150 χρόνια από τότε
Francine Saint-Ramond
Charles–Denis–Sauter Bourbaki.
Ένας στρατηγός ελληνικής καταγωγής στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870-1871
Ο Charles-Denis-Sauter Bourbaki γεννήθηκε στις 22 Απριλίου 1816 στην πόλη Pau, στους πρόποδες των Πυρηναίων. Ο κηδεμόνας του, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του συνταγματάρχη, τον έστειλε να σπουδάσει στο Παρίσι και στη Μαδρίτη, προτού τον εισαγάγει στις τάξεις του στρατεύματος. Ο Bourbaki υπηρέτησε τη Γαλλία επί 47 συναπτά έτη φθάνοντας έως τον βαθμό του στρατηγού.
Το χρονικό μιας ελληνικής οικογένειας που μετοίκησε στη Γαλλία
Προκειμένου να κατανοήσει κανείς καλύτερα την προσωπικότητα του Bourbaki, πρέπει να γυρίσει πίσω τον χρόνο στο έτος 1798. Η Ευρώπη ολόκληρη διακατεχόταν τότε από ανησυχία εξαιτίας της εκστρατείας του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο. Ο επαναπατρισμός του εκστρατευτικού σώματος στη Γαλλία φάνταζε επιτακτικός, εξαιτίας ταραχών, οι οποίες είχαν εκδηλωθεί εντός του μητροπολιτικού εδάφους.¹
Η οικογένεια του στρατηγού Βοναπάρτη καταμετρούσε συγγενείς και φίλους στη Γένοβα, στο Λιβόρνο και στην Κορσική. Χάρη σε αυτό το δίκτυο οργανώθηκε μια υπηρεσία επικοινωνίας με τον στρατηγό, ο οποίος εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Αίγυπτο. Η όλη επιχείρηση ήταν λεπτή και επικίνδυνη. Χρειάζονταν άτομα εξοικειωμένα με τη ναυσιπλοΐα, καλοί γνώστες της Μεσογείου και των μυστικών της, ικανοί να διαφύγουν από την προσοχή του βρετανικού και του οθωμανικού στόλου που περιπολούσαν στα ανοικτά των ακρωτηρίων Ταινάρου και Μαλέα. Κατοικούσε τότε στη Μασσαλία ένα Έλληνας ναυτικός, ονόματι Sauter-Bourbaki (Βούρβαχης) από την Κεφαλλονιά. Αφού προφγουμένως βολιδοσκοπήθηκε από το περιβάλλον του Βοναπάρτη, δέχτηκε να διασχίσει τη Μεσόγειο με προορισμό το λιμάνι της Βηρυτού. Μέσα σε ένα σιδερένιο κιβώτιο μετέφερε σφραγισμένα έγγραφα. Επρόκειτο για τον παππού του μετέπειτα διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς υπό το καθεστώς της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας (1852-1870).² Ο Bourbaki εξεπλήρωσε την αποστολή του και ο Βοναπάρτης, που με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα στην πατρίδα του, αναχώρησε στις 28 Ιουλίου 1799 από την Αλεξάνδρεια. Το μέλλον διαγραφόταν ευοίωνο για τον κομιστή της αλληλογραφίας. Δυστυχώς για τον ίδιο, ασθένησε βαριά και λίγο αργότερα απεβίωσε. Πρόλαβε, ωστόσο, να συστήσει τους δυο γιούς του στον Βοναπάρτη, ο οποίος στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα είχε στεφθεί αυτοκράτορας. Ο δευτερότοκος διορίστηκε πρόξενος της Γαλλίας στην Κεφαλλονιά. Ο πρωτότοκος, ο συνταγματάρχης Constantin Denis Bourbaki, επισκέφτηκε τον Φεβρουάριο του 1815 τον ευρισκόμενο τότε υπό περιορισμό Ναπολέοντα στη νήσο Έλβα. Η μετάβαση πραγματοποιήθηκε με απόλυτη μυστικότητα μέσα στη νύκτα. Σκοπός ήταν να τηρηθεί ενήμερος ο αυτοκράτορας για την επικείμενη πρόθεση της Ιεράς Συμμαχίας να τον μεταφέρει στην μακρινή και απομονωμένη νήσο της Αγίας Ελένης. Κατόπιν τούτου, ο τελευταίος δραπέτευσε και την 1η Μαρτίου αποβιβάστηκε στην πόλη Fréjus της νοτίου Γαλλίας. Η όλη επιχείρηση καθώς και τα όσα έμελλαν να ακολουθήσουν, παρέμειναν γνωστά ως “οι εκατό ημέρες του Ναπολέοντα”. Τερματίστηκαν με την ήττα στη μάχη του Βατερλώ και την εξορία, τελικά, στην Αγία Ελένη.

Η κατάρρευση του ναπολεοντείου καθεστώτος δεν επηρέασε ιδιαίτερα τον Constantin Bourbaki. Όταν, πέντε χρόνια αργότερα, το 1821, ξέσπασε ο αγώνας ανεξαρτησίας των Ελλήνων, ο Bourbaki βρισκόταν στην Ισπανία, γενέτειρα χώρα της συζύγου του. Θεωρούμενος ως επικίνδυνος από τον βασιλικό οίκο των Βουρβόνων αναγκάστηκε να μετοικήσει στη Γαλλία. Ήταν η στιγμή, κατά την οποία η κυβέρνηση του Παρισιού σχεδίαζε να στείλει στην Ελλάδα ένα εκστρατευτικό σώμα. Πληροφορούμενος το γεγονός, ο Bourbaki ζήτησε από τον βασιλέα Κάρολο Ι΄ την επανένταξή του στο στράτευμα και τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του Μοριά. Το αίτημα απορρίφτηκε. Ωστόσο, ο ίδιος μετέβη στην Ελλάδα, όπου κατατάχθηκε ως απλός εθελοντής. Δυο μήνες αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου 1827, έχασε τη ζωή του κατά την πολιορκία των Αθηνών.

Ο Charles-Denis-Bourbaki (1816-1897) ορφάνεψε από πατέρα στην ηλικία των 12 ετών. Κηδεμόνας του ανέλαβε ο συνταγματάρχης υποκόμης de Rumigny. Το 1830, ο τελευταίος εξασφάλισε για τον μόλις 14 ετών Charles-Denis την εγγραφή με υποτροφία στο Βασιλικό Στρατιωτικό Κολλέγιο της Flèche. Εν συνεχεία ο χαρισματικός μαθητής συνέχισε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία του Saint-Cyr, όπου εισήχθη το 1834. Ανέλαβε την πρώτη του διοίκηση στις τάξεις του σώματος των Ζουάβων. Υπό την παραπάνω ιδιότητα έλαβε μέρος, ως υπολοχαγός, στην πρώτη πολιορκία της Κωνσταντίνης (Οκτώβριος 1837), στην τελούσα υπό γαλλικό έλεγχο Αλγερία. Μάλιστα διακρίθηκε οργανώνοντας περιχαρακωμένες θέσεις, γεγονός που αποδείκνυε πως διέθετε απόλυτη αίσθηση του χώρου. Στην Αλγερία πληγώθηκε αρκετές φορές εν ώρα υπηρεσίας. Ένα από τα τραύματα, στην αριστερή κνήμη, τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος του βίου του. Στη μάχη του Milah (1838), καταπλακώθηκε από το φονευθέν άλογό του. Τον Μάϊο του 1843 συνέβαλε ουσιαστικά στην κατάληψη του στρατηγείου του εμίρη Abdelkader El Djezairi, ηγέτη της αλγερινής αντίστασης ενάντια στην γαλλική στρατιωτική παρουσία. Χαίροντας της εκτίμησης των ανωτέρων του, ο Bourbaki αγωνίστηκε για την ειρήνευση στην Αλγερία και για την αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στις φυλές της περιοχής αλλά και μεταξύ Γάλλων και ιθαγενών. Πρωτοστάτησε στην ενσωμάτωση ντόπιων στις μονάδες του γαλλικού στρατού. Ακολούθως ανέλαβε τη διοίκηση ενός λόχου της Λεγεώνας των Ξένων. Σε αυτή τη φάση της σταδιοδρομίας του ανακλήθηκε στο Παρίσι προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα υπασπιστή του βασιλέα Λουδοβίκου-Φιλίππου.³ Αργότερα επανήλθε στην Αλγερία, όπου η παρουσία του είχε κριθεί ως απαραίτητη, συμμετέχοντας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Καβυλίας. Ο Bourbaki παρέμεινε στην Αλγερία έως τα μέσα της δεκαετίας του 1850. Το 1850 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και ένα χρόνο αργότερα σε συνταγματάρχη. Τα ανδραγαθήματά του κατά την πολιορκία του Laghouat (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1852) τού χάρισαν την ανώτατη διάκριση: το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο συνταγματάρχης Bourbaki υπήρξε δημοφιλής στις τάξεις της στρατιάς της Αφρικής, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που κυκλοφόρησαν τραγούδια αφιερωμένα στο πρόσωπό του.
Μεταξύ των ετών 1854 και 1856 συμμετείχε στην εκστρατεία της Κριμαίας με τον βαθμό του ταξιάρχου, επικεφαλής στρατευμάτων προερχομένων από την Αλγερία. Ήταν παρών στις μεγαλύτερες μάχες (Alma, Inkerman, Σεβαστούπολη). Στο Inkerman πολέμησε αδιάκοπα από τις 9 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα. Βαριά ασθενής εξαιτίας του νοσηρού κλίματος, επαναπατρίστηκε στη Γαλλία από όπου επανήλθε λαμβάνοντας μέρος στην αποφασιστική κατάληψη της νευραλγικής οχυρής θέσης του Malakoff (8 Σεπτεμβρίου 1855), πλησίον του λιμένα της Σεβαστούπολης. Τα θραύσματα ενός όλμου την ημέρα εκείνη έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του. Για την εν γένει συνεισφορά του στον πόλεμο της Κριμαίας επιβραβεύθηκε το 1857 με προαγωγή στο αξίωμα του υποστρατήγου.

Με τη λήξη του πολέμου επανήλθε στην Αλγερία και τις γνώριμες, πλέον, επιχειρήσεις ειρήνευσης. Το 1859-1860 ήταν παρών σε δυο αποφασιστικές μάχες της εκστρατείας της Ιταλίας (Solférino και Magenta). To 1862 το όνομά του συγκαταλεγόταν μεταξύ των υποψηφίων για τον θρόνο της Ελλάδος. Ωστόσο, απέρριψε από μόνος την τιμητική αυτή προσφορά.⁴
To 1850 o Charles-Denis Bourbaki νυμφεύτηκε την Joséphine-Thérèse-Aline Adam, κόρη ενός πλούσιου κτηματομεσίτη, ο οποίος απέκτησε περιουσία από τον κατακερματισμό του ήδη κατεστραμμένου πάρκου του πύργου του Saint-Maure des Fossés, στα νοτιοανατολικά προάστια του Παρισιού. Έχουμε να κάνουμε, επομένως, με μια οικογένεια ελληνικών καταβολών, η οποία ενσωματώθηκε πλήρως στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε πως, υπό αυτή την οπτική, αποτελεί πρότυπο επιτυχίας. Κατά κανένα, όμως, τρόπο, δεν εξυπακούεται πως η ζωή και η σταδιοδρομία του στρατηγού Bourbaki υπήρξαν δίχως προσκόμματα, κάτι που, άλλωστε, πρόκειται να προκύψει από τη συνέχεια του κειμένου.

Ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος των ετών 1870-1871
Προτού αξιολογηθεί ο ρόλος που ο στρατηγός Bourbaki διαδραμάτισε στο πλαίσιο του Γαλλοπρωσικού Πολέμου των ετών 1870-1871, είναι θεμιτό να μνημονευθούν τα διαδοχικά στάδια, τα οποία επί έξι συνεχόμενους μήνες θρυμάτισαν το ηθικό των Γάλλων.
Το καθένα από τα δυο αντιμαχόμενα μέρη αναζητούσε για δικούς του λόγους την πρόφαση εκείνη, η οποία θα επέφερε μια ένοπλη αντιπαράθεση. Από την πλευρά της Γαλλίας, ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ΄, γιός της Hortense de Beauharnais, προγονής του Ναπολέοντα Α΄, αντιμετώπιζε προβλήματα σε όλα τα μέτωπα (εσωτερικό και εξωτερικό) στη διάρκεια της δεκαετίας του 1860. Η μεγαλύτερη, ωστόσο, ανησυχία του αφορούσε την Πρωσία και τη σταδιακή ενδυνάμωσή της με προσαρτήσεις, οι οποίες διαδέχονταν τις επιτυχίες της στα πεδία των εχθροπραξιών. Με τον τρόπο αυτό προσαρτήθηκαν τα δουκάτα του Schleswig και Holstein το 1864, ενώ η εντυπωσιακή στρατιωτική επικράτηση επί της Αυστρίας το 1866 στη μάχη της Sadowa είχε ως συνέπεια την ουσιαστική κυριαρχία του οίκου των Χοετσόλερν επί του ομωνύμου των Αψβούργων. Από την πλευρά της Πρωσίας λειτουργούσε ακόμη το σύνδρομο των ναπολεοντείων κατακτήσεων. Όμως, στη δεκαετία του 1860 τα πράγματα είχαν πλέον αλλάξει ριζικά. Ευρισκόμενο σε τροχιά ανάπτυξης, το βασίλειο της Πρωσίας αποτελούσε απειλή για τη Γαλλία. Ο Ναπολέων Γ΄ μπορεί μεν να είχε καταρχήν αποδεχτεί την προοπτική μιας ενοποίησης των γερμανικών κρατιδίων το 1865, κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Biarritz, ωστόσο επιδίωκε εις μάτην ανταλλάγματα για την ουδετερότητα, την οποία είχε τηρήσει διαρκούσης της αποφασιστικής μάχης της Sadowa. Ως τέτοια θεωρούσε την αριστερή όχθη του Ρήνου, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο. Όσο για τον Otto von Bismarck, καγκελάριο της Πρωσίας, επιθυμούσε διακαώς έναν πόλεμο κατά της Γαλλίας, ικανό να συσπειρώσει τους Γερμανούς και συνακόλουθα να οδηγήσει στην ενοποίηση των διαφόρων κρατιδίων.
Το 1870, το κύρος του γαλλικού στρατού ήταν αδιαμφισβήτητο. Μεταξύ άλλων οφειλόταν στις διάφορες μακρινές εκστρατείες αποικιακής φύσεως, στις οποίες είχε επιδοθεί, όπως ήταν η κατάκτηση της Αλγερίας και οι επιτυχίες στα μέτωπα της Κριμαίας και της Ιταλίας. Παρά ταύτα, η φιλόδοξη μεταρρύθμιση στρατάρχη Niel το 1868 δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η άμεση αφορμή για τον πόλεμο μπορούσε κάλλιστα να έχει αποφευχθεί. Ο βασιλέας της Πρωσίας Γουλιέλμος Α΄, ως χειρονομία καλής θελήσεως, απέσυρε την υποστήριξή του όσον αφορούσε στην υποψηφιότητα του εξαδέλφου του, πρίγκιπα Λεοπόλδου Χοετσόλερν-Σιγκμαρίνγκεν σχετικά με τον θρόνο της Ισπανίας. Ο τελευταίος ήταν σφόδρα αντιπαθής στη Γαλλία, η οποία, επιπρόσθετα, δεν επιθυμούσε να δει έναν Γερμανό πρίγκιπα να καταλαμβάνει το ανώτατο αυτό αξίωμα. Το ύφος του τηλεγραφήματος του Γουλιέλμου παραποιήθηκε σκοπίμως από τον Bismarck, ο οποίος προσέδωσε μια περισσότερο άκαμπτη μορφή στο περιεχόμενο του κειμένου (είναι γνωστό και ως “τηλεγράφημα του Ems”) σε σχέση με το περισσότερο συγκαταβατικό αρχικό ύφος του βασιλέα της Πρωσίας. Πέφτοντας στην παγίδα, ο Ναπολέων Γ΄ εξέλαβε το κείμενο ως προσωπική προσβολή, με αποτέλεσμα να κυρήξει τον πόλεμο στις 19 Ιουλίου 1870. Διέθετε την υποστήριξη της συντριπτικής μερίδας της κοινής γνώμης, σε αντιδιαστολή με τον σκεπτικισμό σημαντικού αριθμού επιφανών προσώπων του πολιτικού στερεώματος εξαιτίας του ότι η Γαλλία δεν ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί στην πολυτέλεια μιας ένοπλης αντιπαράθεσης.

Με την πάροδο του χρόνου, ο αρχικός Γαλλοπρωσικός Πόλεμος μετεξελίχθηκε σε Γαλλογερμανικό, καθώς η διενέργειά του οδήγησε στην ενοποίηση των γερμανικών κρατιδίων. Κατά την αρχική φάση των επιχειρήσεων, ο γαλλικός στρατός παρουσίαζε ένα σημαδιακό μειονέκτημα: η διοίκησή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρόσωπο του αυτοκράτορα, αν και ο τελευταίος δεν διέθετε την απαιτούμενη κατάλληλη κατάρτιση. Ένα δεύτερο μειονέκτημα είχε να κάνει με την κατάσταση της υγείας του. Ο Ναπολέων Γ΄ υπέφερε ασταμάτητα από αφόρητους πόνους που οφείλονταν σε ύπαρξη λίθου στα νεφρά. Επρόκειτο για μια κάθε άλλο παρά ενδεδειγμένη πάθηση εν μέσω πολεμικών επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ως εκ τούτου, ήταν ανίκανος να εγγυηθεί την ομαλή διεκπεραίωση της αρχιστρατηγίας. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως οι θεαματικές γαλλικές αποτυχίες κατά την αρχική φάση του πολέμου οφείλονταν εν πολλοίς στην κατηγορηματική άρνηση του ιδίου (όπως και της αυτοκράτειρας Ευγενίας) να εκχωρήσει μέρος των αρμοδιοτήτων του σε τρίτους.
Σε τελική ανάλυση, η γαλλογερμανική αντιπαράθεση έφερε αντιμέτωπες μεταξύ τους δυο εκ διαμέτρου διαφορετικές αντιλήψεις περί διεξαγωγής πολέμου. Έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε την αναμέτρηση του 1870-1871 μέσω μιας εικονογραφικής κάλυψης, η οποία δεν αποδίδει την πραγματικότητα σε όλες της τις διαστάσεις. Οι ζωγραφικοί πίνακες και τα λογοτεχνικά κείμενα αναδεικύουν τρισδιάστατα τις παραδοσιακές διαστάσεις, αποκρύπτοντας, συνάμα, πρωτότυπες και αποκαλυπτικές πτυχές. Από γαλλικής πλευράς εξυμνείται η γενναιότητα των πολεμιστών σε ατομικό επίπεδο, τη στιγμή κατά την οποία η τελευταία είχε παντελώς υπερκεραστεί από την ισχύ πυρός του αντιπάλου. Οι ζωγραφικοί πίνακες εστιάζουν σε περιπτώσεις μεμονωμένου ηρωισμού ή σε περιφερειακές και άνευ ουσιαστικής σημασίας αναμετρήσεις στο περιθώριο των μεγάλων μαχών. Στην περίπτωση αυτή δεν καταβάλλεται προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής πραγματικότητας. Αντιθέτως, αποφεύχθηκε συνειδητά η αναφορά στις μάχες, ούτως ώστε να μη διαφανούν τα αληθινά αίτια της ήττας. Οι παραπάνω αποδόσεις του πολέμου δημιούργησαν έναν μύθο, αντάξιο με εκείνον της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου λίγα χρόνια αργότερα.⁵ Από τη δική της πλευρά, η πραγματικότητα παραπέμπει σε μια πρωτοπόρο, για την εποχή, ένοπλη αντιπαράθεση, όπου η ισχύς των όπλων υπερέχει συντριπτικά έναντι της ατομικής ανδρείας. “Άλλαξαν τα πάντα, ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο είχαμε συνηθίσει να πολεμάμε”, έγραφε χαρακτηριστικά ο Émile Zola.⁶
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητη μια αντιπαραβολή ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Οι Γερμανοί αξιωματικοί διέθεταν περιορισμένη μάχιμη εμπειρία. Επρόκειτο περισσότερο για θεωρητικούς, οι οποίοι είχαν ακολουθήσει εξαίρετες σπουδές στο τομέα της στρατιωτικής ιστορίας. Η Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου είχε υιοθετήσει ένα πρωτοπόρο σύστημα, καθώς οι σπουδαστές επιλέγονταν μέσω διενέργειας αυστηρών εισαγωγικών εξετάσεων. Διευθυντής της Ακαδημίας είχε χρηματίσει επί χρόνια ο Clausewitz, ο οποίος είχε μελετήσει σε βάθος τη θεωρία του πολέμου και αφομοιώσει την εμπειρία των ναπολεοντείων πολέμων (κάτι που δεν είχε φροντίσει να πράξει ο Ναπολέων Γ΄). Ο Helmuth von Moltke ο πρεσβύτερος δεν ήταν μπαρουτοκαπνισμένος. Επρόκειτο, όμως, για έναν θεωρητικό πρώτου μεγέθους. Όλα τα στελέχη ήταν εμποτισμένα από τα ένδοξα παράδειγματα του παρελθόντος. Η διδασκαλία στηριζόταν σε μια σοφή χρήση του ιππικού: ο Moltke διακήρυττε πως, ευρισκόμενοι σε αναζήτηση επαφής με τον αντίπαλο, οι άνδρες έπρεπε να καλύπτονται αλλά και να αντλούν πληροφορίες από λογχοφόρους ιππείς (ουλάνους) με σκοπό να μην επιτρέψουν στην απέναντι πλευρά να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Καθώς μάλιστα η αχίλλειος πτέρνα των Γάλλων ήταν η αναποτελεσματική χρήση του τηλεγράφου, δύναται κανείς να προσμετρήσει την αξία αυτών των ιππέων, οι οποίοι είχαν μετεξελιχθεί σε ειδήμονες στον τομέα της πληροφόρησης και των διαβιβάσεων.
Ο γερμανικός στρατός αποτελείτο από μόνιμα σώματα. Η στρατολόγηση διεκπεραιωνόταν με τοπικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, σε κάθε περιοχή αντιστοιχούσε και από ένα σώμα στρατού. Αρχιστράτηγος ήταν ο βασιλέας της Πρωσίας. Τον πλαισίωναν ένας υπουργός Πολέμου και ένα Γενικό Επιτελείο, το οποίο αποτελούσε συνάμα και τον κρυφό άσσο του πρωσικού στρατού. Η εκπαίδευση του κάθε οπλίτη ήταν προχωρημένη σε πολλαπλά επίπεδα. Οι περισσότεροι αξιωματικοί (ακόμα και οι κατώτεροι), έφεραν επάνω τους επιτελικούς χάρτες της Γαλλίας κατακερματισμένους σε μικρά τετράγωνα, ούτως ώστε να μπορούν να τους αξιοποιούν κατά περίπτωση. Κάθε τεμάχιο του χάρτη διέθετε λεπτομερή και επικαιροποιημένη πληροφόρηση για τα πάντα, από το πιο ανούσιο μονοπάτι μέχρι το πλέον απομακρυσμένο αγρόκτημα και την περίφραξή του. Χαρακτηριστική ήταν η ρήση ενός Γάλλου ιερέα: “Οι Πρώσοι αξιωματικοί κουβαλούσαν, άπαντες, μαζί τους χάρτες. Οι γυλιοί των δικών μας ήταν γεμάτοι μυθιστορήματα”.⁷

Οι Γάλλοι διακατέχονταν από μια παρωχημένη αντίληψη. Κατά την άποψή τους, εξακολουθούσε να υφίσταται ένας “ευγενής” τρόπος διεξαγωγής του πολέμου. Επιπρόσθετα, μια προσέγγιση του είδους αυτού ευνοούσε την καλλιέργεια στερεοτύπων, με γνώμονα τα οποία ο Γερμανός αντίπαλος ήταν εξ’ ορισμού πανούργος, ύπουλος, υποκριτής, επιρρεπής στην προδοσία, ικανός για κάθε είδους ενέδρα προτού καν χαράξει το φως της ημέρας. Στα ανώτατα κλιμάκια του γαλλικού στρατού, οι αξιωματικοί είχαν να επιδείξουν μεγάλη επιχειρησιακή πείρα. Υστερούσαν, ωστόσο, σε επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης. Οι διάφοροι αποικιακοί πόλεμοι όχι μόνο ήταν δαπανηροί, αλλά είχαν καταπονήσει τα στελέχη. Η διοίκηση υπέφερε από έλλειψη συντονισμού αλλά και από μια υπέρμετρα συγκεντρωτική διάρθρωση. Οι στρατιώτες ήταν αφοσιωμένοι, γενναίοι, γεμάτοι ενέργεια. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν διαμορφωθεί στην Αλγερία κάτω από σκληρές και ιδιάζουσες συνθήκες. Αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις επιταγές μιας ορθόδοξης αναμέτρησης. Από τους επώνυμους ανώτατους αξιωματικούς δύσκολα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει κάποιον. Οι Canrobert και MacMahon είχαν διακριθεί στην Ιταλία. Ο Le Boeuf όφειλε την ανέλιξή του στην εύνοια και υποστήριξη του αυτοκράτορα. Ο Bazaine ήταν ένας φιλόδοξος και αλαζόνας τυχοδιώκτης, ο οποίος ανέλαβε το στράτευμα μη έχοντας καν συμπληρώσει 8.000 ώρες διοίκησης στο ενεργητικό του.
Η χρήση του ιππικού από γαλλικής πλευράς διέφερε παρασάγγας. Οι ένδοξες επελάσεις του 1870 αποδείχτηκαν άσκοπες, ανούσιες, ανώφελες και ετεροχρονισμένες. Κόστισαν ακριβά σε ανθρώπινες απώλειες καθώς αποτελούσαν ιδανικό στόχο για σύγχρονα, για την εποχή, όπλα, όπως το μυδραλιοβόλο. Κι όμως, ο γαλλικός οπλισμός είχε να επιδείξει αρετές. Το τουφέκι Chassepot, με εμβέλεια 1.200 μέτρων, είχε διπλό βεληνεκές από το αντίστοιχο γερμανικό (Dreyse). Ωστόσο, το 1870 δεν υπήρχε ικανή επάρκεια εξαιτίας του περιορισμού των στρατιωτικών κονδυλίων. Το πυροβολικό ήταν υποδεέστερο εκείνου του αντιπάλου. Το 1868, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης Niel και ενόψει του διαγραφόμενου πολέμου με την Πρωσία, δημιουργήθηκαν μονάδες ελεύθερων σκοπευτών, κυρίως στα ανατολικά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Αποτελούμενες από στρατιωτικούς και πολίτες, οι μονάδες αυτές ήταν εκπαιδευμένες σε πρακτικές ανορθόδοξου πολέμου και προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στα μετόπισθεν του προελαύνοντος πρωσικού στρατού. Τέλος, γυναίκες και ανήλικα αγόρια συμπλήρωναν τις τάξεις του γαλλικού στρατού. Οι πρώτες χρησιμοποιούνταν ως πλύστρες, τα δεύτερα ως σαλπιγκτές και τυμπανιστές στην πρώτη γραμμή.

O πόλεμος διεξήχθη σε δυο φάσεις, οι οποίες συμπίπτουν με τα δυο διαφορετικά καθεστώτα που διαδέχθηκαν το ένα το άλλο τότε στη Γαλλία. Οι στρατιωτικές ήττες του αυτοκράτορα, η κατάκτηση εκ μέρους των Πρώσων μιας σειράς οχυρών θέσεων που προστάτευαν την εθνική επικράτεια όπως, π.χ. εκείνης του Metz, εξώθησαν τον Ναπολέοντα Γ΄ σε παράδοση και αιχμαλωσία έπειτα από την αποφασιστική μάχη του Sedan (1η Σεπτεμβρίου 1870). Επρόκειτο για μια ταπείνωση άνευ προηγουμένου, η οποία ενεργοποίησε με τη σειρά της πολιτειακή μεταβολή. Στις 4 Σεπτεμβρίου θεσπίστηκε ένα δημοκρατικό καθεστώς υπό μια κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας με επικεφαλής τον Léon Gambetta. Η νέα κυβέρνηση τοποθετήθηκε αμέσως υπέρ της συνέχισης του πολέμου. Ο πρωθυπουργός κατάφερε να διαφύγει με αερόστατο από το ευρισκόμενο υπό πολιορκία Παρίσι και να μεταβεί στην πόλη Tours, όπου εγκατέστησε προσωρινά την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα προχώρησε στην ανασυγκρότηση του στρατεύματος, έχοντας ως απώτερο στόχο τη λύση της πολιορκίας της πρωτεύουσας. Στο νότιο τομέα, η στρατιά του Λίγηρα (armée de la Loire) κατάφερε μια πρώτη νίκη στο Coulmiers (9 Νοεμβρίου). Ωστόσο, υπέστη μια σειρά από διαδοχικές ήττες στις θέσεις Beaune-la-Rolande (28 Νοεμβρίου) και Orléans (3 και 4 Δεκεμβρίου). Μια δεύτερη στρατιά υπό τον στρατηγό Chanzy είχε ανάλογη τύχη στη μάχη του Mans (11 και 12 Μαρτίου 1871). Στο βόρειο τομέα, οι δυνάμεις του στρατηγού Faidherbe άντεξαν επί δυο μήνες απέναντι στα στρατιές των Manteuffel και Goeben. Υπέκυψαν τελικά στη μάχη του Saint-Quentin (19 Ιανουαρίου 1871). Η στρατιά της Ανατολής (armée de l’ Est) υπό τη διοίκηση του στρατηγού Bourbaki, εξανάγκασε τους Πρώσους σε υποχώρηση, ανακατέλαβε την πόλη Dijon και αναπτύχθηκε προς το πολιορκημένο Belfort, το οποίο υπερασπιζόταν με αυταπάρνηση ο συνταγματάρχης Denfert-Rochereau. Για λόγους οι οποίοι πρόκειται να αναλυθούν παρακάτω, η προέλαση ανακόπηκε, η στρατιά της Ανατολής ηττήθηκε και αναζήτησε καταφύγιο στη παρακείμενη Ελβετία.
Έχοντας αποτύχει σε αμφότερους τους στόχους ( στρατιωτικές επιτυχίες στην επαρχία και λύση της πολιορκίας του Παρισιού), η κυβέρνηση Gambetta αποδέχθηκε την διακοπή των εχθροπραξιών στις 28 Ιανουαρίου 1871. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ειρήνης. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στο Παρίσι ξέσπασε λαϊκή εξέγερση, γνωστότερη ως Κομμούνα (Μάρτιος-Μάϊος 1871). Χάρη στον Friedrich Engels, το γεγονός αυτό έμελλε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα για τους ανά τον κόσμο κομμουνιστές. Στις 19 Μαΐου υπεγράφη η καθόλα ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης της Φρανκφούρτης, βάσει της οποίας η Γαλλία απώλεσε την επαρχία της Αλσατίας και μέρος εκείνης της Λωρραίνης (ενσωματώθηκαν στο νεότευκτο γερμανικό Ράιχ), εξαναγκάστηκε στην καταβολή μιας δυσβάστακτης πολεμικής αποζημίωσης ύψους 5 δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, τέλος, υπέστη την παρουσία γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων εντός της εθνικής επικράτειας εν είδει εγγύησης για την αποπληρωμή της αποζημίωσης. Η ταπείνωση της ήττας εξέθρεψε το πνεύμα της εκδίκησης (Revanche), μόνιμης σταθεράς διαρκούντος ακόμη και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την ανάκτηση των δυο επαρχιών το 1918, αποκαταστάθηκαν επιτέλους το κύρος και η τιμή που τόσο άσχημα είχαν δοκιμαστεί κοντά πέντε δεκαετίες νωρίτερα.
Ο στρατηγός Bourbaki και η οδυνηρή αναδίπλωση της στρατιάς της Ανατολής στην Ελβετία
Όταν εξεράγη ο πόλεμος, η σταδιοδρομία του Charles-Denis-Sauter Bourbaki βρισκόταν στο απόγειό της. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1869, είχε γίνει αποδέκτης σημαντικών προαγωγών. Συγκεκριμένα, του είχε ανατεθεί η διοίκηση του σημαντικότατου στρατοπέδου εκπαίδευσης του Châlons-sur-Marne, σε απόσταση 150 χιλιομέτρων ανατολικά της πρωτεύουσας. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα στρατηγικά σχέδια του επιτελείου, η ίδια περιοχή προοριζόταν ως κομβικό σημείο συγκέντρωσης και κατόπιν προώθησης στρατευμάτων προς την γαλλογερμανική μεθόριο. Τον Ιούλιο του 1870, ο Ναπολέων Γ΄ του ανέθεσε προσωπικά τη διοίκηση της αυτοκρατορικής φρουράς (επρόκειτο για επίλεκτο σώμα) μαζί με καθήκοντα υπασπιστή. Τη στιγμή της έναρξης των εχθροπραξιών βρισκόταν στην οχυρή θέση του Metz, στη Λωρραίνη, επικεφαλής της αυτοκρατορικής φρουράς. Μέχρι τις 16 Αυγούστου και τη μάχη της Gravelotte-Rezonville, η φρουρά είχε παραμείνει αδρανής. Τα χαράματα της ημέρας εκείνης, ο Bourbaki είδε να ξεπροβάλλει από το παρακείμενο δάσος μια πλημμυρίδα εχθρικών στρατευμάτων, τη στιγμή που το στρατηγείο του άρχισε να σφυροκοπείται από το πρωσικό πυροβολικό. Το μηχανικό επιδόθηκε δίχως χρονοτριβή στην οργάνωση των αμυντικών θέσεων (αγροκτήματα, αποθήκες, περιφράξεις, χαρακώματα κλπ.) πέριξ της Gravelotte. Οι βολές του εχθρικού πυροβολικού στοίχισαν ακριβά σε ανθρώπινες απώλειες. “Στο έδαφος υπάρχουν ίχνη από την τροχιά των βλημάτων και τις ζημιές που προκαλούν στο διάβα τους. Τα δέντρα έχουν κοπεί, στα στάχυα λυγίσει. Τα άλογα χλιμιντρίζουν από τρόμο και τρέχουν πανικόβλητα προς την πεδιάδα, όπου βρίσκουν διέξοδο. Επιτόπου σημειώθηκε ανθρώπινη εκατόμβη”.⁸
Προκειμένου να ανακουφίσει τους αμυνόμενους, ο στρατάρχης Bazaine, ανώτατος διοικητής του γαλλικού στρατού, έστειλε το ιππικό σε αποστολή αυτοκτονίας. Διαδοχικές επελάσεις απέτυχαν δραματικά καθώς οι Πρώσοι παρέσυραν τους αντιπάλους τους σε βαθιά χαντάκια, όπου έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον. Υπάρχουν μαρτυρίες, οι οποίες περιγράφουν τη θέα ακέφαλων καβαλάρηδων να συνεχίζουν την επέλαση. “Ουδείς τολμούσε να ανακόψει αυτά τα φαντάσματα, τα οποία επέλαυναν με το ξίφος ακόμα στο χέρι”.⁹ Ίλες 120 ιππέων έμειναν με 75. Οι αποτυχίες στα μέτωπα της Αλσατίας και της Λωρραίνης ανάγκασαν στις 19 Αυγούστου τη στρατιά Bazaine σε υποχώρηση. Η τελευταία βρήκε καταφύγιο κάτω από τα τείχη του Metz. Ωστόσο, ουδέποτε κατάφερε να απαγκιστρωθεί από εκεί. Μια δύναμη 19.000 ανδρών υπέστη τα δεινά της πολιορκίας και του λιμού. Αυτόπτης μάρτυς, ο Bourbaki ήταν σε ηλικία 54 ετών ο νεότερος από όλους τους διοικητές σώματος στρατού. Αντιτάχθηκε σθεναρά στην προοπτική μιας αψυχολόγητης και καταδικασμένης εκ των προτέρων ηρωικής εξόδου με στόχο τη λύση της πολιορκίας. Το Metz έπεσε στα χέρια των Πρώσων στις 27 Οκτωβρίου. Στο μεταξύ, στο Παρίσι είχε εγκαθιδρυθεί το δημοκρατικό καθεστώς.

Ενόσω το Metz βρισκόταν υπό πολιορκία, ο Bourbaki έπεσε θύμα μιας τραγελαφικής υπόθεσης. Είναι γνωστό πως ο φιλομοναρχικός στρατάρχης Bazaine δεν έπραξε τα δέοντα προκειμένου να υπερασπιστεί τη δημοκρατία συνεχίζοντας τον πόλεμο. Κατηγορήθηκε μάλιστα, πως άφησε το Metz να πέσει δίχως αντίσταση στα χέρια των Πρώσων. Από τη δική του πλευρά, ο Bourbaki είχε προσβάσεις στο στενό περιβάλλον του Ναπολέοντα Γ΄, η δε αδελφή του συνδεόταν φιλικά με την αυτοκράτειρα Ευγενία. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, κάποιο άτομο ονόματι Régnier ζήτησε ακρόαση από την αυτοκράτειρα, η οποία στο μεταξύ είχε αναζητήσει καταφύγιο στο Hastings της Αγγλίας. Τελικά, κατάφερε να αποσπάσει από τον διάδοχο του αυτοκρατορικού θρόνου μια φωτογραφία μαζί με ένα μήνυμα με αποδέκτη τον αιχμάλωτο των Πρώσων πατέρα του. Χρησιμοποιώντας το μήνυμα και τη φωτογραφία ως ασφαλές διαβατήριο, ο Régnier διέσχισε τις εχθρικές γραμμές και παρουσιάστηκε στο Metz ενώπιον του Bazaine, υποστηρίζοντας ότι η αυτοκράτειρα επιθυμούσε τη σύναψη ειρήνης και πως γι αυτό τον σκοπό ο στρατάρχης Canrobert ή ο στρατηγός Bourbaki έπρεπε να μεταβούν στο Hastings. Υποστήριξε μάλιστα πως ο Bismarck προτιμούσε να διαπραγματευτεί με την αυτοκράτειρα παρά με την κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας και πως υπό τέτοιες συνθήκες, οι όροι της ειρήνης θα ήταν λιγότερο οδυνηροί για τη Γαλλία. Ο Bourbaki, εφοδιασμένος και με τη συναίνεση των Πρώσων, έφυγε δίχως καθυστέρηση για την Αγγλία, πεπεισμένος ότι είχε επιφορτιστεί με μια επίσημη διπλωματική αποστολή. Φτάνοντας στον προορισμό του άκουσε έκπληκτος την αυτοκράτειρα να διαψεύδει τα πάντα. Τελικά επρόκειτο για μια κατασκευασμένη υπόθεση των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Μολονότι ο στρατηγός είχε πλήρη άγνοια της πραγματικότητας, η συμμετοχή του στο παραπάνω επεισόδιο στιγμάτισε την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Επιστρέφοντας άπραγος στη Γαλλία, επιχείρησε δίχως επιτυχία να εισέλθει στο πολιορκημένο Metz. Πάραυτα έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας και του νέου καθεστώτος, φτάνοντας στις 15 Σεπτεμβρίου στην Tours.
Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Οκτωβρίου, ο Léon Gambetta του ανέθεσε τη διοίκηση της στρατιάς του Βορρά (armée du Nord). Μεταβαίνοντας επιτόπου βρήκε την Lille παντελώς άοπλη και ανυπεράσπιστη. Πυροβόλα και όπλα είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι προς ενίσχυση της άμυνας της πρωτεύουσας. Μέσα στην πόλη επικρατούσε χάος και αναρχία. Συγκεντρώνοντας τα απομεινάρια της στρατιάς του Metz, ο Bourbaki συγκρότησε πρόχειρα το 12ο Σώμα Στρατού δύναμης 18.000 ανδρών. Πρόθεσή του ήταν να απελευθερώσει το Beauvais και να κατευθυνθεί προς το Chantilly, κέντρο ανεφοδιασμού του εχθρού. Την ίδια ακριβώς στιγμή, η κυβέρνηση του αφαίρεσε τη διοίκηση, πιθανότατα για πολιτικούς λόγους. Τον διαδέχθηκε ο στρατηγός Farre. Ο Bourbaki ανέλαβε διοικητής του 13ου Σώματος Στρατού, τμήματος της στρατιάς του Λίγηρα. Στις 10 Νοεμβρίου του ανατέθηκε το γενικό πρόσταγμα ολόκληρης της στρατιάς, η οποία μετονομάστηκε σε στρατιά της Ανατολής (armée de l’ Est). Αποστολή της ήταν η διενέργεια μιας επιχείρησης αντιπερισπασμού μεγάλης κλίμακας, ικανή να ανακουφίσει έμμεσα το πολιορκημένο Παρίσι. Συγκροτήθηκε μέσα στο μήνα Δεκέμβριο του 1870. Ως επί το πλείστον, οι ανώτεροι αξιωματικοί ήταν άπειροι, τα δε επιτελεία επιρρεπή στον αυτοσχεδιασμό.¹º
Το φιλόδοξο σχέδιο συνίστατο σε διενέργεια επίθεσης στις οπισθοφυλακές του εχθρού, αποκοπή των τελευταίων από την κύρια δύναμη και εν συνεχεία λύση της πολιορκίας και απελευθέρωση του Belfort. Στις 30 Δεκεμβρίου, ο Bourbaki, συνοδευόμενος από το επιτελείο του, έφτασε στην κωμόπολη Châlons-sur-Saône. Την επομένη, παραμονή Πρωτοχρονιάς, εκδηλώθηκε η επίθεση. Από τους 100.000 έως 140.000 άνδρες, τους οποίους είχε υπό τις διαταγές του, μόνο οι 35.000 διέθεταν προγενέστερη πολεμική πείρα. Στην παραπάνω δύναμη έπρεπε να προστεθούν και περί τα 400 πυροβόλα. Στην απέναντι πλευρά, ο στρατηγός Werder είχε αντιπαρατάξει 40.000 άρτια εκπαιδευμένους και οπλισμένους άνδρες. Οι Πρώσοι διέθεταν επίσης ένα αποτελεσματικό σύστημα πληροφοριών που τους επέτρεπε να παρακολουθούν ευθύς εξαρχής τις μετακινήσεις των αντιπάλων τους.
Οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς. Η συγκέντρωση των στρατευμάτων πραγματοποίθηκε υπό πολικό ψύχος κι ενώ το σιδηροδρομικό δίκτυο (απαραίτητο για τη μεταφορά ανδρών και οπλισμού) ήταν υπερκορεσμένο. Υπήρξαν μονάδες που αναγκάστηκαν να παραμείνουν επί δυο και τρεις ημέρες μέσα στα βαγόνια με θερμοκρασία -10 και -15°C. “Τα άλογα ψοφούσαν, οι δε άνδρες δεν έβλεπαν γύρω τους παρά μόνο χιόνι. Προτού εισπράξει καν τα πρώτα πλήγματα, η στρατιά Bourbaki είχε υποστεί σκληρή δοκιμασία”.¹¹ Οι δρόμοι είχαν καταστεί άχρηστοι εξαιτίας του συνεχούς παγετού, τα άλογα έχαναν διαρκώς την ισορροπία τους, οι φάλαγγες έφταναν στον προορισμό τους με μεγάλη καθυστέρηση. Τα στρατιωτικά αρχεία αποκαλύπτουν τους διαλόγους, συχνά σε έντονο ύφος, της περιόδου εκείνης ανάμεσα στην κυβέρνηση, το επιτελείο και τον στρατηγό Bourbaki. Τα κέντρα αποφάσεων δεν είχαν την παραμικρή εικόνα των τραγικών συνθηκών, οι οποίες επικρατούσαν επιτόπου. Χαρακτηριστικό υπήρξε το παράδειγμα του υπουργού Στρατιωτικών, Charles De Freycinet, ο οποίος, στις 7 Ιανουαρίου 1871, έστειλε προς τον στρατηγό την ακόλουθη επιστολή: “Σας καλώ να επιταχύνετε τον ρυθμό των επιχειρήσεών σας. Έχει παρατηρηθεί σημαντική συγκέντρωση αντιπάλων στρατευμάτων και σύντομα θα βρίσκεστε σε μειονεκτική θέση. Επί πολλές ημέρες σας προτρέπω να πραγματοποιήσετε όλες τις σχεδιασθείσες κινήσεις. Η κακή κατάσταση του οδικού δικτύου, την οποία επικαλείστε, δεν δείχνει να έχει εμποδίσει τους Πρώσους που κινούνται με διπλάσιους ρυθμούς από τους δικούς σας. Θέλω να με διαβεβαιώσετε ότι θα βρίσκεστε στο Vesoul στις 8 Ιανουαρίου”.¹² Ακολουθούσαν προτροπές για επιτάχυνση των μετακινήσεων, το αποτέλεσμα των οποίων καταγράφηκε από μια μαρτυρία εποχής: “Ο στρατηγός έστειλε επιτελικούς αξιωματικούς σε ολόκληρη τη διαδρομή, με εντολή να ενισχυθεί ο ρυθμός ανάπτυξης ολόκληρου αυτού του συνονθυλεύματος ανθρώπων, ζώων, πυροβόλων, πυρομαχικών, αμαξών και αποσκευών πάσης φύσεως. Η θέα της δίνης στρατιωτών, οι οποίοι προσπερνούσαν σπρώχνοντας οι μεν τους δε, διακατεχόμενοι από τον φόβο μήπως πέσουν στα χέρια των Πρώσων, που κατά τα φαινόμενα ακολουθούσαν από κοντά και ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα μας είχαν φτάσει μέσα στη νύκτα, ήταν τρομακτική.¹³ Όπως το 1812! Οι επιλογές ήταν δύο: να συνεχίσουμε την πορεία ή να πεθάνουμε επιτόπου”¹⁴.
Ο στρατηγός Bruneau περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την κατάσταση των ανδρών κατά τη διάρκεια της απάνθρωπης αυτής πορείας: “Τα τελευταία άρβυλα είχαν λειώσει. Ωστόσο, η πορεία προς ανατολάς έπρεπε να συνεχιστεί. Οι κάτοικοι των περιοχών που διασχίζαμε δεν ασχολούνταν με τη μοίρα μας. Όποιος έμενε πίσω, έχανε απλούστατα τη ζωή του! Είδαμε ζουάβους να φορούν ξυλοπάπουτσα…Μέσα σε αυτό το κλίμα, μισό ανατολίτικο, μισό αγροτικό, ο λόχος μου συνέχιζε να προχωρεί δίχως να ασχολείται με τις δυσκολίες των υπόλοιπων μονάδων.” Μαρτυρίες και αρχεία είναι αποκαλυπτικά και απαντούν στα περισσότερα ερωτήματα. Τα άλογα δεν ήταν κατάλληλα πεταλωμένα για τον παγετό: “Έχαναν διαρκώς την ισορροπία τους και αδυνατούσαν να σταθούν πάνω στον πάγο. Αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε σε ένα χωριό. Λόγω έλλειψης πεταλωτή, μια ομάδα από λογχοφόρους, οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται εκεί, προθυμοποιήθηκε να στερεώσει τους αναβατήρες”.¹⁵ Από το αρχηγείο κατέφθασε διαταγή να τοποθετηθούν στα πίσω πόδια των αλόγων πέταλα με καρφιά, κατάλληλα για τον πάγο. “Το υλικό είναι διαθέσιμο στην κεντρική αποθήκη”, συνέχιζε το τηλεγράφημα με αφοπλιστική αφέλεια.¹⁶
Όπως ήταν επόμενο, προέκυψαν σοβαρότατα προβλήματα σε επίπεδο ανεφοδιασμού και επιμελητείας. Μέσα στο καθόλα ανασταλτικό κλίμα, ο στρατηγός Bourbaki κατηγορήθηκε για έλλειψη επιθετικού πνεύματος. O Gambetta θωρούσε τον ρυθμό της προέλασης εκνευριστικά αργό. Παρά ταύτα, ο Bourbaki πέτυχε την αναδίπλωση της στρατιάς von Werder, ανακατέλαβε την Dijon, την οποία νωρίτερα ο Garibaldi και οι εθελοντές του δεν είχαν καταφέρει να υπερασπιστούν και συνέχισε την πορεία του προς την κατεύθυνση του τελούντος υπό πολιορκία Belfort, η φρουρά του οποίου πρoέβαλε ηρωική αντίσταση κάτω από τις διαταγές του συνταγματάρχη Denfert-Rochereau.
Ο Bourbaki επεδίωκε να αναμετρηθεί με τους Γερμανούς στο ύψος της κωμόπολης Villersexel, η οποία τελούσε υπό τον έλεγχο του αντιπάλου. Επρόκειτο για μεγίστης σημασίας στρατηγική θέση, επειδή στο συγκεκριμένο σημείο συνέκλιναν οι οδικοί άξονες Vesoul-Montbéliard και Lure-Besançon. Πρόθεσή του σε μια πρώτη φάση ήταν να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές.¹⁷ Η μάχη του Villersexel έλαβε χώρα στις 9 Ιανουαρίου 1871 μέχρι αργά τη νύκτα. Ευρισκόμενος στην πρώτη γραμμή, ο Bourbaki άνοιξε πυρ σε βάρος δυο μεραρχιών του βαυαρικού στρατού. Δεν υπολόγισε, ωστόσο, την επικείμενη έλευση από τα βορειοανατολικά μιας δεύτερης γερμανικής στρατιάς υπό τον στρατάρχη Edwin von Manteuffel. Οι σφοδρότερες συγκρούσεις σημειώθηκαν γύρω από τον πύργο του Villersexel. Ο τελευταίος καταστράφηκε ολοσχερώς από τις φλόγες. Οι Γερμανοί ταμπουρώθηκαν μέσα στις οικίες, οι οποίες χρειάστηκε να καταληφθούν έπειτα από σφοδρές αναμετρήσεις σώμα με σώμα. Δυστυχώς για τους Γάλλους, η νίκη που κατήγαγαν πέρασε ανεκμετάλλευτη.

Την επομένη της μάχης, η στρατιά von Werder αναδιπλώθηκε προς το Belfort και το Montbéliard. Φρόντισε ωστόσο να τοποθετηθεί με έξυπνες επιλογές στα υψώματα πέριξ του ποταμού Lizaine, σε απόσταση 15 περίπου χιλιομέτρων από το Belfort. Επρόκειτο για την ύστατη γραμμή άμυνας των Γερμανών πριν από την πόλη. Η μάχη του ποταμού Lizaine (γνωστή και ως μάχη του Héricourt από το όνομα ενός χωριού που βρισκόταν στο κέντρο ακριβώς του πεδίου των εχθροπραξιών), διήρκεσε επί τρεις ημέρες (15 – 17 Ιανουαρίου 1871). Ταλαιπωρημένοι από το δριμύ ψύχος, τον ανεπαρκή ρουχισμό, την έλλειψη τροφίμων, τέλος, το κλονισμένο ηθικό, οι Γάλλοι υπέκυψαν ευρισκόμενοι σε μια περιοχή, η οποία τους τρεις τελευταίους μήνες τελούσε υπό τον έλεγχο των αντιπάλων τους. Η αριθμητική τους υπεροχή δεν απέδωσε καθόλου. Η θερμοκρασία είχε πέσει στους -20°C. Την επομένη της ήττας στη μάχη του Héricourt και μη έχοντας ουδεμία υποστήριξη από τη φρουρά του Belfort, ο Bourbaki απέσυρε τους άνδρες του από το πεδίο της μάχης. “Εξαντλημένοι από την κόπωση, τις δοκιμασίες και την πείνα, οι στρατιώτες μας θα αντιμετώπιζαν βέβαιο θάνατο, εάν το βράδι της μάχης του Héricourt, ο Bourbaki δεν είχε την πρόνοια να πολεμήσει υποχωρώντας”.¹⁸
Στις 23, η στρατιά Bourbaki έφτασε στη Besançon. Aν και στρατηγικής σημασίας, η πόλη αδυνατούσε να παράσχει την οποιαδήποτε φιλοξενία λόγω έλλειψης τροφίμων. Παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Μηχανικού να οργανώσει πρόχειρα την άμυνα (οι Γερμανοί βρίσκονταν σε απόσταση έξι μόλις χιλιομέτρων), κάθε προβολή αντίστασης ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων. Η στρατιά συνέχισε την αναδίπλωση προς το Pontarlier και την ελβετική μεθόριο. Ο στρατηγός δεν μπορούσε να κρύψει την απογοήτευσή του: “Έδειχνε καταπονημένος και παρέμενε αμίλητος. Μια μόνη σκέψη τον απασχολούσε. Στις συζητήσεις με τους επιτελείς του ήταν άφωνος. Το βλέμμα του, απλανές και προβληματισμένο, ήταν σαν να επιχειρούσε να αποκρυπτογραφήσει ένα ζοφερό και απειλητικό μέλλον…”.¹⁹
Στο μεταξύ, τα γερμανικά στρατεύματα συνέχισαν την κυκλωτική τους κίνηση. Όταν ο Bourbaki έφτασε στη Besançon, οι Manteuffel και Werder ήλεγχαν ήδη τις δυο όχθες του ποταμού Doubs. Ήταν πλέον εμφανές πως η τανάλια είχε σφίξει. Η στρατιά Bourbaki υπήρξε το θύμα της τέταρτης, κατά σειρά, περικύκλωσης του γαλλικού στρατού στο πλαίσιο του πολέμου του 1870-1871, στη συνέχεια εκείνων του Sedan, του Metz και του Παρισιού. Μοναδική διέξοδο σωτηρίας προσέφερε πλέον το ελβετικό έδαφος. Η αναδίπλωση της στρατιάς της Ανατολής εντός της ελβετικής επικράτειας παραπέμπει ευθέως στην υποχώρηση του Ναπολέοντα Α΄ από τη Ρωσία (1812) ή, ακόμα, στη μεταγενέστερη εκείνη του σερβικού στρατού προς την Κέρκυρα μέσα από τους χιονισμένους ορεινούς όγκους της Αλβανίας (1915). Επρόκειτο για πραγματική εποποιία. “Αυτά τα υπολείμματα στρατού ήταν, ως επί το πλείστον, επίστρατοι και παιδιά αποκαμωμένα από την κόπωση, τις στερήσεις, την πείνα και παραλυμένα από την απόγνωση και την απογοήτευση. Πολλοί ξάπλωναν στην άκρη του δρόμου αγνοώντας τις διαταγές των ανωτέρων τους διακηρύττοντας ότι είχαν αρκετά υποφέρει…και πως προτιμούσαν να περιμένουν επιτόπου τον θάνατο. Τα άλογα τρέφονταν με φλοιούς των παρακείμενων δέντρων. Δάγκαναν τα κιβώτια του πυροβολικού αποσπώντας κομμάτια ξύλου που μασούσαν επί ώρες ή τρίχες από τη χαίτη και την ουρά, τις οποίες αφαιρούσαν το ένα από το άλλο. Το θερμόμετρο έδειχνε 20 βαθμούς υπό το μηδέν. Ο Bourbaki περιφερόταν από μονάδα σε μονάδα σε μια προσπάθεια να εμφυσήσει στους πεινασμένους, απελπισμένους και αρρώστους που τον περιέβαλαν την ζοφερή φιλοσοφία της παραίτησης μπροστά στην δυστυχία. Μια φιλοσοφία στην οποία ο ίδιος έμελλε να υποκύψει λίγες, μόλις, ώρες αργότερα.”
Ο στρατηγός αισθανόταν εγκαταλειμμένος από μια κυβέρνηση, η οποία του πρόσαπτε αδράνεια. Στις 26 Ιανουαρίου 1871, μη βλέποντας τρόπο να σώσει τη στρατιά του, μεταβίβασε τη διοίκηση στον στρατηγό Clinchant. Το ίδιο βράδι επιχείρησε να θέσει τέλος στη ζωή του μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, στη Besançon. Η απόπειρα απέτυχε, αλλά ο ίδιος τραυματίστηκε βαριά στο κεφάλι.²º Προς στιγμή, η Γαλλία ολόκληρη νόμισε πως ήταν νεκρός. Την επομένη, η κυβέρνηση του αφαίρεσε επίσημα τη διοίκηση με προσωπική επιστολή του Gambetta: “Σας διατάζω να μεταβιβάσετε τη διοίκηση της στρατιάς της Ανατολής στον στρατηγό Clinchant λόγω της διστακτικότητας και της έλλειψης εμπιστοσύνης που επιδείξατε στο πλαίσιο μιας επιχείρησης, από την οποία προσδοκούσαμε τόσα πολλά…”²¹ Αντίθετα, το “συλλυπητήριο” τηλεγράφημα του υπουργού Στρατιωτικών Freycinet ήταν πιο ανθρώπινο: “Με μεγάλη ικανοποίηση πληροφορούμαι από τον υπασπιστή σας πως η ζωή σας βρίσκεται εκτός κινδύνου. Στο πρόσωπό σας τιμώ έναν γεναίο και έντιμο στρατιωτικό, ο οποίος έπραξε με αυταπάρνηση το καθήκον του στα πεδία των μαχών. Μου είναι εξαιρετικά επώδυνο να βλέπω πως σας έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να υπηρετείτε την πατρίδα”.²²
Ο στρατηγός Clinchant εκκένωσε το Pontarlier στις 28 Ιανουαρίου. Τέσσερις ημέρες αργότερα, η στρατιά της Ανατολής διέβη την ελβετική μεθόριο. Η όροι της ανακωχής της 28ης Ιανουαρίου δεν την συμπεριλάμβαναν. Συνεπώς, ήταν καταδικασμένη να συνεχίσει τον πόλεμο. Μοναδική ελπίδα ήταν η διαφυγή εντός του ελβετικού εδάφους. Ήδη την 1η Φεβρουαρίου η κυβέρνηση της Βέρνης επιβεβαίωσε την παρουσία 90.000 ανδρών, οι οποίοι είχαν διασχίσει τα σύνορα από τα περάσματα Verrières (πλησίον του Pontarlier), Sainte-Croix και Vallorbe, με γνώμονα τους όρους της συμβασης της Verrières, η οποία συνομολογήθηκε την ίδια ημέρα μεταξύ των στρατηγών Clinchant και Herzog (εκ μέρους της ελβετικής κυβέρνησης). Με την είσοδό τους εντός του ελβετικού εδάφους, τα γαλλικά στρατεύματα αφοπλίζονταν και με μέριμνα του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού (επρόκειτο για την πρώτη αξιόλογη επιχείρηση στην ιστορία του συγκεκριμένου φορέα, ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1863) προωθούνταν σε όλα τα καντόνια της συνομοσπονδίας. Τελικά κατασχέθηκαν 284 πυροβόλα και μυδραλιοβόλα, 63.400 τουφέκια, 64.800 πάσης φύσεως άλλα όπλα και 1.158 άμαξες. Περί τα 1.700 άτομα, καταπονημένα από τα τραύματα και τις κακουχίες, άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Ελβετία, παρά την συστηματικά οργανωμένη προσπάθεια περίθαλψης. Την άνοιξη του 1871 επετράπη η επάνοδος στη Γαλλία. Η γαλλικές αρχές κάλυψαν όλα τα έξοδα της τετράμηνης φιλοξενίας. Ο Édouard Castres (1838-1902), ζωγράφος από τη Γενεύη και εθελοντής στις τάξεις του Ερυθρού Σταυρού, αποθανάτισε το γεγονός του οποίου υπήρξε ο ίδιος μάρτυς, φιλοτεχνώντας, το 1881, έναν εντυπωσιακό καμβά διαστάσεων 10 Χ 36 Χ 112 μέτρων. Το 1889 κατασκευάστηκε σε κεντρικό σημείο της Λουκέρνης ένα κυκλικό κτήριο, προορισμένο να φιλοξενήσει το έργο. Έκτοτε είναι γνωστό με την προσωνυμία Bourbaki Panorama.
Bourbaki Panorama Luzern
https://www.bourbakipanorama.ch/en/




Αντί συμπερασμάτων
Πολλές και διφορούμενες εκτιμήσεις στρέφονται γύρω από την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τη σταδιοδρομία του Charles-Denis-Sauter Bourbaki. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο τελευταίος αποδέχτηκε την ανάληψη της διοίκησης της στρατιάς της Ανατολής από ευσυνειδησία και υψηλή αίσθηση του καθήκοντος κάτω από εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις. Έντιμος και γενναίος, ήταν αποφασισμένος να υπηρετήσει την πατρίδα του μέχρις εσχάτων μη τρέφοντας, ωστόσο, ψευδαισθήσεις σχετικά με την ισχύ του γερμανικού στρατού. Φαίνεται πως κάποια στιγμή εκφράστηκε ως ακολούθως: “Εάν δεν ήμουν πολεμιστής, αλλά πολιτικός, θα τασσόμουν αναφανδόν υπέρ της σύναψης ανακωχής και υπέρ της ειρήνης”.²³ Στις 2 Φεβρουαρίου 1871, ο στρατηγός Clinchant τον μετέφερε σχεδόν ετοιμοθάνατο στην Ελβετία εξαιτίας της απόπειρας αυτοκτονίας που μόλις είχε προηγηθεί. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες έως ότου αποκατασταθεί η υγεία του και μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ενόσω βρισκόταν στην Ελβετία, ο Gambetta του απηύθυνε ένα νέο τηλεγράφημα σε περισσότερο ευπρεπές ύφος από ό,τι εκείνο της 27ης Ιανουαρίου: “Είμαι πεπεισμένος πως εκφράζω το αίσθημα του γαλλικού λαού ολόκληρου, ο οποίος ούτε μια στιγμή δεν εξέφρασε αμφιβολία και ούτε πρόκειται να εκφράσει μελλοντικά για την ακεραιότητα του χαρακτήρα σας. Εύχομαι και ελπίζω το παρόν τηλεγράφημα να σας βρεί σε καλό δρόμο ανάρρωσης.”²⁴
Τον Ιούλιο του 1871, έπειτα από το πέρας του πολέμου, ο στρατηγός Bourbaki ανέλαβε καθήκοντα στρατιωτικού διοικητή της Λυών, έπειτα από πρόταση του Adolphe Thiers, πρώτου προέδρου της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Δεν είχε ακόμα ανακάμψει πλήρως από την περιπέτεια της υγείας του. Ωστόσο, η παραπάνω πρωτοβουλία αποκατέστησε το κύρος του στις τάξεις του στρατεύματος και στη συνείδηση της γαλλικής κοινής γνώμης. Άσκησε το αξίωμα επί οκτώ συναπτά έτη. Το 1879 πέρασε στην εφεδρεία. Το 1885 απέτυχε στην προσπάθειά του να εκλεγεί γερουσιαστής. Απεβίωσε το 1897, σε ηλικία 81 ετών, από πνευμονικές επιπλοκές στην ιδιοκτησία του, κοντά στην πόλη Bayonne, όπου βρίσκεται ακόμη ο τάφος του.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ο Bourbaki είναι μια προσωπικότητα ανάλογου διαμετρήματος με έναν Bayard ή έναν Murat.²⁵ Ποιος μπορούσε να φανταστεί πως αυτός ο αξιωματικός θα προσέφερε τόσες πολλές υπηρεσίες στη Γαλλία αφιερώνοντας σε αυτή την ίδια του τη ζωή; Ο στρατηγός Bourbaki, ο παππούς του οποίου ήταν ναυτικός από την Κεφαλλονιά, ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων προσώπων της κοινής πορείας Ελλάδας και Γαλλίας στο διάβα της Ιστορίας. Μέσα από μια ταραχώδη και δραματική σταδιοδρομία, κατάφερε να διατηρήσει το κύρος του αλλά και να αποκτήσει πιστούς θαυμαστές και φίλους. Ένας από τους τελευταίους υπήρξε και ο ακαδημαϊκός Victor de Laprade, ο οποίος, στις 2 Μαρτίου 1879, απευθύνθηκε προς τον στρατηγό με τα ακόλουθα λόγια (προτιμήσαμε να παραθέσουμε το κείμενο στην αρχική του γλώσσα):
Au Général Bourbaki
Il nous vient du pays d’Alexandre et d’Homère,
Du pays où la Muse enfantait des soldats.
France! tu l’as reçu de la Grèce ta mère,
Ce fier neveu d’Achille et de Leonidas.
A de pareils vaincus qu’importe la défaite!
Quand le devoir est fait qu’importe le bonheur!
Au-dessus des partis il peut lever la tête,
Fidèle à ses seuls dieux…. La Patrie et l’Honneur.
Va! Tu peux mépriser une atteinte vulgaire,
Tu gardes tes exploits, ton nom pur comme l’or.
Ce nom de Bourbaki, c’était un cri de guerre,
Tous nos vieux Africains le redisent encore.
Va! La France est toujours amoureuse des braves;
Et sitôt que les cœurs, sous un ciel plus serein,
Des villes passions ne seront plus esclaves,
Notre histoire inscrira ton nom sur son airain.²⁶

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
¹ Οι γαλλικές στρατιές στον Δούναβη, στην Ιταλία και στην Ελβετία αντιμετώπιζαν προβλήματα, τη στιγμή, κατά την οποία είχε ξεσπάσει εξέγερση στην επαρχία της Vendée.
² Commandant L. Grandin, Le général Bourbaki, Paris, Berget-Levrault, 1898, σ. 2.
³ Ο Λουδοβίκος-Φίλιππος βασίλευσε μεταξύ των ετών 1830 και 1848.
⁴ Alfred Guyé, Qui était le général Charles-Denis-Sauter Bourbaki?, Chézard, 1976.
⁵ Pascal Venesson, “Guerre moderne et stratégies picturales. La guerre de 1870 vue par Detaille, Deneuville et Meissonnier”, Revue Historique des Armées, αρ. 190, 1993, σ. 17-28.
⁶ Émile Zola, La Débâcle.
⁷ Pierre Defourny, L’ Armée de MacMahon et la Bataille de Beaumont, en Argonne, Bruxelles, 1872, σ. 85.
⁸ Grandin, οπ.π., σ. 166.
⁹ Grandin, οπ.π., σ. 174.
¹º Πρόκειται για εκτίμηση του στρατηγού Borel. Παρατίθεται στο Jean Diez, Le Combat de Villersexel, Paris, 1905, σ. 9.
¹¹ Grandin, οπ.π., σ. 231.
¹² Grandin, οπ.π., σ. 236.
¹³ Léopold Doussaint, Souvenirs anecdotiques de la guerre 1870-1871, τόμος Β΄, Paris, 1885, σ. 50.
¹⁴ Général Bruneau, Récits de guerre, Paris, 1911.
¹⁵ Léopold Doussaint, οπ.π., τόμος Β΄, σ. 6.
¹⁶ Service Historique de la Défense/Armée de Terre, carton GR R L 6, 11 Δεκεμβρίου 1870.
¹⁷ Grandin, οπ.π., σ. 234.
¹⁸ Grandin, οπ.π., σ. 243.
¹⁹ Léopold Doussaint, οπ.π., τόμος Β΄, σ. 52.
²º Grandin, οπ.π., σ. 251, 253, 254, 255.
²¹ Grandin, οπ.π., σ. 255.
²² Grandin, οπ.π., σ. 255.
²³ Jean Diez, οπ.π., σ. 9.
²⁴ L. de J., Bourbaki, Pau, 1885, σ. 30.
²⁵ Commandant Grandin, οπ.π., σ. 139
²⁶ L. de J., οπ.π., σ. 33.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος