Skip to main content

Ιωάννης Χάλκος: Η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή και η ελληνική διπλωματία, 1974-1980. Διαδικασία λήψης αποφάσεων, ανάλυση και χάραξη πολιτικής

Ιωάννης Χάλκος

Η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή και η ελληνική διπλωματία, 1974-1980. 

Διαδικασία λήψης αποφάσεων, ανάλυση και χάραξη πολιτικής

 

Οι στρατηγικές επιλογές των μεταδικτατορικών κυβερνήσεων Καραμανλή σφράγισαν την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας με τρόπο τόσο βαθύ ώστε όχι μόνο να είναι ορατές μέχρι σήμερα αλλά να καθορίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη σύγχρονη ελληνική εσωτερική κι εξωτερική πραγματικότητα. Η αποκατάσταση και παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η αποτροπή της τουρκικής απειλής σε Κύπρο και Αιγαίο αλλά και η εξισορρόπηση των σχέσεων με τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους υπήρξαν επιτεύγματα που διαμορφώνουν τις σταθερές της διεθνούς θέσης της χώρας μέχρι τις μέρες μας. Στην αντοχή των πολιτικών αυτών στον χρόνο συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και η ιστορική συγκυρία της δεκαετίας του 1970. Η ύφεση στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, οι αλλαγές στο διεθνές οικονομικό σύστημα, η ένταξη της παγκοσμιοποίησης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος στη διεθνή ατζέντα αποτέλεσαν εξελίξεις που σήμαναν  τελικά την απαρχή «της δική μας νεωτερικότητας».[1] Έτσι, οι καραμανλικές κυβερνήσεις δεν είχαν να διαχειριστούν μόνο τη μετάβαση στη δημοκρατία αλλά και τη μετάβαση της χώρας συνολικά σε μια νέα εποχή, τη δική μας εποχή κατά κάποιον τρόπο. Στην πολιτική σκέψη του Καραμανλή και του επιτελείου του τα εσωτερικά ζητήματα βρίσκονταν σε άμεση διασύνδεση με την διεθνή θέση της χώρας. Η εξωτερική του πολιτική, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της συνολικής του πολιτικής με βασική ιδέα την οργανική ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη, μια εξέλιξη που θα εξασφάλιζε την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, την οικονομική ευημερία αλλά και την ασφάλεια της χώρας.[2]

Η πρόσοψη του Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα.

Η ιστορική έρευνα έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να φωτίζει διάφορες πτυχές της πολιτικής αυτής όπως η ένταξη στην ΕΟΚ και η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών και ελληνοαμερικανικών σχέσεων.[3] Οι άνθρωποι όμως που κλήθηκαν να εκτελέσουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης και έφεραν εις πέρας τις διαδοχικές διαπραγματεύσεις σε πολλαπλά κρίσιμα μέτωπα δεν έχουν μέχρι στιγμής προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών της περιόδου. Αν και οι διεθνείς εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, η τεχνολογική πρόοδος και η ανάγκη για περισσότερη εξειδίκευση εν όψει μιας διαρκώς διευρυνόμενης διεθνούς ατζέντας τείνουν να υποβαθμίζουν τον ρόλο των διπλωματών σε πιο τεχνοκρατικά καθήκοντα, είναι σαφές ότι στην ελληνική περίπτωση η συνεισφορά τους υπήρξε αποφασιστική. Σε αυτό το άρθρο θα υποστηριχθεί ότι οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Εξωτερικών που τοποθετήθηκαν στις πιο νευραλγικές θέσεις όχι μόνο άσκησαν με επιτυχία τον εκτελεστικό ρόλο που τους ανατέθηκε αλλά συμμετείχαν ενεργά και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής τακτικής του Καραμανλή. Επίσης, μια από τις βασικές διαπιστώσεις που το άρθρο αυτό θέτει προς συζήτηση είναι ότι εξετάζοντας το υπόβαθρο και τις απόψεις των ανθρώπων αυτών για τα λεγόμενα εθνικά θέματα προκύπτει μια εντυπωσιακή κοινότητα αντιλήψεων η οποία στοιχειοθετεί την ύπαρξη μιας ελληνικής «διπλωματικής σχολής» που έφτασε στην ακμή της στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Απαρτιζόμενη από επαγγελματίες που εισήλθαν στο διπλωματικό σώμα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και με κοινές ιστορικές εμπειρίες και βιώματα, η ομάδα αυτή λειτούργησε με πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα συνοχή και αποτελεσματικότητα. Οι προσωπικότητες που εξετάζονται εδώ επιλέχθηκαν με βάση την επιρροή που διέθεταν στην κυβέρνηση και δεν εκφράζουν το σύνολο του διπλωματικού σώματος, στο οποίο περιλαμβάνονταν και άτομα με διαφορετικές απόψεις και αναφορές.

Πολιτική ηγεσία και διαδικασία λήψης αποφάσεων

Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών ο ρόλος της διπλωματικής υπηρεσίας υποβαθμίστηκε αισθητά. Ειδικά μετά την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου από τον «αόρατο δικτάτορα» Δ. Ιωαννίδη τον Νοέμβριο του 1973, ήταν φανερό ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας ασκείτο υπογείως και όχι από την επίσημη κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, η οποία μόνο διακοσμητικό ρόλο είχε. Κάθε δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ διπλωματικού σώματος και πραγματικής κυβέρνησης είχε διακοπεί ενώ παρά το γεγονός ότι η επίσημη πολιτική της χώρας δεν εμφάνισε κάποια αλλαγή, η χούντα απεργαζόταν σχέδια ανατροπής του Μακαρίου στην Κύπρο και ένωσης της νήσου με την Ελλάδα. Οι προειδοποιήσεις της ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε μια μονομερής ενέργεια στην Κύπρο δεν εισακούστηκαν και η δυσαρέσκεια του διπλωματικού κόσμου εκφράστηκε με την παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών και πρώην διπλωμάτη Σπύρου Τετενέ ενώ και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Άγγελος Βλάχος και ο γενικός διευθυντής πολιτικών υποθέσεων Ιωάννης Τζούνης ζήτησαν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους και τις ευθύνες “τις οποίες δημιουργούν ανεξέλεγκτες ενέργειες στοιχείων άσχετων με τα όργανα ασκήσεως της επίσημης εξωτερικής πολιτικής του κράτους”.[4] Όπως έγραφε στα απομνημονεύματα του ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα Δημήτρης Κοσμαδόπουλος, ο οποίος υπέβαλε κι αυτός την παραίτηση του στο άκουσμα του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, “ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο αχρηστευμένος, ανήμπορος κι εγώ να συμβάλω το παραμικρό για την προκοπή του τόπου μας”.[5]

Η πανηγυρική επιστροφή του Καραμανλή τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974 δεν κατάφερε να αναστρέψει την κατάσταση στην Κύπρο αλλά έφερε ένα κύμα αισιοδοξίας σε ολόκληρη την χώρα. Αντιμέτωπος πρωτίστως με μια εθνική κρίση και διαβλέποντας ότι η εξωτερική του πολιτική θα αποτελούσε τη βάση της στρατηγικής του για τη μετάβαση στη δημοκρατία, ο πρωθυπουργός προσπάθησε αμέσως να αποκαταστήσει το κύρος και την λειτουργικότητα της ελληνικής διπλωματίας που είχαν κλονισθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, τοποθετώντας σε θέσεις κλειδιά ανθρώπους με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο παρελθόν και εμπιστευόταν. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας το Υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε για λόγους ισορροπίας ο ηγέτης του Κέντρου Γ. Μαύρος αλλά υφυπουργός ορίστηκε ο πρώην διπλωμάτης Δημήτρης Μπίτσιος, ο οποίος και αναβαθμίστηκε σε υπουργό όταν ο Μαύρος παραιτήθηκε για να αφοσιωθεί στην προεκλογική του εκστρατεία τον Οκτώβριο του 1974. Έχοντας υπηρετήσει περίπου μια δεκαετία ως μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ και με βαθιά γνώση του Κυπριακού, ο Μπίτσιος παρέμεινε στο τιμόνι της ελληνικής διπλωματίας ως τις εκλογές του 1977. Μάλιστα, η επιλογή ενός μη πολιτικού προσώπου στο υπουργείο σχολιάστηκε ως έκπληξη από την αμερικανική πρεσβεία, η οποία θεώρησε ότι έτσι ο Καραμανλής προσπαθούσε να επιτύχει μια υπερκομματική στρατηγική στα μείζονα εξωτερικά θέματα και κυρίως στο Κυπριακό.[6]  Ο έμπειρος Άγγελος Βλάχος επανήλθε στη θέση του γενικού γραμματέα και διαχειρίστηκε ουσιαστικά εκείνος την κυπριακή κρίση, ειδικά τις κρίσιμες ημέρες που ο Μαύρος βρισκόταν στη Γενεύη για την τριμερή διάσκεψη Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας. Όταν ο Βλάχος έπρεπε να απομακρυνθεί λόγω επιμονής του Μαύρου, ανέλαβε την διεύθυνση του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού, ένα πόστο κρίσιμο για την λειτουργία της κυβέρνησης αλλά και με ισχυρή επιρροή στον ίδιο τον Καραμανλή.[7]

Ο Δημήτρης Μπίτσιος και ο Βύρων Θεοδωρόπουλος στα Ηνωμένα Έθνη.

Από τον Νοέμβριο του 1974 τη διεύθυνση του πρωθυπουργικού γραφείου ανέλαβε ο διπλωμάτης καριέρας κι έμπιστος του Καραμανλή Πέτρος Μολυβιάτης. Ο Μολυβιάτης λειτουργούσε ως σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και του Υπουργείου Εξωτερικών ενώ συνόδευε τον Καραμανλή σε όλες τις συναντήσεις του με ξένους ηγέτες και εκτελούσε και χρέη διερμηνέα. Πέρα από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, άνηκε στο στενό επιτελείο του Καραμανλή, ο οποίος βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις συμβουλές του για τα εξωτερικά – και όχι μόνο – θέματα.[8] Στην κορυφή του Υπουργείου Εξωτερικών παρέμεινε ο Ιωάννης Τζούνης, βαθύς γνώστης των ελληνοτουρκικών ζητημάτων και με εμπειρία στην πρεσβεία Άγκυρας και στο Τμήμα Κύπρου του υπουργείου. Τέλος, o Βύρων Θεοδωρόπουλος, που θεωρούνταν από την αμερικανική πρεσβεία ως «ένας από τους τρεις-τέσσερις ικανότερους ανθρώπους στην ελληνική διπλωματική υπηρεσία» και απολάμβανε την εκτίμηση των Ελλήνων και ξένων συναδέλφων του, ανέλαβε μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, μια θέση που απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας και απαιτούσε ιδιαίτερα διπλωματικά προσόντα από τον κάτοχό της.[9] Το 1976 ο Θεοδωρόπουλος ανέλαβε τη νεοσυσταθείσα θέση του μόνιμου γενικού γραμματέα του υπουργείου και ταυτόχρονα υπηρέτησε ως πρόεδρος της Επιτροπής Διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ φέροντας ουσιαστικά μαζί με τον Γ. Κοντογεώργη το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων ένταξης που ολοκληρώθηκαν επιτυχώς τον Μάϊο του 1979.

28 Μαΐου 1979. Η υπογραφή της Συμφωνίας ένταξης στο Ζάππειο Μέγαρο.

Παρά το γεγονός ότι ο Καραμανλής θεωρείται συχνά ένας συγκεντρωτικός ηγέτης, η έρευνα δείχνει ότι δεν δίσταζε να αναθέτει σημαντικές εξουσίες – και άρα μεγάλο μέρος της κυβερνητικής ευθύνης – σε άτομα που εκτιμούσε. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθούν μερικά στοιχεία για τη μέθοδο διακυβέρνησης του Μακεδόνα ηγέτη. Ο Καραμανλής δεν συνήθιζε να εμπλέκει σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Λειτουργούσε κυρίως με κλειστές συσκέψεις που περιλάμβαναν τον αρμόδιο υπουργό για το θέμα συζήτησης, μερικούς συμβούλους και σχετικούς εμπειρογνώμονες ή συγκαλούσε Κυβερνητικές Επιτροπές με παρόμοια αλλά λίγο πιο διευρυμένη σύνθεση.[10] Για τις αποφάσεις του στηριζόταν στο ολιγάριθμο επιτελείο του το οποίο αποτελούνταν από παλαιούς του συνεργάτες (Ε. Αβέρωφ, Γ. Ράλλης, Κ. Παπακωνσταντίνου), ορισμένους υπουργούς και τεχνοκράτες. Επίσης, όπως παρατηρεί ο Τάκης Παππάς, τα μέλη του κυβερνητικού επιτελείου που επιλέγονταν προσεκτικά από τον Καραμανλή παρουσίαζαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν ένα ομοιογενές σύνολο, όπως εθνική εξωστρέφεια, εκφρασμένη κυρίως με την επιθυμία ένταξης της χώρας στο δυτικό κόσμο, σημαντική παιδεία, αφοσίωση στον κοινοβουλευτισμό, βούληση θεσμικού εκσυγχρονισμού του κράτους και πολιτικό ρεαλισμό.[11] Παρά το γεγονός ότι ο Καραμανλής χρησιμοποίησε το εργαλείο των επιτελικών συσκέψεων περισσότερο από κάθε Έλληνα πρωθυπουργό, εντύπωση προκαλεί ο σχετικά μικρός αριθμός συσκέψεων αφιερωμένων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.[12] Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι τα εξωτερικά θέματα χειριζόταν προσωπικά ο πρωθυπουργός με μια πολύ μικρή ομάδα εμπίστων (Αβέρωφ, Μπίτσιος, Τζούνης, Θεοδωρόπουλος). Ενδεικτικό της νοοτροπίας του Καραμανλή είναι ότι το πρωθυπουργικό γραφείο ήταν αποσυνδεδεμένο από το κόμμα και αποτελούνταν από πέντε-έξι συμβούλους με βασικό κριτήριο την αποτελεσματικότητα, κάτι που έρχεται σε άμεση αντίθεση με τη μετέπειτα συνήθη ελληνική πρακτική όπου τα πρωθυπουργικά γραφεία απαρτίζονται ακόμα και από εκατοντάδες στελέχη. Έτσι, μέσω του Μολυβιάτη η επικοινωνία με το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν συνεχής ενώ και ο ίδιος ο Καραμανλής επικοινωνούσε συχνά με υπηρεσιακούς παράγοντες αφήνοντας τους σημαντικά περιθώρια σκέψης και έκφρασης. Κομβικός ήταν ο ρόλος των Τζούνη και Θεοδωρόπουλου σε αυτήν την διαδικασία με τον δεύτερο να αποκτά ηγετικό ρόλο στο υπουργείο μετά το τέλος της θητείας του Μπίτσιου. Όπως γράφει ο πρέσβης Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος για τον Θεοδωρόπουλο: “Aκούραστος, απτόητος, ατάραχος, απρόβλεπτος άλλες φορές, ήταν για όλους ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης που ενέπνεε σιγουριά”.[13] Επίσης, η απόλυτη αφοσίωση των διπλωματών στον Καραμανλή και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς διατηρούσαν και φιλικές σχέσεις μεταξύ τους ενίσχυε την συνοχή της ομάδας.

Αξίζει εδώ να παραθέσουμε τις εντυπώσεις του Κοσμαδόπουλου από τη συνεργασία του με τους προϊσταμένους του: “Πάνω απ’ αυτήν την επιτυχέστατη δυάδα [Μπίτσιο, Τζούνη] και σε σύμπνοια μαζί της, η άγρυπνη και αδιάκοπη προσωπική παρουσία του πρωθυπουργού, με τις σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για εκτέλεση. Στη σταδιοδρομία μου στο εξωτερικό δεν είχα ποτέ αισθανθεί τόσο αρμονικά ενταγμένος σε σφιχτοδεμένη ομάδα. Ένας πρέσβης με ασφαλή τα μετόπισθέν του πατάει σε γερές σανίδες και μπορεί να αφοσιωθεί απόλυτα στη δουλειά του. Ανεκτίμητο είναι να νιώθω σίγουρα τα νώτα μου. […] Με τον Μπίτσιο και τους συνεργάτες του στα ελληνοτουρκικά, το υπουργείο δουλεύει σαν καλολαδωμένη μηχανή: Δεν έτυχε καμιά φορά που να ζήτησα οδηγίες και να μην τις πήρα, ξεκάθαρες, μέσα σε έξι ώρες το πολύ, νύχτα-μέρα”.[14]

Το γεγονός ότι η συγκυρία ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή επιβεβαιώνεται από το ότι το επίπεδο συνοχής και αρμονίας που επιτεύχθηκε την περίοδο 1974-1981 στο Υπουργείο Εξωτερικών δεν είχε συνέχεια. Αφ’ ενός τα περισσότερα από τα μέλη αυτής της ομάδας σταδιακά συνταξιοδοτήθηκαν και αφ’ ετέρου η μέθοδος διακυβέρνησης και ο τρόπος άσκησης της εξωτερικής πολιτικής από το ΠΑΣΟΚ διέφερε ριζικά από τους προκατόχους του οδηγώντας στον παραγκωνισμό της διπλωματικής υπηρεσίας από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Η ελληνική αντιπροσωπεία στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1978. Στην πρώτη σειρά διακρίνονται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Ράλλης, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη Γεώργιος Παπούλιας. Στη δεύτερη σειρά οι Πέτρος Μολυβιάτης και Ιωάννης Τζούνης, πρέσβης στην Ουάσιγκτον (Πηγή: Ίδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Μια εξωτερική πολιτική σε νέα θεμέλια

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο υπήρξε ορόσημο για την ελληνική αμυντική και εξωτερική πολιτική. Αφ’ ενός έδειξε στους Έλληνες ιθύνοντες ότι η Άγκυρα δεν δίσταζε να ασκήσει βία για να επιτύχει πολιτικούς στόχους και αφ’ ετέρου σε συνδυασμό με τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο που η Τουρκία άρχισε να προβάλλει έντονα ακριβώς αυτήν την εποχή φάνηκε ότι η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει έναν επεκτατικό γείτονα που απειλούσε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Όπως διαπιστώνει ο Αθανάσιος Πλατιάς, την περίοδο 1945-1974, η Ελλάδα, όπως και άλλα μικρά κράτη, εντάχθηκε στο δυτικό στρατόπεδο παραχωρώντας ένα κομμάτι της αυτονομίας της ώστε να εξασφαλίσει ως αντάλλαγμα ασφάλεια έναντι της απειλής που αντιπροσώπευε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας· το 1974 η χώρα βρέθηκε και απροστάτευτη και εξαρτημένη.[15] Αυτό σήμαινε ότι το ελληνικό στρατηγικό δόγμα που ήταν προσανατολισμένο στην αντιμετώπιση του «από βορρά κινδύνου»[16] έπρεπε να συμπεριλάβει και να επικεντρωθεί στον «κίνδυνο εξ ανατολών» που ήταν και ο πιο άμεσος. Για τους Έλληνες ιθύνοντες όμως, όσο ο Ψυχρός Πόλεμος αποτελούσε διεθνή πραγματικότητα, η απειλή από βορρά θεωρούνταν μόνιμη και επέβαλε την διατήρηση των δεσμών με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.[17] Οι δεσμοί αυτοί δέχτηκαν σοβαρό πλήγμα από την παθητική στάση των συμμάχων και ειδικά της Ουάσιγκτον κατά την κρίση της Κύπρου, μια στάση που ερμηνεύθηκε ως εγκατάλειψη της χώρας από τη Δύση την ύστατη στιγμή. Αν εξετάσει κανείς τα κείμενα των Ελλήνων ηγετών και διπλωματών θα διαπιστώσει ότι η λέξη «ταπείνωση» είναι αυτή που κυριαρχεί για να περιγράψει τα γεγονότα της Κύπρου. Δεν ήταν δηλαδή μόνο ότι η Ελλάδα είχε ηττηθεί από την Τουρκία στην Κύπρο αλλά, όπως περιγράφει ο Βλάχος “Διαπιστώναμε όλο και περισσότερο με αύξουσα αγανάκτηση και πικρία ότι καμιά από τις δυνάμεις που μπορούσαν να συγκρατήσουν την Τουρκία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να το κάνει. […] η Ελλάς υφίστατο μια άσκημη ταπείνωση, αφού την άφηναν στο έλεος της Τουρκίας”.[18] Σε αυτό το κλίμα πάρθηκε και η απόφαση για την αποχώρηση της Αθήνας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Το Βήμα της 15ης Αυγούστου 1974.

Στα πλαίσια αυτά, οι δύο βασικές προτεραιότητες του Καραμανλή και του επιτελείου του στο εξωτερικό μέτωπο, το οποίο βρισκόταν πάντα σε άμεση διασύνδεση με το εσωτερικό και τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία, ήταν η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και η μακροπρόθεσμη εξισορρόπηση των σχέσεων με τους δυτικούς συμμάχους καθιστώντας την χώρα πιο αυτόνομη αλλά ταυτόχρονα και πιο στέρεα προσδεδεμένη στον δυτικό κόσμο. Όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Καραμανλής σε σημείωμά του, αυτό ήταν το δράμα της Ελλάδας και το δικό του τα τελευταία 25 χρόνια, «ότι δηλαδή οφείλαμε να δίνουμε τη μάχη κατά της Τουρκίας στους κόλπους της Συμμαχίας -δεδομένου ότι ήταν αδιανόητη εκτός αυτής – η οποία όμως για λόγους στρατηγικού συμφέροντος ακολουθούσε πολιτική ίσης φιλίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας».[19] Πράγματι, μια ενδεχόμενη απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Δύση θεωρούνταν αδιανόητη από το καραμανλικό επιτελείο. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο όχι μόνο η Τουρκία θα πολλαπλασίαζε την ισχύ της απέναντι στην Ελλάδα αφού θα λάμβανε όλα τα οικονομικά και στρατιωτικά οφέλη της συμμαχίας αλλά η Αθήνα, πλήρως απομονωμένη, δεν θα είχε καμιά στρατιωτική και πολιτική συμπαράσταση σε ώρα ανάγκης.[20] Το κίνημα των Αδεσμεύτων, μέλος του οποίου ήταν η Κύπρος που πρόσφατα είχε δεχθεί επίθεση από τρίτη χώρα, φυσικά, δεν εξετάστηκε ποτέ ως εναλλακτική από τους Έλληνες ιθύνοντες για ευνόητους λόγους.[21] Τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα ήταν αδυσώπητα, παρατηρούσε ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Jack Kubisch: “Η πραγματική επιλογή για την Ελλάδα είναι είτε συνεχόμενη ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους δυτικοευρωπαίους συμμάχους της ή συμπαράταξη με την Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικοευρωπαϊκές της κτήσεις”.[22]

Έχοντας λοιπόν ως βασικό αξίωμα την παραμονή της χώρας στη Δύση, ο Καραμανλής και οι συνεργάτες του στήριξαν την στρατηγική τους σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ήταν φυσικά η αμυντική θωράκιση της χώρας στοχεύοντας στην αποτροπή της Άγκυρας αλλά και στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Μπίτσιο, “Δεν έχει πειστική φωνή ο διαπραγματευτής όταν η χώρα του είναι στρατιωτικά αδύναμη και τον απειλεί το δίλημμα ή να ενδώσει στις αξιώσεις του αντιπάλου ή ν’ αφήσει τα πράγματα να οδηγηθούν σε μια ένοπλη αναμέτρηση της οποίας το αποτέλεσμα μπορεί να προεξοφληθεί”.[23] Σε αυτήν την συλλογιστική, η αμυντική ετοιμότητα της χώρας θα εξασφάλιζε την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο και έτσι θα αποτελούσε την βάση για ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των δύο λαών. Ο δεύτερος πυλώνας για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και την εξισορρόπηση των ευρύτερων γεωπολιτικών πιέσεων που δεχόταν η Ελλάδα ήταν η αναζήτηση πολλαπλών στηριγμάτων στη διεθνή σκηνή. Εξετάζοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ιστορική προοπτική στο βιβλίο του Οι Τούρκοι και εμείς, ο Θεοδωρόπουλος παρατηρεί ότι όποτε η Ελλάδα μονομάχησε στρατιωτικά με την Τουρκία ηττήθηκε (1897, Μ. Ασία) ενώ όποτε αξιοποίησε τη διπλωματία εξασφάλισε σημαντικές επιτυχίες. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα του βιβλίου είναι ότι λόγω του μεγέθους της Τουρκίας έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα να αναζητά όσο το δυνατόν περισσότερα ερείσματα στο χώρο των διεθνών σχέσεων: “Η διπλωματία μας κοστίζει ένα πολλοστημόριο απ’ ότι μας κοστίζει η στρατιωτική προπαρασκευή. Ιστορικά έχει αποδώσει περισσότερα”.[24] Αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «δόγμα Θεοδωρόπουλου» αποτέλεσε βασικό αξίωμα των κυβερνήσεων Καραμανλή. Σε υπηρεσιακό του σημείωμα ο Θεοδωρόπουλος έγραφε ότι η ελληνική διπλωματία έχοντας να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή πρέπει: “να κινείται παράλληλα και ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις, να μην αφήση να μονοπωληθή η προσοχή μας από τα άμεσα και φλέγοντα προβλήματα της Κύπρου και του Αιγαίου και να εξαντλήση σ’ αυτά τας δυνάμεις της αλλά τουναντίον να ξανανοίξη τις πόρτες που έκλεισε η δικτατορία, να δημιουργήση νέες ευκαρίες και να εκμεταλλευθή καινούργιες δυνατότητες, να αναπτύξη δραστηριότητα σε όλα τα μέτωπα για να χτίση έτσι μια πλατειά και σταθερή διπλωματική βάση πάνω στην οποίαν να στερεώνονται πιο σταθερά τα εθνικά συμφέροντα”.[25]

Μελέτες του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι και ο Μπίτσιος περιέγραφε με παρόμοιο τρόπο την βασική αποστολή της ελληνικής διπλωματίας στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης:  “Πέρα από τα σύνορα, πρόβαλε επιτακτική, επείγουσα η ανάγκη ν’ αναληφθεί μια πολύπλευρη προσπάθεια. Έπρεπε το γρηγορότερο ν’ αναθερμάνουμε τις παραδοσιακές φιλίες μας, ν’ αποκτήσουμε νέες, να δώσουμε στην εξωτερική πολιτικής μας τις πιο πλατιές διαστάσεις, να δημιουργήσουμε νέα γερά στηρίγματα, ώστε στη δύσκολη, την επικίνδυνη περίοδο που είχε ανοίξει για την Κύπρο, αλλά και την ίδια την ασφάλειά μας, να μας συνοδεύει η συμπαράσταση του έξω κόσμου”.[26]

Η πολυδιάστατη πολιτική της κυβέρνησης εκδηλώθηκε σε διάφορους τομείς όπως με ανοίγματα στους Άραβες και στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού, προσπάθεια για βαλκανική συνεργασία αλλά και συμμετοχή στις ευρύτερες διεθνείς διεργασίες που συντελούνταν στο διεθνές σύστημα εκείνη την περίοδο. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει ένα στοιχείο της πολιτικής του καραμανλικού επιτελείου το οποίο μπορεί να ιδωθεί ως κομμάτι αυτής της στρατηγικής αλλά και ως θεμελιώδες, αυτόνομο κεφάλαιο της συνολικής πολιτικής Καραμανλή. Αυτό δεν είναι άλλο από την προσπάθεια ένταξης στην ΕΟΚ, η οποία και αποτέλεσε την κορυφαία προτεραιότητα του Μακεδόνα πολιτικού. Για τους Έλληνες ιθύνοντες, η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν ήταν δυνατή χωρίς κοινωνική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη, οι οποίες θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο μέσω της στενής αλληλεξάρτησης με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης στην οποία η χώρα προσδοκούσε να ενταχθεί οργανικά.[27] Επίσης, η ένταξη στην ΕΟΚ θα εξυπηρετούσε και τις πολιτικο-στρατηγικές στοχεύσεις του ελληνικού κράτους. Συχνά ο Καραμανλής τόνιζε η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ θα ενίσχυε την ασφάλειά της αλλά θα την απάλλασσε και από την ανάγκη να ψάχνει διαρκώς για προστάτες.[28] Αφ’ ενός, η συμπερίληψη της Ελλάδας σε έναν αυτόνομο πόλο εξουσίας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων θα λειτουργούσε σαν πρόσθετη εγγύηση για το δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν είχε διαβρωθεί από εξωτερικές παρεμβάσεις που απέρρεαν από την δομική αδυναμία της χώρας να προστατέψει μόνη της τα συμφέροντά της. Αφ’ ετέρου, για πρώτη φορά στην ιστορία της η Αθήνα θα συμμετείχε ισότιμα σε ένα διεθνές κέντρο αποφάσεων προσφέροντάς της έτσι τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την ενισχυμένη της διεθνή θέση και να εξισορροπήσει τελικά τις τουρκικές πιέσεις. Σύμφωνα με τον Θεοδωρόπουλο, αυτό ήταν μια χρυσή ευκαιρία, «μια αλλαγή πιο ουσιαστική από οποιαδήποτε άλλη».[29] Στην πραγματικότητα, ο βασικός στρατηγικός στόχος, όπως τονίζουν στο βιβλίο τους Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική οι πρέσβεις Θεοδωρόπουλος, Λαγάκος, Παπούλιας και Τζούνης, ήταν (και είναι) «η εξασφάλιση των συνόρων μας στη γη, στον αέρα και στη θάλασσα ως συνόρων της Ένωσης».[30] Μπορεί το βιβλίο να γράφτηκε το 1995 αλλά εκφράζει μια διαχρονική στόχευση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τα θεμέλια της οποίας τέθηκαν με τη αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ τον Ιούνιο του 1975. Ωστόσο, οι Έλληνες ιθύνοντες δεν είχαν αυταπάτες για τον ρόλο και τις δυνατότητες της ΕΟΚ την δεκαετία του 1970. Ο στρατηγικός αυτός στόχος θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μακροπρόθεσμα και μόνο όσο προχωρούσε η ευρωπαϊκή ενοποίηση, στην πρόοδο της οποίας η Ελλάδα θα έπρεπε να παίξει ενεργό ρόλο, ειδικά στον αμυντικό και πολιτικό τομέα. Άλλωστε, η ΕΟΚ δεν έγινε ποτέ αντιληπτή ως εναλλακτική της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ. Αναγνωριζόταν ότι παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες, η στρατηγική σχέση με την Αμερική αποτελούσε σταθερό σημείο του προσανατολισμού των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Αναμφίβολα, η ελληνική διπλωματία είχε «αυτήν την πραγματικότητα υπόψη όταν αποφάσισε να πάρει το δρόμο των Βρυξελλών».[31] Σε ένα υπόμνημά του τον Οκτώβριο του 1974, ο Θεοδωρόπουλος εφιστούσε την προσοχή στα όρια των πολιτικών δυνατοτήτων της ΕΟΚ: “[…] δεν πρέπει να τρέφωμεν υπερμέτρους ελπίδας – ακόμη δ’ ολιγώτερον ψευδαισθήσεις – περί των δυνατοτήτων ας μας διανοίγει η αναθέρμανσις των σχέσεων μας με την Ευρώπην. […] Αλλά δεν πρέπει να παρασυρθώμεν εις το να ελπίζωμεν ότι η Ευρώπη των Εννέα μόνη θα μας δώση λύσιν εις τα πολλαπλά προβλήματά μας, οικονομικά, αμυντικά, πολιτικά. Η καλή διάθεσις αναμφιβόλως υπάρχει εκ μέρους των Ευρωπαίων. Αλλά αι δυνατότητές των είναι περιωρισμέναι. Και εις δυσχερείς στιγμάς αι καλαί προθέσεις των σταματούν εκεί όπου θίγονται τα ιδικά των, έστω και περιωρισμένα, συμφέροντα. […] ως πολιτικόν στήριγμα η Ευρώπη μόνη δεν είναι επαρκής δια την Ελλάδα. Είναι στήριγμα απαραίτητον, ασφαλώς. Αλλ’ όχι αρκετόν. Θα ήτο επικίνδυνον να θελήσωμεν να επαναπαυθώμεν επ’ αυτού και μόνον”.[32]

Η ΕΟΚ ήταν ο βασικός αλλά όχι ο μόνος πυλώνας στον οποίο βασιζόταν η ελληνική στρατηγική. Η αναδιάρθρωση ολόκληρου του φάσματος των σχέσεων με τη Δύση και κυρίως η εξισορρόπηση της ανισοβαρούς σχέσης με τις ΗΠΑ αναδείχθηκε σε βασική προτεραιότητα των κυβερνήσεων Καραμανλή. Εδώ πρέπει να αναφερθεί και ότι η στήριξη του στρατιωτικού καθεστώτος από την Ουάσιγκτον και η ανεπάρκειά της να δράσει κατά την κυπριακή κρίση είχαν δημιουργήσει ένα δυναμικό αντιαμερικανικό κλίμα στην ελληνική κοινωνία, τάση που θα παρέμενε βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής -εσωτερικής- πολιτικής καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες ιθύνοντες, αν και δυσανασχετούσαν με την ανεκτική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Τουρκία, δεν μπορούσαν να μην αναγνωρίσουν την γεωπολιτική πραγματικότητα. Στους υπολογισμούς της Ουάσιγκτον που καθορίζονταν από την αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση η Τουρκία είχε μεγαλύτερο βάρος ως στρατηγικός εταίρος από την Ελλάδα.[33] Έτσι, βασική επιδίωξη του Καραμανλή και των συνεργατών του ήταν να καταστήσουν σαφές στην Ουάσιγκτον ότι η συνεισφορά της Ελλάδας στην δυτική άμυνα θα εξαρτάτο από την στήριξη που θα λάμβανε στην αντιπαράθεση της με την Τουρκία. Εκμεταλλευόμενη, λοιπόν, τις ψυχροπολεμικές ανησυχίες των Αμερικανών, η ελληνική διπλωματία έκανε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να περνάνε μέσα από την Ουάσιγκτον, όπου έπρεπε να διασφαλιστεί ότι Ελλάδα και Τουρκία θα λάμβαναν ανάλογης μεταχείρισης. Με αυτήν την τακτική κατάφερε η ελληνική πλευρά να καθιερώσει την αναλογία 7 προς 10 για τη στρατιωτική βοήθεια που θα λάμβαναν Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα, εξασφαλίζοντας την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο, αλλά και να αποσπάσει από τον Κίσινγκερ έγγραφη δήλωση ότι οι ΗΠΑ θα «αντετάσσοντο ενεργώς και ανεπιφυλάκτως» σε ενέργειες που θα απειλούσαν την ειρήνη στο Αιγαίο.[34]

Η συμφωνία Μπίτσιου – Κίσινγκερ 7 προς 10 για τετραετή παροχή βοήθειας ύψους 700 εκατομμυρίων δολαρίων (Φωτ. ASSOCIATED PRESS).

Η σύνδεση του θέματος της επανένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ με την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα επίσης εδραζόταν στη λογική της εξυπηρέτησης του στενώς νοουμένου εθνικού συμφέροντος μέσα από την ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση.[35] Σε ευρύτερο πλάνο, αυτό σήμαινε ότι η σχέση με τις ΗΠΑ απογαλακτιζόταν από το ψυχροπολεμικό πλαίσιο, το οποίο την είχε διαμορφώσει, και λειτουργούσε ως μέρος της ελληνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της Άγκυρας. Σε έκθεσή του προς τον Μπίτσιο, ο Έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον Μενέλαος Αλεξανδράκης τόνιζε: “Αξίζει να επιχειρηθεί εκ νέου με πολιτικά μέσα η αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής. Ακόμη και αν δεν επιτευχθούν όλα τα επιδιωκόμενα, η προσπάθεια θα έκανε για άλλη μια φορά ανάγλυφη την φιλειρηνική μας πολιτική”.[36]

Η δήλωση του Αλεξανδράκη είναι σημαντική γιατί περιγράφει την ελληνική στρατηγική με ακρίβεια. Οι περισσότερες ενέργειες της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα στόχευαν στην ανάσχεση της Τουρκίας με πολιτικά μέσα και μέσω αυτού του πρίσματος πρέπει να γίνει αντιληπτή η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή.

Βάσεις ανάλυσης της εξωτερικής πολιτικής: ιστορία και γεωγραφία

Μετά την σκιαγράφηση της στρατηγικής του καραμανλικού επιτελείου απέναντι στα σημαντικότερα εξωτερικά προβλήματα της χώρας, θα γίνει μια προσπάθεια ανάλυσης των βασικών διανοητικών εργαλείων μέσα από τα οποία οι Έλληνες ιθύνοντες προσέγγιζαν τα προβλήματα αυτά και αντιλαμβάνονταν το κόσμο γύρω τους. Για την περίοδο 1952-1967, τη βάση ανάλυσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και αντίληψης του «από βορρά κινδύνου» αποτελούσε το τρίπτυχο: γεωγραφία, ιστορία, Ψυχρός Πόλεμος. Ωστόσο, το καραμανλικό επιτελείο της προδικτατορικής περιόδου (1955-1963) έδινε ιδιαίτερη έμφαση στον γεωγραφικό παράγοντα αντιμετωπίζοντας το ελληνικό πρόβλημα ασφαλείας σαν ένα πρόβλημα γεωγραφίας που απέρρεε από την έλλειψη στρατηγικού βάθους σε συνδυασμό με το μακρύ βόρειο σύνορο της χώρας, την απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από τους δυτικούς της συμμάχους αλλά και τις μόνιμες διεκδικήσεις των βαλκανικών χωρών (τώρα πια κομμουνιστικών και υποστηριζόμενων από μια υπερδύναμη) σε βάρος του εθνικού χώρου. Ως απάντηση σε αυτό το άλυτο πρακτικά πρόβλημα θα προτασσόταν η υπέρβασή του με την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο, στον οποίο αν και δεν άνηκε γεωγραφικά θα μπορούσε να ενταχθεί πολιτικά.[37]

Στη μεταδικτατορική περίοδο που η φύση της απειλής μεταφέρθηκε από τον βορρά στην ανατολή, ο στόχος της οργανικής ένταξης στη Δύση δεν άλλαξε -αντιθέτως ενισχύθηκε –αλλά το κέντρο βάρους της ελληνικής ανάλυσης φαίνεται να μετατοπίζεται από τη γεωγραφία στην ιστορία. Φυσικά, η γεωγραφία συνέχιζε να παίζει κεντρικό ρόλο στους υπολογισμούς των Ελλήνων ιθυνόντων, κυρίως ως ένας αντικειμενικός παράγοντας που λειτουργούσε μόνιμα σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με τον Μπίτσιο, η ανάγκη της Ελλάδας να εντάσσεται σε συνασπισμούς και να συνάπτει συμμαχίες απέρρεε σε μεγάλο βαθμό από τη γεωγραφική της θέση: “Και είναι τούτο απαραίτητο για μια χώρα σαν την Ελλάδα που η γεωγραφία έταξε σ’ ένα σταυροδρόμι όπου συναντώνται και αλληλοσυγκρούονται συμφέροντα, ιδεολογίες και βλέψεις και η ιστορία απέδειξε ότι δεν μπόρεσε -και όταν το θέλησε – να μείνει έξω από θύελλες από τις οποίες δοκιμάζεται περιοδικά η περιοχή μας. Αυτή η ανάγκη, αυτό το συμφέρον ώθησε τον ελληνικό λαό να προσχωρήσει στον έναν από τους δύο στρατιωτικούς συνασπισμούς”.[38]

Μελέτες του Δημήτρη Μπίτσιου.

Ταυτόχρονα, στη σκέψη των Ελλήνων ιθυνόντων η γεωγραφία έφερνε πρόσθετες δυσκολίες και όσον αφορά την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Αφ’ ενός η γεωγραφική απόσταση μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου έδινε το στρατιωτικό πλεονέκτημα στην Τουρκία και αφ’ ετέρου η ανάγκη υπεράσπισης των χιλιάδων ελληνικών νησιών δεν απέκλειε τον κίνδυνο άμεσης κατάληψης κάποιων από αυτά -κυρίως μικρών- μέχρι την κινητοποίηση της ελληνικής άμυνας. Αυτή η «γεωγραφική πραγματικότητα», όπως την περιγράφει ο Θεοδωρόπουλος, οδηγούσε σε ένα βασικό συμπέρασμα: “ότι εφ’ όσον στον κυπριακό χώρο η γεωγραφία δίνει τέτοιο στρατιωτικό πλεονέκτημα στην Τουρκία, η ελληνική πλευρά, Αθήνα και Λευκωσία, πρέπει να αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα αυτό με πρόσφορα αντίβαρα στο διεθνή πολιτικό χώρο”.[39] Όπως αναπτύχθηκε παραπάνω και σε συνέχεια της καραμανλικής πολιτικής της περιόδου 1955-1963, η ένταξη στην ενωμένη Ευρώπη θεωρήθηκε ως το αντίδοτο στο γεωγραφικό/αμυντικό πρόβλημα της χώρας. Σε ομιλία του προς το υπουργικό συμβούλιο, ο Καραμανλής τόνιζε:

“Η Ελλάς λόγω της γεωγραφικής της θέσεως ήτο υποχρεωμένη πάντοτε να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο τοπικού πολέμου. Διότι πέραν του γενικού πολέμου, που αντιμετωπίζει όλος ο κόσμος, η Ελλάς λόγω της γεωγραφικής της θέσεως είχε πάντοτε το άγχος ενός τοπικού πολέμου. Και τούτο το αποδεικνύει η Ιστορία. […] όπως ξέρετε, με την Τουρκία ευρισκόμεθα από πενήντα-εκατό ετών σε εμπόλεμη κατάστασιν. Και οι άλλες Βαλκανικές χώρες είχαν πάντοτε διαφόρους επιδιώξεις. Θέλω να πω με αυτό ότι στο χώρο που ζούμε, δεν είμαστε ποτέ ασφαλείς. Αυτός ήτο και ο λόγος για τον οποίο η Ελλάς ήταν πάντοτε υποχρεωμένη να ζητεί προστάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάς είχε πάντοτε και επεκαλείτο τις Προστάτιδες Δυνάμεις. Το 1918 ο πανίσχυρος Βενιζέλος παρέστη ανάγκη να ζητήση την βοήθεια των Προστατίδων Δυνάμεων. Από το άγχος λοιπόν αυτό, από την αγωνία αυτή θα απαλλαγούμε, εάν η Ελλάς ενταχθή στην Ηνωμένη Ευρώπη, οπότε θα αποτελέσει μια επαρχία της Ηνωμένης Ευρώπης και δεν θα μπορεί κανείς να σκεφθή να την προσβάλη. Αυτό είναι το μυστικό της επιδιώξεως αυτής”.[40]

Το παραπάνω απόσπασμα αναδεικνύει την σημασία που είχε η γεωγραφία στη σκέψη του Καραμανλή. Η γεωγραφική θέση της χώρας αναγνωρίζεται ως ένας μόνιμος παράγοντας που ασκεί καταλυτική επιρροή στην ελληνική εξωτερική πολιτική αλλά κατά βάση η ανάλυση του πρωθυπουργού είναι ιστορική. Φαίνεται λοιπόν ότι από το 1974 και μετά η ιστορία γίνεται το βασικό πρίσμα μέσα από το οποίο οι Έλληνες ιθύνοντες βλέπουν και αποφασίζουν για τη διεθνή θέση της χώρας. Αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους. Πρώτον, η ύφεση στις σχέσεις των δύο ψυχροπολεμικών συνασπισμών απομάκρυνε το ενδεχόμενο άμεσης απειλής από τους βόρειους γείτονες της χώρας. Δεύτερον, η αναζωπύρωση της αντιπαλότητας με την Τουρκία, μιας δύναμης με την οποία ο Ελληνισμός είχε σχέσεις που πήγαιναν αιώνες πίσω και διακυμαίνονταν από την συνύπαρξη στην ανοιχτή εχθρότητα αναπόφευκτα άνοιξε ένα πεδίο ευρύτερου ιστορικού προβληματισμού. Τρίτον, η κρίση ταυτότητας που καθόρισε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και εκφράστηκε μέσω της αντιπαράθεσης του καραμανλικού δόγματος του «ανήκομεν εις την Δύσιν» και της παπανδρεϊκής αντιπρότασης – «προτιμούμε να ανήκομεν εις τους Έλληνες» – ανέδειξε την ανάγκη ιστορικής τεκμηρίωσης και νομιμοποίησης των δύο εναλλακτικών. Οι εξελίξεις αυτές έκαναν τους Έλληνες ιθύνοντες να αναστοχαστούν πάνω στην ιστορία όχι μόνο του πρόσφατου παρελθόντος όπως γινόταν μέχρι τότε (δηλαδή από το 1912 και μετά) αλλά να ψάξουν απαντήσεις στην διαχρονική πορεία του Ελληνισμού από την αρχαιότητα. Ο ίδιος ο Καραμανλής ήταν βαθύς γνώστης της ιστορίας, όχι με την έννοια ότι ασχολήθηκε ποτέ ακαδημαϊκά με αυτήν άλλα κυρίως επιζητούσε να αντλεί διδάγματα που στήριζαν την πολιτική του δράση. Ιδίως κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία, αποφθέγματα από την οποία χρησιμοποιούσε συχνά για να θεμελιώνει τις κρίσεις του και τις διαπιστώσεις του όσον αφορά τις παθογένειες που μάστιζαν την Ελλάδα διαχρονικά.[41] Αλλά και στα κείμενα των ανθρώπων που χειρίστηκαν τα ελληνικά εξωτερικά θέματα είτε από πολιτικές είτε υπηρεσιακές θέσεις ο ιστορικός προβληματισμός είναι έντονος και επαναλαμβάνεται διαρκώς η φράση ότι «η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά διδάσκει».[42] Αυτή η διδακτική λειτουργία της ιστορίας είναι που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη των Ελλήνων ιθυνόντων για τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας.

Δημοσιεύσεις του Άγγελου Σ. Βλάχου με ιστορικό περιεχόμενο.

Μια από τις βασικές διαπιστώσεις που αντλείται από την ιστορική εμπειρία είναι η τάση των Ελλήνων να διχάζονται και ειδικότερα να μετατρέπουν την εξωτερική πολιτική σε πεδίο προσωπικών και κομματικών ανταγωνισμών θρέφοντας έτσι τον λαϊκισμό και καταλήγοντας σε καταστροφικά αποτελέσματα για τα εθνικά συμφέροντα. Επηρεασμένος από τα πρόσφατα γεγονότα της δικτατορίας αλλά και από την ελληνική ιστορία στο σύνολό της, ο Καραμανλής επεδίωξε συστηματικά την καλλιέργεια «ήπιου πολιτικού κλίματος» και «σύνεσης», φράσεις που θα επαναλαμβάνονταν διαρκώς από τον Μακεδόνα πολιτικό. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη του ομιλία στην Αθήνα πριν τις εκλογές του 1974 ξεκίνησε τον λόγο του αναφερόμενος ακριβώς σε αυτά τα διαχρονικά ελαττώματα των Ελλήνων:

Είναι γνωστόν ότι εμείς οι Έλληνες έχομεν την αδυναμία να λησμονούμε γρήγορα τους κινδύνους. Και να επιδιδώμεθα, πριν καλά-καλά παρέλθουν, στην ικανοποίηση των κομματικών ή προσωπικών μας αδυναμιών. Έχομεν επίσης την κακήν συνήθειαν να καταστρέφωμεν με τα ίδια μας τα χέρια όσα με κόπους και θυσίες δημιουργούμε. […] Την οδυνηρή αυτήν αλήθεια την επιβεβαιώνει η μακρά μας ιστορία. Και θα μπορούσε κανείς να μνημονεύση το 1920, το 1940 και, κατά ένα τρόπο το 1963. Όταν μετά την Επανάσταση του 1821 ξεσπούσε ο εμφύλιος πόλεμος, ο Δεριγνύ έγραφε στην Κυβέρνησή του: “Οι Έλληνες επιδίδονται στην αυτοκαταστροφή, όταν ακριβώς η τύχη τους μειδιάσει”. Θα είναι μεγάλη συμφορά, αν η ιστορική αυτή διαπίστωση επαναληφθή και σήμερα”.[43]

Στο βιβλίο του Ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα, ο πρέσβης Ευστάθιος Λαγάκος κάνει μια αναδρομή στην εξωτερική πολιτική του νεοελληνικού κράτους από τη γένεσή του και διαπιστώνει ότι όποτε κυριάρχησε ο λαϊκισμός και η συνθηματολογία, αντί του υπεύθυνου πολιτικού λόγου, το αποτέλεσμα ήταν εθνική καταστροφή.[44] Στη δική του ανασκόπηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ο Θεοδωρόπουλος συμπεραίνει ότι το βασικό δίδαγμα που προσφέρει η ιστορία είναι ότι οι συναισθηματισμοί και οι συνθηματολογίες δεν ωφέλησαν ποτέ ενώ παρατηρεί ότι καλό θα ήταν οι πολιτικές ηγεσίες να μην αυτοεγκλωβίζονται σε συνθήματα που μόνο σκοπό έχουν να προσπορίσουν κάποιο κομματικό όφελος ή να αποφύγουν κάποιο πολιτικό κόστος: “Αν οι πολιτικές ηγεσίες συμφωνήσουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι “εν ού παικτοίς” και την εξαιρέσουν από το γήπεδο των κομματικών/προσωπικών ανταγωνισμών, η προοπτική για την ελληνική εξωτερική πολιτική θα είναι καλύτερη”.[45] Στα ιστορικά τους πονήματα, οι πρέσβεις προβληματίζονται έντονα και για τα χαρακτηριστικά της κατάλληλης πολιτικής ηγεσίας. Κοινό τόπο αποτελεί ότι ηγέτες όπως ο Τρικούπης ή ο Βενιζέλος ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους φροντίζοντας να μην συρθούν από δημαγωγικές υποσχέσεις ή να λάβουν αποφάσεις με βάση το πολιτικό κόστος. Αντίθετα, ασκώντας υπεύθυνη ηγεσία και φροντίζοντας να εξασφαλίσουν διπλωματικά στηρίγματα στο διεθνή χώρο πέτυχαν να διασφαλίσουν τα εθνικά συμφέροντα. Θα ήταν ασφαλές να υποθέσουμε ότι πραγματευόμενοι αυτά τα ζητήματα οι Έλληνες διπλωμάτες είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τα σύγχρονά τους γεγονότα. Αναμφίβολα, με βάση τα κριτήρια τους, ο Καραμανλής θα θεωρούνταν ως συνεχιστής της διπλωματικής παράδοσης του Τρικούπη και του Βενιζέλου.

Ταυτόχρονα το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξετάζονται σε ιστορική προοπτική. Στο βιβλίο τους Το Κυπριακό, μια ενδοσκόπηση, οι πρέσβεις Αλεξανδράκης, Θεοδωρόπουλος και Λαγάκος προχωρούν σε μια σκληρή αυτοκριτική και αναζητούν τις “συλλογικές μας αδυναμίες” που οδήγησαν στα γεγονότα του Αττίλα.[46] Η στάση των διπλωματών απέναντι στο Κυπριακό επικεντρώνεται στην αδυναμία της Αθήνας να αναλάβει και να προστατεύσει τον Ελληνισμό στην ολότητά του, γεγονός που οδήγησε στην “μεγάλη θυσία του Ελληνισμού της Τουρκίας στο βωμό του Κυπριακού”.[47] Η έξοδος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου την προηγούμενη δεκαετία και τώρα η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έφερναν τους Έλληνες ιθύνοντες απέναντι σε ένα υπαρξιακό πρόβλημα: θα μπορούσε η Αθήνα να διατηρήσει τον Ελληνισμό στις ιστορικές του εστίες; Οι διεκδικήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο έκαναν το πρόβλημα πιο πιεστικό και ενίσχυαν την εικόνα ενός Ελληνισμού σε υποχώρηση, μαχόμενου σε ένα ευρύ μέτωπο από την Κύπρο ως τη Θράκη.[48] Σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Μαύρο ο Κοσμαδόπουλος έθετε ακριβώς αυτό το πρόβλημα: “Ως κατά 1923, Ελλάς ευρίσκεται εις καμπήν ιστορίας της. Χρειάζεται αναστοχασμός επί όλου πελωρίου προβλήματος θέσεως ελληνισμού και πεπρωμένων του. Ως κατά παρελθόν, έργον τούτο ανήκει εις άπασας δυνάμεις σκέψεως και δράσεως έθνους μας. Εξ αυτού θα εκπηδήσουν μεγάλοι προσανατολισμοί εθνικής πορείας. […] Αν ανωτέρω εντάσσονται εις σφαίραν ερχομένων μεγάλων αναθεωρήσεων, υπάρχει πεδίον όπου ελληνική διπλωματία δεν έχει να χάση ώραν και οφείλει προετοιμάση, εν συνόλω, ζωτικάς δια χώραν θέσεις αγώνος ον βλέπω ενταύθα καθ’ ημέραν αδυσωπήτως πλησιάζοντα. Εννοώ, βεβαίως, θέματα Αιγαίου.[49]

Έχοντας να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή σε πολλαπλά μέτωπα, οι Έλληνες ιθύνοντες προσπάθησαν να την κατανοήσουν καλύτερα ανατρέχοντας στην ιστορία των σχέσεων με τους Τούρκους από την εποχή που τα πρώτα τουρκικά φύλα έφτασαν στις παρυφές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο βιβλίο του Οι Τούρκοι και εμείς, ο Θεοδωρόπουλος επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια με στόχο να ανακαλύψει πως η ιστορική εμπειρία συμβάλλει στην διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής, στην εικόνα που έχει το ένα έθνος για το άλλο και στα χαρακτηριστικά που απέκτησαν οι δύο λαοί στο πέρασμα τον αιώνων.[50] Ταυτόχρονα, ευρύτεροι ιστορικοί προβληματισμοί εκφράζονταν για να κατανοηθεί καλύτερα το σήμερα. Ο Κοσμαδόπουλος εύλογα αναρωτιόταν αν η ελληνική εξωτερική πολιτική και η Δύση γενικότερα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο αντιστροφής του Ανατολικού Ζητήματος: “Σήμερον, μετά τρεις αιώνας οπισθοχωρήσεων η Τουρκία ευρίσκεται δια πρώτην φοράν πάλιν εις άλλην θέσιν. Μήπως πρόκειται περί απαρχής νέας φάσεως του Ανατολικού Ζητήματος υπό μορφήν εφεξής επεκτατικήν; Εις το ερώτημα δεν χωρεί ευχερής απάντησις. Πάντως και η απλή θέσις του ερωτήματος είναι, δια την Ελλάδα θεμελιώδους σημασίας. Παρέχει όμως συνάμα, τολμώ να πιστεύω, και την μοναδικήν ίσως ευκαιρίαν προλήψεως ολεθρίων περιπετειών”.[51]

Η συνολική φύση της τουρκικής απειλής δεν επέβαλλε μόνο την μεταβολή του αμυντικού δόγματος της χώρας αλλά και την αναθεώρηση των διανοητικών εργαλείων που οι Έλληνες ιθύνοντες θα χρησιμοποιούσαν για να την κατανοήσουν και τελικά να την αντιμετωπίσουν. Έτσι, αν για την αντιμετώπιση του από βορρά κινδύνου η ελληνική ηγεσία θεώρησε ότι αντιμετώπιζε ένα κλασικό γεωπολιτικό πρόβλημα όπου η Ελλάδα «έλεγχε τις στενές παράκτιες περιοχές και αντιμετώπιζε την πίεση των “μαζών” του εσωτερικού, που αναζητούσαν διέξοδο προς τη θάλασσα»[52], στην περίπτωση της Τουρκίας, η χώρα αντιμετώπιζε μια απειλή κατά βάση πάλι γεωπολιτική, η οποία όμως γινόταν αντιληπτή με ιστορικούς όρους λόγω του πλούσιου παρελθόντος μεταξύ των δύο εθνών. Εντασσόταν έτσι στην ευρύτερη ελληνική ιστορική εμπειρία που θέλει τον Ελληνισμό να αμύνεται έναντι μιας ανατολικής/ασιατικής απειλής (με βάση το σχήμα: Περσικοί Πόλεμοι, Οθωμανική κατάκτηση, ελληνοτουρκική αντιπαράθεση).  Άλλωστε και η στρατηγική που επιλέχθηκε για την αντιμετώπιση της απειλής, η πολιτική ανάσχεση της Άγκυρας, ήταν βασισμένη στα διδάγματα του παρελθόντος.      

Συμπεράσματα

Η σύμπνοια πολιτικής ηγεσίας και υπηρεσιακών παραγόντων, η κοινότητα αντιλήψεων για την εξωτερική πολιτική μεταξύ των Ελλήνων ιθυνόντων αλλά και η χρήση κοινών διανοητικών εργαλείων για την κατανόηση και αντιμετώπιση των εξωτερικών προβλημάτων της χώρας οδηγούν στη διαπίστωση της ύπαρξης μιας ξεχωριστής «διπλωματικής σχολής» που υπό την ηγεσία του Καραμανλή έφτασε στην ωριμότητά της στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ομάδας αυτής υπήρξαν η εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία, η κοινή πεποίθηση για την ανάγκη διατήρησης της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο και ειδικά της ένταξής της στην Ενωμένη Ευρώπη αλλά και η συνεκτικότητα και η αποτελεσματικότητά της. Η ανάλυσή τους βασιζόταν αφ’ ενός στη μόνιμη επίδραση που ασκούσε η βαθύτερη δύναμη της γεωγραφίας στην ελληνική εξωτερική πολιτική, από την οποία πήγαζε και ο ήπιος ρεαλισμός τους και αφ’ ετέρου στην εργαλειακή χρήση της ιστορίας ως «δασκάλας», η οποία τους προσέφερε τα εφόδια για να κατανοήσουν τα προβλήματα του Ελληνισμού στο σύνολό του και να απαντήσουν τελικά στο ερώτημα που έθετε η κρίση ταυτότητας που χαρακτήρισε την Μεταπολίτευση: πού ανήκει η Ελλάδα και πού πάει. Η κρίση αυτή λύθηκε τελικά με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία από τη φύση της έκρυβε μια βαθιά ιστορική διάσταση, την επανένταξη της Ελλάδας στον πολιτικο-πολιτιστικό χώρο που είχε δημιουργηθεί από την ελληνορωμαϊκή πολιτιστική κληρονομιά και τον Χριστιανισμό, σχέση η οποία είχε διακοπεί «όταν το σιδηρούν παραπέτασμα των Οθωμανών έπεσε πάνω στην ανατολική αυτοκρατορία».[53]

Βασικός στόχος του παρόντος άρθρου δεν ήταν να εξάρει τις επιλογές της εξεταζόμενης περιόδου. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες αποφάσεις των κρίσιμων αυτών χρόνων έχουν υπάρξει αντικείμενο έντονης αυτοκριτικής και κριτικής. Αυτό που επιχειρήθηκε εδώ ήταν μια προσπάθεια ιστορικοποίησης και συστηματοποίησης της σκέψης και δράσης των Ελλήνων ιθυνόντων, μια εξερεύνηση στις διανοητικές και ιδεολογικές τους αποσκευές. Είναι παράδοξο ότι σε μια χώρα που βρέθηκε αρκετές φορές στην πρώτη γραμμή των διεθνών εξελίξεων δεν υπάρχει συστηματική έρευνα πάνω στην ανάλυση της ελληνικής διπλωματικής/στρατηγικής παράδοσης και σκέψης. Το άρθρο αυτό γράφτηκε με την ελπίδα να συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο Ιωάννης Χάλκος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο  Φλωρεντίας (EUI).

 

Σημειώσεις

[1] Philippe Chassaigne, Les années 1970: fin d’un monde et origine de notre modernité (Paris: Armand Colin, 2008).

[2] Γεώργιος Ράλλης, Πολιτικές Εκμυστηρεύσεις: αποκαλυπτικές μαρτυρίες για κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής (Αθήνα, Προσκήνιο 1990), 195.

[3] Eirini Karamouzi, Greece, the EEC and the Cold War, 1974-1979, The Second Enlargement (Basingstoke, Hampshire: Palgrave Macmillan, 2014)· Athanasios Antonopoulos, Redefining Greek–US Relations, 1974–1980: National Security and Domestic Politics (Palgrave Macmillan, 2020)· Σωτήρης Ριζάς, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Αιγαίο (Αθήνα: Σιδέρης 2006).

[4] Δημήτρης Κοσμαδόπουλος, Οδοιπορικό ενός πρέσβη στην Άγκυρα, 1974-1976 (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική 1988), 106.

[5] Ό.π., 93.

[6] National Archives and Record Administration AAD (NARA-AAD), Kubisch προς Secretary of State, 22 Νοεμβρίου 1974.

[7] Για τις δυσκολίες στη συνεργασία Μαύρου-Βλάχου και την επιμονή του Καραμανλή να κρατήσει τον Βλάχο στο επιτελείο του βλ. Άγγελος Βλάχος, Αποφοίτηση 1974, 25 Ιουλίου-17 Νοεμβρίου (Αθήνα: Ωκεανίδα 2001).

[8] National Archives, Kew, London, FCO 9/2957, «Leading Personalities in Greece. 1980», 68.

[9] NARA-AAD, Kissinger προς Αντιπροσωπεία NATO (212137), 26 Σεπτεμβρίου 1974· Kubisch προς Αντιπροσωπεία ΝΑΤΟ (30184), 30 Σεπτεμβρίου 1974.

[10] Evanthis Hatzivassiliou, «Constantine Karamanlis», επιμ. Kevin Featherstone & Dimitri A. Sotiropoulos, The Oxford Handbook of Modern Greek Politics (Oxford: Oxford University Press, 2020).

[11] Τάκης Σ. Παππάς, «Κυβερνητικά επιτελεία στη δεκαετία του ΄70 και η τέχνη της διακυβέρνησης», Κ. Σβολόπουλος, Κ. Μπότσιου και Ε. Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον 20ό αιώνα, τ. Ι (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής 2009), 442.

[12] Σε σύνολο 259 συσκέψεων μόνο οι 29 αφορούσαν την εξωτερική πολιτική. Για τα στοιχεία αναλυτικά βλ. Παππάς, ό.π., 443-9.

[13] Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος, «Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος και η πορεία προς την Ευρώπη», Σωτήρης Ντάλης (επιμ.), Βύρων Θεοδωρόπουλος, ο διπλωμάτης και δάσκαλος, Κείμενα στα χνάρια της σκέψης του (Αθήνα: Παπαζήση 2010), 47.

[14] Κοσμαδόπουλος, ό.π., 220-21.

[15] Athanasios Platias, “Greece’s Strategic Doctrine: in Search of Autonomy and Deterrence”, Dimitri Constas (επιμ.), The Greek-Turkish Conflict in the 1990s, Domestic and External Influences (London: Macmillan, 1991), 98.

[16] Όπως έχει δείξει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, η αντίληψη του «από βορρά κινδύνου» συνδύαζε τις νέες ψυχροπολεμικές πιέσεις που ασκούνταν στην περιοχή με τις παραδοσιακές εθνικιστικές αντιπαλότητες των Βαλκανίων. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Στα σύνορα των κόσμων, η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952-1967 (Αθήνα: Πατάκης 2009).

[17] Για τις απόψεις αυτές βλ. το μνημόνιο που συνέταξε για τον Καραμανλή τον Νοέμβριο του 1974 ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ όπου σκιαγραφούσε τη φύση της απειλής κατά τη χώρας. Δύο φορές αναφέρει ο Αβέρωφ ότι η απειλή από βορρά είναι «παγία» αλλά «αι πρόσφατοι βάναυσοι εξελίξεις μας επιβάλλουν ν’ αντιμετωπίσουμε πρωτίστως την εκ Τουρκίας απειλή». Αβέρωφ προς Καραμνλή, 30 Νοεμβρίου 1974, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο, γεγονότα και κείμενα (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, 1997) (στο εξής Καραμανλής), τ.8.

[18] Βλάχος, ό.π., 64.

[19] Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή (στο εξής ΑΚΚ), Β72, Καραμανλής, Σημείωμα, Φεβρουάριος 1982.

[20] Δημήτρης Μπίτσιος, Φύλλα από ένα ημερολόγιο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1978), 101.

[21] Βλ. τον λόγο του Καραμανλή στη Βουλή, Περίοδος Α, Σύνοδος Β, Συνεδρίασις ΡΙΘ, 17 Απριλίου 1976.

[22] AAD-NARA, Kubisch προς State Department, “Annual policy assessment – Greece”, 28 Μαρτίου 1975.

[23] Δημήτρης Μπίτσιος, Πέρα από τα σύνορα, 1974-1977 (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1982), 104.

[24] Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι και εμείς (Αθήνα : Φυτράκης ο Τύπος, 1990), 339-40.

[25] ΑΚΚ, 46Β, Θεοδωρόπουλος, Σημείωμα, 1 Οκτωβρίου 1977.

[26] Μπίτσιος, Πέρα από τα σύνορα, ό.π., 7.

[27] Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: η ευρωπαϊκή τροχιά της Μεταπολίτευσης», Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Μαριλένα Κοππά (επιμ.), Τριάντα χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, 1974-2004 (Αθήνα: Λιβάνη 2005), 99-121.

[28] Καραμανλής, τ. 8, Ομιλία στο Σύνταγμα, 15 Νοεμβρίου 1974, 214-19.

[29] Vyron Theodoropoulos, «Aspects of Accession», παρατίθεται στο Λυμπερόπουλος, ό.π, 51.

[30]Βύρων Θεοδωρόπουλος, Ευστάθιος Λαγάκος, Γεώργιος Παπούλιας, Ιωάννης Τζούνης, Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική (Αθήνα: Σιδέρης 1995), 58.

[31] Μπίτσιος, Πέρα από τα σύνορα, ό.π., 243.

[32] ΑΚΚ, Α230, Θεοδωρόπουλος προς Υπ. Εξωτερικών, 2 Οκτωβρίου 1974.

[33] Μπίτσιος, Πέρα από τα σύνορα, ό.π., 16-17.

[34] Για τις επιστολές Κίσιγκερ-Μπίτσιου και το κείμενο που καθόριζε τις βασικές αρχές της ελληνο-αμερικανικής συνεργασίας βλ. Καραμανλής, τ. 9, 184-9.

[35] Ράλλης, ό.π., 198.

[36] ΑΚΚ, Β25, Αλεξανδράκης προς ΥΠΕΞ, 30 Νοεμβρίου 1976.

[37] Χατζηβασιλείου, ό.π., 153-161.

[38] Μπίτσιος, Φύλλα από ένα ημερολόγιο, ό.π., 102. Σχεδόν παρόμοια είναι και η ανάλυση του Αβέρωφ όπως την αναπτύσσει στον Αμερικανό υπουργό Άμυνας D. Rumsfeld: «ανεξαρτήτως των διαφορών μας με την Τουρκίαν δεν ξεχνούμε την κρισιμότητα της γεωγραφικής μας θέσεως, συνεπεία της οποίας η χώρα αυτή υπέστη πλήθος επιδρομών εις κάθε ένοπλον σύγκρουσιν ευρείας κλίμακος κατά την ροήν του χρόνου». ΑΚΚ, Β19, «Μνημόνιον Συνομιλίας Υπουργών Εθνικής Αμύνης ΗΠΑ-Ελλάδος», 15 Ιουνίου 1976.

[39] Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι, ό.π., 265.

[40] ΑΚΚ, Β75, «Πρακτικά Συνεδριάσεως Υπουργικού Συμβουλίου», 11 Σεπτεμβρίου 1976.

[41] Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Κωνσταντίνος Καραμανλής: από την πράξη στις πολιτικές ιδέες», Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον 20ό αιώνα, ό.π., τ. Ι, 169.

[42] Θεοδωρόπουλος, Λαγάκος, Τζούνης, Σκέψεις, ό.π., 12· Βύρων Θεοδωρόπουλος, Ανασκόπηση, Η εξωτερική πολιτική της νεότερης Ελλάδας (Αθήνα: Σιδέρης 1996), 11.

[43] Καραμανλής, τ. 8, Ομιλία στην Πλατεία Συντάγματος, 15 Νοεμβρίου 1974.

[44] Ευστάθιος Λαγάκος, Ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα, Ανασκόπηση (Αθήνα: Σιδέρης 1996).

[45] Θοδωρόπουλος, Ανασκόπηση, ό.π., 135.

[46] Μενέλαος Αλεξανδράκης, Βύρων Θεοδωρόπουλος, Ευστάθιος Λαγάκος, Το Κυπριακό, 1950-1974, Μια ενδοσκόπηση (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική 1987).

[47] Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι, 306.

[48] Μιχάλης Δούντας, Είναι ανεξάρτητη η Ελλάς; Συγκρουσιακή συνύπαρξη, Η σχέση Ελλάδος – Τουρκίας, (Αθήνα: Κάκτος, 2006), 576.. Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι, ό.π., 264.

[49]Κ οσμαδόπουλος προς ΥΠΕΞ, 18 Αυγούστου 1974, στο Κοσμαδόπουλος, ό.π, 150-1.

[50] Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι, όπ.

[51] Κοσμαδόπουλος προς Μαύρο, 11 Σεπτεμβρίου 1974, στο Κοσμαδόπουλος, ό.π., 159.

[52] Χατζηβασιλείου, ό.π., 153.

[53] Vyron Theodoropoulos, «Aspects of Accession», ό.π., 52.

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ελληνική:

-Αλεξανδράκης, Μενέλαος, Θεοδωρόπουλος, Βύρων, Λαγάκος, Ευστάθιος, Το Κυπριακό, 1950-1974, Μια ενδοσκόπηση (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική 1987).

-Βλάχος, Άγγελος, Αποφοίτηση 1974, 25 Ιουλίου-17 Νοεμβρίου (Αθήνα: Ωκεανίδα 2001).

-Δούντας, Μιχάλης, Είναι ανεξάρτητη η Ελλάς; Συγκρουσιακή συνύπαρξη, Η σχέση Ελλάδος – Τουρκίας (Αθήνα: Κάκτος, 2006).

-Θεοδωρόπουλος, Βύρων, Ανασκόπηση, Η εξωτερική πολιτική της νεότερης Ελλάδας (Αθήνα: Σιδέρης 1996).

-Θεοδωρόπουλος, Βύρων, Λαγάκος, Ευστάθιος, Παπούλιας, Γεώργιος, Τζούνης, Ιωάννης, Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική (Αθήνα: Σιδέρης 1995).

-Θεοδωρόπουλος, Βύρων, Οι Τούρκοι και εμείς (Αθήνα : Φυτράκης ο Τύπος, 1990)

-Κοσμαδόπουλος, Δημήτρης, Οδοιπορικό ενός πρέσβη στην Άγκυρα, 1974-1976 (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική 1988).

-Λαγάκος, Ευστάθιος, Ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα, Ανασκόπηση (Αθήνα: Σιδέρης 1996).

-Μπίτσιος, Δημήτρης, Πέρα από τα σύνορα, 1974-1977 (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1982).

-Μπίτσιος, Δημήτρης, Φύλλα από ένα ημερολόγιο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1978).

-Μπότσιου, Κωνσταντίνα Ε., «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: η ευρωπαϊκή τροχιά της Μεταπολίτευσης», Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Μαριλένα Κοππά (επιμ.), Τριάντα χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, 1974-2004 (Αθήνα: Λιβάνη 2005), 99-121.

-Παππάς, Τάκης Σ.,  «Κυβερνητικά επιτελεία στη δεκαετία του ΄70 και η τέχνη της διακυβέρνησης», Κ. Σβολόπουλος, Κ. Μπότσιου και Ε. Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον 20ό αιώνα, τ. Ι (Αθήνα: Ίδρυμά Κωνσταντίνος Καραμανλής 2009), 435-454.

-Ράλλης, Γεώργιος, Πολιτικές Εκμυστηρεύσεις: αποκαλυπτικές μαρτυρίες για κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής (Αθήνα, Προσκήνιο 1990).

-Ριζάς, Σωτήρης, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Αιγαίο (Αθήνα: Σιδέρης 2006).

-Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Στα σύνορα των κόσμων, η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952-1967 (Αθήνα: Πατάκης 2009).

 

Ξενόγλωσση:

-Antonopoulos, Athanasios, Redefining Greek–US Relations, 1974–1980: National Security and Domestic Politics (Palgrave Macmillan, 2020).

-Chassaigne, Philippe, Les années 1970: fin d’un monde et origine de notre modernité (Paris: Armand Colin, 2008).

-Hatzivassiliou, Evanthis, «Constantine Karamanlis», επιμ. Kevin Featherstone & Dimitri A. Sotiropoulos, The Oxford Handbook of Modern Greek Politics (Oxford: Oxford University Press, 2020).

-Karamouzi, Eirini, Greece, the EEC and the Cold War, 1974-1979, The Second Enlargement (Basingstoke, Hampshire: Palgrave Macmillan, 2014).

-Platias, Athanasios, “Greece’s Strategic Doctrine: in Search of Autonomy and Deterrence”, Dimitri Constas (επιμ.), The Greek-Turkish Conflict in the 1990s, Domestic and External Influences (London: Macmillan, 1991) 91-108.