Skip to main content

Αρετή Τούντα-Φεργάδη: «Η Ελλάς ομοιάζει με άνθρωπον τον οποίον γυμνώνουν και τον δένουν χειροπόδαρα»: από την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (1916 – 1917).

Αρετή Τούντα-Φεργάδη

«Η Ελλάς ομοιάζει με άνθρωπον τον οποίον γυμνώνουν και τον δένουν χειροπόδαρα»: από την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης στην   εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (1916 – 1917).

 

Στα τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου 2017, συμπληρώνονται ακριβώς εκατό χρόνια από τη στιγμή, που η χώρα μας, η Ελλάδα, εισήλθε επισήμως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έναν πόλεμο, στον οποίο ο ανταγωνισμός των δύο αντίπαλων συνασπισμών του ευρωπαϊκού συστήματος, της Τριπλής Συμμαχίας και της Τριπλής Συνεννόησης, ενέπλεξε την ανθρωπότητα  στη μεγαλύτερη «βιομηχανοποιημένη μαζική σφαγή», από καταβολής κόσμου.  Έναν πόλεμο, τον οποίο οι Ηγεμονικές Δυνάμεις της εποχής εκείνης δεν απέτρεψαν, παρότι σήμερα είναι γενικώς αποδεκτό πως είχαν τη δυνατότητα. Απλώς, δεν επιδίωξαν την αποφυγή του, ονειρευόμενες, η κάθε μια για τον εαυτό της, τη μεγιστοποίηση των κερδών της και την επιβολή της ισχύος της σε πλανητικό επίπεδο.

Αυτή την πολιτική των Δυνάμεων κατηγορούσε το Σοσιαλιστικό κόμμα της Γαλλίας με το Μανιφέστο, που δημοσιευόταν στην ημερήσια εφημερίδα του Παρισιού L’ Humanité, της 30ής Ιουλίου 1914, όταν μιλούσε για την «θεμελιώδη αναρχία του κοινωνικού συστήματος», για «αποικιακές» βλέψεις, για «δολοπλοκίες και βιαιότητες του ιμπεριαλισμού […που] δημιούργησαν εδώ και δέκα χρόνια μέσα σ’ όλη την Ευρώπη μια διαρκή ένταση, έναν σταθερό και αυξημένο κίνδυνο πολέμου».

 Όντως, ο πόλεμος ξέσπασε το καλοκαίρι του 1914, μετά τη διπλή δολοφονία, στο Σαράγιεβο της Βοσνίας, του διαδόχου του αυστροουγγρικού θρόνου, αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του. Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις πως θα ήταν σύντομος, κατέστη παγκόσμιος αφ’ ης στιγμής Μ. Βρετανία και Γαλλία ενέταξαν στο στρατιωτικό τους δυναμικό άνδρες, η μεν πρώτη από τις αυτοκυβερνώμενες πολιτείες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η δε δεύτερη από τις αποικίες της στη νότια και βόρεια Αφρική. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο πόλεμος επεκτάθηκε με την εμπλοκή μικρών και μεγάλων Δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Ιαπωνίας, στο ανατολικό και στο δυτικό μέτωπο. Τον Απρίλιο δε του 1917 εισήλθαν και οι ΗΠΑ στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, παρασπονδώντας, προς στιγμή, από την απομονωτική τους πολιτική.

 Στη διάρκεια του πολέμου η Ελλάδα δεν έμεινε αμέτοχη. Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική της θέση ήταν επόμενο να προσελκύουν τις αντιμαχόμενες στην παγκόσμια σύρραξη παρατάξεις, οι οποίες την ενέπλεξαν, τελικώς, και επισήμως στις πολεμικές επιχειρήσεις. Εξόχως αποκαλυπτικό, για τη θέση της Ελλάδας εκείνη την τραγική περίοδο, είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την αθηναϊκή εφημερίδα Εμπρός της 30ής Αυγούστου 1916 (π.ημ.), σε περίοδο, που η κατάσταση στη χώρα είχε οξυνθεί επικινδύνως και λόγω της εισβολής των βουλγαρικών στρατευμάτων στη Μακεδονία, λίγες μέρες νωρίτερα, κατόπιν γερμανικής προτροπής: «Η Ελλάς ομοιάζει με άνθρωπον τον οποίον γυμνώνουν και τον δένουν χειροπόδαρα, αφίνοντας αυτόν χαμαί όπως τον φάγουν οι ποντικοί και τα έντομα, χωρίς το μέσον ν’ αμυνθή υπέρ της σωτηρίας του».

