Μαρία Δημητρίου
Βαρθολομαίος Μίτρε.
Ο ελληνικής καταγωγής ιδρυτής της Αργεντινής Δημοκρατίας
Ο στρατηγός Βαρθολομαίος Μίτρε (1821-1906), απόγονος Έλληνα μετανάστη, ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος (1862-1868) της ενοποιημένης Αργεντινής. Θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης Αργεντινής, καθώς πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του εθνικού κράτους, εγκαινιάζοντας μια εποχή θεσμικής οργάνωσης, οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της χώρας.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, υπήρξε πολιτικός, στρατιωτικός, διπλωμάτης, ιστορικός, δημοσιογράφος, λογοτέχνης και μεταφραστής. Έχει χαρακτηριστεί ως ο “Αργεντινός Ηρόδοτος”, λόγω της πολύτιμης συνεισφοράς του στην εθνική ιστοριογραφία. Οι σύγχρονοί του αναφέρονταν σε αυτόν με σεβασμό και τον περιέγραψαν ως ένα “άντρα ψηλό, λεπτό, πολύ κομψό, με φαρδύ μέτωπο, όψη στοχαστική και εμφάνιση ιπποτική, υπερβολικά εκλεπτυσμένη”. Σε αναφορά του προς το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών ο τότε πρέσβης στο Μπουένος Άιρες έγραφε: “Είναι ένας άνδρας πολύ δραστήριος και λέγεται ότι τον χαρακτηρίζει κάτι ιδιαίτερα σπάνιο: είναι έντιμος. Από τότε που πήρε την εξουσία ο στρατηγός Μίτρε η χώρα γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση. Η διακυβέρνηση αυτού του φωτισμένου άνδρα είναι ισχυρή, καλή και ευεργετική”.¹
Οι ελληνικές ρίζες και ο πολυτάραχος βίος
Γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες στις 26 Ιουνίου 1821 και ήταν το πρωτότοκο από τα τέσσερα παιδιά του Abrosio Estanislao de la Concepción Mitre y Campos και της Josefa Martínez Whetherton, ισπανο-ιρλανδικής καταγωγής. Από την πλευρά του πατέρα του είχε ελληνική καταγωγή. Ως προς το όνομα του Έλληνα μετανάστη προγόνου του, ο οποίος από τη Βενετία ήρθε στο Μπουένος Άιρες στα τέλη του 17ου αιώνα, κάποιοι γενεαλόγοι υποστηρίζουν ότι ονομαζόταν Βεντούρα Δημήτριος Μητρόπουλος και το όνομα Μίτρε προήλθε από την ισπανοποίηση του επιθέτου Μητρόπουλος. Άλλοι δεν αναφέρουν το επίθετο Μητρόπουλος, επειδή δεν αναγράφεται στις ληξιαρχικές πράξεις των δύο γάμων του, που τελέστηκαν στον καθεδρικό ναό του Μπουένος Άιρες, όπου αναφέρεται ως Βεντούρα Δημήτριος. Ο πρώτος έγινε στις 7-11-1693 με την Isabel González. Μετά το θάνατο της Isabel, νυμφεύτηκε την Catalina Ruiz de Ocaña την 1-4-1698. Επιπλέον, στο πιστοποιητικό μιας βάπτισης με ημερομηνία 14-10-1722, όπου παρέστη ως μάρτυρας, σημειώνεται: “Το επίθετο Mitre είναι κάποιου Ventura Demetrio, που τον προηγούμενο αιώνα ήταν Έλληνας”. Επίσης, ο αργεντινός γενεαλόγος Hernán Carlos Lux Wurm, μελετώντας τα πρακτικά μιας δίκης, ανακάλυψε την κατάθεση του Demetre Ventura, με ημερομηνία 19-10-1712. Σε αυτήν αναγράφεται ότι ο μάρτυρας “έχει ελληνική καταγωγή, είναι 50 ετών περίπου και δεν υπέγραψε επειδή δεν γνωρίζει”. Τα έγγραφα αυτά τεκμηριώνουν την ελληνική καταγωγή του Βεντούρα Δημητρίου, αλλά ακόμη δεν είναι γνωστό αν γεννήθηκε στη Βενετία ή στις βενετοκρατούμενες περιοχές της Ηπείρου και των Επτανήσων.

Και τα οκτώ παιδιά του Βεντούρα Δημητρίου έφεραν το επίθετο Mitre, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από διαδοχικές τροποποιήσεις: de Metrio, de Mitrio, de Mitre. Ένα από αυτά, ο José Francisco Xavier Mitre y Ruiz συμμετείχε στην πρώτη αποίκηση του Μοντεβιδέο το 1727. Από το γάμο του με την Josefa María Martínez de los Santos απέκτησε επτά παιδιά, μεταξύ αυτών και τον Bartolomé Mitre (1740-1828), που υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της πόλης Santa Lucia (σε απόσταση 50 χιλ. από το Μοντεβιδέο) και ήταν ο παππούς του προέδρου Μίτρε. Ένα από τα οκτώ παιδιά του Bartolomé και της Catalina María Campos ήταν ο Abrosio Estanislao (1774-1845), που διακρίθηκε στον αγώνα της ανεξαρτησίας της Αργεντινής.

To 1829 ο Abrosio Estanislao έστειλε τον οκτάχρονο γιο του Βαρθολομαίο στο αγρόκτημα του φίλου της οικογένειας Gervasio Rosas, αδελφού του αργεντινού δικτάτορα Juan Manuel de Rosas, προκειμένου να εκπαιδευτεί στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, για τις οποίες τον προόριζε. Ωστόσο, πολύ σύντομα, ο Rosas τον έστειλε πίσω στο Μπουένος Άιρες με τα εξής σχόλια: “Πείτε στον Ντον Αμβρόσιο ότι αυτός ο νεαρός δε χρησιμεύει ούτε πρόκειται να χρησιμεύσει σε τίποτε, καθώς όταν βλέπει μια σκιά, ξεκαβαλικεύει και στρώνεται στο διάβασμα”.
Η κλίση του για τα γράμματα εκδηλώθηκε σε νεαρή ηλικία, όταν δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα σε μία εφημερίδα του Μοντεβιδέο, όπου μετακόμισε η οικογένειά του το 1831. Εκεί, το 1836 φοίτησε στη στρατιωτική ακαδημία, το 1839 έγινε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και παράλληλα ενεπλάκη με την πολιτική, ως μέλος του Έγχρωμου κόμματος. Το 1841 νυμφεύτηκε την Delfina María Luisa de Vedia y Pérez, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και τέσσερις γιους. Το 1842, ήδη λοχαγός, πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο της Αργεντινής, όταν ο Ουρουγουανός Πρόεδρος José Rivera, ιδρυτής του Εγχρώμου κόμματος, ένωσε τις δυνάμεις του με τους αργεντινούς αντικαθεστωτικούς που επαναστάτησαν κατά του δικτάτορα της Αργεντινής Rosas, αλλά ηττήθηκαν. Το 1846 ήρθε σε σύγκρουση με τον Rivera και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μοντεβιδέο για να πάει στη Βολιβία, όπου προσελήφθη ως εκπαιδευτής στο πυροβολικό, εντάχθηκε στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον του προέδρου José Ballivián και ανέπτυξε δράση κατά της αντιπολίτευσης. Όταν ο Ballivián ανατράπηκε, στον Μίτρε δόθηκε προθεσμία δύο ωρών για να εγκαταλείψει τη χώρα. Επέστρεψε στα τέλη του 1847, όταν άλλαξε η πολιτική κατάσταση, αλλά και πάλι απελάθηκε, αυτή τη φορά στο Περού, όπου κρίθηκε ανεπιθύμητος και τελικά κατέφυγε στη Χιλή. To 1851 πήρε μέρος στην εξέγερση των φιλελεύθερων κατά του εκλεγμένου προέδρου Manuel Montt, με συνέπεια την απέλασή του από τη Χιλή. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του σε Ουρουγουάη, Βολιβία, Περού και Χιλή, μελέτησε τις γλώσσες των ιθαγενών και άσκησε τη δημοσιογραφία. Το 1852, ως επικεφαλής μιας μεραρχίας πυροβολικού αργεντικών αντικαθεστωτικών, συμμετείχε στη μάχη της Caseros, η οποία έθεσε τέλος στην πολυετή εξουσία του Rosas στην Αργεντινή. Επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες και συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της αντιπολίτευσης, που είχε αναπτυχθεί στην πόλη κατά του νικητή της μάχης στην Caseros, Justo José de Urquiza. Μετά τη νίκη του ο Urquiza ίδρυσε τη Συνομοσπονδία του Έθνους της Αργεντινής και εξελέγη πρόεδρός της. Σε αυτήν προσχώρησαν όλες οι επαρχίες (13) εκτός της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, που ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, διατηρώντας την αποκλειστική εκμετάλλευση του μεγαλύτερου λιμανιού εξωτερικού εμπορίου της χώρας. Οικονομικοί παράγοντες των porteños (κάτοικοι του λιμανιού), όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα οι πολίτες του Μπουένος Άιρες, δεν επιθυμούσαν την εθνικοποίηση του τελωνείου του λιμανιού, καθώς αυτή θα επέφερε το μοίρασμα των υπέρογκων εσόδων του με την υπόλοιπη χώρα, που ήταν οικονομικά και κοινωνικά υποβαθμισμένη. Όταν τα στρατεύματα των Ομοσπονδιακών πολιόρκησαν το Μπουένος Άιρες, προκειμένου να το εξαναγκάσουν να ενσωματωθεί στη Συνομοσπονδία, ο Μίτρε συμμετείχε στην υπεράσπιση της πόλης και πληγώθηκε στη μάχη.

Το Μπουένος Άιρες κατάφερε να παραμείνει ανεξάρτητο κράτος και ο Μίτρε ως υπουργός Στρατιωτικών ηγήθηκε δύο ανεπιτυχών εκστρατειών. Η πρώτη κατά των Ινδιάνων στο νότο της επαρχίας τον Μάιο του 1855, που κατέληξε σε ήττα, όπως και η δεύτερη, κατά του στρατού της Συνομοσπονδίας στις 23 Οκτωβρίου 1859 στη Cepeda. Ο νικητής στρατηγός Urquiza δεν προχώρησε σε κατάληψη του Μπουένος Άιρες, αλλά διαπραγματεύτηκε την προσχώρησή του στη Συνομοσπονδία. Το 1860 ο Μίτρε εξελέγη κυβερνήτης του κράτους του Μπουένος Άιρες, υποσχόμενος την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενοποίησης, εφόσον πραγματοποιηθεί αναθεώρηση του συντάγματος που είχε θεσπίσει η Συνομοσπονδία το 1853. Ως πρόεδρος της εισηγητικής επιτροπής, συνέβαλε καθοριστικά στη σύνταξη των τροποποιητικών προτάσεων, που διαμορφώθηκαν με πρότυπο το σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το 1860 το σύνταγμα αναθεωρήθηκε, οι προτάσεις της επιτροπής υιοθετήθηκαν, αλλά το Μπουένος Άιρες συνέχισε να αντιστέκεται στην ενοποίηση, διεκδικώντας τον πλήρη έλεγχο των εσόδων του λιμανιού. Η μάχη της Pavón στις 17 Σεπτεμβρίου 1861 έδωσε τη λύση στο πολιτικό αδιέξοδο. Ο Μίτρε νίκησε αυτή τη φορά τον Urquiza, η κυβέρνηση της Συνομοσπονδίας παραιτήθηκε και ο ίδιος επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες θριαμβευτής. Για πρώτη φορά, μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια διχασμού, το όραμα της ένωσης δεν φάνταζε πια ουτοπικό. Το 1862 προκηρύχθηκαν εκλογές στις 14 επαρχίες όλης της χώρας και ο Μίτρε εξελέγη πρώτος πρόεδρος της ενοποιημένης Αργεντινής. Με την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων στις 12 Οκτωβρίου 1862 ξεκίνησε η πιο σημαντική περίοδος της ιστορίας της χώρας, η οργάνωση και σταθεροποίηση του νεοσύστατου εθνικού κράτους. Μολονότι οι εξεγέρσεις δεν σταμάτησαν, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία και επιτεύχθηκε η οριστική υποταγή των επαρχιών στην κεντρική εξουσία. Μετά το τέλος της θητείας του το 1868, το έργο της εθνικής ολοκλήρωσης συνέχισαν με ζήλο και συνέπεια οι δύο επόμενοι πρόεδροι Domingo Faustino Sarmiento (1868-1874) και Nicolás Avellaneda (1874-1880). Με κοινό σύνθημα το τρίπτυχο “Έθνος, Σύνταγμα, Ελευθερία” οι τρεις πρόεδροι έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης Αργεντινής. Τα 18 συνολικά χρόνια της διακυβέρνησής τους αποκαλούνται Ιστορικές ή Ιδρυτικές Προεδρίες.

Από την ανεξαρτησία στο σχηματισμό του αργεντινού κράτους
Για να γίνουν αντιληπτές οι συνθήκες που επέτρεψαν την άνοδο του Μίτρε στην εξουσία και την ίδρυση του εθνικού κράτους το 1862, θα πρέπει να εξεταστούν οι αιτίες της αποτυχίας των μέχρι τότε προσπαθειών για εθνική συγκρότηση.
Ως αποικία της Ισπανικής Αυτοκρατορίας η Αργεντινή αποτελούσε μέρος της Αντιβασιλείας του Rio de la Plata. Με την επανάσταση του Μαΐου του 1810 ξεκίνησε ο αγώνας της ανεξαρτησίας, αλλά η ρήξη με την αυτοκρατορική μητρόπολη δεν προήλθε από την εθνική ωρίμανση και έτσι δε δημιουργήθηκε άμεσα η ανάγκη σύστασης εθνικού κράτους. Η Αντιβασιλεία του Rio de la Plata απαρτιζόταν από ένα σύνολο περιφερειών και επαρχιών που μεταξύ τους εμφάνιζαν πολύ έντονες γεωγραφικές, πολιτικο-οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές, συνθήκες αντίξοες για τη διαμόρφωση συλλογικής συνείδησης.
Τον Ιούλιο του 1816 οι επαναστάτες συνήλθαν για να ανακηρύξουν την πλήρη ανεξαρτησία από την ισπανική κυριαρχία και την ίδρυση των Ηνωμένων Επαρχιών της Νότιας Αμερικής. Η κυβερνητική συνέλευση απέτυχε να επιβάλει την εξουσία της στα υπόλοιπα μέρη της πρώην Αντιβασιλείας ‒Άνω Περού(Βολιβία), Παραγουάη, Banda Oriental (Ουρουγουάη)‒ αλλά και στις επαρχίες της Αργεντινής, καθώς ήρθε αντιμέτωπη με συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά, που δεν συνέπιπταν με αυτά της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, που βάσιζε την οικονομία της στο λιμάνι και στα έσοδα του τελωνείου από το εξωτερικό εμπόριο. Η σύνδεσή του διά θαλάσσης με την Ευρώπη, έφερνε τους porteños σε επαφή με τις σύγχρονες ιδέες και προσέφερε οικονομικές ευκαιρίες ενώ η ενδοχώρα παρέμενε πιο συντηρητική και υπανάπτυκτη, κλίνοντας προς τη διατήρηση του παλαιού φεουδαρχικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.
Η αντιπαλότητα μεταξύ porteños και caudillos (επαρχιακών αρχηγών) εκφράστηκε σε πολιτικό επίπεδο από τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κομμάτων, των Ενωτικών και των Ομοσπονδιακών, τα οποία διαφωνούσαν ως προς την πολιτική οργάνωση του κράτους. Ως προς τη διαχείριση της οικονομίας η διαμάχη ήταν μεταξύ των Φιλελεύθερων (Ενωτικών), οπαδών της ελεύθερης αγοράς, και των οπαδών του Προστατευτισμού (Ομοσπονδιακών), οι οποίοι υπεραμύνονταν της προστασίας της εγχώριας παραγωγής έναντι του ξένου ανταγωνισμού. Πίσω από αυτόν τον ανταγωνισμό κρύβονταν τα οικονομικά συμφέροντα των ηγετικών ομάδων κάθε επαρχίας, προς υπεράσπιση των οποίων διεξάγονταν ένοπλες συγκρούσεις.
Μέχρι το 1829 οι προσπάθειες τερματισμού του εμφυλίου δεν ευδοκίμησαν. Το οικονομικο-πολιτικό μοντέλο που θέλησαν να επιβάλουν οι porteños δεν έγινε αποδεκτό από τους caudillos, επειδή βασιζόταν στα ευρωπαϊκά πρότυπα του Φιλελευθερισμού και αγνοούσε τα συμφέροντα των επαρχιών. Όλα τα σχέδια εθνικού συντάγματος και εθνικής συγκρότησης που προτάθηκαν απορρίφθηκαν, επειδή δεν προσέφεραν τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των επαρχιών σε μία ενιαία εθνική οικονομία, αλλά και δεν υπήρχαν υλικοί και πολιτισμικοί δεσμοί μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να μιλούν για ενιαία πατρίδα. Η Αργεντινή δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη στη συλλογική συνείδηση ως πατρίδα ούτε ως έθνος. Κάθε επαρχία έγινε πατρίδα και έθνος που κυβερνιόταν από τοπικούς αρχηγούς, είχε το δικό της στρατό, το δικό της νόμισμα, τη δική της οικονομική διαχείριση. Οι Φιλελεύθεροι porteños θεωρούσαν ότι ήταν οι φορείς της προόδου και του πολιτισμού, ενώ κατηγορούσαν τους ομοσπονδιακούς caudillos ότι αποτελούσαν κατάλοιπα της αποικιοκρατικής περιόδου και ήταν εκφραστές της βαρβαρότητας.
Η περίοδος από το 1829 μέχρι το 1850 (με ένα διάλειμμα τριών ετών μεταξύ 1832 έως 1835) χαρακτηρίζεται ως δικτατορία, λόγω της αυταρχικής εξουσίας του Juan Manuel de Rosas στην επαρχία του Μπουένος Άιρες και της μη θεσμοθετημένης επιβολής της εξουσίας του στις υπόλοιπες επαρχίες, βασισμένη σε de facto συμφωνίες που ο Rosas είχε συνάψει με τους caudillos. Το 1852 οι επαρχίες, αντιδρώντας στο συγκεντρωτικό καθεστώς του Rosas, ένωσαν τις δυνάμεις τους και υπό την ηγεσία του Urquiza νίκησαν το Rosas στη μάχη της Caseros. Αλλά ούτε η πτώση του Rosas, ούτε η συνένωση των 13 επαρχιών που συγκρότησαν την Αργεντινή Συνομοσπονδία με πρόεδρο τον Urquiza, οδήγησαν στη δημιουργία εθνικού κράτους, επειδή η επαρχία του Μπουένος Άιρες συνέχισε να λειτουργεί ως ανεξάρτητο κράτος. Το σύνταγμα, που θέσπισε η Συνομοσπονδία το 1853, όριζε ως πολιτικό σύστημα την αντιπροσωπευτική, ομοσπονδιακή δημοκρατία, εξασφάλιζε τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών και εγγυόταν την αυτονομία των επαρχιών, αποτελώντας την πρώτη σοβαρή απόπειρα ειρήνευσης μεταξύ των αντιμαχόμενων ισχυρών κέντρων εξουσίας της χώρας, με στόχο την ενοποίηση και τη δημιουργία κράτους. Οι προσπάθειες του Urquiza για εθνική συγκρότηση συνεχίστηκαν μέχρι τη λήξη της θητείας του το 1860 χωρίς όμως τη στήριξη της 14ης επαρχίας, που συνέχισε να διαχειρίζεται τα έσοδα του πιο προσοδοφόρου τελωνείου της χώρας, παραμένοντας εκτός της Συνομοσπονδίας. Έτσι συνεχίστηκε η αστάθεια και η χώρα παρέμενε χωρισμένη σε δύο κέντρα εξουσίας που το ένα προσπαθούσε να επιβληθεί στο άλλο, άλλοτε στο στίβο της πολιτικής και άλλοτε στο πεδίο της μάχης.
Από το 1859 μέχρι το 1862 οι Φιλελεύθεροι με αρχηγό τον Μίτρε απέκτησαν σταδιακά μεγάλη επιρροή στα οικονομικά εύρωστα κέντρα εξουσίας του Μπουένος Άιρες και μερικών επαρχιών. Άρχισε να ωριμάζει η αντίληψη ότι έπρεπε να τεθεί τέρμα στις συγκρούσεις με τη Συνομοσπονδία, και ως μόνη διέξοδος πρόβαλε η δημιουργία μιας συγκεντρωτικής εξουσίας, υπεράνω όλων των τοπικών εξουσιών, το εθνικό κράτος. Για να μην παραμείνει η ενοποίηση όνειρο ανεκπλήρωτο, θα έπρεπε να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και οι porteños να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα, αποδεχόμενοι την εθνικοποίηση του λιμανιού και τη δίκαιη κατανομή των εσόδων του σε όλη την επικράτεια. Η αριστοκρατία του Μπουένος Άιρες συνειδητοποίησε ότι ο ηγετικός ρόλος που φιλοδοξούσε να έχει στην συγκρότηση του κράτους, απαιτούσε τη συναίνεση των επαρχιακών ολιγαρχιών.

1861-1868: Η οργάνωση της δημοκρατίας και η εθνική ολοκλήρωση
Η νίκη των porteños στη μάχη της Pavón στις 17 Σεπτεμβρίου 1861 έθεσε τέλος στο διαχωρισμό της εξουσίας μεταξύ Ομοσπονδιακών και Μπουένος Άιρες και άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία εθνικού κράτους. Ωστόσο δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα, λόγω της απροθυμίας των Ομοσπονδιακών να αναγνωρίσουν την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης και να αποδεχθούν τη συγκεντρωτική πολιτική της. Η επίτευξη της εθνικής ενότητας και η καθιέρωση της κυριαρχίας της κυβέρνησης Μίτρε σε εθνικό επίπεδο ήταν δύο στόχοι που προϋπόθεταν την ειρήνευση στο εσωτερικό της χώρας. Οι μακροχρόνιοι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν καταστήσει εμφανές ότι η κεντρική εξουσία δεν μπορούσε να επιβληθεί μόνο με τη δύναμη των όπλων. Αλλά και η διακυβέρνηση του Rosas έδειξε ότι ούτε οι καιροσκοπικές συμμαχίες με τους caudillos μπορούσαν να αποτελέσουν μία σταθερή βάση για την εθνική ολοκλήρωση.
Ως πρώτη κίνηση εθνικής συμφιλίωσης, ο Μίτρε συγκάλεσε τους εκλεγμένους εκπροσώπους όλων των επαρχιών σε συνέλευση, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού για την εθνική διακυβέρνηση της χώρας. Στις 5 Οκτωβρίου 1862 η συνέλευση, αποτελούμενη από 133 εκλέκτορες από όλη την επικράτεια, εξέλεξε ομόφωνα ως Πρόεδρο του Έθνους τον Μίτρε. Στην ορκωμοσία του στις 12 Οκτωβρίου, κατέστησε σαφές ότι άξονας του κυβερνητικού του έργου θα ήταν η συνταγματική οργάνωση του κράτους. Δίνοντας προτεραιότητα στην επίτευξη της εθνικής ολοκλήρωσης, ο Μίτρε επιστράτευσε μηχανισμούς υλικού και πολιτικο-ιδεολογικού χαρακτήρα:
α) Κατασταλτικούς: την κατάπνιξη κάθε προσπάθειας διατάραξης της επιβληθείσας τάξης από το εθνικό κράτος.
β) Έμμεσα παρεμβατικούς: η αύξηση στην επαρχία του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού, διορισμένου από την εθνική κυβέρνηση, της επέτρεψε να ασκήσει έλεγχο στην εξέλιξη των εσωτερικών ζητημάτων των επαρχιών. Επιπλέον, η ελεγχόμενη διάθεση πόρων στόχευε στον προσεταιρισμό των ντόπιων ηγετικών ομάδων και των επαρχιακών κυβερνήσεων.
γ) Υλικούς: η κατασκευή δημοσίων έργων, υποδομών και υπηρεσιών απαραίτητων για την οικονομική πρόοδο των επαρχιών, που παράλληλα συνέβαλαν στην ευημερία της εθνικής οικονομίας.
δ) Ιδεολογικούς: η δημιουργία και διάδοση γνώσεων, αξιών και συμβόλων που απέβλεπαν στην καλλιέργεια εθνικής συνείδησης και κατά συνέπεια, τη νομιμοποίηση του εθνικού συστήματος διακυβέρνησης. Όχημα αυτού του ιδεολογικού μηχανισμού ήταν η κρατική εκπαίδευση, που αποτέλεσε το βασικό εργαλείο στη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης, καθώς και στην “αργεντινοποίηση ” των παιδιών των μεταναστών, που συνέρρεαν μαζικά στη χώρα.

Η σταθεροποίηση της εθνικής εξουσίας
Όταν ο Μίτρε εξελέγη Πρόεδρος, το κράτος δεν ήταν παρά μόνο μία επέκταση της ισχύος της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, ως αποτέλεσμα της νίκης της στη μάχη της Pavón. Για την εδραίωση της κεντρικής εξουσίας και την επίτευξη της εθνικής ενότητας, ο Μίτρε εφάρμοσε την τακτική “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος”: επιβράβευε όσους επιδείκνυαν προθυμία υπακοής στην κεντρική εξουσία, ενώ όσοι αντιστέκονταν, αντιμετώπιζαν ανελέητη τιμωρία και συχνά φυσική εξόντωση από τον εθνικό στρατό. Η ίδρυση εθνικού στρατού το 1864 και η μόνιμη εγκατάσταση στρατιωτικών σωμάτων σε καίρια σημεία σε όλη την επικράτεια, ήταν το μέτρο που λειτούργησε αποτελεσματικά στην καταστολή των εξεγέρσεων στις επαρχίες. Οι εθνικές ένοπλες δυνάμεις εξελίχθηκαν σε ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους του νέου καθεστώτος, καθώς ο ρόλος που διαδραμάτισαν όχι μόνο στην εσωτερική ασφάλεια και ειρήνευση, αλλά και στον πόλεμο κατά της Παραγουάης, είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωσή τους ως θεσμού με σημαντική πολιτική βαρύτητα στην εδραίωση της ισχύος του εθνικού κράτους.
Η πρώτη μεγάλης έκτασης εξέγερση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Μίτρε ήταν αυτή του caudillo Ángel Vicente Peñaloza, που ασκούσε σημαντική επιρροή στις βόρειες επαρχίες και είχε στο πλευρό του μεγάλο αριθμό εμπειροπόλεμων ομοσπονδιακών. Η εξέγερση έληξε με νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων το Νοέμβριο του 1863.
Όταν στην αντίσταση των επαρχιών στο συγκεντρωτισμό του Μπουένος Άιρες προστέθηκε και η πλήρης αντίθεσή τους στον πόλεμο κατά της Παραγουάης (οι επιστρατευμένοι στον εθνικό στρατό λιποτακτούσαν μαζικά), ξέσπασε ένοπλη εξέγερση των βορείων επαρχιών το 1866. Ο νεοσύστατος εθνικός στρατός αντιμετώπισε αποτελεσματικά τους εξεγερμένους και τον Απρίλιο του 1867 ο βορράς επανήλθε στον πλήρη έλεγχο της εθνικής κυβέρνησης.
Εκτός από τους caudillos με τους οποίους η κυβέρνηση Μίτρε ήρθε αντιμέτωπη, καθώς δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι να στερηθούν την αυτονομία και τα προνόμια που απολάμβαναν χάρη σε αυτήν, αντιμετώπισε προβλήματα και από τους porteños, όταν προτάθηκε το Μπουένος Άιρες ως πρωτεύουσα του κράτους. Ο Μίτρε δεν κατάφερε να πείσει την εσωκομματική αντιπολίτευση ότι το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει το Μπουένος Άιρες για την επίτευξη της εθνικής ενότητας, ήταν η ομοσπονδιοποίηση της πόλης, ο ορισμός της ως πρωτεύουσα του κράτους και η εθνικοποίηση των εσόδων του τελωνείου. Η αντίδραση των μελών επέφερε τη διάσπαση του Φιλελεύθερου κόμματος σε δύο νέα σχήματα: το Αυτονομιστικό, με επικεφαλής τον Adolfo Alsina, που επιζητούσε τον περιορισμό της κεντρικής εξουσίας και τη διατήρηση της αυτονομίας των επαρχιών, και το Εθνικιστικό, με επικεφαλής τον Μίτρε, που υπεραμυνόταν της κυριαρχίας της εθνικής κυβέρνησης επί των επαρχιών. Εκείνη την εποχή ο όρος εθνικισμός είχε καθιερωθεί ως τάση δημιουργίας εθνικού κράτους.
Η θεσμική οργάνωση
Οι εσωτερικές συγκρούσεις, δεν απομάκρυναν τον Μίτρε από το κύριο στόχο του που ήταν η θεσμική αναδιοργάνωση του κράτους και της κοινωνίας. Θεωρούσε ότι δύο ήταν οι σταθεροί πυλώνες στήριξης μιας ευνομούμενης κοινωνίας: αφενός η ανεξαρτησία των εξουσιών της κυβέρνησης, αφετέρου η ελευθερία του Τύπου, η οποία θα λειτουργούσε ως η εξουσία-ελεγκτής των ορίων εντός των οποίων θα πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία, προκειμένου να αποφύγει τον αυταρχισμό και να μην εκφυλιστεί σε δικτατορία. Ως φιλελεύθερος διανοούμενος, επηρεασμένος από το Διαφωτισμό, έθεσε ως προτεραιότητα την προάσπιση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, το κράτος Δικαίου και το Συνταγματισμό. Ανέθεσε σε καταξιωμένους νομικούς τη σύνταξη αστικού και ποινικού κώδικα και την προσαρμογή του ισχύοντος εμπορικού κώδικα του Μπουένος Άιρες στις ιδιαιτερότητες της εθνικής επικράτειας. Στις 16 Οκτωβρίου 1862, τέσσερις μόνο μέρες μετά την ορκωμοσία του, ψηφίστηκε ο Νόμος 27 που αφορούσε στην οργάνωση της Δικαστικής Εξουσίας του Έθνους. Με αυτόν τον νόμο, ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο και τα κατώτερα δικαστικά όργανα. Με τη σύμφωνη γνώμη της Βουλής, ο Μίτρε διόρισε ως μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου άτομα που όχι μόνο δεν ανήκαν στο πολιτικό του περιβάλλον, αλλά είχαν συνεργαστεί με τους κομματικούς του αντιπάλους ή υπήρξαν δραστήρια μέλη των Ομοσπονδιακών, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποδειγματική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε ποιά ήταν τα κίνητρα που τον ώθησαν στη λήψη αυτής της απόφασης, απάντησε: “Ως Πρόεδρος του Έθνους αναζήτησα τους άνδρες που θα εξασφάλιζαν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα ασκούσε αμερόληπτο έλεγχο στις αυθαιρεσίες των άλλων εξουσιών του Κράτους, και επιπλέον, προερχόμενοι από την αντιπολίτευση, θα παρείχαν στους συμπολίτες τους τη μέγιστη βεβαιότητα για την ευρεία προστασία των δικαιωμάτων τους και την εγγύηση της συνολικής και απόλυτης ανεξαρτησίας της Δικαστικής Εξουσίας”.²
Η διαλλακτική πολιτική του Μίτρε προκάλεσε την αντίδραση των Porteños, κυρίως των θερμοκέφαλων Ενωτικών, που απαιτούσαν την κατάργηση του συντάγματος του 1853 και την αντικατάστασή του από άλλο, που θα καταργούσε την ομοσπονδία και θα επέβαλε την ένωση και την ολοκληρωτική πολιτική κυριαρχία του Μπουένος Άιρες επί των επαρχιών. Ωστόσο, ο συνετός Μίτρε δεν θέλησε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Άλλωστε, θεωρούσε ότι μετά την αναθεώρηση του 1860, το σύνταγμα του 1853 έθετε τα θεμέλια της εθνικής συγκρότησης, γι αυτό το διατήρησε σε πλήρη ισχύ μέχρι το 1866.
Η ανάπτυξη της Οικονομίας
Ο Μίτρε έθεσε ως προτεραιότητα τον οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας και ως υπέρμαχος του κλασικού Φιλελευθερισμού προώθησε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό έλεγχο. Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών εξόδων, η κυβέρνηση διατήρησε την κεντρική διαχείριση των κυριοτέρων πλουτοπαραγωγικών πηγών του κράτους. Εθνικοποίησε τα τελωνεία όλης της χώρας και παραχώρησε προνόμια στο εμπόριο με την Ευρώπη, μέτρο που διπλασίασε τα δημόσια έσοδα από 7 σε 14 εκατομμύρια χρυσά πέσος. Η εθνικοποίηση της δασμολογίας των ποτάμιων συγκοινωνιών και η ανάπτυξη των επίγειων συγκοινωνιών, μέσω της επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου, και την κατασκευή μεγάλων έργων, όπως δρόμων και γεφυρών, επέφεραν την οικονομική ανάπτυξη των επαρχιών, που αύξησαν την παραγωγή τους, επωφελούμενες από την απρόσκοπτη εμπορική διακίνηση των προϊόντων τους. Προς διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών, αναπτύχθηκαν οι ταχυδρομικές υπηρεσίες σε όλη τη χώρα και το τηλεγραφικό δίκτυο επεκτάθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Επίσης εκδόθηκε ενιαίο εθνικό νόμισμα, μέτρο που δεν έγινε άμεσα αποδεκτό από τις επαρχίες που εξακολούθησαν να τυπώνουν τα τοπικά νομίσματα για λίγα χρόνια ακόμη. Επιπλέον, τα αποικιακά μέτρα και σταθμά αντικαταστάθηκαν από το δεκαδικό μετρικό σύστημα.

Για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και τη λειτουργία των ταχυδρομείων και των σιδηροδρόμων διορίστηκαν δημόσιοι υπάλληλοι. Έτσι προέκυψε μία νέα τάξη, φίλα προσκείμενη στην εθνική κυβέρνηση, η οποία μαζί με το στρατό αποτέλεσε το κύριο μέσο ελέγχου και διείσδυσης της κυβέρνησης σε όλη την επικράτεια.
Για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και της οικονομίας διευκολύνθηκε η εισαγωγή ξένων κεφαλαίων (κυρίως βρετανικών) σε μορφή δανείων και επενδύσεων. Η ευφορία της ταχείας ανάπτυξης εμπόδισε τους νεόκοπους φιλελεύθερους της κυβέρνησης να προβλέψουν τις αρνητικές συνέπειες του υπερδανεισμού, που έγιναν οδυνηρά αισθητές την επόμενη δεκαετία, όταν ξέσπασε η πρώτη οικονομική κρίση. Στην άνθηση της οικονομίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων ευρωπαίων μεταναστών, για την προσέλκυση των οποίων είχαν αρχίσει να προσφέρονται κίνητρα ήδη από το 1853, προκειμένου να καλλιεργηθούν οι τεράστιες εκτάσεις γης, που έμεναν ανεκμετάλλευτες είτε επειδή ανήκαν σε φυλές ινδιάνων, είτε λόγω της έλλειψης πληθυσμού. Ο εποικισμός αποτέλεσε προτεραιότητα τόσο της κυβέρνησης Μίτρε όσο και των επομένων κυβερνήσεων, που υιοθέτησαν το σύνθημα “κυβερνώ σημαίνει εποικίζω”. Οι επόμενες κυβερνήσεις προέβησαν σε ανελέητες εκστρατείες αφανισμού των ινδιάνων και ενσωμάτωσης των εδαφών τους στο εθνικό κράτος, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες σε καλλιεργήσιμη γη.
Η εκπαίδευση ως φορέας εκσυγχρονισμού
Στον τομέα της εκπαίδευσης ο Μίτρε έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς τη θεωρούσε όχημα προόδου. Ενισχύθηκε η πρωτοβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στη δευτεροβάθμια με την ίδρυση το 1863 του Εθνικού Κολλεγίου του Μπουένος Άιρες και στη συνέχεια την ίδρυση παρόμοιων ιδρυμάτων στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις. Ωστόσο, ο Μίτρε δεν θεωρούσε ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να απευθύνεται σε όλους, αλλά στις ηγετικές τάξεις, ώστε να έχουν επαρκή κατάρτιση τα στελέχη των υπηρεσιών του αναπτυσσόμενου κράτους, που θα προέρχονταν από αυτές. Επιπλέον ήταν πεπεισμένος ότι η δημιουργία μιας πνευματικής πρωτοπορίας θα μπορούσε να εμπνεύσει τις μάζες και να εξασφαλίσει τη συναίνεσή τους, με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και τάξης. Η “αριστοκρατική” αντίληψή του σχετικά με τη λειτουργία και το σκοπό που όφειλαν να εκπληρώσουν τα εθνικά κολέγια καταγράφηκε στο λόγο που εκφώνησε στη Γερουσία στις 16 Ιουλίου 1870:
“Είναι ζήτημα επείγουσας και ζωτικής σημασίας να δράσουμε κατά της αμάθειας πριν η άξεστη μάζα κυριαρχήσει ασύδοτη και μας στερήσει το κουράγιο να την κατευθύνουμε προς την οδό της σωτηρίας. Αυτός είναι ο λόγος που εκτός από τα δημοτικά σχολεία, έχουμε και τα εθνικά κολέγια για να προσφέρουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση που καθιστά ικανό το άτομο να διάγει κοινωνικό βίο, αναπτύσσοντας τις ικανότητές του σε ύψιστο βαθμό, ανυψώνοντας το διανοητικό του επίπεδο με τρόπο ώστε η συσσωρευμένη γνώση ορισμένου αριθμού ατόμων δράσει επί της αμόρφωτης μάζας, προκειμένου να διαδώσει σε αυτήν το φώς της γνώσης και να υποστηρίξει με πιο ήπια όπλα τις θέσεις με τις οποίες κυβερνώνται οι λαοί ”.³
Διεθνείς Σχέσεις
Στην εξωτερική πολιτική ο Μίτρε επέλεξε την τακτική της μη ανάμειξης στα ζητήματα των άλλων νεοσύστατων κρατών με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, προκειμένου να εξασφαλίσει την ένταξη τη χώρας του στη διεθνή πολιτική σκηνή. Έτσι δεν συμμετείχε στο Παναμερικανικό Συνέδριο που συνήλθε στη Λίμα το 1862, με θέματα την γαλλική επέμβαση στο Μεξικό και την επανενσωμάτωση της Δομινικανής Δημοκρατίας στην Ισπανική Αυτοκρατορία. Επίσης δεν πήρε θέση στην άρνηση της Ισπανίας να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Περού. Η στάση αυτή αποδοκιμάστηκε έντονα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά εκτιμήθηκε από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, με πρώτη την Ισπανία, που το 1863 αποδέχθηκε το δικαίωμα της Αργεντινής στην αυτοδιάθεση και υπέγραψε σύμφωνο αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της.
Το 1865 ο Μίτρε εγκατέλειψε την αρχή της μη ανάμειξης και ενέπλεξε τη χώρα του στη σύρραξη δύο γειτονικών χωρών της Παραγουάης και της Βραζιλίας που εξελίχθηκε στο πιο αιματηρό πόλεμο στη Λατινική Αμερική.
Ο καταστροφικός πόλεμος της Παραγουάης (1865-1870)
Όταν η Αντιβασιλεία του Ρίο ντε λα Πλάτα κατέρρευσε, στις αρχές της δεκαετίας του 1810, σχηματίστηκαν σταδιακά τα κράτη της Αργεντινής, της Παραγουάης, της Βολιβίας και της Ουρουγουάης με συνεχείς εδαφικές διαμάχες μεταξύ τους. H Παραγουάη, παρόλο το μικρό μέγεθός της, είχε εξελιχθεί στην πιο ανεπτυγμένη χώρα της Νότιας Αμερικής και κατάφερε να είναι αυτάρκης σε βασικά και βιομηχανικά προϊόντα, η μοναδική χωρίς εξωτερικό δανεισμό. Η οικονομία της εκσυγχρονίστηκε και έγινε ιδιαίτερα ανταγωνιστική όχι μόνο ως προς τις οικονομίες των γειτόνων της, αλλά και των ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Ο πόλεμος ξέσπασε με αφορμή την εισβολή της Βραζιλίας στην Ουρουγουάη. Η Παραγουάη έσπευσε προς βοήθεια της συμμάχου Ουρουγουάης, αλλά τα στρατεύματά της πέρασαν μέσα από το έδαφος της Αργεντινής, αψηφώντας την αρνητική απάντηση του Μίτρε στο αίτημα διέλευσης που είχαν υποβάλει. Αυτή η αυθαιρεσία αποτέλεσε την αφορμή για τη συσπείρωση των δύο γιγάντων της περιοχής, Αργεντινής και Βραζιλίας οι οποίες μαζί με την υποτελή πλέον Ουρουγουάη συνυπέγραψαν το 1865 το Σύμφωνο Τριπλής Συμμαχίας και επιτέθηκαν στην Παραγουάη. Ο Μίτρε παρέδωσε προσωρινά τη διακυβέρνηση της χώρας στον αντιπρόεδρο Marcos Paz, προκειμένου ο ίδιος να διευθύνει προσωπικά τις πολεμικές επιχειρήσεις, ως επικεφαλής των στρατευμάτων της Συμμαχίας, δηλώνοντας ότι σε τρεις μήνες θα έχει επιστρέψει θριαμβευτής. Ωστόσο, επέστρεψε σχεδόν τρία χρόνια μετά, μεσούντος του πολέμου, επειδή τον Ιανουάριο του 1868 απεβίωσε ο Paz.
Η Παραγουάη αντιστάθηκε ηρωικά επί 5 χρόνια, αλλά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει όταν σκοτώθηκε στη μάχη ο Πρόεδρός της Francisco Solano López. Οι συνέπειες του πολέμου ήταν καταστροφικές. Ο πληθυσμός της μειώθηκε κατά το ήμισυ, η γεωργία και η κτηνοτροφία εγκαταλείφθηκαν, η ακμάζουσα βιομηχανία της κατέρρευσε και υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις. Επιπλέον, έχασε σημαντικό μέρος των εδαφών της, τα οποία προσάρτησαν η Βραζιλία και η Αργεντινή.
Αλλά και για την Αργεντινή οι συνέπειες του πολέμου δεν ήταν αμελητέες. Στις ανθρώπινες απώλειες προστέθηκαν και αυτές του εμφυλίου, που προκλήθηκε από την άρνηση των Αργεντινών να πολεμήσουν κατά της Παραγουάης. Η οικονομία της δοκιμάστηκε, η παραγωγή μειώθηκε και το εξωτερικό χρέος της χώρας αυξήθηκε, καθώς ο πόλεμος χρηματοδοτήθηκε με δάνεια βρετανικών τραπεζών. Αλλά και ο Μίτρε δεν βγήκε αλώβητος από αυτήν την περιπέτεια. Η ολοκληρωτική καταστροφή της μικρής αλλά ηρωικής Παραγουάης και η σφαγή του πληθυσμού της προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης. Επιπλέον, η απομάκρυνσή του από την πολιτική δράση τον αποδυνάμωσε, με αποτέλεσμα να μη μπορέσει να επιβάλλει τον ευνοούμενό του στις προεδρικές εκλογές του 1868, που διεξήχθησαν λίγους μήνες μετά την επιστροφή του. Νικητής αναδείχθηκε ο Domingo Faustino Sarmiento με την υποστήριξη του Alsina, πολιτικού αντιπάλου του Μίτρε.
1862-1868 Presidentes Argentinos – Bartolomé Mitre
Πολιτικά ενεργός μετά την Προεδρία – Δημοσιογράφος και συγγραφέας
Ο Μίτρε, μετά τη λήξη της Προεδρίας του, εξελέγη γερουσιαστής στις εκλογές του 1868. Αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό, καθώς ήταν αποφασισμένος να μην παραχωρήσει το μερίδιό του στην εξουσία. Είχε ασκήσει τη δημοσιογραφία σε όλες τις χώρες που είχε ζήσει, οπότε γνώριζε πολύ καλά τη σπουδαιότητα που είχε ο τύπος τον 19ο αιώνα σε όλη την αμερικανική ήπειρο, καθώς αποτελούσε το βασικό όργανο έκφρασης και παράλληλα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας για όποιον ήθελε να πολιτευτεί ήταν να έχει δική του εφημερίδα. Την πολιτική εκστρατεία του Μίτρε το 1862 στήριξε η εφημερίδα La Nación Argentina που εκδόθηκε την ίδια χρονιά. Το 1869 αγοράστηκε από το Μίτρε και στις 4 Ιανουαρίου 1870 κυκλοφόρησε ανανεωμένο το πρώτο φύλλο με το όνομα La Nación. “Τέκνο της εργασίας, κρεμώ προς το παρόν το σπαθί, που πλέον δεν το χρειάζεται η πατρίδα μου, και κραδαίνω το τυπογραφικό συνθετήριο Franklin”, έγραψε σε μία επιστολή του στα τέλη του 1869, αναγγέλλοντας την επιστροφή του στον Τύπο. Δε δίστασε να πουλήσει μεγάλο μέρος των επίπλων και των βιβλίων του, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την δημοσιογραφική του επιχείρηση. Σε επιστολή προς το φίλο του Wenceslao Paunero, έγραφε σχετικά με την απόφασή του: “Είμαι αποφασισμένος να γίνω εκδότης. Θα ξεπουλήσω τα πολυτελή έπιπλά μου, μέρος των βιβλίων μου, μερικούς πίνακες και διάφορα αντικείμενα αξίας που βαραίνουν τις αποσκευές ενός εργατικού ατόμου, για να πληρώσω τις επιχειρηματικές μου δραστηριότητες και να παραμείνω μάχιμος.”⁴

Το 1871 αρρώστησε βαριά από μια επιδημία κίτρινου πυρετού. Μόλις αποκαταστάθηκε η υγεία του, ο πρόεδρος Sarmiento του ανέθεσε μία διπλωματική αποστολή στη Βραζιλία για να διαπραγματευτεί τον καθορισμό των συνόρων, καθώς μετά τη λήξη του πολέμου οι δύο χώρες διαφώνησαν στο διαμερισμό των κατακτημένων εδαφών της Παραγουάης.
Στις εκλογές του 1874 έθεσε υποψηφιότητα για την Προεδρία, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Κατήγγειλε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Nicolás Avellaneda για νοθεία, οργάνωσε πραξικόπημα και ηγήθηκε στρατιωτικής δύναμης που κινήθηκε κατά της κυβέρνησης. Αλλά την ήττα του στις κάλπες διαδέχτηκε η ήττα στο πεδίο της μάχης. Η εφημερίδα του έκλεισε, ο ίδιος φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ωστόσο, χάρη στην πολιτική συμφιλίωσης του προέδρου Avellaneda, σύντομα αμνηστεύτηκε, αφέθηκε ελεύθερος, επανακυκλοφόρησε την εφημερίδα του και συνέχισε να αρθρογραφεί καθημερινά, ασκώντας επιρροή στα πολιτικά πράγματα.
Στα επόμενα 15 χρόνια αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία και την ιστορική έρευνα για τη συγγραφή των βιβλίων του. Αλλά ως άνθρωπος της δράσης, επανήλθε στην ενεργό πολιτική το 1890, όταν συσπείρωσε την αντιπολίτευση σε ενιαίο μέτωπο κατά του προέδρου Miguel Juárez Celman. Ο Μίτρε από κοινού με τον Leonardo Alem ηγήθηκαν ενός μεγάλου συνασπισμού, που ονομάστηκε Ένωση Πολιτών. Στις 26 Ιουλίου 1890 ξέσπασε η αποκαλούμενη Επανάσταση του Πάρκου υποκινούμενη και καθοδηγούμενη από την Ένωση Πολιτών. Ο Μίτρε, έχοντας τη πικρή εμπειρία του παρελθόντος, προτίμησε να απουσιάζει από τη χώρα, προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας. Παρόλη τη συμμετοχή μερίδας του στρατού, η επανάσταση κατεστάλη από τις αρχές. Αυτή η στάση του Μίτρε, καθώς και οι μετέπειτα διαπραγματεύσεις του με άλλα μέλη της αντιπολίτευσης, που κατέληξαν στην παραίτηση του Celman και την εκλογή στην προεδρία του Carlos Pellegrini, θεωρήθηκαν προδοσία από τον Alem και οδήγησαν στη διάσπαση της Ένωσης Πολιτών. Οι δύο νέοι πολιτικοί σχηματισμοί που προέκυψαν ήταν η Εθνική Ένωση Πολιτών, με επικεφαλής τον Μίτρε και η Ριζοσπαστική Ένωση Πολιτών με επικεφαλής τον Alem.

Το 1894 επανεξελέγη γερουσιαστής, χωρίς να εγκαταλείψει την άλλη του μεγάλη αγάπη, τη συγγραφή. Δημοσίευσε μια αναλυτική μελέτη των γηγενών γλωσσών όλης της αμερικανικής ηπείρου, από τη Γη του Πυρός ως την Αλάσκα. Έγραψε πεζά, ποιητικά και θεατρικά έργα και έκανε σημαντικές μεταφράσεις έργων, όπως τη Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Παράλληλα συνέλεξε 4.000 περίπου νομίσματα και το 1893 ίδρυσε τη Νομισματική Ένωση, που μετά το θάνατό του μετονομάστηκε σε Εθνική Ακαδημία Ιστορίας.
Από το 1890 και μέχρι τον θάνατό του ο Μίτρε επηρέασε αποφασιστικά την πολιτική ζωή του τόπου δια μέσου των κυβερνήσεων της περιόδου αυτής, οι οποίες ανήκαν στο συντηρητικό στρατόπεδο και είχαν την ένθερμη στήριξη της εφημερίδας La Nación. Τίποτα δεν συνέβαινε στις γραμμές των συντηρητικών χωρίς πρώτα να συμβουλευτούν τον “Don Bartolo”, όπως τον αποκαλούσαν όλοι με σεβασμό και συγκρατημένη οικειότητα.
Το κύρος του αυξήθηκε με το πέρασμα του χρόνου και έφτασε στο απόγειό του το 1901, όταν με αφορμή τα 80κοστά γενέθλιά του, η κυβέρνηση ανακήρυξε αργία την ημέρα γέννησής του, η πρωτεύουσα σημαιοστολίστηκε και το πλήθος παρήλαυνε επί 16 ώρες μπροστά από το σπίτι του. Ο στρατηγός, όπως προτιμούσε να τον αποκαλούν, εκφώνησε ένα συγκινητικό απόσπασμα κλασικής ρητορικής τέχνης.
Απεβίωσε στις 19 Ιανουαρίου 1906 στο σπίτι του, στην οδό San Martín 336. Τεράστιο πλήθος συνόδευσε τη σορό του μέχρι το κοιμητήριο Recoleta, όπου βρίσκεται ακόμη ο τάφος του.

Ο Μίτρε ως ιστορικός
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Μίτρε ποτέ δεν εγκατέλειψε τη δράση του ως διανοούμενος. Μελετούσε ακατάπαυστα, όπως μαρτυρά η τεράστια βιβλιοθήκη του με τα ταξινομημένα βιβλία γεμάτα σημειώσεις. Η συστηματική ιστορική του έρευνα είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση πολυάριθμων ιστορικών μελετών, με κορυφαία έργα την Historia de Belgrano y de la independencia argentina (1858-1859) και Historia de San Martín y de la emancipación sudamericana (1887). Μέσα από τις βιογραφίες των δύο κορυφαίων ηρώων του αγώνα της ανεξαρτησίας, του José de San Martín και του Manuel Belgrano, επιχείρησε να αναλύσει την πορεία του αγώνα από την επανάσταση του Μαΐου 1810 έως τις ιστορικές μάχες της Caseros και Pavón σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης της διχασμένης Αργεντινής. Θεωρούσε ότι η γνώση του κοινού εξιδανικευμένου παρελθόντος και οι άθλοι των αγωνιστών της ανεξαρτησίας θα δημιουργούσαν μια συνείδηση εθνικού “συνανήκειν” και θα ενίσχυαν την εθνική υπερηφάνεια. Η σύμπτωση έθνους και κράτους θα επέφερε τη εθνική ομογενοποίηση της χώρας και τη νομιμοποίηση της κεντρικής εξουσίας.
Το έργο του έτυχε ευρείας αποδοχής από τους συμπατριώτες του:
“Το 1876, όταν κυκλοφόρησε η τρίτη (πρώτη ολοκληρωμένη) έκδοση της Ιστορίας του Μπελγράνο, έγινε δεκτή με την ίδια ιερή ευλάβεια που προκαλεί η βροχή μετά την ξηρασία. Υπήρχαν προγενέστερα έργα, αλλά όχι μια ιστορία της γέννησης της Δημοκρατίας αποδεκτή από τους περισσότερους ως κληρονομιά |…| έσπειρε στη συλλογική ψυχή μία άνθηση κατευθυντήριων ιδεών |…| που αφύπνισαν και ενίσχυσαν την συνείδηση όλου του λαού”.⁵

Τα βιβλία του διδάχτηκαν ως επίσημη ιστορία από τα σχολικά εγχειρίδια και αποτέλεσαν τη βάση της αργεντινής εθνικής ταυτότητας. Οι σύγχρονοι ερευνητές, που επιχειρούν μία αναθεωρητική προσέγγιση της ιστορίας, κρίνουν ότι το ιστορικό του έργο είναι ποιοτικής λογοτεχνίας, αλλά στερείται αντικειμενικότητας, επειδή έθεσε ως προτεραιότητα τις ανάγκες του έθνους, στήριξε την εθνική ιδεολογία και αποσκοπούσε στη δικαίωση της πολιτικής και στρατιωτικής του δράσης. Ωστόσο, ο Μίτρε δεν κατέγραψε απλά τα γεγονότα, αλλά με επιστημονικό ζήλο αναζήτησε σε όλη τη χώρα ντοκουμέντα για να αντλήσει τεκμηριωμένη πληροφόρηση. Μολονότι αναγνωρίστηκε η συνεισφορά του στην ιστορική έρευνα, κατηγορήθηκε ότι οικειοποιήθηκε πλήρη αρχεία, αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η πολιτική ούτε η συνείδηση διατήρησής τους ως ιστορικές πηγές και είναι πολύ πιθανό να είχαν καταστραφεί. Χάρη στο Μίτρε διασώθηκαν και εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα στην ιστορική έρευνα. Μετά το θάνατό του, το αρχείο του χαρακτηρίστηκε ιστορική κληρονομιά, δωρίστηκε στο κράτος μαζί με την πλούσια βιβλιοθήκη του και ιδρύθηκε το μουσείο Μίτρε, που στεγάστηκε στο σπίτι του.
Το ιστορικό του έργο σφράγισε τις συνειδήσεις πολλών γενεών και κατάφερε να επισκιάσει την τεράστια συνεισφορά του στο πολιτικό γίγνεσθαι της νεώτερης Αργεντινής, όπως επισημαίνει ο αργεντινός ιστορικός Tulio Halperín Donghi:
“Έχει ίσως τους περισσότερους τίτλους από οποιονδήποτε άλλο για να του αναγνωρισθεί δικαίως ο τίτλος του πατέρα της σύγχρονης Αργεντινής, μολονότι πιο συχνά αναφέρεται ως ο ιδρυτής της νεώτερης αργεντινής ιστοριογραφίας, καθώς το ιστορικό έργο του χαρακτηρίζεται από ευρυμάθεια, αξιοπιστία και επιστημονική αντικειμενικότητα, ιδιότητες που έλειπαν μέχρι τότε”.⁶
Η πολιτική του δράση εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα θαυμαστές αλλά και επικριτές, ωστόσο σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν τη συνεισφορά του στη δημιουργία του κράτους της Αργεντινής και στη διαμόρφωσή της ως έθνος. Προς τιμήν του έχουν ανεγερθεί αγάλματα σε πολλές πόλεις, το όνομά του έχει δοθεί σε εκατοντάδες δρόμους και πλατείες σε όλη την Αργεντινή, ακόμη και στην Ισπανία, όπου το 1929 μια κεντρική λεωφόρος της Βαρκελώνης ονομάστηκε Ronda del General Mitre. Στη Γη του Πυρός υπάρχει η χερσόνησος Mitre και στις νήσους Μαλβίνας (Φώκλαντ) το λιμάνι Mitre. Η μορφή του είναι τυπωμένη στο χαρτονόμισμα των 2 πέσος. Οι απόγονοί του εξακολουθούν να επηρεάζουν την πολιτική ζωή της Αργεντινής μέσα από την εφημερίδα La Nación και το ραδιοφωνικό σταθμό Mitre που ιδρύθηκε το 1925 από την οικογένεια Μίτρε, σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της αργεντινής ραδιοφωνίας.
Visita del presidente Bartolome Mitre al Museo de Historia (1901)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
¹ David Rock, La construcción del estado y los movimientos políticos en la Argentina, 1860-1916, Buenos Aires, Prometeo Libros, 2006, σ.33.
² http://www.lanacion.com.ar/2037252-la-leccion-de-mitre
³ Marta Bonaudo (διεύθ.) Nueva Historia Argentina, Liberalismo, Εstado y Orden Burgués (1852-1880), Buenos Aires: Sudamericana, 1999, σ. 554
⁴ http://www.museomitre.gob.ar/biografia.htm
⁵ Sergio Mejía, Las historias de Bartolomé Mitre: operación nacionalista al gusto de los argentinos, HISTORIA CRÍTICA No 33, Bogotá, 2007, σσ. 98-121
⁶ Tulio Halperin Donghi, Mitre y la formulación de una historia nacional para la Argentina, anuario IEHS, No 11, Tandil, 1996, σσ. 57-69
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Marta Bonaudo (διεύθ.) Nueva Historia Argentina, Liberalismo, Εstado y Orden Burgués (1852-1880), Buenos Aires: Sudamericana, 1999
Fernando Devoto & Nora Pagano, Historia de la Historiografía Argentina, Buenos Aires: Sudamericana, 2009
Haydée Gorostegui de Torres, La organización nacional, vol.4, Buenos Aires: Paidós, 1972
Tulio Halperin Donghi, Una nación para el desierto argentino, Buenos Aires: Prometeo Libros, 2010
Adriana Puiggrós, Qué pasó en la educación argentina, Buenos Aires: Galerna, 2003
David Rock, La construcción del estado y los movimientos políticos en la Argentina, 1860-1916, Buenos Aires: Prometeo Libros, 2006
Άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά
Alejandro Eujanian, La Nación, la Historia y sus usos en el Estado de Buenos Aires, 1852-1861, anuario IEHS No 27, Tandil, 2012
Tulio Halperin Donghi, Mitre y la formulación de una historia nacional para la Argentina, anuario IEHS No 11, Tandil, 1996
Sergio Mejía, Las historias de Bartolomé Mitre: operación nacionalista al gusto de los argentinos, HISTORIA CRÍTICA No 33, Bogotá, 2007
Η Μαρία Δημητρίου διδάσκει Ισπανική Γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Ανήκει στο Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό (ΕΕΠ) του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών