Skip to main content

Θεοδόσης Τσιρώνης: Το Ανάθεμα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου

Θεοδόσης  Τσιρώνης

 Το Ανάθεμα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου

 

Κατά τη διάρκεια του 1916, οι πολιτικές εξελίξεις άρχισαν να επηρεάζουν, σε πρώτο στάδιο, και ορισμένους από τους κατώτερους κληρικούς, οι οποίοι εκδήλωναν φανερά τα κομματικά τους φρονήματα εντός των ναών. Η Ιερά Σύνοδος, που μέχρι το καλοκαίρι του 1916 διατηρούσε αποστάσεις από τα πολιτικά τεκταινόμενα, προσπάθησε να καταστείλει τα γεγονότα αυτά, εφιστώντας την προσοχή στους κατά τόπους Επισκόπους για την επιβολή της πειθαρχίας στους εφημέριούς τους.

Η τακτική της τήρησης στάσης αναμονής έναντι των εξελίξεων δοκιμάστηκε όμως από την έκρηξη του κινήματος της Εθνικής Άμυνας. Πιο συγκεκριμένα, η Εκκλησία βρέθηκε σε δυσχερή θέση όταν σχηματίστηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση, υπό την ηγεσία των Βενιζέλου, Κουντουριώτη και Δαγκλή και δημιουργήθηκαν δύο πόλοι άσκησης κρατικής εξουσίας. Όταν αυτή εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, έλαβε γνώση η Σύνοδος από τηλεγράφημα του Επισκόπου Κίτρους Παρθενίου ότι η διοίκηση του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών ανατέθηκε στον Γεώργιο Αβέρωφ. Παράλληλα, Επίσκοποι των περιοχών που έλεγχε η Επαναστατική Κυβέρνηση ζητούσαν οδηγίες για την στάση που έπρεπε να κρατήσουν απέναντί της. Σύμφωνα με μία άποψη, ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου, συγκροτήθηκε μία άτυπη επιτροπή αποτελούμενη από πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους με επικεφαλής το Μητροπολίτη Λαρίσης Αρσένιο. Η επιτροπή είχε συσταθεί κατ΄ επιθυμία του βασιλιά Κωνσταντίνου και το πρόγραμμα των εργασιών της είχε εκπονηθεί από τον Γεώργιο Στρέιτ. Αντικείμενό της ήταν η συλλογή επιβαρυντικών στοιχείων σχετικά με τη στάση της επαναστατικής κυβέρνησης και των κληρικών που την υποστήριζαν απέναντι στους αντιφρονούντες ιεράρχες και η διαρροή τους στις αντιβενιζελικές εφημερίδες για τον επηρεασμό του αναγνωστικού κοινού. Η επιτροπή βασίσθηκε σε μεγάλο μέρος στις πληροφορίες που της διαβίβασε ο Επίσκοπος Θεουπόλεως Γεννάδιος, βοηθός του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου.

Μητροπολίτης Λαρίσης Αρσένιος Αφεντούλης.

Στη συνεδρίαση της Συνόδου της 21ης Οκτωβρίου, ο Αρσένιος κατέθεσε στα υπόλοιπα μέλη τα στοιχεία που είχαν περιέλθει στην κατοχή του αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης όσων κληρικών εναντιώνονταν ή δεν αναγνώριζαν την εξουσία των επαναστατών. Τις πληροφορίες αυτές του είχαν διαβιβάσει Μητροπολίτες, αξιωματικοί, κρατικοί υπάλληλοι και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες. Ο Αρσένιος ανέφερε αρκετά παραδείγματα, που εξέφραζαν σύμφωνα με όσα υποστήριζε, τη βάναυση συμπεριφορά απέναντι στους κληρικούς που δεν υποστήριξαν το κίνημα: ο Δράμας Αγαθάγγελος, γνωστός στους βενιζελικούς για την αντιπολίτευση που τους ασκούσε, φερόταν να τελούσε υπό κράτηση σε άθλιες συνθήκες, μαζί με ποινικούς κρατούμενους, στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ στη Θεσσαλονίκη. Ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος απομακρύνθηκε με την απειλή όπλων από τη Μητρόπολή του και μεταφέρθηκε ως εξόριστος στη Χίο, όπου και φυλακίστηκε στις φυλακές Φρουρίου, μαζί με τους ποινικούς κρατούμενους. Στη συνέχεια ο ίδιος αρχιερέας, με  Διαταγή  της Επαναστατικής Κυβέρνησης, παύτηκε  από τα καθήκοντά του και στη θέση του διορίστηκε ο Επίσκοπος Πέτρας Τίτος, ο οποίος όμως αρνήθηκε να δεχτεί το διορισμό του και να μεταβεί στο Ηράκλειο. Είχε διαταχτεί επίσης, η σύλληψη και φυλάκιση του Επίσκοπου Ρεθύμνης. Ακόμα, ο Επίσκοπος Αρκαδίας Βασίλειος, τελώντας σε απομόνωση, πιεζόταν αφόρητα να προσχωρήσει στο κίνημα, απειλούμενος με σύλληψη και φυλάκιση. Τέλος, απαγορεύτηκε αυστηρά στην Κρήτη η μνημόνευση, εντός των ναών, του ονόματος του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Μητροπολίτης Μυτιλήνης
Κύριλλος Μουμτζής.

Έντονες ανησυχίες όμως προκάλεσε στη Σύνοδο όχι μόνο η στάση των επαναστατών απέναντι σε  αντιφρονούντες ιεράρχες, αλλά και η αναγνώριση του επαναστατικού κινήματος από άλλους συναδέλφους τους. Επρόκειτο για Μητροπολίτες που συντάχτηκαν ενεργώς  με τους επαναστάτες, σε περιοχές όπου αυτοί είχαν επικρατήσει. Συγκεκριμένες μαρτυρίες υπήρχαν για τον Επίσκοπο Χανίων Αγαθάγγελο, ο οποίος προσχώρησε στο κίνημα και  προέτρεπε τον πληθυσμό σε υπακοή προς την Επαναστατική Επιτροπή. Ακόμη, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κύριλλος, όταν μετέβη στη Μυτιλήνη η Επαναστατική Κυβέρνηση, απέστειλε τηλεγράφημα, με το οποίο της δήλωνε ότι: «Ανέκαθεν ασπαζόμενος πολιτικήν Βενιζέλου επιδοκιμάζω επαναστατικόν κίνημα και προσχωρών εις αυτό τίθεμαι παρά το πλευρόν και εις την διάθεσιν της επαναστατικής κυβερνήσεως»· ο ίδιος ιεράρχης επισκέφτηκε στις φυλακές έγκλειστους αξιωματικούς και στρατιώτες, που παρέμεναν πιστοί στη κυβέρνηση  της Αθήνας και τους προέτρεπε να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Στις 28 Νοεμβρίου, τέλεσε και μνημόσυνο για τους βενιζελικούς που δολοφονήθηκαν στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια των ‘Νοεμβριανών’, διακηρύσσοντας πως:

«Η Εκκλησία εκπληρούσα το εαυτής καθήκον ανέπεμψεν ευχάς δια τους σφαγιασθέντας πυρί και σιδήρω αδελφούς μας εν Αθήναις μετά γυναικών και παίδων. Δεν ήσαν Έλληνες οι δολοφόνοι αόπλων και φιλησύχων πολιτών και των ευγενών Γάλλων και Άγγλων. Όχι. Αυτούς τους αποδοκιμάζει η Εθνική ψυχή, αυτούς τους αποκηρύττει η συνείδησις, ήσαν έκφυλοι του χειρίστου είδους, ήσαν αργυρώνητα όργανα επαίσχυντα, ήσαν οι μενόμενοι φαύλοι εκτελεσταί ανοσίας και απαισίας αποφάσεως, ο αίτιος όλων αυτών είναι ο προδότης, ο τύραννος, ο άτιμος Βασιλεύς. Η νήσος Λέσβος σύσσωμος συμμετέχουσα του κοινού πένθους και ρηγνύουσα κραυγήν αγανακτήσεως και οδύνης επί τοις γενομένοις δι΄ εμού του πνευματικού αυτής αρχηγού αποκηρύττει τον Βασιλέα Κωνσταντίνον και κηρύσσει αυτόν έκπτωτον του Βασιλικού αξιώματος και του Ελληνικού Θρόνου».

Οι δηλώσεις του Κύριλλου εντός του ναού πρέπει να προξένησαν ισχυρή εντύπωση και πιθανόν προκάλεσαν αντικρουόμενα συναισθήματα, τόσο στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους του κινήματος, όσο και στα μέλη της Συνόδου στην Αθήνα, διότι πρώτη φορά ιεράρχης του ελληνικού κράτους αυτοχριζόταν ‘αρμόδιος’ για να κηρύξει έκπτωτο τον ανώτατο πολιτειακό παράγοντα της χώρας.

Από την πλευρά του, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος αναγνώρισε τη νομιμότητα της βενιζελικής κυβέρνησης και έδωσε ανάλογες εντολές στον υφιστάμενό του Επίσκοπο Θεουπόλεως. Επίσης, υπήρχαν καταγγελίες ότι ο Μητροπολίτης Σισανίου Ιερόθεος Ανθουλίδης, φορώντας αντάρτικη ενδυμασία και όντας ο ίδιος ένοπλος, ηγήθηκε των στασιαστών, οι οποίοι κατέλυσαν τις επίσημες αρχές. Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος και ο Επίσκοπος Αρδαμερίου Ιωακείμ κατηγορούνταν ότι παρέδωσαν αντιφρονούντα Μακεδονομάχο σε αντιπρόσωπο των επαναστατών, οι οποίοι τον καταδίκασαν σε εκτέλεση δια απαγχονισμού. Η τελευταία από τις καταγγελίες που έφταναν στη Σύνοδο, αφορούσε στον Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος προσχώρησε στο κίνημα και, κατόπιν εντολής των επαναστατών,  προέβη  σε αντικανονική χειροτονία κληρικού και διορισμό ιεροκήρυκα στη Μυτιλήνη.

Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (Πηγή: Αγιορειτική Φωτοθήκη).

Η Σύνοδος θεώρησε ότι δεν μπορούσε να μείνει αδρανής έναντι αυτών των εξελίξεων και αποφάσισε, με πρωτοβουλία του Λαρίσης Αρσένιου, να αποδοκιμάσει τους ιεράρχες που εκδηλώθηκαν υπέρ του κινήματος, να προτρέψει τον ανώτερο και κατώτερο κλήρο και τους πιστούς να πειθαρχούν στους νόμους του επίσημου κράτους, να προσεύχονται υπέρ των βασιλέων και να προβεί σε έντονη διαμαρτυρία στην κυβέρνηση της Αθήνας για τις επεμβάσεις των επαναστατών σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Ζήτησε επίσης την κυβερνητική μεσολάβηση για την παύση των διώξεων όσων ιεραρχών δεν συντάσσονταν με τους επαναστάτες. Στις 18 Νοεμβρίου, απέστειλε εγκύκλιο σε όλους τους ιεράρχες του κράτους, στο πνεύμα των αποφάσεων που είχαν ληφθεί. Στις επόμενες συνεδριάσεις της ανέθεσε στον Λαρίσης Αρσένιο τη διενέργεια ανακρίσεων εις βάρος των κληρικών που προσχώρησαν στο κίνημα και ζήτησε από τους ιεράρχες των Νέων Χωρών να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τις πληροφορίες ότι έπαυσαν τη μνημόνευση των ονομάτων των μελών της βασιλικής οικογένειας στις ιεροτελεστίες. Τέσσερις Μητροπολίτες, οι Θεσσαλονίκης, Αρδαμερίου, Βοδενών και Πολυανής, απάντησαν επιβεβαιώνοντας τις σχετικές πληροφορίες. Παράλληλα, γνωστοποιήθηκε στη Σύνοδο και η εμπιστευτική αλληλογραφία του Κυβερνητικού Επιτρόπου Κοζάνης-Φλώρινας Ηλιάκη με τον Κοζάνης Φώτιο, από την οποία προέκυπτε πως η απαγόρευση της μνημόνευσης προκλήθηκε κατόπιν σχετικών εντολών της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Στις συνθήκες του Εθνικού Διχασμού κατέστη ιδιαίτερα εμφανής η διαπίστωση ότι ο τύπος της μνημόνευσης στις θρησκευτικές ακολουθίες αποτελούσε μία μορφή δημόσιας εκδήλωσης νομιμοφροσύνης των εκκλησιαστικών αρχών προς την κρατική εξουσία. Έτσι, μπορεί να γίνει αντιληπτό το μεγάλο ενδιαφέρον και των δύο κυβερνήσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για τον τρόπο μνημόνευσής τους εντός των ναών.

Την ίδια περίπου περίοδο, στις επιθέσεις που υποκίνησαν στην πρωτεύουσα οι Επίστρατοι σε βάρος των Φιλελευθέρων, στις 19 Νοεμβρίου, έλαβαν μέρος και κατώτεροι κληρικοί. Η Σύνοδος δεν ασχολήθηκε στις συνεδριάσεις της με τα έκτροπα και τις βιαιοπραγίες των αντιβενιζελικών, ούτε τις καταδίκασε εκ των υστέρων. Δύο υποθέσεις κληρικών, που βαρύνονταν με τις κατηγορίες της παράνομης οπλοφορίας, καθώς και της πρόκλησης προμελετημένων τραυματισμών, άδικης επίθεσης και διατάραξης κοινής ειρήνης, εκδικάστηκαν αργότερα  από το Διαρκές Στρατοδικείο του Α´ Σώματος Στρατού, όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα η κυβέρνηση του Βενιζέλου. Και οι δύο κληρικοί κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης τεσσάρων και πέντε ετών αντίστοιχα. Η Μητρόπολη Αθηνών φέρεται επίσης να μην προστάτευσε, ακόμα και να κατέδωσε στους Επίστρατους, κληρικούς που είχαν εκτεθεί για τα βενιζελικά τους φρονήματα. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου 1916, η Σύνοδος ενέτεινε τις πιέσεις στην αντιβενιζελική κυβέρνηση για την απελευθέρωση των φυλακισμένων κληρικών, ενώ δεχόταν και επικρίσεις για διαλλακτικότητα, καθώς ακόμα δεν είχε καταδικάσει δημόσια και απερίφραστα το επαναστατικό κίνημα, γεγονός που με τη σειρά του οδηγούσε ορισμένους, προφανώς αδιάλλακτους αντιβενιζελικούς κύκλους, να την εγκαλούν ακόμα και ως «Βενιζελίζουσα». Μάλιστα, ο Επίσκοπος Ηλείας Δαμασκηνός πρότεινε να απευθυνθεί η Σύνοδος απευθείας στον Βενιζέλο και να αξιώσει την αποφυλάκιση των αντιφρονούντων αρχιερέων, πρόταση που δεν έγινε δεκτή, ίσως γιατί φοβόταν ότι με τον τρόπο αυτό θα πρόβαινε σε μία de facto αναγνώριση της εξουσίας του.

Στις 11 Δεκεμβρίου 1916, η αυτοαποκαλούμενη Εντολοδόχος Επιτροπή του Πανελληνίου Συνδέσμου των Συντεχνιών δημοσίευσε προκήρυξη στον Τύπο, με την οποία καλούσε το λαό να παραστεί και να συμμετάσχει ενεργά στο Ανάθεμα εναντίον του Βενιζέλου, που είχε προγραμματιστεί για την επόμενη ημέρα. Για την εξασφάλιση της λαϊκής συμμετοχής αποφασίστηκε το κλείσιμο όλων των καταστημάτων και η αναστολή των περισσοτέρων επαγγελματικών δραστηριοτήτων για μία ώρα. Αυθημερόν, η Επιτροπή Επιστράτων, με επικεφαλής τον Πρόεδρο των Προέδρων Συντεχνιών Ιγγλέση, παρουσιάστηκε στον Αθηνών Θεόκλητο για να τον πληροφορήσει ότι την επόμενη μέρα θα συγκεντρωθεί ο λαός στο πεδίο του Άρεως για να ρίξει λίθο Αναθέματος κατά του Βενιζέλου και απαίτησε να παραβρεθεί  στην τελετή ο κλήρος.

Η διοικούσα Εκκλησία δεν αιφνιδιάστηκε με αυτή την εξέλιξη, καθώς για πρώτη φορά ο Λαρίσης Αρσένιος είχε εξετάσει αυτό το ενδεχόμενο, ήδη από τον Οκτώβριο, χωρίς ωστόσο να ληφθεί τότε καμία απόφαση. Η οριστική απόφαση για τέλεση Αναθέματος εναντίον του Βενιζέλου ελήφθη στις 8 Νοεμβρίου 1916, σε συνάντηση που είχαν στο Υπουργείο της Παιδείας ο Λαρίσης Αρσένιος με τον Πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρο. Ο Θεόκλητος πρόβαλλε το κώλυμα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν προσωπικός αφορισμός εναντίον λαϊκών, παρά μόνο μετά από προηγούμενη έγκριση της κυβέρνησης. Στην έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου, τέθηκε επίσης θέμα αναρμοδιότητάς της να συμμετάσχει, διότι το ζήτημα αφορούσε μόνο στη Μητρόπολη Αθηνών και αποφασίστηκε να επιδοκιμαστεί μόνο η συμμετοχή του κλήρου της Αθήνας στο Ανάθεμα. Όταν πληροφορήθηκε την απόφαση της Συνόδου ο Πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος, κάλεσε τον Θεόκλητο και, ενώπιον όλων των υπουργών του, του εξέφρασε την επιθυμία της κυβέρνησης περί αποχής του κλήρου από το Ανάθεμα· την ίδια εντολή διαβίβασε στο Μητροπολίτη Αθηνών και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης Μενέλαος Σουλτάνης. Ο Θεόκλητος απέστειλε τότε επιστολή στον Λάμπρο, ενημερώνοντάς τον ότι, κατόπιν της επιθυμίας της κυβέρνησης, δεν θα μετέβαινε ούτε ο ίδιος, ούτε ο κλήρος της Αθήνας στο Ανάθεμα, προκειμένου να διευκολύνει τις κυβερνητικές συνεννοήσεις με τις Δυνάμεις της Αντάντ. Ζητούσε όμως μέτρα προφύλαξης της Μητρόπολης, της Συνόδου και των εφημερίων γιατί φοβόταν την οργή των διαδηλωτών, οι οποίοι ενδεχομένως να εκλάμβαναν την αποχή της Συνόδου από το προγραμματισμένο Ανάθεμα ως ένδειξη ανοχής απέναντι στην επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου. Ενημέρωσε ταυτόχρονα και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Επιστράτων σχετικά με τις κυβερνητικές αποφάσεις για την αποχή του κλήρου από το Ανάθεμα. Ο Λάμπρος όμως θορυβήθηκε έντονα από το ενδεχόμενο να αποδοθεί στη κυβέρνησή του η πολιτική ευθύνη για την ενδεχόμενη ματαίωση του Αναθέματος, εξαιτίας της αποχής των κληρικών. Αναθεώρησε λοιπόν τη στάση του και ενημέρωσε τη Σύνοδο, ότι συναινούσε στη συμμετοχή της και της παραχώρησε στρατιωτική δύναμη για τη φύλαξη της Μητρόπολης. Κατόπιν της μεταβολής της κυβερνητικής στάσης, η Σύνοδος επικαλέστηκε τις έντονες πιέσεις των Επιστράτων και τις συνέπειες από ενδεχόμενη άρνησή της και αποφάσισε να συμμετάσχει στην τελετή. Η στάση της κυβέρνησης Λάμπρου ήταν ασυνεπής· μάλιστα, η κυβέρνηση εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της στο Θεόκλητο, υποστηρίζοντας ότι απλώς σύστησε στη Σύνοδο να μη λάβει μέρος στο Ανάθεμα, αλλά ποτέ δεν της το απαγόρευσε και ότι η διοίκηση της Εκκλησίας ήταν ελεύθερη να ενεργήσει όπως επιθυμούσε.

Ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Μηνόπουλος.

Πράγματι, στις 12 Δεκεμβρίου, όλα τα μέλη της Συνόδου, άλλοι αρχιερείς που βρίσκονταν στην Αθήνα, πολλοί κληρικοί, υπάλληλοι της Συνόδου και μέλη του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου ήταν παρόντες, όταν ρίχτηκαν συμβολικά λίθοι από το συγκεντρωμένο πλήθος και εκφωνήθηκε το Ανάθεμα: «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω». Η διατύπωση του κειμένου, ουσιαστικά επαναλάμβανε, με επιγραμματικό τρόπο, τις κατηγορίες εναντίον του Βενιζέλου, έτσι όπως είχε ενημερωθεί για αυτές, τις είχε εξετάσει και υιοθετήσει ήδη η Σύνοδος στις συνεδριάσεις της, των τελευταίων δύο μηνών. Οι μομφές είχαν ουσιαστικά δύο σκέλη: α) αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικό και εστίαζε στον σφετερισμό της κρατικής εξουσίας και β) το καθαρά εκκλησιαστικό, σχετικά με τις απροκάλυπτες επεμβάσεις των βενιζελικών στην εκκλησιαστική διοίκηση. Αξίζει επισήμανσης το γεγονός ότι η Σύνοδος θεωρούσε ότι το πρώτος σκέλος την αφορούσε το ίδιο άμεσα, όσο και το δεύτερο, διότι υιοθετούσε την αντίληψη περί θεϊκής εκπόρευσης της κρατικής εξουσίας και του βασιλικού θεσμού και ταύτιζε την υποταγή στους νόμους της Πολιτείας με θρησκευτική υποχρέωση. Η διαπίστωση αυτή, την οποία αξιολογούμε ως ιδιαίτερα σημαντική, προκύπτει τόσο από τη συνεδρίαση της Συνόδου, της 21ης Οκτωβρίου 1916, όσο και από την εγκύκλιο της 16ης Νοεμβρίου 1916. Το Ανάθεμα ωστόσο αποσιωπούσε με επιδεικτικό τρόπο τη συμμετοχή στο επαναστατικό κίνημα και τις συνεπαγόμενες ‘ευθύνες’ άλλων ιεραρχών, που το υποστήριξαν και συνετέλεσαν στην επικράτησή του, δρώντας ως προπαγανδιστές του.

Ο σωρός των λίθων του Αναθέματος.

Η τελετή του Αναθέματος έλαβε χώρα στην περιοχή του Πολύγωνου, όπου αργότερα χτίστηκε ο ναός του Αγίου Ελευθερίου (Γκύζη). Εκεί, είχε σκαφτεί μεγάλος λάκκος και πάνω σε έναν μεγάλο λίθο είχε στερεωθεί ομοίωμα του Βενιζέλου, στην κορυφή του οποίου είχε τοποθετηθεί ένα κρανίο ταύρου. Σ’ εκείνο το σημείο, το συγκεντρωμένο πλήθος, το οποίο μετέφερε τεμαχισμένα κομμάτια μαρμάρου, λίθους ή και οικοδομικά υλικά, μαζί με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου επαναλάμβαναν τα λόγια του Αναθέματος και έριχναν τους λίθους, έως ότου σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός από πέτρες. Την επόμενη ημέρα, η Σύνοδος έλαβε επιστολή της Επιτροπής του Πανελληνίου Συνδέσμου των Συντεχνιών, με την οποία την ευχαριστούσε για την ‘πρωτοβουλία’ της να τελέσει το Ανάθεμα. Προκαλεί δε εντύπωση η ευκολία μεταστροφής της πραγματικής αλληλουχίας των γεγονότων, που κατέληξαν στο Ανάθεμα. Η Σύνοδος έλαβε μεν μέρος, σίγουρα όμως δεν θα μπορούσε να ‘χρεωθεί’ την ‘πρωτοβουλία’ τέλεσής του. Το Ανάθεμα κοινοποίησε στις κυβερνήσεις του εξωτερικού ο Υπουργός των Εξωτερικών Ζαλοκώστας: «Παρά επιμόνους ενεργείας Κυβερνήσεως, ο λαός της Αττικής προέβη προχθές εις έμπρακτον εκδήλωσιν εναντίον επαναστάσεως Θεσσαλονίκης. Πλήθη λαού, ανερχόμενα εις δεκάδες χιλιάδων, μετέβησαν εις το πεδίον του Άρεως και έρριψαν λίθον αναθέματος κατά ‘προδότου’. Αιτήσει των συντεχνιών μετέσχεν ο Μητροπολίτης Αθηνών».

Μία διαφορετική παράμετρος, αρκετά ενδιαφέρουσα, είναι η μετέπειτα τύχη των λίθων του Αναθέματος. Αρχικά, οι βενιζελικοί τοποθετούσαν τα βράδια λουλούδια και για το λόγο αυτό, τοποθετήθηκαν αστυνομικές φρουρές. Όταν η κυβέρνηση του Βενιζέλου μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ο ίδιος ο Βενιζέλος απέκρουσε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο της διάλυσης των στοιβαγμένων λίθων, δίνοντας έμφαση στη συμβολική λειτουργία τους και το φρονηματισμό των πολιτών. Έλεγε ο Βενιζέλος: «Όχι μόνο δε θα ζητήσω να σηκωθεί το ανάθεμα, αλλά και θα μείνουν οι πέτρες εκεί που έπεσαν στοίβα, να ξέρει και να θυμάται ο κοσμάκης πως είμαι αναθεματισμένος, και όμως πως η νίκη θα είναι δική μας. […] Δεν θέλω να χαθεί η απόδειξη αυτού του αναθέματος! Θα βάλω φύλακες! Εννοώ να μείνουν οι πέτρες όπως είναι, να τις βλέπουν κάθε μέρα οι περαστικοί και να ξέρουν τι ανόητα, τι μάταια πράγματα που είναι οι κατάρες της εκκλησίας!». Ωστόσο, παρά τη δεδηλωμένη επιθυμία του Βενιζέλου, οι οπαδοί του στη Λευκάδα ειδοποίησαν τους βασιλόφρονες συμπολίτες τους να πάρουν από το σωρό του Αναθέματος τις πέτρες τους και στη συνέχεια, με τους λίθους αυτούς κατασκευάστηκε εκεί ένα δημοτικό σχολείο.

Γελοιογραφικές αναπαραστάσεις του Αναθέματος εναντίον του Βενιζέλου.

Η πράξη του Αναθέματος δεν ήταν μόνο μια εκκλησιαστική τελετή, αλλά και μια πολιτική πράξη, που ευνόησε τη συσπείρωση των αντιβενιζελικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως στο επίπεδο των κοινωνικών συμμαχιών μεταξύ «των συντηρητικών μικροαστών και μέρους των αγροτών με την πολιτική και οικονομική ελίτ της Παλαιάς Ελλάδος εναντίον των επαναστατών». Μάλιστα, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος απέρριπτε παντελώς τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα του Αναθέματος και του προσέδιδε μόνο πολιτικό χαρακτήρα. Η δε τελετουργία του Αναθέματος στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν ήταν πάντα όμοια με της Αθήνας. Σε άλλες πόλεις, όπως στο Συρράκο της Ηπείρου, δεν ρίχτηκαν μόνο λίθοι, αλλά πυρπολήθηκαν επίσης εικόνες του Βενιζέλου και στενών συνεργατών του.

Η Σύνοδος ανακοίνωσε το Ανάθεμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον ενημέρωσε για την υποστήριξη Μητροπολιτών στην επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου και την αποδοκιμασία της προς αυτούς ως «αναξίους λειτουργούς του Ελληνικού Κράτους», ζητώντας και την παραδειγματική τους τιμωρία και στη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 1916, αποφάσισε να σταματήσει από το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο η καταβολή του μηνιαίου επιδόματος στους φιλοβενιζελικούς ιεράρχες Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, Καμπανίας Διόδωρο, Πολυανής Φώτιο, Ιερισσού Σωκράτη, Θεουπόλεως Γεννάδιο, Αρδαμερίου Ιωακείμ, Σισανίου Ιερόθεο, Κασσανδρείας Ειρηναίο, Βοδενών Κωνσταντίνο, Μογλενών Πολύκαρπο, Μυτιλήνης Κύριλλο, Χίου Ιερώνυμο και Σάμου Κωνσταντίνο. Επρόκειτο για μία μορφή οικονομικού αποκλεισμού τους και ήταν το μοναδικό ουσιαστικό κατασταλτικό μέτρο που μπορούσε να λάβει εναντίον τους. Προχώρησε στις κινήσεις αυτές διότι οι φιλοβενιζελικοί ιεράρχες των Νέων Χωρών, αν και βρίσκονταν και δραστηριοποιούνταν εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους, υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου και δεν μπορούσε η ίδια να τους επιβάλλει εκκλησιαστικές ποινές, ούτε να τους εξαναγκάσει να πειθαρχήσουν στις αποφάσεις της. Η Εκκλησία της Ελλάδος με τον τρόπο αυτό αποφάσιζε να ‘εξαγάγει’ την αντιπαράθεσή της με τους Μητροπολίτες που ακολουθούσαν το κίνημα και να αναζητήσει ερείσματα και σε άλλες εκκλησιαστικές Αρχές· τακτική που ακολούθησε και το αμέσως επόμενο διάστημα. Παράλληλα, ενέκρινε την τέλεση Αναθεμάτων και στην υπόλοιπη Αττική, καθώς και σε επαρχιακές πόλεις, στα εδάφη που δεν έλεγχε στρατιωτικά το κίνημα της Εθνικής Άμυνας.

Οι πρωτεργάτες του Αναθέματος σε αναμνηστική φωτογραφία, μετά την τέλεσή του.

Η Εκκλησία, υιοθετώντας σχετικές υποδείξεις των Επιστράτων, έλαβε μέτρα εναντίον όσων κληρικών αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στα κατά τόπους Αναθέματα. Μία χαρακτηριστική περίπτωση ήταν εκείνη του Ηλείας Δαμασκηνού, ο οποίος, κατόπιν ενημέρωσής του από συλλόγους Επίστρατων, απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον ιερέα και επισκοπικό επίτροπο Δημήτριο Σωτηρόπουλο Σακελλαρίου, εξαιτίας των φιλελεύθερων πολιτικών πεποιθήσεών του και της άρνησης συμμετοχής του στο Ανάθεμα. Η Σύνοδος, ακολουθώντας τις υποδείξεις συλλόγων, όπως οι Επίστρατοι, που δεν είχαν καμία θεσμική εξουσιοδότηση στα όργανα λήψης των αποφάσεών της, φαινόταν αδύναμη να αντισταθεί στις πιέσεις που υφίστατο. Η σημαντικότερη ίσως παράμετρος ήταν ότι ταυτιζόταν με ακραίες πολιτικές συμπεριφορές, αναιρώντας την τακτική της αποφυγής εμπλοκής της στις κομματικές διενέξεις, που η ίδια διακήρυσσε επίσημα, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 1916. Σε άλλες δε περιπτώσεις, όπως εκείνη του γνωστού για τα φιλελεύθερα κομματικά του φρονήματα ιερέα Δημήτριου Βακαλάκη στον Ασπρόπυργο, οι Επίστρατοι στράφηκαν εναντίον του ιδίου, της οικογένειάς του και της οικίας του με αποτέλεσμα να αναγκασθεί για λόγους ασφαλείας να καταφύγει αρχικά στην Ελευσίνα και στη συνέχεια στον Πειραιά, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1917. Οι Επίστρατοι επίσης επέβαλλαν την απομάκρυνση από το αξιώματα που κατείχαν όσων πολιτών αντιδρούσαν στις εγκυκλίους της Συνόδου των Αθηνών, που προέτρεπαν σε υπακοή στο βασιλιά. Τέτοια ήταν η περίπτωση του δικηγόρου, δημοτικού συμβούλου Χαλκίδας και προέδρου του εκκλησιαστικού συμβουλίου του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Δημητρίου, Βασίλειου Αντωνίου. Ο Αντωνίου δεν έκρυψε τη δυσφορία του και αποχώρησε από από την εκκλησία την ώρα που ο Χαλκίδος και Καρυστίας Χρύσανθος διάβαζε στο εκκλησίασμα εγκύκλιο της Συνόδου «εις ενίσχυσιν του μαρτυρούντος εν τω παρόντι εθνικώ αγώνι Βασιλέως μας».

 

Το Ανάθεμα στον Τύπο της εποχής.

Σε πολύ σύντομο διάστημα μετά την τέλεση των Αναθεμάτων στην πρωτεύουσα και στις επαρχιακές πόλεις, εκδηλώθηκαν περιστατικά ακραίας πολιτικής τους εκμετάλλευσης. Το Δεκέμβριο του 1916, κυκλοφόρησε στην Πελοπόννησο έντυπος αφορισμός εναντίον του Βενιζέλου, που έφερε τα χαρακτηριστικά λιβελλογραφήματος. Το κείμενο, αν και ήταν προφανέστατα πλαστογραφημένο, καθώς έφερε τις υπογραφές ανύπαρκτων Επισκόπων, κυκλοφόρησε ελεύθερα, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου των Εφετών, στο Ναύπλιο. Ο έντυπος αφορισμός είχε ως εξής: «Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου της εσχάτης προδοσίας Ελ. Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος μας εις τους Αγγλογάλλους, του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’ αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν εις την Ελλάδα, μόνον και μόνον δια να πικρανθή ο λατρευτός μας Βασιλεύς και εκβιασθή όπως καλέση επί την αρχήν τον πουλημένον Σενεγαλέζον τράγον Βενιζέλον, τον ηθικόν αυτουργόν της πυρπολήσεως του Τατοΐου, τον ηθικόν αυτουργόν των βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας εις χείρας του ανάνδρου Σαράϊγ. Κατ’ αυτού όθεν του προδότου Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως ενσκήψωσι: Τα εξανθήματα του Ιώβ: το κήτος του Ιωνά: η λέπρα του Ιεχωβά: ο μαρασμός των νεκρών: το τρεμούλιασμα των ψυχορραγούντων: οι κεραυνοί της Κολάσεως: και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων. Τας ιδίας αράς θ’ αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον κατάπτυστον προδότην Βενιζέλον και παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις, όπως μαρανθώσι αυτών αι χείρες, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφανθώσι τα ώτα. Γένοιτο. Αμβρόσιος Μητροπολίτης, Νικηφόρος Αρχιεπίσκοπος».

Στην αντίπερα όχθη, η Συνέλευση των Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος, ένα εκκλησιαστικό όργανο άσκησης διοίκησης στις περιοχές που ήλεγχε η βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, στη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 1917, ασχολήθηκε και με το Ανάθεμα στον Βενιζέλο από τη Σύνοδο της Αθήνας και τους προσκείμενους σ’ εκείνην Επισκόπους, αν και δεν συμπεριλαμβανόταν το θέμα αυτό στον κατάλογο των εργασιών της. Ως προς το ζήτημα αυτό τοποθετήθηκε με σαφήνεια, τασσόμενη στο πλευρό της κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη και «εξέφρασεν ομοφώνως την λύπην αυτής επί τη πράξει ταύτη και επευλόγησε τους την Εθνικήν Κυβέρνησιν αποτελούντας επικαλεσθείσα επ’ αυτούς την χάριν και ευλογίαν του Θεού· όπως δ’ εμφαντικώτερον εκδηλώση τας υπέρ του Εθνοσωτηρίου έργου της Εθνικής Κυβερνήσεως ευχάς και ευλογίας αυτής ομοφώνως απεφάσισεν ίνα τελεσθή μετά το πέρας των εργασιών αυτής εν τω Ιερώ Ναώ της του Θεού Σοφίας πανηγυρική Αρχιερατική λειτουργία και δοξολογία τη συμμετοχή πάντων».

Αυτή η απόφαση λειτούργησε ως αντίβαρο στο Ανάθεμα, σηματοδοτούσε σε συμβολικό επίπεδο την ‘αναίρεσή’ του και οπωσδήποτε είχε έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Ήταν ταυτόχρονα και μία κίνηση προσέλκυσης και άλλων αμφιταλαντευόμενων αρχιερέων, κυρίως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, λειτουργώντας ως προπαγανδιστικό μέσο πρόκλησης εντυπώσεων. Εντός αυτών των πλαισίων έθεσε το θέμα και ο Μητροπολίτης Μογλενών και Φλωρίνης Πολύκαρπος: «Πολλοί εκ των ενταύθα και προ πάντων εκ της Παλαιάς Ελλάδος ίσως θα προσέφερον υπηρεσίας, αν μη εδεσμεύοντο υπό του Αναθέματος. Αν δε τώρα ακουσθή, ότι 24 Αρχιερείς μελετήσαντες καλώς το κακώς και όλως αντικανονικώς εκδοθέν Ανάθεμα απεδοκίμασαν αυτό, θα ανακουφισθή η συνείδησις των τοιούτων και θα σπεύσωσι να ταχθώσι εις τον Αγώνα, και από ημάς αυτούς δε ούτω θα άρωμεν την λυπηράν εντύπωσιν, ότι συνεργαζώμεθα μετά Κυβερνήσεως υπό Ανάθεμα διατελούσης». Ο δε Γεννάδιος, ως προεδρεύων της Συνέλευσης, είπε πως η απόφασή της: «είναι απόρροια των αγαθών προς την Εθνικήν Κυβέρνησιν διαθέσεων αυτής και […] είναι επιβεβλημένη προς ανακούφισιν της συνειδήσεως του Έθνους». Ο αρμόδιος βενιζελικός υπουργός των Εκκλησιαστικών εξέφρασε την μεγάλη ικανοποίηση της κυβέρνησής του, γιατί είχε ληφθεί χωρίς την παρέμβασή της, διατυπώνοντας με τον τρόπο αυτό υπαινιγμούς για τις πολιτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στη Σύνοδο της Αθήνας και τις συνθήκες υπό τις οποίες εκείνη είχε τελέσει το Ανάθεμα. Η απουσία εμφανούς παρέμβασης ή πίεσης από την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης για τη λήψη της απόφασης, δεν απαλλάσσει ωστόσο την απόφαση από τον πολιτικό της χρωματισμό και τη Συνέλευση από την πολιτική της εξάρτηση.

Εγκύκλιος, με την οποία κοινοποιείται η παύση της μνημόνευσης των μελών της βασιλικής οικογένειας και η αντικατάστασή τους από τα μέλη της «Εθνικής Κυβερνήσεως», δηλαδή της επαναστατικής κυβέρνησης του Βενιζέλου.

Η επικράτηση της βενιζελικής παράταξης, μετά τον Ιούνιο του 1917, δεν άφησε φυσικά ανεπηρέαστη τη διοίκηση της Εκκλησίας. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου, σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα από την ορκωμοσία της στην Αθήνα, έδρασε δυναμικά και εξέδωσε Νομοθετικό Διάταγμα «Περί Τροποποιήσεως του Καταστατικού της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Στο κείμενο του διατάγματος ήταν αποτυπωμένη με τον πλέον επίσημο τρόπο η αποδοκιμασία της βενιζελικής κυβέρνησης για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν η Σύνοδος στην Αθήνα και οι Επίσκοποι των επαρχιακών πόλεων, την πολιτική κρίση των ετών 1916 και 1917:

«Δεν εδίστασε δε η Ι. Σύνοδος σύσσωμος, εκμεταλλευομένη, υπέρ της πολιτικής μερίδος ην υπερήσπιζε, το θρησκευτικόν του λαού αίσθημα, να μεταχειρισθή το έσχατον και αποτρόπαιον εναντίον των πολιτικών αυτής αντιπάλων μέσον του αναθέματος, εις τούτο δε εξ ιδίας πρωτοβουλίας και εκ κακής διαθέσεως και πολιτικής εμπαθείας […] προβάσα και τελείως δια του καταδεδικασμένου μεσαιωνικού τούτου μέσου καταστιγματίσασα την άμεμπτον υπό των ιερών κανόνων και των πολιτειακών νόμων απαιτουμένην δράσιν και ενέργειαν εν τη κοινωνία της εκκλησίας. […] Το παράδειγμα τούτο της Ι. Συνόδου όλως αυθορμήτως και άνευ ειδικής αυτής εντολής ηκολούθησαν και οι πλείστοι των κατά τόπους επισκόπων, υπό παρομοίων ελατηρίων και παθών ορμώμενοι, συντελέσαντες ούτω και ούτοι συμπληρωματικώς εις την τελείαν κακοήθη εκμετάλλευσιν, αλλ’ ακριβώς και δια τούτου κατάπτωσιν του θρησκευτικού παρά τω λαώ αισθήματος. Ουδαμώς μετά ταύτα παράδοξος η αηδεστάτη κατωτέρων κληρικών θέα, πάντως τη ανοχή της ανωτέρας αυτών αρχής ηγουμένων αυτόχρημα εγκληματικών πράξεων και εαυτούς και ως ποταπά όργανα καθαρώς αγρίας κομματικής πάλης παρεχόντων».

Στο ίδιο διάταγμα, προβλεπόταν ακόμα η απαλλαγή από τα καθήκοντά τους και των πέντε μελών της Συνόδου, που αποφάσισε το Ανάθεμα και η αντικατάστασή τους από άλλους. Οι απομακρυνόμενοι αρχιερείς θα διέμεναν επιτηρούμενοι σε Μονές και οι Επισκοπές τους θεωρήθηκαν σχολάζουσες. Ο Αθηνών Θεόκλητος παρέμενε φρουρούμενος στη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Αίγινα. Από εκεί διαμαρτυρήθηκε για την απαλλαγή του από τα Συνοδικά του καθήκοντα και αμφισβήτησε τη νομιμότητα των μέτρων που είχαν ληφθεί εναντίον του: «Εγώ ουδέ υπό οιανδήποτε κατηγορίαν διατελώ, ουδέ έπαυσα να ήμαι Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, απέχων των προεδρικών καθηκόντων ουχί οικιοθελώς, αλλά προσωρινεί απαγορεύσει του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, διαβιβασθείση μοι άμα τη συγκροτήσει του νέου Υπουργείου, και δια της υπό της Αστυνομικής Αρχής παρεμποδίσεως εμού να προσέλθω εις το κατάστημα της Ιεράς Συνόδου κατά την έναρξιν υμών ως Συνοδικών».

Η Σύνοδος που συγκροτήθηκε, μετά την απομάκρυνση των αντιβενιζελικών αρχιερέων, ονομάστηκε ‘Αριστίνδην’ και τα μέλη της διορίστηκαν άμεσα από την κυβέρνηση. Σχετική γνωμάτευση για τα ληπτέα μέτρα παρείχε στην κυβέρνηση το φιλοβενιζελικό Εκκλησιαστικό Αρχιερατικό Συμβούλιο, σε συνεννόηση με τον Υπουργό των Εκκλησιαστικών Δίγκα, που είχε μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για επείγουσες διαβουλεύσεις μαζί του, στα τέλη Ιουνίου του 1917. Ο Δίγκας προσκόμισε προς συζήτηση προτάσεις για την επίλυση των εκκρεμών εκκλησιαστικών ζητημάτων, όπως ήταν η απομάκρυνση των αρχιερέων που τέλεσαν τα Αναθέματα και η παραπομπή τους σε δίκη, η ανάθεση της διακυβέρνησης των κενών εδρών σε Μητροπολίτες των Νέων Χωρών και η ένωση των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών με την Εκκλησία της Ελλάδος. Το τελευταίο από τα μέτρα αποσκοπούσε στην οριστική διαρρύθμιση των ορίων της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ώστε να συμπίπτουν με τα όρια του κράτους, πριν τεθεί σε εφαρμογή η  εκκλησιαστική πολιτική της κυβέρνησης. Στην εναρκτήρια συνεδρίαση της διορισμένης Συνόδου παραβρέθηκε και ο Δίγκας, ο οποίος, προδικάζοντας τις εξελίξεις, χαρακτήρισε τα απαλλαγέντα μέλη ως ένοχα και όχι απλά υπόλογα, έναντι των εκκλησιαστικών Κανόνων και των νόμων του κράτους. Το Εκκλησιαστικό Αρχιερατικό Συμβούλιο πρότεινε επίσης τον καταρτισμό «Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου» (ΑΕΔ), που θα δίκαζε τους αρχιερείς που ενεπλάκησαν στα Αναθέματα. Το δικαστήριο αυτό συστάθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα της 11ης Ιουλίου 1917 και όλα τα μέλη του πρόσκεινταν πολιτικά στη παράταξη των Φιλελευθέρων· το απάρτιζαν ορισμένοι από τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του επιλέχτηκαν από τους ιεράρχες των Νέων Χωρών και συγκεκριμένα, διορίστηκαν σ’ αυτό όλα τα μέλη του φιλοβενιζελικού Αρχιερατικού Συμβουλίου της Θεσσαλονίκης.

Τις μηνύσεις εκ μέρους της κυβέρνησης υπέβαλλε ο ίδιος ο Δίγκας και αφορούσαν τριάντα ένα Μητροπολίτες και Επισκόπους, τόσο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, όσο και των Νέων Χωρών. Οι κατηγορίες εστίαζαν στην υποστήριξη που παρείχαν οι υπόδικοι στους αντίπαλους των Φιλελευθέρων και στην ανάμιξή τους «εις κοσμικάς φροντίδας», δηλαδή τις κομματικές διαμάχες, κορύφωση της οποίας υπήρξε η τέλεση, στην Αθήνα και την επαρχία, Αναθεμάτων και αφορισμών στον Βενιζέλο και τους οπαδούς του. Κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του, το ΑΕΔ συνεδρίασε συνολικά πενήντα φορές, από τις 2 Αυγούστου μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 1917. Παρών στις περισσότερες εργασίες του ήταν και ο Αμίλκας Αλιβιζάτος, που εκτελούσε χρέη Βασιλικού Επίτροπου στην Ιερά Σύνοδο. Την ίδια περίοδο, απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του ο διορισμένος από τη κυβέρνηση του Βενιζέλου και μέχρι τότε Βασιλικός Επίτροπος Μιχαήλ Γαλανός, βαρυνόμενος με τη μομφή ότι υπέγραψε το πρακτικό της Συνόδου για το Ανάθεμα. ‘Απολογούμενος’ ο Γαλανός, , υποστήριξε ότι πολλές φορές εξέφρασε την αντίθεσή του στη συμμετοχή της Συνόδου στο Ανάθεμα και πρότεινε στον Θεόκλητο να ζητήσει τη μεσολάβηση του βασιλιά για την προστασία της Συνόδου από τις πιέσεις των Επιστράτων. Συμπλήρωσε ότι η υπογραφή του Βασιλικού Επίτροπου ήταν τυπική και υποχρεωτική και επομένως, άνευ ουσιαστικής σημασίας· ωστόσο, τα επιχειρήματά του δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν την αποπομπή του. Ο Γαλανός αποπέμφθηκε από τη θέση του, τον Αύγουστο του 1917, από τον ίδιο τον Βενιζέλο με δηλώσεις του τελευταίου στον Τύπο. Ο Γαλανός αυτοπροσδιοριζόμενος πολιτικά, είπε ότι ήταν χριστιανός φιλελεύθερων αρχών. Ως ανακριτές διορίστηκαν αρχιερείς και τους ανατέθηκε η σύνταξη του κατηγορητηρίου, με βάση τις μηνύσεις του Δίγκα. Αυτοί μετέβησαν στις έδρες ή στις Μονές, όπου τελούσαν υπό περιορισμό οι υπόδικοι και έλαβαν τις απολογίες τους και άλλες μαρτυρικές καταθέσεις. Με βάση αυτά τα στοιχεία συνέταξαν ανακριτικές εκθέσεις και έκριναν κατ’ αρχήν βάσιμες τις κατηγορίες εναντίον όλων των κατηγορουμένων.

Επιστολή, υπογεγραμμένη από τον Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, με την οποία ανατίθεται στον Κασσανδρείας Ειρηναίο η διεξαγωγή ανακρίσεων εις βάρος αρχιερέων, που κατηγορούνται «επί αναμίξει εις κοσμικάς φροντίδας», δηλαδή για την τέλεση Αναθεμάτων.

Τα πέντε μέλη της Συνόδου κατηγορούνταν για την αντικανονικότητα του Αναθέματος,  για ανάμιξη στην πολιτική διαμάχη, για συνεργασία με τους συλλόγους των Επιστράτων, για τη διατύπωση του Αναθέματος, με παραβίαση της σχετικής διαδικασίας, για παραβίαση του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας και ανυπακοή στη κυβέρνηση, για ανάμιξη στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του κράτους, για κατάπτωση του θρησκευτικού γοήτρου, για τη διαταγή τέλεσης Αναθεμάτων και στις επαρχιακές πόλεις, για πολιτικά ελατήρια των επιστολών που απεστάλησαν στην παπική, αγγλικανική και ρωσική εκκλησία και τέλος, για την ανακοίνωση του Αναθέματος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η μοναδική περίπτωση συγκρότησης εκκλησιαστικού δικαστηρίου για αρχιερείς, που υπάρχουν δημοσιευμένα, έστω και σε περίληψη, τα πρακτικά του. Η δημοσίευση προφανώς εξυπηρετούσε την απαξίωση των κατηγορούμενων στη συνείδηση της κοινής γνώμης της εποχής.

Πρώτος παρουσιάστηκε ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, ο οποίος κατέθεσε απολογητικό υπόμνημα. Αρχικά, αμφισβήτησε τη νομιμότητα του δικαστηρίου και επιτέθηκε στην κυβέρνηση για τα νομοθετικά μέτρα που έλαβε. Θεωρούσε ότι η ‘Αριστίνδην’ Σύνοδος ήταν παράνομη και προϊόν αντισυνταγματικών και αυθαίρετων νομοθετημάτων της βενιζελικής κυβέρνησης. Επίσης, δεν αναγνώρισε το κύρος της Βουλής, που ψήφισε αυτούς τους νόμους, χαρακτηρίζοντάς την παράνομη. Ζήτησε την εξαίρεση εκείνων των ιεραρχών, εναντίον των οποίων διεξήγαγε ανακρίσεις η Ιερά Σύνοδος, από τα τέλη του 1916 και συγκεκριμένα, του Θεσσαλονίκης Γεννάδιου, του Μυτιλήνης Κύριλλου και του Σισανίου Ιερόθεου. Επικαλέστηκε και πολλούς άλλους λόγους, που άπτονταν του εκκλησιαστικού δικαίου, για να προσβάλλει το κύρος και τη νομιμότητα του ΑΕΔ. Οι μομφές του εναντίον της κυβέρνησης προκάλεσαν την άμεση αντίδραση του Υπουργού των Εκκλησιαστικών. Ο Δίγκας ζήτησε αντίγραφο του υπομνήματος του Θεόκλητου, γιατί θεώρησε ότι περιελάμβανε εκφράσεις που πρόσβαλλαν το πολιτικό καθεστώς και προειδοποίησε για μελλοντική παραπομπή του στο Στρατοδικείο. Ο Θεόκλητος, απαντώντας στο εις βάρος του κατηγορητήριο, δεν το αποδέχτηκε και προσπάθησε να το αναιρέσει, υπερασπιζόμενος τις επιλογές της φιλοβασιλικής Συνόδου, στην οποία προέδρευε. Όσον αφορά δε στο Ανάθεμα, πίστευε ότι δεν αποτελούσε ανάμιξη στις πολιτικές διαμάχες, αλλά απλώς εκδήλωση της νομιμοφροσύνης προς την επίσημη κυβέρνηση του κράτους και στρεφόταν εναντίον του Βενιζέλου και όχι της παράταξης των Φιλελευθέρων στο σύνολό της. Κάλεσε επίσης το δικαστήριο να μην υποδουλώσει την Εκκλησία στο κράτος, με την έκδοση της τελικής ετυμηγορίας του.

Από τους υπόλοιπους Συνοδικούς, διαλλακτική τακτική ακολούθησαν οι Φωκίδος και Κεφαλληνίας, σε αντίθεση με τον Λαρίσης και τον Ηλείας, που απουσίαζαν από τις συνεδριάσεις και υπέβαλλαν έγγραφες απολογίες. Πάντως, ανεξάρτητα από την υπερασπιστική τακτική που επέλεξαν, κοινό γνώρισμα όλων των επιχειρημάτων τους ήταν η επίκληση των κινδύνων που διέτρεχε η ζωή τους από τα φανατισμένα πλήθη και τις ασφυκτικές πιέσεις, που υφίσταντο από τους Επίστρατους. Αφού ολοκληρώθηκαν οι απολογίες τους, ο Κασσανδρείας Ειρηναίος που εκτελούσε χρέη δικαστή, συσχέτισε εύστοχα την τέλεση του Αναθέματος με τις εκτιμήσεις των ιεραρχών για την πολιτική κατάσταση εκείνης της περιόδου· εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι «οι κατηγορούμενοι προέβησαν εις το ανάθεμα, ίνα αρέσωσι τω βασιλεί και το φοβερώτερον, ότι μετά τόσου θάρρους προέβησαν εις τούτο, διότι μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα, την καταστροφήν του φιλελευθέρου τύπου και τα φλογερά άρθρα του αντιθέτου τύπου, εσχημάτισαν την εντύπωσιν ότι ο Βενιζέλος ήτο νεκρός πολιτικώς και έρριπτον λίθον επί νεκρού, κατ’ αυτούς, σώματος. Μεγαλυτέρα ασέβεια δεν υπάρχει. Ο Άγιος Αθηνών είναι επιφυλακτικός και εν επί τοις εκατόν, εάν ήλπιζε να έλθη ο κ. Βενιζέλος, δεν θα προέβαινε». Στην περίπτωση του Αθηνών Θεόκλητου, επιχειρήθηκε και η ηθική του απαξίωση, καθώς το 1918, του αφαιρέθηκε το παράσημο του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος και διαγράφηκε από τους τιτλούχους του Τάγματος.

Αφού μελετήθηκαν οι απολογίες, όλοι οι Συνοδικοί κρίθηκαν ένοχοι των κατηγοριών, αλλά επιβλήθηκαν επιεικέστερες ποινές στους Επισκόπους Φωκίδος και Κεφαλληνίας γιατί επέδειξαν μεταμέλεια. Οι καταδικασθέντες Συνοδικοί δεν κατέγραψαν τις αναμνήσεις τους από τα γεγονότα αυτά και δεν έχει διασωθεί η δική τους μαρτυρία για τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις ποινές τους. Εξαίρεση αποτελεί ίσως ένα χειρόγραφο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Επισκόπου Λαρίσης Αρσένιου Αφεντούλη. Σ’ αυτό, ο Αρσένιος, αν και είχαν περάσει πολλά χρόνια, περίεγραψε, με εκτενείς αναφορές, τις ταλαιπωρίες του μετά την καταδίκη του. Θυμόταν, μεταξύ άλλων ότι: «Τον Ιούλιον του έτους 1917 προ της διαδικασίας μας μετά του Μητροπολίτου Αθηνών Θεοκλήτου και του Επισκόπου Ηλείας Δαμασκηνού εξωρίσθην εις την Ι. Μονήν της Παναγίας εις την νήσον Αίγιναν. Κατά Ιούλιον του έτους 1918 συλληφθείς υπό ενόπλων χωροφυλάκων και φυλακισθείς παρεπέμφθην μετά εικοσαήμερον εις το Στρατοδικείον υπό συνοδείαν ενόπλων χωροφυλάκων εις Λάρισαν. Μετά την υπ’ αυτού πανηγυρικήν αθώωσίν μου κατ’ Αύγουστον ιδίου έτους απηλάθην εις την Νήσον Αμοργόν Κυκλάδων. Τον Νοέμβριον του έτους 1919 υπό συνοδείαν ενόπλων χωροφυλάκων μετεφέρθην ως εξόριστος εις την εν Ζακύνθω Ι. Μονήν του Αγίου Διονυσίου, οπόθεν απεστάλην εις την ερημόνησον Στροφάδων. Εκείθεν κατά Μάιον του 1920, ασθενήσας, αποφάσει της Ι. Συνόδου μετεφέρθην εις Ζάκυνθον εν τη Ι. Μονή Αγίου Διονυσίου».

Η λήξη των εργασιών του Δικαστηρίου, για το έτος 1917, σύμφωνα με τη βενιζελική προσέγγιση των πραγμάτων, σήμαινε για την Εκκλησία της Ελλάδος την ‘εξυγίανσή’ της, η κυβέρνηση εξέφρασε την ευαρέσκεια της και υποσχέθηκε την αμέριστη συμπαράστασή της για την εκκλησιαστική ‘ανόρθωση’, προσανατολισμένη εντός των πλαισίων που είχαν τεθεί από το 1914.

Αξίζει να επισημανθεί επίσης ο τρόπος διαχείρισης της μνήμης αυτών των γεγονότων από τους άμεσα εμπλεκόμενους, δηλαδή τους δικαστές και τους κατηγορούμενους. Σχεδόν στο σύνολό τους οι κληρικοί απέφευγαν να αναφερθούν δημόσια σε αυτά τα συμβάντα και να υπερασπιστούν τις επιλογές τους, φανερώνοντας την αμηχανία τους για τους ρόλους τους, είτε στα Αναθέματα, είτε στη λειτουργία του Ανώτατου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου. Οι μόνες περιπτώσεις ιερέων που υπεραμύνθηκαν με συγγράμματά τους, της συμμετοχής τους στα Αναθέματα ήταν του Πολύκαρπου Ζάχου, τότε ιεροκήρυκα Δημητριάδος, ο οποίος, το 1917, εξέδωσε το βιβλίο «Το Ανάθεμα των Προδοτών και η ιερότης της βασιλείας» και του Γερμανού Ρουμπάνη, τότε Διευθυντή της Ιερατικής Σχολής Τρίπολης, ο οποίος, το 1958, ως Μητροπολίτης πλέον Μαντινείας και Κυνουρίας, εξακολουθούσε να δικαιολογεί τα Αναθέματα και την προσωπική του εμπλοκή σ’ αυτά.

Ήταν κοινή η εκτίμηση τόσο των δικαστών, όσο και της πολιτικής ηγεσίας ότι οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια και δεν τους επιβλήθηκαν  εξοντωτικές ποινές. Μάλιστα, προκλήθηκαν και αντιδράσεις από μερίδα του Τύπου, που επιθυμούσε ακόμα αυστηρότερη αντιμετώπισή τους. Οι δικαστές ωστόσο κάνοντας τον επίσημο απολογισμό της εργασίας τους, την αξιολόγησαν ως δίκαιη. Όσον αφορά στην αμεροληψία της διαδικασίας θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κυβερνητική παρουσία ήταν συνεχής, μέσω του κυβερνητικού Επιτρόπου Αμίλκα Αλιβιζάτου, στις συνεδριάσεις. Δεν παρατηρήθηκαν ωστόσο εμφανείς παρεμβάσεις στο έργο των δικαστών. Οι αδυναμίες  της εντοπίζονται περισσότερο στα πολιτικά φρονήματα των ίδιων των δικαστών-αρχιερέων και λιγότερο στις άμεσες πιέσεις της πολιτικής εξουσίας. Άλλωστε, η ίδια η σύνθεση των δικαστών και των ανακριτών εξασφάλιζε εκ των προτέρων τις επιθυμητές ετυμηγορίες και καθιστούσε περιττές τις απροκάλυπτες και έξωθεν παρεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά βέβαια, πρέπει να τονιστεί πως το δικαστήριο δημιουργήθηκε με την πολιτική βούληση του κόμματος των Φιλελευθέρων και εξυπηρετούσε την επιθυμία του να λειτουργήσουν οι επιβληθείσες ποινές αποτρεπτικά για την εμφάνιση παρόμοιων φαινομένων και στο μέλλον. Η πλέον σημαντική όμως παράμετρος ήταν η απομάκρυνση εκείνων των ιεραρχών που θα μπορούσαν να αντιπολιτευθούν την κυβέρνηση στην εφαρμογή της εκκλησιαστικής της πολιτικής και κυρίως στη μεταβολή της ηγεσίας στην εκκλησιαστική διοίκηση. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ο Θεόκλητος και οι υπόλοιποι Συνοδικοί εξέφραζαν στο εκκλησιαστικό επίπεδο τις αντίστοιχες δυνάμεις του παλαιοκομματισμού στο πολιτικό και η απομάκρυνσή τους κρινόταν αναγκαία προϋπόθεση της εκκλησιαστικής ‘ανόρθωσης’.

Συμπερασματικά, η σύσταση και λειτουργία του Ανώτατου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου αποτελούσε ένα τμήμα μόνο της πρώτης περιόδου των ‘εκκαθαρίσεων’ σε διάφορους τομείς του κρατικού μηχανισμού (δημόσιος τομέας, δικαιοσύνη και στρατός), στις οποίες προέβη η βενιζελική κυβέρνηση, μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα. Η πολιτική των ‘εκκαθαρίσεων’ αξιολογήθηκε ως απαραίτητη για δύο κυρίως λόγους, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ερμηνευτικό εργαλείο για να γίνει αντιληπτή η στάση της κυβέρνησης και στο χώρο της Εκκλησίας: α) εγγυόταν την απαλλαγή όσων ιεραρχών οι ιδέες δυσχέραιναν την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος, παραμένοντας πιστοί στον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο και β) εξοικονομούσε επισκοπικές θέσεις για την στελέχωσή τους με υποστηρικτές των Φιλελευθέρων, που θα λειτουργούσαν επικουρικά στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η καινοτομία της πολιτικής των ‘εκκαθαρίσεων’, έτσι όπως υλοποιήθηκε στην Εκκλησία και η διαφοροποίηση σε σχέση με τον τρόπο που εφαρμόστηκε στους κρατικούς τομείς, ήταν ότι ανατέθηκε από την Πολιτεία στους ίδιους τους κληρικούς, οι οποίοι ανέλαβαν το βάρος και την ευθύνη της εφαρμογής της. Η βούληση της κυβέρνησης ήταν να δώσει στους φιλοβενιζελικούς αρχιερείς μία αίσθηση ελευθερίας κινήσεων και σχετικής ανεξαρτησίας στην εκδίκαση των υποθέσεων, παρουσιάζοντας εν τέλει τις καταδικαστικές αποφάσεις ως έργο της ίδιας της Εκκλησίας και όχι δικό της.

Οι μνήμες από το Ανάθεμα εναντίον του Βενιζέλου παραμένουν ανθεκτικές στην εσωτερική πολιτική ζωή, ιδιαίτερα σε πριόδους πόλωσης ή σύγκρουσης της πολιτικής με την εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και στη συλλογική εκκλησιαστική συνείδηση· ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, στις 2 Απριλίου 2000, αποδοκίμασε την ανάμιξη της Εκκλησίας στις πολιτικές διαμάχες του Εθνικού Διχασμού: «Σκέφτομαι ότι θα έπρεπε κάποτε η Εκκλησία να ζητήσει συγγνώμη από τον λαό για την ανάμειξή της στις πολιτικές διαμάχες του αιώνος που πέρασε και ειδικότερα για την ανάμειξή της στον διχασμό ο οποίος ταλάνισε τον Ελληνισμό κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του. Ήταν πραγματικό λάθος να αποφασίζονται αναθέματα για πολιτικούς λόγους και η Εκκλησία να χρησιμοποιείται, κατά κάποιον τρόπο, για να επενδύουν επάνω εις αυτήν οι διάφοροι πολιτικοί άνδρες τις δικές τους επιδιώξεις».

Ο Θεοδόσης Τσιρώνης είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ..

Σημείωση: το κείμενο αντλεί στοιχεία από τη διδακτορική διατριβή του γράφοντος. Στη συνέχεια, παρατίθενται βασικές πηγές και βιβλιογραφία:

 

Πηγές

 Α. Αδημοσίευτες πηγές

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Αθήνας

Αρχείο Πατριωτικής Ενώσεως

Ίδρυμα Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και της αντίστοιχης εθνικής περιόδου

Ιστορικό Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου

Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων

Αρχείο Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου Παντολέοντος

Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης

φάκ. 15/10, Ιερά Μητρόπολις Κασσανδρείας

φάκ. 69/8, υποφ. Γ1λστ´, Εκκλησιαστικόν Αρχιερατικόν Συμβούλιον

Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

φάκ. 1.7, Μητροπολίτης Θεόκλητος Μηνόπουλος

φάκ. 1.37, Ενοριακά-Εφημεριακά (1909-1961)

φάκ. 1.42, Διάφορα (1915-1923)

φάκ. 1.59, Καταγγελίαι (1906-1920)

φάκ. 1.79, Ιεροκήρυκες (1838-1964)

φάκ. 12, Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, Επισκοπικά (1883-1941), υποφ. 3 και υποφ. 6

φάκ. 13, Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης, Μητροπολίτες Φώτιος και Ιωακείμ (1918-1936)

φάκ. 40, Ιερά Μητρόπολις Λαρίσης, Επισκοπικά (1882-1940)

φάκ. 70, Ιερά Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης, Μητροπολίτου Σπάρτης καταγγελλομένου (1902-1925)

φάκ. Θέματα Συνόδου (1915-1919), υποφ. έτους 1916 και υποφ. ετών 1917-1919

φάκ. Εθνικά-Πολεμικά Θέματα (1834-1949)

Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών

1914, φάκ. Β/35, (Γενικά Εκκλησιαστικά Ζητήματα)

1916, φάκ. Β/35, υποφ. 1, (Γενικά Εκκλησιαστικά Ζητήματα)

1917, φάκ. Β/35, υποφ. 2, (Γενικά Εκκλησιαστικά Ζητήματα)

Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα

Κώδικας Αλληλογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Κασσανδρείας, β´ τόμ. (1914-1925)

Περιοδικά

Γρηγόριος ο Παλαμάς, 1917-1918, Εκκλησιαστικός Κήρυξ, 1914-1915

Ζωή, 1913, 1915, 1917-1918

Εφημερίδες

Εμπρός, 1916

Β. Δημοσιευμένες πηγές

Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι (1901-1933), α´ τόμ., Αθήνα 1955.

Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι (1934-1956), β´ τόμ., Αθήνα 1956.

Ανώτατον Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, Απόφασις Καταδίκης των Μελών της Ιεράς Συνόδου της ΞΑ´ Περιόδου, Έκδοσις «Πατριωτικής Ενώσεως», Αθήνα 1917.

Έγγραφα επί του ζητήματος της παύσεως του Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου και του διορισμού των καθηρημένων και εκπτώτων Επισκόπων (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1920), Αθήνα 1920.

Πρακτικά της εν Θεσσαλονίκη συγκληθείσης Συνελεύσεως των Ιεραρχών της Ν. Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1917.

ΦΕΚ 11ης Ιουλίου 1917.

Φύλλον Εφημερίδος της Προσωρινής Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος 1ης Ιουνίου 1917.

Γ. Βιβλιογραφία

Αγγελόπουλος Αθανάσιος Αν., Η εκκλησιαστική ιστορία των Νέων Χωρών (1912-1928), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, κε´ τόμ., Θεσσαλονίκη 1981.

Αγγελόπουλος Αθανάσιος Αν., Εκκλησιαστική Ιστορία. Η Εκκλησία των Νέων Χωρών, Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991.

Αγγελόπουλος Αθανάσιος Αν., Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1995.

Αγγελόπουλος Αθανάσιος Αν., Εκκλησιαστική ιστορία. Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (εικοστός αιώνας), Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

Αλεξιάδης Γεννάδιος (Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης), «Η Εκκλησία των Νέων Χωρών», ΓΠ, 145, (Ιανουάριος 1928), 14-26, 146, (Φεβρουάριος 1928), 55-63 και 147, (Μάρτιος 1928), 103-120.

Αλιβιζάτος Αμίλκας, Η εν τω ελληνικώ κράτει εκκλησιαστική πολιτική, Λόγος εκφωνηθείς εντολή της Συγκλήτου εν τη αιθούση των τελετών του Πανεπιστημίου τη 30 Ιανουαρίου 1932 επί τη εορτή των Τριών Ιεραρχών και τω κατ’ αυτήν τελεσθέντι μνημοσύνω των ιδρυτών, ευεργετών και καθηγητών του Πανεπιστημίου, Αθήνα 1932.

Αλιβιζάτος Αμίλκας, «Εκκλησία και πολιτική», Ελεύθερον Βήμα, 31 Οκτωβρίου 1934, σσ. 1-2.

Αναστασιάδης Γιώργος-Χεκίμογλου Ευάγγελος, Δημήτριος Γ. Δίγκας (1876-1974). Η ζωή και το έργο του Μακεδόνα Υπουργού, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002.

Ατέσης Βασιλείος Γ. (Μητροπολίτης πρ. Λήμνου), Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, β´ τόμ., Αθήνα 1953.

Ατέσης Βασίλειος Γ. (Μητροπολίτης πρ. Λήμνου), Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, γ´ τόμ., Αθήνα 1969.

Βαλάκου-Θεοδωρούδη Μαλαματή, Πολιτικές και Συνταγματικές πτυχές του καθεστώτος των Νέων Χωρών, Εκδόσεις Επέκταση, Κατερίνη 2003.

Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910-1920, α´ τόμ. και β´ τόμ., Ίκαρος, Αθήνα 1970.

Χουρμούζιος Σ. Χρ., Τα κατά την 18ην και 19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα, Λονδίνο.

Δέλτα Πηνελόπη Σ., Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος. Ημερολόγιο-Αναμνήσεις-Μαρτυρίες-Αλληλογραφία, Π. Α. Ζάννας (επιμ.), Ερμής, Αθήνα 1978.

Δραγούμης Φίλιππος Στεφ., Ημερολόγιο. Διχασμός (1916-1919), Μάρκος Φ. Δραγούμης (επιμ.), Εκδόσεις ‘‘Δωδώνη’’, Αθήνα-Γιάννινα 1995.

Edgar William, «Οι εκκαθαρίσεις του 1917: η σημασία τους για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Βενιζέλου», στο Θάνος Βερέμης και Οδυσσέας Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1980, σσ. 519-550.

Ευστρατιάδης Σωφρόνιος (πρώην Μητροπολίτης Λεοντοπόλεως), «Η Συνέλευσις των Ιεραρχών», ΓΠ, 1, (1917), 1-138 και 178-190.

Ευστρατιάδης Σωφρόνιος (πρώην Μητροπολίτης Λεοντοπόλεως), «Το εν Αθήναις Ανώτατον Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον», ΓΠ, 1, (1917), 569-576, 666-680, 689-703 και 772-786.

Frazer J. G., «The Cursing of Venizelos», Folklore, κβ΄ τόμ., 2, (30 Ιουνίου 1917), 133-140.

Γαλανόπουλος Μελέτιος Ευάγ., Εκκλησιαστικαί Σελίδες Λακωνίας, Αθήνα 1939.

Γαλανός Μιχαήλ Ι., «Η απολογία μου. Πως έχουν τα πράγματα», ΓΠ,  1, (1917), 704-713.

Γατόπουλος Δ., Ανδρέας Μιχαλακόπουλος (1875-1938), Εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1947.

Καραγιάννης Γιώργος Ν., Εκκλησία και κράτος (1833-1997). Ιστορική επισκόπηση των σχέσεών τους, Εκδόσεις ‘‘Το Ποντίκι’’, Αθήνα.

Καραγιάννης Γιώργος Ν., Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, Προσκήνιο, Αθήνα 2001.

Καραθανάσης Αθανάσιος – Τριανταφυλλίδης Γεώργιος, Η Επισκοπική Σύνοδος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (19ος-20ός αιώνας), Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1994.

Καταπόδης Πάνος, Βεελζεβουλικά. Σάτυραι κατά του Βεελζεβούλ Βενιζέλου, Αθήνα 1931.

Κολτούκη Πελαγία Γ., Ο κώδικας αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Κασσανδρείας (1907-1925), ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1997.

Κονιδάρης Γεράσιμος Ι., «Ανάθεμα κατά Βενιζέλου», ΘΗΕ, β´ τόμ., Αθήνα 1963, σσ. 474-477.

Κονιδάρης Γεράσιμος Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήνα 1970.

Κονιδάρης Ι. Μ., «Η συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στα εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής του», στο Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως νομικός. Η συμβολή του στην αναμόρφωση του ελληνικού δικαίου, Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών ‘‘Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος’’, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σσ. 149-172.

Κοντογιώργος Χριστόφορος, Τα παρασκήνια του Αναθέματος, Αθήνα 1917.

Κούρκουλας Κωνσταντίνος, «Γαλανός Μιχαήλ», ΘΗΕ, δ´ τόμ., Αθήνα 1964, σσ. 155-157.

Κρανιωτάκης Ν., «Ο διωγμός», Η Καθημερινή, 8 Απριλίου 1924, σ. 1.

Κυράτσος Διονυσίος Κ., Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα, Δράμα 1995.

Λεβίδης Νικόλαος, Τα κατά της Εκκλησίας τολμηθέντα, Αθήνα 1921.

Λευκοπαρίδης Ξ. (επιμ.), Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα (1906-1940), Βιβλιοπωλείον της ‘‘Εστίας’’, 1956.

Λιναρδάτος Σπύρος, Πως εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Θεμέλιο, Αθήνα 1988.

Λογοθετόπουλος Κ., Ιδού η Αλήθεια, Αθήνα 1948.

Μανωλιδάκης Γιάννης, Ελευθέριος Βενιζέλος. Η άγνωστη ζωή του, Εκδόσεις «Γνώση», 1985.

Mavrogordatos George Th., Stilborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece (1922-1936), University of California Press, Berkeley-Los Angeles-London 1983.

Μουρέλος Γιάννης, Τα ‘‘Νοεμβριανά’’ του 1916. Από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006.

Νανάκης Ανδρέας, Η Εκκλησία και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.

Πανώτης Αρ., «Γερμανός ο Μαυρομμάτης. Μητροπολίτης πρώην Δημητριάδος», ΘΗΕ, δ´ τόμ., Αθήνα 1964, σσ. 403-406.

Παπαδάκης Χρυσόστομος, Το ανάθεμα του Βενιζέλου και ο Άγιος Νεκτάριος, στην ιστοσελίδα: http://www.kairatos.com.gr/afieromata/anathemavenizeloy.htm (ανάκτηση: 9 Νοεμβρίου 2019).

Παπαγεωργίου Νίκη Η., Η Εκκλησία στη νεοελληνική κοινωνία. Γλωσσοκοινωνιολογική ανάλυση των εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.

Πλουμίδης Γιώργος, «Αντιβενιζελικά φυλλάδια και η πολιτική τους (1910-1935)» στο Θάνος Βερέμης και Οδυσσέας Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1980, σσ. 605-631.

Πρίντζιπας Γιώργος Θ., Οι μεγάλες κρίσεις στην Εκκλησία. Πέντε σταθμοί στις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Εκδόσεις Προσκήνιο-Άγγελος Σιδεράτος, Αθήνα 2004.

Ψυχογιού Ελένη, «Το Ανάθεμα στην ελληνική λαογραφία», Ε-Ιστορικά, 274, (24 Φεβρουαρίου 2005), 36-41.

Ρήγος Άλκης, Η Β´ Ελληνική Δημοκρατία (1924-1935). Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, Θεμέλιο, Αθήνα 1992.

Σοϊλεντάκης Νικόλαος Π., «Το κύρος του Αναθέματος κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου (ανέκδοτα στοιχεία)», Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου, τόμος 44ος, (2004), 721-741.

Σπεράντζας Θεοδόσιος Κ., «Ελευθέριος Βενιζέλος», ΘΗΕ, γ´ τόμ., Αθήνα 1963, σσ. 804-808.

Στεφάνου Στέφανος Ι. (επιμ.), Ελευθερίου Κ. Βενιζέλου Πολιτικαί υποθήκαι ανθολογήσαι από τα κείμενα αυτού, β΄ τόμ., Αθήνα 1969.

Στράγκας Θεοκλήτος Α., Κάτοπτρον σχέσεων αντιμαχομένων Εκκλησίας και Πολιτείας (1817-1967), Αθήνα 1967.

Στράγκας Θεοκλήτος Α., Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών (1817-1967), α´ τόμ., Αθήνα 1969, β´ τόμ., Αθήνα 1970.