Η δεινή θέση, στην οποία βρισκόταν η χώρα είναι γνωστό πως οφειλόταν και στην αντιπαράθεση των δύο κορυφαίων ηγετών της ελληνικής πολιτικής σκηνής, του Ελευθερίου  Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, ως προς τη συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διχοστασία η οποία εντάθηκε, κυρίως, από τον Φεβρουάριο του 1915 και ύστερα. Η διχογνωμία τους υποδαυλιζόταν και από την ασκούμενη πολιτική των δυο κυρίαρχων, αντιμαχόμενων συνασπισμών του ευρωπαϊκού στερεώματος, της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ, Γαλλία-Βρετανία-τσαρική Ρωσία) και της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Η διακηρυγμένη ευμενής ουδετερότητα της Ελλάδας σε σχέση με τον Πόλεμο δεν είχε σταθεί απαγορευτικός παράγοντας για τη χρήση του εδάφους της και των θαλάσσιων οδών της από τα ξένα στρατεύματα και τα ξένα, πολεμικά πλοία και υποβρύχια, όπως θα έπρεπε. Οι Δυνάμεις της Συνεννόησης, στην προσπάθειά τους να εξυπηρετήσουν τα επιχειρησιακά τους σχέδια, δεν δίστασαν να καταλάβουν νησιά του Αιγαίου πελάγους, τα οποία χρησιμοποίησαν και ως βάσεις ανεφοδιασμού. Επισήμως, όπως στη Διακοίνωση της 8/21 Ιουνίου 1916, διακήρυτταν πως δεν απαιτούσαν από την Ελλάδα να εγκαταλείψει την ουδετερότητα της, διαμαρτύρονταν για «την εχθρική στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις Δυνάμεις, που [την] απελευθέρωσαν «από τον ξένο ζυγό και διασφάλισαν την ανεξαρτησία της», απαιτούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να λάβει μια σειρά από «απαραίτητα» μέτρα και την καθιστούσαν «καθ’ ολοκληρία υπεύθυνη» για την εκδήλωση γεγονότων, εάν «τα δίκαια αιτήματά τους δεν γίνονταν άμεσα αποδεκτά».  Από την πλευρά τους, οι Δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ιδίως, η Γερμανία, είχαν επιδοθεί σ’ έναν υποβρυχιακό πόλεμο στις ελληνικές θάλασσες, γεγονός, που προξενούσε πλείστους όσους κινδύνους στις θαλάσσιες μεταφορές. Επιπλέον, Αυστροουγγαρία και Γερμανία δρούσαν στη Μακεδονία, μετά την κατάλυση του σερβικού κράτους, τον Αύγουστο του 1915 και τη σύμπραξη της Βουλγαρίας με τις Δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, τον Σεπτέμβριο.

Νωρίτερα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνεργαζόμενη με τις ίδιες Δυνάμεις, ήδη από τον Οκτώβριο του 1914, είχε ηττηθεί στον πόλεμο με τη Ρωσία αλλά είχε εξέλθει κερδισμένη από την αποτυχημένη ναυτική και χερσαία προσπάθεια των Αγγλογάλλων στα Δαρδανέλια και την Καλλίπολη. Την ίδια περίοδο η αντιπαλότητα των Δυνάμεων της Αντάντ με αφορμή την επιχείρηση στα Δαρδανέλια, είχε ενταθεί, δοθέντος ότι οι ιμπεριαλιστικές τους βλέψεις αφορούσαν και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία, από τον περασμένο αιώνα, τα σημάδια απομείωσης  της ισχύος της είχαν αρχίσει να γίνονται υπέρ το δέον ορατά.  Η κλιμακούμενη αντιπαράθεση των τριών Δυνάμεων ως προς την απόκτηση εδαφικών και οικονομικών κερδών, που θα προέκυπταν από τα αποσχίσματα της τελευταίας, σε περίπτωση περαιτέρω αποδυνάμωσής της ή κατάρρευσής της, κατέστη προσπάθεια να ρυθμισθεί με μια σειρά από διεθνή κείμενα, το 1915 και το 1916. Οι εν λόγω Συνθήκες διελάμβαναν όρους ως προς το δικαίωμα της Ρωσίας να αποκτήσει τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, αν ο πόλεμος «είχε […] αίσια κατάληξη και [επιτυγχάνονταν] οι στόχοι της Μεγάλης Βρετανίας και της  Γαλλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αλλού» ∙ ως προς την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία και σε άλλες περιοχές, που θα της εκχωρούνταν σε περίπτωση νικηφόρας έκβασης του πολέμου για τις συμπράττουσες με αυτήν Δυνάμεις. Η ενεργός συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο, είχε εμπλέξει έναν καινούργιο, απαιτητικό παίκτη στη διανομή των μεταπολεμικών κερδών. Η Γαλλία, πάλι, είχε δυσαρεστηθεί από την ενδοτικότητα της Βρετανίας προς τη Ρωσία και υπαναχώρησε, μόνο όταν έλαβε υποσχέσεις για ικανοποίηση των βλέψεών της στη Μέση Ανατολή. Τον Μάιο του 1916, η Συμφωνία Σάικς-Πικό, η υπογραφείσα μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας, εν αγνοία της Ιταλίας, ενώ η Ρωσία την επικύρωσε αργότερα, επισημοποίησε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προέβλεπε τις σφαίρες επιρροής, που θα αποκτούσε μελλοντικά κάθε μια από τις δύο Δυτικές Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. 

Την ίδια περίοδο, η κατάσταση στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο και πέρα από τα ελληνικά σύνορα, έβαινε προοδευτικά προς το χειρότερο, γεγονός που είχε άμεσες επιπτώσεις στα ελληνικά πράγματα: την πτώση του Οχυρού Ρούπελ και την παράδοσή του στους Γερμανούς, τον Μάιο του 1916, την επακολουθήσασα μεταφορά του Δ΄ Σώματος Στρατού στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, την πιο πάνω μνημονευόμενη Διακοίνωση των Δυνάμεων, της 8ης /21ης Ιουνίου, την είσοδο βουλγαρικών  στρατευμάτων, 5/18 Αυγούστου, στην Ανατολική Μακεδονία, όπου οι μάχες μαίνονταν και ο λαός λιμοκτονούσε. Οι εξελίξεις, που ακολούθησαν, ήταν ραγδαίες. Στη Μακεδονία, μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στις τάξεις της Αντάντ (27 Αυγούστου 1916) και μια μέρα μετά την έξοδό της στο Πόλεμο, εκδηλώθηκε το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το οποίο θεωρήθηκε ως απάντηση στην εχθρική ενέργεια των Βουλγάρων. Σημαντικό ρόλο στην έκρηξη αυτής της επαναστατικής κίνησης φαίνεται να διαδραμάτισαν και οι πληροφορίες «περί απειλουμένης ανακηρύξεως της Θεσσαλονίκης εις πρωτεύουσαν της Σερβίας». Ένα μήνα αργότερα, στις  26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916, ο Βενιζέλος προχώρησε στον  σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, μαζί με τον Δαγκλή και τον Κουντουριώτη.

Η εγκαθίδρυση μιας δεύτερης κυβέρνησης στη μακεδονική πρωτεύουσα επέφερε και τον γεωγραφικό διαχωρισμό του κράτους. Στις άμεσες προτεραιότητες του Βενιζέλου ήταν και η πρόθεσή του να επεκτείνει τη ζώνη επιρροής του με τη συμπερίληψη σ’ αυτήν εδαφικών τμημάτων της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου. ΄Ετσι, με υποστηρικτές του καθεστώτος του και με τη συνδρομή αγγλικών και γαλλικών στρατευμάτων, προχώρησε σε ενέργειες αποσκοπούσες σε ενσωμάτωση νησιών στο “κράτος” της Θεσσαλονίκης και σε στρατολόγηση, ώστε να αυξηθεί το στρατιωτικό δυναμικό της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας. Σημειωτέον πως πολλοί από τους κατοίκους των νησιών ανθίσταντο, διακηρύττοντας την πίστη τους στον Κωνσταντίνο και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ασκήθηκε βία. Στη Νάξο, μάλιστα, εκδηλώθηκε και ένοπλη αντίσταση, η οποία κατέληξε σε αιματηρά επεισόδια. Αργότερα, η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας επεξέτεινε την εξουσία της  και σε νησιά του Ιονίου, όπως και στη Θεσσαλία, με τις ευλογίες της γαλλικής κυβέρνησης και με τη σύμπραξη γαλλικών στρατευμάτων. Στις αρχές Ιουνίου ιταλικά στρατεύματα προωθήθηκαν προς τα Ιωάννινα.   

Η τριανδρία του κινήματος καθ’ οδόν προς τη Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1916.

Μια άλλη, άμεση, επιδίωξη του Βενιζέλου ήταν η αναγνώριση της κυβέρνησής του από τις Δυνάμεις της Αντάντ. Ωστόσο, Γαλλία και Βρετανία, παρότι αναγνώρισαν την Προσωρινή Κυβέρνηση de facto, στη Διάσκεψη της Boulogne-sur-mer, της 20 Οκτωβρίου 1916, δεν συμπαραστάθηκαν στον Κρητικό πολιτικό εξαρχής ∙ αρκέστηκαν στην  προσφορά οικονομικής και ηθικής υποστήριξης της κυβέρνησής του. Αν και πιεσμένες από τη αδήριτη αναγκαιότητα για ενίσχυση των συμμαχικών στρατευμάτων, που δρούσαν στη Μακεδονία, από το φθινόπωρο του 1915, υπό τις διαταγές του Σαράιγ, τον είχαν παρωθήσει στην αποσχιστική του ενέργεια, δεν αναγνώρισαν, επισήμως, το καθεστώς του σε στιγμή, που στο ελληνικό πολιτικό τοπίο αλλά και στο πάτριο έδαφος παίζονταν άθλια παιγνίδια προπαγάνδας, κατασκοπείας, υψηλής διπλωματίας και υψηλής στρατηγικής. Αποκορύφωμα αυτής της τραγικής κατάστασης, την οποία βίωνε η χώρα, θεωρούνται τα επεισόδια, που σημειώθηκαν στην Αθήνα, μεταξύ αγγλογαλλικών και ελληνικών στρατευμάτων, όπου συμμετείχαν και φιλοβασιλικοί και έχουν μείνει γνωστά ως «Νοεμβριανά». Η επίσημη αναγνώριση της Προσωρινής Κυβέρνησης επήλθε στις 31 Δεκεμβρίου 1916. Ενάμισι μήνα νωρίτερα, στις 10/23 Νοεμβρίου 1916, η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας.    

Ο  Κρητικός πολιτικός, πριν ακόμα προχωρήσει στην αποσχιστική του ενέργεια, είχε διακηρύξει πως ένα παρόμοιο γεγονός δεν θα είχε αντιδυναστικό χαρακτήρα. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος και η φιλογερμανική του πολιτική προκαλούσαν τριγμούς στους κόλπους της Συνεννόησης. Η συνύπαρξη και η σύμπλευση των δύο ανδρών ήταν αδύνατη, παρά τις όποιες προσπάθειες, που καταβλήθηκαν. Επιπλέον, οι ενδοσυμμαχικές αντιπαλότητες και οι δυσμενείς εξελίξεις στο πολεμικό πεδίο (η κατάληψη της Ρουμανίας από τις Κεντρικές Δυνάμεις ήταν μια από αυτές) απαιτούσαν την οριστική διευθέτηση του ελληνικού προβλήματος. Έτσι, η έξωση του Κωνσταντίνου από τον ελληνικό θρόνο, στην οποία αντιστεκόταν ο Γάλλος πρωθυπουργός Αριστείδης Μπριάν, η πολιτική του οποίου ως προς το ελληνικό ζήτημα έχει χαρακτηρισθεί ως «δειλή και αναποφάσιστη», άρχισε να κερδίζει έδαφος στις σχετικές, γαλλοβρετανικές συνομιλίες μετά, κυρίως, την ανάληψη της πρωθυπουργίας στη Γαλλία από τον Αλέξανδρο Ριμπώ (Μάρτιος 1917). Η απομάκρυνση του Έλληνα μονάρχη ήταν εγχείρημα ιδιαιτέρως δυσχερές, δεδομένου ότι προσέκοπτε σε δύο σκοπέλους: στο Σύνταγμα και στις ενδεχόμενες αντιρρήσεις της Ρωσίας αλλά και στην πιθανή αντίδραση της Γερμανίας. Στις ανάλογες ενστάσεις της Ιταλίας, Γαλλία και Μ. Βρετανία, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία. 

Από την άλλη πλευρά, η έλευση του Βενιζέλου στην Αθήνα είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη, ώστε να επιτευχθεί  η ενότητα του κράτους και η ενίσχυση του πολεμικού του δυναμικού, βάσει στρατολόγησης, η οποία θα πρόσφερε στρατό, ικανό να στηρίξει την έξοδο της χώρας στον πόλεμο. Τούτο θεωρείτο αναγκαία συνθήκη, όχι μόνο επειδή αν η Ελλάδα δεν μετείχε «στις θυσίες του πολέμου» θα ήταν καταδικασμένη «σε ατιμωτικό θάνατο», όπως διαμήνυε ο εκπρόσωπος της Προσωρινής Κυβέρνησης, Ρωμάνος, από το Παρίσι αλλά και επειδή οι Σύμμαχοι, ειδικότερα η Βρετανία, επιθυμούσαν την απόσυρση των στρατιωτικών τους δυνάμεων από τη Μακεδονία, ώστε να μεταφερθούν στην Παλαιστίνη. Επομένως,  οι δύο από τις τρεις Δυνάμεις της Αντάντ είχαν συνδέσει το ελληνικό ζήτημα και με τις ιμπεριαλιστικές τους βλέψεις στην Εγγύς Ανατολή. 

Μολονότι, και άλλα γεγονότα ήρθαν να περιπλέξουν το πρόβλημα ακόμα περισσότερο και σηματοδότησαν αλλαγές στο πρόγραμμα των πολεμικών στόχων της Αντάντ αλλά και τους ενίσχυσαν στον στρατιωτικό τομέα, γεγονότα, τα οποία επέδρασαν, εμμέσως, και στη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, ενισχύοντας και το κύρος τής υπό τον Βενιζέλο κυβέρνησης. Η καθεστωτική μεταβολή στη Ρωσία, τον Μάρτιο του 1917, απόρροια και της κόπωσης του λαού από την μακρόχρονη πολεμική περιπέτεια, απομάκρυνε από την εξουσία τον τσάρο Νικόλαο και συνάμα στέρησε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο το σημαντικότερο έρεισμά του στους κόλπους της Συνεννόησης.  Τον επόμενο μήνα, στις αρχές Απριλίου, οι ΗΠΑ κήρυτταν τον πόλεμο στη Γερμανία με αφορμή τη βύθιση πλοίων τους από γερμανικά υποβρύχια, ενώ τον Ιούνιο, έστελναν στην Ευρώπη ένα τάγμα σε περίοδο, που το Βερολίνο κλυδωνιζόταν από μια σοβαρή εσωτερική κρίση. Κύκλοι της Αντάντ θεωρούσαν πως οι ΗΠΑ με αυτόν τον τρόπο διατράνωναν την επιθυμία τους και την απόφασή τους να ρίξουν «εις την πολεμικήν πλάστιγγα όλας τας δυνάμεις των υπό οργάνωσιν στρατιωτών» τους, γεγονός, που κατέστη δυνατό το 1918.  Στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια το ελληνικό πρόβλημα συνέχιζε να προκαλεί τριγμούς. Με το τελεσίγραφο, που οι Δυνάμεις της Αντάντ είχαν στείλει στις αρχές Ιανουαρίου 1917 προς την κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου, στην Αθήνα, απαιτούσαν εκ νέου, ανάμεσα σε άλλα, τη μεταφορά των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και του πολεμικού υλικού στην Πελοπόννησο, ενώ υπόσχονταν πως θα παρεμπόδιζαν την ενσωμάτωση περιοχών της Παλαιάς Ελλάδας στο κράτος της Θεσσαλονίκης, υπόσχεση, η οποία παρέμεινε γράμμα κενό. Από δε τον Ιανουάριο του 1917 ως τα τέλη Μαΐου οι ίδιες Δυνάμεις προσήλθαν σε επανειλημμένες συζητήσεις και Συνδιασκέψεις, αποσκοπώντας στη διευθέτηση του «ελληνικού κυκεώνα». Στις σημαντικότερες Συνδιασκέψεις εντάσσονται εκείνη, που έλαβε χώρα στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης, στη Σαβοΐα, στις 19 Απριλίου και άλλη μια στο Λονδίνο, στις 28 και 29 Μαΐου, όπου οι σύνεδροι κατέληξαν σε οριστικές αποφάσεις αναφορικά με την τελειωτική ρύθμιση του πολιτειακού ζητήματος της Ελλάδας. Στην πρώτη Διάσκεψη, Γάλλοι και Βρετανοί, συζήτησαν με τον Ιταλό πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών Σίντνεϋ Σονίνο, τους οποίους έπεισαν να αποδεχθούν τη μυστική Συμφωνία Σάικς-Πικό, βάσει της οποίας ικανοποιούνταν οι επεκτατικές βλέψεις και της Ιταλίας στη Μικρά Ασία. Στη δεύτερη Συνδιάσκεψη, του Λονδίνου, συζητήθηκε και  το ζήτημα της αποπομπής του Έλληνα μονάρχη, για το οποίο οι Γάλλοι ηγέτες, Ριμπώ (πρωθυπουργός) και Παινλεβέ (υπουργός Στρατιωτικών), μετέβησαν στη βρετανική πρωτεύουσα αποφασισμένοι να ανατρέψουν την μετριοπαθή στάση του Βρετανού πρωθυπουργού Λόυδ Τζώρτζ και σκεπτόμενοι ακόμα και την πιθανότητα δυναμικής ενέργειας, έχοντας κατά νου πως ο Σαράιγ, είχε προτείνει άμεση κατάληψη της Θεσσαλίας και της Αιτωλοακαρνανίας, πρόταση, στην οποία είχε επιμείνει και ο Βενιζέλος, κυρίως, από τις αρχές Μαρτίου 1917, μη αποκλείοντας και το ενδεχόμενο εμφυλίου πολέμου.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης Συνδιάσκεψης και ο τελικός τρόπος, που επετεύχθη η αποπομπή του Κωνσταντίνου από τον θρόνο της Ελλάδας αποτυπώνονται σε ένα απόσπασμα από επιστολή του Μποσντάρι προς τον Σοννίνο, τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών με ημερομηνία 17 Ιουνίου: «[…] πιστεύω ότι ο Σέσιλ, αντί να παραγνωρίζει την ορθότητα της πρότασης της Εξοχότητάς σας να μην αναμιχθούμε στον ελληνικό κυκεώνα, καλά θα έκανε να αναγνωρίσει με σεμνότητα ότι οι Γάλλοι κατόρθωσαν άλλη μια φορά να εξαπατήσουν την αγγλική διπλωματία και ότι οι Άγγλοι, […] έγιναν βλακωδώς συνένοχοι στην εγκαθίδρυση ενός πραγματικού γαλλικού προτεκτοράτου στην Ελλάδα».

 Κάρολος Ζονάρ  

Εντολοδόχος των Δυνάμεων για τη διευθέτηση του ελληνικού «κυκεώνα», είχε οριστεί ο Κάρολος Ζονάρ, υπό την ιδιότητα του ύπατου αρμοστή, θεσμός μη προβλεπόμενος στο ελληνικό Σύνταγμα. Ο Ζονάρ, θα ενεργούσε για την αγορά της θεσσαλικής σιτοπαραγωγής και ορισμένες δυνάμεις θα ήταν έτοιμες για να καταλάβουν τον Ισθμό της Κορίνθου και την Αθήνα.  Η   επικρατούσα κατάσταση, στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο της Ελλάδας, ήταν τεταμένη και έωλη συνάμα, ώστε ο ύπατος αρμοστής ενήργησε, εν πολλοίς, αυτοβούλως από τη στιγμή, που ο Γάλλος πρωθυπουργός, φοβούμενος τη βρετανική αντίδραση, δίστασε  να του δώσει σαφείς οδηγίες. Στις 28 Μαΐου/10 Ιουνίου συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, τον οποίο ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει εκ νέου πρωθυπουργό, στις 21Απριλίου/4 Μαΐου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης του θρόνου. Δύο ήταν τα θέματα, που γνωστοποιήθηκαν στον Ζαΐμη, τη μέρα εκείνη, μέσω δύο διακοινώσεων: η συγκομιδή της σιτοπαραγωγής του θεσσαλικού κάμπου από τους Συμμάχους, ώστε να τροφοδοτηθούν όλες οι επαρχίες και η απόβαση συμμαχικών στρατευμάτων στον  Ισθμό της Κορίνθου. Για την απόφαση αποπομπής του  βασιλιά και την κατάληψη ολόκληρης  της Θεσσαλίας  από τα στρατεύματα της Αντάντ, υπό τις διαταγές του Σαράιγ, δεν γινόταν λόγος. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, διεξήχθησαν τη νύχτα της 10ης Ιουνίου δίχως σοβαρά προβλήματα, ενώ η προέλαση στη Θεσσαλία συνεχίστηκε ως τις 26 Ιουνίου. Στις 11 Ιουνίου,  ο Ζονάρ κοινοποίησε στον Ζαΐμη το τελεσίγραφο, βάσει του οποίου οι Δυνάμεις απαιτούσαν να παραιτηθεί ο Κωνσταντίνος, ονομάζοντας ως διάδοχό του έναν από τους γιούς του, πλην του Γεωργίου, ο οποίος θεωρείτο γερμανόφιλος. Στο Συμβούλιο του Στέμματος, που συγκλήθηκε την ίδια μέρα, ακούστηκαν έντονες και αντικρουόμενες θέσεις και απόψεις. Μόνο μετά τη διευκρίνιση του Βρετανού πρέσβη, Έλλιοτ, προς τον Ζαΐμη, ο οποίος τον επισκέφθηκε στη βρετανική Πρεσβεία, πως οι Σύμμαχοι δεν θα είχαν αντίρρηση για την επιστροφή του Κωνσταντίνου, αν ο λαός αποφαινόταν αργότερα θετικά με προσφυγή στις κάλπες, κατέστη δυνατό να συνταχθεί το διάγγελμά του βασιλιά, το οποίο εκδόθηκε την επόμενη μέρα. Η λέξη «παραίτηση», δεν αναφερόταν πουθενά και ο δευτερότοκος πρίγκιπας Αλέξανδρος θα αντικαθιστούσε τον πατέρα του στον θρόνο. Το ίδιο βράδυ, ο Κωνσταντίνος και η οικογένειά του εγκατέλειπαν την Αθήνα, ενώ στον Πειραιά αποβιβάζονταν στρατεύματα των Συμμάχων. Ο Ζονάρ διέταξε την άρση του αποκλεισμού της Παλαιάς Ελλάδας, ο οποίος υφίστατο επί μήνες.

 

Συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται στον Πειραιά από το θωρηκτό  Vérité του Γαλλικού πολεμικού στόλου.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου ορκίστηκε το πρωί της 27ης Ιουνίου, αφού προηγουμένως είχαν γίνει δεκτές οι απαιτήσεις του αρχηγού της για την εκ νέου  σύγκληση της Βουλής του Μαΐου 1915, γεγονός, που θα κάλυπτε με τον μανδύα της νομιμότητας τη μεταβίβαση του στέμματος στον Αλέξανδρο και θα επικύρωνε την κήρυξη πολέμου της Ελλάδας προς τις Κεντρικές Δυνάμεις, που υφίστατο από τον Νοέμβριο 1916.   Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου συγκροτήθηκε το υπουργικό Συμβούλιο, που είχε προαναγγελθεί. Ακολούθησε συνεδρίαση στη διάρκεια της οποίας ο νέος υπουργός Εσωτερικών, Εμμανουήλ Ρέπουλης, κατέθεσε Διάταγμα, που είχε ο ίδιος συντάξει και αφορούσε τη σύγκληση της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915 (π. ημ.). Του Διατάγματος προτασσόταν έκθεση, όπου εξηγούνταν οι λόγοι, οι δικαιολογούντες «το συνταγματικώς άκυρον της διαλύσεώς της». Ας σημειωθεί πως δεν γινόταν καμία αναφορά στο Διάταγμα, βάσει του οποίου είχαν διαταχθεί εκλογές, οι οποίες είχαν οδηγήσει στη Βουλή της 6ης Δεκεμβρίου, «θεωρουμένης ως μηδέποτε υπαρξάσης».

 Η Ελλάδα ενεπλάκη επισήμως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα τέλη Ιουνίου 1917, αν λάβουμε υπόψη το παλαιό ημερολόγιο. Αυτή είναι και η επικρατούσα άποψη. Ωστόσο, επίσημη κήρυξη πολέμου προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, δεν υπήρξε. Η έρευνα στον Τύπο της εποχής εκείνης έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή τη θέση. Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης είχε προχωρήσει σ’ αυτή την ενέργεια τον Νοέμβριο του 1916, όπως προειπώθηκε. Η κυβέρνηση, που ο Βενιζέλος  σχημάτισε στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1917, θεωρήθηκε ως συνέχεια εκείνης της Θεσσαλονίκης. Ως επίσημη εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο λογίστηκε η ανάκληση των Πρεσβευτών της από το Βερολίνο, την Κωνσταντινούπολη, τη Σόφια και τη Βιέννη και η συνεπακόλουθη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τα κράτη των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ωστόσο, δεν έλειψαν και εσωτερικές αντιδράσεις στον νέο εξωτερικό προσανατολισμό της Ελλάδας. Για παράδειγμα, στην Τρίπολη εκδηλώθηκε, τις μέρες εκείνες, κίνημα, το οποίο κατεστάλη με την αποστολή ενός τάγματος από το σύνταγμα των Κρητών, που έδρευε στην Αθήνα. Η φιλοβασιλική εφημερίδα Εμπρός, της 28ης Ιουνίου, το χαρακτήριζε ως «έκρηξ[η] ακατανοήτου παιδαριωδίας» και ο αρθρογράφος αναρωτιόταν: από τη στιγμή που ο ίδιος ο βασιλιάς, οι Έλληνες πολιτικοί και ο στρατός είχαν συμφωνήσει «τις άλλος δύναται να έχη γνώμην αντίθετον;».

Γαλλικό πυροβολικό στο λόφο του Φιλοπάππου, Αθήνα, Ιούνιος 1917.

Η αποστολή, επομένως, του ύπατου αρμοστή είχε εκπληρωθεί στο έπακρο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο Ζονάρ, προέβαινε σε δηλώσεις στην εφημερίδα Le Temps, ισχυριζόμενος ότι είχε ολοκληρώσει το έργο της «απελευθερώσεως και της ομονοίας» στην Ελλάδα, «μετά αποφασιστικότητος και ταχύτητος». Η Ελλάδα, συνέχιζε, ήταν έτοιμη «να συνεισφέρη ευρέως εις τας δαπάνας [του πολέμου], αλλά το παλαιόν καθεστώς και ο αποκλεισμός την κατέστησαν πτωχήν. Ελπίζει να επιτύχη εκ των Ηνωμένων Πολιτειών τας αναγκαίας πιστώσεις δια την αστικήν αυτής διοίκησιν, παρά της Γαλλίας δε και της Αγγλίας ζητεί να την βοηθήσουν εις την στρατιωτικήν αυτής προσπάθειαν». Δεν παρέλειπε, δε, ο Ζονάρ, να αναφερθεί και στον ελληνικό λαό. Παρέχοντας στην Ελλάδα, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία, τις αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών της, θα καθιστούσαν τον λαό της ικανό «να υπερασπίση το εθνικόν αυτού συμφέρον ως τον καταστήσαμεν ικανόν να εκδηλώση την πολιτικήν αυτού θέλησιν. Ουδέποτε απεβλέψαμεν όπως κανονίσωμεν άνευ της γνώμης του τας εσωτερικάς αυτού υποθέσεις. Τουναντίον, ηθελήσαμεν να είνε κύριος όπως κανονίση ταύτας  ο ίδιος και το κατορθώσαμεν».  Με άλλα λόγια, η θρασεία επέμβαση των Δυνάμεων της Αντάντ στα εσωτερικά της Ελλάδας πράγματα, είχε γίνει για το καλό του ελληνικού λαού, για να τον καταστήσουν ικανό να εκδηλώσει την πολιτική του βούληση. Δίχως την προσφυγή στις κάλπες. Με την αναβίωση της Βουλής, που είχε προέλθει από τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915. Ανάλογη ήταν και η θέση της Ρωσίας, ο υπουργός Εξωτερικών της οποίας δεν αναγνώριζε την ενθρόνιση του Αλέξανδρου και θεωρούσε πως, στην Ελλάδα, είχε συντελεσθεί μια συνταγματική εκτροπή, υποστηρίζοντας πως ο Ζονάρ δεν είχε μεταβεί εκεί ως εκπρόσωπος όλων των Προστατίδων Δυνάμεων.

 Στην ανάληψη της πρωθυπουργίας της ενωμένης πια Ελλάδας από τον Βενιζέλο, στον οποίο καταλογίζεται πως «στην ουσία επέβαλε ένα καθεστώς μεταμφιεσμένης δικτατορίας» στους αντιπάλους του, ήταν επόμενο να αντιδράσει η Ιταλία. Η εφημερίδα Τριμπούνα  εξέφραζε δυσαρέσκεια για τον τρόπο, με τον οποίο ο Βενιζέλος είχε ανέλθει στην εξουσία, ταύτιζε την πολιτική του με εκείνη της Γαλλίας και της Αγγλίας και ζητούσε να διευκρινισθεί «από τούδε, όπως μη γεννηθούν παρεξηγήσεις αύριον». Αναφερόμενη  στο «ιμπεριαλιστικό του πρόγραμμα» αναρωτιόταν εάν αυτό ήταν αποδεκτό από τις δύο «προστάτιδες δυνάμεις». Προφανώς, εκφράζονταν φόβοι για τις συμβατικές υποχρεώσεις των Δυνάμεων, που προβλέπονταν  στη Συνθήκη του Λονδίνου του 1915, η οποία, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε.  Οι φόβοι της Ιταλίας ήταν αβάσιμοι. Ο Βενιζέλος, συνεκτιμώντας τη μειονεκτική θέση, στην οποία είχε περιέλθει η χώρα μετά από την εσωτερική και εξωτερική περιδίνηση, αποφάσισε τον πόλεμο δίχως να διατυπώσει πρωτύτερα όρους και απαιτήσεις, όντας πεπεισμένος πως η Ελλάδα είχε καθήκον απέναντι στη Σερβία και στις Προστάτιδες Δυνάμεις, προς τις οποίες όφειλε να «αποτίσ[ει] φόρο[…] ευγνωμοσύνης». Τη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων προς τη γείτονα την θεωρούσε «ατιμία».  Επιπλέον, γνώριζε τη δυσχέρεια, που θα προξενούσε  στις σχέσεις των Δυνάμεων της Αντάντ με την Ιταλία.

Υποδοχή του Βενιζέλου στον Πειραιά, λίγο πριν από την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Δυνάμεις δεν συγκατένευσαν στη βίαιη εκθρόνιση του Κωνσταντίνου επειδή έκριναν ορισμένες ενέργειές του ως αντισυνταγματικές. Αυτές, όπως η απομάκρυνση του Βενιζέλου από τον πρωθυπουργικό θώκο και η διάλυση της Βουλής, τις εκλάμβαναν ως «τεχνικές λεπτομέρειες». Το ακανθώδες για εκείνες πρόβλημα, την εκδίωξη, ουσιαστικά, του Έλληνα μονάρχη, συμφώνησαν να το επιλύσουν με νομιμοφανείς μεθόδους. «[Ε]ρασιτεχνισμό[…]» και όχι «διπλωματία», αποκάλεσε τα όσα συντελέστηκαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο ο λόρδος Ρόμπερτ Σέσιλ, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών.  Όπως, δε, επισήμαινε ο Πετρίδης, το 1981, «[η] ανάθεση της λύσης του ελληνικού πολιτειακού ζητήματος στην απόλυτη δικαιοδοσία […] της Αγγλίας κυρίως και της Γαλλίας, […] υπήρξε ένα μοιραίο πολιτικό λάθος του Βενιζέλου», όχι μόνο επειδή δεν προσέφυγε στο λαό, ως όφειλε αλλά και γιατί «εδραίωσε την εντύπωση σ’ ένα μεγάλο τμήμα του λαού πως πράγματι, όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον άλλοι ήταν αρμόδιοι να κατευθύνουν τη μοίρα του και όχι οι ίδιοι οι Έλληνες». Κρίση, η οποία, συγκρινόμενη με τα όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας, τα τελευταία επτά χρόνια, αποβαίνει τραγικά επίκαιρη.

Μολοντούτο, αναλογιζόμενοι την ανταγωνιστική πολιτική των δύο συνασπισμών του ευρωπαϊκού συστήματος την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις αφόρητες πιέσεις, που ασκούσαν στην ελληνική πολιτική ηγεσία, για να πραγματώσουν τους ιμπεριαλιστικούς τους στόχους δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε πως η Ελλάδα είχε καταστεί το μήλον της έριδος στις μεταξύ τους αντιπαλότητες και ο Βενιζέλος δεν είχε πολλά περιθώρια επιλογής. Ίσως, ο ίδιος να δίνει, εν μέρει, την απάντηση για τους λόγους, που του επέβαλαν να επιλέξει το στρατόπεδο της Αντάντ και να συμμετάσχει η χώρα στον πόλεμο, στο πλευρό της, όταν σε ομιλία του, το 1917, χαρακτήριζε τη διαφωνία του με τον άνακτα ως «απέραντον χάσμα» και θεωρούσε πως η «μοναρχικ[ή] και φιλογερμανικ[ή]» πολιτική και οι οπαδοί της αποδέχονταν «την ανατροπήν των αποτελεσμάτων, όσα ησφάλισαν εις ημάς οι δύο νικηφόροι βαλκανικοί μας πόλεμοι, ημείς δε [που υποστηρίζουμε «την εθνικήν και δημοκρατικήν» πολιτική], αρνούμεθα επιμόνως να υποταχθώμεν εις τοιαύτην καταστροφήν και να ανεχθώμεν την Βουλγαρικήν επικράτησιν».

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη
είναι Ομότιμη Καθηγήτρια
Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Από την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου

 Πηγές – Βιβλιογραφία

 

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου. Φάκελος 13-15.

Ακρόπολις

Εμπρός.

L’Humanité.

Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910-1920, Τ. Β΄, Αθήναι, Ίκαρος, 1970.

Frangoulis A.-F., La Grèce et la crise mondiale, Paris, Librairie Félix Alcan, 1926.

Kershaw Ian, Στην κόλαση των δύο Πολέμων. Ευρώπη, 1914-1949, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2015.

Leon G.B., Greece and the Great Powers (1914-1917), Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1974.

Λεονταρίτης Γεώργιος, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000.

Μουρέλος Γιάννης, «Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και οι σχέσεις της με τους Συμμάχους (Σεπτέμβριος 1916-Ιούνιος 1917», Μνήμων, τ. 8ος, Αθήνα, 1980-1982, σ.150-188.

Mourelos Yannis, L’intervention de la Grèce dans la Grande Guerre, Athènes, Institut Français d’ Athènes, 1983.

Mourelos Yannis, «Le front d’ Orient en 1916, Enjeux et stratégies»,  The Salonica Theater of Operations and the outcome of the Great War, Θεσσαλονίκη, Institute for Balkan Studies-National Research Foundation ‘Eleftherios K. Venizelos’, 2005, σ. 37-52.

Μουρέλος Γιάννης, Τα “Νοεμβριανά” του 1916. Από το Αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Αθήνα, 2006.

Πετρίδης Παύλος, Ξενική Εξάρτηση και Εθνική Πολιτική, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1981.

Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2009.

Tounda-Fergadi Areti, «Violations de la neutralité grecque par les puissances de l’Entente durant  la première guerre mondiale»,  Balkan Studies, V. 26, no 1, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1985, p. 113-129.

Tounta-Fergadi Areti, «Le point de vue de la Presse grecque au sujet de l’établissement du Gouvernement Provisoire de Thessalonique», Balkan Studies, V. 51, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 2016, p. 105-133.