Γιάννης Μπέτσας
Η ελληνική εκπαίδευση και ο αμερικανικός παράγοντας στη μεταπολεμική περίοδο*
1.0. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Τα δεδομένα που σχετίζονται με την παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα στη μεταπολεμική Ελλάδα αναδεικνύουν μια πολύπλευρη προσέγγιση στα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της χώρας την περίοδο εκείνη. Πρόκειται για την κατάθεση νέων στοιχείων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας.
Τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει το κείμενο που ακολουθεί είναι τα ακόλουθα:
Πώς υλοποιήθηκε η αμερικανική παρέμβαση και στις περιπτώσεις που επικεντρώθηκε στον τομέα της εκπαίδευσης ποιες μορφές πήρε;
Ποια νέα δεδομένα προκύπτουν στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας;
2.0. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το τελευταίο διάστημα, διάφορες αφηγήσεις της μεταπολεμικής ιστορίας περιλαμβάνουν πλέον στο ερμηνευτικό τους σχήμα την έννοια της «πολιτισμικής διπλωματίας», μιας διαδικασίας που θεωρείται ότι επικαθόρισε τη δημιουργία της συλλογικής συνείδησης και τον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων τόσο του Δυτικού όσο και του Ανατολικού κόσμου αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως και τις μέρες μας. Για την περίπτωση του Δυτικού κόσμου, η έννοια αυτή έχει οριστεί ως η αμφίδρομη εκπαιδευτική και πνευματική ανταλλαγή που είχε ως μακροπρόθεσμο στόχο τη βελτίωση της κατανόησης μεταξύ των λαών και η οποία, τελικά, εξυπηρέτησε τον «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό», την πολιτισμική και οικονομική ηγεμονία της Αμερικής.[1]
Στο ίδιο πλαίσιο, διάφορες μελέτες επικεντρώθηκαν στην πολυπλοκότητα των διατλαντικών σχέσεων στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, τεκμηριώνοντας το εμπειρικό περιεχόμενο των όρων «αμερικανοποίηση» και «δυτικοποίηση».[2]Μεταξύ αυτών, οι μελέτες του Doering-Manteuffel προτείνουν τον όρο «δυτικοποίηση», ο οποίος είναι βαθύτερος και ευρύτερος απ’ αυτόν της «αμερικανοποίησης», καθώς αναφέρεται όχι μόνο στην υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής και τεχνικών παραγωγής, όπως ο Φορντισμός και ο Τεϋλορισμός, αλλά, κυρίως, στη συνεργασία Αμερικανών με μη-Αμερικανούς για τη διαμόρφωση μιας «διατλαντικής κοινότητας αξιών», μέσω της πολιτισμικής διείσδυσης. Σε αντίθεση με την «αμερικανοποίηση», η «δυτικοποίηση» είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία που περιλαμβάνει τη σύγκλιση των πολιτικών και πολιτισμικών αξιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στη βάση αυτή, οι σχετικές μελέτες επιχειρούν να απαντήσουν σε ερωτήματα σχετικά με τις διαδικασίες οι οποίες συνέβαλαν σε μια δυτικοποιημένη«κοινότητα αξιών» την περίοδο αυτή όπως, επίσης, με τη συμβολή των ιδιαίτερων εθνικών παραδόσεων στο αποτέλεσμα της πολιτισμικής διείσδυσης.[3]

Κατά συνέπεια, η επιδίωξη της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας των ΗΠΑ στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου είναι σκόπιμο να εξετάζεται όχι στη λογική ενός οδοστρωτήρα που σάρωσε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές δομές των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά σε διαλεκτική σχέση με τις αντιστάσεις που ενεργοποιήθηκαν στη διαδικασία αυτή σε κάθε κοινωνία, λόγω τόσο της παράδοσης όσο και του συστήματος αξιών της. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που φαίνεται να επικράτησε είναι η μίξη των αυτόχθονων ιδεών, αξιών και πρακτικών με εκείνες που διείσδυσαν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μια μίξη που εμπότισε τις αυτόχθονες αξίες και οδήγησε στην «κρεολοποίησή τους».[4]
Tο είδος της αμερικανικής κουλτούρας που προβλήθηκε στο εξωτερικό από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά και από τα μεγάλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, Rockefeller, Fulbright και Ford, ήταν κατά κύριο λόγο στον τομέα της «υψηλής» κουλτούρας, η οποία θεωρήθηκε καθοριστικής σημασίας στη δημιουργία μιας «κοινότητας αξιών». Ο «ιδιωτικός τομέας» αφιέρωσε σημαντικούς πόρους και προσπάθειες για την υποστήριξη ενός ευρέως φάσματος διεθνών εκπαιδευτικών και ακαδημαϊκών προγραμμάτων και οργανισμών. Ένας μεγάλος αριθμός μελετών σχετικά με τη στήριξη που παρέχουν τα αμερικανικά ιδρύματα σε πανεπιστήμια και ινστιτούτα, σε επιστημονικά συνέδρια και περιοδικά και σε προγράμματα ανταλλαγών ανά τον κόσμο, τεκμηριώνει τη συμβολή τους και αναδεικνύει την στρατηγική τους στη διαδικασία της πολιτισμικής διείσδυσης. [5]
Ωστόσο, η διάχυση της λαϊκής αμερικανικής κουλτούρας μέσω της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, των μουσικών ρευμάτων, της ενδυμασίας, υπήρξε αυτή που εξυπηρέτησε καίρια την πολιτισμική διείσδυση στις λαϊκές μάζες, προσδιορίζοντας παράλληλα ένα προνομιακό πεδίο δραστηριοτήτων για τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Την ίδια περίοδο, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Αμερικής προωθούσαν στην Ευρώπη τις αμερικανικές μεθόδους μάρκετινγκ για την επίτευξη μαζικής παραγωγής και την τόνωση της μαζικής κατανάλωσης. Ως προϋποθέσεις τέθηκαν ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και η εξειδικευμένη τεχνική κατάρτιση όπως και η δημιουργία ανάλογης κουλτούρας μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών.
Στη συγκυρία της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου, το βασικό πρόταγμα της «πολιτισμικής διπλωματίας» από την αμερικανική πλευρά υπήρξε η απώθηση του κομμουνιστικού κινδύνου, καθιστώντας κυρίαρχο ιδεολογικό βραχίονά της τον αντικομμουνισμό. H αμερικανική απάντηση στο σοβιετικό κίνδυνο συμπυκνώνεται, για τη συγκεκριμένη περίοδο, στο δόγμα ανάσχεσης κινδύνου (Containment),[6] σύμφωνα με το οποίο ο σοβιετικός επεκτατισμός θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σε μια βάση μακροπρόθεσμη, μετριοπαθή, ευέλικτη και σταθερή, ανταποκρινόμενη στις μετατοπίσεις και τους ελιγμούς της πολιτικής της άλλης πλευράς. Για το σκοπό αυτό, θεωρήθηκε ότι η καταπολέμηση της σοβιετικής πίεσης κατά των ελεύθερων θεσμών του δυτικού κόσμου προϋπέθετε την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, ώστε οι λαοί να απαλλαγούν από το φάσμα της εξαθλίωσης και, κατ’ επέκταση, να θωρακιστούν απέναντι σε θελκτικές υποσχέσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ελευθερία και την εθνική τους ανεξαρτησία.
Έκτοτε, διαδοχικά οργανωτικά σχήματα ενεργοποιήθηκαν προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους πολύπλευρους στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την εφαρμογή του Δόγματος Truman (1947), το οποίο αφορούσε αποκλειστικά την Ελλάδα και την Τουρκία, ακολούθησαν το ευρύτερο European Recovery Program (1947-1949), γνωστό ως «Σχέδιο Μάρσαλ», το Point Four Program (1949-1952), ένα πρόγραμμα τεχνικής βοήθειας για τις «αναπτυσσόμενες χώρες», το Mutual Security Agency (1952-1961), που παρείχε στρατιωτική, οικονομική και τεχνική βοήθεια στις φιλικές προς τις ΗΠΑ χώρες και το United States Agency for International Development (1961 έως σήμερα). Στο ίδιο πλαίσιο, ο παρεμβατισμός της αμερικανικής πολιτικής ασκήθηκε και μέσω των διεθνών οργανισμών, τους οποίους από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου κηδεμονεύουν οι ΗΠΑ.
3.0. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η καθημαγμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο Ελλάδα, ένα από τα πρώτα πεδία αντιπαράθεσης HΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε «το πολιτικό εργαστήρι» για την εφαρμογή του αμερικανικού δόγματος της ανάσχεσης.[7]Η αμερικανική παρέμβαση στα ελληνικά πράγματα –παράλληλα με την παρέμβαση στην Τουρκία- όχι μόνο προβλήθηκε ως αναγκαιότητα ζωτικής σημασίας για να ανακοπεί η εξάπλωση του κομμουνισμού, αλλά σηματοδότησε, επίσης, το μεσσιανικό χαρακτήρα της αποστολής των ΗΠΑ σε ρόλο εγγυητή των αξιών του ελεύθερου κόσμου. Στην κατεύθυνση αυτή, το ελληνικό πρόγραμμα περιλάμβανε, αφενός, τη στρατιωτική βοήθεια για την επικράτηση των κυβερνητικών στρατευμάτων έναντι των υποστηριζόμενων από τη Σοβιετική Ένωση ανταρτών και, μετέπειτα, την αποκατάσταση της οικονομικής και της πολιτικής σταθερότητας της χώρας στη βάση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προγραμμάτων ανασυγκρότησης, που θα βασίζονταν στην αμερικανική οικονομική βοήθεια και τεχνογνωσία.[8]
Οι τομείς στους οποίους επικεντρώθηκε η αμερικανική παρέμβαση στο διάστημα 1946- 1963 διαχέονται σχεδόν σε όλο το φάσμα της διακυβέρνησης του ελλαδικού κράτους, βάσει και των αναφορών των εντεταλμένων αμερικανών αποστολών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στο διάστημα αυτό[9]. Πρόκειται διαδοχικά για τις εξής δομές: United Νations Relief and Rehabilitation Administration (UNRRA) 1943-1947, American Mission for Aid to Greece (AMAG), Economic Cooperation Administration / Greece (ECA/GREECE), Mutual Security Agency (MSA/GREECE), Foreign Operations Administration (FUAY/GREECE), International Cooperation Administration (ICA/GREECE). 1168 άτομα αποτελούν το προσωπικό της αμερικανικής αποστολής στα 1948.[10] 218 άτομα συγκροτούν τη μόνιμη αποστολή στην Ελλάδα ως υπάλληλοι του Αμερικανικού Υπουργείου των Εξωτερικών και της Υπηρεσίας Αμοιβαίας Ασφάλειας, στα 1953. Παράλληλα, εκατοντάδες άτομα συμμετέχουν σε αποστολές τεχνικής βοήθειας.[11] Σύμφωνα με τις αμερικανικές πηγές, 1 δισεκατομμύριο 785 εκατομμύρια δολάρια διοχετεύτηκαν στην Ελλάδα την περίοδο αυτή, από τα οποία 1,521,600,000 υπό τη μορφή δωρεών και 263,200,000 υπό τη μορφή δανείων.

Πρόκειται, επομένως, για μια πολύπλευρη παρέμβαση που επικαθόρισε τον προσανατολισμό και τους ρυθμούς ανάπτυξης της μεταπολεμικής Ελλάδας συνιστώντας, παράλληλα, την επιτομή του δόγματος της ανάσχεσης. Από το 1947, ήδη, η έκθεση Porter [12] απέδιδε την εμφύλια διαμάχη στην οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας και επεσήμανε ότι για την αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας δεν αρκούσε απλά και μόνο η στρατιωτική καταστολή της κομμουνιστικής εξέγερσης, αλλά, επιπρόσθετα, απαιτούνταν βαθιές μεταρρυθμίσεις, που θα υπηρετούσαν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
4.0. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
Τόσο η οικονομική ανάπτυξη όσο και η προοπτική της κοινωνικής συνοχής, ακόμη και ιδωμένες στο προσδιοριστικό πλαίσιο του αντικομμουνισμού που υιοθετούσαν οι αμερικάνοι, προϋπέθεταν μεταρρυθμίσεις στον εκπαιδευτικό τομέα. Το μοντέλο που είχε υιοθετηθεί από την Ουάσιγκτον για τις χώρες πέραν του Ατλαντικού περιλάμβανε παρεμβάσεις στο μορφωτικό και εκπολιτιστικό τομέα, με αρμόδια την Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (USIA), και στην παροχή τεχνογνωσίας, κυρίως μέσω των προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης ( USAID) και των προκατόχων της. Κοινοί τόποι των μορφωτικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που εκπονούσαν οι ιθύνοντες της αμερικανικής βοήθειας σε ολόκληρη την υφήλιο υπήρξαν: α) ο εγγραμματισμός, καθώς συνδεόταν με το στόχο της πολιτισμικής διείσδυσης, β) η ανάπτυξη της τεχνικής– επαγγελματικής εκπαίδευσης και η ανάπτυξη της έρευνας, ως προϋποθέσεις τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και οικονομικής ανάπτυξης και γ) η εκπαίδευση για την αριστεία και την ηγεσία, προκειμένου να διαμορφωθεί η ομάδα των θεματοφυλάκων των κοινών διατλαντικών αξιών.
Για την περίπτωση της Ελλάδας, αν και στο οργανωτικό σχήμα των υπηρεσιών της αμερικανικής βοήθειας δεν υπήρξε ειδικό τμήμα αναφερόμενο στην εκπαίδευση, ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπάρχουν εγγραφές ποσών που αναφέρονται στα σχολεία [13] και αναφορές συγκεκριμένων παρεμβάσεων στις σχετικές εκθέσεις πεπραγμένων των αμερικανικών υπηρεσιών. Είναι, ωστόσο, ποσά που φαίνεται να διατίθενται κυρίως για την οικοδόμηση και την επισκευή σχολείων, καθώς περιλαμβάνονται στη χαρακτηριστική κατηγορία «Επενδύσεις για την προσφορά ανεκτής διαβίωσης». Άλλωστε, σε κάθε ευκαιρία, οι αμερικανοί παρατηρητές της περιόδου εκείνης αναφερόμενοι στην κατάσταση στην Ελλάδα περιγράφουν γλαφυρά μια χώρα της οποίας οι δομές είχαν καταστραφεί ανεπανόρθωτα στη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής.
