Skip to main content

Γεωργία Μπακάλη: Ο Κ. Π. Καβάφης τιμώμενος (1926)

Γεωργία Μπακάλη

Ο Κ. Π. Καβάφης τιμώμενος (1926)

Η απονομή του «Αργυρού Παρασήμου του Τάγματος του Φοίνικος» στον Καβάφη από την κυβέρνηση Θ. Πάγκαλου, το 1926, είναι ένα γεγονός για το οποίο, έως σήμερα, δεν γνωρίζουμε πολλά. Καταγράφεται στην χρονογραφία των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας Στασινοπούλου (2002):

Μάιος (;): Η δικτατορική  κυβέρνηση του Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη, αλλά και στην ισπανίδα χορεύτρια Αούρεα, το παράσημο του Φοίνικος. Είναι η μόνη διάκριση που αξιώθηκε ο ποιητής όσο ζούσε.  Πίσω από τη βράβευση βρίσκεται ο φίλος και θαυμαστής του Καβάφη, Γ. Χαριτάκης, υπουργός στην τότε κυβέρνηση. Το θέμα συζητιέται πολύ στην Αλεξάνδρεια και άλλοι πιέζουν τον ποιητή να το δεχτεί , άλλοι να το επιστρέψει. Ο ίδιος απαντά «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν, γι’ αυτό και το κρατώ».

Από τις σελίδες της αλεξανδρινής εφημερίδας Ταχυδρόμος μπορούμε να εξακριβώσουμε τι πραγματικά έγινε εκείνη τη βραδιά της Κυριακής, 23 Μαΐου 1926, στο κοσμικό Εξέλσιορ της Αλεξάνδρειας. Τα αλεξανδρινά περιοδικά Νέα Ζωή και Γράμματα παρέθεσαν δείπνο, προς τιμήν του γενικού προξένου Μαρίνου Σιγούρου, με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του· την ανάμνηση αυτής της τιμητικής βραδιάς αφηγείται, χρόνια μετά, ο Μ. Σιγούρος σε συνέντευξή του στον Μαν. Γιαλουράκη (Ταχυδρόμος, 19.07.1953). Στο δείπνο εκείνο, παρευρίσκονταν όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι της ελληνικής Αλεξάνδρειας, σαράντα τέσσερις αντιπρόσωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Μεταξύ αυτών αναφέρονται η Αγγελική Παναγιωτάτου (ιατρός, διευθύντρια του μικροβιολογικού εργαστηρίου του Ελληνικού Νοσοκομείου και ποιήτρια, με το ψευδώνυμο Ίσις), η Θάλεια Φλωρά-Καραβία,  η Ρίκα Αγαλλιανού (μετέπειτα Σεγκοπούλου, ποιήτρια, κληρονόμος του Καβάφη), ο Στέφανος Πάργας (εκδότης των Γραμμάτων) κ.ά. Την επομένη, το εκτενές ρεπορτάζ μετέφερε στιγμιότυπο από τις προπόσεις:

[…] ο κ. Σιγούρος διά του επιλόγου της αντιφωνήσεώς του μετέτρεψε το δοθέν υπέρ αυτού γεύμα, εις τιμητικόν υπέρ του ποιητού μας κ. Κ. Καβάφη, του οποίου, είπε, το όνομα θα παραμείνει και όταν ακόμη ουδέν θα έχει εκ της ακμαίας και ανθούσης σήμερον ελληνικής αποικίας.

Ταχυδρόμος-Ομόνοια, 24.05.1926.

Κεντρικά σημεία της Αλεξάνδρειας σε καρτ ποστάλ εποχής.

Ο Μ. Σιγούρος, οικουμενική προσωπικότητα (ελληνοϊταλικής καταγωγής, ποιητής, μεταφραστής, διπλωμάτης), αν και ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, προτίμησε να τιμήσει κατά την πρόποσή του τον Καβάφη, παρόμοια και οι εκλεκτοί συνδαιτυμόνες: «Στη γενική συμμετοχή πρωτοστάτησε ο Καβάφης και στην ανταλλαγή των προπόσεων έκρινα πως έπρεπε να ανταποδώσω την τιμή στον Αλεξανδρινό ποιητή», λέγει ο Σιγούρος στη συνέντευξή του. Συνεπώς, την Κυριακή 23 Μαΐου 1926, στο Εξέλσιορ της Αλεξάνδρειας, τίμησε τον Καβάφη ο Σιγούρος – όχι ο Πάγκαλος στην Αθήνα, όπως ίσως αφήνεται να εννοηθεί στο Σχεδίασμα Χρονογραφίας του Τσίρκα.

Ως προς την επίσημη τιμή προς τον Καβάφη: στις 12.07.1926 υπογράφτηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Θ. Πάγκαλο δίπλωμα «εις πίστωσιν» της απονομής του Αργυρού Παρασήμου του Τάγματος του Φοίνικος. Δύο περίπου μήνες μετά (08.09.1926), ο Μ. Σιγούρος διαβίβασε στον Καβάφη το δίπλωμα αυτό του παράσημου «προς ένδειξιν τιμής διά το ποιητικόν υμών έργον», εκφράζοντας με την ευκαιρία την ιδιαίτερη υπόληψή του προς τον ποιητή (βλ. Ίδρυμα Ωνάση/ Αρχείο Καβάφη/Νομικά έγγραφα). Η σύνδεση της απονομής με τον φίλο του Καβάφη Γ. Χαριτάκη και υπουργό στην τότε κυβέρνηση (σύμφωνα με το χρονολόγιο των Δ. Δασκαλόπουλου – Μ. Στασινοπούλου), δεν αποκλείει τη σύνδεση και με τον Σιγούρο, αν λάβουμε υπόψη τον θεσμικό του ρόλο, ως προξένου στην Αλεξάνδρεια.

Αριστερά: Μαρίνος Σιγούρος, Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια (πηγή: Ελληνικό Λογτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Δεξιά: Το δίπλωμα του Αργυρού Παρασήμου του Τάγματος του Φοίνικα που απονεμήθηκε στον ποιητή από την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας με χρονολογική ένδειξη 12/7/1926 (© 2016-2018 Αρχείο Καβάφη, Ίδρυμα Ωνάση).

Με τη βράβευση του Καβάφη δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο αθηναϊκός Τύπος· η είδηση πέρασε μόνο στα ψιλά της Πρωίας (23.07.1926):

Εις τον Έλληνα ποιητήν της Αλεξανδρείας κ. Κ. Καβάφην απενεμήθη το Αργυρούν Παράσημον του Τάγματος του Φοίνικος.

Ο Καβάφης είναι γνωστότατος μεταξύ των διανοουμένων μας και τιμάται ιδιαζόντως υπό της μορφωμένης Ελληνικής κοινωνίας της Αιγύπτου διά την εξαιρετικήν του μόρφωσιν και το ισχυρόν του ποιητικόν ταλέντο. 

Το, μάλλον, άνευρο αυτό δημοσίευμα ο (φιλοκαβαφικός) Ταχυδρόμος (28.07.1926) σχολίαζε ειρωνευόμενος: «Οι άσπονδοι φίλοι του κ. Καβάφη, οι ανησυχήσαντες μήπως η είδησις της παρασημοφορίας του ήτο ψευδής, παρακαλούνται να ησυχάσουν». Άλλες αθηναϊκές εφημερίδες δεν αναφέρονται στην απονομή (θα έλεγε κανείς, ενθυμούμενος τον καβαφικό «Οροφέρνη», πως «ίσως η ιστορία να το πέρασε, και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει»).

Στην Αλεξάνδρεια, την απονομή χαιρέτισε πρώτος ο Ταχυδρόμος (24.07.1926). Στο αθησαύριστο (όσο διαπίστωσα) πρωτοσέλιδο άρθρο του, ο αρχισυντάκτης και χρονογράφος Αγησίλαος Αριστοκλής (Αριστό) συνθέτει έναν υπέρ του Καβάφη λόγο. Επιδοκιμάζεται εξαρχής το γεγονός της παρασημοφορίας «[…] αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, που ανεγνωρίσθη συμπολίτης μας ποιητής από κυβέρνησιν ελληνικήν», με το σκεπτικό ότι κάθε παρασημοφορία «Έλληνος λογίου, πρέπει να θεωρείται γεγονός παρήγορον διά τα Ελληνικά γράμματα […]». Ειδικότερα για τον Καβάφη τονίζεται ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, πως δεν είναι «πλασμένος για να συγκινεί», αλλά είναι ποιητής που «αναγκάζει τον άλλον να σκέπτεται», χαρακτηριστικό που, σκόπιμα, όπως φαίνεται, συνδέεται με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό: «γενικώς, οι άνθρωποι μάλιστα δε οι εξ αυτών Έλληνες, προτιμούν να συγκινούνται φιλολογικώς παρά να σκέπτονται…». Και παρότι, συνεχίζει, ο Καβάφης «θέλησε να μπει στο μυαλό του άλλου» και γι’ αυτό «τα ηύρε μπαστούνια απ’ τους πολλούς», που προτιμούν να συγκινούνται «οσάκις στρέφονται προς τα γράμματα […] παρά να σκέφτονται», αυτό δεν σημαίνει ότι «είναι ολιγότερον άξιος τιμής». Σημαντικό, λοιπόν, είναι το γεγονός ότι, μολονότι ο Καβάφης γράφει ποίηση «εγκεφαλική» και γι’ αυτό «δεν κατόρθωσε παρά τους ολίγους να απασχολήσει», η ελληνική πολιτεία τον βράβευσε. Ο συντάκτης εκφράζει την ικανοποίησή του για την παρασημοφόρηση και για τον λόγο ότι εφεξής θα προσέχουν αυτοί που διασύρουν ανευλαβώς τον ποιητή των Κεριών, τη φήμη του οποίου προσπαθεί να αποκαταστήσει:

«Ο Καβάφης δεν εννοεί ν’ απασχολεί διαρκώς τον πνευματικόν κόσμον […] Σχολιάζεται πάνω εις τα ολίγα που έδωσε και δίδει. Και πώς τα δίδει! Ουδέποτε ποιητής υπήρξε τόσον καουτσουκέ [sic], τόσον αθόρυβος, τόσον διακριτικός και εις τούτο: γράφει το ποίημά του, το τυπώνει αμέσως και σου το βάζει στη τσέπη σου, όπως σου ρίχνουν εκεί, με πολλάς προφυλάξεις, ερωτικήν επιστολήν μπρος σε κόσμον».

Η ιδιότυπη εκδοτική πρακτική του Καβάφη είναι κι αυτή απόδειξη του ξεχωριστού ήθους του· όμως, όπως γράφει, «[…] είναι ανάγκη ο ποιητής της Αλεξανδρείας να παραδώσει εις το τυπογραφείον το ποιητικόν του άπαντον […] Ο Καβάφης είναι καιρός να βρίσκεται και εις το βιβλιοπωλείον, όχι δε μόνον στις τσέπες των φίλων του σαν καπνοσακούλα ή στας στήλας περιοδικών και εφημερίδων […]». Τότε μόνο, αν δηλαδή διαβαστεί από το πλατύ κοινό, ο κόσμος δεν θα σκεφτεί, «όπως δυνατόν να σκεφθεί σήμερον, ότι το Κράτος ετίμησεν έναν ποιητήν του τελείως ερήμην του κοινού…».

Εντύπωση, ωστόσο, θα προξενούσε στον αναγνώστη του Ταχυδρόμου η αλλαγή της στάσης του στο θέμα του παράσημου. Ο ανοιχτά αντιπαγκαλικός Ταχυδρόμος είχε ειρωνευτεί αρχικά (20.05.1926) τόσο την ιδέα του Πάγκαλου να συστήσει νέο παράσημο (απορώντας αν ήθελε με τον Φοίνικα να αναγεννήσει την Ελλάδα σαν άλλος Καποδίστριας) όσο και λίγο αργότερα (17.06.1926) την, πολιτικών σκοπιμοτήτων, ανταλλαγή Μεγαλόσταυρων «μεταξύ των δικτατόρων» Πάγκαλου και Μουσολίνι. Η απονομή του Καβάφη είναι προφανές ότι για τον Ταχυδρόμο αποτελούσε μια ηθική δικαίωση και μια ευκαιρία αναγνώρισης και επανεκτίμησης του ποιητικού έργου του. Εντέλει μετρούσε ως εξαιρετική τιμή της ελληνικής πολιτείας και, κατ’ επέκταση, του ελληνισμού.

Το θέμα της απονομής συζητήθηκε πολύ στην Αλεξάνδρεια. Από το άρθρο της εφημερίδας Ομόνοια-Ταχυδρόμος (13.08.1926) με τον παιγνιώδη τίτλο: «Το παράσημον της … Αρουραίας», μαθαίνουμε ότι η (αλεξανδρινή) Εφημερίς συσχέτισε την απονομή του Καβάφη με εκείνη της Áurea. Η συσχέτιση αυτή έδωσε αφορμή σε μερικούς άσπονδους φίλους του ποιητή να παρακινήσουν το περιοδικό Οθόνη, να διερευνήσει τη γνώμη διανοουμένων της παροικίας για τη στάση του Καβάφη απέναντι στην κυβέρνηση που τον τίμησε. Ο Ταχυδρόμος θεωρεί άστοχη τόσο τη συσχέτιση όσο και την έρευνα της Οθόνης, για τον εξής λόγο: «Διότι ο κ. Καβάφης δεχθείς μετά θερμών ευχαριστιών την προσγενομένην αυτώ τιμήν, δεν οφείλει ουδέ δικαιούται να κρίνει και να επικρίνει την κυβέρνησιν διότι ετίμησε αύτη και ανάξια τοιαύτης τιμής πρόσωπα. Πολύ δε ολιγότερον να επιστρέψει το παράσημο». Έτσι, η Ομόνοια-Ταχυδρόμος κρατάει μακριά τον Καβάφη από τους όποιους ειρωνικούς συσχετισμούς ή δηκτικούς υπαινιγμούς, μη παραλείποντας όμως να εκφράσει την αγανάκτησή του για την παρασημοφόρηση ανάξιων προσώπων. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Πάγκαλου παρασημοφόρησε διαδοχικά δύο ανθρώπους της τέχνης, οι οποίοι δεν ήταν το ίδιο άξιοι να τιμηθούν, έδωσε λαβές ώστε να συζητηθεί έντονα στην Αλεξάνδρεια η παρασημοφόρηση του Καβάφη. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται και στη διαφορετική αντιμετώπιση της Áurea (όπως την υπαινίσσεται η εφημερίδα): «την οποίαν εγνωρίσαμεν μεν ημείς εδώ, οι εν Αθήναις όμως εξέλαβον ως μεγάλη καλλιτέχνιδα». Άλλη μία έμμεση βολή για το κοινό της Αθήνας. Παρόμοια στάση, αποσύνδεσης των δύο απονομών, κρατάει και η Αργώ (Σεπτέμβριος 1926), παρότι, κρίνοντας από πολιτική σκοπιά την παρασημοφόρηση, την αποκηρύσσει:

«Η κυβέρνηση της δικτατορικής “κατάστασης” παρασημοφόρησε τον ποιητή Κ. Π. Καβάφη. Νομίζουμε πως ένα τέτοιο διάβημα κάθε άλλο παρά τιμή αποτελεί για τον ποιητή…»

«Μα θαρρούμε πολύ αδικαιολόγητα μερικοί απαιτούν από τον κ. Καβάφη να αρνηθεί το παράσημο, μόνο και μόνο γιατί δόθηκε και στην Αουρέα».

Με σατιρική διάθεση, η αιχμηρή γελοιογραφία του Ν. Παπά, δημοσιευμένη στο περιοδικό Ίσις (Δασκαλόπουλος – Στασινοπούλου, σ. 122-123), φέρει τον  τίτλο: «Οι δύο παρασημοφορηθέντες και οι αναρίθμητοι μνηστήρες». Απεικονίζεται ημίγυμνη η Áurea, σαν κοινή γυναίκα ή χορεύτρια σε καμπαρέ, με ένα πέπλο πίσω της, ο Καβάφης ντυμένος σαν ταυρομάχος, κι οι δυο τους σε χορευτική πόζα κρατώντας φύλλα φοίνικα. Απέναντί τους παράταξη λογίων της εποχής (Σικελιανός, Καζαντζάκης κ.ά) στην ουρά για το παράσημο(;). Γελοία αναπαράσταση της απονομής και υποτίμηση του τιμώμενου Καβάφη.

Η επίμαχη γελοιογραφία.

Θα άξιζε εδώ να ειπωθούν λίγα λόγια για την Áurea, η παρασημοφόρηση της οποίας συνδέθηκε τόσο κακόπιστα με του Καβάφη. Η Áurea de Sarrá (1884-1974) ήταν γνωστή για τους πλαστικούς χορούς της, που αναπαρίσταναν περιπέτειες και δράματα θεών και ηρώων της αρχαιότητας (όπως η αναπαράσταση του θρήνου της θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα). Μάλιστα, θεωρήθηκε, στον τομέα του χορού, η καλύτερη εκπρόσωπος του πολιτιστικού κινήματος της Καταλονίας, του Νoucentisme (κυρίαρχο στοιχείο του η επιστροφή στον κλασικό και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό). Παρά την όποια φήμη της, η αθηναϊκή εφημερίδα Εμπρός (15.05.1926) εξέφρασε ανοιχτά την αντίθεσή της για την παραχώρηση αρχαιολογικών χώρων σε ξένες χορεύτριες, υποστηρίζοντας πως είναι μια ανήθικη και εμπορικότατη εκμετάλλευση που έπρεπε να σταματήσει – ένα ζήτημα με προϊστορία που συχνά επανέρχεται στο προσκήνιο! Η Áurea απαντώντας υπερασπίστηκε την τέχνη της, με το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ότι της παραχωρήθηκε ο ναός του Καρνάκ (Εμπρός, 19.05.1926) κατά την περιοδεία της στην Αίγυπτο (ενδεχομένως το πρόσφατο πέρασμα της Áurea από την Αλεξάνδρεια να προκάλεσε στους κύκλους πόλης συνειρμούς, ώστε να συσχετιστούν οι δύο απονομές). Οι παραστάσεις της στο Ηρώδειο και στην Ελευσίνα τελούσαν υπό την προστασία του πρωθυπουργού και προέδρου της Δημοκρατίας Θ. Πάγκαλου (συνήθης η προβολή δικτατόρων μέσα από το κλασικό παρελθόν) καθώς και του Ισπανού πρεσβευτή (Ελεύθερος Τύπος, 28.05.1926). Επιπλέον, ο (αντικαβαφικός) Κωστής Παλαμάς και ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφέας, παρόντες κι αυτοί στις παραστάσεις της, την τιμούσαν με τη φιλία τους. Θα μπορούσε να δει κάποιος μια σειρά από ειρωνικές συμπτώσεις στη συγκυρία της τιμής προς τον Καβάφη.

Áurea de Sarrá

Για αρκετό διάστημα μετά την απονομή ζωήρευε η δημόσια συζήτηση στην Αλεξάνδρεια γύρω από τον ποιητή. Φαίνεται πως κορυφώθηκε με τη δημοσίευση (στο περιοδικό Οθόνη) της συνέντευξης του Κ. Παλαμά στον λόγιο του Καΐρου Λουκά Χριστοφίδη (το επίμαχο απόσπασμα όπου ο Παλαμάς αμφισβητεί απαξιωτικά την καβαφική ποίηση αναδημοσίευσε η Ομόνοια-Ταχυδρόμος (18.10.1926). Οι συζητήσεις αυτές στάθηκαν αφορμή να γεννηθεί, αντίβαρο στην καβαφική πολεμική, ένα λογοτεχνικό περιοδικό, η Αλεξανδρινή Τέχνη (Ταχυδρόμος, 02.12.1926), υποστηριζόμενο από τον Καβάφη, σύμφωνα με τον Τσίρκα. Στο πρώτο μάλιστα τεύχος (Δεκέμβριος 1926) και στη στήλη Σημειώματα, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, σχολιάζεται η απονομή σύντομα μεν αλλά με τρόπο ρητό και απόλυτο. Δίνεται έτσι μια απάντηση σε όσα επικριτικά είχαν μέχρι τότε γραφεί, ίσως και για να κατασιγάσει ο θόρυβος που είχε προκληθεί στην Αλεξάνδρεια: 

«Η Ελληνική Πολιτεία έκαμε άριστη εκλογή απονέμοντας στον ποιητή Κ.Π. Καβάφη τον Φοίνικά της».

«Παίρνοντάς το για σύμβολο της άφθαρτης αξίας του Ποιητή, διαδηλώνομε σ’ αυτόν την βαθειά εκτίμηση και τον αμείωτο σεβασμό που τρέφομε στο έργο του».

Ο Κ.Π. Καβάφης με το βλέμμα του Στρατή Τσίρκα.

 

Η Γεωργία Μπακάλη είναι εκπαιδευτικός και Διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

Βιβλιογραφία, δικτυογραφία

«Σημειώματα», περ. Αλεξανδρινή Τέχνη, τχ. 1/1 (Δεκ. 1926) 21.

«Σημειώματα», περ. Αργώ, Αλεξάνδρεια, τχ. 3/3 (Σεπτ. 1926) 119.

Στρατής Τσίρκας, «Κ. Π. Καβάφης, Σχεδίασμα Χρονογραφίας του Βίου του», Επιθεώρηση Τέχνης, 108 (12/1963) 699.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος – Μαρία Στασινοπούλου, Ο Βίος και το Έργο του Κ. Π. Καβάφη, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002.

Χ. Λ. Καράογλου, «Καβαφικά βιβλιογραφικά πελεκούδια και ροκανίδια», Κονδυλοφόρος, 12 (2013) 241-249.

 Ευχαριστίες

Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Γρανάδας Μόσχο Μορφακίδη Φυλακτό για τη μετάφραση του άρθρου:

https://www.raco.cat/index.php/RevistaGirona/article/view/99469/125498

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον Χ. Κ. Καράογλου, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας ΑΠΘ, για τα λήμματα της βράβευσης και τις χρησιμότατες υποδείξεις στο κείμενο.