Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Το επεισόδιο Baralong (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1915).
Ένα άγνωστο έγκλημα πολέμου των Βρεταννών
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος απεκλήθη «ο πόλεμος που θα τερμάτιζε όλους τους πολέμους». Στο πλαίσιο αυτό, κάθε μέσον για την επικράτηση εθεωρείτο θεμιτό. Ο άνθρωπος «εξαχρειώθηκε» στον ύψιστο βαθμό και αποτρόπαια εγκλήματα έλαβαν χώρα στο όνομα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένα εξ αυτών συνιστά η εν ψυχρώ δολοφονία των μελών του υποβρυχίου U-27, από άνδρες του βρεταννικού Ναυτικού, την 19η Αυγούστου 1915.
Το θέρος του 1914, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ αφ’ ενός μεν των δυνάμεων της Τριπλής Συνεννοήσεως (Triple Entente), στην οποία συμμετείχαν η Γαλλία, η Μεγ. Βρεταννία και η Ρωσσία, αφ’ ετέρου δε των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας). Αφορμή απετέλεσε η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από Σέρβους παρακρατικούς στο Σεράγεβο. Τον Απρίλιο του 1915, η Ιταλία (που ήταν μέλος της συμμαχίας των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αλλά είχε επιλέξει να μείνει ουδέτερη, μη τηρώντας τις συμβατικές υποχρεώσεις της) άλλαξε στρατόπεδο, συμπαρατασσόμενη με την Entente. Στο αντίπαλο στρατόπεδο είχε ήδη προσχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Τριπλή Συνεννόηση υπερτερούσε των αντιπάλων της τόσο σε αριθμό μεραρχιών (212 έναντι 146) όσο και σε αριθμό θωρηκτών (39 έναντι 20) αλλά η διαφορά αυτή ισοσκελιζόταν από το υψηλό επίπεδο ηγεσίας, εκπαιδεύσεως και πειθαρχίας του γερμανικού στρατού. Επίσης, η γερμανική στρατηγική ήταν η μόνη που μπορούσε να επιφέρει την ολοκληρωτική συντριβή του εχθρού και την ταχεία λήξη του πολέμου στις πρώτες φάσεις του. Στην θάλασσα, όμως, η υπεροχή των κρατών της Συνεννοήσεως ήταν συντριπτική. Το βρεταννικό Πολεμικό Ναυτικό ήταν πολύ ισχυρό. Η συμπαράταξή του με τους Γάλλους του έδινε ένα σαφές πλεονέκτημα, αν και οι Γερμανοί είχαν κάνει άλματα προόδου, τις προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως με τους δύο νόμους για τον στόλο, που εισηγήθηκε ο διορατικός Ναύαρχος Άλφρεντ φον Τίρπιτς (Alfred Peter Friedrich von Tirpitz).

Αν και ο «Στόλος Ανοικτής Θαλάσσης» (Hochseeflotte) ήταν αρκούντως ισχυρός, μειονεκτούσε έναντι του αντιστοίχου βρεταννικού σε δύναμη πυρός, ταχύτητα, βεληνεκές, ενώ οι Γερμανοί δεν διέθεταν και ναυτική παράδοση. Προς τούτο, το γερμανικό Ναυαρχείο αξιοποίησε κατά κόρον τα υποβρύχια με στόχο να πλήξει τον ανεφοδιασμό των Βρεταννών, οι οποίοι εξηρτώντο σε μεγάλο βαθμό από πρώτες ύλες, προερχόμενες από τις ανά τον κόσμο πολυπληθείς αποικίες τους.
Aρχικώς, οι κυβερνήτες των υποβρυχίων εσέβοντο απολύτως το Δίκαιο του Πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, μετά τον εντοπισμό του «στόχου», αναδύονταν και προειδοποιούσαν το πλοίο να σταματήσει. Κατόπιν, ένα άγημα ναυτών επιβιβαζόταν στο πλοίο και πραγματοποιούσε έλεγχο επί του φορτίου. Εάν διαπιστωνόταν ότι προορισμός του ήταν κάποιος βρεταννικός λιμένας, δινόταν χρόνος στο πλήρωμα να μεταβεί στις σωσίβιες λέμβους και μετά το πλοίο βυθιζόταν με πυρά πυροβόλου. Η δράση αυτή περιόριζε τις απώλειες σε αμάχους αλλά ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα, εκθέτοντας το υποβρύχιο στον κίνδυνο εντοπισμού του.
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, το βρεταννικό Ναυαρχείο υποτιμούσε τα υποβρύχια, δίνοντας έμφαση στις μονάδες επιφανείας και δη στα θωρηκτά. Μάλιστα, κάποιος ανώτατος διοικητής είχε δηλώσει: «Όλοι οι κυβερνήτες και τα πληρώματα υποβρυχίων που θα συλλαμβάνονται πρέπει να οδηγούνται στην κρεμάλα ως κοινοί πειρατές!». Αυτή η προσέγγιση οδήγησε στην μη παραχώρηση συνοδείας πολεμικών στα εμπορικά σκάφη, τα οποία διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της νυκτός, τα πλοία έπλεαν μερικώς φωτισμένα, αποτελώντας εύκολο στόχο.
Χαρακτηριστικότερο, όμως, παράδειγμα της έλλειψης προνοητικότητας των Βρεταννών ως προς την ισχύ των υποβρυχίων ήταν τα μέτρα που είχαν λάβει στο αγκυροβόλιο του Σκάπα Φλόου. Σύμφωνα με τις διαταγές, ομάδες ναυτών έπρεπε να περιπλέουν την βάση με μικρές κωπήλατες βάρκες. Το μόνο όπλο που θα έφεραν ήταν… ένα σφυρί! Εάν εντόπιζαν κάποιο περισκόπιο υποβρυχίου, έπρεπε να κωπηλατήσουν πάση δυνάμει και, αφού προσεγγίσουν το περισκόπιο, να το κτυπήσουν δυνατά με το σφυρί, αχρηστεύοντάς το! Σύντομα, έμελλαν να καταλάβουν (και μάλιστα με οδυνηρό τρόπο) το πόσο είχαν υποτιμήσει το νέο όπλο των αντιπάλων τους.

Ο αριθμός και το εκτόπισμα των πλοίων που βυθίζονταν άρχισε να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο. Την 4η Φεβρουαρίου 1915, το Βερολίνο απεφάσισε να αντιδράσει στον αποκλεισμό, που του είχαν επιβάλλει οι Βρεταννοί στη Βόρεια Θάλασσα. Εξέδωσε μία διακήρυξη, βάσει της οποίας τα ύδατα γύρω από τις βρεταννικές νήσους χαρακτηρίζονταν «εμπόλεμη ζώνη», εντός της οποίας τα πλοία των κρατών της Συνεννοήσεως θα βάλλονταν άνευ προειδοποιήσεως. Μάλιστα, ο Γερμανός Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ προειδοποίησε τα ουδέτερα κράτη πως ούτε τα πληρώματα ούτε οι επιβάτες τους θα ήταν ασφαλή εντός της ζώνης αυτής. Εάν το έπρατταν μετά την 18η Φεβρουαρίου του έτους εκείνου, τότε θα ανελάμβαναν και το σχετικό ρίσκο.
Οι Γερμανοί προέβησαν σε αυτή την κίνηση εξ αιτίας της πρακτικής των Βρεταννών να υψώνουν παραπλανητικά σημαίες ουδετέρων κρατών. Επίσης, ο ναυτικός αποκλεισμός είχε προκαλέσει την οργή της γερμανικής κοινής γνώμης και είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στον γερμανικό Τύπο. Σύμφωνα με το Βερολίνο, οι Βρεταννοί δεν έκαναν διάκριση μεταξύ φορτιών που προορίζονταν για ειρηνική ή μη χρήση με αποτέλεσμα ένας ολόκληρος λαός (ο γερμανικός) να κινδυνεύει με λιμό (όπερ και εγένετο ιδίως κατά τα έτη 1917-1921). Το Λονδίνο προχώρησε σε κλιμάκωση της πολιτικής του. Πιο συγκεκριμένα, η βρεταννική κυβέρνηση δήλωσε πως θα σταματούσε οιοδήποτε πλοίο πήγαινε προς ή έφευγε από την Γερμανία, το οποίο θα ελεγχόταν για να διαπιστωθεί κατά πόσον το φορτίο του θα κατέληγε σε Γερμανούς. Αυτό θα ίσχυε και για τα πλοία ουδετέρων κρατών. Επίσης, διεύρυνε τον κατάλογο όσων προϊόντων θα εθεωρούντο λαθραία. Τα μέτρα αυτά εξόργισαν τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Ουόντροου Ουΐλσον (Thomas Woodrow Wilson) σε τέτοιο βαθμό ώστε να στείλει στους Βρεταννούς μία επίσημη διαμαρτυρία, χαρακτηρίζοντας τα νέα μέτρα πλήρη άρνηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των ουδετέρων κρατών. Σε κάθε περίπτωση, η νέα πολιτική του Λονδίνου είχε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα αμερικανικά φορτία, που κατασχέθηκαν από τις βρεταννικές Αρχές.
Πάντως, οι γερμανικές ανακοινώσεις προκάλεσαν την αντίδραση του Προέδρου Ουΐλσον, ο οποίος τηλεγράφησε στο Βερολίνο πως θεωρούσε αδιανόητο ότι η Γερμανία σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει υποβρύχια εναντίον εμπορικών πλοίων. Το Βερολίνο θα ήταν υπόλογο για κάθε βύθιση εμπορικού πλοίου, καθώς και για τον τραυματισμό ή θάνατο οιουδήποτε Αμερικανού πολίτη. Τέλος, σημείωσε πως οι Η.Π.Α. θα έπαιρναν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσουν την ζωή και την περιουσία των υπηκόων τους και για να εξασφαλίσουν ότι αυτοί θα απελάμβαναν όλων των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους στα διεθνή ύδατα.
Η αμερικανική αντίδραση (προερχόμενη από τον ίδιο τον Πρόεδρο Ουΐλσον) προκάλεσε αίσθηση στους Γερμανούς ιθύνοντες και βάθυνε το χάσμα που χώριζε τους υποστηρικτές από τους πολέμιους του υποβρυχιακού πολέμου. Τελικώς, οι πρώτοι υπερίσχυσαν και κατόρθωσαν να πάρουν με το μέρος τους τον Κάιζερ, ο οποίος ήταν ο ανώτατος ηγέτης των Ενόπλων Δυνάμεων. Ένα από τα βασικά τους επιχειρήματα ήταν πως επέκειτο η διεξαγωγή μίας αγγλογαλλικής αποβάσεως στην βόρεια Γερμανία, στην περιοχή του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Οι Βρεταννοί είχαν διοχετεύσει έντεχνα αυτή την «φήμη» σε όσους πράκτορες των Γερμανών γνώριζαν με σκοπό να ωθήσουν το Βερολίνο όπως αποσύρει δυνάμεις από το δυτικό μέτωπο. Επίσης, «διέρρευσαν» ότι περίπου 100 πλοία συγκεντρώνονταν προς εκτέλεση του προαναφερθέντος «σχεδίου» στις δυτικές ακτές της Μεγ. Βρεταννίας. Προς αποτροπή του ενδεχομένου αυτού αλλά και για να καμφθεί η βρεταννική οικονομική ισχύς, απεφασίσθη η εντατικοποίηση της δράσεως των υποβρυχίων. Ο κυβερνήτης τους θα είχε απόλυτη ελευθερία να αποφασίσει εάν θα επιτιθόταν σε ένα πλοίο ή όχι.
Έχει γραφεί πως «ένας μοναχικός κυβερνήτης υποβρυχίου, συνήθως κάποιος νεαρός στα 20 ή στα 30 του, φιλόδοξος, με την λαχτάρα να βυθίσει όσο μεγαλύτερο τονάζ μπορούσε, μακρυά από την βάση του και μη μπορώντας να επικοινωνήσει μέσω ασυρμάτου με τους ανωτέρους του, με το βλέμμα του περιορισμένο στο μικρό οπτικό πεδίο που του πρόσφερε το περισκόπιο, είχε τώρα την εξουσία να κάνει ένα λάθος, το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει την έκβαση ολόκληρου του πολέμου».[1]
Βεβαίως, το γερμανικό Ναυαρχείο επέστησε την προσοχή των κυβερνητών διότι έπρεπε παντί τρόπω να αποφευχθούν τα λάθη. Από την άλλη πλευρά, το καθήκον προς την πατρίδα (Vaterland) ήταν υπεράνω όλων. Και η πατρίδα τους (σ.σ. η Γερμανική Αυτοκρατορία) κινδύνευε να δεχθεί εισβολή. Ως εκ τούτου, ουδείς κυβερνήτης ήθελε να είναι υπαίτιος, έστω και εμμέσως, για την πραγματοποίηση αυτού του φοβερού ενδεχομένου. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Γουλιέλμος ανέφερε σε μία από τις διαταγές του την φράση «εάν, παρά την μεγάλη προσοχή, γίνουν λάθη, ο κυβερνήτης δεν θα θεωρηθεί υπεύθυνος».
Μολαταύτα, την 7η Μαΐου, το γερμανικό υποβρύχιο U-20 με κυβερνήτη τον 30χρονο Υποπλοίαρχο Βάλτερ Σβίγκερ (Walther Schwieger) βύθισε με μία και μόνη τορπίλλη το βρεταννικό υπερωκεάνιο Lusitania, στο οποίο επέβαιναν 1.198 άτομα. Δυστυχώς, αν και υπήρχε νηνεμία σώθηκαν μόνον 764 επιβάτες, καθώς το βρεταννικό Ναυαρχείο απηγόρευσε στα πολεμικά πλοία να πλεύσουν για βοήθεια προκειμένου να μην τορπιλλιστούν και αυτά. Πάντως, πολλοί διερωτούντο για την παντελή έλλειψη πλοίων συνοδείας ή έστω κάποιου αντιτορπιλλικού για να ακολουθεί το «Λουζιτάνια» κατά τον πλου του στην εμπόλεμη θαλάσσια ζώνη. Αργότερα, οι ψίθυροι έγιναν φωνές, όταν μαθεύτηκε η ύπαρξη του «Δωματίου 40»[2] και η λήψη μέτρων για την προστασία των πολεμικών πλοίων.
Την 10η Μαΐου, ο Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου Ουΐνστον Τσώρτσιλ (Winston Leonard Spencer Churchill) δήλωσε κυνικά στην Βουλή των Κοινοτήτων πως το εμπορικό ναυτικό οφείλει να προσέχει τα του οίκου του. Ο Τσώρτσιλ επεδίωξε να επιρριφθούν όλες οι ευθύνες στον καπετάνιο του Lusitania Ουΐλλιαμ Τόμας Τέρνερ (William Thomas Turner). Μάλιστα, έγραψε «πρέπει να κυνηγήσουμε τον Turner άνευ ετέρου». Μεταπολεμικά, σε βιβλίο του, επέρριπτε όλες τις ευθύνες σε αυτόν.

Εντούτοις, έπρεπε να βρεθεί μία λύση. Αν και «έπεσε στο τραπέζι» η ιδέα των νηοπομπών, το Ναυαρχείο την απέρριψε λόγω έλλειψης επαρκών πόρων, ενώ και πολλοί κυβερνήτες εξέφρασαν την αντίθεσή τους. Προς τούτο, το βρεταννικό Ναυαρχείο άρχισε να χρησιμοποιεί τα λεγόμενα Q-Ships, που ήταν επιβατηγά, εμπορικά ή αλιευτικά σκάφη εξοπλισμένα με καμουφλαρισμένα πυροβόλα ή παραλλαγμένα πολεμικά. Φαινόταν εύκολος στόχος εξ αποστάσεως αλλά μόλις ένα υποβρύχιο έβγαινε στην επιφάνεια για να το συλλάβει προκειμένου να πραγματοποιήσει έλεγχο, το πλήρωμα έβαλλε με τα καμουφλαρισμένα πυροβόλα, βυθίζοντάς το.

Ορισμένες φορές, κάποια μέλη του πληρώματος προσποιούντο ότι ήθελαν να παραδοθούν προκειμένου να πειστούν οι Γερμανοί και να αναδυθεί το υποβρύχιο στην επιφάνεια. Οι Γερμανοί τα ονόμασαν «παγίδες των υποβρυχίων», ενώ η δράση τους απετέλεσε ένα καλά κρυμμένο μυστικό για τους Βρεταννούς
Χαρακτηριστικότερο, ίσως, όλων, ήταν το περιστατικό που έλαβε χώρα, την 19η Αυγούστου 1915. Στις 15.00 μ.μ. της ημέρας εκείνης, το ατμόπλοιο Nikosian με κυβερνήτη τον Τ.Χ. Μάννινγκ (C.H.Manning) πλησίαζε στις ΝΔ ακτές της Ιρλανδίας. Αρκετά πλοία είχαν ήδη τορπιλλισθεί στην ίδια θαλάσσια περιοχή την ημέρα εκείνη. Σχεδόν ταυτόχρονα ένα άλλο πλοίο 4.200 τόννων δίχως χαρακτηριστικά έπλεε προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό δεν ήταν τόσο αθώο όσο φαινόταν. Ήταν το Q-Ship HMS Baralong, με κυβερνήτη τον Γκόντφρεϋ Χέρμπερτ (Godfrey Herbert), εξοπλισμένο με 3 πυροβόλα των 12 mm και βόμβες βυθού.
Ο Χέρμπερτ έφερε πλαστά έγγραφα και το όνομα Ουΐλλιαμ ΜακΜπράϊντ (William McBride). Eίχε φοιτήσει σε αρκετά ναυτικά σχολεία και είχε υπηρετήσει σε υποβρύχια. Μάλιστα, ήταν κυβερνήτης διαδοχικά στα HMS C36, HMS C30 και HMS D5. Είχε μόλις διασωθεί από την βύθιση του τελευταίου εν ώρα υπηρεσίας και θεωρούσε την μετάθεσή του σε Q-ship δυσμενή, όπως και πιθανότατα ήταν, αν και η δικαιολογία που του ελέχθη ήταν πως δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο υποβρύχιο εκείνη την περίοδο.
Αρχικώς, τοποθετήθηκε στο ατμόπλοιο RMS Antwerp, ιδιοκτησίας της εταιρείας Great Eastern Railway, που έκανε δρομολόγια μεταξύ των βρεταννικών ακτών και της Ολλανδίας. Δυστυχώς για τον ίδιο, ουδεμία επιτυχία σημείωσε ως καπετάνιος του συγκεκριμένου πλοίου. Τον Απρίλιο του 1915, ανέλαβε κυβερνήτης στο HMS Baralong, το οποίο είχε μόλις υποστεί τις απαραίτητες μετατροπές. Τυπικά, η δράση των Q-Ships ξεκίνησε μετά την βύθιση του Lusitania αλλά πρακτικά είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα.
Σε απόσταση περίπου 80 μιλίων από τις νήσους Σίλλι (που βρίσκονται 25 μίλια δυτικά της χερσονήσου της Κορνουάλης), έλαβε ένα επείγον μήνυμα για βοήθεια από το υπερωκεάνιο Arabic της εταιρείας White Star Line, το οποίο είχε δεχθεί επίθεση από υποβρύχιο (το U-24). Το Baralong ύψωσε την αμερικανική σημαία (σ.σ. οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ακόμη ουδέτερες) και έσπευσε στο σημείο του τορπιλλισμού. Δυστυχώς, όμως, το πλοίο βυθίστηκε πολύ γρήγορα.

Στην ιδία θαλάσσια περιοχή, περιπολούσε και το U-27, με κυβερνήτη τον Μπερντ Βάγκενερ (Bernd Wegener), ο οποίος είχε ήδη καταστεί πολύ γνωστός για την έως τότε δράση του. Είχε βυθίσει το υποβρύχιο Ε-3 και περισσότερα από 10 πλοία (συνολικού εκτοπίσματος 29.402 τόννων), τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν βρεταννικά. Ο Χέρμπερτ, πλησιάζοντας, δεν εντόπισε το Arabic, είδε όμως καπνό να βγαίνει από τα φουγάρα ενός άλλου πλοίου, του Nicosian. Ο Βάγκενερ είχε ήδη σταματήσει το προαναφερθέν πλοίο, που ταξίδευε για το Avonmouth, μεταφέροντας πυρομαχικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και 800 μουλάρια για πολεμική χρήση. Είχε στείλει 6 άνδρες του στο πλοίο, διατάσσοντας το πλήρωμα να επιβιβαστεί στις σωσίβιες λέμβους, που σύντομα απεμακρύνθησαν υπό τα όμματα των Γερμανών. Μόνον τότε, μπορούσε να ξεκινήσει την βύθιση του σκάφους, σύμφωνα με τους λεγόμενους «prize regulations», τους οποίους είχε τηρήσει απολύτως.
Έχει διατυπωθεί και η άποψη πως οι ναυτικοί του Nicosian εγκατέλειψαν αυτοβούλως το πλοίο, μετά τις πρώτες βολές του υποβρυχίου. Ο Βάγκενερ δεν ήθελε να ξοδέψει τορπίλες και ήταν αποφασισμένος να το βυθίσει, χρησιμοποιώντας άλλα μέσα. Το Baralong πλησίασε και από απόσταση μισού μιλίου έστειλε σήμα στους Γερμανούς, ζητώντας την άδειά τους να προσεγγίσει προκειμένου να παραλάβει μόνον τους επιζώντες, αίτημα το οποίο έγινε αμέσως αποδεκτόν. Ο Βάγκενερ είχε ξεγελαστεί, καθώς πίστεψε πως επρόκειτο για ένα αμερικανικό πλοίο, τόσο λόγω της σημαίας όσο και εξ αιτίας του εξωτερικού βαψίματός του.

Το Baralong έφθασε σχεδόν δίπλα στο γερμανικό υποβρύχιο. Τότε, άρχισε να βάλει με όσα όπλα διέθετε κατά του U-27, το οποίο βυθίστηκε σε 1 λεπτό! Συνολικά, τα 3 πυροβόλα έβαλαν 34 φορές, ενώ οι Γερμανοί μόλις μία. Λίγοι άνδρες από το πλήρωμα του υποβρυχίου πρόλαβαν να πέσουν στην θάλασσα και άρχισαν να κολυμπούν προς το Nicosian, καθώς υπήρχε ήδη μία σκάλα στα πλευρά του πλοίου. Οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν για τον ακριβή αριθμό των Γερμανών που γλίτωσαν τον θάνατο εκείνη την στιγμή. Αυτός κυμαίνεται από 6 έως 12 άνδρες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και ο κυβερνήτης Βάγκενερ. Τότε, οι Βρεταννοί έστρεψαν τα όπλα εναντίον τους και τους σκότωσαν όλους (εκτός από δύο) εν ψυχρώ. Δύο Γερμανοί πρόλαβαν να πιαστούν από την σκάλα του Nicosian αλλά δολοφονήθησαν πριν φτάσουν στο κατάστρωμα. Οι 6 Γερμανοί που είχαν επιβιβαστεί πρώτοι στο Nicosian κοιτούσαν αποσβολωμένοι, αδυνατώντας να πιστέψουν ότι άνδρες με στολή εκτελούσαν μία εν ψυχρώ δολοφονία. Έως τότε, ήταν οι μόνοι διασωθέντες από το πλήρωμα του υποβρυχίου.

Ακολούθως, ο Χέρμπερτ έφερε το Baralong στο πλάϊ του Nicosian. Η θάλασσα ήταν γαλήνια και οι άνδρες του πήδηξαν πάνω στο ατμόπλοιο. Ένας Γερμανός πυροβολήθηκε εξ επαφής, ενώ κάποιοι άλλοι τραυματίστηκαν προσπαθώντας να βρουν ένα μέρος όπως κρυφτούν (πίσω από βαρούλκα, βαρέλια κ.α.). Τελικώς, όλοι τους (τραυματισμένοι και μη) κατέφυγαν καταδιωκόμενοι στο μηχανοστάσιο. Τότε, ανέλαβαν δράση κάποια άλλα μέλη του πληρώματος, που δεν φορούσαν στολή. Αυτοί κατάγονταν από το Λίβερπουλ, που είχε υποφέρει αρκετά από την έως τότε δράση των γερμανικών υποβρυχίων και έδειξαν ιδιαίτερο μίσος, εξοντώνοντας έναν προς έναν όλους Γερμανούς. Φυσικά, αυτό ίσως να εξηγεί αλλά επ’ ουδενί λόγω δεν δικαιολογεί το αποτρόπαιο έγκλημα. Σε κάθε περίπτωση, είχαν εφαρμόσει κατά γράμμα τις εντολές του Χέρμπερτ, που τους είχε ζητήσει να μην δείξουν κανένα έλεος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βυθίστηκε το U-27 και εξοντώθηκε όλο το πλήρωμά του. Το Nicosian συνέχισε τον πλου του και έφθασε δίχως να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα στο Avonmouth. Βεβαίως, υπήρξε απόλυτη σιωπή εκ μέρους του βρεταννικού Ναυαρχείου και της βρεταννικής κυβερνήσεως. Μάλιστα, το Ναυαρχείο φαίνεται πως είχε διατάξει να μην συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι από εχθρικά υποβρύχια. Αλλά πολύ σύντομα το νέο διαδόθηκε στους λιμένες, όπου κατέπλευσαν το Baralong και το Nicosian. Οι μεν δράστες υπερηφανεύονταν για το «κατόρθωμά» τους, ορισμένοι εξ αυτών ισχυριζόμενοι ότι πήραν εκδίκηση για το α΄ ή β΄ τορπιλλισθέν πλοίο. Αλλά και το πλήρωμα του Nicosian δεν παρέμεινε σιωπηλό, καθώς είχε υπάρξει αυτόπτης μάρτυς μίας «μάχης». Πολλοί μίλησαν, όταν επέστρεψαν στην Αμερική και το θέμα έλαβε διαστάσεις. Ο καταγόμενος από το Μπέλφαστ Ουΐλλιαμ Κρεγκ (William Craig), που δούλευε στο πλοίο Torr Head, έμαθε για το συμβάν από έναν άλλον Ιρλανδό, μέλος του πληρώματος του Nicosian. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί σε ένα bar. Αρχικώς, ο αυτόπτης μάρτυς δεν ήθελε να του πει περισσότερα, επειδή είχαν δοθεί σχετικές εντολές αλλά όταν ξαναβρέθηκαν (στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ο Κρεγκ) του περιέγραψε το έγκλημα με κάθε λεπτομέρεια.
Πιθανότατα, έφερε βαρέως το ότι δεν αντέδρασε σε αυτή την εν ψυχρώ δολοφονία. Ο αρχιθαλαμηπόλος του Nicosian ούρλιαζε τα βράδια και ξυπνούσε ιδρωμένος, ξαναζώντας τον ίδιο «εφιάλτη», τον οποίο είχε διηγηθεί σε αρκετούς άλλους ναυτικούς, με τους οποίους συνταξίδευε ανά καιρούς. Εις εξ αυτών ήταν και ο Τζέρρυ Ο’Νηλ (Gerry O’Neill), ο οποίος έγραψε και σχετικό άρθρο. Επίσης, κάποιοι από το πλήρωμα επέλεξαν να αλλάξουν όνομα και επώνυμο, θέλοντας να αποφύγουν κάθε σχέση με την δολοφονία, ενώ λίγοι εξ αυτών παρέμειναν στην ίδια εταιρεία (Leyland Line) έως την διάλυσή της, το 1934. Αντιθέτως, ο Χάρολντ Έντγκαρ Ουΐλκινσον (Harold Edgar Wilkinson), που υπηρετούσε στο Baralong ως βαθμοφόρος του σώματος των εθελοντών στο Βασιλικό Ναυτικό, δεν ένιωθε καμμία τύψη. Την δεκαετία του 1960, σε μία αδημοσίευτη συνέντευξη που απεκάλυψε ο εγγονός του μετά από δεκαετίες, δήλωσε κυνικά: «Η αίσθησή μου ήταν ότι όλα όσα συνέβησαν υπήρξαν φυσιολογικά. Δεν έγινε κάτι το τρομερό. Δεν μπορείς να αφήσεις στα χέρια του εχθρού ένα δικό σου πλοίο».

Οι Γερμανοί έμαθαν το συμβάν μέσω των πρακτόρων τους που δρούσαν στο βρεταννικό έδαφος και το προσέθεσαν στην λίστα των εν ψυχρώ δολοφονιών αξιωματικών και οπλιτών/ναυτών τους από τις δυνάμεις της Συνεννοήσεως. Το έγκλημα αυτό παρεβίαζε κατάφωρα τις Συμβάσεις της Χάγης του 1899 και του 1907. Μάλιστα, η μαρτυρία Αμερικανών αυτοπτών μαρτύρων υπήρξε καταλυτική και καθιστούσε το γεγονός αδιαμφισβήτητο. Η άρνηση του Λονδίνου να προσαγάγει ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας (και δη τον Χέρμπερτ) αλλά και να διεξαχθεί τουλάχιστον μία αμερόληπτη έρευνα από τρίτες χώρες εξόργισε το Βερολίνο τόσο πολύ ώστε να διατάξει την εντατικοποίηση του υποβρυχιακού πολέμου.

Το βρεταννικό Ναυαρχείο τίμησε τον Χέρμπερτ με μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων (DSO)! Πάντως, οι Βρεταννοί συνέχιζαν ακόμη να τον αποκαλούν «Ουΐλλιαμ ΜακΜπράϊντ». Η ταυτότητά του παρέμεινε μυστική για το ευρύ κοινό μέχρι τη δημοσίευση της βιογραφίας του E. Keble Chatterton (ο οποίος είχε υπηρετήσει στα Q-Ships), το 1935 Μεταπολεμικά, απεδύθησαν σε συντονισμένες προσπάθειες να συσκοτίσουν τα γεγονότα, φέροντας στο προσκήνιο διάφορα στοιχεία με σκοπό να ελαφρύνουν την θέση του πληρώματος και ιδίως του Χέρμπερτ. Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν την ύπαρξη και ενός δεύτερου υποβρυχίου στην περιοχή αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί. Επίσης, κάποιοι άλλοι έγραψαν ότι ο Χέρμπερτ φοβόταν πως οι Γερμανοί μπορεί να χρησιμοποιούσαν τα όπλα που είχε Nicosian ή και να βύθιζαν το πλοίο. Ο πρώτος ισχυρισμός δεν ευσταθεί, καθώς όλος ο οπλισμός ευρίσκετο σε κιβώτια που ήταν σφραγισμένα στα αμπάρια του Nicosian. Οι Γερμανοί δεν εγνώριζαν που ήταν. Αλλά και αν ακόμη ήθελαν να σπάσουν τα κιβώτια (πρόθεση που δεν αποδεικνύεται από καμμία μαρτυρία), δεν ήξεραν που υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα προς τούτο. Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, είναι ανυπόστατος, καθώς μέλημα των Γερμανών (όπως και κάθε άλλου ανθρώπου που θα ευρίσκετο στην θέση τους) ήταν να σώσουν την ζωή τους. Άλλωστε, είχαν ήδη δει τους συναδέλφους τους να δολοφονούνται εν ψυχρώ.
Στο πλαίσιο της συγκάλυψης, το Nicosian μετομάστηκε σε Nevisian και στο βιβλίο του πλοίου ουδεμία αναφορά γινόταν στο συγκεκριμένο συμβάν. Το βρεταννικό Ναυαρχείο διέταξε την μετονομασία και του Baralong σε Whyalla, το οποίο ανέλαβε την μεταφορά όπλων και πυρομαχικών για το Πολεμικό Ναυτικό. Την 23η Σεπτεμβρίου 1915, κατόρθωσε να βυθίσει το υποβρύχιο U-41, το οποίο είχε στραφεί κατά του πλοίου Urbino. Αργότερα, άλλαξε και πάλι το όνομά του σε Manica σε μία προσπάθεια των Βρεταννών να εξαλείψουν παντελώς τα ίχνη του. Προς τούτο, το έστειλαν να δράσει στην ανατολική Μεσόγειο και τον δυτικό Ειρηνικό. Το 1922, το πλοίο πωλήθηκε σε Ιάπωνες και μετονομάστηκε σε Kyokuto Maru, ενώ τρία χρόνια αργότερα άλλαξε και πάλι το όνομά του σε Shinsei Maru. Το 1933, παροπλίστηκε και διαλύθηκε.
Ο Χέρμπερτ δεν τιμωρήθηκε αλλά ταύτισε το όνομα και την σταδιοδρομία του με το γεγονός. Πολλοί από τους συναδέλφους του τον αποκαλούσαν Ουΐλλιαμ Μπαραλόνγκ (William Baralong). Μεταπολεμικά, έγινε εμπορικός αντιπρόσωπος της αυτοκινητοβιομηχανίας Daimler, φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του διευθυντού, το 1931. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε και πάλι ως καπετάνιος στο οπλισμένο εμπορικό πλοίο Cilicia, το οποίο πραγματοποιούσε ταξίδια στις ακτές της δυτ. Αφρικής. Το 1943, αποστρατεύθηκε και ασχολήθηκε με ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Μεταπολεμικά, εγκαταστάθηκε στην Ροδεσία, όπου απεβίωσε ειρηνικά, την 8η Αυγούστου 1961.
Γενικότερα, οι άνθρωποι της θάλασσας διακρίνονται για την τήρηση των κανόνων συναδελφικότητας και του ιπποτισμού, ακόμη και σε περιόδους πολέμου. Το «επεισόδιο Baralong» (όπως έμεινε στην ιστορία) αποτελεί μία από τις πιο λίγες γνωστές εξαιρέσεις. Οι θύτες θέλησαν να συσκοτίσουν τα γεγονότα, αποκρύπτοντας τον ρόλο τους. Τα θύματα ήταν οι ηττημένοι του πολέμου. Ας το θυμόμαστε ως παράδειγμα προς αποφυγήν για να μαθαίνουν οι νεότεροι πόσο εξαχρειώνει ο πόλεμος τον άνθρωπο.
The Baralong Incidents: Lost in History – NHD Documentary 2019
Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σημειώσεις
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, στο τεύχος Αυγούστου, υπ. αριθμ.. 626
[1] Erik Larson, Το βουβό κύμα. Αθήνα: Ίκαρος, 2017, σελ. 55.
[2] Ήταν ένας απόρρητος χώρος, όπου οι Βρεταννοί είχαν καταφέρει να «σπάσουν» τους γερμανικούς ναυτικούς κώδικες.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Beesley Pat., Room 40: British Naval Intelligence, 1914-18. London: Hamish Hamilton Ltd, 1982.
- Bridgland Tony, Sea Killers In Disguise: Q Ships And Decoy Raiders of WWI. Barnsley: Naval Institute Press, 1999.
- Churchill Winston S., The World Crisis, 1911-1918. London: Penguin classics, 2007.
- Coles Alan, Slaughter at Sea. The Truth Behind a Naval War Crime, London: R.Hale, 1986.
- Compton-Hall R., Submarine boats: the beginnings of underwater warfare. London: Conway maritime press, 1983.
- Gannon Paul, Inside Room 40: The Codebreakers of World War I. Surrey: Ian Allan Publishing, 2010.
- Gibson R.H. – Maurice Prendergast M., The German Submarine War 1914-1918. Penzance: Periscope Publishing Ltd., 2002.
- Greentree David, Q-Ship Vs U-Boat 1914-1918, Oxford, Osprey Publiching, 2014.
- Jannen William Jr., The Lions of July, Prelude to War, 1914. Novato: Presidio 1996.
- Keble Chatterton Edward., Q-Ships and their Story, Sydney, Wentworth Press,
- Larson Erik, Το βουβό κύμα. Αθήνα: Ίκαρος, 2017.
- Link Arthur S., Wilson: The Struggle for Neutrality, 1914-1915. Princeton: University Press, 1960.
- Messimer Dwight, Verschollen: World War I U-Boat Losses. Annapolis, Md.: Naval Institute Press, 2002.
- O’Neill Gerry, «Scandal of the Baralong Incident was Hidden in Veil of Secrecy» στο JOURNAL OF THE SEA – IRIS NA MARA, vol. 1, no. 4.
- Ramsay David, “Blinker” Hall Spymaster. Gloucestershire: The History Press, 2009.