Bruno Arcidiacono
Οι προθέσεις των Συμμάχων για τους δορυφόρους της Γερμανίας μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
Kατά τα έτη 1943 και 1944, έπειτα από τρία χρόνια κυριαρχίας στην Ευρώπη από τη Μάγχη έως τον Βόλγα, η αναδίπλωση του γερμανικού στρατού άνοιξε διάπλατα στους Συμμάχους τα σύνορα δυο κατηγοριών εδαφών: 1) των κρατών εκείνων που συντάχθηκαν με την πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων και κατ’ επέκταση απελευθερώθηκαν με ολόκληρη τη σημασία του όρου το 1944 και 2) των κρατών-μελών του Άξονα και των δορυφόρων τους. Στη δεύτερη περίπτωση τα Συμμαχικά στρατεύματα έγιναν δεκτά, από πολλούς αν όχι από όλους στους κόλπους των αμάχων, ως απελευθερωτές. Ωστόσο, από νομικής όσο και πολιτικής απόψεως, επρόκειτο για χώρες ευρισκόμενες υπό καθεστώς κατοχής.¹ Είναι γεγονός πως, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τις σε βάρος τους συνέπειες της μετάλλαξης από αντίπαλο σε συμπολεμιστή, έσπευσαν η μια μετά την άλλη να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον του πρώην συμμάχου τους, της Γερμανίας, αμέσως έπειτα από τη συνθηκολόγησή τους. Η Βουλγαρία μάλιστα κατάφερε να βρεθεί για λίγες ώρες σε εμπόλεμη κατάσταση και με τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.² Παρά ταύτα, όλες τους υποτάχθηκαν στις διατάξεις των συνθηκολογήσεων βλέποντας την κυριαρχία τους καθώς και τις διακρατικές τους σχέσεις να περικόπτονται αισθητά. Τα δε Συμμαχικά στρατεύματα, τα οποία στάθμευαν στο έδαφός τους, διατήρησαν όλα τα πλεονεκτήματα που αναλογούν σε δυνάμεις κατοχής.
Η πρώτη μέριμνα των νικητών ήταν σαφώς πολιτικής φύσεως. Καθώς δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε εξόριστες (στο Λονδίνο ή αλλού) κυβερνήσεις ώστε να τις επανεγκαταστήσουν στην εξουσία, οι Τρεις Μεγάλοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι την κατάσταση με δυο τρόπους. Άμεση άσκηση της διακυβέρνησης με την επιβολή στρατιωτικής διοίκησης εξαρτώμενης από τις δυνάμεις κατοχής ή έμμεση, με τη συνεργασία των τοπικών αρχών. Απαραίτητη προϋπόθεση στη δεύτερη περίπτωση αποτελούσαν η αναζήτηση και ανεύρεση εμπίστων και ικανών ατόμων, προθύμων να επωμισθούν την αποστολή αυτή. Κυρίως όμως, ατόμων που θα έχαιραν της συμπάθειας της κοινής γνώμης τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Σε ένα δεύτερο στάδιο, εναπόκειτο στους Συμμάχους να ορίσουν το εύρος της αυτονομίας των προσωρινών αυτών κυβερνήσεων σε συνάρτηση πάντοτε με το περιεχόμενο των συμβάσεων συνθηκολόγησης. Επιπρόσθετα, έπρεπε να οριστεί εκείνος, ο οποίος θα ασκούσε ουσιαστικά τον έλεγχο. Θα ήταν το κράτος που εκπροσωπείτο επιτόπου από τα στρατεύματα κατοχής ή μήπως ο έλεγχος θα ήταν συλλογικός μέσω των λεγομένων Διασυμμαχικών Επιτροπών Ελέγχου, τις οποίες θα εγκαθίδρυαν ως πραγματικούς θεματοφύλακες της εκτελεστικής εξουσίας σε κάθε μια από τις χώρες αυτές; Βλέπουμε επομένως να διαμορφώνεται κάτω από τον μανδύα “τεχνικών” εκκρεμοτήτων ένα διακύβευμα τεραστίων διαστάσεων. Πρόκειται για την από κοινού άσκηση της διοίκησης των ευρισκομένων υπό κατοχή χωρών από τους νικητές ή – εναλλακτικά – για τον διαχωρισμό της Ευρώπης σε σφαίρες αποκλειστικής επιρροής (Arbeitszonen) με γεωγραφικά όρια διακριτά, ανάλογα με την προέλαση των στρατευμάτων του καθενός στο πεδίο των μαχών.

Το ενδιαφέρον του παρόντος κειμένου επικεντρώνεται στα σχέδια που εκπονήθηκαν και στις σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Βρετανών σε πρώτη φάση, Βρετανών και Ρώσων σε μια δεύτερη. Κεντρικός άξονας όλων των παραπάνω ήταν η οργάνωση του διοικητικού συστήματος των μέχρι πρότινος αντιπάλων κρατών με γνώμονα το καθεστώς των συνθηκολογήσεων έως την οριστική επίλυση των διαφόρων εκκρεμοτήτων. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης μετάβασης από τον πόλεμο στην ειρήνη. Επρόκειτο για μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο που απαιτούσε λεπτούς και υπεύθυνους χειρισμούς.
Η λεπτότητα της όλης κατάστασης συνίστατο στην αναπόφευκτη επικάλυψη ανάμεσα στη στρατιωτική και στην πολιτική παράμετρο.³ Η κρισιμότητα συνίστατο στο γεγονός. Οι αρχές κατοχής ήταν εκ των πραγμάτων σε θέση να υποθηκεύσουν αμετάκλητα το μέλλον των χωρών αυτών μέσω μιας διαδικασίας αποναζιστικοποίησης, εκκαθαρίσεων και ανασυγκρότησης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μοιραία σε μια βίαιη και ριζική μεταβολή των πολιτικών και κοινωνικών δομών ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην αποκατάσταση μιας επιδερμικής συνέχειας με την προπολεμική τάξη πραγμάτων. Ουσιαστικές όμως ήταν και οι προβλεπόμενες επιπτώσεις επάνω στην πορεία των διασυμμαχικών σχέσεων. Η συμμαχία όφειλε να διατηρήσει τη συνοχή της ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι επιλογές των μεν κινδύνευαν να λειτουργήσουν επιζήμια σε βάρος των συμφερόντων των δε. Εν ολίγοις, η τύχη των ηττημένων ήταν μια πρώτου μεγέθους δοκιμή για τη μετάβαση των νικητών από τον πόλεμο στην ειρήνη και για την εγκαθίδρυση ενός νέου συστήματος διεθνούς ισορροπίας, με άλλα λόγια για τη σφυρηλάτηση της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Η υπόθεση εντάχθηκε στην ημερήσια διάταξη των Συμμάχων το 1943 σε δυο περιστάσεις. Κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της αγγλοαμερικανικής διάσκεψης κορυφής του Μαΐου γνωστής με την προσωνυμία “Τρίαινα” (Trident) όπου οι δυο πλευρές κατάφεραν επιτέλους να ευθυγραμμιστούν σε μια κοινή στρατηγική γραμμή, η οποία συνίστατο στον εξαναγκασμό της Ιταλίας σε απόσυρση από τον πόλεμο προτού εξαπολυθεί, μέσω του στενού της Μάγχης, η κύρια επίθεση σε βάρος της Γερμανίας. Τον Ιούλιο, τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σικελία συμβάλλοντας στην κατάρρευση του μουσσολινικού καθεστώτος. Στις 9 Σεπτεμβρίου, τρία χρόνια και τρεις μήνες έπειτα από

την εκκένωση της Δουνκέρκης, οι Σύμμαχοι ξαναπάτησαν στο ευρωπαϊκό ηπειρωτικό έδαφος. Λίγο νωρίτερα, στις 3 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση του στρατάρχη Badoglio είχε συνθηκολογήσει. Η Ιταλία δρομολόγησε με αυτό τον τρόπο μια αλυσίδα παραδόσεων και υπήρξε το πρώτο κατά σειρά ευρωπαϊκό εχθρικό έδαφος το οποίο υποτάχθηκε στους Συμμάχους. Κατόπιν τούτου, οι Αγγλοαμερικανοί καλούνταν να ενεργοποιήσουν έναν μηχανισμό, ο οποίος όφειλε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της στιγμής εκείνης αλλά και στις τοπικές συνθήκες. Παράλληλα, ο ίδιος μηχανισμός έπρεπε να διαθέτει όλες τις προδιαγραφές ούτως ώστε να μπορέσει συνάμα να λειτουργήσει και ως σημείο αναφοράς για τις επερχόμενες κατοχές, μεταξύ των οποίων και τις σοβιετικές σε ό,τι αφορούσε την ανατολική Ευρώπη.
Δεύτερη περίσταση ήταν οι εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο από την είσοδο του 1943 και κατόπιν, τις οποίες ένας Βρετανός ιστορικός χαρακτήρισε: “the impossible, the unthinkable and the unimaginable”. Με τις διαδοχικές ήττες της Βέρμαχτ στις μάχες του Στάλινγραντ και του Κουρσκ, οι επιχειρήσεις προσέλαβαν νέα τροπή. Αμερικανοί και Βρετανοί άρχισαν να επιδίδονται σε προβλέψεις και υπολογισμούς σχετικά με τη λήξη των εχθροπραξιών, κάτι που φάνταζε αδιανόητο μέχρι τότε. Ταυτόχρονα, όμως προβληματίζονταν σχετικά με την προοπτική μιας προέλασης του Κόκκινου στρατού και την επιβολή του σοβιετικού ελέγχου επάνω στο σύνολο του ανατολικού και μέρος του κεντρικού τμήματος της Γηραιάς Ηπείρου. To όλο θέμα άρχισε να απασχολεί τους Βρετανούς διπλωμάτες από την επαύριο κιόλας της μάχης του Στάλινγκραντ αν όχι από τη στιγμή της παράδοσης της 6ης Στρατιάς του στρατηγού von Paulus. Έκτοτε, άρχισε να πλανάται στους διαδρόμους του Whitehall το φάσμα της “σοβιετοποίησης” των συγκεκριμένων εδαφών καθώς και εκείνο της δημιουργίας μιας αλυσίδας σοσιαλιστικών δημοκρατιών στα Βαλκάνια και στην παραδουνάβια περιοχή, από το Μπουργκάς μέχρι την Τεργέστη και από την Δοβρουτζά μέχρι το Μαυροβούνιο.
Η επικάλυψη των δυο παραπάνω προτεραιοτήτων – διοικητική οργάνωση της καταληφθείσας Ιταλίας και επικείμενη προέλαση των σοβιετικών στρατευμάτων εκτός των συνόρων της ΕΣΣΔ – δρομολόγησε μια σειρά επαφών ανάμεσα στο Λονδίνο, την Ουάσινγκτον και το Αλγέρι⁴, στις λεπτομέρειες των οποίων είναι αδύνατο να υπεισέλθουμε επί του παρόντος. Το μεγάλο πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίστατο στο ότι οι εκατέρωθεν απόψεις και επιχειρηματολογίες κινούνταν σε διαφορετικό μήκος κύματος. Η εκφορά του λόγου από την πλευρά του Foreign Office ήταν πρωτίστως πολιτική και στραμμένη προς το μέλλον. Αντίθετα, οι θέσεις των Αμερικανών (στρατηγείο του Αλγερίου και επιτελείο της Ουάσινγκτον), περισσότερο στρατιωτικής υφής, αντανακλούσαν τις τρέχουσες ανάγκες διεξαγωγής του πολέμου. Αποτέλεσμα ήταν η συνθηκολόγηση και παράδοση της Ιταλίας να λάβει χώρα κάτω από συνθήκες υπέρμετρων αντιφάσεων και έλλειψης ομοψυχίας.
Τον Μάιο του 1943, οι αρμόδιες υπηρεσίες του Foreign Office είχαν καταλήξει σε ένα σχέδιο, το οποίο προοριζόταν για το σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου. Το σχέδιο αυτό πριμοδοτούσε την επιβολή ενός τριμερούς και ισομερούς μεταξύ των Συμμάχων διοικητικού συστήματος επί των αντιπάλων κρατών, ανεξαρτήτως προέλευσης των στρατευμάτων που θα τα απελευθέρωναν. Για τη βρετανική διπλωματία δυο παράμετροι θεωρούνταν δεδομένες. Εάν ο στόχος ήταν η επιβίωση της τριμερούς συμμαχίας την επομένη της κατατρόπωσης του κοινού εχθρού (το Λονδίνο έδειχνε να το πιστεύει και να το προσδοκά καθώς η εγκαθίδρυση μιας βιώσιμης και μακροχρόνιας ειρήνης ήταν εφικτή μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή), τότε έπρεπε να αποφευχθεί η άσκηση μιας αυτοδύναμης πολιτικής στις περιοχές εκείνες που ελέγχονταν από τον καθένα από τους Συμμάχους, σε βάρος μάλιστα των υπολοίπων και πίσω από την πλάτη τους. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν επιτακτικό να αποτραπεί η σφυρηλάτηση ενός σοβιετικού συστήματος στην ανατολική Ευρώπη. Με τη διαφορά του ότι Αμερικανοί και Βρετανοί δεν είχαν πράξει έως τότε απολύτως τίποτα προκειμένου να αναμείξουν την ΕΣΣΔ στις πολιτικές υποθέσεις της Ιταλίας. Ως εκ τούτου, δεν έτρεφαν ελπίδες, με τη σειρά τους, να κληθούν να διοικήσουν από κοινού τις περιοχές που θα έπεφταν στα χέρια του Κόκκινου στρατού. Η αλήθεια είναι ότι δεν προσδοκούσαν κάτι το υπέρμετρο στη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Δεν θα αποκόμιζαν, όμως, απολύτως τίποτα εφόσον απέκλειαν τους Ρώσους από την Ιταλία. Επομένως, η Ιταλία λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο ως πρόκριμα για τη μελλοντική συνεργασία των Δυτικών με την ΕΣΣΔ, μια συνεργασία επί της οποίας θα στηριζόταν ολόκληρη η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων.

To σχέδιο του Foreign Office ξεκαθάριζε πως η ευθύνη για την κάθε χώρα υπό Συμμαχική κατοχή θα αναλογούσε σε μια τρικέφαλη επιτροπή, της οποίας θα προέδρευαν εκ περιτροπής ένας Βρετανός, ένας Αμερικανός και ένας Σοβιετικός αξιωματούχος. Με τη σειρά τους, οι παραπάνω επιτροπές θα υπάγονταν στη δικαιοδοσία μιας “Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών της Ευρώπης”. Η τελευταία θα ήταν η ανώτατη Συμμαχική αρχή στην Ευρώπη στους δε κόλπους της ο καθένας από τους Τρεις θα έχαιρε του δικαιώματος της οριστικής αρνησικυρίας (βέτο). Σκοπός ήταν η ελαχιστοποίηση του στρατιωτικού παράγοντα, με άλλα λόγια του ειδικού βάρους που θα μπορούσε να ασκηθεί από τον κάθε εταίρο στο κρίσιμο χρονικό διάστημα της μετάβασης από τον πόλεμο στην ειρήνη.
Το σχέδιο δεν γνώρισε συνέχεια. Υπολογίζοντας σε μια ταχεία κατάρρευση της Ιταλίας, οι Βρετανοί το υπέβαλαν στους Αμερικανούς και στους Σοβιετικούς την παραμονή της Συμμαχικής απόβασης στη Σικελία. Το Foreign Office δεν είχε προβλέψει τις συνθήκες που τελικά επικράτησαν. Το ότι, δηλαδή, θα υπογραφόταν ανακωχή με έναν από τους κυριότερους αντιπάλους, δίχως ωστόσο να εκλείψουν οι εχθροπραξίες εντός του εδάφους της χώρας που την είχε υπογράψει. Επρόκειτο ακριβώς γι αυτό που συνέβη τον Σεπτέμβριο του 1943: την ίδια στιγμή κατά την οποία η Ιταλία έβγαινε από τον πόλεμο, ο πόλεμος εισήλθε στο έδαφός της. Η επιλογή των Γερμανών να προβάλλουν αντίσταση στη Συμμαχική προέλαση και να μην ανασυνταχθούν στο βορρά όπως όλοι ανέμεναν, είχε ως συνέπεια η χώρα να μετατραπεί σε θέατρο μακροχρόνιων και αιματηρών επιχειρήσεων. Οι συνθήκες ήταν αποτρεπτικές για την υλοποίηση του βρετανικού σχεδίου.
Η αλήθεια είναι πως οι Αμερικανοί είχαν υποδεχθεί με σοβαρότατες επιφυλάξεις την ιδέα την οποία προωθούσε το Foreign Office και που έκανε λόγο για έμμεση διοίκηση της ηπειρωτικής Ιταλίας με τη διατήρηση μιας τοπικής κυβέρνησης. Η προτίμησή τους στρεφόταν προς ένα σχήμα ανάλογο με εκείνο που είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή στην Σικελία: επιβολή μιας Διασυμμαχικής Στρατιωτικής Διοίκησης (Allied Military Government), οργάνου του Γενικού Επιτελείου των στρατευμάτων εισβολής. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφαιρεθεί από τον Eisenhower (και κατ’ επέκταση από την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Ουάσινγκτον) ο έλεγχος των ιταλικών αρχών ενόσω διαρκούσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Πόσο μάλλον να μετακυλήσουν σε ένα τριμερές συμβούλιο με τη συμμετοχή σε αυτό και των Σοβιετικών. Από μόνο του ένα σχήμα του είδους αυτού ήταν ικανό (εξαιτίας των παρεμβάσεων της Μόσχας) να βραχυκυκλώσει την υιοθέτηση κάθε μέτρου που θα κρινόταν απαραίτητο από τους στρατιωτικούς. Προσηλωμένοι στο δόγμα της υπεροχής του διοικητή του εκάστοτε επιχειρησιακού θεάτρου, οι Αμερικανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν παρά ένα και μόνο σχήμα: μια διμερή (και όχι τριμερή) αγγλοαμερικανική επιτροπή, υπαγόμενη στον Eisenhower και στο Μεικτό Γενικό Επιτελείο (Combined Chiefs of Staff). Εν τέλει, εάν η ΕΣΣΔ δεν συμμετείχε στη διοίκηση της Ιταλίας, αυτό δεν οφειλόταν ούτε σε αποστροφή της πρώτης (η Μόσχα είχε καλωσορίσει το βρετανικό σχέδιο), αλλά ούτε και στο φάσμα του κομμουνισμού και μιας επέκτασης της σοβιετικής επιρροής στη Μεσόγειο, όπως για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η εντύπωση. Οφειλόταν στον τρόμο που ασκούσε πάνω στους στρατιωτικούς (ειδικότερα τους Αμερικανούς) η προοπτική ενός δίπολου σχήματος εξουσίας επί του ιδίου πεδίου των μαχών. Και στο τέλος του 1943, η ισχύς της στρατιωτικής λογικής ήταν αδιαμφισβήτητη.
Ιδού λοιπόν οι καταβολές μιας ολόκληρης κωμωδίας παρεξηγήσεων και υπαινιγμών, η οποία τον Οκτώβριο του ιδίου έτους στιγμάτισε τις εργασίες της συνδιάσκεψης σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, στη Μόσχα. Επρόκειτο για την πρώτη συνάντηση σε τόσο ψηλή κλίμακα από την εποχή της γέννησης της συμμαχίας. Από τη μια πλευρά οι Σοβιετικοί, δια στόματος Molotov, εκδήλωσαν ζωηρό ενδιαφέρον για την περίπτωση της Ιταλίας αποδεχόμενοι το σχέδιο, το οποίο τους είχε υποβάλλει τρεις μήνες νωρίτερα ο Eden και που έκανε λόγο για πλήρη συμμετοχή εκ μέρους τους. Από την άλλη πλευρά ο ίδιος ο Eden είχε ήδη θέσει την ταφόπλακα στο σχέδιό του υποχωρώντας κάτω από τις πιέσεις των Αμερικανών. Αντ’ αυτού, προώθησε ένα πιο χαλαρό σχήμα, το οποίο προσέφερε μεν στην ΕΣΣΔ την επίφαση μιας συμμετοχής, αφαιρώντας ωστόσο από αυτήν κάθε αρμοδιότητα επί της ουσίας.

Τον έλεγχο ως προς την εφαρμογή των διατάξεων της συνθηκολόγησης ανέλαβε μια Διασυμμαχική Επιτροπή Ελέγχου (Allied Control Commission), απαρτιζόμενη αποκλειστικά από Αμερικανούς και Βρετανούς με πρόεδρο ex officio τον στρατηγό Eisenhower. Η εν λόγω επιτροπή θα πλαισίωνε την τοπική κυβέρνηση λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην τελευταία και τον έξω κόσμο. Η ΕΣΣΔ, από κοινού με τους μικρότερους συμμάχους, θα συνδεόταν με αυτό το σχήμα μέσω ενός δευτέρου οργάνου που δημιουργήθηκε αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσει τον σκοπό αυτό. Επρόκειτο για το “Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για την Ιταλία” (Advisory Council for Italy), στους κόλπους του οποίου ο Ρώσος εντεταλμένος συμμετείχε επί ίσοις όροις με έναν Γάλλο, έναν Έλληνα και έναν Γιουγκοσλάβο ομολόγους του. Ο πρώτος κατά σειρά εκπρόσωπος, Andrei Vychinski, φτάνοντας τον Νοέμβριο του 1943 επιτόπου, διαπίστωσε αμέσως πως το καθεστώς το οποίο επιφυλάχτηκε για τη χώρα του ήταν περισσότερο συμβολικό παρά ουσιαστικό. Βέβαια, καθώς ο πρώτιστος στόχος ολόκληρου αυτού του μηχανισμού ήταν η διαφύλαξη και διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης, το παραπάνω σχήμα δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει την επομένη της λήξης των εχθροπραξιών εντός του ιταλικού εδάφους. Όταν σχεδίαζαν το μέλλον της μεταπολεμικής Ιταλίας, οι Σύμμαχοι δεν είχαν φανταστεί πως οι επιχειρήσεις θα εξακολουθούσαν επί είκοσι μήνες έπειτα από τη συνθηκολόγηση, με άλλα λόγια έως το πέρας του πολέμου στην Ευρώπη.
Έτσι λοιπόν, στις αρχές του 1944 το “ιταλικό μοντέλο” τοποθετήθηκε στη θέση του. Κινείτο στους αντίποδες εκείνου που είχαν οραματιστεί οι Βρετανοί διπλωμάτες. Σε ό,τι αφορούσε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες, παρείχε πλήρη αποκλειστικότητα στις αρχές κατοχής. Μοναδική απόκλιση αποτελούσε ένα locus standi που επινοήθηκε ειδικά για την περίπτωση της ΕΣΣΔ και το οποίο λειτούργησε περιθωριακά μέχρι τέλους. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίστηκαν ορισμένοι ιστορικοί, οι Ρώσοι δεν υπέκυψαν στα τετελεσμένα. Τον δευτερεύοντα ρόλο που τους αποδόθηκε ήταν κάλλιστα σε θέση (όφειλαν καλύτερα) να τον θεωρήσουν ευθύς εξαρχής ως χρήσιμο προηγούμενο για το μέλλον. Σε ένα πρώτο στάδιο δεν το συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να τον διευρύνουν με κάθε δυνατό μέσο. Αρχικά στράφηκαν προς τους Αγγλοαμερικανούς, ζητώντας να ενταχθούν ισότιμα στους κόλπους της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου. Εν συνεχεία, έδρασαν μονομερώς.
Το Μάρτιο του 1944, έπειτα από μυστική συνεννόηση του Vychinski με τους Ιταλούς, η Μόσχα συνήψε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση Badoglio δίχως να ενημερώσει προηγουμένως τους υπόλοιπους Συμμάχους. Ο σκοπός ήταν να βραχυκυκλωθεί η Διασυμμαχική Επιτροπή και να εξουδετερωθεί ολόκληρος ο μηχανισμός, τον οποίον είχαν στήσει οι Αγγλοαμερικανοί. Οι τελευταίοι αντέδρασαν βίαια. Όχι μόνο δεν χαλάρωσαν τον έλεγχο που ασκούσαν μέχρι τότε, αλλά αντίθετα τον ενδυνάμωσαν περαιτέρω. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του State Department περί τα μέσα Μαρτίου: “Ολόκληρο το σύστημα ελέγχου της Ιταλίας προέκυψε έπειτα από ώριμη σκέψη, επιβλήθηκε και εξελίχθηκε ως απαραίτητο στρατιωτικό εργαλείο (…), το οποίο παρέχει στον ανώτατο διοικητή την δυνατότητα να προστατέψει και να διεκπεραιώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις επί του ιταλικού εδάφους. Αυτή η ύπατη αρμοδιότητα εξακολουθεί να ασκείται από τον ίδιο και καμιά ειδική συνεννόηση ανάμεσα στην ιταλική κυβέρνηση και κάποια από τις σύμμαχες ομόλογές της δεν είναι σε θέση να την μεταβάλει ούτε κατά διάνοια”.

Την άνοιξη του 1944, κι ενώ οι Αμερικανοί εκφέρουν έναν αδιάλλακτο λόγο σχετικά με τις υποθέσεις της Ιταλίας, η έξοδος από τον πόλεμο των ανατολικών δορυφόρων της Γερμανίας βρισκόταν ήδη στην ημερήσια διάταξη. Πρώτη υποψήφια για υπογραφή συνθηκολόγησης ήταν η Ρουμανία. Κατά τον μήνα Μάρτιο ο Κόκκινος στρατός, έχοντας εξαπολύσει επίθεση μεγάλου βεληνεκούς, εισέβαλλε στην Βεσσαραβία φθάνοντας μέχρι τον ποταμό Προύθο όπου ακινητοποιήθηκε επί πέντε μήνες. Το ζητούμενο ήταν, συνεπώς, η προετοιμασία της επόμενης μέρας, οι όροι της επικείμενης συνθηκολόγησης και ο τρόπος επιβολής τους.
Η αρχική ιδέα των Βρετανών συνίστατο σε ένα τριμερές και ισότιμο διοικητικό σύστημα για ολόκληρη την Ευρώπη. Δυστυχώς, το προηγούμενο της Ιταλίας κατέστησε κάτι τέτοιο ανέφικτο. Ήταν αυτονόητο πλέον πως στις περιπτώσεις της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας τον πρώτο λόγο θα είχε η στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων κατοχής, δηλαδή η ΕΣΣΔ. Ωστόσο, αν και το Λονδίνο αναγκάστηκε να αναπροσαρμόσει ριζικά τον προγραμματισμό του σε επίπεδο τακτικής, δεν απομακρύνθηκε ούτε στιγμή από τους πολιτικούς στόχους τους οποίους είχε θέσει. Υποστηρίχτηκε από πολλές πλευρές πως οι Βρετανοί, θεωρώντας αδύνατη μια συνύπαρξη με τους Ρώσους και επιδιώκοντας να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην Μεσόγειο, προώθησαν, σε αντιδιαστολή με τους Αμερικανούς συμμάχους τους, το σχήμα ενός διαμοιρασμού της Ευρώπης σε ζώνες αποκλειστικής επιρροής. Είναι γεγονός πως στη Μεγάλη Βρετανία ακούστηκαν φωνές προς αυτή την κατεύθυνση, όπως άλλωστε και στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, στις ΗΠΑ (η περίπτωση του George Kennan αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα). Σε κυβερνητικό επίπεδο ωστόσο, κάθε άλλο παρά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ένας διαμελισμός σε μόνιμες και αδιαπέραστες ζώνες επιρροής προκαλούσε ρίγη ανησυχίας στους κύκλους του Foreign Office μεταξύ των ετών 1943 και 1945. Ο λόγος δεν ήταν η ψευδαίσθηση περί οικοδόμησης της δημοκρατίας στην ανατολική Ευρώπη ούτε η ευημερία Ρουμάνων, Βουλγάρων και Ούγγρων. Πραγματικός στόχος ήταν η επιβίωση της τριμερούς συμμαχίας, στην ύπαρξη της οποίας στηρίζονταν όλοι οι σχεδιασμοί για την μεταπολεμική Ευρώπη. Σε αυτό το τριμερές σχήμα μπορούσαν να προσχωρήσουν η Γαλλία και η Κίνα, με προοπτική το τελευταίο να εξελιχθεί σε ένα Διευθυντήριο πλανητικής κλίμακας.
Η βρετανική διπλωματία προσέβλεπε στην επίτευξη δυο στόχων: στη διατήρηση της συμμαχίας και στην αποφυγή υποδούλωσης της ανατολικής Ευρώπης από την ΕΣΣΔ. Οι δυο στόχοι ήταν αλληλένδετοι. Το ερώτημα είναι κατά πόσο ήταν και ασύμβατοι μεταξύ τους. Ήταν ποτέ δυνατό να αναμένει κανείς από τους Ρώσους να αφήσουν ανέγγιχτες τις πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές δομές των χωρών που θα τελούσαν υπό τον έλεγχο του Κόκκινου στρατού; Προτού υπεισέλθουμε στο κεφάλαιο περί ανατολικών συνθηκολογήσεων (επρόκειτο εξ ολοκλήρου για διμερείς αγγλορωσικές διαπραγματεύσεις καθότι, το 1944, η στρατιωτική παρουσία των Αμερικανών στα Βαλκάνια και στην παραδουνάβια Ευρώπη ήταν πενιχρή έως μηδαμινή), αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε τα δεδομένα επί των οποίων στηρίζονταν οι σχεδιασμοί του Λονδίνου και να τους συσχετίσουμε με εκείνους του Κρεμλίνου και γενικότερα με την ίδια τη φύση της ΕΣΣΔ.⁵
Η δεσπόζουσα εικόνα της ΕΣΣΔ τόσο στις τάξεις των Βρετανών όσο και σε εκείνες των Αμερικανών, ήταν πως η συμμετοχή στον πόλεμο είχε μετατρέψει ριζικά την τελευταία σε μια “κλασσική” παράμετρο του ευρωπαϊκού στερεώματος ή, τουλάχιστον, την είχε εισαγάγει σε μια διαδικασία μετάλλαξης προς την κατεύθυνση αυτή (“μια πόρνη σε φάση εξιλέωσης” σύμφωνα με την άκομψη έκφραση του πρέσβη της Α.Μ. στη Μόσχα). Με άλλα λόγια, η πρόσληψη της σοβιετικής μεταπολεμικής εξωτερικής πολιτικής κάθε άλλο παρά σχετιζόταν με το επεκτατικό μοντέλο της χιτλερικής Γερμανίας (η εικόνα αυτή άρχισε να διαμορφώνεται αργότερα, ενόσω βρισκόταν πια σε εξέλιξη ο Ψυχρός Πόλεμος). Αντίθετα, παρέπεμπε περισσότερο σε εκείνη της Γερμανίας της εποχής του Bismarck, ειδικότερα κατά τις δυο δεκαετίες του 1870 και του 1880: μιας κορεσμένης δύναμης, απορροφημένης από τα εσωτερικά προβλήματα και συντηρητικής ως προς την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, με διακαή επιθυμία να συμβάλει στη διεθνή τάξη πραγμάτων. Κατά πάσα βεβαιότητα η ΕΣΣΔ επιθυμούσε και εκείνη να προεκτείνει σε περίοδο ειρήνης την τριμερή συμμαχία με Βρετανούς και Αμερικανούς δίχως να προσβλέπει απαραίτητα στη σοβιετοποίηση της ανατολικής Ευρώπης μετά το πέρας του πολέμου. Εν ολίγοις, το Κρεμλίνο δεν προσδοκούσε μια μόνιμη δορυφοροποίηση των κατεχομένων περιοχών. Η στρατηγική του δεν ήταν στραμμένη προς μια κατεύθυνση αυτού του είδους αλλά ούτε και προς εκείνη μιας εσκεμμένης επιθετικής μορφής. Δεν διακατεχόταν από εξάρσεις επαναστατικού μεσσιανισμού, ούτε από κάποια πρόθεση πολιτικού προσηλυτισμού. Είχε πάψει να υπαγορεύεται από ιδεολογικά κίνητρα. Ο στόχος της ήταν περιορισμένος, σαφής και απόλυτα κατανοητός. Επρόκειτο για την ασφάλεια και την προστασία των νέων συνόρων της ΕΣΣΔ.

Το αναπόφευκτο επακόλουθο του παραπάνω αξιώματος εκφράστηκε τον Μάιο του 1943 με γλαφυρά και προφητικά λόγια από έναν λειτουργό του Foreign Office: “Η εν γένει συμπεριφορά της μεταπολεμικής ΕΣΣΔ έναντι ημών και όλων εκείνων που εκδηλώνουν κάποιο ενδιαφέρον γι αυτή, θα εξαρτηθεί από τον τρόπο, με τον οποίον θα της συμπεριφερθούμε εμείς έως τότε”. Εάν η ρωσική πολιτική δεν ήταν ιδεολογικά προκαθορισμένη, διατηρώντας βέβαια έναν βαθμό καχυποψίας αναφορικά με τον έξω κόσμο, τότε θα έπρεπε να διανύσει μια περίοδο μεγίστης ελαστικότητας προς την κατεύθυνση κάποιου είδους δυτικοποίησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, κομβικός παράγοντας θα έπρεπε να είναι η στάση των Αγγλοαμερικανών, ειδικότερα σε θέματα που άπτονταν της ασφάλειας της ΕΣΣΔ. Αυτός ακριβώς υπήρξε ο άξονας πέριξ του οποίου σφυρηλατήθηκε η βρετανική πρόσληψη της ρωσικής πολιτικής: αυτή η τελευταία θα εξαρτάτο από την πρόσληψη της βρετανικής πολιτικής εκ μέρους του Κρεμλίνου. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο φόβος μιας σοβιετοποίησης των ανατολικών χωρών παρέμενε μια σοβαρή απειλή, έστω και αν, σύμφωνα πάντοτε με την οπτική του Λονδίνου, δεν ήταν αναπότρεπτα εγγεγραμμένη στη λογική των περιστάσεων. Ο δε μεγαλύτερος κίνδυνος συνίστατο στο να ερμηνευτεί η συμπεριφορά των Αγγλοσαξόνων ως εχθρική έναντι της Μόσχας ή, τουλάχιστον, ως ζημιογόνα ως προς τις δίκαιες διεκδικήσεις της τελευταίας στον τομέα της ασφάλειας. Στην απευκταία περίπτωση που η ΕΣΣΔ διαπίστωνε ότι οι διεκδικήσεις της δεν επρόκειτο να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο ενός κλίματος κατανόησης και συνεργασίας με τους δυο συμμάχους της, ήταν βέβαιο πως θα επιχειρούσε να τις εκπληρώσει δίχως αυτούς, για να μην πει κανείς ενάντια σε αυτούς. Και όλα αυτά φυσικά,σε βάρος των λαών της ανατολικής Ευρώπης. Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δυο στόχους των Βρετανών ήταν διαλεκτικής φύσεως: ένας στοιχειώδης σεβασμός των δημοκρατικών αρχών και αξιών στις χώρες υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της συμμαχίας. Από την άλλη πλευρά, η ίδια η διατήρηση της ενδοσυμμαχικής αρμονίας αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση ως προς το μέλλον των χωρών αυτών.
Σύμφωνα με τους Βρετανούς διπλωμάτες εγκυμονούσε και ένας δεύτερος κίνδυνος. Η διαδικασία σοβιετοποίησης ήταν δυνατό να ενεργοποιηθεί και εξαιτίας ενός επιπρόσθετου παράγοντα. Εκείνου της κατάστασης που θα επικρατούσε εντός των παραπάνω χωρών. Επρόκειτο για μια παράμετρο ικανή να επηρεάσει από μόνη αρνητικά τις επιλογές της Μόσχας σε πολλαπλά επίπεδα. Υπήρχαν ήδη ενδείξεις, βάσει των οποίων ο τερματισμός του πολέμου θα βύθιζε τη ΝΑ Ευρώπη μέσα σε ένα χάος κοινωνικής αναρχίας, πολιτικών συγκρούσεων ακόμη και εμφυλίου πολέμου. Μια παρόμοια εξέλιξη ενείχε τον κίνδυνο να πείσει τους Σοβιετικούς να ενεργήσουν με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που είχαν αρχικά σχεδιάσει. Ή και να προσφέρει στις τοπικές δυνάμεις της άκρας αριστεράς την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν με τρόπο που θα καθιστούσε δύσκολο για την ΕΣΣΔ να καταδικάσει, ακόμα περισσότερο δε να καταστείλει.⁶
Μια άλλη πηγή ανησυχίας, η οποία με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε κυρίαρχη, ήταν η συμπεριφορά της αστικής τάξης (της πλέον ευθυγραμμισμένης με το αγγλοσαξονικό σύστημα διακυβέρνησης) και της ηγεσίας της σε κάθε μια από τις χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης. Σε ορισμένες από τις τελευταίες (λ.χ. στη Ρουμανία), οι αντίστοιχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις διακατέχονταν από ένα έντονο αντισοβιετικό συναίσθημα και ήταν σε θέση, συνακόλουθα, να στρέψουν τους Συμμάχους τους μεν εναντίον των δε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ κατά της ΕΣΣΔ, με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον οι Ιταλοί επιχείρησαν να στρέψουν την ΕΣΣΔ εναντίον των Αγγλοαμερικανών. Αντί να βυθιστούν στο πλαίσιο των βρετανικών επιδιώξεων περί συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των Τριών, οι αστικές τάξεις των εν λόγω χωρών κινδύνευαν να στραφούν κατά της πολιτικής που προωθούσε το Λονδίνο. Με άλλα λόγια, δεν ήταν διατεθειμένες να υποκύψουν άνευ όρων στον έλεγχο του Κόκκινου στρατού. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιοποιήσουν τις διαφορές μεταξύ των Συμμάχων ή να δημιουργήσουν νέες εκεί που δεν υπήρχαν. Θα ήταν επίσης σε θέση να προκαλέσουν την ΕΣΣΔ, ούτως ώστε η τελευταία να αναγκαστεί να τραβήξει το ξίφος από το θηκάρι και να τις αναγκάσει να περιχαρακωθούν πίσω από την ισχυρή αγγλοσαξονική ασπίδα. Αυτό τουλάχιστον πίστευαν, καθώς παραγνώριζαν το γεγονός ότι σε περίπτωση ρήξης των ενδοσυμμαχικών σχέσεων, οι Αγγλοαμερικανοί δεν διέθεταν ασπίδα για να τους προστατεύσουν. Με άλλα λόγια, οι μετριοπαθείς ελίτ των χωρών αυτών, επιχειρώντας να εκμαιεύσουν την αντίδραση της Δύσης, θα προσέφεραν άθελά τους το πρόσχημα στην ΕΣΣΔ να θεμελιώσει τον έλεγχό της, στηριζόμενη αποκλειστικά στα κομμουνιστικά κόμματα. Το τελευταίο πράγμα που το Λονδίνο επιθυμούσε να δει ήταν μια εξέλιξη τέτοιας μορφής.
Έτσι είχε το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων με αντικείμενο τους όρους συνθηκολόγησης της Ρουμανίας, και αργότερα της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες ξεκίνησαν την άνοιξη του 1944. Κύριο μέλημα των Βρετανών ήταν να προσπεράσουν την αρχική φάση της κατοχής από τον Κόκκινο στρατό με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες σε κάθε επίπεδο. Στους σχεδιασμούς του Foreign Office, δυο ήταν τα σημεία εκείνα που μονοπωλούσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον. Από τη μια πλευρά, οι Δυτικοί είχαν κάθε συμφέρον να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν την πρωτοκαθεδρία της ΕΣΣΔ ενόσω οι όροι της συνθηκολόγησης παρέμεναν σε ισχύ. Από την άλλη, όφειλαν να εξασφαλίσουν επιτόπου μια αποτελεσματική εκπροσώπηση για τον εαυτό τους, η οποία θα τους επέτρεπε να ελέγχουν την πολιτική σταθερότητα και να παρεμβαίνουν για την αποκατάσταση και διατήρησή της. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση των όρων της κάθε συνθηκολόγησης δεν έπρεπε να επαφίεται στην αρμοδιότητα ενός και μόνο τοπικού στρατιωτικού διοικητή, αλλά να εμπίπτει σε έναν οργανισμό, στους κόλπους του οποίου η σοβιετική ανώτατη διοίκηση θα διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία πλαισιωμένη από εκπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ. Βέβαια, πρώτιστη προϋπόθεση γι’ αυτό το τελευταίο αποτελούσε η συγκατάθεση της κυβέρνησης της Ουάσινγκτον, κάτι που δεν έπρεπε να θεωρείται ως δεδομένο από τη στιγμή που οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν εκδήλωναν το παραμικρό ενδιαφέρον για τις εν λόγω περιοχές, αλλά έπρατταν τα πάντα προκειμένου να παραμείνουν αμέτοχες όσον αφορούσε τις εκεί εξελίξεις. Οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες των δυτικών εντεταλμένων θα ορίζονταν κατά περίπτωση και ως προς αυτό, το Foreign Office είχε πλήρη συνείδηση πως το προηγούμενο της Ιταλίας λειτουργούσε αρνητικά. Πάντως, σε κάθε περίπτωση οι δικοί του εκπρόσωποι θα ήταν επιφορτισμένοι με μια τριπλή αποστολή: 1) την επίβλεψη της εφαρμογής των όρων της συνθηκολόγησης σε στενή συνεργασία με τις σοβιετικές αρχές κατοχής, 2) την ενθάρρυνση των τοπικών πολιτικών δυνάμεων (ειδικότερα των μετριοπαθών) να πράξουν το ίδιο, καθιστώντας κατανοητό ότι μια ενδεχόμενη ρήξη των ενδοσυμμαχικών σχέσεων θα ήταν επιζήμια για όλους και 3) τη στενή παρακολούθηση των εξελίξεων και την άμεση ενημέρωση των κυβερνήσεων της Δύσης σχετικά με κάθε προσπάθεια επιβολής μιας μόνιμης σοβιετικής κατοχής, επικίνδυνης για το μέλλον των συγκεκριμένων χωρών αλλά και για την ίδια την συνοχή της τριμερούς συμμαχίας.

Μέσα στο παραπάνω γενικό πλαίσιο, το ειδικό βάρος των βρετανικών αξιώσεων διέφερε από χώρα σε χώρα με γνώμονα διάφορα κριτήρια. Απλοποιώντας, θα εστιάσουμε σε τρία από αυτά: 1) στα άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα που οι Βρετανοί διατηρούσαν (ή πίστευαν πως διέθεταν) στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, 2) στο μέγεθος του εκτιμώμενου κινδύνου ανά χώρα και 3) σε αντιδιαστολή με το προηγούμενο, στον βαθμό της ανασφάλειας την οποία ένοιωθαν οι Σοβιετικοί. Ως προς την Ρουμανία, οι αξιώσεις των Βρετανών υπήρξαν περιορισμένης κλίμακας. Στα μάτια τους, η συγκεκριμένη χώρα παρουσίαζε μικρότερο ενδιαφέρον από ό,τι οι όμορές της, ειδικότερα η Βουλγαρία. Από την άλλη πλευρά, είχαν διατηρήσει επαφές, διαρκούντος του πολέμου, με τους κύκλους των αντιφρονούντων στο καθεστώς Antonescu, γεγονός που τους επέτρεπε στην παρούσα φάση να εξασφαλίσουν ερείσματα στους κόλπους των ιδίων πολιτικών δυνάμεων με προεξέχοντα το Φιλελεύθερο και το Αγροτικό κόμμα. Η Ρωσία, αντίθετα, ήταν ελάχιστα δημοφιλής σε επίπεδο ρουμανικής κοινής γνώμης, η δε πρόσφατη υφαρπαγή της Βεσσαραβίας από τον Κόκκινο στρατό δεν λειτουργούσε προς όφελος μιας άμβλυνσης της έντασης των σχέσεων. Μοναδικό στήριγμα της ΕΣΣΔ ήταν το Κομμουνιστικό κόμμα της χώρας. Όμως το τελευταίο δεν έχαιρε ευρείας αποδοχής και φάνταζε αδύναμο και ανίκανο να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο. Υπό αυτές τις συνθήκες, κυρίαρχο μέλημα του Foreign Office ήταν να καθησυχάσει το Κρεμλίνο πως, παρόλο τον ευνοϊκό συσχετισμό των ισορροπιών, δεν είχε την πρόθεση να επιδοθεί σε δολοπλοκίες σε βάρος των σοβιετικών συμφερόντων, ακριβώς προκειμένου να αποτραπεί η δια της βίας επιβολή ενός κομμουνιστικού καθεστώτος.
Ο καθησυχασμός των Ρώσων ιθυνόντων ήταν ακόμη πιο επιτακτικός καθότι, περί τα τέλη του 1943, η Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operations Executive – SOE) είχε άθελά της ρίξει λάδι στη φωτιά προωθώντας στη Ρουμανία μια ομάδα πρακτόρων, επιφορτισμένων με την αποστολή να αποκαταστήσουν επαφή με τον Iuliu Maniu, ηγέτη του Αγροτικού κόμματος. Η επιχείρηση απέτυχε καθώς οι τελευταίοι συνελήφθησαν αμέσως από το καθεστώς Antonescu. Οι επίσημες ρουμανικές αρχές, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν όλους τους διαύλους επικοινωνίας ανοικτούς, όχι μόνο δεν παρέδωσαν τους συλληφθέντες στους Γερμανούς, αλλά τους επέτρεψαν να συνεχίζουν να επικοινωνούν με το Κάιρο μέσω ασυρμάτου. Τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 1944, το παραπάνω επεισόδιο προκάλεσε τη οργή του Molotov, ο οποίος κατηγόρησε τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ότι μηχανορραφούσαν με τον Ρουμάνο δικτάτορα ενάντια στα συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Αμήχανο, το Λονδίνο απάντησε προτείνοντας προκαταβολικά, σε μια προσπάθεια να αμβλύνει τις εντυπώσεις, την αναγνώριση της σοβιετικής πρωτοκαθεδρίας στην Ρουμανία, με αντάλλαγμα την αποδοχή της βρετανικής επιρροής στην Ελλάδα. Εννοείται πως δεν γινόταν λόγος για εγκατάλειψη της Ρουμανίας στην μοίρα της. Η πρόταση του Foreign Office στόχευε στην αποκλιμάκωση της έντασης αλλά και στην αποφυγή περισσότερο ακραίων λύσεων για την εν λόγω χώρα. Επρόκειτο για την απαρχή της διαδικασίας, η οποία πέντε μήνες αργότερα έμελλε να ολοκληρωθεί με τη σύναψη της λεγομένης “Συμφωνίας των ποσοστών”.
Με την αποκατάσταση της ηρεμίας στις διμερείς αγγλορωσικές σχέσεις, η σύνταξη των όρων συνθηκολόγησης της Ρουμανίας δεν προσέκρουσε σε άλλα εμπόδια. Θέλοντας και μη, το Λονδίνο παραχώρησε στους Σοβιετικούς τη μέριμνα για τη σύνταξη του τελικού κειμένου. Αρκέστηκε μόνο να ρωτήσει κατά πόσο η σύσταση μιας Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου, προορισμένης να επιβλέπει τη δραστηριότητα της νέας ρουμανικής κυβέρνησης, συγκαταλεγόταν μεταξύ των προθέσεων της Μόσχας. Όταν οι Ρώσοι απάντησαν καταφατικά, επισημαίνοντας παρά ταύτα, πως η Διασυμμαχική Επιτροπή θα υπαγόταν απευθείας στον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης ειρήνης, το Foreign Office δεν εξέφρασε αντίρρηση. Κατόπιν τούτου, οι συνομιλίες μεταξύ των Τριών – με ιδιαίτερα ισχνή την αμερικανική παρουσία και συμμετοχή – κατέληξαν στην υπογραφή, στις 12 Σεπτεμβρίου 1944, της πράξης Συνθηκολόγησης. Την υπέγραψαν ο στρατάρχης Malinovsky στο όνομα των Συμμάχων και οι εντεταλμένοι της νέας κυβέρνησης συνασπισμού, την οποία είχε ορκίσει ο βασιλέας Μιχαήλ, την επομένη της ανατροπής του δωσίλογου καθεστώτος Antonescu.
Το άρθρο 18 προέβλεπε όντως πως η εκτέλεση των όρων συνθηκολόγησης ανήκε σε μια τριμερή επιτροπή, υπαγόμενη “στη γενική διοίκηση και στις διαταγές της [Σοβιετικής] Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης”, η οποία θα λειτουργούσε σε κάθε περίπτωση “στο όνομα των Συμμάχων”. Έτσι, οι Βρετανοί εξασφάλισαν για τον εαυτό τους και για τους Αμερικανούς (οι οποίοι αδιαφορούσαν σχεδόν επιδεικτικά) την εκπροσώπηση στους κόλπους της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου. Στην ουσία όμως είχαν παραχωρήσει στους Σοβιετικούς τη δυνατότητα να προσδιορίζουν το είδος και το μέγεθος της συμμετοχής των Δυτικών. Τα πάντα εξαρτώνταν από την ερμηνεία την οποία το Κρεμλίνο απέδιδε στην έννοια “στο όνομα των Συμμάχων”. Βρετανοί και Αμερικανοί θα είχαν λόγο στις σημαντικότερες, τουλάχιστον, αποφάσεις; Ή μήπως, οι σοβιετικές αποφάσεις βαπτίζονταν απλώς και μόνο “συμμαχικές”; Όπως και να έχει το ζήτημα, το Λονδίνο ήταν σε θέση να παρακολουθεί επιτόπου, μέσω των δικών του εκπροσώπων στο Βουκουρέστι, τις εξελίξεις τόσο σε επίπεδο πολιτικής ζωής όσο και σε επίπεδο ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας. Άλλωστε, θα καταφέρει τελικά να επηρεάσει αμφότερες τις πλευρές προς όφελος ενός διπλού στόχου: εκείνου της διατήρησης ομαλών σχέσεων με τις σοβιετικές στρατιωτικές αρχές και εκείνον της αποφυγής επιδείνωσης της όλης κατάστασης μέσω της επιβολής ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Στην περίπτωση της Βουλγαρίας τα πράγματα αποδείχτηκαν διαφορετικά και πολύ δυσκολότερα. Στα μάτια των Βρετανών, η συγκεκριμένη χώρα ήταν από στρατηγικής απόψεως η σημαντικότερη στα Βαλκάνια, ενδεχομένως δε και σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη, της Πολωνίας μη εξαιρουμένης. Μια σοβιετοποίηση της Βουλγαρίας ήταν ικανή να αποσταθεροποιήσει τα Βαλκάνια απειλώντας τα Στενά, την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία. Με άλλα λόγια, ήταν σε θέση να δυναμιτίσει τη βρετανική παρουσία και επιρροή στο σύνολο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Επιπρόσθετα, η Μεγάλη Βρετανία δεν διέθετε ερείσματα στη Σόφια, εν μέρει εξαιτίας των καλών σχέσεων τις οποίες διατηρούσε διαρκούντος του πολέμου με τις εξόριστες στο Λονδίνο κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, οι Σοβιετικοί δεν ήσαν σε καθεστώς πολέμου με την Βουλγαρία παρά μόνο κατά το τριήμερο 5 έως 8 Σεπτεμβρίου. Αλλά ακόμα και τότε επρόκειτο για εικονικό πόλεμο δίχως την παραμικρή απώλεια ζωής. Συνεπώς μπορούσαν να υπολογίζουν στη στήριξη σημαντικής μερίδας του πληθυσμού αλλά και στους παραδοσιακούς φυλετικούς δεσμούς ανάμεσα στους δυο λαούς. Το Λονδίνο θεωρούσε το ΚΚΒ ως το ισχυρότερο και καλύτερα οργανωμένο κόμμα στο πολιτικό στερέωμα της Βουλγαρίας. Σαν να μην αρκούσε αυτό, εντός της χώρας, η σοβιετοποίηση της οποίας φάνταζε ως θανάσιμος κίνδυνος, βρίσκονταν οι καλύτερα οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι κομμουνιστές για την κατάληψη της εξουσίας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, μόλις η ΕΣΣΔ κατέστησε γνωστή την πρόθεσή της να παρέμβει κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, οι Βρετανοί φρόντισαν να διαμηνύσουν πως στο ζήτημα της συνθηκολόγησης και του ελέγχου της χώρας αυτής σκόπευαν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους έναν πολύ πιο αποτελεσματικό ρόλο από ό,τι στην αντίστοιχη περίπτωση της Ρουμανίας. Συγκεκριμένα έκαναν λόγο για ισότιμη εκπροσώπηση, προβάλλοντας το επιχείρημα πως βρίσκονταν σε καθεστώς πολέμου με τη Βουλγαρία επί τρία ολόκληρα χρόνια, ενώ η Σοβιετική Ένωση επί τρεις μόνο ημέρες. Δικαιούνταν επομένως καλύτερης μεταχείρισης στην προκειμένη περίπτωση. Κατά κακή τους τύχη, οι Ρώσοι δεν έδειχναν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν. Μάλιστα, εξέφρασαν την άρνησή τους επικαλούμενοι το ιταλικό προηγούμενο, όταν οι Δυτικοί έσπευσαν να διακηρύξουν τότε την ανώτατη εξουσία του στρατιωτικού διοικητή του συγκεκριμένου επιχειρησιακού θεάτρου. Από μόνη της, η ύπαρξη του ιταλικού παραδείγματος απαγόρευε κάθε διαφοροποίηση στις περιπτώσεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Αποτέλεσμα ήταν η καθυστέρηση των συνομιλιών μεταξύ των Τριών.⁷ Για την άρση του αδιεξόδου, το Foreign Office επινόησε έναν συμβιβασμό, τον οποίον ανέπτυξε τον Οκτώβριο ο Eden συνοδεύοντας τον Churchill κατά την επίσκεψή του στην Μόσχα. Πράγματι, είναι γεγονός πως σε ολόκληρο τον κύκλο των διαπραγματεύσεων για την περίφημη “Συμφωνία των Ποσοστών”, σε ό,τι αφορούσε την περίπτωση της Βουλγαρίας, Βρετανοί και Ρώσοι δεν αναλώθηκαν σε στείρα παράθεση αριθμών. Το ζήτημα της συνθηκολόγησης της χώρας αυτής, ειδικότερα δε εκείνο των αρμοδιοτήτων που θα εκχωρούνταν στην Διασυμμαχική Επιτροπή Ελέγχου, κατείχαν σημαίνουσα θέση.

Ο συμβιβασμός συνίστατο στον διαχωρισμό της κρίσιμης μεταβατικής περιόδου σε δυο στάδια. Ένα πρώτο, έως τον τερματισμό των εχθροπραξιών με τη Γερμανία, οπότε τον έλεγχο της Διασυμμαχικής Επιτροπής θα ασκούσαν οι Σοβιετικοί. Σε ένα διάδοχο δεύτερο, και έως την συνομολόγηση της Συνθήκης Ειρήνης, η Επιτροπή θα λειτουργούσε σε ισότιμη βάση. Η πρόταση έγινε μερικώς αποδεκτή (ή μερικώς απορρίφθηκε σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις) από τους Ρώσους έπειτα από ατέρμονες διαπραγματεύσεις. Το Κρεμλίνο δεσμεύτηκε να συζητήσει μεταβολή του τρόπου λειτουργίας της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου έπειτα από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Ωστόσο, απέφυγε να υποσχεθεί αναβάθμιση των υπολοίπων δυο στους κόλπους της ίδιας επιτροπής. Κατέστησε σαφές πως κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε εκ των πραγμάτων με καταδίκη της δικής του εκπροσώπησης σε καθεστώς μόνιμης μειοψηφίας.
Πολλοί ιστορικοί συνηθίζουν να θεωρούν την αγγλορωσική Συμφωνία του Οκτωβρίου 1944 ως την πεμπτουσία του κυνισμού ή ως θέατρο του παραλόγου, από τη στιγμή κατά την οποία τα ποσοστά δεν εκπροσωπούσαν τίποτα στα μάτια των δυο ενδιαφερομένων πλευρών. Ωστόσο, οι ενέργειες των Βρετανών δεν αποτελούσαν προϊόν κυνισμού. Υπαγορεύονταν περισσότερο από ευσεβείς πόθους. Με γνώμονα τη δική τους οπτική, η αναγνώριση της σοβιετικής πρωτοκαθεδρίας στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία διέθετε ημερομηνία λήξης: την περίοδο της κατοχής από τον Κόκκινο στρατό μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Επρόκειτο για ένα προσωρινό καθεστώς, το οποίο δεν παρείχε κατά κανένα τρόπο στην ΕΣΣΔ το δικαίωμα να λειτουργεί επιτόπου αυτοδύναμα. Ως προς αυτό βέβαια, ο Stalin δεν χρειαζόταν την άδεια των Συμμάχων καθώς θεωρούσε τη σοβιετική στρατιωτική παρουσία στις παραπάνω χώρες ως εγγύηση ότι οι Αγγλοαμερικανοί δεν επρόκειτο να προβούν σε δολοπλοκίες εις βάρος των δικών του συμφερόντων. Απώτερος στόχος του βρετανικού σκεπτικού ήταν, όπως πάντα, ο καθησυχασμός των Ρώσων και η αποφυγή δημιουργίας ενός κλίματος αμοιβαίας καχυποψίας που θα τους έκανε να μετατρέψουν μια ζώνη προσωρινής στρατιωτικής κατοχής σε μια μόνιμη εσωστρεφή πολιτική σφαίρα, πλήρως αποξενωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.
Όσον αφορά δε τα ποσοστά, δεν αποκτούσαν νόημα παρά μόνο εάν εξετάζονταν κατά περίπτωση, σε αναλογία με τι ακριβώς εκπροσωπούσαν στην πραγματικότητα. Εκείνο που μετρά είναι η σχετική αξία του καθενός από αυτά. Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς την σημασία ενός δυτικού ποσοστού της τάξης του 10% (Ρουμανία) ή του 20 % (Βουλγαρία), αρκεί να προβεί σε μια απλή σύγκριση ανάμεσα στις πράξεις Συνθηκολόγησης με τα δυο κράτη. Το ρουμανικό κείμενο έθετε την Διασυμμαχική Επιτροπή Ελέγχου κάτω από τις διαταγές της σοβιετικής ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσε η επιτόπου παρουσία του Κόκκινου στρατού. Το βουλγαρικό κείμενο, απόσταγμα των συνομιλιών Eden-Molotov του Οκτωβρίου 1944, προέβλεπε κάτι ανάλογο “μέχρι την λήξη των εχθροπραξιών με την Γερμανία”. Στο διάστημα ανάμεσα στη λήξη των εχθροπραξιών και την τελική υπογραφή της ειρήνης (ένα διάστημα που κινδύνευε να αποβεί μακροχρόνιο), η Διασυμμαχική Επιτροπή Ελέγχου θα τελούσε υπό την “προεδρία” και όχι υπό την “διεύθυνση” ενός Ρώσου ανώτατου αξιωματικού. Ο ίδιος ο Molotov είχε διαβεβαιώσει τον Βρετανό ομόλογό του πως: “Εξυπακούεται ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής φάσης, ο πρωταρχικός ρόλος της σοβιετικής ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης θα μειωθεί κάπως, προς όφελος των Αμερικανών και Βρετανών εντεταλμένων”. Σε ποιο βαθμό όμως; Επρόκειτο για την ουσία του προβλήματος, την οποία, όμως και οι Τρεις προτίμησαν να προσπεράσουν προσωρινά έως ότου σιγήσουν πλήρως τα όπλα στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου.⁸

Το αντικείμενο του παρόντος άρθρου εστιάζει στην προσέγγιση των προθέσεων των Συμμάχων έναντι των δορυφόρων της Γερμανίας για τα έτη 1943 και 1944. Συνεπώς, δεν πρόκειται να εξεταστεί καθόλου το καθεστώς εφαρμογής των συνθηκολογήσεων το 1945, τόσο πριν όσο και έπειτα από τον τερματισμό των εχθροπραξιών με την Γερμανία.⁹ Θα ολοκληρώσουμε, εν είδει συμπερασμάτων, με μια σύντομη αναφορά στην κατάσταση, έτσι όπως διαμορφώθηκε, την επομένη της άφιξης στις εχθρικές χώρες της ΝΑ Ευρώπης, των Βρετανών εντεταλμένων στους κόλπους των Διασυμμαχικών Επιτροπών Ελέγχου (εκείνη των συναδέλφων τους Αμερικανών ακολούθησε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, η δε συμμετοχή τους, τόσο σε μέγεθος όσο και σε αρμοδιότητες υπήρξε μακρόθεν πιο διακριτική).
Το πρώτο γνώρισμα υπήρξε η διαρκώς κλιμακούμενη αντίφαση στις οδηγίες, των οποίων υπήρξαν οι αποδέκτες, και που αντανακλούσαν το δισυπόστατο των στρατηγικών στόχων. Η πολιτική, η οποία περιγράφηκε μέχρι στιγμής, εξέφραζε επακριβώς τις προθέσεις του Foreign Office έναντι των Βρετανών εκπροσώπων στο Βουκουρέστι, τη Σόφια και τη Βουδαπέστη. Οι οδηγίες – η καλύτερη απόδειξη της αντίθεσης του Λονδίνου στην ιδέα περί διανομής της Ευρώπης – έκλιναν σαφώς προς την κατεύθυνση μιας ειλικρινούς συνεργασίας και καλλιέργειας καλών σχέσεων με τους Ρώσους συναδέλφους τους. Ταυτόχρονα δε, προς την αποτροπή κάθε ατυχούς πρωτοβουλίας εκ μέρους των Ρουμάνων, Βουλγάρων και Ούγγρων, ικανής να επιφέρει σκλήρυνση της στάσης της ΕΣΣΔ. Από την άλλη πλευρά, οι Σοβιετικοί τελούσαν υπό συνεχή παρακολούθηση. Οι οδηγίες ήταν κρυστάλλινης διαύγειας ως προς αυτό. Οι συγκεκριμένες χώρες ενέπιπταν στην επιχειρησιακή σφαίρα του Κόκκινου στρατού. Επομένως ήταν φυσικό η ΕΣΣΔ να διαθέτει εκεί προνομιακή θέση έναντι των υπολοίπων συμμάχων της στο όλο ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων συνθηκολόγησης. Όμως, η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε κατά κανένα τρόπο να δει τις χώρες αυτές να υπάγονται επ’ αόριστον στον έλεγχο του Κρεμλίνου. Γι’ αυτό και ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει μια ισότιμη παρουσία και συμμετοχή στο σύνολο των πολιτικών υποθέσεων αμέσως μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ειρήνης.
Έχοντας σχηματίσει ιδίοις όμμασι πληρέστερη εικόνα της όλης κατάστασης, οι Βρετανοί αξιωματούχοι στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης διαπίστωναν ολοένα και περισσότερο, με την πάροδο του χρόνου, το ασύμβατο ανάμεσα στους δυο στόχους (συνεργασία με τους Σοβιετικούς και προστασία της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας των χωρών αυτών). Όταν πείστηκαν πως ήταν πρακτικά αδύνατη η ταυτόχρονη προώθηση αμφοτέρων, εγκατέλειψαν τον πρώτο και επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στην επίτευξη του δευτέρου. Αναμενόμενη συνέπεια ήταν η μετάλλαξή τους σε απόστολους της σκληρής γραμμής (tough line) έναντι της ΕΣΣΔ αλλά και σε κύριους επικριτές της συγκαταβατικής πολιτικής που εξακολουθούσαν να προωθούν οι κύκλοι του Λονδίνου. Μια επιπρόσθετη δυσκολία, κάθε άλλο παρά αμελητέα, σχετιζόταν με την στάση των τοπικών μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων και των ηγετών τους. Υπήρξαν περιπτώσεις, όπου η κατάσταση ξεπέρασε τους χειρότερους εφιάλτες του Foreign Office.
Όμως, το μεγαλύτερο εμπόδιο συνίστατο στην αιφνίδια αφύπνιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για τη συγκεκριμένη περιοχή. Κομπάρσοι το 1944, οι Αμερικανοί μετεξελίχθηκαν σε πραγματικούς πρωταγωνιστές έναν χρόνο αργότερα. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζεται συχνά, η Συνδιάσκεψη της Γιάλτας επ’ ουδενί πρέπει να εκληφθεί ως υποχωρητικότητα εκ μέρους της κυβέρνησης της Ουάσινγκτον. Ειδικότερα δε σε ό,τι σχετίζεται με τις ευρισκόμενες υπό κατοχή χώρες της ανατολικής Ευρώπης, σηματοδοτεί την απαρχή μιας δυναμικής και διεισδυτικής πολιτικής, η οποία και αντικατοπτρίζει πλέον το ενδιαφέρον των ΗΠΑ γι αυτές. Στόχος ήταν η αλλαγή του καθεστώτος των συνθηκολογήσεων ως προς την λειτουργία των Διασυμμαχικών Επιτροπών Ελέγχου, με άλλα λόγια η απάλειψη της σοβιετικής πρωτοκαθεδρίας και η υποκατάστασή της από την αρχή της συλλογικής ευθύνης (Joint Responsibility) έτσι όπως αυτή διατυπώθηκε στη Διακήρυξη της Κριμαίας περί Ελεύθερης Ευρώπης. Ακολουθώντας την ίδια γραμμή και έπειτα από την ανάληψη της προεδρίας από τον Harry Truman, οι Αμερικανοί επέλεξαν ακριβώς αντίθετη πορεία από εκείνη που επαγγελόταν το Foreign Office. Εισήλθαν σε τροχιά σύγκρουσης με τους Ρώσους και δεν δίστασαν να επενδύσουν επάνω στα αστικά πολιτικά κόμματα της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, στρέφοντάς τα ενάντια στις σοβιετικές αρχές κατοχής.

Το Foreign Office είχε προ πολλού προφητέψει πως μια πολιτική, η οποία θα στόχευε στη σκλήρυνση της στάσης κατά της ΕΣΣΔ, θα επέφερε ολέθρια αποτελέσματα: τη δηλητηρίαση των σχέσεων με το Κρεμλίνο, την επιδείνωση της μοίρας των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, τη θέση σε κίνδυνο (πολιτικό και φυσικό) των δυτικόφιλων στελεχών, στα οποία τόσο το Λονδίνο όσο και η Ουάσινγκτον ήταν αδύνατο να παράσχουν προστασία. Με την είσοδο του 1946, οι παραπάνω φόβοι μετεξελίχθηκαν σε πραγματικότητα.
O Bruno Arcidiacono διετέλεσε Καθηγητής της Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Διεθνών Σπουδών (Institut des Hautes Études Internationales) της Γενεύης μεταξύ των ετών 1987 και 2015. Καθιερώθηκε παγκοσμίως ως ένας από τους βαθύτερους γνώστες της ιστορίας του διεθνούς συστήματος από την εποχή του Συνεδρίου της Βιέννης (1815) έως σήμερα. Η πρόωρη απώλειά του στις 5 Νοεμβρίου 2019 βύθισε συναδέλφους, μαθητές και φίλους σε βαρύ πένθος.
Επιλεκτική εργογραφία του συγγραφέα
Cinq types de paix. Une histoire des plans de pacification perpétuelle (XVIIe-XXe siècles). Paris, PUF, 2011, 465 p.
“De la balance politique et de ses rapports avec le droit des gens : Vattel, la «guerre pour l’équilibre» et le système européen”, in P. Haggenmacher et V. Chetail (dir.), Le droit international de Vattel vu du XXIe siècle. Boston, Brill, 2011, 75-98.
“« Non par la guerre, à la manière des sauvages » : Kant et l’avènement de l’état de droit entre les nations”, Journal of the History of International Law, VIII, n° 1, 2006, 39-89.
“Pour une généalogie de la Charte des Nations Unies : la tradition directoriale”, Relations internationales, n° 127, 2006, 5-23.
“Les projets de réorganisation du système international au XIXe siècle (1871-1914)”, Relations internationales, n° 123, 2005, 11-24.
Alle origini della divisione europea. Armistizi e Commissioni di controllo alleate in Europa orientale, 1944-1946. Firenze, Ponte alle Grazie, 1993, 434 p.
Le « précédent italien » et les origines de la guerre froide. Les Alliés et l’occupation de l’Italie, 1943-1944. Bruxelles, Bruylant, 1984, 481 p.
Σημειώσεις
¹ Το παρόν άρθρο στηρίζεται σε δυο πραγματείες, οι οποίες αναφέρονται αντίστοιχα στις περιπτώσεις της Ιταλίας και των ανατολικοευρωπαϊκών και νοτιοευρωπαϊκών δορυφόρων της Γερμανίας (Ρουμανία, Βουλγαρία και Ουγγαρία). Η Φινλανδία εξαιρείται από την κατηγορία αυτή καθώς δεν κατακτήθηκε ούτε και τέλεσε υπό κατοχή. Bruno Arcidiacono, Le précédent italien et les origines de la guerre froide. Les Alliés et l’ occupation de l’ Italie, 1943-1944, Bruxelles, Bruylant, 1984. Του ιδίου, Alle origini della divisione europea. Armistizi e commissioni di controllo alleate in Europa orientale, 1944-1946, Firenze, Ponte alle Grazie, 1993.
² Είναι πάντως γεγονός πως στη συνείδηση του κόσμου, τα Συμμαχικά στρατεύματα έγιναν δεκτά ως απελευθερωτές και όχι ως στρατεύματα κατοχής. Βλ. σχετικά, Antonio Varsori – Ilaria Poggiolini, “Une ou des occupations anglo-américaines? Les cas de l’ Italie et du Japon” in Relations internationales, αρ. 79, φθινώπορο 1994.
³ Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η περίπτωση της Ιταλίας, όπου οι προτεραιότητες των Αμερικανών και Βρετανών στρατιωτικών, υπαγορευόμενες από τη συνέχιση του πολέμου κατά της Γερμανίας, διαπλέκονταν με τις επιλογές των διπλωματών, οι οποίοι λειτουργούσαν με μεταπολεμικά δεδομένα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διαμόρφωση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ.
⁴ Από το Αλγέρι, ο στρατηγός Eisenhower συντόνιζε τις Συμμαχικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο.
⁵ Βλ. σχετικά Bruno Arcidiacono, “Between War and Peace: The Western Perception of Soviet East European Policy”, in A. Varsori (επιμ.), Europe 1945-1990s. The End of an Era?, London, Macmillan, 1994, s. 47-61.
⁶ Ως προς αυτό το σημείο οι Βρετανοί εξέφραζαν έντονο προβληματισμό για την περίπτωση της Βουλγαρίας όπου οι κομμουνιστές φάνταζαν περισσότερο δυναμικοί από όσο στις υπόλοιπες χώρες.
⁷ Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στην αναστολή των εχθροπραξιών και την υπογραφή της συνθηκολόγησης, θα μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα επτά εβδομάδων.
⁸ Το παράδειγμα της Ουγγαρίας επιβεβαιώνει τον συσχετισμό των ποσοστών με την πραγματικότητα. Τα ποσοστά για την συγκεκριμένη χώρα ήταν της τάξης του 80% – 20% υπέρ των Σοβιετικών, όπως και στην Βουλγαρία. Όσον αφορά το καθεστώς λειτουργίας της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου, πρόκειται για επί λέξει αναπαραγωγή της αντίστοιχης διάταξης, η οποία περιλαμβάνεται στην πράξη Συνθηκολόγησης της Βουλγαρίας. Η υπογραφή της Συνθηκολόγησης της Ουγγαρίας (20 Ιανουαρίου 1945) καθυστέρησε πολύ περισσότερο σε σύγκριση με εκείνες της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Ο λόγος ήταν η δυναμική αντίδραση των Γερμανών κατά του δικτάτορα Horthy στις 15 Οκτωβρίου 1944, μόλις ο τελευταίος δημοσιοποίησε την πρόθεσή του να αποσύρει την χώρα από τον πόλεμο.
⁹ Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. Bruno Arcidiacono, Alle origini…οπ.π. και του ιδίου “Anglais, Américains et Soviétiques dans les pays occupés de l’ Europe danubienne” in Relations Internationales, No 79, Paris – Genève, φθινώπορο 1994.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος