Jean-Claude Allain
Ο Otto von Bismarck και η αναδιάταξη των συσχετισμών στην Ευρώπη (1870 – 1890)
Στις 10 Μαΐου 1871, η στρατιωτική ήττα της Γαλλίας επισημοποιήθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Φρανκφούρτης. Συνοδεύτηκε από μια καθεστωτική μεταβολή, την οποία η ίδια η ήττα προκάλεσε πολύ περισσότερο παρά της προσέφερε ελεύθερη διέξοδο, προκειμένου να εκδηλωθεί. Την εξουσία αναλαμβάνει πλέον μια προσωρινή κυβέρνηση, αυτοαποκαλούμενη “Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας”. Αποστολή της είναι η διαχείριση των κρατικών υποθέσεων κατά την κρίσιμη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στο μόλις καταρρεύσαν αυτοκρατορικό καθεστώς και το απόλυτο άγνωστο. Ο επαναστατικός χαρακτήρας της τελευταίας, σε συνδυασμό με τον δημοκρατικό λόγο, τον οποίον εκφέρει, κάθε άλλο παρά συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση του διεθνούς κύρους της χώρας. Στην πραγματικότητα, οι αντιδράσεις στο ευρωπαϊκό στερέωμα είναι αρνητικές, στη δε καλύτερη περίπτωση, ιδιαίτερα επιφυλακτικές. Παρά ταύτα, η προσωρινή κυβέρνηση είναι ευρύτερα αποδεκτή ως εφήμερος εκπρόσωπος της Γαλλίας, η οποία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ένας διπλωματικός εταίρος. Απόδειξη αποτελεί η συμμετοχή της χώρας στη διεθνή συνδιάσκεψη του Φεβρουαρίου 1871 στο Λονδίνο, με αντικείμενο τη μεταβολή του καθεστώτος λειτουργίας των Στενών (Δαρδανέλια-Βόσπορος). Φυσικά, επρόκειτο για κάτι παραπάνω από μια απλή παρουσία και συμμετοχή, σε τελική ανάλυση δε, για μια αποφασιστική συνεισφορά στις εργασίες της συνδιάσκεψης.¹ Μπορεί μεν η Γαλλία να διένυε μια περίοδο μεγάλης δοκιμασίας, ωστόσο, παρά την στρατιωτική ήττα, την οποία είχε μόλις υποστεί, εξακολουθούσε να παραμένει ένας υπολογίσιμος παράγων στο διπλωματικό στερέωμα, συμμετέχοντας ενεργά στις πολιτικές και στρατηγικές ανακατατάξεις.

Η θεαματική αλλαγή της ευρωπαϊκής εικόνας της Γαλλίας σε σχέση με την πριν τον πόλεμο του 1870-1871 κατάσταση, έμελλε να αποτελέσει μια νέα παράμετρο στην εν γένει αποτίμηση των συσχετισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η συρρίκνωση (όχι, όμως εξαφάνιση) της Γαλλίας δεν αιφνιδίασε. Ήταν αναμενόμενη, από τη στιγμή, κατά την οποία ο κυρίαρχος ρόλος της τελευταίας ακολουθούσε φθίνουσα πορεία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1860. Απλούστατα, η στρατιωτική ήττα του 1870 επικύρωσε στο πεδίο των μαχών αδυναμίες, που μέχρι τότε καταλογίζονταν σε άστοχους χειρισμούς της διπλωματικής δραστηριότητας. Επρόκειτο για μια ανατροπή των δεδομένων. Έστω και πιθανολογούμενη ως προσωρινή, η ανατροπή αυτή έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, καθότι αποτελούσε καινοτομία στην Ευρώπη.
Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-1871 και η τελική του έκβαση, δεν οδήγησαν σε μια απλή συγκυριακή μεταβολή των συσχετισμών. Σηματοδοτούν μια δομική αλλαγή, την οποία η αυτοκρατορική Γαλλία του Ναπολέοντα Γ΄ δεν τολμούσε να επιφέρει, παρά το γεγονός ότι συνέβαλε στη δημιουργία της. Η συρρίκνωση της γαλλικής ισχύος και η υποβάθμιση του διεθνούς ρόλου της χώρας δεν συνιστούσαν μια ανάκληση στην τάξη, την οποία η ίδια είχε φροντίσει να διασαλεύσει. Αποτελούσαν την έκφραση μιας νέας τάξης, που άρχισε να επιβάλλεται γεωγραφικά και διπλωματικά διαμέσου μιας θεαματικής στρατιωτικής ήττας. Δεν προκλήθηκε από αυτή, αλλά μέσω της παραπάνω ήττας, τής παρασχέθηκε η δυνατότητα να κάνει την ύπαρξή της αισθητή. Στην περίπτωση, η Γαλλία επωμίστηκε τον ρόλο του υπαιτίου για μια διαδικασία ενεργούς μετάλλαξης, η οποία, το καλοκαίρι του 1870, είχε ήδη συμπληρώσει μια δεκαετία ζωής. Ταυτόχρονα, ασκεί ανάλογο ρόλο, πρωτοπόρο τη φορά αυτή, στην ανασυγκρότηση του διπλωματικού τοπίου μετά το 1871. Στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν, έμελλε να υποστεί τις συνέπειες, τη στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία είχαν δρομολογηθεί σταδιακά οι νέοι κανόνες της ευρωπαϊκής ισορροπίας και στρατηγικής οργάνωσης.

Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας
Η στρατιωτική ήττα της Γαλλίας προσέφερε τη δυνατότητα στο βασίλειο της Ιταλίας να προσαρτήσει τη Ρώμη και την ευρύτερη περιοχή της (Σεπτέμβριος 1870), στη γερμανική ομοσπονδία να διευρυνθεί με την ενσωμάτωση των κρατιδίων του νότου (Ιανουάριος 1871), στη νεότευκτη Γερμανική Αυτοκρατορία να αποσπάσει από τον γαλλικό εθνικό κορμό την Αλσατία και τμήμα του διαμερίσματος της Λωρραίνης (Μάιος 1871). Από τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις εδαφικών προσαρτήσεων, μόνο η πρώτη υπήρξε αποκύημα προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία μέσω διενέργειας δημοψηφίσματος. Οι υπόλοιπες δυο, σημαντικότερες ως προς τα μεγέθη εδαφικής έκτασης και πληθυσμού, προέκυψαν από σχετικές κρατικές αποφάσεις, οι οποίες, είτε επιβλήθηκαν άνωθεν, είτε αντικατοπτρίζουν το απόσταγμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Καμία, ωστόσο, δεν επικυρώθηκε από τους ιδίους τους κατοίκους, εφόσον δεν τους αναγνωρίστηκε το στοιχειώδες δικαίωμα να τοποθετηθούν αναφορικά με το μέλλον τους.
Η επικύρωση της Συνθήκης της Φρανκφούρτης από τις αιρετές αρχές, ήταν γενικού περιεχομένου, δίχως να υπάρχει ειδική μέριμνα για τους εκπροσώπους των γεωγραφικών διαμερισμάτων εκείνων, τα οποία είχαν μόλις εκχωρηθεί στο γερμανικό Ράιχ. Πρόκειται για μια θεμελιώδη τομή σε σχέση με την πρακτική που εφαρμοζόταν μέχρι τότε και κινείτο στα χνάρια της Γαλλικής Επανάστασης. Από το 1848 και μετά, είμαστε μάρτυρες πολλών εκφάνσεων της παραπάνω μεθόδου. Συγκεκριμένα, τον Μάιο του έτους εκείνου, η ένωση της Λομβαρδίας με το βασίλειο της Σαρδηνίας προέκυψε κατόπιν διενέργειας δημοψηφίσματος. Δυο μήνες αργότερα, μια συνέλευση προκρίτων τοποθετήθηκε υπέρ της προσχώρησης της Βενετίας στο ίδιο βασίλειο. Αν και σε μικρότερη κλίμακα συγκριτικά με το προηγούμενο παράδειγμα, εξακολουθεί να λειτουργεί η αρχή του σεβασμού της επιθυμίας των κατοίκων των εν λόγω περιοχών. Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε τα έτη 1859 και 1860, με αφορμή την ενσωμάτωση στο βασίλειο της Ιταλίας των πριγκιπάτων της Πάρμας και της Μοδένας, του βασιλείου της Τοσκάνης, των Παπικών κρατιδίων, τέλος, του βασιλείου των Δύο Σικελιών. To 1866, η διαδικασία της ενοποίησης συμπεριέλαβε την επαρχία της Βενετίας και το 1870 την προσάρτηση της Ρώμης.

Με ανάλογο τρόπο η Νίκαια και η Σαβοΐα περιήλθαν στη Γαλλία (1860), τα Ιόνια Νησιά στην Ελλάδα (1863) και οι Δανέζικες Δυτικές Ινδίες (νήσοι Αγίου Θωμά και Αγίου Ιωάννη) στις ΗΠΑ (1868).²
Δίπλα, όμως, σε αυτή την πρακτική, που προεκτείνει με δημοκρατικό τρόπο την αρχή των εθνοτήτων, υπάρχει μια δεύτερη, η οποία συναντάται την ίδια εποχή στην ηπειρωτική Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γερμανία και στη Ρωσία. Η εν λόγω πρακτική διαχειρίζεται με εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο την αρχή των εθνοτήτων: την εφαρμόζει σε επίπεδο κρατικής εξουσίας. Σχετίζεται ευθέως με την αρχή της “νομιμότητας”, την οποία είχε σθεναρά υποστηρίξει ο Talleyrand στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Βιέννης και που πρέσβευε ότι πάσης φύσεως μεταφορά εδαφικής κυριαρχίας συνεπαγόταν την σύμφωνη γνώμη του τοπικού πρίγκιπα, πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο τελευταίος δεν αντλούσε την κληρονομική του εξουσία από τον λαό. Βέβαια, η παραπάνω συγκατάβαση μπορούσε να αποσπαστεί είτε δια της βίας, είτε μέσω διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, εξαρτάτο αποκλειστικά και μόνο από εκείνον. Στην περίπτωση, η λαϊκή κυριαρχία υπερφαλαγγίζεται από την κρατική. Η Πρωσία υιοθέτησε την εν λόγω μέθοδο, προκειμένου να προσδώσει μεγαλύτερη ευελιξία στην όλη διαδικασία της ενοποίησης των γερμανικών κρατιδίων. Επιπρόσθετα, η ίδια πρακτική παρουσίαζε ένα ακόμη πλεονέκτημα. Ήταν σε θέση να επιβληθεί απερίφραστα, δίχως αποχρώσεις και αμφισβητήσεις, ανάλογα με τον υφιστάμενο συσχετισμό των ισορροπιών. Συνεπώς, ουδείς εκπλήσσεται από το γεγονός ότι με αυτόν ακριβώς τον τρόπο συντελέστηκε η προσχώρηση των γερμανικών κρατιδίων του νότου στο Ράιχ (αρκεί να φέρουμε στο νου τον γνωστό ζωγραφικό πίνακα του Anton von Werner, ο οποίος απεικονίζει τη στέψη του Γουλιέλμου Α΄ της Πρωσίας ως πρώτου αυτοκράτορα της ενοποιημένης Γερμανίας στις 18 Ιανουαρίου 1871 στην αίθουσα των κατόπτρων των ανακτόρων των Βερσαλλιών) ή ακόμα και η απόσπαση από τη Γαλλία των δυο γεωγραφικών διαμερισμάτων της Αλσατίας και της Λωρραίνης.

Μεταξύ άλλων πολλών, η στρατιωτική ήττα της Γαλλίας του 1870-1871 σηματοδότησε και την εμπέδωση μιας νέας πολιτικής γεωγραφίας, υπαγορευόμενης από την νικήτρια Γερμανία. Η αρχή της αυτοδιάθεσης εξαφανίζεται από μια Ευρώπη, εντός της οποίας είχε νωρίτερα σφυρηλατηθεί. Η κτυπητή αντίθεση, ως προς το συγκεκριμένο αυτό σημείο, ανάμεσα στη δεκαετία του 1850 και εκείνη του 1870, αντανακλά μια ριζική μεταβολή του συσχετισμού των ισορροπιών, η οποία είχε επέλθει στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εντός των ορίων της Γηραιάς Ηπείρου.
Η αναδιάταξη της ιεραρχίας των Μεγάλων Δυνάμεων
Είναι γνωστό πως από το 1815, οι Μεγάλες Δυνάμεις λειτουργούν ως άτυπο διευθυντήριο, το οποίο αναζητεί λύσεις σε διενέξεις τοπικής κλίμακας, που όμως έχουν προσλάβει βίαιη μορφή (εμπόλεμες καταστάσεις, ένοπλες εξεγέρσεις κλπ.). Συνδιασκέψεις και συνέδρια διαδέχονται και συμπληρώνουν συνήθως διάφορες προκαταρκτικές διμερείς διαπραγματεύσεις, εναλλάσσονται δε ανάλογα με τους ρυθμούς και τη συχνότητα των τοπικών κρίσεων. Η αμοιβαία αναγνώριση μιας Δύναμης πρώτου μεγέθους, δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια σχέση ισοτιμίας ούτε και μια επ’ αόριστον καθαγίαση. Μια Μεγάλη Δύναμη διαθέτει εξ ορισμού μια υπεροχή μέσα στους κόλπους της πενταρχίας (Μεγ. Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία), η οποία είχε προκύψει από το Συνέδριο της Βιέννης. Υπεροχή, όχι ηγεμονία δίχως όρια και συμβιβασμούς. Η Γαλλία του Ναπολέοντα Γ΄ ασκούσε την εν λόγω υπεροχή από το 1856 και τη διενέργεια, τότε, του Συνεδρίου των Παρισίων. Όμως, την απώλεσε το 1871, προς όφελος του νικητή, που μετεξελίχθηκε σε αυτοκρατορία. Η συρρίκνωση της γαλλικής ισχύος, αντανάκλαση της στρατιωτικής της κατωτερότητας αλλά και της εύθραυστης πολιτικής της κατάστασης, που διαδέχθηκαν τον πόλεμο του 1870-1871, παρουσιάζει, παρά ταύτα, ορισμένα πλεονεκτήματα, τα οποία δεν θα έπρεπε να διογκωθούν, προκειμένου να μη λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά σε βάρος του συσχετισμού των ισορροπιών.
Αν και ηττημένη, με άλλα λόγια εκ των πραγμάτων υποβαθμισμένη, η Γαλλία δεν έχει απωλέσει τις ικανότητές της ως Μεγάλης Δύναμης. Ο Bismarck απέφυγε να την μειώσει παραπάνω. Την ίδια ακριβώς στάση είχε υιοθετήσει νωρίτερα και έναντι της Αυστρίας, την επομένη της μάχης της Sadowa (1866). Πέραν από την υφαρπαγή της Αλσατίας και της Λωρραίνης, που από μόνη της εγείρει αντιδράσεις συναισθηματικής φύσεως, θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει σήμερα την μετριοπάθεια των διατάξεων της Συνθήκης της Φρανκφούρτης. Η Γαλλία, αν και υπαίτια για την κήρυξη του πολέμου, δεν υπεβλήθη σε κάποιο καθεστώς μονομερούς ή συλλογικής κηδεμονίας, δεν υπέστη συρρίκνωση της κυριαρχίας της. Με την ολοκλήρωση της αποπληρωμής των πολεμικών επανορθώσεων, που της επιβλήθηκαν ακολουθώντας την παράδοση νικητών-ηττημένων εντός και εκτός Ευρώπης, ήταν ελεύθερη να ανακτήσει το κύρος της στο στρατιωτικό, ναυτικό, αποικιακό και οικονομικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, υπό αυτές τις συνθήκες η Γαλλία εξακολουθεί να ανήκει στην κατηγορία των Μεγάλων Δυνάμεων και να τρέφει βάσιμες προσδοκίες για μια μελλοντική αποκατάσταση της χαμένης της αίγλης. Βέβαια, την επομένη του γαλλοπρωσικού πολέμου των ετών 1870-1871, περιορίζεται σε έναν περισσότερο διακριτικό ρόλο σε σχέση με το άμεσο παρελθόν. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στη στρατιωτική ήττα στο πεδίο των μαχών, όσο στην καθεστωτική μεταβολή, η οποία την διαδέχθηκε καθώς και στη συνακόλουθη αναζήτηση μιας νέας, πρωτόγνωρης, πολιτικής οργάνωσης κάτω από ένα αβασίλευτο καθεστώς. Η αναγκαστική στροφή της προς μια εποχή ανασύνταξης και εσωστρέφειας, υπήρξε τελικά εκείνη, η οποία επέτρεψε την σφυρηλάτηση μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής στρατηγικής αναδιοργάνωσης,

Ένα πράγμα είναι, πάντως, γεγονός. Η συγκυριακή αναδίπλωση της Γαλλίας κατά κανένα τρόπο δεν υποβαθμίζει επί της ουσίας την τελευταία σε δευτερεύουσα δύναμη. Απλούστατα, την εξαναγκάζει προσωρινά και επί μια δεκαετία να επωμιστεί έναν ελάσσονα ρόλο στο διεθνές διπλωματικό στερέωμα. Σημαντικά ενισχυμένη από αυτήν ακριβώς την κατάσταση εξήλθε η νεότευκτη Γερμανική Αυτοκρατορία, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των συνόρων προς δυσμάς, με την προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωρραίνης, την οποίαν αποδέχτηκαν οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις. Το Βερολίνο είχε επομένως κάθε λόγο να παγιώσει την πρωτοκαθεδρία αυτή στην Ευρώπη, μια προνομιακή θέση, την οποία είχε εξασφαλίσει χάρη στην πρόσφατη επικράτηση σε βάρος της Γαλλίας.
Το στρατηγικό πάγωμα στην Ευρώπη
H σταδιακή σφυρηλάτηση, περισσότερο εμπειρική παρά συστηματική, αυτού που ονομάζεται σύστημα συμμαχιών του Bismarck μεταξύ των ετών 1873 και 1890, προκάλεσε ένα γενικό στρατηγικό πάγωμα όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι τελευταίες, βρέθηκαν προ της ανάγκης να εγκαταλείψουν τις ευέλικτες διπλωματικές μεθόδους, τις οποίες ασκούσαν μέχρι πρότινος η κάθε μια για δικό της λογαριασμό. Ο λόγος ήταν οι αντιφάσεις και οι επικαλύψεις, που είχαν προκύψει εξαιτίας των δεσμεύσεων, οι οποίες πήγαζαν από τη συμμετοχή τους σε ένα νέο σύστημα συμμαχιών. Η παραπάνω μετεξέλιξη οφειλόταν σε δυο καινοτομίες, τις οποίες είχε επιφέρει η γερμανική πολιτική.
Κατά πρώτο λόγο, ο Bismarck είχε περάσει από μια στρατηγική ενοποίησης του γερμανικού χώρου σε μια πολιτική εσωτερικής συγχώνευσης του νεότευκτου Ράιχ και μεθοδικής σταθεροποίησης του γεωπολιτικού περιβάλλοντος του τελευταίου.³ Επρόκειτο για μια αλλαγή πλεύσης έναντι του έξω κόσμου, η οποία εξυπηρετούσε ταυτόχρονα το γερμανικό ενωτικό ζήτημα και την πρωσική ισχύ, ένα διπλό διακύβευμα που εξασφάλιζε στον Γερμανό καγκελάριο χρονική συνέχεια και στρατηγική προοπτική. Κατά δεύτερο λόγο, ο Bismarck ενεργοποίησε την αρχή της μόνιμης συμμαχίας μέσω διαδοχικών ανανεώσεων σε περίοδο ειρήνης. Μάλιστα, σε αυτόν ακριβώς τον νέο τρόπο άσκησης της διπλωματίας, οι μετά τον πόλεμο του 1870-1871 δυο δεκαετίες οφείλουν τον χαρακτηρισμό της “ένοπλης ειρήνης” ο οποίος τους αποδόθηκε. Ουσιαστικά, ο Γερμανός καγκελάριος διαφοροποιείται από την πρακτική του παρελθόντος, που απέβλεπε σε συμμαχίες εφήμερης διάρκειας, δηλαδή μέχρι τον τερματισμό της κρίσης, για την αντιμετώπιση της οποίας οι τελευταίες είχαν συνομολογηθεί. Στο εξής, η σύναψη αμυντικής φύσεως συμμαχιών εν καιρώ ειρήνης, χαλυβδώνει ακόμα περισσότερο τις διακρατικές σχέσεις χάρη στις συμβατικές δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτές, καθιστούν δυσκολότερη τη μονομερή καταγγελία από την πλευρά κάποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη, τέλος, διασφαλίζουν ένα μίνιμουμ διπλωματίας, το οποίο τους ανήκει δικαιωματικά. Για τη δομή και την πλαισίωση της πολιτικής του, ο Bismarck, τόσο σε επίπεδο πρωτοβουλιών όσο και σε επίπεδο αξιοποίησης των εκάστοτε συγκυριών, σφυρηλατεί ένα σύστημα συμμαχιών, του οποίου αξίζει να μνημονευθούν τα κυριότερα στάδια.
Η πρώτη Λίγκα των Τριών Αυτοκρατόρων (Drei–Kaiser–Abkommen) του 1873, απαρτίζεται από τρεις ανισοβαρείς διακρατικές πράξεις: α) Μια στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας β) μια υπόσχεση για διμερείς διαβουλεύσεις μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας και γ) μια δήλωση προσχώρησης της Γερμανίας στην παραπάνω υπόσχεση. Σε καμία από τις τρεις αυτές πράξεις δεν αναφέρεται χρονική διάρκεια ισχύος. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα, το οποίο εξασφαλίζει στη Γερμανία, παρούσα και στα δυο επίπεδα του τελευταίου, ρόλο διαμεσολαβητή (Ρωσία και Αυστροουγγαρία τρέφουν αντικρουόμενα συμφέροντα στα Βαλκάνια), συνεπώς και ουσιαστικού ρυθμιστή του συστήματος. Η βαλκανική κρίση των ετών 1875-1876, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος των ετών 1877-1878, το πρόβλημα της αναθεώρησης της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, καθιστούν εκ των πραγμάτων το Βερολίνο επίκεντρο των εξελίξεων και οικοδεσπότη της μεγάλης διεθνούς συνδιάσκεψης, την ημερήσια διάταξη της οποίας μονοπωλούσε η αλλαγή του καθεστώτος των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα όμως, η ίδια βαλκανική κρίση, λειτούργησε ως ταφόπλακα της πρώτης Λίγκας των Τριών Αυτοκρατόρων, εξαιτίας ακριβώς των αντικρουομένων συμφερόντων των δυο εταίρων της Γερμανίας στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο.

Κατόπιν τούτου, ο Bismarck προέβη σε μια αποφασιστική, για το μέλλον, απόφαση. Αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να επιλέξει μια εκ των Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας, έπεισε τον Γερμανό αυτοκράτορα Γουλιέλμο Α΄ να επικυρώσει το αυστρογερμανικό Σύμφωνο Συμμαχίας (Zweibund) του 1879, πενταετούς ισχύος, το οποίο ανανεώθηκε το 1883 με δυνατότητα περαιτέρω σιωπηρών ανανεώσεων. Μυστική στην αρχή, η ύπαρξη του αυστρογερμανικού συμφώνου συμμαχίας διέρρευσε το 1888. Όμως, ήδη από το 1881, ο Bismarck είχε επιδοθεί σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού της Ρωσίας, έχοντας κατά νου την αναβίωση της Λίγκας των Τριών Αυτοκρατόρων. Η όλη επιχείρηση καρποφόρησε τον Ιούνιο του ιδίου έτους, με τον σχηματισμό της Συνθήκης των Τριών Αυτοκρατόρων (Dreikaiserbund ). Η τελευταία εξασφαλίζει απόλυτη ισοτιμία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (Γερμανία – Αυστροουγγαρία – Ρωσία): τήρηση ουδετερότητας σε περίπτωση επίθεσης σε βάρος του ενός εκ μέρους κάποιας τετάρτης Μεγάλης Δύναμης (στην περίπτωση υπονοούνται δίχως να κατονομάζονται η Γαλλία σε βάρος της Γερμανίας και η Μεγ. Βρετανία σε βάρος της Ρωσίας). Ήταν τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.
Στα παραπάνω, ήρθε να προστεθεί ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1882, η Τριπλή Συμμαχία (Dreibund) ανάμεσα στις Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία. Πρόκειται για την μακροβιότερη από όλες τις πράξεις, οι οποίες συγκροτούν το σύστημα συμμαχιών του Bismarck, εφόσον αποτελεί το ένα από δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, τα οποία το καλοκαίρι του 1914 ήρθαν σε μεταξύ τους ρήξη (το δεύτερο ήταν η κατά πολύ μεταγενέστερη Τριπλή Συνεννόηση μεταξύ Γαλλίας, Μεγ. Βρετανίας και Ρωσίας). Η Τριπλή Συμμαχία, πενταετούς διάρκειας και ανανεώσιμη, προκαθόριζε συνδρομή των συμβαλλομένων μερών με το σύνολο των στρατιωτικών τους δυνάμεων σε περίπτωση προσβολής σε βάρος του ενός ή δυο εξ αυτών από μια τέταρτη Δύναμη. Ως τέτοια, την φορά αυτή, κατονομάζεται η Γαλλία σε βάρος της Γερμανίας ή της Ιταλίας. Σε διαφορετική περίπτωση, προβλεπόταν η τήρηση στάσης ουδετερότητας.
Η υπέρθεση τριών τύπων διακρατικών πράξεων, κάθε μια εκ των οποίων διατηρεί τη δική της αυτονομία, συγκροτεί τον άξονα του συστήματος συμμαχιών του Bismarck των ετών 1882-1887. Ο κεντρικός πυλώνας είναι αυστρογερμανικός (αυστρογερμανικό Σύμφωνο Συμμαχίας – Συνθήκη των Τριών Αυτοκρατόρων – Τριπλή Συμμαχία). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο. Το ερώτημα είναι κατά πόσο καταφέρνει να υπερκεράσει τα συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα των εταίρων της (Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Ιταλία) και να διαφυλάξει την εσωτερική συνοχή του όλου συστήματος, υλοποιώντας παράλληλα τον πρωταρχικό αντικειμενικό στόχο, που δεν είναι άλλος από την διπλωματική απομόνωση της Γαλλίας. Πρόκειται για ένα ερώτημα, το οποίο στην πραγματικότητα ευσταθεί μόνο για την περίπτωση της Ρωσίας.

Ένα μήνα προτού υπογραφεί η Συνθήκη των Τριών Αυτοκρατόρων, ο Bismarck εκμαίευσε μια κοινή δήλωση των αυτοκρατόρων της Γερμανίας Γουλιέλμου Α΄ και της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ, βάσει της οποίας, η διμερής αυστρογερμανική Συνθήκη Συμμαχίας του 1879 διατηρείτο στο έπακρο, έχοντας, μάλιστα, ανώτερη τυπική ισχύ έναντι της Συνθήκης των Τριών Αυτοκρατόρων.⁴ Μεταξύ των πιθανών αιτίων ενεργοποίησης, η διμερής Συνθήκη του 1879 συμπεριλάμβανε μια επίθεση εκ μέρους της Ρωσίας (άρθρο 1) ή εκ μέρους κάποιου τρίτου διαθέτοντος την υποστήριξη της Ρωσίας (άρθρο 2.2). Η συγκεκριμένη διακρατική πράξη διαθέτει αμυντική και όχι επιθετική προοπτική. Παρέχει, επομένως, κάλυψη στα δυο συμβαλλόμενα μέρη σε περίπτωση επιθετικής πρωτοβουλίας από την πλευρά της Ρωσίας. Οι δυο καγκελάριοι Andrassy και Bismarck, σε μεταξύ τους συνάντηση στη Βιέννη στις 24 Σεπτεμβρίου 1879, υπέθεσαν πως και η ρωσική κυβέρνηση διακατεχόταν από ανάλογο αμυντικό πνεύμα. Επομένως, δεν ετίθετο ζήτημα ενεργοποίησης της διμερούς αυστρογερμανικής Συνθήκης Συμμαχίας. Τον Ιούνιο του 1881, η συνομολόγηση της Συνθήκης των Τριών Αυτοκρατόρων ήρθε να επιβεβαιώσει την υπόθεση των Andrassy και Bismarck. H τριμερής αυτή πράξη πρέσβευε αμοιβαία ουδετερότητα σε περίπτωση ένοπλης αντιπαράθεσης ενός συμβαλλομένου μέρους με κάποιο άλλο κράτος. Συνεπώς, καθιστά, ουσιαστικά, ανενεργό το άρθρο 2.2 της αυστρογερμανικής Συνθήκης Συμμαχίας. Πόσο μάλλον που αποκλείει κάθε πιθανότητα πολεμικής εμπλοκής ανάμεσα στους τρεις εταίρους.
Η Τριπλή Συμμαχία του 1881 (Γερμανία – Αυστροουγγαρία – Ιταλία) επανέρχεται στην αρχή της ουδετερότητας σε περίπτωση διμερούς πολέμου, με εξαίρεση, βέβαια, το ενδεχόμενο επιθετικής ενέργειας εκ μέρους της Γαλλίας μόνης, ή υποστηριζόμενης από κάποια άλλη Μεγάλη Δύναμη πλην των τριών συμβαλλομένων. Ποια, όμως, μπορούσε να είναι αυτή η άλλη Δύναμη; Η Μεγάλη Βρετανία; Οι προοπτικές για κάτι τέτοιο ήταν πενιχρές το 1882. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία; Δεν πρόκειται για Μεγάλη, αλλά για Μεσαία Δύναμη σε κατάσταση αποσύνθεσης την ίδια εποχή. Απομένει η Ρωσία. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήδη αποκλείεται, όμως, από τη Συνθήκη των Τριών Αυτοκρατόρων, η οποία επιτάσσει. όπως είδαμε, στη Ρωσία την τήρηση ουδέτερης στάσης.
Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει την σταθεροποιητική λογική ενός ολόκληρου οικοδομήματος, απαρτιζόμενου από ξεχωριστές διακρατικές πράξεις. Παράλληλα, όμως, να διαπιστώσει τον επισφαλή και εύθραυστο χαρακτήρα του τελευταίου.⁵ Συμπληρώνεται από ένα αυστριακό υποσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει δυο σκέλη: α) μια Συνθήκη Συμμαχίας ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και την Σερβία (Ιούνιος 1881) δεκαετούς ισχύος, η οποία, υπό τη μορφή φιλίας, ειρήνης και καλής γειτονίας, προσφέρει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση της Βιέννης να θέσει υπό την προστασία της (δηλαδή υπό τον έλεγχό της) τις αλυτρωτικές φιλοδοξίες και οράματα του Βελιγραδίου και β) μια Συνθήκη Συμμαχίας ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και την Ρουμανία (Οκτώβριος 1883), πενταετούς διάρκειας (ανανεώθηκε ανελλιπώς έως το 1912), άμεσα ενεργοποιήσιμη σε περίπτωση επίθεσης σε βάρος του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η Γερμανία προσχώρησε αυθημερόν στην παραπάνω Συνθήκη καθώς και σε όλες τις ανανεώσεις, που έμελλαν να ακολουθήσουν. Πρόκειται για ένα τριμερές (τετραμερές έπειτα και από την προσχώρηση της Ιταλίας τον Μάιο του 1888) σχήμα, το οποίο συμπληρώνει κατά τρόπο ιδανικό την Τριπλή Συμμαχία του 1882.
Συνεπώς, μεταξύ των ετών 1879 και 1883, με πρωτοβουλία και συμμετοχή της Γερμανίας, συντελείται κατά στάδια ένα στρατηγικό πάγωμα της κεντρικής Ευρώπης, από τη Βαλτική έως την Αδριατική. Χάρη στο Βερολίνο, αναπτύσσονται όλα τα συμβατικά μέσα εκείνα, τα οποία εμπόδισαν τη Ρωσία και την Γαλλία να αποτελέσουν απειλή. Η πρώτη ενσωματώθηκε στο σύστημα, η δεύτερη καταδικάστηκε σε διπλωματική απομόνωση, η οποία διήρκεσε επί μια περίπου ολόκληρη εικοσαετία. Η Γερμανία και κατά δεύτερο λόγο η Αυστροουγγαρία λειτούργησαν ως γεωγραφικοί και στρατιωτικοί πυλώνες του συστήματος συμμαχιών. Άραγε, το ηπειρωτικό αυτό κλείδωμα ήταν δυνατό να διευρυνθεί προς την κατεύθυνση της Ιταλίας και με πόση αξιοπιστία; Οι εξελίξεις απέδειξαν πως η απομάκρυνση από το κεντροευρωπαϊκό κέντρο βάρους εξασθένισε την αποτελεσματικότητα του παραπάνω συστήματος συμμαχιών. Οι διακρατικές σχέσεις διαμορφώνονταν πλέον με γνώμονα διαφορετικά δεδομένα.
Ο συντονισμένος έλεγχος της αποικιακής εξάπλωσης
Η επίκληση του γαλλικού κινδύνου σε βάρος της διατήρησης της ειρήνης στην Ευρώπη χάνει σιγά- σιγά την διπλωματική της αξιοπιστία. Βραχυπρόθεσμα, η Γ’ Γαλλική Δημοκρατία δεν ενστερνίστηκε κάποιον μεσσιανικό ή εκδικητικό, σε βάρος της Γερμανίας, ρόλο. Δεν πράττει τίποτε το ουσιαστικό, προκειμένου να ανακτήσει τις Αλσατία και Λωρραίνη. Το όλο ζήτημα εξακολουθεί, βέβαια, να βασανίζει τις συνειδήσεις, ουδέποτε, ωστόσο, αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τη Γερμανία. Το 1880, στο γύρισμα της δεκαετίας, το Ράιχ δεν καλείται να αντιμετωπίσει φαινόμενα εξεγέρσεων ή παθητικής αντίστασης. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι κανένα σημείο της επικράτειας δεν τελεί υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου. Η πολιτική του Bismarck των ετών 1873-1877, την οποία οι Γάλλοι αποκαλούσαν “πολιτική των συναγερμών” είχε παρέλθει. Συνίστατο στη δημιουργία “μη γεγονότων”, διατηρώντας σε κατάσταση συναγερμού το Παρίσι και προσφέροντάς του την πολυτέλεια να εμφανίζεται ως εν δυνάμει θύμα της Γερμανίας. Από ένα σημείο και έπειτα, ωστόσο, η πολιτική αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια Βρετανών και Ρώσων, με αποτέλεσμα ο Bismarck να αναγκαστεί να την εγκαταλείψει το 1877. Την αντικατέστησε με μια επίθεση φιλίας προς τη Γαλλία, με αντίτιμο τη λήθη του πρόσφατου ακόμα γαλλοπρωσικού πολέμου και την αποδοχή του status quo, έτσι όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη το 1871. Μεταξύ των ετών 1878 και 1885, ενθαρρύνει συνεχώς την κυβέρνηση του Παρισιού να στραφεί προς την κατεύθυνση της αποικιακής εξάπλωσης εκτός Ευρώπης, πεπεισμένος πως με αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία θα εξόρκιζε τις ανασφάλειές της και θα έβρισκε ελεύθερο χώρο για να αναπτύξει την ισχύ της μακριά από την “καυτή” εκκρεμότητα της Αλσατίας και της Λωρραίνης.
Η τακτική αυτή κίνηση του Γερμανού καγκελαρίου υπαγορεύεται και από άλλου είδους υστεροβουλίες. Μια μεταστροφή της Γαλλίας προς την αποικιακή εξάπλωση, αργά ή γρήγορα θα έφερνε την τελευταία αντιμέτωπη με την μοναδική Μεγάλη Δύναμη, η οποία είχε παραμείνει εκτός του συστήματος συμμαχιών, τη Μεγ. Βρετανία. Με τον τρόπο αυτό εξουδετερωνόταν κάθε προοπτική προσέγγισης ανάμεσα στο Λονδίνο και το Παρίσι. Οι Γάλλοι ιθύνοντες είχαν απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου, γι αυτό και υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στις επιλογές και κινήσεις τους. Το ελεύθερο παρέμβασης στην Τυνησία, το οποίο παραχωρήθηκε στους Γάλλους στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου του Βερολίνου το 1878, δεν αξιοποιήθηκε παρά μόνο το 1881 κι έπειτα από πολλή σκέψη. Παρά ταύτα, η ενέργεια αυτή έσπρωξε την Ιταλία στις αγκάλες του Βερολίνου, κάτι που είχε επίσης διαβλέψει ο πανούργος Γερμανός καγκελάριος. Η έλλειψη αποφασιστικότητας που επέδειξε η Γαλλία στο ζήτημα της Αιγύπτου, στέρησε τελικά από τη χώρα την δυνατότητα να μετατρέψει σε πολιτική συγκυριαρχία τον έλεγχο, τον οποίο ασκούσε από κοινού με τη Μεγ. Βρετανία στον οικονομικό τομέα, αφήνοντας, τον Ιούλιο του 1882, το πεδίο ελεύθερο στην διείσδυση της βρετανικής επιρροής.⁶

Επομένως, στο αποικιακό στερέωμα, η Γαλλία όχι μόνο είναι αποδεκτή, αλλά αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος είτε σε διμερή είτε σε πολυμερή κλίμακα. Την ίδια εποχή, στην ανατολική Ασία και στον Ειρηνικό Ωκεανό οι Μεγάλες Δυνάμεις (των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων) παρεμβαίνουν αυτοδύναμα. Αντίθετα, η αφρικανική ήπειρος, πεδίο, όπου διακυβεύονται αντικρουόμενα συμφέροντα, υπαγορεύει κωδικοποιημένο τρόπο παρέμβασης. Δυο είναι οι ζώνες, οι οποίες ξεχωρίζουν: α) εκείνες, οι οποίες υπάγονται είτε κυρίαρχα είτε υπό καθεστώς υψηλής επικυριαρχίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και β) εκείνες, οι οποίες δεν ανήκουν κατά κανένα τρόπο στην τελευταία. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος αντιπαραθέσεων είναι μικρότερος, καθώς προσφέρεται η δυνατότητα ανεύρεσης λύσης μεταξύ των ανταγωνιστών (της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης) μέσω πολυμερών διαπραγματεύσεων. Είναι η περίπτωση του Μαρόκου, ανεξάρτητου κράτους, στην κυβέρνηση του οποίου όφειλε κανείς να υπολογίζει. Κατόπιν αιτήματος της τελευταίας συνήλθε το 1880 η συνδιάσκεψη της Μαδρίτης με τη συμμετοχή δώδεκα κρατών. Αντικείμενο των εργασιών ήταν ο προσδιορισμός του αριθμού καθώς και του νομικού καθεστώτος των Μαροκινών εμπορικών πρακτόρων, οι οποίοι απασχολούνταν από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στα σημαντικότερα λιμάνια της χώρας. Ένας κοινός κανόνας για όλους εξομοιώνει μεταξύ τους τα εμπλεκόμενα κράτη ως προς τη δυνατότητα πρόσβασης στην εγχώρια αγορά, αναγνωρίζοντας παράλληλα στους αλλοδαπούς το δικαίωμα απόκτησης γης. Με τον τρόπο αυτό σφυρηλατείται ένα modus vivendi μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, ένας κώδικας ισότιμης παρέμβασης στα εσωτερικά πράγματα του Μαρόκου για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.⁷
Από ανάλογο πνεύμα διαπνέεται και η συνδιάσκεψη για τις υποθέσεις της κεντρικής Αφρικής, η οποία συνήλθε στο Βερολίνο το 1884-1885 με τη συμμετοχή δεκατεσσάρων κρατών. Η τελική πράξη εγγυάται την ελεύθερη διακίνηση εμπορίου στις λεκάνες των ποταμών Νίγηρα και Κονγκό. Κυρίως, όμως, ορίζονται οι διαδικασίες μελλοντικών παρεμβάσεων στις αχαρτογράφητες, ακόμη, περιοχές της μαύρης Αφρικής. Η συνδιάσκεψη κατέληξε στην υιοθέτηση, εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών, ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς, ικανού να αποτρέψει αιχμηρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις αποικιακές δυνάμεις, που με τη σειρά τους, ενδέχετο να διαχυθούν σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Με άλλα λόγια, ο συντονισμένος έλεγχος της αποικιακής εξάπλωσης λειτουργεί προληπτικά, εξουδετερώνοντας εν τη γενέσει τους κάθε μορφής περιφερειακούς κινδύνους σε βάρος της ειρήνης στη Γηραιά Ήπειρο.⁸

Το μεσογειακό περίγραμμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει μεγαλύτερες δυσκολίες. Αιτία είναι η συνήθης κρισιμότητα και ιδιαιτερότητα του χώρου και η επικάλυψη των γεωγραφικών του ορίων με τα διάφορα διακυβεύματα του στρατηγικού συστήματος, το οποίο διαμορφώθηκε κατά τη διετία 1881-1883. Οι μεσογειακές βλέψεις της Ιταλίας, οι οποίες περιεστάλησαν εξαιτίας του ζητήματος της Τυνησίας, οδήγησαν το 1887 στην ανανέωση και στην έμμεση διεύρυνση της Τριπλής Συμμαχίας. Η μοναδική παρουσία της Γαλλίας μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνίσταται στο ότι κατονομάζεται ως εν δυνάμει εχθρός. Η βουλγαρική κρίση (1886-1887), η έξαρση του εθνικιστικού κλίματος στη Γαλλία (1887), οι κλιμακούμενες εκδηλώσεις αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας εντός του Ράιχ, καθιστούν αναγκαία την ενδυνάμωση της Τριπλής Συμμαχίας στην Ευρώπη, με την προσθήκη, μάλιστα, μιας μεσογειακής προέκτασης. Ο Bismarck, θεωρεί απαραίτητη μια στρατιωτική συνδρομή της Ιταλίας κατά της Γαλλίας, σε περίπτωση έκρηξης γαλλογερμανικού πολέμου. Γι αυτό και κρίνει αναγκαία την διατήρηση της χώρας αυτής στους κόλπους του τριμερούς συνασπισμού. Άλλο τόσο ενδιαφέρεται και ο τρίτος εταίρος, η Αυστροουγγαρία. Η Βιέννη επιχειρεί να αποφύγει πάση θυσία μια προσέγγιση ανάμεσα στη Ρώμη και την Αγία Πετρούπολη για τις βαλκανικές υποθέσεις. Μια τέτοιου είδους εξέλιξη θα την έφερνε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση σε περίπτωση ρήξης των σχέσεών της με τη Ρωσία. Συνεπώς, ήταν προτιμότερο να ληφθούν υπόψη και να εξυπηρετηθούν στο μέτρο του δυνατού οι επιθυμίες της Ιταλίας. Η συμπληρωματική αυστροϊταλική σύμβαση του 1887 σχετικά με τη διατήρηση του status quo στα Βαλκάνια προβλέπει συνεργασία ανάμεσα στα δυο μέρη επάνω στη βάση αμοιβαίων ικανοποιήσεων (οικονομικών, ενδεχομένως και εδαφικών), γεγονός, το οποίο καθιστά την Ιταλία διεκδικήτρια δύναμη στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Η συμπληρωματική ιταλογερμανική σύμβαση του ιδίου έτους επανέρχεται στην αρχή της διατήρησης και προστασίας του status quo διευρύνοντας το casus foederis σε βάρος της Γαλλίας στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία η Ιταλία, στην προσπάθειά της να αποτρέψει ενδεχόμενη γαλλική παρέμβαση στην Τριπολίτιδα ή στο Μαρόκο, μετέφερε κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας τον πόλεμο εντός του μητροπολιτικού εδάφους της Γαλλίας.⁹
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι δυο παραπάνω συμβάσεις, οι οποίες ήρθαν να συμπληρώσουν το κείμενο της Τριπλής Συμμαχίας, ανοίγουν προοπτικές για εδαφικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη. Ωστόσο, εκείνο, το οποίο προέχει, παραμένει η διατήρηση του status quo, έστω και για λόγους επιβίωσης της ίδιας της συμμαχίας. Για μια ακόμη φορά ο Bismarck καταφέρνει να προτάξει την σταθερότητα των διακρατικών σχέσεων στην κεντρική Ευρώπη. Το σύστημα συμμαχιών, που σφυρηλάτησε μεταξύ των ετών 1879-1882, εξέρχεται από τη δύσκολη ανανέωση του 1887 ενισχυμένο ως προς την βορειοδυτική και νοτιοδυτική του πτέρυγα. Αντίθετα, χωλαίνει στο βορειοανατολικό του πλευρό, εξαιτίας της μη ανανέωσης της Συνθήκης των Τριών Αυτοκρατόρων, αποκύημα της διπλωματικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ρωσία και την Αυστροουγγαρία με αφορμή την βουλγαρική κρίση του 1886-1887. Κατά συνέπεια, ελλοχεύει εκ νέου ο κίνδυνος μιας ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των δυο χωρών. Πρόκειται για μια ρωγμή, ικανή από μόνη της να καταστήσει το σύστημα συμμαχιών ανενεργό στο σύνολό του.
H διαγραφόμενη απειλή είναι ιδιαίτερα μεγάλη για την Γερμανία λόγω της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας αλλά και εξαιτίας του ρυθμιστικού ρόλου, τον οποίον επί μια σχεδόν δεκαπενταετία είχε αυτοβούλως επωμιστεί στη Γηραιά Ήπειρο, σε μια στιγμή, μάλιστα, που οι πολεμικές ιαχές, με προέλευση την Γαλλία, ακούγονται μέχρι το Βερολίνο. Η προοπτική διενέργειας ενός διμέτωπου αγώνα, με άλλα λόγια ο σχηματισμός ενός γαλλορωσικού συνασπισμού, εισέρχεται για μια ακόμη φορά στην ημερήσια διάταξη προκαλώντας ρίγη ανησυχίας στη γερμανική πρωτεύουσα. Βέβαια, μια εξέλιξη του είδους αυτού συνιστά casus foederis με βάση τις διατάξεις της διμερούς αυστρογερμανικής Συνθήκης Συμμαχίας του 1879 αλλά και της ίδιας της Τριπλής Συμμαχίας, με τους όρους, με τους οποίους η τελευταία ανανεώθηκε το 1887. Με τη διαφορά του ότι ο Bismarck δεν έτρεφε παρά ελάχιστη εκτίμηση για το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού, πόσο μάλλον στο πλαίσιο ενός γενικευμένου πολέμου, ικανού να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην πολιτική γεωγραφία της Ευρώπης, της βαλκανικής χερσονήσου συμπεριλαμβανομένης. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση επιχείρησε να αποτρέψει συνομολογώντας με τη Ρωσία το Σύμφωνο Επαναβεβαίωσης (Rückversicherungsvertrag), έστω και αν η πρωτοβουλία αυτή υστερεί ως προς τις δεσμεύσεις, τις οποίες υπαγορεύει, έναντι της παλαιότερης Συνθήκης των Τριών Αυτοκρατόρων.
Το Σύμφωνο Επαναβεβαίωσης της 18ης Ιουνίου 1887 τηρήθηκε μυστικό. Είχε τριετή διάρκεια ισχύος και προέβλεπε τήρηση στάσης ουδετερότητας εκ μέρους της Ρωσίας σε περίπτωση έκρηξης γαλλογερμανικού πολέμου έπειτα από πρωτοβουλία της Γαλλίας, ανάλογη στάση εκ μέρους του Βερολίνου σε περίπτωση εμπλοκής της Ρωσίας σε έναν αμυντικό πόλεμο (βλ. προκληθέντα από την Αυστροουγγαρία). Άραγε το περιεχόμενο του νέου συμφώνου έρχεται σε αντιδιαστολή με τις δεσμεύσεις της Γερμανίας έναντι της Αυστροουγγαρίας, έτσι όπως αυτές ορίζονται από την διμερή Συνθήκη Συμμαχίας του 1879 και από το κείμενο της Τριπλής Συμμαχίας; Η απάντηση είναι όχι. Μια εμπλοκή του ενός εκ των τριών εταίρων της Τριπλής Συμμαχίας σε πόλεμο, υπαγορεύει την ουδετερότητα των υπολοίπων δυο, η δε Συνθήκη του 1879 δεν είναι ενεργοποιήσιμη παρά μόνο σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας σε βάρος της Αυστροουγγαρίας κι όχι αντιστρόφως. Ο Bismarck δεν υπόσχεται στην Αγία Πετρούπολη κάτι υπεράνω των συμβατικών του υποχρεώσεων έναντι της Βιέννης. Το ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο ο μυστικός χαρακτήρας του Συμφώνου Επαναβεβαίωσης απομακρύνει ουσιαστικά την προοπτική ενός αυστρορωσικού πολέμου. Η ανανέωση της Τριπλής Συμμαχίας το 1887 δημοσιοποιήθηκε (μυστική τηρήθηκε μόνο η διάρκεια ισχύος). Για τη Ρωσία, η υποσχεθείσα ουδετερότητα της Γερμανίας μέσω του Συμφώνου Επαναβεβαίωσης του ιδίου έτους δεν είναι εφικτή παρά μόνο εάν η πρώτη έπεφτε θύμα επίθεσης εκ μέρους της Αυστροουγγαρίας. Στην αντίθετη, όμως, περίπτωση, η Γερμανία θα συνέδραμε την Αυστροουγγαρία στρατιωτικά με το σύνολο των δυνάμεών της. Με τον τρόπο αυτό, ο συνδυασμός των περιεχομένων της Τριπλής Συμμαχίας και του Συμφώνου Επαναβεβαίωσης συγκρατεί την Ρωσία από το να διακινδυνέψει την καταφορά ενός πλήγματος κατά της Αυστροουγγαρίας.
18th June 1887: Germany and Russia sign the secret Reinsurance Treaty
Ανάλογες υπήρξαν και οι επιπτώσεις της πρωτοβουλίας του Bismarck και έναντι της Βιέννης, η οποία αγνοεί την ύπαρξη του Συμφώνου Επαναβεβαίωσης. Σε ολόκληρη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι οποίες είχαν προηγηθεί της ανανέωσης της Τριπλής Συμμαχίας, η Γερμανία αγωνίστηκε για τη διατήρηση του status quo και για μια ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με τη Ρωσία. Μάλιστα, στις 12 Ιανουαρίου του 1887, ο Bismarck είχε δηλώσει ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι το Ανατολικό Ζήτημα δεν άξιζε τον κόπο, προκειμένου να προκαλέσει πόλεμο και πως εν πάση περιπτώσει, η Γερμανία δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στον οποιονδήποτε “να της περάσει τη θηλειά στον λαιμό διαταράσσοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία”. Υπενθύμισε ταυτόχρονα τον αυστηρά αμυντικό χαρακτήρα της Τριπλής Συμμαχίας, επισημαίνοντας πως θα παρεμπόδιζε διολίσθηση πέραν του συγκεκριμένου αυτού ορίου. Επρόκειτο για μια προληπτική δημόσια καταδίκη ενός αυστρορωσικού πολέμου με αυστριακή υπαιτιότητα. Βεβαίως, εναπόκειτο στη Βιέννη να επιλέξει το είδος των ενεργειών της. Ωστόσο, στην πράξη, η παραπάνω τοποθέτηση του Γερμανού καγκελαρίου την συγκρατεί από το να παρέμβει μόνη. Όπως και με την περίπτωση της Ρωσίας νωρίτερα, έτσι και εδώ, με εκείνη της Αυστροουγγαρίας, το ειδικό βάρος της γερμανικής ισχύος λειτουργεί αποτρεπτικά.
Ο Bismarck κατόρθωσε να διατηρήσει τον έλεγχο του όλου ηπειρωτικού συστήματος και να επεκτείνει την επιρροή του τελευταίου, χάρη σε έναν επιπρόσθετο, περισσότερο αβέβαιο ωστόσο, μηχανισμό σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο. Καθοριστικός υπήρξε, στην περίπτωση, ο ρόλος, τον οποίον διαδραμάτισε η Ιταλία. Από κοινού με την Αυστροουγγαρία, η τελευταία επεξεργάζεται ένα υποσύστημα μεσογειακού βεληνεκούς. Σε αυτό προσχωρούν η Μεγ. Βρετανία και η Ισπανία. Στόχος πάντοτε είναι η διατήρηση του stαtus quo.
Η εμβέλεια του Μεσογειακού Συμφώνου του 1887 είναι μάλλον περιορισμένη. Όμως, το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη στιγμή τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται για μεταξύ τους διαβουλεύσεις σχετικά με την ισχύουσα, τότε, τάξη πραγμάτων στο Αιγαίο, στην Αδριατική και στα παράλια της βορείου Αφρικής, ενισχύει την συγκυριακή σταθερότητα του συστήματος συμμαχιών του Bismarck, εφόσον απομακρύνει, προσωρινά έστω, τον κίνδυνο εμπόλεμων αναφλέξεων σε μια περιοχή, την Μεσόγειο, όπου διακυβεύονται κρίσιμα συμφέροντα. Φοβούμενο μήπως παραμείνει στο περιθώριο των εξελίξεων, το Λονδίνο αποδέχεται την ανταλλαγή επιστολών με την Ιταλία σχετικά με τα παραπάνω. Αποφεύγει, παρά ταύτα την πρόταση της Ρώμης περί αμοιβαίας διπλωματικής συνδρομής για την παρέμβαση και εγκατάσταση της Ιταλίας στην Τριπολίτιδα και της Μεγ. Βρετανίας στην Αίγυπτο. Ας μη ξεχνάμε πως, αν και τελούσα υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης, η Αίγυπτος έχει περάσει ολοκληρωτικά, εδώ και μια πενταετία, κάτω από τον έλεγχο των Βρετανών. Η Ισπανία, από τη δική της πλευρά, υπόσχεται να μην προβεί σε οποιουδήποτε είδους πρωτοβουλία στο Μαγκρέμπ, δίχως προηγουμένως να έχει προηγηθεί συνεννόηση με την Ιταλία, όχι όμως με τη Γαλλία. Στα παραπάνω διμερή πρωτόκολλα των Μαρτίου και Μαΐου 1887 προσχωρεί και η Αυστροουγγαρία. Τέλος, τον μήνα Δεκέμβριο, λαμβάνει χώρα νέα (τριμερής τη φορά αυτή) ανταλλαγή επιστολών, η οποία προβλέπει ακόμα και παροχή στρατιωτικής συνδρομής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε περίπτωση, κατά την οποία μια τρίτη δύναμη (βλ. Ρωσία) επιχειρούσε να πλήξει την ακεραιότητα της τελευταίας ή να μεταβάλει το διεθνές καθεστώς των Στενών.
Με την προσχώρηση, το 1888, της Ιταλίας στη συμμαχία Γερμανίας – Αυστροουγγαρίας – Ρουμανίας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα έτη 1887-1888 κλειδώνει ένα σύστημα συμμαχιών, η σφυρηλάτηση του οποίου είχε ξεκινήσει μεθοδικά τουλάχιστον εννέα χρόνια νωρίτερα, με έναν και μοναδικό στόχο: την διπλωματική απομόνωση της Γαλλίας, σε ελάσσονα δε κλίμακα, και εκείνη της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, η Γερμανία καταφέρνει να εδραιώσει την πρωτοκαθεδρία της στην Ευρώπη για τρία ακόμη χρόνια, έως το 1890 και τον εξαναγκασμό του Bismarck σε υποβολή παραίτησης από τον νέο αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄.

Δεκαέξι χρόνια έπειτα από την ήττα της Γαλλίας, η στρατηγική οργάνωση της Ευρώπης αγγίζει το 1887 το απόγειό της, τόσο ως προς την πολυπλοκότητα των διακρατικών πράξεων που περικλείει, όσο και σε επίπεδο διεύρυνσης προς τον μεσογειακό χώρο. Επιπρόσθετα, πρέπει να προσμετρηθεί και η πρόνοια για ασφάλεια του συστήματος σε περίπτωση περιπλοκών στην Αφρική, την πλησιέστερη προς τον ευρωμεσογειακό χώρο ζώνη, όπου επεκτείνονται οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα. Αυτή ακριβώς η γεωγραφική και περιπτωσιολογική διαστολή αποτελεί συνάμα και την αδυναμία του όλου συστήματος λιγότερο λόγω φθοράς και περισσότερο εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων και των εκπτώσεων φιλοδοξίας, που το ίδιο το σύστημα υπαγορεύει για την εσωτερική του συνοχή και επιβίωση. Μια λογική, η οποία πηγάζει από την προαναφερόμενη πλειάδα κρατών και προδικάζει την μελλοντική εξέλιξη του όλου συστήματος, όσο απομακρυνόμαστε από τους αρχικούς λόγους, οι οποίοι οδήγησαν στον σχηματισμό του, δηλαδή την στρατιωτική ήττα της Γαλλίας το 1870-1871 και το τέλος της γαλλικής πρωτοκαθεδρίας στην Ευρώπη.
Η δυναμική του διπλωματικού της αποκλεισμού στην Ευρώπη, ανάγκασε τελικά την Γαλλία στο να επεκτείνει την κυριαρχία της σε υπερπόντια κλίμακα, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της ισχύος της στον κόσμο και κατ’ επέκταση στην ίδια την Γηραιά Ήπειρο. Καταδικάζοντάς την σε απομόνωση, ο Bismarck φρόντισε να εξαλείψει τις προϋποθέσεις εκείνες, που θα της επέτρεπαν να αναζητήσει τη φιλία της Ιταλίας, της Ρωσίας ή της Μεγ. Βρετανίας. Ωστόσο, η Ρωσία, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Γερμανού καγκελαρίου, κατάφερε να γλυστρίσει εκτός ενός συστήματος, που ολοένα και περισσότερο έτεινε να στραφεί εναντίον της. Το 1887, η κυβέρνηση του τσάρου προχώρησε στην παραγγελία 100.000 όπλων από την Γαλλία. Ένα έτος αργότερα, στη σύναψη ενός πρώτου δανείου από την τελευταία. Πρόκειται για τις πρώτες ενδείξεις περί αλλαγής πλεύσης της ρωσικής διπλωματίας, μια διαδικασία, η οποία έμελλε να καρποφορήσει στις αρχές του 1894, με τη συνομολόγηση της γαλλορωσικής συμμαχίας, πρώτου βήματος προς την αποδόμηση του συστήματος συμμαχιών του Bismarck.
Ο Jean-Claude Allain (Λίλλη 1934 – Παρίσι 2008), ειδικός της Σύγχρονης Ιστορίας, διετέλεσε Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Maine (Le Mans – 1978-1989) και του Παρισιού (Université de Paris III – Sorbonne Nouvelle, 1989-2000), όπου διηύθηνε το ερευνητικό κέντρο Défense et diplomatie dans le monde contemporain (DDMC). Διετέλεσε μέλος της Γαλλικής και της Διεθνούς Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας (2000-2005). Κατά τα έτη 1984-1988 δίδαξε στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία Saint-Cyr – Coëtquidan. Από το 1989 έως τον θάνατό του υπήρξε αρχισυντάκτης των επιστημονικών περιοδικών Guerres mondiales et Conflits contemporains και Relations internationales.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το παρόν άρθρο, με τίτλο “Les conséquences de la défaite sur les relations intereuropéennes” δημοσιεύτηκε στον (επιμ. Philippe Levillain και Rainer Riemenschneider) τόμο των Πρακτικών του 20ού γαλλο-γερμανικού Επιστημονικού Συμποσίου (οργανωτικοί φορείς: Deutsches Historisches Institut Paris και Centre de Recherches Adolphe Thiers), οι εργασίες του οποίου πραγματοποιήθηκαν στις 10-12 Οκτωβρίου 1984 και 14-15 Οκτωβρίου 1985 στο Παρίσι. Σχετικά βλ. (επιμ. Philippe Levillain και Rainer Riemenschneider), La guerre de 1870/71 et ses conséquences, Βόννη, Bouvier Verlag, 1990, σ. 323-338.
¹ Βλ. σχετικά J. Favre, Le gouvernement de la Défense nationale, T.2, Παρίσι, 1873, κεφ.4. Πρωτόκολα και τελικό κείμενο στο NRGT (Nouveau Recueil Général des Traités, εκδ. Martens), 1ère série, T, 18, σ. 273-303.
² Βλ. σχετικά, E. Rouard De Card, Les annexions et les plébiscites de l’ histoire contemporaine, Παρίσι, Thorin, 1880 και S. Wambaugh, La pratique des plébiscites internationaux, Παρίσι, Hachette, 1928. Στα ήδη μνημονευθέντα παραδείγματα δύνανται να προστεθούν οι γαλλικές προτάσεις για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος (1867) καθώς και η πιθανολογούμενη προσάρτηση του Βελγίου (1867).
³ E. Eyck, Bismarck, T. 3, Ζυρίχη, Eugen Rentsch Verlag, 1944, ειδικότερα το κεφ. 2, σ. 29-30.
⁴ A.F. Pribram, Les traités politiques secrets de l’ Autriche-Hongrie, T. 1, Παρίσι, Alfred Costes, 1923, σ. 16. Η σχετική διατύπωση έχει ως ακολούθως: “H Συμμαχία θα παραμείνει σε ισχύ ωσάν το υπό διαπραγμάτευση Σύμφωνο με την Ρωσία να μην υφίσταται” (“wie wenn [dieses] nicht existiert”).
⁵ Ibid. Βλ. επίσης NRGT, Σειρά 2, Τ. 15 και Σειρά 3, Τ.10. E Lancer, European Alliances and Alignements 1871-1891, 2η έκδοση, Νέα Υόρκη, Knopf, 1966.
⁶ Ch. De Freycinet, La question d’ Égypte, Παρίσι, Calmann-Lévy, 1905, κεφ. 3.
⁷ J.-C. Allain, Agadir, 1911, Παρίσι, Publications de la Sorbonne, 1976, σ. 16-17.
⁸ J.-C. Allain, “La conférence de Berlin sur l’ Afrique”, L’ Afrique noire depuis la conférence de Berlin, Colloque international organisé par le Centre de Hautes Études sur l’ Afrique et l’ Asie Modernes, Berlin 13-16 mars 1985, Παρίσι, 1985, σ. 19-25.
⁹ Οι δύο συμπληρωματικές συμβάσεις ενσωματώθηκαν ως άρθρα 6 και 11 στο κείμενο της Τριπλής Συμμαχίας κατά την ανανέωση του 1891. Μοναδικό σημείο, το οποίο δεν ενσωματώθηκε υπήρξε η διάταξη περί Μαρόκου.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος