Skip to main content

Benoît Lemay : Erwin Rommel: Ο ήρωας της προπαγάνδας

Benoît Lemay

Erwin Rommel: Ο ήρωας της προπαγάνδας

Υπάρχει κανείς, που να μη γνωρίζει τον Στρατάρχη Erwin Rommel; Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο επονομαζόμενος “Αλεπού της Ερήμου” υπήρξε ο διασημότερος από όλους τους Γερμανούς υψηλόβαθμους αξιωματικούς της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Λαμπρός διοικητής στο πεδίο των μαχών, ύψωσε ανάστημα ενάντια στους Βρετανούς στο επιχειρησιακό θέατρο της Β. Αφρικής για μεγάλο χρονικό διάστημα, προτού αναλάβει την οργάνωση της άμυνας ενόψει της επικείμενης Συμμαχικής εισβολής στη Δύση και προσχωρήσει, κατά κάποιο τρόπο, στην αντίσταση κατά του ναζιστικού καθεστώτος, επιλογή, την οποία πλήρωσε, άλλωστε, με την ίδια του τη ζωή τον Οκτώβριο του 1944. Τουλάχιστον, έτσι έχει το στίγμα, που ο Rommel άφησε στην Ιστορία έχοντας μετουσιωθεί, παράλληλα, σε θρύλο. Όμως, ποιός υπήρξε στην πραγματικότητα;

Όσο κι αν αυτό ηχεί παράξενο, τίποτα δεν προδίκαζε μια σταδιοδρομία στον στρατιωτικό κλάδο, καθώς ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί στον πιο ατρόμητο και επικοινωνιακό αξιωματικό του Γ΄ Ράϊχ εξασφαλίζοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των μεγάλων Γερμανών πολεμιστών, στερείτο παντελώς μιας, στοιχειώδους έστω, οικογενειακής προϊστορίας στο συγκεκριμένο χώρο. Ο Erwin Rommel γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1891 στην κωμόπολη Heidenheim της Σουαβίας, στη ΝΔ Γερμανία. Ο πατέρας του δίδασκε Μαθηματικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Υπακούοντας με δισταγμό στην πατρική διαταγή, στράφηκε προς την κατεύθυνση μιας σταδιοδρομίας στις τάξεις του Αυτοκρατορικού Στρατού. Η υποψηφιότητά του απορρίφθηκε από το Πυροβολικό και το Μηχανικό, προτού γίνει δεκτή στο Πεζικό. Τον Ιούλιο του 1910, τοποθετήθηκε στο 124ο Σύνταγμα της Βυρτεμβέργης, με έδρα το Weingarten. Τον Μάρτιο του επομένου έτους αποσπάστηκε στην περίφημη Βασιλική Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών του Dantzig. Παρά το γεγονός ότι αποφοίτησε τον Ιανουάριο του 1912 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, οι εκπαιδευτές του δεν διέκριναν σε αυτόν τίποτα παραπάνω από έναν ικανό, υποσχόμενο, μέτριο ωστόσο, αξιωματικό.

Η διενέργεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε στον Rommel τη δυνατότητα να αποδείξει πως κάθε άλλο παρά μέτριος στρατιωτικός ήταν. Για πρώτη φορά διακρίθηκε στις αρχές του 1915, διασπώντας τις γαλλικές γραμμές στο ύψος του ποταμού Argonne. Επρόκειτο για λαμπρή πρωτοβουλία, χάρη στην οποία υπήρξε ο πρώτος λοχαγός του Συντάγματός του, που τιμήθηκε με το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού Α΄ Τάξεως. Το φθινόπωρο του 1917, στο μέτωπο του Isonzo στη ΒΑ Ιταλία, παρασημοφορήθηκε με το μετάλιο Pour le Mérite, την ανώτατη πολεμική διάκριση της Αυτοκρατορικής Γερμανίας. Επικεφαλής του ορεινού Τάγματος της Βυρτεμβέργης, διέσπασε, για μια ακόμη φορά, τις γραμμές του αντιπάλου καταλαμβάνοντας το χωριό Longarone επί του ποταμού Piave, αιχμαλωτίζοντας πάνω από 8 000 Ιταλούς.

Αριστερά: Τα πρώτα βήματα στις τάξεις του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Στρατού. Δεξιά: Ο Rommel το 1917 στο μέτωπο του Isonzo, φορώντας υπερήφανα το παράσημο Pour le Mérite, γνωστότερο ως Blue Max, τιμητική διάκριση, που είχε θεσπίσει από το 1740 o βασιλέας Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας και η οποία διατηρήθηκε έως το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

O Rommel είχε πλέον αναδειχθεί σε ήρωα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, απολαμβάνοντας όλα τα προνόμια, τα οποία απέρρεαν από αυτή τη διάκριση στους κόλπους του Αυτοκρατορικού Στρατού. Το ψυχολογικό τραύμα, που προκάλεσε μέσα του η συνομολόγηση της ανακωχής της Rethondes (11 Νοεμβρίου 1918) υπήρξε βαθύ. Το ίδιο ίσχυε για την κατάσταση, η οποία προέκυψε στην πατρίδα του από την κατάρρευση του αυτοκρατορικού καθεστώτος, την επιβολή του αντίστοιχου δημοκρατικού, την κομμουνιστική εξέγερση και τη διολίσθηση της Γερμανίας στο χάος του εμφυλίου σπαραγμού. Τίποτα δεν είχε επιβιώσει από την εθνική ομοψυχία και την πατριοτική αλληλεγγύη, που είχε σφυρηλατηθεί μέσα στα χαρακώματα. Όσο για την επιβληθείσα από τους νικητές Συνθήκη των Βερσαλλιών, λειτουργούσε μέσα του ως μια επιπρόσθετη και αβάστακτη ταπείνωση. Καθιστούσε τη Γερμανία ως μοναδική υπεύθυνη του πολέμου εξουδετερώνοντας την στρατιωτική της ισχύ και περιορίζοντας τον “ένδοξο στρατό” της σε μόλις 100 000 άνδρες, εκ των οποίων 4 000 αξιωματικούς.

Ο Rommel θεωρούσε υπεύθυνο για την εθνική κατάρρευση την επονομαζόμενη “πισώπλατη μαχαιριά”, δηλαδή το εσωτερικό μέτωπο σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε έγραφε το 1925: “Επί τέσσερα χρόνια καταφέραμε μόνο επιτυχίες σε βάρος των Συμμάχων. Η ανακωχή του 1918 δεν αποτελεί απόρροια ανικανότητας των στρατιωτικών, αλλά των πολιτικών”.¹ Πίστευε πως υπεύθυνοι για την εθνική προδοσία και των συγκρούσεων στο εσωτερικό της μεταπολεμικής Γερμανίας ήταν οι επαναστάτες κομμουνιστές, κατ επέκταση δε, τα δημοκρατικά, φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά και ειρηνόφιλα κινήματα. Αυτοί είχαν ανατρέψει τη μοναρχία και, ως εκ τούτου, αποδυναμώσει τη σημασία του στρατού στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας.

Παρά ταύτα, και έχοντας προαχθεί στο βαθμό του λοχαγού προς το τέλος του πολέμου, ο Rommel είχε την τύχη και την ικανοποίηση να ανήκει στην κατηγορία των αξιωματικών εκείνων, οι οποίοι είχαν παραμείνει ενεργοί στις τάξεις του στρατεύματος. Βέβαια, ως προς τα κριτήρια επιλογής, πριμοδοτούνταν οι έχοντες υπηρετήσει σε επιτελικές θέσεις αξιωματικοί. Ωστόσο, οι επιδόσεις και τα λαμπρά κατορθώματα του παρελθόντος του είχαν εξασφαλίσει μια θέση στο στρατό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Καθώς, μάλιστα, η στρατιωτική σταδιοδρομία είχε προ πολλού εξελιχθεί σε λόγο ύπαρξης γι αυτόν, στενά συνδεδεμένη με την κοσμοαντίληψή του, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τον παλαίμαχο, πλέον, Rommel, να προσαρμόζεται με άνεση στη νέα πραγματικότητα. Την άνοιξη του 1920, συμμετείχε στις επιχειρήσεις εναντίον του “κόκκινου στρατού της Ρηνανίας”, γεγονός που δεν πρέπει να εκπλήσσει. Ο Rommel ήταν νομιμόφρων. Οραματιζόταν την έλευση ενός νέου Bismarck. Έως τότε, είχε επιλέξει να υπακούει στα κελεύσματα μιας ατιμασμένης και απαξιωμένης δημοκρατίας. Στις αρχές του επομένου έτους ανέλαβε επικεφαλής ενός λόχου τυφεκιοφόρων του 13ου Συντάγματος Πεζικού της Στουτγάρδης, τη διοίκηση του οποίου διατήρησε έως το 1929.