4.1. Εγγραμματισμός
Στον τομέα του εγγραμματισμού οι αναφορές των αμερικανών ειδικών αποδίδουν τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού, αφενός, στην έλλειψη εκπαιδευτικών δομών, εξαιτίας των πολέμων και, αφετέρου, στο γλωσσικό διχασμό μεταξύ διδασκόμενης και ομιλούμενης γλώσσας.[14] Στη σχετική συζήτηση τίθενται με σαφήνεια υπέρ της καθιέρωσης της ομιλούμενης γλώσσας ως γλώσσας του κράτους και, κατά συνέπεια, και της εκπαίδευσης. [15]
Στις πολιτικές για τον εγγραμματισμό προτείνoνται η σύσταση νηπιαγωγείων, μορφωτικών πυρήνων στους εργατικούς και αγροτικούς οικισμούς, σχολών αλφαβητισμού ενηλίκων. Πρόκειται για δραστηριότητες που γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθιση με βασικούς φορείς υλοποίησης τα βασιλικά ιδρύματα και άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις και, δευτερευόντως, το ελληνικό κράτος. [16]
Παράλληλα, υπό την αιγίδα της UNESCO, τίθεται σε εφαρμογή και στην Ελλάδα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα σύστασης βιβλιοθηκών. Το πρόγραμμα γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση από το 1960 και έπειτα, κι ενώ έχει μεσολαβήσει στα 1958 η σύσταση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για τη συνέχιση της λειτουργίας προγραμμάτων ενημέρωσης στην Ελλάδα, η οποία θα έπρεπε να περιλαμβάνει «(1) λειτουργία βιβλιοθηκών και προγραμμάτων βιβλιοθήκης (2) βοήθεια προς την ελληνική κυβέρνηση για τη δημιουργία δανειστικών βιβλιοθηκών (3) διανομή των βιβλίων, περιοδικών, ταινιών (4) παραγωγή των περιοδικών, φυλλαδίων και υλικού επικαίρων ».[17]
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και οι πρωτοβουλίες για τη διάδοση της αγγλικής γλώσσας και της αμερικανικής γραμματείας. Τα προγράμματα που εκπονούνται στην Αμερική εμπλέκουν τον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να επιτευχθεί μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος πολιτισμικής διείσδυσης. Στην Ελλάδα, η διδασκαλία της αγγλικής ως ξένης γλώσσας εισάγεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση με σχετικό Νόμο το 1951.[18]

4.2.Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση
Από το 1948 στο πλαίσιο της διοικητικής δομής της Αμερικανικής Βοήθειας λειτουργούσε«Γραφείο Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης», το οποίο υπαγόταν στο διοικητικό τομέα της Εργασίας.[19] Γενικότερα, άλλωστε, η Τεχνική– Επαγγελματική Εκπαίδευση γίνεται κατανοητή σε σχέση με τη βελτίωση της παραγωγής και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό στους χώρους εργασίας. Το 1948 το συγκεκριμένο Γραφείο εκπονεί σχέδιο Νόμου για την τεχνική, επαγγελματική και βιομηχανική εκπαίδευση, με τη σύσταση για άμεση ενεργοποίησή του από τη Βουλή.[20]Ένα σχέδιο Νόμου που σε πολλά του σημεία φαίνεται να προδιαγράφει κάποιες από τις ρυθμίσεις της νομοθεσίας του 1959. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται επίσης σε ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής στους μαθητές, ώστε να ακολουθήσουν σπουδές σε τεχνικούς κλάδους, όπως επίσης και να προσδιοριστούν επαγγελματικά.
Χαρακτηριστική ώθηση δίνεται στη «γνωστική μαθητεία» για νεαρούς μαθητές 14-18 ετών υπό την εποπτεία των ειδικών της αμερικανικής τεχνικής βοήθειας. Οι αμερικανικές αναφορές υποστηρίζουν πως στο ευρύ δίκτυο γνωστικής μαθητείας που διοργάνωσαν σε τομείς όπως βιομηχανία, γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, ξυλουργική, κομμωτική, ραπτική, κ.α. μεταξύ των ετών 1948 – 1954 συμμετείχαν περί τους 60000 μαθητές. Η διαδικασία της γνωστικής μαθητείας ήταν η εξής: οι μαθητές αποκτούσαν την τεχνική ικανότητα της δουλειάς κοντά σε μεγαλύτερους επαγγελματίες. Με συστηματική καθοδήγηση και διδασκαλία, μετά το ωράριο εργασίας, επιχειρούνταν οι μαθητές να εισαχθούν στην τεχνογνωσία του επαγγέλματος και να ενημερωθούν για τις εξελίξεις στο χώρο ενδιαφέροντός τους.[21]
Οι αναφορές των υπηρεσιών της αμερικανικής βοήθειας επισημαίνουν την προσπάθειά τους για συστηματική αναδιάρθρωση του τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, που, ωστόσο, υπολείπεται των προσδοκιών και των αρχικών σχεδιασμών.[22] Στην αμερικανική βοήθεια πιστώνονται η επαναλειτουργία 22 επαγγελματικών σχολών, μετά την επισκευή και τον εξοπλισμό τους, η παροχή 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων και 20,5 εκατομμυρίων δραχμών για την ανάπτυξη της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης.[23] Στη Διεθνή Τράπεζα αποδίδεται η δημιουργία των πρώην ανώτερων ιδρυμάτων τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (KATE).[24]
Σε γενικές γραμμές, ο αμερικανικός παράγοντας φέρεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στον επαναπροσανατολισμό του παραδοσιακά μονοδιάστατου εκπαιδευτικού συστήματος προς την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην αναμόρφωση των περιεχομένων μάθησης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο άνοιγμα των ανώτερων βαθμίδων του συστήματος σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες και στην εγκαθίδρυση ενός πλαισίου έρευνας και παραγωγής γνώσης.
4.3. Ανάπτυξη της έρευνας
Με την αμερικανική καθοδήγηση, τεχνική υποστήριξη και χρηματοδότηση ή, τουλάχιστον, την καθοριστική συμβολή των υπηρεσιών της αμερικανικής βοήθειας φέρονται να συστήθηκαν μια σειρά σημαντικών πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων, που αποτελούν, έως και σήμερα, τους βασικούς πυλώνες της ερευνητικής παραγωγής στην Ελλάδα. Διάσπαρτες αναφορές σχετίζουν την αμερικανική βοήθεια με τη σύσταση φορέων, όπως το Πανεπιστήμιο Πατρών, την Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, το Εθνικό (τότε Βασιλικό) Ίδρυμα Ερευνών, το Τεχνολογικό Ίδρυμα Δοξιάδη, το Κέντρο Προγραμματισμού και Έρευνας (ΚΕΠΕ), το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας (ΕΛΚΕΠΑ), το Κέντρο για την Ψυχική Υγεία και Έρευνα, το Κέντρο Ανωτέρας Φυσικής και Φιλοσοφίας της Επιστήμης. [25]4.4. Εκπαίδευση για την Αριστεία και την Ηγεσία
Κέντρα μελέτης και ανάδειξης των αμερικανικών ιδεών και πρακτικών στο εξωτερικό χαρακτηρίζει το άρθρο 214 του Νόμου για την Εξωτερική Βοήθεια του 1961 τα σχολεία εκτός των Η.Π.Α., που ιδρύθηκαν ή χρηματοδοτούνται από αμερικανούς πολίτες. Ως τέτοια κέντρα στην Ελλάδα θεωρήθηκαν η «Γεωργική Αμερικανική Σχολή» και το «Κολλέγιο Ανατόλια» στη Θεσσαλονίκη, το «Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών», «το Αμερικανικό Κολλέγιο της Ελλάδας- Pierce», το «Κολλέγιο Deree» και η «Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών» στην Αθήνα. [26] Στη μεταπολεμική περίοδο –και όχι μόνο- τα σχολεία αυτά χρηματοδοτήθηκαν αδρά από την αμερικανική κυβέρνηση, εφάρμοσαν και εστίασαν στην εκπαίδευση για την αριστεία και την ηγεσία, καθώς, μεταξύ των δεκάδων χιλιάδων της ελιτίστικης πελατείας τους, σημαντικό μέρος αυτών συνιστά την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ελίτ της Ελλάδας.
Ίσως τα σχολεία αυτά και η λειτουργία τους στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι το πιο απτό παράδειγμα της αποτελεσματικότητας της αμερικανικής πολιτισμικής διπλωματίας στη χώρα. Επιπρόσθετα, ωστόσο, η εικόνα συμπληρώνεται από τις δεκάδες χιλιάδες των Ελλήνων που στην ίδια περίοδο εκπαιδεύτηκαν ή καταρτίστηκαν στην Αμερική, στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων εκπαιδευτικών ανταλλαγών που οργάνωσαν οι ΗΠΑ σε συνεργασία με τις χώρες του Δυτικού κόσμου. Οι απόφοιτοι των αμερικανικών κολλεγίων είχαν, ούτως ή άλλως, μια προνομιακή μεταχείριση στις υποτροφίες που εξασφάλιζαν τη φοίτηση σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα, άλλωστε, είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που το 1948 υπέγραψε συμφωνία με το ίδρυμα Fulbright, το οποίο υλοποίησε το πιο φιλόδοξο αμερικανικό πρόγραμμα υποτροφιών και πανεπιστημιακών ανταλλαγών.[27] Από το 1948 έως το 1968, το Ίδρυμα στην Ελλάδα φέρεται να είχε απονείμει υποτροφίες σε περισσότερους από 1,800 Έλληνες και Αμερικανούς και να είχε προσφέρει δωρεάν συμβουλευτικές υπηρεσίες για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες σε χιλιάδες άτομα.
Προγράμματα ανταλλαγών στην Ελλάδα ανέπτυξαν, επίσης, διάφοροι κρατικοί και ιδιωτικοί αμερικανικοί φορείς, το πλήθος των οποίων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπήρξε η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την USIA μεταξύ των 754 Ελλήνων που είχαν εκπαιδευτεί στο πλαίσιο του Προγράμματος Τεχνικής Συνεργασίας στην Αμερική. Ο μεγαλύτερος αριθμός των συμμετεχόντων ήταν στον τομέα της γεωργίας και ακολουθούσαν οι τομείς της πολιτικής αεροπορίας, του ηλεκτρισμού και της βιομηχανίας. Περίπου το 70% των συμμετεχόντων εργάστηκαν ως υπάλληλοι της ελληνικής κυβέρνησης ή κρατικών υπηρεσιών. Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο μέρος των συμμετεχόντων από τον ιδιωτικό τομέα ήταν νέοι άντρες προερχόμενοι από την εργατική τάξη.[28]
5.0. ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Έως το τέλος της μεταπολεμικής περιόδου όλες αυτές οι πολιτικές στο πεδίο της πολιτισμικής διπλωματίας αποδείχτηκαν αρκετά αποτελεσματικές. Μεγάλο μέρος της πνευματικής, επιστημονικής και πολιτικής ελίτ της Ελλάδας είχε διατηρήσει στενές επαφές με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συνέβαλε στη μετατόπιση της αξιολογίας της ελληνικής κοινωνίας προς τις αμερικανικές αξίες. Ωστόσο, η στήριξη της στρατιωτικής δικτατορίας της περιόδου 1967-1974 από τον αμερικανικό παράγοντα συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός ισχυρού αντιαμερικανισμού με την έλευση της μεταπολίτευσης, ο οποίος πολλές φορές επικαθόρισε την αφήγηση και τη συνολική αποτίμηση της μεταπολεμικής περιόδου.
Στην ιστορική εκείνη μετεμφυλιακή καμπή, όταν η υπαρξιακή ανασφάλεια του αστικού κράτους όριζε ως αδιαπραγμάτευτο κριτήριο πατριωτισμού τον αντικομμουνισμό, κάθε έκφανση της εκπαιδευτικής διαδικασίας είχε κληθεί να συμβάλλει σε μια ανάλογη πολιτική κοινωνικοποίηση. Ωστόσο, από τα δεδομένα που αναδείχτηκαν παραπάνω φαίνεται ότι, εκτός από την περιθωριοποίηση όποιου στοιχείου θεωρούνταν ότι αλλοιώνει το ανθρωπιστικό ιδεώδες της αγωγής και το ελληνοχριστιανικό πρόταγμά της (τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση – δημοτική γλώσσα), είχε προταθεί, παράλληλα, και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης ένα αρκετά διαφορετικό μοντέλο απώθησης του «κομμουνιστικού κινδύνου». Πρόκειται για το γενικότερο σχέδιο που εκπορεύτηκε από την αντίληψη που εξέφραζε η αμερικανική βοήθεια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου πως η ενίσχυση των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας και η συντεταγμένη εμπλοκή των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων στην παραγωγική διαδικασία αποτελούσαν τα σημαντικότερα εχέγγυα για την κοινωνική ενσωμάτωση και τη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας. Από τη σκοπιά της εκπαίδευσης, τα σχετικά αρχεία των υπηρεσιών της αμερικανικής βοήθειας αναδεικνύουν πως η θέση αυτή υπηρετήθηκε κυρίαρχα μέσα από την ανάπτυξη της κατώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, την προώθηση του αλφαβητισμού, την εκπαίδευση αριστείας και την ενσωμάτωση μειονοτικών ομάδων μέσω μοντέλων και πρακτικών που είχαν γνωρίσει επιτυχία στις ΗΠΑ.
Στη βάση των δεδομένων αυτών, φαίνεται πως η ελληνική εκπαίδευση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κλήθηκε να συμβάλει στην προτεραιότητα του αντικομμουνισμού μέσω συμπληρωματικών, αντικρουόμενων πολλές φορές, εκπαιδευτικών στρατηγικών, δεδομένης της ιδιαίτερης βαρύτητας που είχε η αμερικανική παρέμβαση την περίοδο εκείνη. Ωστόσο, το «ελληνοχριστιανικό» κράτος και η ελληνική κοινωνία επέδειξαν σημαντικές αντιστάσεις ή, τουλάχιστον, εμφανή απροθυμία στην υλοποίηση των προτεινόμενων εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες, κατά κανόνα, περιλάμβαναν μέτρα απαραίτητα για τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και της οικονομίας. Ως εκ τούτου, προκύπτει το δεδομένο η αποτελεσματικότητα της αμερικανικής πολιτισμικής διπλωματίας στον εκπαιδευτικό τομέα να είναι απολύτως σαφής μόνο εκεί όπου η διαρκής κρατική συνέργεια δεν υπήρξε προϋπόθεση, δηλαδή στα ιδιωτικά σχολεία και στα προγράμματα εκπαιδευτικών ανταλλαγών.
Τα δεδομένα αυτά δεν εγγράφονται σε κάποιο ερμηνευτικό κενό σε σχέση με την εκπαιδευτική ιστορία της μεταπολεμικής περιόδου. Αντίθετα, σύμφωνα με μια απόπειρα ανάγνωσης, έρχονται να επιβεβαιώσουν τη διαδεδομένη αντίληψη πως οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που είχαν τον έλεγχο του κράτους μεταπολεμικά επέδειξαν εμμονές και αντιστάσεις στο ενδεχόμενο αναπροσανατολισμού της εκπαίδευσης. Η στάση τους αποδίδεται στο συμφέρον που είχαν να χειραγωγούν ιδεολογικά τους μαθητές μέσω της εγχάραξης ενός ιδεολογικοποιημένου παρελθόντος, ώστε να αποτρέπεται διαχρονικά κάθε κριτική αντιμετώπιση του παρόντος. Ωστόσο, μια διαφορετική ανάγνωση προκύπτει για την περίοδο της μεταπολίτευσης, όταν η ενδοαστική σύγκρουση καθιστά κυρίαρχες εκείνες τις πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που στα μεταπολεμικά χρόνια κοινωνικοποιήθηκαν ποικιλότροπα στο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτισμικής διπλωματίας. Οι ομάδες αυτές, αν και περιέλαβαν στον εκπαιδευτικό τους λόγο και την αναγκαιότητα της εργαλειακής-ινστρουμενταλιστικής γνώσης και της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης, εν τούτοις, παρέμειναν πιστές σε έναν εκπαιδευτικό φορμαλισμό που παραπέμπει σε προηγούμενες περιόδους διατηρώντας το σχολικό θεσμό παιδαγωγικά και κοινωνικά δυσλειτουργικό. Ενδεχομένως, η «αποκάλυψη» της σύστασης των «κρεολοποιημένων αξιών και πρακτικών» της ελληνικής κοινωνίας, με τη βοήθεια της κοινωνιολογίας και της ιστορίας του πολιτισμού, να συμβάλει στην απόπειρα ερμηνείας των εκπαιδευτικών πρακτικών και της μεταπολιτευτικής περιόδου. Με την εργασία αυτή επιχειρήθηκε, σε ένα πρώτο στάδιο, να αναδειχθεί ακριβώς αυτή η αναγκαιότητα, να ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου και η αμερικανική παρέμβαση, αφού διερευνηθεί σε βάθος και σε όλες τις διαστάσεις της.

*Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο: Κ. Δαλακούρα, Σ. Χατζηστεφανίδου, Α. Χουρδάκης, (επιµ.), Ιστοριογραφία της ελληνικής εκπαίδευσης: Επανεκτιµήσεις και προοπτικές, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστηµίου Κρήτης, Ρέθυµνο 2015, σσ. 311-339.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Richard T. Arndt, The First Resort of Kings: American Cultural Diplomacy in the Twentieth Century (Dulles, Va.: Potomac Books, Inc, 2005) 40.
- Volker R. Berghahn, “The debate on ‘Americanization’ among economic and cultural historians”, Cold War History 10:1 (2010) 107-130.
- Anselm Doering – Manteuffel, “Transatlantic exchange and Interaction – The Concept of Westernization” (Paper Presented at the Conference The American Impact on Western Europe: Americanization and Westernization in Transatlantic Perspective, German Historical Institute, Washington D.C., March 25-27, 1999) 7.
- Peter Burke, Cultural Hybridity (Cambridge: Polity Press, 2009) 61-64.
- Konstantina Botsiou, “The Interface between Politics and Culture in Greece”, The Americanization of Europe: Culture, Diplomacy and Anti-Americanism after 1945, ed. Alexander Stephan (New York: Berghahn, 2007), 277-306, Έφη Κουατροτσιόκι, “Η Αμερικανική Πολιτισμική Διπλωματία στην Ελλάδα” (Μεταπτυχιακή Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012) 16.
- J. L. Gaddis, Strategies of Containment: A Critical Appraisal of Postwar American National Security Policy (New York: Oxford University Press, 1982), 24-52.
- Konstantina Botsiou, όπ.π. 277.
- Ioannis D. Stephanides, Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967 (Hampshire: Ashgate Publishing Limited, 2007), 18.
- Foreign Operations Administration, The American Aid Programs in Greece. A Summary Account of the American Economic Aid Programs to Greece from 1947 to the spring of 1954 (Washington: U.S. Government Printing Office, 1954). E. Gruening, Report of a Study of United States Foreign Aid in Ten Middle Eastern and African Countries (Washington: U.S. Government Printing Office, 1963).
- American Mission for Aid to Greece, A Factual Summary Concerning the American Mission for Aid to Greece (Athens: 1948), 20.
- U.S. Department of State, Foreign Service List (Washington: U.S. Government Printing Office, 1953), 45-47.
- P. Porter, Ζητείται: ένα θαύμα για την Ελλάδα : Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεστελμένου, 20 Ιανουαρίου – 27 Φεβρουαρίου 1947, επιμ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Σπύρος Βρετός (Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2008).
- Στο τετραετές πρόγραμμα που εκπονήθηκε για την εφαρμογή του «Σχεδίου Μάρσαλ» είχαν προβλεφθεί από κοινού για τη Δημόσια Υγεία και την Εκπαίδευση 39,7 εκ. $, ποσό που αναλογούσε στο 6,9% του συνολικού προγράμματος, Μεταξύ των κλάδων που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα αμερικανικής βοήθειας στο διάστημα 1946-1953 περιλαμβάνεται και η εκπαίδευση σε μικρό συγκριτικά ποσοστό (1,7%), Foreign Operations Administration, όπ.π. 7.
- International Cooperation Administration, Summary of the Labor Situation in Greece (Office of Labor Affairs, 1955), 1.
- International Cooperation Administration, Economic development in Greece: the human resources problem, (Washington: International Cooperation Administration, 1957), 7.
- A. Andreou, S. Iliadou, I. Mpetsas, Frederica’s Children or Marshall Plan’s Kids? Students of the Royal Educational Institutions in Post-War Greece (Saarbrucken: Lambert Academic Publishing, 2012), 103-105.
- U.S. Department of State, Foreign Relations of the United States, 1958-1960. Eastern Europe; Finland; Greece; Turkey, vol. X, Part 2 (Washington: Government Printing Office, 1960), 629.
- Έφη Κουατροτσιόκι, όπ.π. 44.
- Th. Wilson, Oral History Interview with Spyros Markezinis (Missouri: Harry S. Truman Library Independence, 1970), 47.
- American Mission for Aid to Greece, όπ.π. 13.
- Foreign Operations Administration, όπ.π. 26-27. European Cooperation Administration, ECA Mission to Greece. Chronicle American Aid Achievements in Greek Labor Movement (Athens: USIS, 1952), 3-4.
- «Το ποσοστό εγγραφής για την τεχνική εκπαίδευση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη- παρά τη ζήτηση για τεχνικά καταρτισμένους ανθρώπους σε όλους τους τομείς. Ενώ ο αριθμός των μαθητών σε τεχνικά-επαγγελματικά σχολεία έχει αυξηθεί κατά περίπου 2,25 φορές μεταξύ 1937 και 1964 -από 31.692 σε 71.917- ο αριθμός στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είχε αυξηθεί 4,66 φορές -από 10,561 σε 49,532. Έτσι, η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει δείξει μια ταχύτερη αύξηση από ό,τι η πολυπόθητη τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση», D.C. Myrick, L.A. Witucki, How Greece Developed its Agriculture, Foreign Agricultural Economic Report No.67 (Washington: U.S. Government Printing Office, 1971), 72-73.
- Foreign Operations Administration, όπ.π. 15.
- N. Patiniotis, D. Stavroulakis, “The development of vocational education policy in Greece: a critical approach”, Journal of European Industrial Training Vol. 21 No 6/7 (1997): 196.
- Konstantina Botsiou, όπ.π. 284-285. N. Patiniotis, D. Stavroulakis, όπ.π. 196. A. Andreou, S. Iliadou, I. Mpetsas, όπ.π. 95-96.
- Έφη Κουατροτσιόκι, όπ.π. 44. Konstantina Botsiou, όπ.π. 286.
- Νικόλας Μανιτάκης, “Ξένες Κρατικές Υποτροφίες”, Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., τομ. 4ος, επιμ. Χατζηιωσήφ, Χ. (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2009) 133-157, 136.
- USIA, Survey Report of Returned Participants, Training Division (Athens: United States Aid Mission to Greece, 1963).