Skip to main content

Αγγελική Δεληκάρη – Γιάννης Μουρέλος: Ο Boris Godunov και η “Εποχή των Αναστατώσεων” στη Ρωσία. Ιστορία και Τέχνη

Αγγελική Δεληκάρη – Γιάννης Μουρέλος

Ο Boris Godunov και η “Εποχή των Αναστατώσεων” στη Ρωσία.

Ιστορία και Τέχνη

 

Α. Boris Fyodorovich Godunov. Η άνοδος και η πτώση ενός πανίσχυρου μονάρχη

Ο Boris Godunov γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1552 στην περιοχή της Vjazma ως γιος του Θεόδωρου Ivanovič Godunov του επιλεγόμενου “Krivoy” (= Μονόφθαλμου) και της Stepanida Ivanovna. Η οικογένειά του ήταν ευγενούς ταταρικής καταγωγής. Ο πρόγονός του Čet-Murza εγκατέλειψε περί το 1330, επί βασιλείας δηλαδή του Ιβάν Α΄ του επιλεγόμενου Kalita (1325-1340), τη Χρυσή Ορδή και εγκαταστάθηκε σε γαίες που του δόθηκαν στην Κοστρομά (ανατολικά της Μόσχας).

Ο Boris Godunov μετά τον θάνατο του πατέρα του αναγκάστηκε να μετακομίσει κοντά στον θείο του Dmitrij Godunov (1569). Η έγγεια όμως περιουσία των Godunov στο Vjazma περιήλθε εκείνη την περίοδο στην κατοχή της Οπρίτσνινα, του τρομοκρατικού οργάνου του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού. Ο θείος του αποφάσισε τότε να ενταχθεί στο στρατιωτικό αυτό σώμα. Σύντομα μάλιστα έλαβε υψηλό βαθμό και κέρδισε την εύνοια του Ιβάν Δ΄. Η εξέλιξη αυτή ήταν πολύ σημαντική για τον νεαρό και οξυδερκή Boris. Ακολουθώντας τα βήματα του θείου του, προσχώρησε και εκείνος στην Οπρίτσνινα, έχοντας βλέψεις σε ακόμη σημαντικότερα αξιώματα. Το πρώτο βήμα έγινε με τον γάμο του με τη Μαρία Skuratova, κόρη του γνωστού οπρίτσνικου Maljuta Skuratov, το 1570/1571, ενώ δέκα χρόνια αργότερα έφθασε ακόμη πιο κοντά στα σχέδιά του, παντρεύοντας την αδελφή του Irina Godunova με τον γιο και διάδοχο του Ιβάν Δ΄, Θεόδωρο (1584-1598). Σχεδόν ταυτόχρονα του απονεμήθηκε ο τίτλος του βογιάρου.

Οι σχέσεις συγγένειας αλλά και η αφοσίωση του Boris Godunov στον ρωσικό θρόνο οδήγησαν τον Ιβάν Δ΄, λίγο πριν πεθάνει (Μάρτιος 1584), να συμπεριλάβει τον γαμπρό του γιου του στην πενταμελή αντιβασιλεία. Επρόκειτο για μία επιτροπή που ως στόχο της είχε να στηρίξει στη διακυβέρνηση τον πνευματικά καθυστερημένο διάδοχο. Η Ρωσία θα βίωνε για τα επόμενα χρόνια (1584-1613) μία βαθιά πολιτική, οικονομική, κοινωνική αλλά και δυναστική κρίση, γνωστή στην Ιστορία ως η «Εποχή των Αναστατώσεων» (smuta/smytnoe vremja). Το κλίμα αυτό ευνοούσε την πολιτική ανέλιξη του Godunov, ιδίως μετά τον θάνατο του θείου του τσάρου Θεόδωρου, Nikita Romanov, τον Αύγουστο του 1584.

Οι ταραχές προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα, με τη δυσαρέσκεια των βογιάρων προς το πρόσωπο του Godunov να αυξάνεται συνεχώς (επιχείρησαν, αν και ανεπιτυχώς, να θέσουν τέλος στον γάμο της Irina Godunova με τον Ρώσο ηγεμόνα), αλλά και τη συνεχή ανάμιξη της Πολωνίας και της Σουηδίας στις υποθέσεις της Μόσχας. Το κενό από την απουσία ενός κανονικού τσάρου ήταν πλέον αισθητό σε όλους τους τομείς. Ο Godunov βρήκε τότε την ευκαιρία να παραμερίσει σιγά-σιγά τα υπόλοιπα μέλη της αντιβασιλείας. Όταν μάλιστα μία ομάδα βογιάρων με επικεφαλής τον Vasilij Šujskij (μετέπειτα τσάρο) συνωμότησε εναντίον του, κατηγορώντας τον ως σφετεριστή της εξουσίας, ο Godunov τους εξουδετέρωσε, διαλύοντας το σώμα της αντιβασιλείας και παραμένοντας ο ίδιος ως μοναδικός αντιβασιλεύς.

Πορτραίτο του Boris Godunov, ρωσική σχολή ΙΖ΄ αιώνα

Τα σχέδια του για τον ρωσικό θρόνο διευκόλυνε ο θάνατος του δεύτερου επιζώντος γιου του Ιβάν Δ΄, του Δημητρίου (1582-1591). Φυσικά ο Δημήτριος ως τέκνο από τον έβδομο γάμο του Ρώσου ηγεμόνα δεν δικαιούνταν υπό κανονικές συνθήκες να έχει αξιώσεις στην εξουσία, αφού ως νόμιμοι διάδοχοι αναγνωρίζονταν μόνο τα τέκνα των τριών πρώτων γάμων των ηγεμόνων. Μάλιστα μετά τον θάνατο του Ιβάν Δ΄ είχε αποσυρθεί μαζί με τη μητέρα του, Marija Nagaja, στο Uglič (περί τα 200 χλμ. βόρεια της Μόσχας). Αν και υπήρχαν φήμες ότι επρόκειτο για δολοφονία κατόπιν εντολής του Boris Godunov, επιτροπή με επικεφαλής τον Vasilij Šujskij εξέτασε τη σωρό του δεκάχρονου αγοριού και αποφάνθηκε ότι ο θάνατος προήλθε κατά τη διάρκεια επιληπτικής κρίσης.

Η καχυποψία απέναντι στο πρόσωπο του Godunov δεν στάθηκε εμπόδιο στην πολιτική σταδιοδρομία του. Αντίθετα εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος το έργο του, εστιάζοντας στην προβολή της εικόνας του ως ικανού ηγεμόνα μέσω της επίλυσης των ζωτικών θεμάτων του κράτους. Καταρχήν επιχείρησε τη σταθεροποίηση και στη συνέχεια τη βελτίωση της οικονομίας. Προκειμένου να περιορίσει τη μετακίνηση του αστικού φορολογούμενου πληθυσμού προς αγροτικές περιοχές που ήταν απαλλαγμένες από φόρους («λευκές περιοχές»), κατάργησε τη φορολογική ατέλεια της ακίνητης αστικής περιουσίας μονών, εκκλησιών αλλά και βογιάρων. Αυτό ωφέλησε ιδιαίτερα την κατώτερη αριστοκρατία, στην οποία είχαν χορηγηθεί από τον τσάρο μεγάλα γαιοκτήματα με αντάλλαγμα τη μόνιμη στρατιωτική θητεία των μελών της. Με το μέτρο αυτό οι καλλιεργητές θα σταματούσαν τη μετανάστευση στις πρώην φορολογικά ατελείς περιοχές και θα συνέχιζαν να παραμένουν και να εργάζονται στον τόπο διαμονής τους. Άλλωστε ο Godunov αποσκοπούσε ακριβώς στην ικανοποίηση αυτών των μικρών και μεσαίων γαιοκτημόνων, στους οποίους στηριζόταν πολιτικά.

Μία από τις πρωταρχικές ανάγκες του ρωσικού κράτους ήταν και η διασφάλιση των συνόρων του από φιννικές, ταταρικές επιδρομές αλλά και από τους Πολωνούς, οι οποίοι καραδοκούσαν. Μέλημά του επίσης ήταν η εδραίωση της ρωσικής παρουσίας στην πρόσφατα προσαρτημένη Σιβηρία. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να οχυρωθούν επαρκέστερα διάφορες πόλεις (π.χ. τείχος στο Smolensk, Μόσχα), ενώ παράλληλα να ιδρυθούν νέα φρούρια σε επίμαχα σημεία που εξελίχθηκαν σταδιακά σε σημαντικές πόλεις (Samara, Saratov, Voronež, Tsaritsyn, Tjumen, Tobolsk κ.ά.). Το 1587 παρατάθηκε η εκεχειρία με την Πολωνία για δεκαπέντε ακόμη έτη, ενώ το 1595 υπογράφηκε συνθήκη με τη Σουηδία, με αποτέλεσμα την επανάκτηση ορισμένων ρωσικών πόλεων και φρουρίων (Ivangorod, Jam, Koporje, Korela) που είχαν αποσπαστεί από τη Ρωσία μετά την αποτυχημένη εισβολή του Ιβάν Δ΄ στη Λιβονία.

Gerardus Mercator, χάρτης της Ρωσίας, 1595.

Ο Godunov μεσολάβησε και στη δημιουργία μίας ανεξάρτητης Ρωσικής Εκκλησίας. Το ζήτημα αυτό αποτελούσε διακαή πόθο των Ρώσων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η θεωρία Μόσχα-Τρίτη Ρώμη που αναπτύχθηκε τον 16ο αι. καθιστούσε τη ρωσική έδρα υπεύθυνη για τη διαφύλαξη του Ορθόδοξου δόγματος αλλά και προστάτιδα των ορθόδοξων πληθυσμών των κατακτημένων από τους Οθωμανούς βαλκανικών περιοχών. Ο νέος αυτός ρόλος που καλούνταν να διαδραματίσει το μοσχοβίτικο κράτος απαιτούσε την ίδρυση Ρωσικού πατριαρχείου. Οι διεργασίες είχαν ξεκινήσει ήδη το 1586 και ολοκληρώθηκαν μετά την επίσκεψη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β΄ στη Μόσχα το 1588. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της παραμονής του στη ρωσική πρωτεύουσα έγινε πρόταση να μετακινηθεί η έδρα του πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη στη Μόσχα. Ο προκαθήμενος της Κωνσταντινουπόλεως υπό την πίεση των συνθηκών αποφάσισε να συναινέσει στο ρωσικό αίτημα και να ανυψώσει τη Ρωσική Εκκλησία σε τιμή πατριαρχείου. Έτσι, στις 26 Ιανουαρίου του 1589 ο τότε μητροπολίτης Μόσχας και πάσης Ρωσίας Ιώβ και στενός φίλος του Godunov, ανακηρύχθηκε πατριάρχης Ρωσίας υπό τον όρο ότι θα αναγνωρίζει ως κεφαλή της Ορθοδοξίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αλλά και στον τομέα της παιδείας ο Godunov αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικός. Έκρινε απαραίτητο για τη Ρωσία να ακολουθήσει την πρόοδο της Δύσης και προχώρησε άμεσα σε εκπαιδευτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Προσκάλεσε στη Ρωσία διδασκάλους από το εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα έστειλε νέους να σπουδάσουν εκτός Ρωσίας. Επίσης κατέβαλε προσπάθειες να ενισχύσει το εξωτερικό εμπόριο. Στο πλαίσιο αυτό θεώρησε σκόπιμο να καλλιεργήσει σχέσεις με την παραδοσιακά αντίπαλο της Ρωσίας, τη Σουηδία, έχοντας ως στόχο την έξοδο προς τη Βαλτική. Ωστόσο οι Σουηδοί δεν ενέδωσαν στα σχέδιά του. Η προσέγγιση αυτή με τη Δύση αποτέλεσε αφορμή να επιτρέψει την ανοικοδόμηση προτεσταντικών ναών στη χώρα, ώστε να ικανοποιούνται οι λειτουργικές ανάγκες των ξένων αλλοδόξων που είτε έμεναν μόνιμα στη Ρωσία είτε την επισκέπτονταν για κάποιο χρονικό διάστημα.

Ο θρόνος και η πανοπλία του Boris Godunov, Μόσχα, Μουσείο του Κρεμλίνου.

Ο Godunov, κυβερνώντας ουσιαστικά ήδη δεκατέσσερα χρόνια, διέθετε πλέον γερά ερείσματα, ώστε να διεκδικήσει την πλήρη εξουσία. Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα, όταν τον Ιανουάριο του 1598 ο τσάρος Θεόδωρος έφυγε άτεκνος από τη ζωή. Για πρώτη φορά το ρωσικό κράτος βρέθηκε σε αδιέξοδο. Ο πατριάρχης Ιώβ τον Φεβρουάριο του 1598 συγκάλεσε εθνοσυνέλευση (zemskij sobor), στην οποία συμμετείχαν πεντακόσια άτομα διαφόρων αξιωμάτων και ομάδων, με εξαίρεση τους αγρότες. Εκεί παρουσίασε τον Godunov ως μοναδικό και καταλληλότερο υποψήφιο για τη θέση του νέου τσάρου, παρά το γεγονός ότι δεν προερχόταν από τους κόλπους της ρωσικής δυναστικής οικογένειας. Η δράση που είχε αναπτύξει κατά το διάστημα της διακυβέρνησής του ήταν ο καλύτερος μάρτυρας για τα προσόντα του ως ανώτατου ηγεμόνα. Άλλωστε ο Godunov είχε φροντίσει από νωρίς να στελεχώσει όλες τις σημαντικές διοικητικές θέσεις με άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης του, έχοντας ταυτόχρονα την πλήρη υποστήριξη του πατριάρχη και της κατώτερης αριστοκρατίας.

Η εκλογή του σε τσάρο έγινε πανηγυρικά στις 21 Φεβρουαρίου 1598 και την 1η Σεπτεμβρίου του 1598 τελέστηκε με κάθε επισημότητα και η στέψη του. Η πράξη αυτή πυροδότησε αμέσως τόσο την αντίδραση της ανώτερης αριστοκρατίας της δυναστείας των Ριουρικιδών (π.χ. οικογένειες Šujskij, Mstislavskij κ.ά.) όσο και των απογόνων του λιθουανικού δυναστικού οίκου Gedimin. Είναι γεγονός ότι ο Godunov σε όλη τη διάρκεια του βίου του δεν έτυχε ποτέ πλήρους αποδοχής. Πάντα αντιμετωπιζόταν ως κοινός θνητός, που στερούνταν λόγω καταγωγής το «θείο χάρισμα» των νόμιμων διαδόχων. Αυτό αποτελούσε συχνά αφορμή για επικριτικά σχόλια, ενώ ταυτόχρονα μείωνε το κύρος του ως ηγέτη. Μάταια αγωνίστηκε να αναστρέψει την εικόνα αυτή, προσδοκώντας να δημιουργήσει τη δική του δυναστεία. Θέλησε να ενώσει την οικογένειά του με δεσμούς επιγαμίας με ξένους δυναστικούς οίκους. Δυστυχώς ο αρραβώνας της κόρης του Ξένιας με τον πρίγκηπα Gustav της Σουηδίας διαλύθηκε λόγω του έκλυτου βίου του γαμπρού, ενώ ο προγραμματισμένος γάμος της με τον πρίγκηπα Johann von Schleswig-Holstein, γιο του Φρειδερίκου Β΄ της Δανίας και της Νορβηγίας, είχε επίσης άδοξο τέλος. Ο νεαρός Johann μετέβη στη Μόσχα, αρρώστησε όμως λίγο πριν τον γάμο και πέθανε εκεί (1602).

Nikolai Nikolajevitch Gay, Ο τσάρος Boris Godunov και η τσαρίνα Μάρθα, 1874, Σαμάρα, Μουσείο Τέχνης

Ο Godunov εκτός από τα οικογενειακά προβλήματα εκείνη την εποχή κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές συνέπειες από διάφορες επιδημίες αλλά κυρίως του μεγάλου λιμού των ετών 1601-1603. Το ψύχος και ο παγετός είχαν καταστρέψει τα χρόνια εκείνα το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς δημητριακών. Οι αγροτικοί πληθυσμοί εξασθενημένοι από τις κακουχίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να εγκατασταθούν στη Μόσχα, όπου γινόταν τακτική διανομή τροφίμων. Την κατάσταση αυτή έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφορες ληστρικές ομάδες, εξαφανίζοντας τα λιγοστά υπάρχοντα των αγροτών. Οι έμποροι σιτηρών από την άλλη κινούμενοι με γνώμονα την αισχροκέρδεια ανέβασαν στα ύψη την τιμή του ψωμιού, μετατρέποντάς το σε προϊόν πολυτελείας. Λέγεται ότι τότε πέθανε από την πείνα το 1/3 του πληθυσμού. Όλα αυτά είχαν προκαλέσει κοινωνικό αναβρασμό.

Ψευδο-Δημήτριος, χαρακτικό του 1606.

Οι αντίπαλοι του Godunov που δεν εφησύχαζαν ποτέ, διαπιστώνοντας τη δυσκολία ακύρωσης της εκλογής του ως τσάρου, επινόησαν να «αναστήσουν» τον γιο του Ιβάν Δ΄, Δημήτριο. Ισχυρίστηκαν ότι ο νεαρός Δημήτριος είχε διαφύγει από τους πληρωμένους δολοφόνους του Godunov το 1591 και θα επέστρεφε τώρα έτοιμος, για να διεκδικήσει την εξουσία. Ως καταλληλότερο πρόσωπο για τη μηχανορραφία αυτή κρίθηκε ένας μορφωμένος και ιδιαίτερα ικανός νέος, ο Grigorij (κοσμικό όνομα Jurij) Otrepev. Ο Otrepev ήταν αρχικά μοναχός στη Μονή Čudov στη Μόσχα και σύντομα κέρδισε τη συμπάθεια εκκλησιαστικών και πολιτικών ανδρών. Όταν ο Godunov πληροφορήθηκε τις σχετικές φήμες, διέταξε να συλλάβουν τον Ψευδο-Δημήτριο, προκειμένου να λογοδοτήσει. Αυτός φοβούμενος την επικείμενη σύλληψη αναζήτησε καταφύγιο στην Πολωνία (1603). Εκεί αποκάλυψε τη δήθεν υψηλή καταγωγή του, βρίσκοντας απόλυτη στήριξη στα σχέδια για την κατάληψη του θρόνου της Μόσχας. Στο πρόσωπο του Ψευδο-Δημητρίου θα εκπληρώνονταν οι φιλοδοξίες των Πολωνών αριστοκρατών για άμεση παρέμβαση στη Μόσχα καθώς και την ενσωμάτωση ρωσικών εδαφών.

Ο Ψευδο-Δημήτριος ανέπτυξε ακόμη πιο στενές σχέσεις με την Πολωνία, όταν ασπάστηκε τον Καθολικισμό με απώτερο σκοπό τον αρραβώνα με τη Marina Mniszech. Ο πεθερός του Jerzy Mniszech, Πολωνός αριστοκράτης, χρηματοδότησε με χαρά τον αγώνα του γαμπρού του προς τον ρωσικό θρόνο. Τα ανταλλάγματα που θα λάμβανε βέβαια ήταν πολλά και σημαντικά (χρήματα και γαίες). Στη κόρη του μάλιστα ως μέλλουσα τσαρίνα, είχε τάξει ο Ψευδο-Δημήτριος την κυριότητα του Pskov και του Novgorod. Μοιράζοντας συνεχώς υποσχέσεις ο υποτιθέμενος γιος του Ιβάν Δ΄, προσέγγισε τον πάπα (μέσω παπικού λεγάτου), επιβεβαιώνοντας ότι θα συμμετείχε ως τσάρος σε σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών. Συγχρόνως θα επέτρεπε στους καθολικούς να έχουν πλήρη πρόσβαση στη χώρα του.

Αν και όλα έδειχναν ότι η στρατιωτική αναμέτρηση ανάμεσα στον Boris Godunov και τον Ψευδο-Δημήτριο ήταν αναπόφευκτη, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο Ψευδο-Δημήτριος τον Αύγουστο του 1604 κατευθύνθηκε προς τη Ρωσία με ιδιωτικό στρατό 2.000 περίπου Πολωνών. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε όμως, όταν έφτασε στην Ουκρανία, αφού προστέθηκαν 9.000-11.000 στρατιώτες, κυρίως Κοζάκοι του νότου. Ο Ψευδο-Δημήτριος κατηγορούσε διαρκώς τον Godunov ως σφετεριστή του ρωσικού θρόνου και δολοφόνο. Του επέρριπτε ευθύνες για τα δεινά του ρωσικού λαού (λιμός, ανέχεια, ξεριζωμός κτλ.). Εμφάνιζε τον εαυτό του ως τον Μεσσία που θα έσωζε τη Ρωσία, υποσχόμενος αόριστα μία χρηστή διαχείριση της εξουσίας. Ακολουθώντας αυτήν τη μέθοδο, κέρδισε τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των νοτιοδυτικών περιοχών της χώρας, οι οποίες υποδέχονταν με ενθουσιασμό τον νέο τσάρο. Οι αγρότες και οι δουλοπάροικοι που είχαν ξεριζωθεί από τις εστίες τους πίστευαν επίσης τα μεγαλεπήβολα λόγια του. Πολλές πόλεις περιήλθαν οικειοθελώς στην κατοχή του, ενώ οι αξιωματούχοι του Godunov έπεσαν στα χέρια του Ψευδο-Δημητρίου.

Παρά τη δυναμική πολιτική που είχε επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια ο Godunov στη συγκεκριμένη φάση λύγισε. Καταπονημένος από τη συνεχή προσπάθεια να αποδείξει την αξία του ως τσάρος, παραδόθηκε στο τέλος στη μοίρα του. Μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο πέθανε στις 23 Απριλίου του 1605. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο δεκαεξάχρονος γιος του Θεόδωρος, ο οποίος όμως μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ψευδο-Δημητρίου στη Μόσχα (20 Ιουνίου 1605) βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με τη μητέρα του. Η μοναχοκόρη του Boris Godunov, η Ξένια, έπεσε θύμα βιασμού από τον Ψευδο-Δημήτριο και αργότερα εξαναγκάστηκε να γίνει μοναχή. Ο Boris Godunov και η οικογένειά του αναπαύονται στο Μαυσωλείο Godunov στην Τριαδική Λαύρα του Αγίου Σεργίου (στο Sergiev Posad, 70 χλμ. βορειονατολικά της Μόσχας).

Boris Godunov. Chosen to rule

 

Β. Ο Modest Mussorgsky, ο Boris Godunov και το ρωσικό λυρικό δράμα του 19ου αιώνα.

Orest Kiprensky, Aleksandr Pushkin, 1827.  Ilya Repin, Modest Mussorgsky, 1881.
                 Μόσχα, The State Tretyakov Gallery.

Η τοποθέτηση του παρελθόντος εντός του παρόντος. Να ποια είναι η αποστολή μου”, έγραφε ο Ρώσος μουσικοσυνθέτης Modest Petrovich Mussorgsky (1839 – 1881) τον Ιούνιο του 1872 προς τον επιστήθιο φίλο και προστάτη του Vladimir Stasov. Ιδιαίτερα καλλιεργημένο άτομο, μέγας γνώστης της Μουσικής και της Ιστορίας, ο Stasov υπήρξε στην ουσία ο ιθύνων νους, ο πνευματικός πατέρας της επονομαζόμενης “Ομάδας των Πέντε”, η οποία απαρτιζόταν από τους συνθέτες Balakirev, Borodin, Rimsky-Korsakov, Cui και Mussorgsky. Φημολογείται μάλιστα, πως ο Stasov ήταν ο ανάδοχος της ομάδας, επινοώντας το όνομα με το οποίο η τελευταία παρέμεινε γνωστή.

Η παραπάνω έκφραση του Mussorgsky (“το παρελθόν εντός του παρόντος”) αποκαλύπτει ανάγλυφα το θεμελιώδες αξίωμα της αισθητικής του. Επιβεβαιώνει μια ανεπανάληπτη ικανότητα πρόσληψης του παρελθόντος καθώς και της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στη Μουσική, τη Λογοτεχνία και την Ιστορία. Περίτρανη απόδειξη αποτελούν τα δυο λυρικά δράματα Boris Godunov (1868 – 1873) και Khovanshchina (1872 – 1880), η πλοκή των οποίων στηρίζεται σε αμιγώς ιστορικά γεγονότα. Το πρώτο υπήρξε και το μοναδικό της όλης παραγωγής του συνθέτη στο συγκεκριμένο είδος που είναι πλήρες. Το δεύτερο παρέμεινε ημιτελές μέχρι και τη στιγμή του θανάτου του. Το λιμπρέττο του Boris Godunov, γραμμένο επίσης από τον συνθέτη, χρησιμοποιεί στην αρχική του εκδοχή, όχι όμως σε μεταγενέστερη διασκευή από τον ίδιο, ως υπόβαθρο το ομότιτλο ιστορικό δράμα του  Aleksandr Pushkin (1799 – 1837).

Η ιδέα προήλθε το φθινόπωρο του 1868 από τον Vladimir Nikolsky, καθηγητή ρωσικής ιστορίας και γλώσσας, θεωρούμενο την εποχή του αυθεντία ως προς τη μελέτη του έργου του Pushkin. O Mussorgsky ξεκίνησε αμέσως με τη συγγραφή του λιμπρέττου. Η όλη επιχείρηση ενείχε δυσκολίες, καθώς το πρωτότυπο κείμενο του Pushkin, σεξπηρικής δομής, αποτελείται από 23 σκηνές γραμμένες σε ιαμβικό πεντάμετρο, εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθεί μουσικά. Ο συνθέτης χρησιμοποίησε εκτενώς τις 7 από αυτές, ειδικότερα δε εκείνες, οι οποίες εστιάζουν στις συνειδησιακές ανησυχίες του πρωταγωνιστή. Οι παρεμβάσεις του συνίσταντο σε διασκευές θεαματικών σκηνών (π.χ. η στέψη στον πρόλογο του έργου) ή παρατεταμένων μονολόγων. Υπήρξαν σημεία όπου διατηρήθηκε το πρωτότυπο κείμενο του Pushkin. Παρά τις τεχνικές δυσκολίες, τον Ιούλιο του 1869 το λιμπρέττο ήταν έτοιμο. Πέντε, μόλις, μήνες αργότερα (τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους) ολοκληρώθηκε και η σύνθεση της μουσικής. Μαζί με τον σύγχρονό του Don Carlos του Giuseppe Verdi (1867), o Boris Godunov διαθέτει εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση και μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων διασκευών. Το 1872, ο Mussorgsky αναγκάστηκε να τροποποιήσει την αρχική εκδοχή προκειμένου το έργο να μπορέσει να αποσπάσει την απαραίτητη έγκριση των αρμοδίων επιτροπών λογοτεχνίας και μουσικής των Αυτοκρατορικών Θεάτρων και να ανεβεί στη σκηνή του θεάτρου Mariinsky της Αγίας Πετρούπολης. Συγκριτικά με την αρχική μορφή, υπήρξαν μεταβολές (ειδικότερα ως προς την ενίσχυση των γυναικείων ρόλων – σχεδόν ανύπαρκτων νωρίτερα – με την προσθήκη της περίφημης “πολωνικής” τρίτης πράξης), ενώ παρατηρούνται, συνάμα, μεγαλύτερη δραματική ποικιλομορφία, περισσότερο μελωδικές γραμμές  και προσεκτικότερη επεξεργασία στον τομέα της ενορχήστρωσης. Πέραν του κειμένου του Pushkin, ο Mussorgsky ανέτρεξε, για τις αλλαγές στο λιμπρέττο, στη μνημειώδη για την εποχή εκείνη Ιστορία του Ρωσικού Κράτους (История государства Российского) του Nikolai Karamzin (ειδικότερα στους τόμους αρ. 10 και 11), στον οποίο, άλλωστε, είναι αφιερωμένο το δράμα του Pushkin. Υπό αυτή τη μορφή, ο Boris Godunov έκανε πρεμιέρα στις 27 Ιανουαρίου 1874. Ακολούθησαν άλλες 5 διασκευές (Rimsky-Korsakov το 1896 και 1908, Emilis Melngailis το 1924, Dmitri Shostakovitch το 1940 και Karol Rathaus το 1952). Υπαγορευόμενες από αισθητικούς συχνά δε και πολιτικούς λόγους (ειδικότερα επί κομμουνιστικού καθεστώτος), οι παραπάνω διασκευές συνίστανται σε περικοπές, μεταβολές στη ροή των πράξεων καθώς και σε δραστικές παρεμβάσεις στην ενορχήστρωση. Η δεύτερη διασκευή του Rimsky-Korsakov (1908) υπήρξε η περισσότερο διαδεδομένη μέσα στον 20ό αιώνα. Στις μέρες μας έχει σχεδόν παραγκωνιστεί από εκείνη του ιδίου του Mussorgsky (1872).

 

Boris Godunov: Ο στοιχειωμένος τσάρος «ζωντανεύει» στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου – musica

 

Η ιδιοφυής δραματουργία του Mussorgsky εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής είναι ο τσάρος. Τα πάντα στρέφονται γύρω από το πρόσωπό του, την αντίληψη που έχει για την εξουσία και τον τρόπο άσκησής της, τις προσδοκίες και τα οράματα που η ίδια η πραγματικότητα διαψεύδει σε καθημερινή κλίμακα, την υπέρμετρη καχυποψία που τρέφει για τους πάντες, τις εμμονές, τις τύψεις και τις ενοχές του, τη διαρκώς κλιμακούμενη ανασφάλεια, την οποία αισθάνεται. Οι (άσκοπες ως επί το πλείστον) προσθήκες του 1872 ελάχιστα μετριάζουν τον κομβικό ρόλο του πρωταγωνιστή. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να διασπάσουν τη συνοχή της πλοκής και να διαταράξουν τον φυσιολογικό ρυθμό του έργου. Αξίζει να σημειωθεί πως η “πολωνική” τρίτη πράξη δεν υφίσταται στο δράμα του Pushkin. Πρόκειται για εξολοκλήρου εφεύρημα του Mussorgsky προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γούστα της εποχής και να εξασφαλιστεί η πολυπόθητη άδεια για το ανέβασμα του έργου. Προσθήκη του συνθέτη αποτελεί και η σκηνή των ταραχών στο δάσος Κρόμι, η τελευταία. κατά σειρά εμφάνισης, του έργου. Σε αντιδιαστολή με το προηγούμενο παράδειγμα, εδώ πρόκειται για επιτυχή πρωτοβουλία πρώτου μεγέθους. Οι ταραχές αποτελούν το καταληκτικό σημείο μιας μακράς περιόδου ανακατατάξεων, η οποία χρονολογείται από την εποχή του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού. Συνάμα, λειτουργούν ως επίμετρο, το οποίο σηματοδοτεί την περαιτέρω πορεία της λεγομένης “Εποχής των Αναστατώσεων” που μόλις έχει δρομολογηθεί επί βασιλείας του Boris Godunov. Ιδανική σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον, κάτι το οποίο, με τη σειρά του, προσδίδει διαχρονική και επίκαιρη προοπτική στο έργο. Ήδη από το 1876, δηλαδή δυο χρόνια έπειτα από την πρεμιέρα, η τελευταία σκηνή του έργου προκαλούσε τη δυσφορία του κοινού κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, λόγω ακριβώς του συμβολισμού και του πολιτικού μηνύματος που εξέπεμπε. Γι αυτό, άλλωστε, απουσιάζει από όλες τις μεταγενέστερες διασκευές. Τέλος, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η μεταφορά της πλοκής πολλών σημερινών σκηνοθεσιών στην τρέχουσα πραγματικότητα, καθώς και η έντονα πολιτικοποιημένη φόρτιση (ορισμένες φορές μέχρι υπερβολής).

Κρατική Όπερα της Βαυαρίας 2013 – Σκηνοθεσία: Calixto Bieito

Μουσική διεύθυνση: Kent  Nagano

 

Ισοδύναμη με εκείνη του πρωταγωνιστή, αποφασιστική για την όλη τη δομή του έργου, είναι και η παρουσία του όχλου, ειδικότερα σε σκηνές όπως η στέψη (πρόλογος/σκηνή 2), το επεισόδιο έξω από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου στη Μόσχα (4η πράξη/σκηνή 1) και βέβαια οι ταραχές στο δάσος Κρόμι (5η πράξη, μόνο στην διασκευή του 1872). Εδώ, ο Mussorgsky ανοίγει νέους ορίζοντες προσδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη χορωδία τόσο σε δραματικό, όσο και σε μουσικό επίπεδο. Η παρουσία του πλήθους δεν αποτελούσε καινοφανές στοιχείο στο ρωσικό λυρικό ρεπερτόριο του 19ου αιώνα. Ο Mikhail Glinka (1804–1857) π.χ. είναι αρκετά γενναιόδωρος ως προς αυτό το σημείο στις όπερες Ρουσλάνος και Λουντμίλα (1842) και κυρίως Μια ζωή για τον Τσάρο (1836). Μόνο που η διαχείριση της χορωδίας είναι μονοδιάστατη, σχεδόν μονότονη και κινείται πάντοτε σε παραδοσιακή και προβλέψιμη κλίμακα. Το πλήθος απλώς παρατηρεί, συνήθως

Boris Godunov, η σκηνή της στέψης σε παράσταση του θεάτρου Μπολσόϊ (2011).

δε αρέσκεται στο να επαναλαμβάνει δοξαστικά τα λόγια των πρωταγωνιστών. Στον Boris Godunov όμως, το ίδιο πλήθος επικροτεί, εκλιπαρεί, διαπληκτίζεται, αμφισβητεί, συμμετέχει ενεργά στην όλη πλοκή, ενίοτε δε αποδομεί απερίφραστα τους πρωταγωνιστές. Για το σκοπό αυτό, ο Mussorgsky επινόησε ολόκληρη ποικιλία από τεχνικές μουσικής γραφής για χορωδία. Από σόλο παρεμβάσεις με απλό συνοδευτικό υπόβαθρο μέχρι ομαδική κινητοποίηση σε ρόλο πρωταγωνιστή. Στις τεχνικές αυτές αντανακλώνται η συνοχή του πλήθους, η ιδεολογική του στράτευση και η ιστορική του υπευθυνότητα. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη συμβολή του συνθέτη στην εν γένει μουσική δραματουργία.

Η στέψη  (Πρόλογος, σκηνή 2η) – Θέατρο  Mariinsky 2013

Yevgeny Nikitin (Boris Godunov) – Μουσική διεύθυνση: Valery Gergiev

 

Με όποια συχνότητα και με όποιο πρόσχημα και αν οι ιθύνοντες της Ρωσίας (τσάροι και επίδοξοι σφετεριστές της εξουσίας, καιροσκόποι, συνωμότες και δολοπλόκοι κάθε λογής) διασχίζουν και ξαναδιασχίζουν τη σκηνή, ο λαός παραμένει διαρκώς παρών, βυθισμένος στη δυστυχία και στην απόγνωση που τον διακατέχουν, εγκλωβισμένος σε ένα αδιέξοδο δίχως ελπίδα και προοπτική. Έχοντας εισαγάγει μια πολιτική (και όχι μόνο) αντιπαράθεση ανάμεσα στην κορυφή και την βάση, με άλλα λόγια ανάμεσα στους λίγους που ασκούν την εξουσία και τους πολλούς, οι οποίοι την υφίστανται, ο Mussorgsky δεν πράττει απολύτως τίποτα, έστω και υπό την μορφή κάποιου οράματος, προκειμένου να καλύψει το αγεφύρωτο χάσμα. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Boris Godunov είναι ένα βαθιά απαισιόδοξο έργο.

Boris Godunov, το επεισόδιο έξω από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου σε παράσταση του θεάτρου Μπολσόϊ (1927).

Τελευταίο αξιομνημόνευτο στοιχείο είναι η πρόσληψη του χρόνου. Η εξουσία δεν αποτελεί παρά την απεικόνιση ενός διλήμματος συνυφασμένου με την έννοια του χρόνου, από το οποίο της είναι αδύνατο να απεξαρτηθεί. Το παρελθόν όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί, αλλά καταφέρνει να εισβάλλει διαρκώς μέσα στο παρόν, στοιχειώνοντας τους πάντες και τα πάντα. Οι παραισθήσεις του πρωταγωνιστή (στα όρια της παραφροσύνης κατά καιρούς)  συμβολίζουν την αιώνια πάλη του ανθρώπου με το ιστορικό του παρελθόν. Μια δύσκολη και απαιτητική αναμέτρηση, το τίμημα της οποίας είναι βαρύ, συνάμα όμως λυτρωτικό εάν και εφόσον επικρατήσει η βούληση για αυτογνωσία και αυτοκριτική. Διαφορετικά, το προϊόν της παραπάνω πάλης οδηγεί σε επιπρόσθετο άγχος και υπαρξιακή αγωνία. Ο χρόνος του Boris Godunov δεν αποδέχεται ως τετελεσμένες, καταστάσεις του παρελθόντος. Αντίθετα, τις αναπαράγει έστω και με επίπλαστο τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μορφή του Ψευδο-Δημητρίου, ενός ακίνδυνου τυχοδιώκτη, δήθεν νομίμου διαδόχου και επίδοξου σφετεριστή του θρόνου στην αρχή του έργου, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου καταφέρνει να οδηγήσει σε ψυχική και φυσική κατάρρευση έναν πανίσχυρο και χαρισματικό τσάρο και να τον διαδεχθεί στο θρόνο, βυθίζοντας ταυτόχρονα τη χώρα στο χάος και στην αναρχία.

Ωστόσο, την έννοια του χρόνου ενσαρκώνει ένα άλλο πρόσωπο, κομβικής σημασίας ως προς την όλη δομή του έργου. Πρόκειται για τον μοναχό και χρονικογράφο Pimen. Άθελά του, είναι εκείνος, που με την αφήγησή του θέτει σε κίνηση τον χρόνο, αναβιώνοντας φαντάσματα του παρελθόντος. Του είναι αδύνατο να σταματήσει τη ροή του χρόνου, να παρεμποδίσει την βίαιη διείσδυση ενός αιματηρού παρελθόντος μέσα σε ένα ρευστό και νεφελώδες παρόν, να συμβιβάσει τον χρόνο με την ιστορική αλήθεια. Αντίθετα, ο χρόνος, του οποίου ο ίδιος είναι θεματοφύλακας, ξεφεύγει από τον έλεγχό του και υπόκειται σε παραποίηση και υποβουλιμιαία εκμετάλλευση από τρίτους, οδηγώντας τα πράγματα στην καταστροφή.

 

O μονόλογος του μοναχού Pimen (1η πράξη/σκηνή 2) – Εθνική Όπερα Παρισιού 2018 Ain Anger (Pimen) – Μουσική διεύθυνση: Vladimir Jurowski                  

 

Σήμερα μπορούμε να υποστηρίξουμε ανεπιφύλακτα πως ο Boris Godunov δεν είναι ένα κοινό λυρικό δράμα. Ούτε ένα αποκλειστικά μουσικό έργο. Πρόκειται για μια επικών διαστάσεων τοιχογραφία της λεγομένης “Εποχής των Αναστατώσεων” και γενικότερα του ταραχώδους ρωσικού 17ου αιώνα. Ταυτόχρονα συμβολίζει τη διαχείριση της σχέσης του ανθρώπου με το παρελθόν. Με άλλα λόγια, την αναμέτρηση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό.

Τρεις μεγάλοι ερμηνευτές του ομώνυμου ρόλου: Fyodor Chaliapin, Boris Christoff και Nicolai Ghiaurov.

Συνομιλία με τον αρχιμουσικό Vladimir Jurowski

 

Η Αγγελική Δεληκάρη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ
Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Calvocoressi, M.D., Modest Mussorgsky: His Life and Works, London, Rockliff, 1956.

Emerson, C., Oldani, R. W., Modest Musorgsky and Boris Godunov: Myths, Realities, Reconsiderations, Cambridge, Cambridge University Press, 1994

Emerson, C., Mussorgsky’s Libretti on Historical Themes: From the Two Borises to Khovanshchina, Princeton, Princeton University Press, 1988.

Gray, I., Boris Godunov, the Tragic Tsar, New York, Charles Scribner’s Sons, 1973.

Maes, Francis, Arnold J. Pomerans, Erica Pomerans, A History of Russian Music: From Kamarinskaya to Babi Yar, Berkeley, Los Angeles and London, University of California Press, 2002.

Μαλιγκούδη, Γ., Ιστορία της Ρωσίας, τ. Β΄: Το κράτος της Μόσχας (1240-1613) [Βιβλιοθήκη Σλαβικών Μελετών 7], Θεσσαλονίκη, Φιλώτας, 1996.

Marnat, M., Moussorgsky, Paris, Seuil, 1962.

Oldani, R. W., John, N., Fay, L. E., de Jonge, A., Osborne, N., Opera Guide 11: Boris Godunov, London: John Calder, Ltd., 1982.

Pavlov, A.P., Gosudarev dvor i političeskaja bor’ba pri Borise Godunove (1584-1605 gg.), St. Peterburg, Nauka, 1992.