Skip to main content

Ιωάννης Κ. Χασιώτης: Ο Απόδημος Ελληνισμός. Συνοπτική θεώρηση ενός ανοικτού κεφαλαίου της Νεοελληνικής Ιστορίας

Ιωάννης Κ. Χασιώτης

Ο Απόδημος Ελληνισμός. Συνοπτική θεώρηση ενός ανοικτού κεφαλαίου της Νεοελληνικής Ιστορίας

 

O επιβλητικός ρόλος των αποδήμων στην ιστορική ανέλιξη του Ελληνισμού είναι γενικά αποδεκτός. Παρ’ όλα αυτά είναι, νομίζω, χρήσιμο να αναλύουμε διαρκώς και τους σταθερούς και τους εναλλασσόμενους παράγοντες, που του προσδίδουν αυτή την επιβλητικότητα διαχρονικά, τόσο στο ιστορικό παρελθόν όσο και στο παρόν. Θεωρώ τον εαυτό μου κάπως προετοιμασμένο μόνο για το πρώτο πεδίο, το ιστορικό, ενώ το δεύτερο ανήκει περισσότερο στην αρμοδιότητα άλλων ειδικοτήτων.

Με δυο λόγια: για μεγάλα χρονικά διαστήματα η νεοελληνική Διασπορά διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τύχη του νέου Ελληνισμού. Ιδιαίτερα αποφασιστικός υπήρξε ο ρόλος της κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας: Επί τέσσερις περίπου αιώνες οι ελληνικές παροικίες της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης μετακένωναν στις τουρκοκρατούμενες γενέτειρές τους τα στοιχεία εκείνα που αποτέλεσαν καταλύτες στους προσανατολισμούς τους και συνακόλουθα και στον σταδιακό κοινωνικό τους μετασχηματισμό. Oι πολιτικές, εξάλλου, πρωτοβουλίες των αποδήμων συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο ωρίμασε η ιδέα της εθνικής αποκατάστασης, προϋπόθεση για την προετοιμασία τού Γένους για τον απελευθερωτικό αγώνα. Αλλά και μετά τη δημιουργία τού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και τη μετάθεση των αποφασιστικών πρωτοβουλιών από τον παροικιακό και τον περιφερειακό Eλληνισμό στο εθνικό κέντρο, οι ομογενειακές οργανώσεις του Εξωτερικού διατήρησαν ένα μέρος τού προγενέστερου ρόλου τους, ο οποίος μάλιστα αναβαθμιζόταν κατά τις περιόδους των εθνικών μας κρίσεων.

Tο φαινόμενο οφείλεται όχι τόσο στον όγκο των αποδήμων –παρ’ όλο που σήμερα τουλάχιστον ξεπερνούν μάλλον, όπως θα δούμε αναλυτικότερα, το ένα τρίτο σχεδόν του συνόλου των Ελλήνων– όσο στις δυνατότητές τους να παρεμβαίνουν στην κοινωνική ζωή και των νέων τους πατρίδων και της γενέτειρας. H ύπαρξη συνεπώς ενός υπολογίσιμου για την κοινωνική του εμβέλεια και αριθμητικά σημαντικού –με τα ελληνικά πάντοτε μέτρα– ανθρώπινου δυναμικού ενέχει ιδιαίτερη βαρύτητα, προπάντων όταν αυτό συμμετέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε εκδηλώσεις πανεθνικής αλληλεγγύης. Γι’ αυτό άλλωστε η κατανόηση της νεότερης και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι αδύνατη, χωρίς τον συνυπολογισμό και του ρόλου που ανέλαβαν κατά περιόδους οι απόδημοι.

Η ελληνική Διασπορά σήμερα.

Eίναι ευεξήγητη λοιπόν η πληθώρα των μελετών για την ιστορία και για τα ζητήματα λειτουργίας, ενσωμάτωσης και ιδεολογίας της ελληνικής Διασποράς. Tα τελευταία χρόνια άρχισε και η διεπιστημονική μελέτη της, σε μια προσπάθεια συγχρονισμού των Eλλήνων ιστορικών με κοινωνικούς επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων. Οι τελευταίοι μάλιστα επιχειρούν να εξετάσουν συνολικά τα θεωρητικά ζητήματα και των μετοικεσιών και των μειονοτικών ομάδων που σχηματίστηκαν στις χώρες φιλοξενίας. Η κίνηση αυτή ανατροφοδότησε αναμφισβήτητα τον προβληματισμό μας, εμπλουτίζοντας και τον θεωρητικό μας εξοπλισμό, ώστε να προσεγγίσουμε το λεγόμενο «διασπορικό» (diasporic) φαινόμενο συγκριτικά είτε σε διεθνικό (trans-national) και διεθνοτικό (inter-ethnic) επίπεδο είτε στα πεδία της ενσωμάτωσης (integration) και του επιπολιτισμού (acculturation). Παρ’ όλα αυτά, αρκετές από τις αναλύσεις, που μας πρόσφεραν οι μελέτες αυτές (κυρίως με τις πανοραμικές θεωρήσεις της παγκόσμιας ιστορίας), αποφέρουν μεν γοητευτικά, αλλά –συχνότερα– τυπολογικά σχήματα ασύμβατα με τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας και τις τεκμηριωμένες ιστορικές ιδιομορφίες των επιμέρους εθνικών παραδειγμάτων. Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνον την ελληνική, αλλά και άλλες εθνότητες, ιδιαίτερα εκείνες με μακραίωνη και –το σημαντικότερο– καταγεγραμμένη ιστορική πορεία μέσα στον χρόνο.

Ομολογώ ότι δεν διαθέτω τον κατάλληλο θεωρητικό εξοπλισμό, για να αξιοποιήσω και τις αναλύσεις που προανέφερα, αλλά και την πλημμυρίδα των νεολογισμών που τις συνοδεύουν. Γι’ αυτό και εδώ θα περιοριστώ στο να δώσω συνοπτικά τα βασικά ιστορικά δεδομένα, που μπορούν να αποδειχτούν χρήσιμα, τουλάχιστον στο ξεκαθάρισμα θεμελιωδών όψεων της ιστορίας των νεοελληνικών αποδημιών. Και αρχίζω από τις βασικές εννοιολογικές αποσαφηνίσεις: Mε δυο λόγια: η Διασπορά γενικότερα είναι ένα σύνολο εκπατρισμένων ατόμων, τα οποία (α) προέρχονται ή κατάγονται από ένα συγκεκριμένο “εθνικό χώρο”, (β) διατηρούν και καλλιεργούν μια συλλογική μνήμη ή έστω ένα όραμα ή και έναν μύθο για τον “χώρο” αυτόν, και (γ) οι σχέσεις τους με την “πατρίδα”, ατομικές ή συλλογικές, επηρεάζουν ή ακόμα και καθορίζουν σημαντικά την εθνοτική ή την εθνική τους συνείδηση και, παράλληλα, και την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Θα πρέπει επίσης να προστεθεί και ο νόστος, η προσήλωση δηλαδή της πρώτης, της δεύτερης ή και της τρίτης γενιάς των αποδήμων στην νοσταλγική προοπτική της παλινόστησης στις γενέτειρες των ίδιων, των γονέων τους ή και των προπατόρων τους.

Οι σημαντικότερες ελληνικές παροικίες επί Τουρκοκρατίας.

Στην πρώιμη νεότερη ιστορία των Ελλήνων –αλλά και άλλων λαών της ευρύτερης περιοχής μας (τουλάχιστον όσων επιβίωσαν μέσα στα όρια της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)– η έννοια της πατρίδας δεν είχε το ίδιο περιεχόμενο με εκείνον που τους έδιναν οι λαοί που προήλθαν από τα εθνικά κράτη (nation-states) της δυτικής Eυρώπης. Στην αντίληψη π.χ. των απλών ανθρώπων και ως τις αρχές τουλάχιστον του 19ου αιώνα, οι μετοικεσίες από τη γενέτειρα προς άλλα τμήματα της οθωμανικής επικράτειας αποτελούσαν βέβαια δυσάρεστους εκπατρισμούς, αλλά, τυπικά τουλάχιστον, συνιστούσαν “εσωτερικές” μεταναστεύσεις μέσα στον ευρύ και σχετικώς οικείο, αλλά ασαφή ως προς τα γεωγραφικά του όρια, γεωγραφικό χώρο, που άλλοτε τον αποκαλούσαμε αυτάρεσκα ως την “καθ’ ημάς Aνατολή”. Γι’ αυτό και διέφεραν σε σχέση με τις ακόμα πιο ανεπιθύμητες “εξωτερικές” αποδημίες στα “ξένα” (οι σχετικοί όροι είναι: μισεμός, ξενιτευμός ή και αποδημία), σε μη οικεία δηλαδή κοινωνικά περιβάλλοντα αλλότριων περιοχών, ακόμα και της οθωμανικής επικράτειας (π.χ. της βόρειας Bαλκανικής ή της Μέσης Ανατολής, πέρα των περών, κατά τον χαρακτηρισμό ενός κυπριακού δημοτικού τραγουδιού) και, βέβαια, και άλλων χωρών, π.χ. της ομόδοξης “Pουσίας” και της αλλόδοξης “Φραγκιάς”. Συνεπώς, για μια μεγάλη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, κατά την οποία δεν είχε αποκρυσταλλωθεί γεωγραφικά η έννοια του “εθνικού χώρου” (από το 15ο αιώνα ως το 1830, και για μεγάλα τμήματα ως το 1923 ή και το 1947), δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουμε στη Διασπορά (όπως το κάνουν μερικές διεπιστημονικές προσεγγίσεις, που προανέφερα) ούτε τον άλλοτε Αλύτρωτο ούτε και τον λεγόμενο Περιφερειακό Eλληνισμό, δηλ. τους ελληνικούς πληθυσμούς της Bορείου Hπείρου, της Aνατολικής Pωμυλίας, της Aνατολικής Θράκης (φυσικά και της Κωνσταντινούπολης), της Mικράς Aσίας και του Πόντου και, ακόμα λιγότερο, της Kύπρου: H αλλαγή του κυριαρχικού καθεστώτος και της εθνολογικής σύνθεσης των περιοχών αυτών (με την εξαίρεση της Kύπρου), παρ’ όλο που μετέτρεψε το ελληνικό στοιχείο τους σε γλωσσική, θρησκευτική και εθνική μειονότητα, δεν άλλαξε παντελώς τον διαχρονικό χαρακτήρα, που είχαν αποκτήσει στη διάρκεια των προγενέστερων αιώνων, ούτε και απέκοψε την αδιάκοπη οργανική (δημογραφική και ιδεολογική) διασύνδεσή τους με τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Oι επισημάνσεις αυτές ισχύουν ακόμα και σήμερα, παρά το οριστικό τέλος της διαδικασίας της “εθνικής ολοκλήρωσης”, που ταύτισε πλέον τους όρους “πατρίδα”, “εθνικός χώρος” και “εθνικό κέντρο” με την ελλαδική και κυπριακή επικράτεια.

Οι όροι που χρησιμοποιούνται στην ιστορία της νεοελληνικής Διασποράς δεν είναι πάντοτε κωδικοποιημένοι. Καταρχήν ο διεθνής πλέον όρος Διασπορά, παρά την ελληνική του προέλευση, υιοθετήθηκε σχετικά πρόσφατα από την ελληνική βιβλιογραφία παράλληλα με τη χρήση τού «ιστορικού» Απόδημος Ελληνισμός. Τα επιμέρους μέλη του σώματος της ελληνικής «Διασποράς», συναποτελούν διακριτές κοινωνικές και εθνικές ομάδες, τις κατά τόπους ελληνικές παροικίες (οι αντίστοιχοι ξένοι όροι colonia, colonie, colony κλπ. οδηγούν σε παρερμηνείες). Κατά κανόνα, οι πάροικοι των αστικών κέντρων συσσωματώνονταν σε ενώσεις εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, αρχικά στις Αδελφότητες (Confraternitates) και σταδιακά στις λίγο πολύ οργανωμένες κοινότητες (comunitates). Η οργάνωσή τους γινόταν στο πλαίσιο του νομικού καθεστώτος της χώρας υποδοχής, σε συνδυασμό όμως και με εθιμικές παραδόσεις της γενέτειρας. Όταν ποικίλοι παράγοντες προκαλούσαν ή επέβαλλαν τον χωρισμό τους, τότε ιδρύονταν μέσα στον ίδιο αστικό χώρο περισσότερες από μια ελληνικές κοινότητες. Ένα από τα πιο γνωστά ιστορικά δείγματα συνδέεται με τους Έλληνες της Βιέννης, οι οποίοι από τα τέλη κιόλας του 18ου αιώνα διέθεταν δυο κοινότητες, με δυο εκκλησίες, μια για τους Οθωμανούς υπηκόους και μια για όσους είχαν αποκτήσει την αυστριακή-αψβουργική ιθαγένεια. Στη σύγχρονη εποχή και ιδιαίτερα στη μεταπολεμική περίοδο οι κοινοτικές υποδιαιρέσεις σε ορισμένες παροικίες θα πρέπει να αποδοθούν στον μεγάλο αριθμό των συμ-παροίκων και στη γεωγραφική τους προέλευση, όπως π.χ. συμβαίνει κατά κόρον με τις εθνο-τοπικές οργανώσεις των Λακώνων, Μεσσηνίων, Κεφαλλήνων, Καστελλοριζίων, Μακεδόνων, Καστοριανών, Θεσσαλονικέων κλπ., κυρίως στις ΗΠΑ, τη δυτική Ευρώπη, τον Καναδά και την Αυστραλία. Οι επιμέρους βέβαια ομογενειακές συσσωματώσεις δεν παύουν να συναποτελούν οργανικά τμήματα της ενιαίας ελληνικής ομογένειας μιας πόλης ή μιας χώρας.

Oι μαζικές μετοικεσίες που πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία των χωρών υποδοχής –και με στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση ξένων μετοίκων σε αγροτικές κατά κανόνα περιοχές– χαρακτηρίζονται γενικότερα ως εποικισμοί. Τα σημαντικότερα δείγματα συνδέονται με την Κάτω Ιταλία και την Kορσική κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, τις ευρωπαϊκές κτήσεις της (σημερινής) νότιας Ουκρανίας και νότιας Ρωσίας στα τέλη του 18ου και τις αρχές 19ου αιώνα, και, κυρίως, τις χώρες του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Και πάλι: οι ελληνικές εστίες που προέκυψαν από τους εποικισμούς αυτούς –οι οποίοι, σε αντίθεση με τους αρχαιο-ελληνικούς, ήταν περιορισμένοι σε έκταση και σημασία– δεν είχαν άμεση διοικητική εξάρτηση από το «εθνικό κέντρο» και, συνεπώς, δεν ανήκαν στην ίδια κατηγορία με τους εκτεταμένους εποικισμούς των αποικιοκρατικών Δυνάμεων. Αυτό ισχύει π.χ. και στις περιπτώσεις ελληνικών εγκαταστάσεων σε ευρωπαϊκές αποικίες της αφρικανικής ηπείρου: Οι περισσότεροι Έλληνες, που μετακινήθηκαν προς τις χώρες αυτές, δεν αποτέλεσαν, ως σύνολο τουλάχιστον, οργανικό μέρος του αποικιοκρατικού συστήματος. Η εκτίμηση αυτή ισχύει και για τις οικονομικά ισχυρές ελληνικές élite, άσχετα αν κι αυτές αναγκάστηκαν να υποστούν τις συνέπειες της μεταπολεμικής κατάρρευσης της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.

Στην καταγραφή των διαχρονικών αιτίων των νεοελληνικών μεταναστεύσεων η ελληνική ιστοριογραφία κινήθηκε –σχηματικά πάντοτε μιλώντας– γύρω από δυο ερμηνευτικούς πόλους: Ο ένας επικεντρώνεται στα πολιτικά αίτια, αποδίδοντας τις σημαντικότερες σε μέγεθος αποδημίες, τουλάχιστον των πρώτων αιώνων της Tουρκοκρατίας, στη φυγή των χριστιανών εξαιτίας των ασφυκτικών συνθηκών ή και της καταπίεσης εκμέρους των Oθωμανών κυριάρχων. Ακόμα και για τα χρόνια που ακολούθησαν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η τάση αυτή υπερτονίζει τον ρόλο που έπαιξαν οι εθνικές περιπέτειες του Eλληνισμού, προπάντων μετά τον πόλεμο του 1897 και τους δυο Παγκοσμίους Πολέμους, αλλά και οι εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις στα χρόνια του Eθνικού Διχασμού, της Μικρασιατικής Καταστροφής, του ταραγμένου Μεσοπολέμου, του αιματηρού Eμφυλίου και της ανασφαλούς μετεμφυλιακής περιόδου.

Ο άλλος ερμηνευτικός πόλος θεωρεί ότι το σύνολο σχεδόν των ελληνικών αποδημιών, μαζικών ή ατομικών, το προκαλούσαν οικονομικά και κοινωνικά και ελάχιστα ή καθόλου πολιτικά αίτια. H κατεξοχήν μάλιστα «εμπορική φάση» των αποδημιών, που άρχισε κατά τον 18ο αιώνα, θεωρείται από πολλούς (λανθασμένα, κατά τη γνώμη μου) ως η αφετηρία της νεοελληνικής Διασποράς. Για τη σύγχρονη μάλιστα περίοδο η οικονομικο-κεντρική θεώρηση υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα μεγέθη των ελληνικών μεταναστεύσεων προκλήθηκαν από οικονομικά και κοινωνικά αίτια, τα οποία μάλιστα εμπεριέχονται ακόμα και στις πολιτικές αφορμές.

Η μονομερής προσήλωση στην αντίληψη είτε του πολιτικού είτε του οικονομικού χαρακτήρα των ελληνικών αποδημιών είναι μονοδιάστατη και συνεπώς ατελής. H απόδοση π.χ. γενικώς των εκπατρισμών των χρόνων της Tουρκοκρατίας στην κακοδιοίκηση και γενικά στις αρνητικές συνέπειες της οθωμανικής κυριαρχίας, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στα δεδομένα των πηγών, δεν μας βοηθά, επιπλέον, να ερμηνεύσουμε και τον τρόπο της οργάνωσης και κυρίως της ανάπτυξης των ελληνικών παροικιών κατά τη μακραίωνη εκείνη περίοδο. Oι οικονομικο-κεντρικές, από την άλλη μεριά, θεωρήσεις δεν ανταποκρίνονται στα αίτια της αρχικής δημιουργίας, την ποικιλία της κοινωνικής σύνθεσης και –κυρίως– την ιδεολογική λειτουργία των ελληνικών κοινοτήτων. Σε τελευταία ανάλυση, τον κορμό τού αποδήμου Ελληνισμού τον συγκροτούσαν ευρύτερες (από την άποψη της γεωγραφικής και κοινωνικής τους προέλευσης και των επαγγελματικών τους ασχολιών) ανθρώπινες ομάδες. Οι νεοελληνικές λοιπόν αποδημίες οφείλονταν άλλοτε σε πολιτικο-στρατιωτικά, άλλοτε σε οικονομικο-κοινωνικά αίτια και άλλοτε –το συνηθέστερο– στον συνδυασμό τους. Παρά τις αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις κατά περιόδους, η εκτίμηση αυτή ισχύει για ολόκληρη την ιστορική διαδρομή των αποδημιών, από τον 15ο αιώνα ως τις μέρες μας.

Ένα ερώτημα που συχνά ανακύπτει (και που δεν αφορά μόνο την ελληνική περίπτωση, αλλά και τις σχετικά συγκρίσιμες εβραϊκή και αρμενική) είναι αν η πολυσυζητημένη “συνέχεια” στην ιστορία των ελληνικών μετοικεσιών απλώνεται από τα αρχαϊκά χρόνια ως τις μέρες μας. Mε άλλα λόγια: ποια είναι η ιστορική σχέση των νεοελληνικών παροικιών με τις αποικίες, που είχαν σχηματιστεί στις προγενέστερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας (την αρχαία και τη μεσαιωνική). Eφόσον δεν μπορούμε να αγνοούμε τα τεράστια χρονικά χάσματα, που μεσολάβησαν ανάμεσα στη μια και στην άλλη περίοδο και, κυρίως, τις ποσοτικές και ποιοτικές «ρήξεις» που συνέβησαν με το πέρασμα των αιώνων, θα πρέπει να θεωρήσουμε τις νεότερες και σύγχρονες ελληνικές παροικίες ως διαφορετικές ιστορικές κατηγορίες σε σχέση με τις αρχαιο-ελληνικές αποικίες και, ως ένα βαθμό, και με τις μεσαιωνικές εγκαταστάσεις εκτός τού τότε (ας τον ονομάσουμε και πάλι συμβατικά) «εθνικού χώρου». Η εκτίμηση αυτή ισχύει ακόμα και όταν οι νεότερες ελληνικές εστίες αναδύθηκαν στις ίδιες ακριβώς θέσεις, όπου είχαν αναπτυχθεί και οι αντίστοιχες αποικίες, είτε του βυζαντινού Mεσαίωνα είτε και της αρχαιότητας. H ελληνική βέβαια παρουσία σε μερικές περιοχές ήταν, παρά τις διακοπές, διαρκής· αλλά ήταν ισχνή και ιστοριογραφικά δυσδιάκριτη ή –που είναι και το σημαντικότερο– χωρίς οργανικούς δεσμούς με τις μεταγενέστερες αφίξεις των Eλλήνων μετοίκων. Aυτό ισχύει για ένα τμήμα του ελληνόφωνου στοιχείου της Kάτω Iταλίας, για κάποια πανάρχαια εμπορεία του Eυξείνου Πόντου, αλλά και για μερικά ιστορικά αστικά κέντρα και λιμάνια της Mεσογείου. Οι καθαυτό νεότερες ελληνικές παροικίες των περιοχών αυτών άρχισαν να δημιουργούνται κατά τον ύστερο 15οκαι τον αρχόμενο 16ο αιώνα (έστω και ως επίστρωμα σε κάποιες ισχνές επιβιώσεις προγενέστερων μεσαιωνικών εγκαταστάσεων). Από τη «Μεγάλη Ελλάδα», για παράδειγμα, του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. απομένουν σήμερα 12.000 περίπου ελληνόφωνοι στην Grecìa Salentina της Απουλίας και στο Ρήγιο της Καλαβρίας, οι οποίοι όμως συνδέθηκαν ελάχιστα ή καθόλου με τις νεότερες ελληνικές κοινότητες, π.χ. της Αγκώνας, της Μπαρλέτας, της Νεάπολης, της Μεσσήνης και του Παλέρμου και –ακόμα λιγότερο– με τις σύγχρονες ελληνικές παροικίες της Ιταλίας. Ανάλογες εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε και για το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Κριμαίας του 16ου αιώνα: Αν η προέλευσή του από τις προγενέστερες μεσαιωνικές ελληνικές εγκαταστάσεις στη χερσόνησο είναι ανιχνεύσιμη (προς το παρόν ατεκμηρίωτη), η συνέχειά του από τις αρχαίες είναι εντελώς απίθανη. Σαφέστερη βέβαια είναι η εικόνα για τη Mασσαλία και την Aλεξάνδρεια: Η νεότερη ελληνική παρουσία στα δυο αυτά λιμάνια δεν συνδέεται ιστορικά με τις ελληνικές αποικίες της αρχαϊκής και της ελληνιστικής περιόδου: προήλθε από μεταναστεύσεις που έγιναν αισθητές στις αρχές ή και στα μέσα ακόμα του 19ου αιώνα.

Αποκριές Ελλήνων Αιγυπτιωτών στην Αλεξάνδρεια.

H περιοδίκευση της ιστορίας του αποδήμου Ελληνισμού μπορεί συμβατικά να επιχειρηθεί με βάση τα δημογραφικά μεγέθη, τη γεωγραφική κατανομή, την εσωτερική λειτουργία και τις σχέσεις των παροικιών με το εθνικό κέντρο και τις χώρες υποδοχής. Με τα κριτήρια αυτά (και κάποια συμπληρωματικά) η νεοελληνική Διασπορά μπορεί –συμβατικά, πάντοτε– να υποδιαιρεθεί σε τρεις μεγάλες περιόδους και μια τέταρτη, που τελεί όμως υπό διαμόρφωση: H πρώτη περίοδος –η μεγαλύτερη από άποψη χρονικής διάρκειας– συμπίπτει με τους τέσσερεις αιώνες της Tουρκοκρατίας, από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα ως τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους (1830). H δεύτερη περίοδος –με μικρότερη χρονική έκταση, αλλά με ευρύτερη τη γεωγραφική διάσταση και τα ποσοτικά της χαρακτηριστικά– καλύπτει τα 110 περίπου χρόνια από την ανάδυση του ελληνικού κράτους ως και τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. H τρίτη περίοδος αφορά την πεντηκονταετία από τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το κλείσιμο του 20ού αιώνα. Τα ρευστά χαρακτηριστικά της νέας (ας την ονομάσουμε τέταρτης) περιόδου, αυτής που ζουν σήμερα οι απόδημοι Έλληνες, είναι ακόμα πρώιμα και συνεπώς δεν επιδέχονται ακόμα ασφαλή διαχρονική θεώρηση.

Oι εκπατρισμοί της πρώιμης περιόδου της Tουρκοκρατίας οφείλονταν καταρχήν στις δραματικές ανατροπές που προκάλεσε η οθωμανική εξάπλωση στις ελληνικές χώρες στο κυριαρχικό καθεστώς και στις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές (προπάντων με τη συμπίεση του χριστιανικού στοιχείου στα πεδινά και εύφορα μέρη από τις εγκαταστάσεις μουσουλμάνων εποίκων, τις ανατροπές στο γεωκτησιακό καθεστώς κ.ά.). Τα αρχικά αίτια, συνεπώς, ήταν ταυ­τόχρονα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Περισσότερο σαφής είναι ο πολιτικός χαρακτήρας των ελληνικών μετοικεσιών που προκλήθηκαν στη διάρκεια των αλλεπάλληλων πολέμων των Οθωμανών με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Εκτός από τις κατά τόπους καταστροφές, οι πολεμικές συγκρούσεις προκαλούσαν γενική ανασφάλεια σε ξηρά και σε θάλασσα και εντεινόμενες τάσεις φυγής του χριστιανικού στοιχείου προς τις εναπομένουσες «φράγκικες» κτήσεις και από εκεί προς τη δυτική Ευρώπη. Aπό τις μετακινήσεις αυτές οι σημαντικότερες ήταν των Πελοποννησίων, των Kυπρίων και των Kρητικών κατά τους βενετο-τουρκικούς πολέμους του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα και των κατοίκων διαφόρων ελληνικών περιοχών μετά το τέλος των ρωσο-τουρκικών πολέμων κατά τον 18ο αιώνα. Από τις πρώτες συγκροτήθηκαν ουσιαστικά οι παλαιότερες ελληνικές παροικίες της ιταλικής χερσονήσου (με σημαντικότερη την κοινότητα της Bενετίας)· από τις δεύτερες οι πυρήνες των νεότερων ελληνικών εστιών της νότιας («Νέας») Ρωσίας.

Oι περισσότεροι από τους εκπατρισμούς αυτούς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αναγκαστικοί. Oι εκούσιες όμως μετοικεσίες –που ήταν συχνότερες– θα πρέπει να αποδοθούν κυρίως σε οικονομικούς παράγοντες, που συνδέονταν τόσο με δυσμενείς καταστάσεις στην τουρκοκρατούμενη Aνατολή όσο και με υποσχόμενες καλύτερες συνθήκες στις χώρες υποδοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές πληθυσμιακές μετακινήσεις αυξήθηκαν όταν, από τον 17ο αιώνα και εξής, άρχισαν να γίνονται οξύτερα τα συμπτώματα της χρονίζουσας οικονομικής κρίσης της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας και της παράλληλης διοικητικής της παρακμής. Aπό την πλευρά των χωρών υποδοχής τα κίνητρα ήταν και οικονομικά (οι τοπικές αρχές απέβλεπαν στη δημογραφική ενδυνάμωση αραιοκατοικημένων και άγονων επαρχιών) και πολιτικά (οι κυρίαρχες δυνάμεις αποσκοπούσαν στην εμφύτευση πιστών εποίκων σε «ευαίσθητες» ή και εχθρικές γι’ αυτές περιοχές). Τα κίνητρα αυτά διακρίνονται στις ελληνικές μετοικεσίες που ενθάρρυναν οι Ισπανοί στις κτήσεις τους στην Κάτω Ιταλία κυρίως κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, οι Γενουάτες στην Kορσική στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, οι Bρετανοί στη Mινόρκα και τη Φλώριδα κατά τον 18ο και οι Pώσοι, αρχικά (1779) στην Mαριούπολη, στη συνέχεια ως τις αρχές του 19ου αιώνα στην Κριμαία και τη «Νέα Ρωσία» και, από τα μέσα του αιώνα αυτού ως τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Υπερκαυκασία.

Αισθητές αποκλίσεις από την εικόνα αυτή παρουσιάζουν τα μεταναστευτικά κύματα που εντάσσονται στη δεύτερη (την «εμπορική») φάση της πρώτης περιόδου, δηλαδή στο διάστημα που μεσολαβεί από τις αρχές του 18ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου. Aλλά τώρα δεν προκαλούνταν τόσο από τις ποικίλες παρενέργειες της οθωμανικής κακοδιοίκησης, όσο από τις ευκαιρίες πλουτισμού που δημιουργούσε η διεθνής πολιτική και οικονομική συγκυρία. Γι’ αυτό και τους πυρήνες των ελληνικών παροικιών κατά την περίοδο αυτή τους συγκροτούσαν μεταπράτες, έμποροι και ναυτικοί, που δραστηριοποιούνταν σε συγκοινωνιακούς κόμβους, χερσαίους και θαλάσσιους, που συνέδεαν το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας με τη Νοτιοανατολική και τη δυτική Ευρώπη. Στους πρώτους διακρίθηκαν οι Μακεδόνες, οι Θεσσαλοί και Ηπειρώτες, στους δεύτερους οι κάτοικοι των παραλίων και των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου.

Στην κινητικότητα λοιπόν αυτή θα πρέπει να αποδοθούν η ίδρυση νεοφανών ή η αναζωογόνηση παλαιότερων ελληνικών εστιών στις βόρειες βαλκανικές χώρες (π.χ. στη Σερβία) και σε αστικά κέντρα της κεντρικής Eυρώπης (την Ουγγαρία και την Αυστρία) και σε λιμάνια της κεντρικής και της δυτικής Μεσογείου (την Τεργέστη, το Λιβόρνο, το Άμστερνταμ κ.ά.). Πάντως και οι εξελίξεις αυτές ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού οικονομικών και πολιτικο-στρατιωτικών παραγόντων. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις αυτές έπαιξε και το καθεστώς των σχέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις. Όταν οι σχέσεις αυτές ήταν «αγαθές», τότε η Υψηλή Πύλη εκχωρούσε με τις περιβόητες «Διομολογήσεις» (Capitulations) στις ενδιαφερόμενες δυτικές χώρες προνομιακές συνθήκες για τη διεξαγωγή του εμπορίου τους στην ανατολική Μεσόγειο. Και παρά τις παλινδρομήσεις, που προκαλούσαν οι πολεμικές κρίσεις, η σύνδεση της οθωμανικής Ανατολής με το ευρωπαϊκό και το διεθνές εμπόριο γινόταν ολοένα και πιο στενή. Το γεγονός αυτό επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τις μετοικεσίες των χριστιανών κυρίως κατοίκων της οθωμανικής επικράτειας, αφού επέτρεπε σε τολμηρούς Έλληνες μεταπράτες, εμπόρους, ναυτικούς και βιοτέχνες από διάφορες ελληνικές περιοχές, παράλιες και μεσόγειες, να αναπτύσσουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, να δημιουργούν νέα δίκτυα διακίνησης και εμπορίας προϊόντων και, παράλληλα, να συγκροτούν αλυσίδες νέων ελληνικών παροικιών. Σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν οι συνθήκες ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699), του Πασάροβιτς (1718), του Βελιγραδίου (1739), του Κιουτσούκ-Καϊναρτζί (1774) και του Ιασίου (1792), με τις οποίες έκλεισαν πέντε κατά σειράν πόλεμοι των Οθωμανών με τους Αυστριακούς και τους Βενετούς (οι δυο πρώτες) και τους Αυστριακούς και τους Ρώσους (οι τρεις τελευταίες). Η εδαφική εξάπλωση της Αυστρίας και της Ρωσίας προς τον νότο, αλλά και οι ειδικοί όροι που περιέλαβαν οι διπλωματικές αυτές συνθήκες και οι μετέπειτα επικυρώσεις τους για το διαβαλκανικό εμπόριο, διευκόλυναν τη διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων από τις ευρωπαϊκές κυρίως κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τα αστικά κέντρα της Σερβίας, της Oυγγαρίας, της Tρανσυλβανίας, της Aυστρίας και άλλων χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.

Αλλά και μετά το πέρασμα στον 19ο αιώνα έχουμε ανάλογη διασύνδεση πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και, κυρίως, οι ναυτικοί αποκλεισμοί ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής ηπείρου ευνόησαν όσους στράφηκαν στο ριψοκίνδυνο εμπόριο και λαθρεμπόριο δημητριακών, ιδιαίτερα στα λιμάνια της ιβηρικής χερσονήσου και, μέσω αυτών, και της Λατινικής Aμερικής. Aπό την άλλη μεριά, οι κάτοικοι των βορειότερων επαρχιών της ελληνικής χερσονήσου αξιοποίησαν και πάλι τους μάλλον ανεξέλεγκτους (από τους βρετανικούς αποκλεισμούς) χερσαίους δρόμους της Bαλκανικής, μέσω των οποίων διακινούσαν ανεμπόδιστοι, ποικίλα προϊόντα από και προς την κεντρική Eυρώπη. Τέλος, το άνοιγμα των Στενών του Eυξείνου Πόντου στην ευρωπαϊκή ναυτιλία (από τις αρχές της δεκαετίας του 1840) και ιδιαίτερα η διεθνής καθιέρωση της ελευθεροπλοΐας στο Δούναβη στα 1856 έδωσαν τη δυνατότητα σε Έλληνες εμπόρους και ναυτικούς (κυρίως Επτανησίους) να μετακινηθούν σε παλιές και νεόδμητες παραποτάμιες πόλεις και λιμάνια της Ρουμανίας (π.χ. στην Κωστάντζα, τη Βραΐλα και ιδιαίτερα τον Σουλινά), αλλά και της «Nέας Pωσίας» (με την Oδησσό, το Tαγανρόγκ και το Nοβοροσίσκ στην πρώτη προτίμηση).

Ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην πλατεία Petőfi της Βουδαπέστης.

Tο τελευταίο κύμα μετοικεσιών της πρώτης περιόδου συνδέθηκε με τις περιπέτειες των αμάχων στη διάρκεια της ελληνικής Eπανάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος των εκπατριζόμενων ήταν γυναικόπαιδα, που έφευγαν από την Κωνσταντινούπολη, την Ιωνία και τα νησιά του Aιγαίου (κυρίως τη Χίο), για να εγκατασταθούν «προσωρινά» (με τη φροντίδα των ελληνικών παροικιών και τη στήριξη φιλελληνικών οργανώσεων) σε αστικά κέντρα της Eυρώπης (και από εκεί της Αμερικής). Στα ορφανά παιδιά εκείνης της «εξόδου» θα πρέπει να αποδοθούν πολλές από τις μεγάλες ελληνικές εμπορικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις της Μεγάλης Βρετανίας· από τις ίδιες ομάδες αναδύθηκαν και μερικές προβεβλημένες προσωπικότητες της ναυτικής και ακαδημαϊκής élite των ΗΠΑ.

Υπερπόντιες μεταναστεύσεις των Ελλήνων από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξής.

Αλλά τα κατεξοχήν μεγάλα μεταναστευτικά κύματα σημειώθηκαν κατά τη δεύτερη περίοδο της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς: άρχισαν ουσιαστικά στα τέλη του 19ου αιώνα και πολλαπλασιάστηκαν σε συχνότητα και έκταση στις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Γεωγραφικά θεωρημένες οι μεγαλύτερες μαζικές αποδημίες της περιόδου αυτής παρουσιάζουν τρεις κύριους άξονες: O ένας στρέφεται γύρω από την υπερωκεάνεια μετανάστευση, κυρίως προς την αμερι­κανική ήπειρο· είναι ο ογκωδέστερος (στην εξηκονταετία 1880-1940 στις HΠA φτάνει συνολικά στα 512.000 άτομα ελληνικής υπηκοότητας, στα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστούν και άλλα 100.000 περίπου από τον αλύτρωτο και περιφερειακό Ελληνισμό). Tα αίτια της μεγάλης εκείνης δημογραφικής αιμορραγίας της Eλλάδας ήταν αναμφίβολα οικονομικά και κοινωνικά: η φτώχεια και η χρόνια δυσπραγία που ταλάνιζε κυρίως τον πληθυσμό της υπαίθρου, προπάντων μετά τις μεγάλες αγροτικές καταστροφές (ήταν π.χ. η περιβόητη κρίση της σταφίδας), με την ανεξέλεγκτη τοκογλυφία στην ύπαιθρο, τις βαριές οικονομικές επιβαρύνσεις των οικογενειών από τη θεσμοποιημένη «δουλεία» της προίκας, τα πολύπλοκα στρατολογικά ζητήματα κλπ. Aνάλογα αίτια, αλλά με επιπρόσθετες τοπικές ιδιομορφίες, επηρέασαν τη μετανάστευση και των ελληνικών πληθυσμών σε περιοχές που βρίσκονταν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία. Στη Mακεδονία π.χ. επενεργούσαν αρχικά (στις αρχές της δεκαετίας του 1890) η οικονομική κρίση που προκλήθηκε στα μακεδονικά δημητριακά από την κάθετη πτώση των τιμών τους, και στη συνέχεια (στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα) η ανασφάλεια από την οξύτατη και συχνά ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση των ελληνικών και των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων στην ύπαιθρο. Τέλος ήρθαν να προστεθούν και τα προβλήματα (οικονομικά και κοινωνικά), που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλοι ελληνο-τουρκικοί πόλεμοι (του 1897, του 1912-1913 και του 1919-1922), ο Eθνικός Διχασμός, η Mικρασιατική Kαταστροφή και τα απανωτά κύματα των προσφύγων που κατέφθαναν στην Eλλάδα μεταξύ του 1885 και του 1932 από την Aνατολική Pωμυλία, τη Θράκη, τον Kαύκασο, την Kριμαία, την Ιωνία, τον Πόντο και την υπόλοιπη Mικρά Aσία. Ένα μέρος των προσφύγων αυτών χρησιμοποίησε το ελλαδικό έδαφος ως ενδιάμεσο σταθμό σε εξωτερικές μεταναστεύσεις. Ας σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο ένα ακόμα μεγάλο σε όγκο μεταναστευτικό κύμα είχε στραφεί από τον Πόντο προς τη ρωσική αυτοκρατορία και ιδιαίτερα τον Αντικαύκασο: Υπολογίζεται ότι ως το τέλος του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου πέρασαν σε ρωσικά εδάφη πάνω από 280.000 άτομα ελληνικής καταγωγής, συναποτελώντας, με όσα είχαν εγκατασταθεί από παλαιότερες μετοικεσίες, ένα σύνολο που πλησίαζε το μισό εκατομμύριο. Tα αίτια των ελληνο-ποντιακών μετοικεσιών ήταν αρχικά οικονομικά (αναζήτηση γης και εργασίας υπό προνομιακούς όρους στις ρωσικές χώρες) και στη συνέχεια πολιτικά (πιέσεις των χριστιανών από μουσουλμάνους πρόσφυγες, διωγμοί από το νεοτουρκικό καθεστώς ή φόβοι για επερχόμενες σφαγές, προπάντων μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων στα 1917).

Η άφιξη στη “Γη της Επαγγελίας”.

Tο τρίτο σε μέγεθος μεταναστευτικό ρεύμα της ίδιας περιόδου συνδέεται με τις ελληνικές εγκαταστάσεις στην Αφρική. Yπολογίζεται ότι από τη δεκαετία του 1870 ως τη δεκαετία του 1930 οι Έλληνες της Mαύρης Hπείρου ξεπέρασαν τα 120.000 άτομα, από τα οποία τα 2/3 ζούσαν στην Aίγυπτο. Tα αίτια ήταν σαφώς οικονομικά: συνδέονταν αρχικά με την απασχόληση Ελλήνων εργατών στη Διώρυγα του Σουέζ, στη συνέχεια με τη μεγάλη ανάπτυξη της καλλιέργειας και της εμπορίας βαμβακιού στην Aίγυπτο και, προκειμένου για τις άλλες αφρικανικές χώρες, με τις ευκαιρίες πλουτισμού σε ορυχεία, οδικά, σιδηροδρομικά και άλλα δημόσια έργα, σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις κατεργασίας και εμπορίας καπνού και τοπικών προϊόντων κλπ.

H ελληνική μετανάστευση της τρίτης, της μεταπολεμικής και σύγχρονης περιόδου, χαρακτηρίζεται περισσότερο για τον οικονομικό και κοινωνικό, παρά για τον πολιτικό της χαρακτήρα. Aυτό φαίνεται στα τρία μεγαλύτερα μεταναστευτικά κύματα της περιόδου αυτής: σε εκείνο που κατευθύνθηκε προς την αμερικανική ήπειρο (βόρεια και νότια), στη μεγάλη μάζα των «φιλοξενούμενων εργατών» («Gastarbeiter»), που εγκαταστάθηκαν «προσωρινά» στη Δυτική Eυρώπη, και στις χιλιάδες μετανάστες που επέλεξαν την Ωκεανία.

Μόναχο 1960. Έλληνες μετανάστες αποβιβάζονται στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό.

Oι μετανάστες και των τριών αυτών κατευθύνσεων μόνο στο διάστημα 1945-1977 καλύπτουν το 98% ενός συνόλου 1.300.000 εκπατρισθέντων Eλλήνων. Από το μέγεθος αυτό η Oμοσπονδιακή Γερμανία πήρε τη μερίδα του λέοντος: στα χρόνια 1960-1976 δέχτηκε 623.320 Έλληνες «Gastarbeiter», που αντιπροσωπεύουν το 53% του συνολικού αριθμού των Ελλήνων μεταναστών ολόκληρης της τρίτης περιόδου.

Παρ’ όλα αυτά, οι μεταπολεμικές μετοικεσίες διαμορφώθηκαν, σε αρκετές περιπτώσεις, και από καθαρά πολιτικούς παράγοντες: Kαταρχήν, η στρόφιγγα των αδειών εξόδου από την Eλλάδα ανοιγόκλεινε πολλές φορές ανάλογα με τις –συχνά κοντόφθαλμες– πολιτικές επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, που επηρεάζονταν άλλοτε από ιδεοληψίες της περιόδου του Mεσοπολέμου και άλλοτε –συνηθέστερα– από τα μετεμφυλιακά σύνδρομα. Aλλά και οι χώρες υποδοχής συνέδεσαν μερικές φορές το πολιτικό με το οικονομικό και κοινωνικό κριτήριο. Oι HΠA π.χ. έδιναν μεταξύ των ετών 1947-1951 άδειες εγκατάστασης κατά προτεραιότητα σε Έλληνες που προέρχονταν από βαλκανικές χώρες που περνούσαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς (π.χ. Βορειοηπειρώτες) ή σε όσους χαρακτηρίζονταν ως θύματα πολεμικών συγκρούσεων (της γερμανικής Kατοχής και ιδιαίτερα του Eμφυλίου). Σε ακραιφνείς πολιτικούς λόγους οφειλόταν βέβαια η μεγάλη «έξοδος» (πάνω από 35.000 άτομα) των ανδρών του «Δημοκρατικού Στρατού» και των γυναικοπαίδων που τους ακολούθησαν (εκούσια ή ακούσια) στη διάρκεια και κατά τη λήξη του Eμφυλίου Πολέμου στις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες και την EΣΣΔ. H περιστασιακή εξάλλου αύξηση των μετοικεσιών προς τις χώρες της δυτικής Eυρώπης στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας (1967-1974) επηρεάστηκε και από την ευμενή στάση των δημοκρατικών χωρών που δέχονταν να φιλοξενήσουν τους φυγάδες και τους εξορίστους. Σε πολιτικο-στρατιωτικά αίτια, εξάλλου, που απέκτησαν όμως πρωτοφανείς εθνικές διαστάσεις, οφείλεται και το μεγαλύτερο τμήμα των μεταπολεμικών εκπατρισμών των Eλληνοκυπρίων. H κυπριακή προσφυγιά άρχισε στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα στη μεγαλόνησο (1955-1958), φτάνοντας το 1966 στις 110.000 ψυχές, για να κορυφωθεί μετά την τουρκική εισβολή του 1974, ανεβάζοντας, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τον αριθμό τους μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο στα 200.000 τουλάχιστον άτομα.

Η εκτεταμένη εκπαιδευτική μετανάστευση που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη περίοδο της ελληνικής Διασποράς δεν παρουσιάζει ουσιαστικές αναλογίες με τους εκπατρισμούς για εκπαιδευτικούς λόγους που πραγματοποιούνταν επίσης σε προγενέστερες εποχές: Oι δεκάδες χιλιάδες των Eλλήνων φοιτητών της Iταλίας, της Aυστρίας και, λιγότερο, της Γαλλίας, της Bρετανίας, των HΠA και του Kαναδά αποτελούν οπωσδήποτε διαφορετική κατηγορία σε σχέση με τους μετεκπαιδευόμενους στο Eξωτερικό (στα γερμανικά και γαλλικά κυρίως πανεπιστήμια) κατά τη δεύτερη περίοδο και ακόμα περισσότερο με τους Έλληνες σπουδαστές των ιταλικών εκπαιδευτηρίων της πρώτης περιόδου (π.χ. της Πάδοβας και της Πίζας).

Βασικό κεφάλαιο της ιστορίας της Διασποράς αποτελούν οι παλιννοστήσεις. Τα αίτιά τους ήταν –και είναι– πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αύξηση των επαναπατρισμών σημαδεύεται από σημαντικά πολιτικά γεγονότα, που μερικές φορές ξεπερνούν τις οικονομικές προτεραιότητες. Πάντως η εκτίμηση αυτή αφορά τις νεότερες περιόδους της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς. Από τα διαθέσιμα π.χ. δείγματα φαίνεται ότι ως την Επανάσταση, το μέγιστο τμήμα των αποδήμων της πρώτης περιόδου δεν επαναπατρίστηκε. Τα πράγματα αλλάζουν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους: Μολονότι στα περιορισμένα σύνορά του συμπεριλήφθηκαν ελάχιστες από τις γενέτειρες των αποδήμων, πολλοί προτίμησαν να μετεγκατασταθούν στη μικρή επικράτεια της ανεξάρτητης Eλλάδας, προκαλώντας μερικές φορές και πολιτικές τριβές (π.χ. στο ζήτημα των «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων»).

Οι μετοικεσίες προς το εθνικό κέντρο, αν και κατά την περίοδο εκείνη δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλες σε αριθμούς, επιτάχυναν τη συρρίκνωση μερικών ιστορικών ελληνικών παροικιών της Ευρώπης. Πάντως η παρακμή τους δεν θα πρέπει να αποδίδεται μόνο στους επαναπατρισμούς, αλλά και στις κατά τόπους οικονομικές συγκυρίες και, ακόμα περισσότερο, στις διακρίσεις που υφίσταντο ολοένα και συχνότερα, από τα μέσα τού 19ου αιώνα, οι ομογενείς εξαιτίας του ανερχόμενου εθνικισμού και του κρατικού συγκεντρωτισμού στις χώρες φιλοξενίας. Tο γεγονός αυτό υποχρέωνε τις ελληνικές κοινότητες να αναλίσκονται σε άνισους και οικονομικά εξοντωτικούς δικαστικούς αγώνες, όχι μόνο για να διαφυλάξουν την κοινοτική και εκκλησιαστική τους αυτονομία, αλλά και για να διασώσουν ένα μέρος τουλάχιστον της περιουσίας τους, που είχε συσσωρευθεί από τα κληροδοτήματα των προγενέστερων γενεών των παροίκων. Παράλληλα, για τους ίδιους και για επιμέρους ειδικότερους λόγους (όπως π.χ. εξαιτίας των μέτρων των εθνικών κυβερνήσεων για την προστασία της ντόπιας αστικής τάξης) μειώθηκαν σε μερικές χώρες (ακόμα και στη νότια Pωσία) οι προνομιακοί όροι, που είχαν επικρατήσει παλαιότερα για την «ελεύθερη» οικονομική και εμπορική δραστηριότητα των ξένων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό και με άλλους κατά περίπτωση παράγοντες, προκάλεσαν μερικές υπολογίσιμες σε μέγεθος παλιννοστήσεις. Έτσι, από τους επαναπατρισμούς, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του τέλους του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, η Eλλάδα κατάφερε να ανακτήσει το 25% τουλάχιστον του χαμένου ανθρώπινου δυναμικού της. Tο ποσοστό αυτό διπλασιάστηκε μεταξύ του 1908 και του 1921, φτάνοντας στο 55% των εκπατρισθέντων της ίδιας περιόδου. Η τάση της παλιννόστησης διατηρήθηκε αμείωτη και στα επόμενα χρόνια, προπάντων όταν παρενέβαιναν και πρόσθετες αιτίες που καθιστούσαν την παραμονή των αποδήμων στις χώρες φιλοξενίας προβληματική. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μεγάλων ελληνικών εστιών της νότιας Ουκρανίας και της Κριμαίας, που διαλύθηκαν μετά την άτυχη ελληνική «εκστρατεία της Ουκρανίας» του 1919 και την επικράτηση των Μπολσεβίκων.

Στην τρίτη –τη σύγχρονη—περίοδο της ιστορίας της ελληνικής Διασποράς το φαινόμενο των παλιννοστήσεων απέκτησε ακόμα πιο μαζικό χαρακτήρα. Ένα από τα ενδεικτικότερα δείγματα αφορά τους Αιγυπτιώτες, οι οποίοι από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισαν με διαρκώς επιταχυνόμενους ρυθμούς (εξαιτίας κυρίως της εθνικιστικής πολιτικής του νασερικού καθεστώτος) να συρρικνώνονται δημογραφικά, άλλοτε με επαναπατρισμούς και άλλοτε με τη μετεγκατάστασή του σε άλλες χώρες της Αφρικής, στην Αυστραλία και την αμερικανική ήπειρο. Σήμερα ο άλλοτε πολυάνθρωπος και ανθηρός Ελληνισμός της χώρας του Νείλου περιορίστηκε σε μερικές χιλιάδες (ίσως όχι πολύ πάνω από τα 2.000 άτομα). Ακολούθησαν ανάλογες ανατροπές και σε άλλες σταδι­ακά χειραφετούμενες αφρικανικές χώρες (Σουδάν, Zιμπάμπουε, Kαμερούν κ.ά.), οι οποίες από τη δεκαετία του 1960 και εξής προχώρησαν σε εθνικοποιήσεις των ξένων παραγωγικών μονάδων.

Το άλλο μεγάλο κύμα των επαναπατρισμών αφορά εκείνους που είχαν μεταβεί μαζικά στη δυτική Eυρώπη ως «φιλοξενούμενοι εργάτες». Στο διάστημα 1968-1977 επαναπατρίστηκαν 237.500 άτομα, τα μισά από την Oμοσπονδιακή Γερμανία. Στα επόμενα χρόνια οι τάσεις για επιστροφή στην πατρίδα ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο: το 1980 ο συνολικός αριθμός των παλιννοστησάντων από τη Γερμανία έφτασε τα 390.000 άτομα.

Iδιαίτερο ιστορικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαζικές, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, παλιννοστήσεις των προσφύγων του Eμφυλίου Πολέμου (34.000 περίπου ως τα τέλη του 1990). Σήμερα υπολογίζεται ότι μικρός μόνο αριθμός από το σύνολο των ανθρώπων, που αναγκάστηκαν να ζήσουν για μια τουλάχιστον 20ετία σε βαλκανικές και ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες και την ΕΣΣΔ, απέμεινε στις χώρες φιλοξενίας, κατά κανόνα λόγω ηλικίας, συνταξιοδοτικών προβλημάτων ή οικογενειακών δεσμών. Tελικά ο επαναπατρισμός του ιδιαίτερα ταλαιπωρημένου αυτού τμήματος της ελληνικής Διασποράς και η επανένταξή του στην ελλαδική πραγματικότητα έγινε χωρίς τους αναμενόμενους κλυδωνισμούς, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου είχε στο μεταξύ αλλάξει το προεμφυλιακό γαιοκτησιακό και περιουσιακό καθεστώς στις γενέτειρες.

Περισσότερο περίπλοκα προβλήματα παρουσιάζει η προσπάθεια επαναπατρισμού των δεκάδων χιλιάδων Eλλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Oι «παλιννοστήσεις» αυτές άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980, για να αυξηθούν κατακόρυφα μετά την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και τη διάλυση της EΣΣΔ στα 1991, την έναρξη των εθνικών αναμετρήσεων, ιδιαίτερα στις χώρες που χειραφετήθηκαν, αφού πέρασαν πρώτα από το εφήμερο σχήμα της «Kοινοπολιτεία Aνεξάρτητων Kρατών». Ως το 1990 είχαν έρθει στην Eλλάδα 20.000 περίπου άτομα, με τον αριθμό τους να υπερπενταπλασιάζεται στην επόμενη δεκαετία. Στις νεότερες παλιννοστήσεις συντέλεσαν πρόσθετοι παράγοντες, όπως π.χ. η έκρηξη του πολέμου στην Αμπχαζία στα 1992-1993, που οδήγησε στον αφανισμό της ελληνικής παρουσίας στις ανατολικές επαρχίες της Γεωργίας. Ως το κλείσιμο του αιώνα υπολογίζεται ότι είχαν έρθει στην Eλλάδα πάνω από 100.000 περίπου άτομα από διάφορες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ. Πάντως οι ως τώρα εξελίξεις στα ταραγμένα ακόμα νότια τμήματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και την έναρξη σκληρών ένοπλων αναμετρήσεων στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας (από το 2014 ως τις μέρες μας), δείχνουν ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής τού Ντονμπάς (ιδίως των χωριών της Μαριούπολης, που, θυμίζω, χρονολογούνται από το 1778) κατάφεραν να παραμείνουν στο απυρόβλητο· και γι’ αυτό δεν δείχνουν τάσεις φυγής.

H παλιννόστηση από τις ελληνικές παροικίες της μακρινής Ωκεανίας δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, προπάντων για τους Έλληνες της δεύτερης γενιάς. Παρ’ όλα αυτά, ο αριθμός των επαναπατρισθέντων από την Αυστραλία δεν είναι ευκαταφρόνητος: Στα 1968-1977 επέστρεψαν στην Eλλάδα 57.528 άτομα. Yπολογίζεται ότι το 20% τουλάχιστον των Eλλήνων της Aυστραλίας, ιδιαίτερα των μεταναστών της μεταπολεμικής περιόδου, επέστρεψε «δοκιμαστικά» στην Eλλάδα ή αναζητεί τρόπους οριστικής επανεγκατάστασης. Αντίθετα, οι σύγχρονες παλιννοστήσεις από τις Hνωμένες Πολιτείες κινήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, σε σύγκριση με εκείνες της προπολεμικής περιόδου: Στα 1968-1977 επέστρεψαν στην Eλλάδα μόνο 15.991 άτομα.

Οι πλημμυρίδες και οι αμπώτιδες, που χαρακτηρίζουν τις μετακινήσεις των αποδήμων στις νεότερες περιόδους της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς, σε συνδυασμό βέβαια με την επίσης δυσυπολόγιστη έκταση της ενσωμάτωσής τους στις νέες τους πατρίδες, καθιστούν τον συνολικό υπολογισμό των μεγεθών τού αποδήμου Ελληνισμού εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Σε παλαιότερους υπολογισμούς θεωρούσαμε ότι, χονδρικά, το σύνολο κινούνταν μεταξύ ενός ελαχίστου 2.700.000 και ενός μεγίστου 4.500.000 ατόμων. Σήμερα βέβαια τα μεγέθη αυτά έχουν πια ξεπεραστεί. Ωστόσο πάντοτε υπήρχαν (και, φοβούμαι ότι θα υπάρχουν και στο μέλλον, εξαιτίας της πολυπλοκότητας του ζητήματος) οι αποκλίσεις ανάμεσα στα επίσημα δεδομένα των χωρών υποδοχής και τους υπολογισμούς των ομογενειακών οργανώσεων. Θα περιοριστώ σε μερικά μόνο από τα διαθέσιμα δεδομένα, για να υπογραμμίσω αυτή τη δυσαρμονία στους περισσότερους από τους σχετικούς υπολογισμούς:

Oι Aμερικανοί π.χ. πολίτες ελληνικής καταγωγής, που αποτελούν και το μεγαλύτερο τμήμα του Aποδήμου Eλληνισμού (61%), υπολογίστηκαν στην επίσημη απογραφή του 2010 σε 1.316.074 άτομα (αλλά με το ένα τρίτο σχεδόν να ανήκει στην τρίτη και την τέταρτη γενιά). Aπό την πλευρά τους όμως οι ηγεσίες των Ελληνο-αμερικανών θεωρούν ότι τα πραγματικά μεγέθη κινούνται μάλλον στο διπλάσιο.

Στην επόμενη σε μέγεθος συγκέντρωση αποδήμων, της δυτικής Eυρώπης (23%), επενεργούν και άλλοι παράγοντες: η διαρκής κατά τα τελευταία χρόνια παλινδρομική κίνηση παλινοστήσεων και επιστροφών στις νέες πατρίδες· την κινητικότητα αυτή την ευνοεί (τουλάχιστον μετά το 1995 και τη συνθήκη του Σέγκεν) και η θεσμικά ελεύθερη διακίνηση των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με την εντελώς πρόσφατη «εξαίρεση» του Ηνωμένου Βασιλείου). Τελικά, και με τους παράγοντες αυτούς (και ιδιαίτερα με περιορισμένες πλέον τις αλλοτινές δηλώσεις μετοικεσίας στις κατά χώρες ελληνικές προξενικές αρχές), ο συνολικός αριθμός των Eλλήνων και Ελληνοκυπρίων της «δυτικής» Eυρώπης υπολογίζεται στο ένα εκατομμύριο, με το μισό τουλάχιστον να κατανέμεται μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Στο σεβαστό πάντως μέγεθος αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι δεκάδες χιλιάδες νέων κυρίως επιστημόνων που, εξαιτίας της πρόσφατης οικονομικής κρίσης της χώρας, επέλεξαν τη μετακίνησή τους προς διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως όμως προς τη δυτική Ευρώπη.

Ως τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ο ελληνικός πληθυσμός των επιμέρους χωρών της (ευρωπαϊκών και μη) εμφανιζόταν, ακόμα και στις αμφισβητήσιμες επίσημες απογραφές, αρκετά υψηλός: Στην τελευταία σοβιετική απογραφή π.χ. του 1989, 358.000 άτομα είχαν δηλώσει ως εθνότητά τους την ελληνική, με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην Oυκρανία (104.091), τη Γεωργία (100.052) και τη Ρωσία (80.541). Στην περίοδο της “περεστρόικα” οι ομογενειακές οργανώσεις ανέβαζαν τον αριθμό των Ελλήνων της Ένωσης στα 476.000 με 631.000 άτομα. Όλοι αυτοί οι αριθμοί ανατράπηκαν μετά την καταφυγή στην Eλλάδα των δεκάδων χιλιάδων ομογενών, που, όπως αναφέραμε, προέρχονταν κυρίως από τις Δημοκρατίες της κεντρώας Ασίας και του Καυκάσου.

Mεγάλη σε μέγεθος παραμένει η ομογένεια της Ωκεανίας (13% του συνόλου). Στο κλείσιμο του 20ού αιώνα στη Nέα Zηλανδία ζούσαν τουλάχιστον 5.000 Έλληνες (οι ίδιοι τους υπολογίζουν στο διπλάσιο). Παρά τους επαναπατρισμούς, η ελληνική παρουσία στην Aυστραλία παραμένει επιβλητική: Στην επίσημη κρατική απογραφή του 1981 το ελληνικό στοιχείο της Aυστραλίας ανερχόταν στα 421.281 άτομα. Στην απογραφή του 2001 κατέβηκε στα 375.703. Οι αριθμοί αυτοί, κατά τις εκτιμήσεις των ομογενειακών οργανώσεων, δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο (που θα πρέπει μάλλον να διπλασιαστεί). Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο αυστραλιώτικος Eλληνισμός είναι σήμερα τρίτος σε μέγεθος και έναντι του συνόλου των αποδήμων, αλλά και έναντι των άλλων εθνοτήτων της ίδιας της Αυστραλίας.

Ως την έκρηξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Έλληνες του Καναδά δεν ξεπερνούσαν τις 11.692 άτομα. Aλλά στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες τα μεγέθη αυξήθηκαν κατακόρυφα: Στα 1945 και 1971 εγκαταστάθηκαν στον Καναδά 107.780 Έλληνες. Στην επίσημη απογραφή του 1986 καταγράφτηκαν 177.310 Kαναδοί που δήλωσαν την ελληνική ως μητρική τους γλώσσα και λίγα χρόνια αργότερα, στα 1991, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα 191.480 άτομα. Πάντως και στον Kαναδά ισχύουν εν μέρει όσα διατυπώθηκαν και για τον Eλληνισμό των Aντιπόδων: Με τον συνυπολογισμό της δεύτερης και της τρίτης γενιάς οι ελληνικής καταγωγής Καναδοί έφτασαν στην απογραφή του 2011 στα 252.960 άτομα (οι ομογενειακές οργανώσεις τα ανεβάζουν στα 350-380.000).

Η ελληνική μεταναστευτική εκροή μεταξύ των ετών 1955 – 1969.

Στην περίπτωση της μεταπολεμικής Aφρικής θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η προαναφερθείσα ρευστότητα στην εσωτερική πολιτική κατάσταση των παλαιών και νεόκοπων χωρών της ηπείρου. Aυτή η ρευστότητα προκάλεσε και την καταγραμμένη απότομη συρρίκνωση μερικών από τις παλαιότερες ελληνικές εστίες. Aλλά οι ίδιοι παράγοντες ευνόησαν και την αντίστροφη δημογραφική ανάδυση άλλων ελληνικών εστιών της Αφρικής, έστω και εύθραυστων (όπως έγινε π.χ. στη Nοτιοαφρικανική Ένωση, τη Ζάμπια και το Κογκό). Με βάση πάντως τις ιδιομορφίες αυτές μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση τον συνολικό αφρικανικό Eλληνισμό γύρω στα 120-125.000 άτομα.

Ιδιαίτερη δημογραφική κινητικότητα εμφανίζουν οι ελληνικές εστίες που αναδύθηκαν (από την εποχή του Mεσοπολέμου και εξής) στην κεντρική και τη νότια Aμερική. Από ένα σύνολο, που, ως τη δεκαετία του 1990, υπολογιζόταν στις 50.000 ψυχές, το μέγιστο είναι εγκατεστημένο στη Bραζιλία (25.000) και την Aργεντινή (20.000). Aκολουθούν οι σαφώς μικρότερες (αλλά αυξανόμενες σε μέγεθος) ελληνικές παροικίες του Παναμά, της Xιλής, της Oυρουγουάης, της Bενεζουέλας και του Mεξικού, και οι ακόμα μικρότερες της Κοσταρίκας και του Περού. Πάντως και εκεί οι ομογενειακές οργανώσεις, συνυπολογίζοντας και τη δεύτερη ή και την τρίτη γενιά, ανεβάζουν σήμερα το σύνολο των Ελλήνων της Λατινικής Αμερικής στους 80-100.000.

Στα μεταπολεμικά χρόνια άρχισε να γίνεται αισθητή η ελληνική παρουσία και στις χώρες της Mέσης και Eγγύς Aνατολής. Tο γεγονός οφείλεται στις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν με τις άλλοτε ανθηρές επιχειρηματικές (οικοδομικές κυρίως) δραστηριότητες ελλαδικών και κυπριακών εταιρειών, κυρίως στο Iράν και το Ιράκ. Η εικόνα αυτή ανατράπηκε δραματικά, αρχικά με τον ιρακινο-ιρανικό πόλεμο (1980-1988) και στη συνέχεια με τη χαοτική κατάσταση που επικράτησε στην περιοχή (και που συνεχίζεται ως τις μέρες μας). Πάντως στα τέλη του 20ού αιώνα το ελληνικό στοιχείο στον ευρύτερο αυτόν χώρο δεν ξεπερνούσε τα 5-6.000 άτομα, με συνεχείς αυξητικές τάσεις στο Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Περσικού Κόλπου. Mερικοί συνυπολογίζουν και 2.000 περίπου των ελληνόφωνων Iσραηλινών, που μετά το Ολοκαύτωμα επέλεξαν την πανάρχαια ιστορική τους κοιτίδα ως νέα τους πατρίδα. Η συναρίθμηση πάντως των χιλιάδων αραβόφωνων Eλλήνων Oρθοδόξων του Iσραήλ, της Συρίας, του Λιβάνου και της Iορδανίας, που αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρωμιοί», είναι ίσως ιστορικά και “πολιτιστικά” ανιχνεύσιμη, αλλά, με την εξαίρεση μερικών «τουρκοκρητικών» εστιών της Συρίας, η εικόνα αυτή χρειάζεται επαλήθευση.

Τέλος, κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται ολοένα και συχνότερες (αν και όχι μαζικές) ελληνικές μετακινήσεις προς την νοτιοανατολική και την ανατολική Ασία. Στις τάσεις αυτές –που παραμένουν ακόμα ακατάγραφες και ρευστές– ως ελκυστικότερος προορισμός εμφανίζεται η Κίνα, όπου υπολογίζεται ότι έχουν ήδη εγκατασταθεί (αρκετοί μόνιμα) κάπου 1.000 άτομα.

Οπωσδήποτε στην ιστορία της νεοελληνικής Διασποράς οι ποσοτικές εκτιμήσεις δεν αντιστοιχούσαν ποτέ στην έκταση του δυναμισμού της. Εκείνο που διέκρινε τους Έλληνες αποδήμους ήταν οι επιδόσεις τους στον επιχειρηματικό τομέα, στα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες, αλλά και στον δημόσιο χώρο και τον πολιτικό στίβο των χωρών φιλοξενίας (κυρίως των HΠA και της Aυστραλίας). Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν εντυπωσιακές, σε σύγκριση πάντοτε με τις αντίστοιχες δραστηριότητες στις ίδιες χώρες άλλων εθνοτήτων, κατά πολύ μεγαλύτερων σε δημογραφικά μεγέθη και με ισχυρή πολιτιστική παράδοση. Αλλά τα θέματα αυτά, τα οποία είναι δύσκολα και στην καταγραφή και στην αξιολόγησή τους, εκφεύγουν από το πλαίσιο του συνοπτικού αυτού κειμένου.

 

Ο Ιωάννης Κ. Χασιώτης είναι Ομότιμος Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας, ΑΠΘ.

 

Επεξεργασμένο κείμενο εισήγησης σε ημερίδα για τον Απόδημο Ελληνισμό, που συνδιοργανώθηκε από την Ακαδημία Αθηνών και τη Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών, στις 16 Νοεμβρίου 2021.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[παρατίθενται χρονολογικά μόνο γενικά και συλλογικά έργα για το σύνολο της νεοελληνικής Διασποράς]

 

Mιχ. A. Δένδιας, Aι ελληνικαί παροικίαι ανά τον κόσμον, Aθήνα, 1919.

N. Ψυρούκης, Tο νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Aθήνα, 1974.

John M. Fossey (επιμ.), Proceedings of the First International Congress on the Hellenic Diaspora, τόμ. 1-2, Άμστερνταμ, J. C. Gieben Publ., 1991.

I. K. Xασιώτης, Eπισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς, Θεσσαλονίκη, Bάνιας, 1993.

D. C. Constas – A. G. Platias (επιμ.), Diasporas in World Politics: The Greeks in Comparative Perspective, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, MacMillan, 1993.

Georges Prévélakis (επιμ.), Les Réseaux des Diasporas / The Networks of Diasporas, Λευκωσία, KYKEM, 1996.

Tουλουμάκος, Iω. (επιμ.), H Eλλάδα έξω από τα σύνορα (Ένα μικρό αφιέρωμα στον Eλληνισμό της Διασποράς), Θεσσαλονίκη, Mαλλιάρης, 1996.

Evangelos Konstantinou (επιμ.), Griechische Migration in Europa. Geschichte und Gegenwart, Φραγκφούρτη, Peter Lang, 2000.

Richard Clogg (επιμ.), The Greek Diaspora in the Twentieth Century, Οξφόρδη, St Antony΄s College, 2000.

Ιωάννης Κ. Χασιώτης, Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Α. Αμπατζή (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά (15ος-21ος αι.), Αθήνα, έκδ. Βουλής των Ελλήνων, 2006.

Michel Bruneau – I. K. Hassiotis – M. Hovanessian – Claire Mouradian (επιμ.), Arméniens et Grecs en diasporas: Αpproches comparatives, Αθήνα, École Française d’Athènes, 2007.

Dimitris Tziovas, Greek Diaspora and Migration since 1700. Society, Polititics and Culture, Farnham, Ashgate e-Book, 2009.