Υπήρχε, ωστόσο, ένα δίδαγμα, το οποίο είχε αντλήσει από τον πόλεμο. Επρόκειτο για την ανεπάρκεια και την ανικανότητα της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Οι εκτιμήσεις του ήταν στρατιωτικής φύσεως, από τη στιγμή που ζούσε και δραστηριοποιείτο μέσα σε ένα περιβάλλον, που ουδέποτε είχε εγκαταλείψει: εκείνο του στρατώνα και του πεδίου των μαχών. Θεωρούσε πως η διοίκηση και η δομή του στρατεύματος δεν ανταποκρίνονταν στις προκλήσεις ενός σύγχρονου πολέμου. Ειδικότερα, κατήγγειλε τη δεσπόζουσα επιρροή της αρτηριοσκληρωτικής τάξης των αξιωματικών με αριστοκρατική προέλευση. Οραματιζόταν έναν εθνικό στρατό, στους κόλπους του οποίου θα λειτουργούσε μια κοινωνική κινητικότητα. Μόνο έτσι η Γερμανία θα κατάφερνε να απαλλαγεί από το όνειδος της ανακωχής της Rethondes.²

Όταν, στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Hitler αναγορεύτηκε στη θέση του καγκελαρίου του Ράιχ, ο Rommel, από τη θέση του εκπαιδευτή της Σχολής Πεζικού της Δρέσδης, εκφράστηκε ως εξής: “Η άνοδος του Hitler στην εξουσία είναι ευλογία για τον τόπο. Ο Θεός τον έστειλε προκειμένου το Ράιχ να μπορέσει ανακτήσει την απωλεσθείσα αίγλη του. Μια τέτοια είδηση δεν μπορεί παρά να αποτελέσει πηγή χαράς για το στράτευμα. Μεγάλη στιγμή για τη Γερμανία!”.³ Η αδιαφορία του για τα πολιτικά τεκταινόμενα δεν τον εμπόδισε να διακρίνει στο πρόσωπο του Hitler έναν “πατριώτη”. Ίσως, ακόμα, και τον διάδοχο του Bismarck, ο οποίος θα αποκαθιστούσε το στράτευμα στην περίοπτη θέση, που δικαιωματικά του αναλογούσε μέσα στους κόλπους του γερμανικού κράτους. Όμως, κάτι τέτοιο προϋπέθετε αύξηση του έμψυχου δυναμικού, κατ επέκταση δε, περισσότερες ευκαιρίες προαγωγής των αξιωματικών, σπάνιες έως ανύπαρκτες στο πλαίσιο του καχεκτικού στρατού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ιανουάριος 1933: Η άνοδος του Hitler στην εξουσία.

Ευχή και ελπίδα του Rommel ήταν πως ο Hitler θα μεριμνούσε για τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης και της δομής των ενόπλων δυνάμεων, που εξακολουθούσαν να ελέγχονται από την αριστοκρατία. Άλλωστε, ο ίδιος ο προερχόμενος από τα λαϊκά στρώματα “Αυστριακός δεκανέας”, ανέκαθεν οραματιζόταν να συγκεράσει τον εθνικισμό με τον σοσιαλισμό. Πολύ γρήγορα διαπίστωσε με ικανοποίηση πως έτρεφε τις ίδιες απόψεις με τον Φύρερ ως προς το ζήτημα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Αμφότεροι τάσσονταν υπέρ της μηχανοκίνησης του στρατού, καθώς και μιας ταχείας ανάπτυξης μιας τεθωρακισμένης και αεροπορικής επιχειρησιακής δύναμης κρούσης. Επίσης, διαφωνούσαν με τα ανώτερα κλιμάκια του Γενικού Επιτελείου, τα οποία, από παράδοση και μόνο, έδιναν προτεραιότητα στο βαρύ πυροβολικό και στις διάφορες υπηρεσίες του μηχανικού, των σιδηροδρόμων και των πληροφοριών.

Η εκτίμηση των αξιωματικών στο πρόσωπο του Hitler, ενισχύθηκε και χάρη σε μια άλλη παράμετρο. Ο νέος καγκελάριος του Ράιχ απέφυγε να πλαισιωθεί από διάφορα “υποκείμενα μη προσεγγίσιμα”, και συγκεκριμένα, τα προερχόμενα από τα απείθαρχα και ταραχοποιά SA, τα οποία ο Rommel θεωρούσε επικίνδυνους ανταγωνιστές του τακτικού στρατού. Ως εκ τούτου, δεν εξεπλάγη όταν, στις 30 Ιουνίου 1934, πληροφορήθηκε την εξολόθρευση του Ernst Röhm και των πέριξ αυτού παρασιτικών στοιχείων από τα SS. Η ενεργητική και αποφασιστική αυτή πρωτοβουλία του Φύρερ τον χαροποίησε. Ουδόλως αμφισβήτησε την επίσημη εκδοχή, του υπουργού Προπαγάνδας του καθεστώτος, Joseph Goebbels, σύμφωνα με την οποία κατεστάλη συνομωσία, εξαιτίας της οποίας ο Röhm υπέστη την αναμενόμενη τιμωρία.

Αφ ης στιγμής ο Hitler εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο της Βέρμαχτ, αποστρατεύοντας σημαντικό αριθμό στρατηγών αριστοκρατικής προέλευσης, ο Rommel εξελίχθηκε σε αδιαμφισβήτητο οπαδό του, δίχως, ωστόσο, να έχει προσχωρήσει στις τάξεις των Ναζί. Υποστήριζε τον εθνικοσοσιαλισμό από αυτοματισμό, μόνο και μόνο επειδή ήταν η ιδεολογία του αρχηγού του. Η εικόνα που είχε σχηματίσει γι αυτήν ήταν αρκετά αόριστη. Τον Δεκέμβριο 1938 σημείωνε με ενθουσιασμό: “Η Βέρμαχτ είναι η αιχμή του δόρατος της νέας γερμανικής κοσμοαντίληψης (Weltanschauung)”. Επρόκειτο για μια αντίληψη με αυστηρά στρατιωτικά κριτήρια, αγνοώντας πως ουσία της συγκεκριμένης ιδεολογίας ήταν η περιφρόνηση του ανθρώπου.⁵

Επομένως, ο Rommel είχε ευνοηθεί από την άνοδο του Hitler στην εξουσία. Γι αυτό ακριβώς απόφευγε να θέτει στον εαυτό του πολλά ερωτήματα. Τον Οκτώβριο 1933 είχε αναλάβει τη διοίκηση του 3ου Τάγματος του 17ου Συντάγματος Αλπινιστών με έδρα το Γκόσλαρ της Κάτω Σαξονίας. Τον Μάρτιο 1935, προήχθη σε αντισυνταγματάρχη, τρία χρόνια, μόλις, έπειτα από την ανέλιξή του στο βαθμό του ταγματάρχη. Εν συνεχεία, τον Οκτώβριο 1935, τοποθετήθηκε ως κύριος εκπαιδευτής στη Στρατιωτική Ακαδημία του Πότσνταμ, προήχθη σε συνταγματάρχη τον Ιούλιο 1937, ανέλαβε διοικητής της Σχολής Πολέμου του Wiener-Neustadt τον Νοέμβριο 1938. Στη διάρκεια της στρατιωτικής κατοχής της Σουδητίας τον Οκτώβριο 1938 και της Βοημίας-Μοραβίας τον Μάρτιο του επομένου έτους, του ανατέθηκε η προσωρινή διοίκηση ενός τάγματος της προσωπικής φρουράς του Φύρερ.

Ο Hitler και ο Rommel το 1934, στο Γκόσλαρ.

Τις παραμονές της εισβολής της Βέρμαχτ στην Πολωνία, ο Rommel, γαλήνιος όσο ποτέ, έγραφε στη σύζυγό του: “O Φύρερ γνωρίζει τι είναι καλό για εμάς”.⁶ Δυο μέρες αργότερα συνέχιζε: “Δεν είναι υπέροχο που έχουμε έναν τέτοιον άνδρα;”.⁷ Στα μάτια του, ο Hitler διέθετε “μια ισχύ που μαγνήτιζε, σχεδόν υπνώτιζε, απόρροια της αποστολής, η οποία του είχε ανατεθεί από την θεία πρόνοια, προκειμένου να διασφαλίσει για το γερμανικό λαό μια θέση στον ήλιο. Κατά καιρούς, εκφραζόταν σαν προφήτης”.⁸

Παρόλη την πολύμηνη παραμονή στο γενικό στρατηγείο του Φύρερ, ο Rommel δεν είχε αντιληφθεί ότι ο πολεμικός σχεδιασμός του ηγέτη του προσέβλεπε στη δημιουργία ενός μεγάλου Ράιχ στην ηπειρωτική Ευρώπη, στηριζόμενου επάνω σε αποικιακές κτήσεις. Ούτε το γεγονός ότι ακρογωνιαίος λίθος ήταν η κατάκτηση ζωτικού χώρου προς Ανατολάς, σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είχε διαγνώσει πως στο νου του Hitler δεν κυριαρχούσε η προοπτική μιας αναμέτρησης ανάμεσα στην ηπειρωτική Γερμανία και τη θαλασσοκράτειρα Βρετανία. Αντίθετα, μάλιστα, ο Φύρερ σχεδίαζε να προσεγγίσει τη Γηραιά Αλβιώνα την επομένη της εξουδετέρωσης της ΕΣΣΔ, με στόχο να απαλλαγεί και από τον ύστατο αντίπαλο: τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Αφότου η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας ως επακόλουθο της εισβολής της τελευταίας στην Πολωνία, η προσοχή του Rommel ήταν αποσπασμένη στην εκστρατεία, ενόσω αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη. Η Πολωνία βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης και γρήγορα θα διαμοιραζόταν ανάμεσα στο Ράιχ και την ΕΣΣΔ, σύμφωνα με τους όρους του Συμφώνου Ribbentrop-Molotov. Σε νέα επιστολή προς τη σύζυγό του επεσήμανε: “Πιστεύω ότι θα επιστρέψω στο σπίτι πριν από την έλευση του χειμώνα. Οι επιχειρήσεις εξελισσονται ακριβώς έτσι όπως τις είχαμε σχεδιάσει. Στην πραγματικότητα, έχουν ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Οι Ρώσοι πρόκειται να επιτεθούν οσονούπω. Δυο εκατομμύρια άνδρες!”.⁹

Σεπτέμβριος 1939. Ο Adolf Hitler επισκέπτεται το μέτωπο της Πολωνίας. Πλαισιώνεται από τους Erwin Rommel και Martin Bormann.

Τον Φεβρουάριο 1940, ο Rommel ανέλαβε τη διοίκηση της 7ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων. Επρόκειτο για το επιστέγασμα της μέχρι τότε σταδιοδρομίας του. Με αυτή την ιδιότητα, για δεύτερη φορά στη ζωή του, τον Μάϊο του ιδίου έτους επιτέθηκε κατά της Δύσης. Με τα άρματά του, διέσπασε τις γραμμές του αντιπάλου στην προέκταση της γραμμής Maginot, μια εβδομάδα, μόλις, έπειτα από την έναρξη της εισβολής. Χάρη στην παραπάνω επίδοση, υπήρξε ο πρώτος, κατά σειρά, Μέραρχος, ο οποίος παρασημοφορήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Ιππότη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Γαλλίας. Ενσάρκωνε το νέο πνεύμα, που επικρατούσε πλέον στις τάξεις της Βέρμαχτ. Έκθαμβος από την πρωτοφανή επικράτηση σε βάρος ενός τόσο υπολογίσιμου αντιπάλου, δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ο Hitler, μέσω αυτής, σκόπευε να θέσει τη Μεγάλη Βρετανία προ τετελεσμένου και να την σύρει σε διαπραγματεύσεις.

Ο Rommel και ο Βρετανός αιχμάλωτός του στρατηγός Fortune, διοικητής της 51ης Μεραρχίας Highlanders, στο λιμάνι Saint-Valéry της Νορμανδίας, στις 12 Ιουνίου 1940.

Τον Φεβρουάριο του 1941, ο Rommel τοποθετήθηκε επικεφαλής του νεοσύστατου Afrikakorps με τον βαθμό του Αντιστρατήγου. Έχοντας διαγνώσει πως οι σύμμαχοί του Ιταλοί βρίσκονταν στα πρόθυρα κατάρρευσης στο μέτωπο της Β. Αφρικής, ο καγκελάριος του Γ΄ Ράιχ αποφάσισε να στείλει επιτόπου προς ενίσχυση μια μονάδα τεθωρακισμένων. Σε επιστολή του προς τον Mussolini, ενημέρωνε τον τελευταίο πως είχε εμπιστευθεί την παραπάνω μονάδα στον “πιο τολμηρό διοικητή που διαθέτουμε στις τάξεις του γερμανικού στρατού”.¹º

Όταν, στις 12 Φεβρουαρίου, πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Τρίπολη της Λιβύης, ο Rommel είχε πλήρη άγνοια της πρόθεσης του Hitler να επιτεθεί κατά της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και της όλης προπαρασκευής της επιχείρησης. Δίχως χρονοτριβή, πέρασε στην αντεπίθεση, καταστρατηγώντας τις οδηγίες, τις οποίες είχε για υιοθέτηση αμυντικής τακτικής και παρά τις σφοδρές διαμαρτυρίες των Ιταλών. Στόχος του ήταν να αποσπάσει την Αίγυπτο από τον έλεγχο των Βρετανών. Περί τα μέσα Απριλίου, οι, ισχνές, ακόμη, δυνάμεις του Άξονα, είχαν θέσει στο στόχαστρό τους την πόλη του Τομπρούκ. Την ίδια στιγμή, άλλες μονάδες είχαν σκοπίμως προσπεράσει την οχυρή αυτή θέση, την οποία οι αντίπαλοι υπερασπίζονταν λυσσαλέα, και έφτασαν έως τη θέση Σολούμ, επί της μεθορίου με την Αίγυπτο. Ωστόσο, η πολιορκία και οι σκληρές μάχες του Τομπρούκ ως αποτέλεσμα είχαν να φθείρουν τα στρατεύματα του Rommel. Επιπρόσθετα, υπήρχε σοβαρό θέμα ανεφοδιασμού, καθώς, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, το Γ΄ Ράιχ είχε εξαπολύσει την εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ. Για πρώτη φορά από ενάρξεως του πολέμου, μια γερμανική στρατιωτική δύναμη κινδύνευε να αφανιστεί. Ο Rommel κατάφερε, παρά ταύτα, να διατηρήσει τις θέσεις του έως τον Δεκέμβριο. Έκτοτε, αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του έως την αρχική γραμμή εξόρμησης, στον κόλπο της Σύρτης.

Η πρώτη επίθεση (24 Μαρτίου – 15 Ιουνίου 1941).

Τον Ιανουάριο του 1942, διαθέτοντας την υποστήριξη του μεταφερθέντος στη Μεσόγειο από το Ανατολικό μέτωπο 2ου εναερίου στόλου του Kesselring, ο Rommel ανακατέλαβε την Κυρηναϊκή μέσα σε χρονικό διάστημα τριών, μόλις, εβδομάδων. Επρόκειτο για μια εντυπωσιακή επίδοση, χάρη στην οποία προήχθη σε Στρατηγό. Μάλιστα, στις τάξεις της Βέρμαχτ, ήταν ο νεότερος σε ηλικία μεταξύ των ομολόγων του. Όμως, επιμηκύνοντας εκ νέου υπερβολικά τις γραμμές ανεφοδιασμού, είδε τις μονάδες του να ακινητοποιούνται προσωρινά στη μέση της ερήμου, εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων. Ως εκ τούτου, ήρθε συχνά σε σύγκρουση με την ιταλική ανώτατη στρατιωτική διοίκηση. Δεν υπήρξαν λίγες οι φορές, που ο Hitler αναγκάστηκε να τον συγκρατήσει, καθώς οι αρμονικές σχέσεις με τους Ιταλούς ήταν επιτακτική προς όφελος της συμμαχίας, εξαιτίας της τροπής των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ανατολικό μέτωπο. Πολυτιμότερη ακόμα και από τις επιτυχίες κατά των Βρετανών στη Β. Αφρική.

Την άνοιξη, κι ενώ η Λουφτβάφε ήταν απασχολημένη με τις επιδρομές σε βάρος της Μάλτας, ο Rommel εκπόνησε ένα νέο σχέδιο (χαρακτηρίστηκε ως ευφάνταστο από τη γερμανική στρατιωτική ηγεσία) το οποίο προσέβλεπε στην εξολόθρευση της βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Β. Αφρική, με σκοπό τη διέλευση έως τη Διώρυγα του Σουέζ. Από εκεί, θα ήταν δυνατή μια περαιτέρω προέλαση προς την κατεύθυνση της Περσίας και του Ιράκ, με στόχο τη διακοπή των επικοινωνιών των Ρώσων με το λιμάνι της Βασόρας, στη ζεύξη των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Συνακόλουθα, ο έλεγχος των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της περιοχής, θα επέτρεπε την προετοιμασία μιας επίθεσης κατά του Καυκάσου, με έπαθλο τις πετρελαιοπηγές του Μπακού. Θα επρόκειτο για ένα ισχυρό πλήγμα κατά της ΕΣΣΔ σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή για την πολεμική οικονομία της τελευταίας, ικανό από μόνο του να οδηγήσει σε κατάρρευση τον ρωσικό κολοσσό μέσω μιας περιφερειακής στρατηγικής.¹¹

Όσον καιρό ο Rommel ηγείτο ενός δευτερεύοντος μετώπου και δεν μπορούσε να πείσει τους ανωτέρους του, όλα τα παραπάνω δεν ήταν παρά απλές σκέψεις. Όμως, οι φιλοδοξίες της “Αλεπούς της Ερήμου”, δεν ήταν δυνατό να περιοριστούν σε αυτό το επίπεδο. Γι αυτό και δεν εγκατέλειπε, ευκαιρίας δοθείσης, την προσπάθεια να εκμαιεύσει τη συγκατάθεση του ηγέτη του Γ΄ Ράιχ για μια σταδιακή εφαρμογή του όλου σχεδίου. Περί το τέλος Απριλίου 1942, πλησίασε όσο ποτέ άλλοτε στο στόχο του. Κατόπιν δικής του παραίνεσης, οι Hitler και Mussolini όρισαν τα μέσα Μαΐου ως ημερομηνία εκδήλωσης της επίθεσης κατά του Τομπρούκ. Επιπρόσθετα, ο Hitler διαβεβαίωσε τον Ιταλό σύμμαχό του ως προς την παροχή στρατιωτικής συνδρομής στις σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις για την κατάληψη της Μάλτας. Η εκδήλωση της επιχείρησης Ηρακλής προγραμματιζόταν για την επομένη της πτώσης του Τομπρούκ και σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης, θα διασφαλιζόταν επί μονίμου βάσεως ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων του Rommel.

Ο Rommel στο μέτωπο της Β. Αφρικής το 1942.

Στις 21 Ιουνίου 1942, το Τομπρούκ παραδόθηκε έπειτα από αιματηρές συγκρούσεις τεσσάρων εβδομάδων. Ο Rommel είχε αγγίξει το απόγειο της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Ο Hitler τον προήγαγε στο βαθμό του Στρατάρχη. Για μια φορά ακόμη, ήταν ο νεότερος σε ηλικία αξιωματικός, ο οποίος έφερε τόσο υψηλές διακρίσεις. Σε αντίθεση με το ιταλικό Γενικό Επιτελείο και τον ανώτατο διοικητή Ν. Ευρώπης, τον Στρατάρχη Kesselring, που ασκούσαν πιέσεις για την, προγραμματισθείσα ούτως ή άλλως, κατάληψη της Μάλτας, ο Rommel δεν έπαψε να διεκδικεί τα μέσα εκείνα, τα οποία θα έδιναν περαιτέρω πνοή στην επίθεσή του και θα άνοιγαν το δρόμο για την πραγμάτωση των υπερφίαλων στόχων του. Ο Kesselring αντέδρασε, προβάλλοντας το επιχείρημα πως μια παραμονή της Μάλτας υπό τον έλεγχο των Βρετανών θα είχε ως συνέπεια την παρεμπόδιση των θαλασσίων επικοινωνιών και κατ επέκταση, θα καθιστούσε προβληματικό τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων του Άξονα, που μάχονταν στο μέτωπο της Β. Αφρικής. Υπό παρόμοιες συνθήκες, το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Rommel ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να υλοποιηθεί. Η συνέχιση της επίθεσης, την οποία είχε εξαπολύσει, στερείτο νοήματος. Ωστόσο, ο Hitler είχε διαφορετική άποψη. Στις 23 Ιουνίου, δήλωσε στον Mussolini πως είχε σημάνει η ώρα για την πλήρη εξουδετέρωση της 8ης Βρετανικής Στρατιάς, που, κατά τον ίδιο, βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης: “Στον πόλεμο, η τύχη χαμογελά μια και μόνη φορά στον διοικητή μιας Στρατιάς. Όποιος δεν αξιοποιεί την ευκαιρία, κινδυνεύει να την απωλέσει για πάντα”.¹² Τελικά, η επίθεση ανακόπηκε τον Ιούλιο, στο ύψος της ισχυρής θέσης του El-Alamein, ανάμεσα στο τεκτονικό βύθισμα της Κατάρας και τις ακτές της Μεσογείου. Το στρατηγικό αυτό λάθος, το οποίο πολλαπλασίασε εντυπωσιακά τα ήδη σοβαρά λογιστικά προβλήματα του Άξονα, έμελλε να στοιχίσει στον τελευταίο την απώλεια της Β. Αφρικής.

Η δεύτερη επίθεση (31 Ιανουαρίου – 7 Ιουλίου 1942).

 

Tον Νοέμβριο του 1943, ο Rommel ανέλαβε καθήκοντα γενικού επιθεωρητή των οχυρωματικών έργων του “Τείχους του Ατλαντικού”. Ήταν η εποχή, που η Βέρμαχτ είχε επιδοθεί σε έναν αμυντικό πόλεμο σε όλα τα μέτωπα. Στο Νότο, η Β. Αφρική είχε οριστικά χαθεί ήδη από τον προηγούμενο Μάϊο. Κατόπιν τούτου, οι Σύμμαχοι, μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου είχαν εισβάλει στη Σικελία πρώτα, και κατόπιν στη Ν. Ιταλία. Ανατολικά, από την επομένη της μάχης του Κουρσκ (Ιούλιος 1943), ο Κόκκινος Στρατός είχε τρέψει σε υποχώρηση τους Γερμανούς σε ολόκληρο το μέτωπο. Στη Δύση, επίκειτο ανά πάσα στιγμή εκδήλωση Συμμαχικής εισβολής στις ακτές του Ατλαντικού. Κατά τον Hitler, σε περίπτωση επιτυχούς απόκρουσης μιας εισβολής αυτού του είδους, η Βέρμαχτ θα εξασφάλιζε πολύτιμο χρόνο, που θα της επέτρεπε να μετατρέψει την εκστρατεία της Ρωσίας σε έναν μακρύ πόλεμο φθοράς, με προοπτικές τελικής επικράτησης. Με αυτό το σκεπτικό, τον Ιανουάριο του 1944, ο καγκελάριος του Γ΄ Ράιχ επιφόρτισε τον Rommel με επιπρόσθετα καθήκοντα. Συγκεκριμένα, του εμπιστεύθηκε τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Β΄, η οποία έδρευε στη Γαλλία. Πρόθεση του νεοδιορισθέντος διοικητή, ήταν να καθηλώσει, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τον εισβολέα στις ακτές της απόβασης και να μην του επιτρέψει να προωθηθεί στην ενδοχώρα. “Είμαστε απόλυτα βέβαιοι για τη νίκη στη Δύση”, διαβεβαίωνε τη σύζυγό του τον Μάϊο του 1944. “Αναμένω τη μεγάλη μάχη γεμάτος αυτοπεποίθηση”.¹³ Χρειάστηκε να μεσολαβήσει λιγότερο από ένας μήνας, έως ότου εκδηλωθεί η εισβολή, στις 6 Ιουνίου, στις ακτές της Νορμανδίας, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα από τις ακτές της Μάγχης, δηλαδή το σημείο, όπου ο Rommel ήταν πεπεισμένος ότι αυτή θα λάμβανε χώρα. Μέσα σε λίγες μέρες, οι Σύμμαχοι είχαν διασφαλίσει ευρεία προγεφυρώματα, προς την κατεύθυνση των οποίων προωθούσαν αδιάλειπτα ενισχύσεις και εφόδια. Η απόβαση υπήρξε επιτυχής, σε αντιδιαστολή με το σχέδιο του Rommel και την πρόθεσή του να ρίξει τον εισβολέα πίσω στη θάλασσα. Έξι εβδομάδες αργότερα, ο Στρατάρχης τραυματίστηκε σοβαρά, όταν το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε, δέχτηκε επίθεση από εχθρικό καταδιωκτικό αεροπλάνο. Αυτό υπήρξε συνάμα και το τέλος της σταδιοδρομίας του.

Το προγεφύρωμα στην ακτή Omaha, τρεις ημέρες έπειτα από την απόβαση των Συμμάχων.

Το γεγονός ότι το όνομά του ήταν περισσότερο δημοφιλές από όσο εκείνα των συμπολεμιστών του von Manstein, von Kluge, von Runstedt και Guderian, οφειλόταν περισσότερο στις ειδικές σχέσεις, τις οποίες καλλιεργούσε με την προπαγάνδα και λιγότερο στις επιχειρησιακές του ικανότητες, με αποτέλεσμα να μετεξελιχθεί σε πραγματικό μύθο. Μη διαθέτοντας αριστοκρατικές καταβολές αλλά και μη όντας, ο ίδιος, προϊόν του Γενικού Επιτελείου, ο Rommel ανταποκρινόταν στο έπακρο στο αρχέτυπο, που επέμενε να προωθεί το ναζιστικό καθεστώς. Προκειμένου να ικανοποιήσει τις υπέρμετρες φιλοδοξίες, τις οποίες έτρεφε, είχε, ευθύς εξαρχής, επιδοθεί σε μια προσπάθεια αυτοπροβολής, σαν να επρόκειτο για τον “Βοναπάρτη του 20ού αιώνα”. Ήδη από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου φρόντιζε να παρουσιάζει τα ανδραγαθήματά του με τον πλέον επικοινωνιακό δυνατό τρόπο. Άλλωστε, με την ίδια πρόθεση δημοσίευσε το, 1937, ένα εγχειρίδιο τακτικής του Πεζικού με τίτλο Infanterie greift an (Το Πεζικό επιτίθεται), όπου περιέγραφε τις εμπειρίες του της περιόδου του Μεγάλου Πολέμου.¹⁴

Μετά το πέρας της εκστρατείας της Γαλλίας, θέλησε να δημοσιεύσει ένα εικονογραφημένο λεύκωμα της θριαμβευτικής προέλασης της 7ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων, της οποίας είχε αναλάβει τη διοίκηση. O Karl Hanke, ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Προπαγάνδας και μετέπειτα γκαουλάιτερ της Σιλεσίας, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως επιτελικός αξιωματικός κάτω από τις διαταγές του, προσέφερε απλόχερα βοήθεια ενόψει της παραπάνω έκδοσης. Η όλη επιχείρηση δεν κατόρθωσε τελικά να καρποφορήσει, εξαιτίας της αντίστασης που προέβαλαν κύκλοι της ανώτατης ηγεσίας του Στρατού Ξηράς. Οι τελευταίοι πρόσαπταν στον Rommel τον άκρατο ατομικισμό του, ειδικότερα δε, τη συνήθεια να αναδεικνύει τα επιτεύγματά του, αποσιωπώντας εκείνα των υφισταμένων του. Ο ίδιος ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο στρατηγός Franz Halder, αρνήθηκε να τον εφοδιάσει με τις φωτογραφίες, οι οποίες προορίζονταν για το συγκεκριμένο λεύκωμα. Παρά ταύτα, οι καλές σχέσεις, που διατηρούσε με το υπουργείο Προπαγάνδας, συνέβαλαν στη διάδοση, στον γραπτό και στον ραδιοφωνικό Τύπο, των πληροφοριών γύρω την ένδοξη επίδοση της 7ης Μεραρχίας – γνωστής και ως “Μεραρχία Φάντασμα”. Μάλιστα, το όνομα του Rommel είχε γίνει, πλέον, συνώνυμο του όρου “αστραπιαίος πόλεμος” (Blitzkrieg). Η προπαγάνδα είχε επινοήσει και τον όρο Rommeln, περιγράφοντας μια ταχύτατη προέλαση βαθειά πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Μια επική κινηματογραφική ταινία, συρραφή επικαίρων (Sieg im Westen Επικράτηση στη Δύση), επίσης αποκύημα του υπουργείου Προπαγάνδας, τον είχε κυριολεκτικά ηρωποιήσει στη συνείδηση των θεατών. Στο γύρισμα της συγκεκριμένης ταινίας μακράς διαρκείας, ο Rommel είχε συμμετάσχει ενεργά, τόσο εμπρός όσο και πίσω από την κινηματογραφική μηχανή λήψης. Σε όλα τα παραπάνω, πρέπει να συνυπολογιστεί, την ίδια εποχή, και η κυκλοφορία ενός βιβλίου με τίτλο Das Gespenster-Division (Η Μεραρχία-Φάντασμα).¹⁵

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

H εκστρατεία στη Β. Αφρική τον εφοδίασε με διαστάσεις εθνικού ήρωα. Το συγκεκριμένο επιχειρησιακό θέατρο διέθετε όλες τις προδιαγραφές, προκειμένου να λειτουργήσει ως σύμβολο θεαματικής εξάπλωσης της σφαίρας επιρροής της Γερμανίας. Τον Νοέμβριο του 1941, ο Goebbels είχε επισημάνει στην ανώτατη διοίκηση της Βέρμαχτ, πως ο Στρατός Ξηράς είχε απόλυτη ανάγκη από την κατασκευή ινδαλμάτων ανάλογου διαμετρήματος με εκείνα, τα οποία ήδη διέθεταν το Πολεμικό Ναυτικό και η Λουφτβάφε.¹⁶ Εξυπακούεται πως ο υπουργός Προπαγάνδας είχε κατά νου το πρόσωπο του Rommel. Μια παρόμοια ενέργεια μπορούσε να λειτουργήσει και ως αντιπερισπασμός σε επίπεδο κοινής γνώμης, αποσπώντας την προσοχή της τελευταίας από το προβληματικό Ανατολικό μέτωπο. Οι εικόνες διαδέχονταν η μια την άλλη: O Rommel, προπορευόμενος των τεθωρακισμένων μονάδων του, όρθιος μέσα σε ανοικτό αυτοκίνητο, εκτεθειμένος στα πυρά της αντίπαλης αεροπορίας. Ο Rommel, παρακολουθώντας με διόπτρες ανταλλαγή πυρών κάτω από τον γαλανό ουρανό. Ο Rommel, αναλύοντας στους υφισταμένους του, με χρήση χάρτη και ύφος πολέμαρχου, το σχέδιο επίθεσης. Έτσι είχαν οι εικόνες, που κυριαρχούσαν, σε εβδομαδιαία κλίμακα, στα επίκαιρα της εποχής. Οι διάφοροι πολεμικοί ανταποκριτές, φωτογράφοι και εικονολήπτες, οι οποίοι ήταν αποσπασμένοι στο Afrikakorps, έπρατταν τα πάντα, προκειμένου να ενδυναμώσουν τη φήμη του. Το ίδιο και ο υπασπιστής του, ο υπολοχαγός Alfred-Ingemar Berndt. Ο τελευταίος, δεν ήταν μόνο ένας ταλαντούχος ενορχηστρωτής προπαγάνδας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, εκτελούσε χρέη μεσάζοντα ανάμεσα στους Rommel και Goebbels. Την επομένη της κατάληψης του Τομπρούκ, η “Αλεπού της Ερήμου” δεν είχε τίποτα να ζηλέψει, σε επίπεδο δημοτικότητας, από τον ίδιο τον Hitler. Κατά τον Goebbels, “…είναι η ενσάρκωση του πετυχημένου Γερμανού στρατιώτη. Δεν υπάρχει άλλος αξιωματικός, που να κατανοεί, όπως ο Rommel, τη σημασία και την αξία της χρήσης της προπαγάνδας. Πρόκειται για έναν σύγχρονο, από κάθε άποψη, στρατιωτικό”.¹⁷

Ο Rommel, την επομένη της άφιξής του στη Β. Αφρική το 1941.

Στις αρχές του 1942, ο Rommel άρχισε να μονοπωλεί τις συζητήσεις και στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Η παραμονή, τότε, του Winston Churchill στην πρωθυπουργία ήταν επισφαλής, εξαιτίας των αλεπάλληλων αποτυχιών, που είχαν εισπράξει τα βρετανικά στρατεύματα. Η άφιξη του ιαπωνικού στρατού στα περίχωρα της Σινγκαπούρης, είχε ως συνέπεια την απόσυρση σημαντικών χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων από το θέατρο της Μεσογείου και τη μεταφορά τους στην ΝΑ Ασία. Το τίμημα στην έρημο της Λιβύης υπήρξε βαρύ. Οι επιλογές του Βρετανού πρωθυπουργού προσέφεραν λαβή για άσκηση κριτικής. Υπεραμυνόμενος των απόψεών του, ο Churchill έπλεξε το εγκώμιο του Rommel ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων: “ Έχουμε, .απέναντί μας, έναν ιδιαίτερα τολμηρό και επιδέξιο αντίπαλο και, επιτρέψτε μου, παρά τη φρίκη του πολέμου, να αναφέρω: Έναν μεγάλο Στρατηγό!”.¹⁸ Ακριβώς την ίδια εποχή, ο Rommel ήταν, από κοινού με τον Hitler, ο γνωστότερος Γερμανός στη συνείδηση των Βρετανών. Έχαιρε τόσο μεγάλης δημοτικότητας, ώστε πολλοί Βρετανοί συνάδελφοί του να αναγκάζονται να διαβεβαιώνουν πως δεν αισθάνονταν ανταγωνιστικά. Το όνομά του ενέπνεε φόβο και δέος στις τάξεις των στρατιωτών, κάνοντας τον Στρατηγό Claude Auchinleck, ανώτατο διοικητή του θεάτρου της Μέσης Ανατολής, να διατάξει τους διοικητές των μονάδων να μην τον μνημονεύουν δημόσια.¹⁹

Η εξύμνηση του Rommel στη Βρετανία συνεχίστηκε καθ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τόσο ο Churchill όσο και οι στρατηγοί του, τον διατηρούσαν σε υψηλή εκτίμηση. Το αυτό ίσχυε και για επώνυμους βιογράφους και ιστορικούς, εξειδικευμένους στο χώρo της στρατιωτικής Ιστορίας (Desmond Young και Basil Henry Liddel Hart). Επρόκειτο για έναν έμμεσο τρόπο ανάδειξης των βρετανικών επιτυχιών στο βορειοαφρικανικό επιχειρησιακό θέατρο και της συμβολής τους στην τελική έκβαση και κατατρόπωση του Γ΄ Ράιχ. Στο στρατόπεδο των ηττημένων, η εκστρατεία της Ερήμου αναδείκνυε ανάγλυφα τις αρετές του Γερμανού στρατιώτη, την ίδια στιγμή που, στο ρωσικό μέτωπο, οι ομαδικές εκτελέσεις, οι πάσης φύσεως ακρότητες και βιαιοπραγίες δέσποζαν στην ημερήσια διάταξη. Τα Απομνημονεύματα του Rommel, παρουσίαζαν τον πόλεμο, τον οποίο διεξήγαγε, ακριβώς έτσι όπως τιτλοφορούνταν το 1950, οπότε και κυκλοφόρησαν: Krieg ohne Hass (Πόλεμος δίχως μίσος).²° Ακόμα και σήμερα, η εκστρατεία της Β. Αφρικής διατηρεί συστατικά στοιχεία, τα οποία παραπέμπουν ευθέως σε μια ιπποτική αναμέτρηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Rommel κατάφερε να παραμείνει υπό το φως των προβολέων της ναζιστικής προπαγάνδας περισσότερο από κάθε άλλον ανώτατο αξιωματικό της Βέρμαχτ χάρη στην προσωπική του σχέση με τον Hitler και μόνο. Ο αντικομφορμισμός, σε συνδυασμό με την έντονα αισιόδοξη φύση του, είχαν ευμενώς προδιαθέσει τον ηγέτη του Γ΄ Ράιχ. Ο Albert Speer διαβεβαίωνε πως επρόκειτο για τον αγάπημένο Στρατηγό του Φύρερ.²¹ Η μεταξύ τους σχέση χαρακτηριζόταν από αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όταν, το καλοκαίρι του 1942, ο Rommel κατέκτησε το Τομπρούκ, ο Hitler τον αναγόρευσε στο αξίωμα του Στρατάρχη. Μάλιστα, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, ερωτοτροπούσε με τη σκέψη να τον διορίσει ανώτατο διοικητή του Στρατού Ξηράς. “Είναι ακέραιος και έμπιστος από ιδεολογικής απόψεως. Δεν κινείται, απλώς, κοντά στους εθνικοσοσιαλιστές. Είναι ο ίδιος εθνικοσοσιαλιστής. Ταυτόχρονα, διαθέτει ικανότητες αυτοσχεδιασμού, είναι από τη φύση του θαρραλέος και ασυνήθιστα εφευρετικός. Πρόκειται ακριβώς για το είδος του στρατιωτικού, που τόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε. Ο Rommel είναι ο μελλοντικός ανώτατος διοικητής του Στρατού Ξηράς”.²² Φαίνεται δε, πως ακριβώς τότε, η “Αλεπού της Ερήμου” ασκούσε μια επίδραση σχεδόν υπνωτική επάνω στον Φύρερ.²³

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, στους κύκλους της ανώτατης ηγεσίας του Στρατού Ξηράς, η ιλιγγιώδης σταδιοδρομία του αγαπημένου Στρατάρχη του Hitler, τον έκανε να φαντάζει ως τον μόνο, μεταξύ των ομολόγων του, που δεν υπήρξε καθαρόαιμο προϊόν του Γενικού Επιτελείου. Γι αυτό και αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Ήδη από το 1940, η ανάληψη της διοίκησης μιας Μεραρχίας Τεθωρακισμένων οφειλόταν στην προσωπική παρέμβαση του Φύρερ. Ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Προσωπικού, αναλογιζόμενος τα κατορθώματά του της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σκόπευε να του εμπιστευθεί τη διοίκηση μιας Ορεινής Μεραρχίας. Το επόμενο έτος, ο Hitler του ανέθεσε τη διοίκηση του Afrikakorps, παρακάπτοντας τις εισηγήσεις του Γενικού Επιτελείου, το οποίο θεωρούσε ως καταλληλότερο έναν εκ των Erich von Manstein και Hans von Funk. Στη Β. Αφρική, ο Rommel δεν άργησε να δώσει δείγματα ανεξαρτησίας και ελεύθερου πνεύματος ως προς την άσκηση των καθηκόντων του. Όταν, την άνοιξη του 1941, το Afrikakorps βρέθηκε πολύ γρήγορα σε δεινή θέση, ο Halder έκρινε σκόπιμο να στείλει επιτόπου τον άμεσο συνεργάτη του, τον Στρατηγό Friedrich Paulus, με σαφή εντολή να επαναφέρει στην τάξη “τον στρατιωτικό εκείνο, που είχε μετεξελιχθεί σε τρελλό για δέσιμο”.²⁴ Λίγο αργότερα, ο Paulus υπέβαλε την σχετική έκθεση: “Παραβλέποντας τις διαταγές, ο Rommel δημιούργησε μια κατάσταση, η οποία καθιστά ανεπαρκή τον ανεφοδιασμό, με γνώμονα τα υπάρχοντα δεδομένα. Αναμφίβολα, είναι κατώτερος των περιστάσεων”.²⁵ Εκφράζοντας ανάλογη άποψη, ο Halder προσέθετε: “Τα ελαττώματά του τον καθιστούν αντιπαθή. Ουδείς, ωστόσο, διανοείται να διασταυρώσει τα ξίφη μαζί του, εξαιτίας των βίαιων μεθόδων του και της υποστήριξης, της οποίας χαίρει στα υψηλότατα κλιμάκια”.²⁶ Ο Στρατάρχης Walther von Brauchitsch, ανώτατος διοικητής του Στρατού Ξηράς, είχε, με τη σειρά του, αρνητική άποψη για τον Rommel. Τόσο αυτός, όσο και ο Halder, θα τον είχαν ευχαρίστως απαλλάξει από τη διοίκηση του Afrikakorps. Με τη διαφορά του ότι ο Rommel διέθετε ένα μη αντιστρέψιμο πλεονέκτημα: την υποστήριξη του ιδίου του Hitler προσωπικά.

Αριστερά: Η ανώτατη ηγεσία του Στρατού Ξηράς, Franz Halder και Walther von Brauchitsch. Δεξιά: O Erwin Rommel και ο υπουργός Προπαγάνδας του Γ΄Ράιχ, Joseph Goebbels.

Η κατάσταση άλλαξε άρδην, όταν, την επομένη της αγγλο-αμερικανικής απόβασης στη Νορμανδία, ο Rommel συνειδητοποίησε πως η Γερμανία κινδύνευε να ηττηθεί, ενόσω αναλωνόταν σε έναν άνισο διμέτωπο αγώνα. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, προσπάθησε εις μάτην να πείσει τον Hitler να συνάψει ανακωχή στη Δύση. Το χειρότερο όλων ήταν πως είχε απωλέσει, πλέον, την εμπιστοσύνη του Φύρερ. Στις αρχές Ιουλίου, άρχισε να σκέπτεται το ενδεχόμενο να επιδιώξει επαφή, με δική του πρωτοβουλία και ενάντια στην επίσημη πολιτική, με τον Στρατηγό Bernard Montgommery, παλαιό του αντίπαλο στο θέατρο της Β. Αφρικής. Αντικείμενο θα ήταν η έναρξη διαπραγματεύσεων για επίτευξη μιας έντιμης, για τη χώρα του, ειρήνης. Δυστυχώς, στις 17 Ιουλίου, η τύχη τον εγκατέλειψε. Πληροφορούμενος, λίγες ημέρες αργότερα, βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο, την αποτυχημένη απόπειρα κατά της ζωής του Hitler, εκμυστηρεύτηκε στη σύζυγό του: “Πέραν από το ατύχημα, η απόπειρα κατά του Hitler με κλόνισε. Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Θεό που όλα εξελίχθηκαν, τελικά, κατ ευχήν”.²⁷

Ούτε μια φορά, παρουσία προσώπων της εμπιστοσύνης του, ο Rommel επικρότησε την ενέργεια του Clauss von Stauffenberg. Όχι μόνο παρέμεινε πιστός στον Hitler μέχρι τέλους, αλλά αισθανόταν υπερήφανος για την εντιμότητά του έναντι του αρχηγού του. Κατ επέκταση, εξέλαβε ως ατίμωση των συνομωτών τον όλο σχεδιασμό και εκτέλεση της δολοφονικής απόπειρας. Στον υπασπιστή και στενό του φίλο από παλιά, Helmuth Lang, για πολλοστή φορά επικαλέστηκε τη θεία πρόνοια, που προστάτεψε τον Φύρερ, απαλλάσσοντας τη Γερμανία από μια οδυνηρή δοκιμασία.²⁸

Για μια φορά, ακόμη, η τύχη του έστρεψε την πλάτη καθώς τον συμπεριέλαβε στο κύμα διώξεων, υπό την απειλή των οποίων, κυρίαρχο μέλημα των ανώτατων αξιωματικών της Βέρμαχτ ήταν να διατυμπανίζουν προς πάσα κατεύθυνση την αφοσίωσή τους στο πρόσωπο του Hitler. Το όνομα του Rommel αναμίχθηκε από δυο αξιωματικούς, δίχως ο ενδιαφερόμενος να έχει αντιληφθεί το παραμικρό. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο υποστράτηγος Hans Speidel, αρχηγός του επιτελείου του Rommel στη Γαλλία. Αμφότεροι ήταν της άποψης πως η ανεύρεση μιας πολιτικής λύσης στη Δύση ήταν επιβεβλημένη. Διαφωνούσαν, ωστόσο, ως προς ένα κομβικής σημασίας σημείο. Ο Speidel θεωρούσε πως ουδέποτε οι Σύμμαχοι θα δέχονταν να συνομολογήσουν ειρήνη με τον Hitler. Συνεπώς, προείχε η ανατροπή του καθεστώτος με τη φυσική εξόντωση του Φύρερ. Ουδέποτε, όμως, κατέστησε τον Rommel κοινωνό της τελευταίας, αυτής, σκέψης. Από τη δική του πλευρά, ο Rommel, με αρκετή δόση πολιτικής αφέλειας είναι αληθεία, επένδυε στην πολιτική επιδεξιότητα του Φύρερ, βέβαιος πως ο τελευταίος θα λάμβανε όλα τα απαραίτητα μέτρα εκείνα, που θα επέτρεπαν την υπογραφή χωριστής ειρήνης στο Δυτικό μέτωπο.²⁹

Οι Erwin Rommel και Hans Speidel (πίσω αριστερά) επιθεωρούν το Τείχος του Ατλαντικού τον Φεβρουάριο του 1944

 

Ο αντισμήναρχος και εξάδελφος του Clauss von Stauffenberg, Caesar von Hofacker

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

O δεύτερος αξιωματικός, ο οποίος ενέπλεξε το όνομα του Rommel στη συνωμοσία της 20ής Ιουλίου, ήταν ο αντισμήναρχος Caesar von Hofacker. Την ίδια εποχή υπηρετούσε στη Γαλλία και είχε μυηθεί στην όλη υπόθεση, όπως άλλωστε όλα, σχεδόν, τα ανώτατα στελέχη της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης της χώρας αυτής. Στις αρχές Ιουλίου του 1944, οι συνωμότες αγνοούσαν ακόμη κατά πόσο μπορούσαν να υπολογίζουν ή όχι στη σύμπραξη του Rommel. Αυτός υπήρξε ο λόγος, ο οποίος έπεισε τον Στρατηγό Karl-Heinrich von Stülpnagel, στρατιωτικό διοικητή της Γαλλίας, να στείλει τον Hofacker στο στρατηγείο του Rommel, στον πύργο της La Roche-Guyon, με σκοπό να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του Στρατάρχη και του επιτελείου του. Ο Hofacker ξεκίνησε με μια ανάλυση της όλης στρατηγικής κατάστασης. Οι πάντες συναίνεσαν ως προς την ανάγκη ανεύρεσης μιας πολιτικής λύσης στο Δυτικό μέτωπο το ταχύτερο δυνατόν, προκειμένου να αποφευχθεί μια ολική στρατιωτική κατάρρευση της Γερμανίας. Ωστόσο, αν και ο ίδιος γνώριζε την ακριβή ημερομηνία της απόπειρας, ο Hofacker δεν ανέφερε λέξη ως προς την ανάγκη φυσικής εξόντωσης του Hitler. Επομένως, ούτε ο Speidel ούτε ο Hofacker είχαν μυήσει τον Rommel στη συνωμοσία, όταν, στις 20 Ιουλίου του 1944, εξερράγη η βόμβα, που ο Stauffenberg είχε τοποθετήσει στο στρατηγείο του Hitler, στην Ανατολική Πρωσία.³°

Παρά ταύτα, καταλυτική υπήρξε για τον Rommel η μαρτυρία του Speidel, τη συμμετοχή του οποίου στη συνωμοσία ομολόγησε ο Hofacker μόλις συνελήφθη από την Γκεστάπο. Προκειμένου να βγει από το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει, και να αποφύγει την βέβαιη θανατική καταδίκη, ο Speidel ομολόγησε πως είχε πληροφορηθεί από τον Hofacker την ακριβή ημερομηνία της απόπειρας. Συνέχισε δε, λέγοντας πως επιτέλεσε το καθήκον του, διαβιβάζοντας την πληροφορία στον προϊστάμενό του, δηλαδή στον Rommel. Με τον τρόπο αυτό, μετέφερε στον Στρατάρχη την ευθύνη της απόκρυψης της είδησης, και συνακόλουθα, της αποφυγής ενημέρωσης των ανωτάτων κλιμακίων της Βέρμαχτ. Η μαρτυρία του Speidel ήταν, όντως, αξιόπιστη; Αρμόδιο να αποφανθεί, ήταν πλέον το στρατοδικείο. Με τη διαφορά ότι, ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, το πλαισίωναν όλοι οι αντίζηλοι του Rommel, όπως ο Στρατάρχης Wilhelm Keitel, o Στρατηγός Heinz Guderian και ο Υποστράτηγος Heinrich Kirchheim. Αναμενόμενο ήταν οι προαναφερθέντες να σπεύσουν να υιοθετήσουν τη μαρτυρία του Speidel στο σύνολό της και να επιρρίψουν στον Rommel την ευθύνη για την μη ενημέρωση της ηγεσίας της Βέρμαχτ. Ο τελευταίος αγνοούσε παντελώς τα όσα υφαίνονταν εις βάρος του στο Βερολίνο. Μοναδικό του μέλημα ήταν ο προβληματισμός μήπως του καταλογιστούν ευθύνες για την κατάρρευση του μετώπου στη Γαλλία. “Ο σύζυγός μου ήταν πεπεισμένος πως θα αναζητούσαν να επιρρίψουν σε κάποιον την ευθύνη για τη στρατιωτική κατάσταση στη Δύση”, αποκάλυψε αργότερα η Lucie Rommel.³¹

Στις 14 Οκτωβρίου 1944, στο Herrlingen της Σουαβίας, όπου βρισκόταν η οικία του Rommel (ο Στρατάρχης τελούσε ακόμη υπό ανάρρωση από τον βαρύτατο τραυματισμό του), έκαναν την εμφάνισή τους οι Στρατηγοί Wilhelm Burgdorf και Erns Maisel, ως ειδικοί απεσταλμένοι του Hitler. Οι διαταγές του Φύρερ ήταν σαφείς, θέτοντας τον Rommel προ διλήμματος: διασυρμό ενώπιον της Δικαιοσύνης με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και όλες τις επακόλουθες συνέπειες εις βάρος των μελών της οικογενείας του ή αυτοκτονία με ταυτόχρονη διασφάλιση της τιμής του. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Rommel έδωσε τέλος στη ζωή του καταπίνοντας μια κάψουλα υδροκυανίου, με την οποία οι δυο απεσταλμένοι αξιωματικοί φρόντισαν να τον εφοδιάσουν. Το κρατικό ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση πως ο Στρατάρχης είχε υποκύψει στα τραύματά του. Κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία, στο Ουλμ, ο πρύτανης του σώματος των Στραταρχών Gerd von Runstedt, εκφώνησε τον επικήδειο εξ ονόματος του Hitler, τονίζοντας εμφατικά η αφοσίωση του Rommel “στον Φύρερ και στο Ράιχ”, για να ολοκληρώσει με την ακόλουθη ορθή, κυνική ωστόσο, αναφορά: “Η καρδιά του ανήκε στον Φύρερ”.³² Μόνο που ο θάνατος του Rommel δεν σήμαινε κατ ανάγκη και το τέλος του θρύλου του.

Η κηδεία του Erwin Rommel στο Ουλμ.

 Nazi Secrets: The Desert Fox full documentary HD

O Benoît Lemay είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Μοντρεάλ και κάτοχος μεταδιδακτορικού τίτλου σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Université Paris IV – Sorbonne). Έχει ειδικευθεί στον τομέα της στρατιωτικής ιστορίας της Γερμανίας της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και σε εκείνους της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της σημερινής Γερμανίας. Από το 2011 διδάσκει στο Βασιλικό Στρατιωτικό Κολλέγιο του Καναδά (Royal Military College of Canada).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος αρ. 234 του περιοδικού Guerres mondiales et Conflits contemporainsΠαρίσι, Presses Universitaires de France, Μάρτιος-Ιούνιος 2009, σσ. 25-37, υπό τον τίτλο “Erwin Rommel: Le héros de la propagande”.

¹ Dominique Lormier, Rommel. La fin d’ un mythe, Paris, Le Cherche-Midi, 2003, σ. 43.

² Ralf Georg Reuth, Rommel. Das Ende einer Legende, München, Piper, 2004, σ. 30-32.

³ Lormier, Rommel…, σ. 49-50.

⁴ National Archives (Washington), RG 242 T84/Rommel Collection Roll: NA RG 242 T84/275 (Επιστολή προς Lucie Rommel, 2 Δεκεμβρίου 1938).

⁵ Ralf Georg Reuth, “Erwin Rommel – Die Propaganaschöphung” in Ronald Smelser και Enrico Syring (επιμ.), Die Militärelite des Dritten Reiches, Berlin, Ullstein, 1995, σ. 463.

⁶ ΝΑ RG 242 T84/274 (Eπιστολή προς Lucie Rommel, 31 Αυγούστου 1939).

⁷   NA RG 242 T84/274 (Επιστολή προς Lucie Rommel, 2 Σεπτεμβρίου 1939).

⁸   Desmond Young, Rommel, the Desert Fox, New York, Harper & Brothers, 1950, σ. 41.

⁹ ΝΑ RG 242 T84/273 (Επιστολή προς Lucie Rommel, 10 Σεπτεμβρίου 1939).

¹º Reuth, Rommel…, σ. 61.

¹¹ Basil Henry Liddel Hart (επιμ.), The Rommel Papers, New York, Da Capo Press, 1953, σ. 511-515.

¹² Guido Knopp και Rudolf Gültner, “Das Idol” in Guido Knopp (επιμ.), Hitlers Krieger, Μόναχο, Goldmann, 2000, σ. 47.

¹³ NA RG 242 T84/275 (Επιστολή προς Lucie Rommel, 12 Μαΐου 1944).

¹⁴ Erwin Rommel, Infanterie greift an. Erlebnis und Erfahrung, Potsdam, Voggenreiter, 1937.

¹⁵ Alfred Tschimpke, Die Gespenster-Division, München, F. Eher, 1941.

¹⁶ Elke Fröhlich (επιμ.), Die Tagebücher von Joseph Goebbels, München, K. G. Saur, 1987, Τ. ΙΙ/2, 28 Νοεμβρίου 1941, σ. 385.

¹⁷ Henry Picker (επιμ.), Hitlers Tischgespräche im Führerhauptquartier, Stuttgart, Seewald, 1976, σ. 373-374.

¹⁸ Winston S. Churchill, The Second World War, T. 4, The Hinge of Fate, Boston, Houghton Mifflin Company, 1950, σ. 67.

¹⁹ Hans Gert Freiherr von Esebeck, Afrikanische Schicksaldsjahre. Das deutsche Afrika-Korps unter Feldmarschall Rommel, Wiesbaden, Limes, 1950, σ. 132.

²° Lucie-Maria Rommel και Fritz Bayerlein (επιμ.), Krieg ohne Hass. Afrikanische Memoiren, Heidenheim, Heidenheimer Zeitung, 1950.

²¹ Albert Speer, Erinnerungen, Frankfurt am Main, Ullstein, 1969, σ. 256.

²² Fröhlich (επιμ.), Tagebücher von Joseph Goebbels…, T. II/4, 4 Οκτωβρίου 1942, σ. 65.

²³ Albert Kesselring, Soldat bis zum letzten Tag, Bonn, Athenäum, 1953, σ. 169.

²⁴ Franz Halder, Kriegstagebuch, T. II: Von der geplanten, Landung in Englad bis zum Beginn des Ostfeldzuges, Stuttgart, W. Kohlhammer, 1963, 23 Απριλίου 1941, σ. 377-378.

²⁵ Ibid., 11 Μαΐου 1941.

²⁶ Franz Halder, Kriegstagebuch, T. IΙI: Der Russlandfeldzug bis zu Marsch auf Stalingrad, Stuttgart, W. Kohlhammer, 1964, 6 Ιουλίου 1941, σ. 48.

²⁷ NA RG 242 T84/275 (Eπιστολή προς Lucie Rommel, 24 Ιουλίου 1944).

²⁸ Maurice Philip Remy, Mythos Rommel, München, List, 2004, σ. 294-295.

²⁹ Friedrich Ruge, Rommel und die Invasion: Erinnerungen, Stuttgart, K.F. Koehler, 1959, σ. 214-215.

³° Reuth, Rommel…, σ. 217-223.

³¹ Young, Rommel…, σ. 205.

³² ΝΑ RG 242 T/277 (Aντίγραφο του επικηδείου λόγου). 

© PUF/Humensis, 2009

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος