Skip to main content

Γεωργία Μπακάλη: Θνησιγενής εργατική ενότητα: Η ίδρυση και η διάσπαση της ΓΣΕΕ (Νοέμβριος 1918-Απρίλιος 1919)

Γεωργία Μπακάλη

Θνησιγενής εργατική ενότητα
Η ίδρυση και η διάσπαση της ΓΣΕΕ (Νοέμβριος 1918-Απρίλιος 1919)

 

Η «προϊστορία» του εργατικού κινήματος (1909 – 1918)

[…] η παρατηρούμενη κατά τα τελευταία έτη (1910 και εδώ) εργατική κίνησις της Ελλάδος είναι κατά κανόνα αμελέτητος, άρρυθμος και εν πολλοίς άσκοπος, οφειλομένων των ελαττωμάτων της τούτων κυρίως εις το αμόρφωτον των εργατών, και κατ’ ίσον λόγον εις το μη ανεπηρέαστον της εξελίξεως της εργατικής κινήσεως παρ’ ημίν. 

Αλ. Σβώλος (Ιούλιος 1918)

Το 1909 αποτέλεσε αφετηρία νέων εξελίξεων για τις εργατικές δυνάμεις της χώρας. Με τη μαζική διαδήλωση του Συνδέσμου Συντεχνιών της 14ης Σεπτεμβρίου αναδύθηκε η κοινωνική και πολιτική δύναμη των επαγγελματικών σωματείων. Θέτοντας αιτήματα κοινωνικής πολιτικής, προέβαλαν την ανάγκη να υπάρξει, μεταξύ άλλων, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη βελτίωση της θέσης του εργάτη. Ακολούθως, τη δεκαετία του 1910 διάφοροι παράγοντες (διάχυση των σοσιαλιστικών ιδεών, διεύρυνση του οργανωμένου εργατικού κόσμου της Ελλάδας, επιπτώσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο βιοτικό επίπεδο των εργατών) προκαλούσαν ιδεολογικές ζυμώσεις τέτοιας εμβέλειας, ώστε να αποκρυσταλλώνεται σταδιακά μια συλλογική συνειδητοποίηση γύρω από κοινά εργατικά συμφέροντα. Προς την κατεύθυνση αυτή λειτούργησε και ο Ν. 281/1914, Περί σωματείων. Προκάλεσε αθρόα σύσταση εργατικών σωματείων, επιτρέποντας συγχρόνως και την ανασύσταση των ήδη υφιστάμενων, σε διαφορετική όμως βάση. Ο νόμος όριζε –στην πραγματικότητα περιόριζε– την οργάνωση, λειτουργία και τον σκοπό των επαγγελματικών ενώσεων. Τα σωματεία, βάσει του συγκεκριμένου νόμου, έπρεπε να είναι αμιγώς εργατικά ή εργοδοτικά. Στόχος ήταν η σύσταση ενώσεων απαλλαγμένων από συντεχνιακές λογικές και αλληλοβοηθητικούς σκοπούς. Οριοθετώντας ο νόμος τις δύο «τάξεις» (εργάτες και εργοδότες) σε επίπεδο σωματειακής οργάνωσης, ευνοούσε τη συνειδητοποίηση της διάκρισής τους.

Αλέξανδρος Σβώλος (1892-1956).

Τη σημασία αυτή του νόμου τόνιζε από τη θέση του τμηματάρχη Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ο Αλέξανδρος Σβώλος. Σε Έκθεσή του με τίτλο Το Εργατικόν μας Ζήτημα (Ιούλιος 1918) επιχειρεί μια διεισδυτική διερεύνηση του θέματος. Με την επισήμανση ότι ο νόμος παρέσχε αμέσως εις τον εργάτην την βάσιν της συνειδήσεως της “τάξεώς” του και της αντιθέσεώς της προς την τάξιν του εργοδότου, δείχνει ότι ο νόμος συνέβαλε προς την κατεύθυνση της ταξικής συνειδητοποίησης των εργατών, ακόμη και αν η εξέλιξη αυτή δεν ήταν γενικός κανόνας, αλλά ίσχυε μόνο για κάποιες κατηγορίες εργατών. Άλλωστε, η απόκτηση ταξικής συνείδησης δεν θα μπορούσε να είναι ούτε αυτόματη ούτε αυτονόητη ούτε καθολική για τους ελάχιστα μέχρι τότε χειραφετημένους εργάτες. Η περιορισμένη χειραφέτηση ήταν αποτέλεσμα βαθύτερου ελλείμματος. Ο Σβώλος με έμφαση περιγράφει τη χαμηλή πνευματική συγκρότηση των εργατών (όλοι μας σχεδόν οι εργάται είναι εις εκπληκτικόν βαθμόν αμόρφωτοι. Ο πνευματικός των ορίζων είναι στενός εις αξιοθρήνητον βαθμόν […] παρασύρεται με οικτράν τυφλότητα συνειδήσεως), υπογραμμίζοντας και την έλλειψη γνήσιας εργατικής συνείδησης. Εκτιμούσε ότι η έλλειψη αυτή οφειλόταν μεταξύ άλλων στην ανεπαρκή ιδεολογική τους κατάρτιση καθώς και στην απουσία σημαντικής βιομηχανίας. Ο εργάτης:

άρπαξε ολίγας συναρπαστικάς λέξεις από διαφόρους ρήτορας των συνελεύσεών του, δεν εννόησε κατά βάθος την έννοιαν αυτών, ήρχισε να κινήται κατά το πλείστον χωρίς πρόγραμμα, ενεπλάκη εις αγώνας προς τους εργοδότας του, αλλά πέραν τούτου καμμίαν σαφή δεν έχει ιδέαν ούτε περί της κοινωνικής διαφορικότητος των τάξεων, ούτε περί της ουσίας του αγώνος του, ούτε περί του μέλλοντός του. Αντιθέτως η συνείδησις του εργάτου μας είναι ακόμα αστική. Πολιτικώς δεν απεσπάσθη ποτέ από τα αστικά κόμματα […]

Μάλιστα, όπως σημειώνει, όχι μόνο δεν αποσπάστηκε από την επιρροή τους, αλλά ανέχτηκε την εκμετάλλευση και την κολακεία αστών, πλουσίων και πολιτευομένων, καθώς και δωροδοκίες του κράτους κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού (1916-1917). Χωρίς να γενικεύει, διακρίνει μόνο εκείνες τις απεργίες που οργανώθηκαν μετά λόγου και επιγνώσεως, όπως η απεργία των γαιανθρακεργατών (1913). Διακρίνει ακόμη και διαφορετικούς βαθμούς ως προς την απόκτηση εργατικής συνείδησης, παρατηρώντας ότι οι εργάτες της Θεσσαλονίκης, κυρίως οι περί την Σοσιαλιστικήν Ένωσιν, είχαν σαφέστατη εργατική συνείδηση. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους εργάτες του Πειραιά, παρατηρούσε ότι οι εργάτες του Βόλου και της Αθήνας είχαν αρχίσει να αποκτούν σαφέστερη αντίληψη της θέσης τους, και ότι μαρτυρούν βραδείαν μεν, αλλά φανεράν εξέλιξιν προς τας βάσεις καθαρώς σοσιαλιστικής εργατικής συνειδήσεως. Στις διαπιστώσεις του αυτές αναγνωρίζεται η σημασία των συντελούμενων σοσιαλιστικών ιδεολογικών ζυμώσεων ως προς τη σφυρηλάτηση εργατικής συνείδησης σε εργατικές ενώσεις τόσο της επαρχίας όσο και της πρωτεύουσας. Σημαντική εστία σοσιαλιστικής σκέψης, με σθεναρή κοινωνική και πολιτική δράση και πρωτοποριακές πρωτοβουλίες (όπως η οργάνωση της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας το 1914 στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη), υπήρξε η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (γνωστή ως Φεντερασιόν). Η ιστορική διαδρομή της ήταν εξαρχής (1909) συνδεδεμένη με τη ζωηρή συνδικαλιστική δράση του Αβραάμ Μπεναρόγια, την άμεση επικοινωνία του με τα σοσιαλιστικά ρεύματα της Δύσης και τον ριζοσπαστισμό του. Πόσο διαφορετικό ήταν το περιβάλλον της Θεσσαλονίκης από εκείνο της Αθήνας με ευγλωττία το δείχνει η έκπληξη του Μπεναρόγια, όταν, επισκεπτόμενος το 1912 το Εργατικό Κέντρο Αθηνών, που ιδρύθηκε έναν χρόνο πριν, στην αίθουσα του Κέντρου αντικρύζει αντί του Μάρξ την εικόνα του Χριστού.

Έγγραφο της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, παραρτήματος της Φεντερασιόν, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1915. (Πηγή: http://paspartoy.blogspot.fr/2012/07/blog-post.html)

Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το 1915, στη δίνη του Εθνικού Διχασμού και του Πολέμου, όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις και ένα μέρος του εργατικού κόσμου αποκόπηκε από τον βενιζελικό χώρο. Η παράταση του Πολέμου και ο αποκλεισμός επαύξησαν την ανεργία, ενώ η κερδοσκοπία έπληξε τα –λιμοκτονούντα τότε– εργατικά στρώματα, διογκώνοντας την κακοδαιμονία τους, και εξ αυτού τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς τον Σεπτέμβριο του 1917, σε υπόμνημά του προς την κυβέρνηση, τονίζει ότι οι συνθήκες που προκάλεσε ο Πόλεμος και οι εθνικές πολιτικές αναστατώσεις κατέστησαν τον βίο των εργατικών τάξεων εντελώς αβίωτον και αιτούνταν εγγράφως –εφόσον δεν μπορούσαν να κατέλθουν σε απεργία– τη διά νομοτελεστικού διατάγματος υποχρέωση των εργοδοτών να αυξήσουν κατά 25% τουλάχιστον τα ημερομίσθια των εργατών, χωρίς να επιτραπεί παράλληλη αύξηση των ειδών κατανάλωσης, τα οποία είχαν αυξηθεί κατά 70-80% από την αρχή του Πολέμου. Η πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργατών της χώρας και, ειδικότερα, η εξαθλίωση των εργατών της Αθήνας και του Πειραιά ήταν μία πλευρά του εργατικού προβλήματος που πρέπει να τονιστεί και να εξεταστεί για τη σημασία της στην ριζοσπαστικοποίηση ενός μέρους των εργατών καθώς και στην ομοσπονδιακή ενοποίηση το 1918. Σε αυτές τις εξελίξεις πρέπει να προστεθεί και το ότι η σοσιαλιστική ιδεολογία, μετά τον Οκτώβριο του 1917, πρόσφερε ένα μάλλον ελκυστικό όραμα για το μέλλον τους. Ο Σβώλος υπογραμμίζει ως αξιόλογο παράγοντα την επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών, οι οποίες εδραίωσαν την αυτοπεποίθηση του εργάτη, δίδοντάς του την αφορμή να αισθανθή το μέτρον της αξίας του εντός του κοινωνικού οργανισμού. Ήρχισε τέλος ν’ αναλογίζηται και την πολιτικήν θέσιν, η οποίαν του ανήκει εντός του οργανισμού της Πολιτείας. Το τέλος του Πολέμου ήταν η αρχή μιας νέας εποχής για την ελληνική εργατική τάξη.

 

Η ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας
Η επιβολή της μειοψηφίας

[…] τώρα που η κόκκινη σημαία μας, στη Συνομοσπονδία κυματίζει…
κι’ όλους τους εργοδότας φοβερίζει.
Αλ. Σβώλος

Έχοντας αποβάλει οι εργατικές οργανώσεις της Ελλάδας τον αρχέγονο αλληλοβοηθητικό χαρακτήρα τους και παύοντας να συγκροτούν μεικτά (με εργάτες και εργοδότες) σωματεία, ανέλαβαν την ιστορική ευθύνη της ενιαίας συνδικαλιστικής και πολιτικής έκφρασης των εργατών το 1918. Σε επίπεδο συμβολισμών το πέρασμα σε μια εποχή νέων οραμάτων, στοχεύσεων, προσανατολισμών και δυναμικότερης εμπλοκής στο πολιτικό γίγνεθαι φαίνεται πως υποδήλωνε η υποστολή της σημαίας του προστάτη αγίου των ενώσεων και η έπαρση μιας άλλης σημαίας, εκείνης που υμνούσαν οι προαναφερόμενοι στίχοι (από ένα γνωστό πατριωτικόν τραγούδι […] το οποίον ψάλλουν οι ζωηρότεροι), όπως αναφέρει ο Σβώλος στην Έκθεσή του.

Το Α΄ Εργατικό Συνέδριο συγκλήθηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά τον Οκτώβριο του 1918. Σε αυτό αντιπροσωπεύτηκαν περίπου 230 περίπου εργατικά σωματεία από όλη τη χώρα. Η Οργανωτική Επιτροπή του Α΄ Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου (Ηλ. Δελαζάνος, Εμ. Ξανθάκης, Α. Μπεναρόγιας Π. Δημητράτος) ζήτησε από την κυβέρνηση να παρασχεθούν συγκεκριμένες διευκολύνσεις (οικονομικές, διαδικαστικές), ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συμμετοχή των αντιπροσώπων για την επιτυχία του, μολονότι η πλειοψηφία τους δεν ήταν σοσιαλιστές. Το αίτημα αυτό δείχνει πόσο συνειδητοποιημένα αντιλαμβάνονταν τη σημασία που θα είχε, για τη συγκρότηση και το κύρος του συνεδρίου, η παρουσία κατά το δυνατόν περισσότερων αντιπροσώπων. Ευρεία συμμετοχή συνεπαγόταν δύναμη και επιβολή απέναντι στο αστικό κράτος. Ανεξίτηλη άφησε τη σφραγίδα του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή του συνεδρίου ο ενορχηστρωτής του, ο εκ Θεσσαλονίκης πρωτεργάτης του συνδικαλισμού, ο σοσιαλιστής Αβραάμ Μπεναρόγιας, ψυχή και διδάσκαλος της Οργανωτικής Επιτροπής, όπως τον χαρακτηρίζει ο Σβώλος, προβλέποντας ότι:

Ο ευφυέστατος αυτός άνθρωπος, ο οποίος ασφαλώς θα παίξη σπουδαίον ρόλον εις την χώραν μας, έδωκε την σφραγίδα της ιδεολογίας του εις το οργανωτικόν έργον των Ελλήνων εργατών κατορθώσας υποσυνειδήτως να επιπλεύση μεταξύ των παλαιοτέρων εργατικών αρχηγών και εκ του αφανούς να διευθύνη κατά μέγα μέρος την εργατικήν κίνησιν της χώρας.

Με κριτική ματιά και υπό το πρίσμα μιας αστικής οπτικής, ο Σβώλος αναπαριστά στην Έκθεσή του τη διεξαγωγή του ιδρυτικού συνεδρίου, αποκαλύπτοντας κάποιους λιγότερο ίσως γνωστούς συσχετισμούς. Αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της μειοψηφίας των σοσιαλιστών. Αυτή κατηύθυνε τις εργασίες σαν να ήταν πλειοψηφία. Και είναι αξιοπρόσεχτη η επισήμανσή του, ότι η πλειοψηφία των αντιπροσώπων όχι μόνο δεν ήταν σοσιαλιστές, αλλά οσάκις ηκούετο η λέξις “σοσιαλισμός” εξηγείρετο σύσσωμο σχεδόν το Συνέδριον εις βροντώδη αποδοκιμασίαν. Παρότι οι περισσότεροι σύνεδροι αντιδρούσαν και μόνο στο άκουσμα της λέξης και παρότι η πλειοψηφία των αντιπροσώπων ψήφισε κατά παντός σοσιαλιστικού χρωματισμού, δεν αντιλήφθηκαν ότι η διατύπωση του καταστατικού ήταν σοσιαλιστική, όπως παρατηρούσε ο Σβώλος. Αυτό δείχνει απουσία ξεκάθαρης θέσης και προσανατολισμού καθώς και δυναμικών παρεμβάσεων από την πλευρά των μη σοσιαλιστών, οι οποίοι παρουσιάζονται να παίζουν έναν μάλλον παθητικό ρόλο σε σχέση με τον πρωταγωνιστικό των σοσιαλιστών. Με τη φράση συρόμενοι αγεληδόν από τους ευαρίθμους αλλ’ ευγλώττους σοσιαλιστάς, δηλώνεται ότι λειτούργησαν ως ενεργούμενα των σοσιαλιστών. Άλλωστε, η εκλογή της διοίκησης φανερώνει την υπερίσχυση της σοσιαλιστικής μειοψηφίας. Οι σοσιαλιστές ενώ, σύμφωνα με τον Σβώλο, ήταν μειοψηφία (16 προς 220!!), κατέλαβαν σημαντικό μερίδιο στη διοίκηση (τέσσερις σοσιαλιστές επί έντεκα επιτρόπων συνολικά). Οι δυναμικές προσωπικότητες φαίνεται πως άσκησαν επίδραση περισσότερο από όσο η αριθμητική δύναμη των αντιπροσώπων. Εντελώς διαφορετική προσωπικότητα από τον Μπεναρόγια, περιγράφει ο Σβώλος τον εκλεγμένο γενικό γραμματέα της Συνομοσπονδίας Ευάγγελο Μαχαίρα, τον αγνόν και ανυστερόβουλον όσον και ένζηλον εργάτην, αλλ’ αφελή καθ’ υπερβολήν και αγαθόν τύπον ευπίστου και αδυνάτου χαρακτήρος. Μολονότι διέθετε τη μεγάλη δύναμη των εργατικών οργανώσεων του Πειραιά, την μόνην πραγματικήν δύναμιν της Συνομοσπονδίας, σημειώνεται πως τελικά υποδουλώθηκε στη σοσιαλιστική μειοψηφία της διοικούσας επιτροπής παρασύροντας και τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Επιπλέον, και ο Μπεναρόγιας, στη δική του καταγραφή, εξαίρει τον ρόλο των ολιγάριθμων σοσιαλιστών, που όμως διέθεταν ρητορική δεινότητα, και έτσι κατόρθωσαν να επιβάλουν το ιδεολογικό τους στίγμα, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την παρέμβασή τους ως συνετή, θαρραλέα και σωτήρια.

Κατά τις εργασίες του συνεδρίου οι σοσιαλιστές, διαθέτοντας όχι μόνο ιδεολογική σκευή αλλά και οργανωτική εμπειρία, κατάφεραν να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά το πλεονέκτημά τους αυτό μέσα σε εκείνο το συγκεχυμένο μόρφωμα εργατικών αντιπροσώπων, ώστε να διαμορφώσουν το καταστατικό πλαίσιο αρχών του συνεδρίου. Με την εμπειρία, την πειθώ και την επιβολή τους καθόρισαν την ιδεολογική φυσιογνωμία της Συνομοσπονδίας, κατοχυρώνοντας την αποδοχή της πάλης των τάξεων ως καθοδηγητικής αρχής. Οι σοσιαλιστές ήταν εκείνοι που εφεξής κατηύθυναν την πορεία της Συνομοσπονδίας, επειδή η ορθόδοξος εργατική μερίς της διοίκησης –η πλειοψηφούσα– σπάνια διατύπωνε ενιαία, επεξεργασμένη και συγκροτημένη πρόταση, οπότε εμφανιζόταν σχεδόν πάντα σαν ο κωμικός δορυφόρος της πολιτικής της μειοψηφίας, κατά τον Σβώλο.

Γενικότερα, οι σοσιαλιστές ήταν σε θέση να ασκούν μεγάλη επιρροή αφήνοντας τη σφραγίδα τους και στην ιδεολογική φυσιογνωμία των σωματείων, εκείνων που ήταν σε θέση να ελέγχουν. Επιδίωξαν να δώσουν συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό στο εργατικό κίνημα είτε με τη διαπαιδαγώγηση των μελών τους είτε ακόμη τροποποιώντας τα καταστατικά εργατικών οργανώσεων στη βάση της πάλης των τάξεων. Δόθηκε έτσι σαφέστερη πολιτική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα. Σε πρακτικό επίπεδο, στα διοικητικά συμβούλια τοπικών σωματείων αναλάμβαναν ηγετικό ρόλο στρατευμένοι εγγράμματοι σοσιαλιστές, πρόσωπα που ήταν μέλη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (του μετέπειτα ΚΚΕ) και δεν προέρχονταν πάντα από τις τοπικές κοινωνίες. Επρόκειτο για επαγγελματικά στελέχη, πρωτοστάτες της επαγγελλόμενης κοινωνικής ανατροπής. Οι σοσιαλιστές συνδικαλιστές, έχοντας αποκτήσει κάποιο κύρος, φρόντιζαν με την ενεργό ανάμειξή τους, τη ρητορική τους δεινότητα, την κυριαρχική και συντονισμένη παρουσία τους κατά τις συνελεύσεις-συγκεντρώσεις των σωματείων σε προαπεργιακές περιόδους να κατευθύνουν τους εργάτες και το εργατικό κίνημα. Οι σοσιαλιστικές ηγεσίες των σωματείων ενοποιούσαν την αγωνιστική εμπειρία. Ήταν αυτοί που καθοδηγούσαν το εργατικό κίνημα στην περιφέρεια συνδέοντάς το με την κεντρική πολιτική κατεύθυνση του Κόμματος.

Το κτήριο στον Πειραιά, όπου πραγματοποιήθηκε το Α΄ Ιδρυτικό Συνέδριο.

Σε επίπεδο ιδεολογικό δεν κατέστη δυνατόν, κατά τις εργασίες του συνεδρίου, να συγκεραστούν ασύμπτωτες απόψεις και αποκλίνουσες αντιλήψεις. Είναι ενδεικτικό ότι στην αφήγηση του Μπεναρόγια διακρίνονται αδιαπέραστες οι διαχωριστικές γραμμές. Οι εργάτες προσδιορίζονταν ως βενιζελικοί, αντιβενιζελικοί, συντηρητικοί, σοσιαλιστές, μη σοσιαλιστές, συμπαθούντες και ακαθόριστοι. Οι κάθετες αυτές διαιρέσεις απεικονίζουν τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των συνέδρων· αντανακλούν τη φαινομενική ενότητα του συνεδρίου. Είναι προφανές ότι δεν συντελέστηκε η σύγκλιση σε κοινούς ιδεολογικούς άξονες. Μέσα από τις αφηγήσεις των Σβώλου και Μπεναρόγια σχηματίζεται η εικόνα μιας ανομοιογένειας που δύσκολα θα μπορούσε, μέσα στα όρια των συζητήσεων ενός ιδρυτικού συνεδρίου, να ξεπεραστεί. Μολονότι ο κατακερματισμένος εργατικός κόσμος ενώθηκε, η ένωση αυτή έφερε μέσα της τα σπέρματα της διάσπασης.

Η ίδρυση της Συνομοσπονδίας ήταν ένα οργανωτικό θαύμα, καθώς συντελέστηκε σε αντίξοες πολιτικές συνθήκες και μέσα στην αποσύνθεση που άφησε ο Πόλεμος και ο Διχασμός. Ένας πυρήνας μυημένων στις αρχές του σοσιαλισμού είχε την πρωτοβουλία για την ένωση των κατακερματισμένων εργατικών δυνάμεων, ενώ σε εκείνη τη δεδομένη συγκυρία η συνείδηση της πλειονότητας των εργατών της χώρας ήταν αδιαμόρφωτη ακόμη και ρευστή. Για την ακρίβεια ήταν ο κοινωνικός και πολιτικός οραματισμός του Μπεναρόγια, του ανθρώπου που με τη συνδικαλιστική και οργανωτική εμπειρία του έθεσε ένα όραμα στην εργατική τάξη στον αντίποδα του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Το γεγονός ότι ο Μπεναρόγιας από τη Θεσσαλονίκη και ο Παναγής Δημητράτος από το Εργατικό Κέντρο Αθηνών (ΕΚΑ) ήταν οι δύο κοινοί αντιπρόσωποι για την εργατική και τη σοσιαλιστική συνδιάσκεψη δικαιολογεί την παρατήρηση ότι η ενοποίηση των Ελλήνων εργατών ξεκίνησε από διανοούμενους – δάσκαλος ο πρώτος της βουλγαρικής γλώσσας, δημοδιδάσκαλος ο δεύτερος. Η παρατήρηση παραπέμπει αναπόφευκτα σε εκείνη του Ν. Γιαννιού για την αφετηρία του ελληνικού συνδικαλισμού

Είναι περίεργο βέβαια η ελληνική συνδικαλιστική κίνηση να μην έχει γεννηθεί μέσα από το βιομηχανικό προλεταριάτο –στις πόρτες της φάμπρικας, όπως έλεγε ο Μάρξ–, αλλά να προβάλει με ολόκληρη μαρξιστική πανοπλία μέσα από τα ειρηνικά και μαλθακά σαλόνια των ξενοδοχείων!

Μια μικρή ομάδα σοσιαλιστών με καθοδηγητή τον Μπεναρόγια κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου το ήμισυ των σωματείων της χώρας από μια ελληνική εργατική τάξη με ετερόκλητα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά. Συνενώθηκε κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό η ελληνική κοινωνία: Παλαιά Ελλάδα και Νέες Χώρες, πρωτεύουσα και επαρχία, χριστιανοί, Εβραίοι και μουσουλμάνοι, γηγενείς και πρόσφυγες, εργάτες, μικροαστοί και διανοούμενοι, σοσιαλιστές και συντηρητικοί, ρομαντικοί και ριζοσπάστες. Ειδικότερα, στην πρωτοβουλία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας Θεσσαλονίκης να συνενώσει όλες αυτές τις ομάδες, ανιχνεύεται μια προσπάθεια ανασύστασης του παλαιού ομοσπονδιακού χαρακτήρα της σε νέες βάσεις και διαφορετικό πλαίσιο. Μια προσπάθεια προσαρμογής στις νέες συνθήκες, αφού μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία της Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι πραγματική ομοσπονδία· είχε μεταβληθεί σε τοπική, περισσότερο, σοσιαλιστική οργάνωση. Με την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας οι εργατικές δυνάμεις απέκτησαν ενιαία οργανωτική υπόσταση, γεγονός που επέτρεπε να εκφραστεί σε ενιαία βάση η εργατική διαμαρτυρία, λαμβάνοντας τον χαρακτήρα της γενικής, δηλαδή της πανεργατικής διαμαρτυρίας. Δεν ενοποιήθηκε μόνο οργανωτικά η ελληνική εργατική τάξη αλλά και αγωνιστικά.

Η Συνομοσπονδία άρχισε, αμέσως μετά την ίδρυσή της, να καθοδηγεί ήδη από τις αρχές του 1919 το εργατικό κίνημα της χώρας. Εξ αυτού όχι μόνο επιτάθηκαν οι εργατικοί αγώνες αλλά διαφοροποιήθηκαν οι στοχεύσεις του εργατικού κινήματος. Σύμφωνα με την παρατήρηση του Σβώλου:

Η εργατική κίνησις του έτους 1917-1918 σκοπόν είχε ν’ ασφαλίση εις τον εργάτην σχεδόν κυρίως και αποκλειστικώς έν απαραίτητον ημερομίσθιον. Η αντίστοιχος κίνησις του έτους 1918-1919 επιδίωξε κυρίως να επιδείξη την επαγγελματικήν τουλάχιστον ισχύν του εργάτου. Η πρώτη απέβλεπεν εις την αποκατάστασιν του εργάτου εις ανεκτόν βίον, η δευτέρα εις την τρομοκρα[τίαν των εργοδο]τών.

Ένα εντελώς νέο στοιχείο παρουσίαζε η εργατική κίνηση του 1919· την απειλή της γενικής ή πανελλαδικής απεργίας. Με την τακτική αυτή, η οποία έδινε στις εργατικές κινητοποιήσεις τον άγριον και τρομοκρατικόν χαρακτήρα, εφαρμοζόταν, κατά τον Σβώλο, η αρχή η απεργία χάριν της απεργίας. Την ίδια δε στιγμή του ξεσπάσματος της απεργίας, οι ιθύνοντες συνδικαλιστές αδιαφορούσαν για τα πραγματικά αποτελέσματα που η απεργιακή παραφροσύνη προκαλούσε. Γενική απεργία κήρυξαν, για παράδειγμα, η Πανεργατική Βόλου (Ιανουάριος 1919), το Συνδικάτο Συγκοινωνίας και Μεταφορών (Απρίλιος 1919), η Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδος (Σεπτέμβριος 1919) καθώς και άλλες κατηγορίες εργατών.

Η σοσιαλιστική προπαγάνδα, ισχυριζόταν ο Σβώλος, κατόρθωνε με τη βοήθεια τοπικών Εργατικών Κέντρων να αναγάγει, ακόμη και τα ήσσονος σημασίας ζητήματα, σε πανεργατικά και να εμπλέκει τη Συνομοσπονδία, με μόνο σκοπό να εκβιάζει και να απειλεί την εργοδοσία και την κυβέρνηση. Μόλις ανέκυπτε οποιοδήποτε εργατικό ζήτημα, δίκαιον ή άδικον, πριν καν ερευνηθή πώς έχουν τα πράγματα, πριν καν αυτό τούτο το ενδιαφερόμενον Σωματείον αποφασίση περί της πορείας του ζητήματός του, πριν ακόμη το Υπουργείον λάβη γνώσιν και εκδηλώση την γνώμιν του, το τοπικό Εργατικό Κέντρο με θόρυβον και φωνάς και απειλάς εκηρύττετο εν συναγερμώ “ετάσσετο εν λευκώ” στο πλευρό των εργατών και ακολούθως αξίωνε από την κυβέρνηση τηλεγραφικώς τη λύση του εκάστοτε ζητήματος, άλλως ηπείλει “γενικήν απεργίαν”. Η κυβέρνηση, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπό την απειλή μιας γενικής ή πανελλαδικής απεργίας αναγκαζόταν να λάβει άμεσα μέτρα (ενίοτε δε σπασμωδικά), για να ικανοποιήσει τις εκάστοτε εργατικές αξιώσεις. Έτσι, δημιουργούνταν η εντύπωση ότι η κυβέρνηση ετρομοκρατείτο από τους εργάτες.

Μια ακόμη πτυχή της τακτικής των σοσιαλιστών αποκαλύπτει ο Σβώλος· τη συνεργασία σοσιαλιστικών εργατικών στοιχείων της Αθήνας με κωνσταντινικούς. Επειδή λόγω της θέσης του είχε άμεση αντίληψη για το πώς εξελισσόταν κάθε εργατικό ζήτημα, με έκπληξη άκουγε από γνωστούς αντιδραστικούς, μηδεμίαν σχέσιν έχοντας με τους εργάτας ότι την τάδε ημέραν “θα γίνουν ταραχαί” διά να επαναφέρουν τον Κωνσταντίνον. Και όπως σημειώνει, η ημέρα εκείνη ήταν πάντα η καθορισμένη ημέρα κήρυξης γενικής απεργίας. Μάλιστα, προσθέτει ότι κυκλοφορούσε ευρύτατα η φήμη ότι την 1η Μαΐου (1919) θα ξεσπούσε στασιαστικό κίνημα, αφετηρία του οποίου θα ήταν η γενική απεργία των εργατών. Τι ακριβώς συνέβαινε; Υπήρχε συνεννόησις μεταξύ των σοσιαλιστικών εργατικών κύκλων της πρωτευούσης εκ των άκρων αντιδραστικών στοιχείων, όπως θεωρεί αναμφισβήτητα ο Σβώλος, με σύνθημα την επάνοδο του Βασιλιά. Σε τι αποσκοπούσε η «συνεννόηση» αυτή; Ήταν μια περιστασιακή συστράτευση, ευνοημένη από την πολιτική συγκυρία, για να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες των σοσιαλιστών ή και των αντιβενιζελικών. Οι σοσιαλιστές από την πλευρά τους μήπως επιδίωκαν να χρησιμοποιήσουν τους αντιβενιζελικούς, ώστε να διογκωθεί η διαμαρτυρία, να προκληθεί κοινωνική ένταση και να «τρομοκρατηθεί» ακόμη περισσότερο η κυβέρνηση;

Η κήρυξη ή η απειλή γενικής απεργίας είχε πολλαπλό ρόλο. Η τακτική της γενικής απεργίας αναγόταν σε επίδειξη αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη προς τα σωματεία που απεργούσαν ενοποιούσε την εργατική εμπειρία διαμορφώνοντας μια συλλογική συνείδηση, αναγκαία για τη διεκδίκηση κοινών εργατικών συμφερόντων στη βάση ενός γενικού αγώνα. Με τη γενική απεργία μπορούσαν οι σοσιαλιστές να επιδείξουν πιο συγκροτημένα και μαζικά τη δύναμη της εργατικής τάξης και να αντιπαραταχθούν απέναντι στο αστικό κράτος. Η γενική απεργία αποτελούσε ένα μέσο σφυρηλάτησης της ταξικής συνείδησης των εργατών. Το ειδικό ζήτημα ενός εργατικού κλάδου υποστηριζόταν από τοπικές πανεργατικές ενώσεις, παρουσιαζόταν ως κυρίαρχο ζήτημα της τοπικής κοινωνίας και τελικά αναγόταν σε ζήτημα της Συνομοσπονδίας. Το μέρος αφορούσε και το όλον· το τοπικό γινόταν πανελλαδικό. Η απεργία ενός κλάδου γινόταν υπόθεση της εργατικής τάξης της Ελλάδας. Το μήνυμα προς το κράτος ήταν ευδιάκριτο. Γινόταν ευκρινέστερο και ηχηρότερο με την παραγωγή ενιαίου λόγου και κοινής ρητορικής, με τη σύνταξη δηλαδή πανομοιότυπων κειμένων από τις διάφορες εργατικές οργανώσεις της χώρας. Η κήρυξη γενικής απεργίας, ως έκφραση της πάλης των τάξεων, αποτελούσε μέρος ενός κεντρικού πολιτικού σχεδίου που αποσκοπούσε στον έλεγχο και την καθοδήγηση των απλών εργατών, μελών των τοπικών σωματείων. Θα μπορούσε να θεωρηθεί επιπλέον ως μια προσπάθεια να αποσπαστούν οι εργάτες από την αστική πολιτική επιρροή των Φιλελευθέρων, προκειμένου η διαχείριση και ρύθμιση των εργατικών ζητημάτων να περάσει στα χέρια των σοσιαλιστών. Το ΣΕΚΕ αναμειγνυόταν για να συνδέσει τις εργατικές διεκδικήσεις με πολιτικά αιτήματα, να εντάξει το εργατικό στο πολιτικό πεδίο.

Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν πρώτη πανελλαδική καπνεργατική απεργία (Σεπτέμβριος 1919). Συνεχίζοντας την ανακοπείσα σοσιαλιστική διείσδυση που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της ίδιας δεκαετίας, στρατευμένοι σοσιαλιστές από άλλες περιοχές σε συνεργασία με έναν πυρήνα μυημένων γηγενών της Ανατολικής Μακεδονίας, ανέλαβαν να ενοποιήσουν τις καπνεργατικές διεκδικήσεις θέτοντας το 1919 το ζήτημα των ανεπεξέργαστων καπνών (γνωστό ως καπνεργατικό ζήτημα). Διεκδικούσαν, δηλαδή, να συνεχίσει να γίνεται στις καπναποθήκες η κλασική, επιμελημένη επεξεργασία από τους ειδικευμένους καπνεργάτες (ντενκτσήδες), παρότι, όπως διαπιστώθηκε από την επιτόπια έρευνα εμπειρογνωμόνων (Έκθεσις Δ. Κυριαζή & Αλ. Σβώλου, Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 1919) του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, γινόταν επεξεργασία των εκλεκτών καπνών, διότι συνέφερε τόσο για την εμπορική φήμη όσο και για τη συντήρησή τους, εκτός βέβαια από ελάχιστες εξαιρέσεις και για ελάχιστες ποσότητες. Το ζήτημα τέθηκε επιτακτικά και έγινε ζήτημα πανελλαδικό ιδίως μετά τον παγκόσμιο πόλεμο με το ξύπνημα των εργατών και την ίδρυσιν της Ομοσπονδίας Καπνεργατών Ελλάδος, τον Ιανουάριο του 1919, όπως εξηγούσε η ηγεσία της σε μεταγενέστερο κείμενο, τον Οκτώβριο του 1924. Για την ακρίβεια, τέθηκε τρεις μήνες μετά την αποχώρηση των Βουλγαρικών στρατευμάτων από την Ανατολική Μακεδονία. Αποσιωπώντας τόσο τη δεινή πραγματικότητα που άφησε η Β΄ Βουλγαρική Κατοχή στην περιοχή (πολύ μικρή παραγωγή καπνών, αποδιάρθρωση του εξαγωγικού καπνεμπορίου και μεγάλο κενό στους άνδρες καπνεργάτες λόγω της ομηρείας στη Βουλγαρία, ένα μέρος του οποίου κάλυψαν γυναίκες και ανήλικα) όσο και τη γενικότερη αστάθεια του διεθνούς καπνεμπορίου αμέσως μετά τον Πόλεμο, οι σοσιαλιστές ηγέτες των καπνεργατών ωθούσαν, μάλλον πρώιμα και άκαιρα –κατά το κρίσιμο και μεταβατικό καπνικό έτος 1919– τους εργάτες σε αγώνες. Καταγγέλλοντας στη δημόσια ρητορική τους Έλληνες καπνεμπόρους, ότι επιδίωκαν την δυσφήμηση των καπνών και την καταστροφή των εργατών, οι Έλληνες σοσιαλιστές, υπό την επιρροή πλέον της Οκτωβριανής Επανάστασης, αρνούνταν τις εθνικές αντιθέσεις και την ιδιάζουσα κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα, διογκώνοντας μια επιμέρους ταξική αντίθεση. Για λόγους τακτικής; Κατά τον Σβώλο: Η λυδία λίθος της τακτικής της Συνομοσπονδίας υπήρξεν η διαχείρισις του Καπνεργατικού ζητήματος και της εργατικής επιδείξεως της 1ης Μαΐου. Με αφορμή την απηνή και συστηματική καταστολή από τις αρχές των απεργιών το καλοκαίρι του 1919 και ακολούθως της καπνεργατικής απεργίας, με τη φυλάκιση εργατών στις φυλακές της Δράμας, οι ηγεσίες των σωματείων της Ανατολικής Μακεδονίας το φθινόπωρο του 1919 διεκδικούσαν πρωτίστως πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες (αποφυλάκισιν και αμνηστείαν εις τους φυλακισθέντας, απόλυσιν των επιστρατευθέντων εργατών, ελευθερίαν συνελεύσεων και συγκεντρώσεων, ελευθερίαν δράσεως εις τον αγώνα μας) και άρση του, ισχύοντος ακόμη, Στρατιωτικού Νόμου, όχι εξ αφορμής εχθρών εξωτερικών, αλλά μόνο και μόνο δια να χαρακτηριζόμεθα ως εσωτερικοί εχθροί, όπως διατείνονταν. Τα αιτήματα αυτά αποκαλύπτουν τι ακριβώς διακυβευόταν για τους συνδικαλιστές, και ως εκ τούτου, γιατί πραγματικά αγωνίζονταν.

 

Το σχίσμα

Δυστυχώς η Συνομοσπονδία αύτη δεν κατώρθωσε ν’ αποσπασθή της επιρροής των διαπληκτιζομένων κομμάτων της χώρας […] Η δε ορθόδοξος εργατική μερίς εν τη διοικήσει της Συνομοσπονδίας, η πλειοψηφούσα, ήτο εκ συστάσεως εις τοιούτον βαθμόν ανίκανος να έχη ιδίαν γνώμην, […] ώστε εχρησίμευσε σχεδόν πάντοτε ως ο κωμικός δορυφόρος της πολιτικής της μειοψηφίας, μέχρι της στιγμής καθ’ ην επήλθε ο χωρισμός των δύο μερίδων.

Αλ. Σβώλος

Μια επεισοδιακή συνεδρίαση (12 Μαρτίου 1919) στο ΕΚΑ ήταν το προανάκρουσμα των εξελίξεων που ακολούθησαν λίγο αργότερα στους κόλπους της Συνομοσπονδίας, γεγονός που δείχνει πόσο επίπλαστη και εύθραυστη ήταν η ενότητα του ιδρυτικού συνεδρίου. Σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Σβώλος, στη συνεδρίαση του ΕΚΑ οι σοσιαλιστές αντιπρόσωποι, 45 σε σύνολο 130, ύβριζον, ως συνήθως την «αστικήν πολιτικήν», ης όργανα εχαρακτήριζον τους συντηρητικωτέρους εργάτας. Τελικά, εν μέσω έντονων διαξιφισμών, οι μειοψηφούντες αποχώρησαν και οι εναπομείναντες της αποκαλούμενης «ορθόδοξης» πλευράς, εφαρμόζοντας άρθρο του καταστατικού του ΕΚΑ, τους διέγραψαν για τη συμπεριφορά τους. Οι διαγραφέντες απευθύνθηκαν προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ισχυριζόμενοι ότι διαγράφηκαν από τη μειοψηφία. Το Υπουργείο διενήργησε ανάκριση, ωστόσο δεν γνωμοδότησε, αφού κάτι τέτοιο δεν ζητήθηκε. Τότε ακολούθησε η απόσχιση των διαγραφέντων. Τα αποσχισθέντα 17 σωματεία (από τα 50 του ΕΚΑ) συνέπηξαν νέο κέντρο, το «Πανεργατικό». Η απόσχιση αυτή λειτούργησε σαν χιονοστιβάδα. Ακολούθησε η διάσπαση εργατικών κέντρων της επαρχίας (Πειραιά, Βόλου, Κέρκυρας), κατόπιν δε της Συνομοσπονδίας· στην «ορθόδοξη» πλευρά έμειναν τα 7/10, στη σοσιαλιστική τα υπόλοιπα. Οι πέντε σοσιαλιστές εκτελεστικοί επίτροποι που αποχώρησαν συνέστησαν νέα Συνομοσπονδία.

Οι σοσιαλιστές έβλεπαν με καχυποψία τους μη σοσιαλιστές και ενδεχομένως σαν εμπόδιο στην υλοποίηση των στόχων τους. Η επιρροή που επιχειρούσαν να ασκήσουν οι σοσιαλιστές στους μη σοσιαλιστές φαίνεται πως δεν ήταν πάντα εύκολο να εξασφαλιστεί. Κάποιοι ήταν ακόμη γραπωμένοι στο αστικό καθεστώς, στην κυβερνητική παράταξη ή ήταν αντίθετοι με την απεργιακή τακτική. Η μεταξύ τους αντιπαλότητα αντανακλούσε την ίδια την πάλη ανάμεσα στο αστικό κράτος και τους σοσιαλιστές. Η απόσχιση σήμαινε απαγκίστρωση από «ορθόδοξες» ή «συντηρητικές» πλειοψηφίες, η καταστατική δύναμη των οποίων μπορούσε να αποβεί ανά πάσα στιγμή καθοριστική για αποφάσεις σχετικές με την πορεία των εργατικών αγώνων. Η απόσχιση ισοδυναμούσε με αποδέσμευση από αστικά στοιχεία και συνέχιση ανεξάρτητης πορείας. Για τη σοσιαλιστική πλευρά είχε μεγάλη σημασία, χωρίς ανασχέσεις και εξαρτήσεις, να ηγηθεί του εργατικού κινήματος της χώρας θέτοντάς το στη δική της πορεία, «της πάλης των τάξεων».

Σε μεταγενέστερο υπόμνημα της Πενταμελούς Επιτροπής, του οργάνου που συνέστησε τη νέα Γενική Συνομοσπονδία, διατυπώνονται υπαινιγμοί για τους σκοπούς που επιδίωκαν οι κρατικές αρχές τον Μάρτιο του 1919, όταν αναμείχθηκαν υπουργικοί υπάλληλοι στις συνεδριάσεις του ΕΚΑ και προκλήθηκαν επεισόδια. Εξ αυτού επήλθε ο χωρισμός των εργατών της πρωτεύουσας σε δύο εργατικά κέντρα. Ακολούθως, τον Απρίλιο διαιρέθηκε και η Συνομοσπονδία. Αφορμή, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα, ήταν η γιορτή της Πρωτομαγιάς, στην ουσία όμως, όπως επιτύχη η πολιτική της δια βίας αποσπάσεως της ενότητος των εργατών της Ελλάδος. Επομένως, η ευθύνη της διάσπασης φέρεται να αποδίδεται στο κράτος, που μέσω παρεμβάσεων επιδίωξε να υπονομεύσει την –ούτως ή άλλως– θνησιγενή ενότητα των εργατών. Το κράτος, δηλαδή η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, στον βαθμό που αναμίχθηκε στα εσωτερικά του ΕΚΑ, το έπραξε από καχυποψία και ανησυχία απέναντι στη δυναμική μειοψηφία, βλέποντας να χειραγωγείται από αυτήν η συντηρητική πλειοψηφία. Ήταν μια προσπάθεια να αναχαιτιστεί η ορμή που καταλάμβανε το εργατικό κίνημα στις αρχές του 1919.

«Ριζοσπάστης» 1 Αυγούστου 1921 Επίσημον Όργανον του Σοσιαλιστικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος και της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδος.

Και πράγματι, πριν από τα γεγονότα στο ΕΚΑ, υπήρξε ζωηρή διεκδικητική κινητικότητα (συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία, όπως η Πανεργατική Ένωσις Βόλου, ή απείλησαν ότι θα προέβαιναν σε απεργία, όπως οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι της Πελοποννήσου), η οποία φαίνεται πως έπαιξε ρόλο στις καταιγιστικές συνδικαλιστικές εξελίξεις την άνοιξη του 1919. Οπωσδήποτε η αναφαινόμενη τότε εργατική μαχητικότητα άσκησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τρομοκρατική» επίδραση στους εργοδότες και στο κράτος. Ιδίως όταν συνδικάτα που ήταν επιστρατευμένα (ΤΤΤ, σιδηροδρομικοί), ενώ ήταν σε ισχύ ο Στρατιωτικός Νόμος, απειλούσαν με συμμετοχή σε απεργία. Η ενοποίηση των εργατών (συνδικαλιστική και πολιτική) ενίσχυε την αυτοπεποίθησή τους, με την έννοια ότι έχοντας συναίσθηση της δύναμής τους, θεωρούσαν ότι μπορούσαν να την ασκήσουν –και όντως αυτή ασκήθηκε–, για να πετύχουν τους διεκδικητικούς στόχους τους. Υπό την ασκούμενη πίεση, και για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πανελλαδικής απεργίας, η κυβέρνηση σε πολλές περιπτώσεις ικανοποιούσε εργατικά αιτήματα ή απαντούσε με άσκηση βίας και καταστολής. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σβώλο, η εργατική δύναμη δεν ήταν απολύτως ακαταγώνιστη ούτε είχε αμείωτη συνοχή. Η επίδειξή της μάλιστα δεν υπηρετούσε στην ουσία τα εργατικά συμφέροντα, και το κυριότερο, στερούνταν ιδίως ηθικής βάσεως και συνειδήσεως ανωτέρου σκοπού. Παρατήρηση που παραπέμπει στην ακολουθούμενη τακτική: η απεργία για την απεργία.

Η απειλή της γενικής απεργίας, η απεργιακή υπερδραστηριότητα και η εμπλοκή του ΣΕΚΕ ήταν τακτικές με τις οποίες οι μη σοσιαλιστές δεν ήταν σύμφωνοι. Πώς έβλεπαν οι μη σοσιαλιστές-μέλη της Συνομοσπονδίας τη διαχείριση των εργατικών πραγμάτων; Σύμφωνα με όσα αφηγούνται (Εγκύκλιος προς άπαντα τα Εργατικά Επαγγελματικά Σωματεία, Συνδικάτα, Ομοσπονδίας και Εργατικά Κέντρα) τα μέλη της εκτελεστικής διοίκησης (τα εναπομείναντα «ορθόδοξα» μέλη της Συνομοσπονδίας), οι αποχωρήσαντες πέντε εκτελεστικοί επίτροποι (ενώ είχαν καταγγελθεί ότι έκαναν χρήση του τίτλου της Γενικής Συνομοσπονδίας χωρίς να έχουν το δικαίωμα, αφού ήταν μειοψηφία) ανέλαβαν να διαχειριστούν τα διάφορα εργατικά ζητήματα σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τις οδηγίες που ελάμβανον από το κόμμα που εξυπηρετούσαν. Στο στόχαστρό τους έμπαινε το ΣΕΚΕ, απέναντι στο οποίο εξακοντίζονται αιχμηρές βολές και διατυπώνονται ειρωνικοί υπαινιγμοί: Προσθέτει στον τίτλο του τη λέξη Εργατικό […] αδιάφορο αν έχη για μέλη του τόσους εργάτες όσα εκατομμύρια έχουν οι βουλευταί του! Καταγγέλλουν τους σοσιαλιστές για τις προαπεργιακές διαδικασίες, οι οποίες, σύμφωνα με όσα αφηγούνται, δείχνουν τους σοσιαλιστές να ενεργούν μονομερώς, προσχηματικά και με καθαρά κομματικά ελατήρια:

Με τα όργανά του μεταξύ των εργατών και του τύπου ωθεί τους εργάτες σ’ απεργίες. Τα αιτήματα συντάσσονται όσο το δυνατό πιο βαργειά [sic] στα γραφεία του κόμματος. Απορρίπτονται από τους κεφαλαιούχους και αρχίζουν τρομερές απεργίες που βαστούν ολόκληρους μήνες, γιατί εκείνοι που κάνουν τις διαπραγματεύσεις εκ μέρους των εργατών δεν θέλουν να καταλήξουν σε καμμιά συμφωνία. Ανακατώνεται το κόμμα, δίδει στην απεργία, χωρίς να έχη μορφή πολιτική και κάνει τη λύση της δυσκολώτερη, ενώ τα φύλλα του φωνάζουν για τα δίκαια των εργατών και κάνουν πολιτική δική τους εις βάρος των, τα δίκαια των εργατών, των θυμάτων, που εθυσιάσθησαν ακριβώς για να εύρουν αφορμή οι απρόσκλητοι δικηγόροι του κόμματος να τους κάμουν τον συνήγορο!

Η εμπειρία των απεργιών του 1919 περιγράφεται από τους «ορθόδοξους» ως καταστροφική για τους εργάτες και τα συμφέροντά τους. Οι απεργίες έφεραν κόπωση, απογοήτευση και διαίρεση. Ζητήματα τακτικής και διαχείρισης των εργατικών διεκδικήσεων φαίνεται πως έπαιξαν ρόλο στη διάσπαση της Συνομοσπονδίας, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Και μπορεί, κατά τον Μπεναρόγια, η ίδρυση της Συνομοσπονδίας να σηματοδοτούσε το τέλος της προϊστορίας του εργατικού κινήματος και την αρχή της ιστορίας του, όταν όμως επήλθε η διάσπασή της την άνοιξη του 1919, το γεγονός αυτό χαρακτηρίστηκε ως πραγματική απαρχή της ιστορίας της, σύμφωνα με πρωτοσέλιδο άρθρο του Ριζοσπάστη. Παρουσιάζεται ως τομή: Τελειώνει το έργο των παρασίτων και εργατοκαπήλων, των ευνοουμένων και διοριζομένων υπό των υπουργικών γραφείων. Αρχίζει έργον άρδην αναμορφώσεως, ανεξάρτητον έργον εργατικόν, εμπιστευμένον πλέον εις τα χέρια αυτών των εργατών […] Τα φαύλα αστικά στοιχεία έως τώρα τον εδηλητηρίαζον, τον ενόθευον, τον εξεμηδένιζον. Πρόκειται για την οπτική ένθερμων ιδεολόγων, αποφασισμένων να αναλάβουν αποκλειστικά αυτοί –και αποκλείοντας τους άλλους– τα ηνία του εργατικού κινήματος στη βάση της «πάλης των τάξεων», εκκαθαρίζοντάς το από τους εχθρούς (όπως χαρακτηρίζονται σε άλλο σημείο του άρθρου) της εργατικής τάξης.

Έγγραφο της κομμουνιστικής ΓΣΕΕ , όπου φαίνεται το έμβλημα και η χρονολογία ίδρυσής της (1919), μετά τη διάσπαση.

Η μελέτη του λεκτικού των σοσιαλιστών (παράσιτα, εργατοκάπηλοι, εχθροί) από τη μία πλευρά και από την άλλη των συντακτών της Εγκυκλίου για τους αποχωρήσαντες σοσιαλιστές (εχθρούς, [τους] απαισίους αυτούς φίλους της εργατικής τάξης), μας επιτρέπει κάποιες σκέψεις. Κάθε πλευρά διεκδικούσε για λογαριασμό της την πρωτοκαθεδρία στην εργατική τάξη. Κάθε πλευρά αγωνιούσε να θέσει τη μάζα των εργατών στη σφαίρα της δικαιοδοσίας της. Οι σοσιαλιστές να τους αποσπάσουν από την όποια αστική επιρροή, οι «ορθόδοξοι» να αποτρέψουν την όποια ιδεολογική-κομματική επιρροή. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για πολιτική-συνδικαλιστική καθοδήγηση ήταν οξύς και επρόκειτο να αποβεί οξύτατος. Οξεία ήταν και η εκατέρωθεν πολεμική. Ο βαρύτατος χαρακτηρισμός εχθρός αποκαλύπτει τις βαθύτερες πολιτικές διαιρέσεις που διχοτομούσαν τον εργατικό κόσμο, και οι οποίες θα εκφραστούν με εκρηκτικό τρόπο κατά την περίοδο της Κατοχής. Στον δημόσιο λόγο των συνδικαλιστών του 1919 ανιχνεύονται οι απώτερες καταβολές, τα υπόγεια ρεύματα της κάθετης διαίρεσης μεταξύ αριστερών και μη, η οποία θα αποκρυσταλλωθεί στη δεκαετία του 1940, αλλά ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης διαδικασίας.

Α. Πηγές

α. Αδημοσίευτες

ΑΣΚΙ/Αρχείο Αλεξάνδρου Σβώλου, κουτί 1, φάκ. 1, Εκθέσεις και Σημειώματα [1918 -1919].

ΓΑΚ/ΚΥ/Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού (στο εξής ΑΠΓΠ), φάκ. 2, Εργατικό Κέντρο Πειραιώς, αρ. 557 (Πειραιάς, 17.09.1917).

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 254, Οργανωτική Επιτροπή του Α΄ Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου προς το Πολιτικό Γραφείο, αρ. 20 (Αθήνα, 30.08.1918) και Οργανωτική Επιτροπή του Α΄ Ελληνικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου προς Πρόεδρο της Κυβερνήσεως (Αθήνα,01.09.1918).

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 355, Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος. Η Πενταμελής Επιτροπή, αρ. 573 (Αθήνα, 26.11.1919).

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 356, Σωματείο Καπνεργατών Καβάλας Ευδαιμονία προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αρ. 9592 (Καβάλα, 27.11.1919), Πανεργατική Ένωσις Καβάλας προς τον Πρωθυπουργό, αρ. 9536 (Καβάλα, 26.11.1919), Σωματείο Καπνεργατών Καβάλας Ευδαιμονία προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αρ. 389 (Καβάλα, 04.12.1919), Σωματείο Καπνεργατών Σερρών Η Ένωσις προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αρ. 9589 (Σέρραις, 27.11.1919), Σωματείο Καπνεργατών Καβάλας Ευδαιμονία προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος, αρ. 9549 (Καβάλα, 23.11.1919), και Σωματείο Καπνεργατών Δράμας Ευδαιμονία προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αρ. 114 (Δράμα, 07.12.1919).

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 357, Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος, Εγκύκλιος.

ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φ. 504, Πανεργατική Ένωσις Καβάλας προς την Κυβέρνηση, Υπόμνημα, Καβάλα (04.12.1919).

ΥΔΙΑ, φάκ. 1924/Α/2, 16, Διοίκησις Χωροφυλακής Καβάλας προς Υπουργείο Εξωτερικών, Δελτίο Πληροφοριών, Καβάλα (25.08.1924).

β. Δημοσιευμένες

Ριζοσπάστης (13.03.1919) και (01.05.1919).

Νίκος Γιαννιός, «Η ιστορία του συνδικαλισμού στην Ελλάδα», Σοσιαλιστική Ζωή, 26 (12/1930) 208.

Γραφείον Προστασίας ελληνικού καπνού Θεσσαλονίκης, Το ζήτημα της υποχρεωτικής ή μη επεξεργασίας του εις φύλλα καπνού. Συλλογή των σπουδαιοτέρων επισήμων εγγράφων, Θεσσαλονίκη 1925 (όπου το κείμενο της ΚΟΕ «Το ζήτημα της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών», Οκτώβριος 1924, σ. 45-69).

Β. Βιβλιογραφία

Αλιβιζάτος Νίκος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 3η έκδ., Αθήνα 1995.

Καλύβας Στάθης Ν., Μαραντζίδης Νίκος, Εμφύλια Πάθη, 23 + 2 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, 2η έκδ., Αθήνα 2016.

Λιάκος Αντώνης, Η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσαλονίκης (Φεντερασιόν) και η Σοσιαλιστική Νεολαία. Τα καταστατικά τους, Θεσσαλονίκη 1985.

Λεονταρίτης Γεώργιος, «Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αστικό κράτος 1910-1920», στο Θάνου Βερέμη και Οδυσσέα Δημητρακόπουλου (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Αθήνα 1980.

Λιβιεράτος Δημήτρης, Το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα, τ. 1, Αθήνα 1976.

Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ. , Μετά το 1922. Η παράταση του Διχασμού, Αθήνα 2017.

Μπεναρόγια Αβραάμ, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Άγγελος Ελεφάντης (επιμ.), Αθήνα 1986.

Νούτσος Παναγιώτης, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, τ. Β/1, 2η έκδ., Αθήνα 1994.

Τσίλαγα Φλώρα, «Ο ρόλος των εργατικών συντεχνιών στο κίνημα του Συνδέσμου», Αρτέμης Ψαρομηλίγκος και Βασιλική Λάζου (επιμ.), Ιστορικά, Γουδί 1909. Το κίνημα που άλλαξε την Ελλάδα, Αθήνα 2011, σ.125-154.

Η Γεωργία Μπακάλη είναι εκπαιδευτικός και Δρ. Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας
και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