέλνω και μίαν άλλη γυναίκα, η οποία είναι Λαρσινή, είναι όμως αξημένη (: μεγαλωμένη) εδώ και τερπετλήτισα πολύ (: καλής ανατροφής). Και όσον θέλετε την κρατείτε αυτού και ύστερα ή εδώ την στέλετε ή εις την Λάρισαν».[10]
Στο αρχείο δεν έχει διασωθεί επίσημη αλληλογραφία της Υψηλής Πύλης με τον Αλή πασά. Άραγε δεν υπήρξε; Δεν μοιάζει πολύ πιθανό. Ενδεχομένως η απουσία των σχετικών τεκμηρίων θα πρέπει να αποδοθεί στις τύχες και στη διαδρομή του αρχείου από τα Γιάννενα στην Κωνσταντινούπολη και τελικά στην Αθήνα, όπου τα έγγραφα αυτά, ως ειδικής σημασίας, αφαιρέθηκαν ίσως από κάποιον από τους διαδοχικούς κατόχους του. Εντοπίζονται όμως λίγες επιστολές (7) στην ελληνική γλώσσα από τοπικούς πασάδες της Αλβανίας, ουσιαστικά τον πασά Μπερατίου και Αυλώνας και εκείνον του Δελβίνου, στα πρώτα χρόνια της θητείας του.

Επιστολές προς τον Αλή πασά απευθύνουν και πρόσωπα που προΐστανται στην ιεραρχία της Ορθόδοξης εκκλησίας (17 συνολικά). Ανάμεσά τους ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ορισμένοι μητροπολίτες, για θέματα σχετικά με τη διανομή θέσεων στην ιεραρχία της εκκλησίας. Ξεχωρίζουν οι επιστολές του Ιγνάτιου τότε μητροπολίτη Άρτας, που έχουν όμως διαφορετικό χαρακτήρα, αφού διαδραμάτιζε ρόλο συμβούλου του βεζίρη των Ιωαννίνων σε πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις, και ιδίως στην υπόθεση της Πρέβεζας.
Οι επικεφαλής των ενόπλων
Επικεφαλής στρατιωτικών σωμάτων και ενόπλων ομάδων επικοινωνούν απευθείας με τον Αλή πασά. Πρόκειται για αξιωματικούς των στρατιωτικών του δυνάμεων που μετέχουν σε πολεμικές ενέργειες, όπως στο Σούλι και στην Πρέβεζα, αλλά και επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων που αναλαμβάνουν την καταδίωξη κλεφτών. Στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν και επιστολές που του απευθύνουν αρματολοί της Ρούμελης και της Κεντρικής Μακεδονίας για ζητήματα ασφάλειας. Το αξίωμα του επόπτη των Δερβενίων που κατείχε ο Αλή πασάς από το 1787, του επέτρεψε να διατηρεί αρματολικά σώματα σε μία εκτεταμένη γεωγραφικά περιοχή και να συγκροτήσει ένα ισχυρό δίκτυο οπλαρχηγών που είχαν αναπτύξει μαζί του στενούς δεσμούς. Ο μηχανισμός αυτός αποτέλεσε βασικό στοιχείο για την εδραίωση της ισχύος του.
Αξιωματούχοι άλλων κρατικών δυνάμεων
Ο Αλή πασάς διατηρούσε επίσημη αλληλογραφία με ευρωπαίους αξιωματούχους, κυρίως τους πολιτικούς ή στρατιωτικούς διοικητές των εκάστοτε κυρίαρχων των Επτανήσων (Γάλλοι, Ρώσοι, Άγγλοι). Εδώ κυριαρχούν οι ρυθμίσεις –και οι απαιτήσεις– του Αλή πασά για τις πρώην βενετικές κτήσεις στην ηπειρωτική ακτή και ιδίως για την Πάργα, η κατάληψη της οποίας συνιστούσε βασική του επιδίωξη. Πυκνή αλληλογραφία υπάρχει με τους επιτρόπους των Αυτοκρατορικών Γάλλων στα Ιόνια την περίοδο 1807-1809, μια εποχή δηλαδή που ο Αλή πασάς επιδιώκει να προσεταιριστεί τον Ναπολέοντα. Δείγμα της εποπτείας που επιδίωκε να έχει ο Αλή πασάς είναι η λεπτομερής ενημέρωση που εξασφάλιζε από τους ανθρώπους του, για ζητήματα που αφορούν τόσο το σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και τα συμβαίνοντα σε όλη την Ευρώπη. Μια μικρή ένδειξη του κύρους του είναι και μια επιστολή που του απευθύνει το 1812 ο ηγεμόνας της Σερβίας Καραγεώργης, σε σερβική γλώσσα και με κυριλλική γραφή, σχετικά με το χαρακτήρα της εξέγερσης στη Σερβία.[11]

Επιστολές διαφόρων
Στην αλληλογραφία εντοπίζεται ακόμη και ένας αριθμός γραμμάτων που στέλνουν στον Αλή πασά άσημοι κάτοικοι χωριών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του για να υποβάλουν προσωπικά αιτήματα, να ζητήσουν βοήθεια, επιείκεια ή δικαίωση. Ο βεζίρης των Ιωαννίνων καλείται λοιπόν να επιλύσει ζητήματα της καθημερινότητας των «ραγιάδων» του. Για παράδειγμα:
- ένας καλλιεργητής από χωριό της Φιλιππιάδας ζητά από τον Αλή πασά να διατάξει έναν άλλο καλλιεργητή να μαζέψει από την οικία του τα φύλλα καπνού, που τα έχει απλωμένα και δυσχεραίνουν τη διαβίωσή του στον χώρο,[12]
- ένας αγρότης σε τσιφλίκι του παραπονείται γιατί ο τοπικός μπουλούκμπασης του κατακρατεί «εφτά φορτώματα γέννημα»,[13]
- ή ένας μάστορας από το Τεπελένι τον παρακαλεί για «ολίγον χαρτζηλίκι».[14]
Γυναίκες
Κλείνοντας, την περιήγηση στα πρόσωπα που αλληλογραφούν με τον Αλή πασά να σταθούμε σε ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Έχουν εντοπιστεί 11 προσωπικές επιστολές γυναικών προς τον βεζίρη της Ηπείρου. Το προφίλ τους ποικίλει: η σύζυγος του Μουχτάρ, σύζυγοι άλλων χαμηλόβαθμων αξιωματούχων που προβάλλουν οικογενειακά αιτήματα, γυναίκες του χαρεμιού που εκφράζουν την στενοχώρια τους για την απουσία του, πτωχές κάτοικοι χωριών που διεκτραγωδούν τα χρέη και τα παθήματά τους, χήρες που ζητούν οικονομική βοήθεια να θρέψουν τα ορφανά τους. Οι επιστολές είναι ίσως λίγες –ένα μικρό μόνο δείγμα– αλλά έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς προσφέρουν ένα παράθυρο θέασης της καθημερινότητας, των συμπεριφορών και των νοοτροπιών, ικανό να προσφέρει μία διαφορετική από τη συνήθη προσέγγιση για τη θέση των γυναικών –χριστιανών και μουσουλμάνων– στην κοινωνία μιας επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

[Βασίλης Παναγιωτόπουλος με τη συνεργασία των Δημήτρη Δημητρόπουλου και Παναγιώτη Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά συλλογής Ι. Χότζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικάνικης Σχολής Αθηνών, τ. Β΄, Αθήνα, ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2007].
Θα σταθούμε σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σε μία αχρονολόγητη επιστολή της η Μίνγκα, γυναικαδελφή του Βασίλη όπως προσδιορίζεται η ίδια ονομαστικά, μαζί με την θυγατέραν της, τη Ζωίτζα, απευθύνεται στον βεζίρη των Ιωαννίνων προκειμένου να φανερώσει το παράπονο που έχει από το γαμπρό της. Όπως καταγγέλλει, είναι πάνω από οκτώ χρόνια που έχει παντρέψει τη θυγατέρα της με τον γαμπρό της «και δεν ανταμώθηκαν σαν ο κόισμος αντρόγυνο … ο πεθερός και η πεθερά την αγαπούσαν με το παραπάνου την θυγατέραν μου και αυτός για γυναίκα δεν την θέλει». Όπως επισημαίνει η κόρη της έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει γνώμη, όμως αυτός την εγκατέλειψε φεύγοντας για τα Τρίκαλα και όταν γύρισε την έδιωξε από το σπίτι, αφήνοντάς τη γυμνή και απελπισμένη. Η γυναίκα προσπίπτει στα πόδια του Αλή πασά ζητώντας του να αποδώσει δικαιοσύνη «δια τούτα τα άστρατα (: παράλογα) που ‘κανεν ο γαμπρός μου», γιατί «Και ζώο να ήτανε να τη κρατεί οχτώ χρόνους και απέ να τη διώξει κανένας δεν τα βρίσκει τζαΐζι (: πρέπον)». Και καταλήγει: «Εγώ σαν γυναίκα που είμαι ουδέ ξέρω πώς να κάμω, ουδέ ξέρω πώς να φερθώ, ότα[ν] όλοι οι ανθρώποι είναι εις το κορπέτι (: κουρμπέτι, στην ξενιτιά) και σκλάβοι σου είμεστε και όλα τα γνωρίζεις και όλα τα σιάζεις και ορισμός του αφεντός μας και οι χρόνοι σου πολλοί».[15]
Πρόκειται οπωσδήποτε για αναπάντεχη επιστολή, παραστατική και πλούσια σε πληροφορίες, που κοινοποιεί λεπτομέρειες της οικογενειακής και σεξουαλικής ζωής του ζευγαριού, ζητώντας την παρέμβασή του Αλή πασά, με το ασαφές αίτημα να παρέμβει και να «σιάξει», να διορθώσει δηλαδή τα πράγματα. Μια εξαιρετική μαρτυρία, για τη ζωή στην επικράτεια του Αλή, το βαθμό παρέμβασης της εξουσίας στην καθημερινότητα των κατοίκων, τη νοοτροπία των ανθρώπων, την παρουσία των γυναικών στα κοινωνικά καθέκαστα, και βέβαια τους πολλαπλούς ρόλους που επιφύλασσε ο Αλής για τον εαυτό του, καθώς επίσης και εκείνες τις αρμοδιότητες που του αναγνώριζαν με τη σειρά τους, οι «υπήκοοί» του. Όσο όμως και αν η επιστολή αυτή είναι αποκαλυπτική των λεπτών και άγνωστων εν πολλοίς νημάτων που συνδέουν τον Αλή με όσους ζουν στην επικράτειά του, συνιστά μία ιδιαιτερότητα· αποτελεί εξαίρεση στο ύφος και στο χαρακτήρα της αλληλογραφίας του, εκείνης τουλάχιστον που έχει διασωθεί μέχρις εμάς.

Η αλληλογραφία του Αλή πασά, επιτρέπει λοιπόν να ανιχνευτεί ένα τμήμα τουλάχιστον από το παζλ της εκτεταμένης δικτύωσης που είχε δημιουργήσει. Εντάσσοντας σε αυτήν ποικίλα πρόσωπα, διαφορετικής οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής αναγνώρισης, θρησκεύματος, ακόμη και φύλου, ο βεζίρης της Ηπείρου είχε διαμορφώσει ένα σύστημα σχέσεων, επαφών και συνεργειών που οι απολήξεις του εξακτινώνονταν στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στα υπό ευρωπαϊκή κυριαρχία Επτάνησα. Το πλέγμα αυτό λειτούργησε σαν ένας μηχανισμός που επέτρεπε στον Αλή πασά και στους ανθρώπους που ανήκαν στο περιβάλλον του να διατηρήσει, να τροφοδοτήσει και να επεκτείνει την οικονομική ισχύ και την εξουσία του μέσα από ένα εντυπωσιακό εύρος δραστηριοτήτων, που κάλυπταν το σύνολο της οικονομικής ζωής των περιοχών ελέγχου του. Αν όμως η οικονομία, ο προσπορισμός κέρδους, αποτελούσε τον στόχο, το μέσο για την επίτευξή του ήταν η βία, η δύναμη των ενόπλων σωμάτων του Αλή πασά, στα οποία προληπτικά και κατασταλτικά κατέφευγε για την επίτευξη των στόχων του.


Υποσημειώσεις
[1] Τα αριθμητικά δεδομένα και οι αποτιμήσεις του παρόντος άρθρου είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας που έγινε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Κύρτου Πλέγματα» του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, το οποίο διενεργήθηκε στο πρόγραμμα «Κρηπίς» της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Αφορούν την επεξεργασία 1.469 εγγράφων του Αρχείου Αλή πασά που βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και έχει εκδοθεί σε τέσσερις τόμους από το ΙΙΕ από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο με τη συνεργασία του Παναγιώτη Μιχαηλάρη και του Δημήτρη Δημητρόπουλου. Ένα τμήμα της ίδιας αρχειακής πηγής, της Συλλογής Ιωάννη Χώτζη, αποτελούμενο από 221 έγγραφα, έχει εντοπιστεί στα ΓΑΚ και στο Μουσείο Μπενάκη και αποτελεί τον πέμπτο τόμο της έκδοσης του Αρχείου Αλή πασά, που κυκλοφόρησε το 2018, δεν έχει συμπεριληφθεί εδώ. Στην αποδελτίωση και επεξεργασία των δεδομένων συνεργάστηκε η Βάλλια Ράπτη.
[2] Αρχείο Αλή πασά Συλλογής Ι. Χώτζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης, επιμέλεια: Βασίλης Παναγιωτόπουλος με τη συνεργασία των Δημήτρη Δημητρόπουλου και Παναγιώτη Μιχαηλάρη, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών / Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τ. Α΄, Αθήνα 2007, έγγρ. 212. Κάτι ανάλογο αναφέρεται και σε έγγραφο προεστών της Λιβαδειάς· ό.π., τ. Γ΄, έγγρ. 1186.
[3] Αρχείο Αλή πασά, τ. Β΄, έγγρ. 571.
[4] Στο ίδιο, τ. Γ΄, έγγρ. 1126, σ. 175.
[5] Σχετικές αναφορές βλ. στο ίδιο, τ. Α΄ έγγρ. 165, 252, τ. Β. έγγρ. 442 κ.ά.
[6] Ενδεικτικά, στο ίδιο τ. Α΄, εγγρ. 155, 381, τ. Β΄ έγγρ. 903.
[7] Χαρακτηριστικά παραδείγματα στο ίδιο, τ. Α΄ έγγρ. 61, 94, 97, 390, κ.λπ.
[8] Στο ίδιο, τ. Α΄ έγγρ. 17.
[9] Στο ίδιο, τ. Γ΄ έγγρ. 1169.
[10] Στο ίδιο τ. Α΄ έγγρ. 375
[11] Στο ίδιο, τ. Β΄ έγγρ. 638.
[12] Στο ίδιο τ. Γ΄ έγγρ. 1440
[13] Στο ίδιο τ. Γ΄ έγγρ. 1461
[14] Στο ίδιο τ. Γ έγγρ. 1179.
[15] Αρχείο Αλή πασά, τ. Γ΄ έγγρ. 1357.