Ιωάννης Κ. Χασιώτης
Η Κύπρος στους αποικιοκρατικούς σχεδιασμούς των Ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τον 19ο αιώνα
Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άνοιξε το δρόμο σε μια μακρόχρονη περίοδο ανταγωνισμών μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη λυσιτελέστερη αξιοποίηση της τεράστιας εδαφικής «σουλτανικής κληρονομιάς». Από τα τέλη του 18ου αιώνα άρχισαν να διαμορφώνονται δυο κυρίως τάσεις στους ανταγωνισμούς αυτούς: Η μια (την οποία εκπροσωπούσε κυρίως η τσαρική Ρωσία, με τη συχνά απρόθυμη συνεργασία της Αυστρίας) απέβλεπε στη δυναμική απόσπαση οθωμανικών εδαφών. Η άλλη (στην οποία πρωτοστατούσαν η Γαλλία και σταθερότερα η Μ. Βρετανία) αντιδρούσε στον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας, επειδή ήθελε να τη χρησιμοποιεί ως «φράγμα» στην κάθοδο των Ρώσων προς το νότο, αλλά και επειδή επιζητούσε την εμπορική εκμετάλλευση των αγορών της και της καίριας γεωγραφικής της θέσης στην ανατολική Μεσόγειο. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί για το μέλλον του ολοένα και πιο αδύναμου οθωμανικού κράτους, σε συνδυασμό και με τις πιέσεις που ασκούσαν τα ανερχόμενα εθνικά κινήματα των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ήταν οι βασικοί παράγοντες που προκαλούσαν και τις αλυσιδωτές κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος. Στο γενικό αυτό σχήμα θα πρέπει να συναριθμήσουμε και άλλα δεδομένα: την ανακατανομή στην κυριαρχία των υπερπόντιων κτήσεων και αποικιών, τις διπλωματικές ισορροπίες μέσα στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο, τη βελτίωση των θαλάσσιων μεταφορών (προπάντων μετά την καθιέρωση της ατμοπλοΐας), τη βιομηχανική επανάσταση (που απαιτούσε την αναζήτηση φθηνών πρώτων υλών και νέων αγορών) κ.ά. Όλα αυτά επέβαλλαν από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα εναλλασσόμενους αναπροσανατολισμούς στις στρατηγικές προτεραιότητες των ευρωπαϊκών δυνάμεων, που συνυπολόγιζαν στις εκτιμήσεις τους την ανατολική Μεσόγειο και συνεπώς και την Κύπρο. Τελικά, παρά τις παρεμβάσεις των υπέρμαχων της οθωμανικής ακεραιότητας, οι κρίσεις «έκλειναν» (με ελάχιστες εξαιρέσεις) με εδαφικές απώλειες. Το ίδιο έγινε και κατά τη διευθέτηση της Ανατολικής Κρίσης του 1876-1878: τερματίστηκε συμβατικά με το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο και άνοιξε έναν νέο, με την υποκατάσταση της οθωμανικής από τη βρετανική κυριαρχία.

Η διασύνδεση της Κύπρου με την ευρωπαϊκή πολιτική, που είχε αρχίσει από την επόμενη κιόλας της οθωμανικής κατάκτησης του νησιού, άρχισε να γίνεται σαφέστερη στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν ήταν ίσως τυχαίες οι πληροφορίες που κυκλοφόρησαν τον Ιανουάριο του 1791, ότι η Μ. Βρετανία είχε εξασφαλίσει από τον σουλτάνο την παραχώρηση της μεγαλονήσου, για να τη μετατρέψει στη μεγαλύτερη βάση της στη Μεσόγειο. Ο πόλεμος που ξέσπασε δυο χρόνια αργότερα στο πλαίσιο του πρώτου αντιγαλλικού συνασπισμού (1793-1797), ενώ είχε τα κύρια μέτωπά του στη δυτική Ευρώπη, υποχρέωσε το γαλλικό Διευθυντήριο να αναζητήσει τρόπους, για να προκαταλάβει τυχόν αγγλικές ενέργειες στην Κρήτη, τη Ρόδο ή την Κύπρο ή σε άλλα νησιά της οθωμανικής Ανατολής. Στις 10 Μαρτίου 1797 ο Γάλλος πρόξενος στα Χανιά Pascal-Thomas Fourcade, αφού προειδοποίησε τους προϊσταμένους του για τις κινήσεις των Βρετανών στις παλιές βενετικές κτήσεις της «Ανατολής», συνέστησε την επείγουσα κατάληψη όχι μόνο της Ρόδου, αλλά και της Κρήτης και της Κύπρου ή ακόμα και της Πελοποννήσου. Τρεις μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1797, το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα τού στρατηγού Antoine Gentili αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα, εγκαινιάζοντας τη νέα φάση της επτανησιακής ιστορίας. Η γαλλική κυριαρχία στα Επτάνησα άλλαξε δραματικά όλα τα δεδομένα των γαλλοτουρκικών σχέσεων, προπάντων όταν άρχισαν να φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη πληροφορίες για τις συνεννοήσεις πρακτόρων της Γαλλίας με Έλληνες επαναστάτες, αλλά και για πολεμικές προετοιμασίες στην Τουλώνα, που, κατά τις πληροφορίες της Υψηλής Πύλης, απέβλεπαν στην πραγματοποίηση επεμβάσεων είτε στην Πελοπόννησο και την Κρήτη είτε σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου.

Οι πληροφορίες ήταν λανθασμένες μόνο ως προς τον στόχο των Γάλλων, που δεν ήταν άλλος από την Αίγυπτο. Η ιδέα ήταν αρκετά παλιά· είχε καταγραφεί αιώνες πριν από διαφόρους σχεδιαστές σταυροφορικών εκστρατειών, με γνωστότερο τον Leibniz. Αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1790 συνδυάστηκε με τις νέες αποικιοκρατικές αντιλήψεις που άρχισαν να επικρατούν στην επαναστατική Γαλλία και που απέβλεπαν στην αναπλήρωση της απώλειας των υπερπόντιων αποικιών με πλησιέστερες μεσογειακές και αφρικανικές κτήσεις. Οι αντιλήψεις αυτές εναρμονίζονταν και με τα φιλόδοξα στρατηγικά σχέδια του Βοναπάρτη. Πάντως, παρά τους φόβους των Οθωμανών, η Κύπρος δεν συμπεριλήφθηκε στα γενικά σχέδια της αιγυπτιακής εκστρατείας του Γάλλου στρατηλάτη· δεν χρησιμοποιήθηκε καν ως σταθμός ανεφοδιασμού, για να μην ακυρωθεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού της απόβασης στην Αλεξάνδρεια (1 Ιουλίου 1798). Σύγχρονοι ωστόσο παρατηρητές θεωρούσαν αναπότρεπτη την εμπλοκή της Κύπρου, την οποία έβλεπαν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις της περιοχής. Ο Βρετανός στρατιωτικός Robert Thomas Wilson, που είχε περάσει από το νησί συμμετέχοντας στην επιχείρηση που κατέληξε στην αγγλική νίκη στη μάχη της Αλεξάνδρειας (22 Μαρτίου 1801)– καταγράφοντας τις εμπειρίες του από τα γεγονότα εκείνα, υπογράμμιζε πόσο τυχερή ήταν η χώρα του, επειδή η Γαλλία, μη έχοντας ακόμα αντιληφθεί τη σημασία που είχε η Κύπρος στην ανατολική Μεσόγειο («none of such importance in those seas»), έκανε το μεγάλο λάθος να μη συνδέσει την εκστρατεία στην Αίγυπτο με την κατάκτησή της («her error in not connecting its occupation with the Egyptian expedition»). Ο Wilson μάλιστα θεωρούσε ότι, αν τελικά οι Γάλλοι επικρατούσαν στη Συρία, τότε οι δυσαρεστημένοι κάτοικοι του νησιού, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, θα προχωρούσαν σε φιλογαλλική εξέγερση (History of the British Expedition to Egypt, β ΄ έκδ., Λονδίνο 1803, σ. 239-240). Περίπου τις ίδιες εκτιμήσεις έκανε την ίδια ακριβώς εποχή και ένας καλός γνώστης της Κύπρου, ο Γάλλος φυσιολόγος και περιηγητής Charles-Sigisbert Sonnini. Ο Sonnini, αφού πρώτα εξαίρει τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες και τη γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου, επισημαίνει την απρονοησία του Βοναπάρτη να μην την κατακτήσει πριν από την εκστρατεία του στην Αίγυπτο με μια στρατιωτική επιχείρηση που θα τη στήριζαν ένθερμα οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού (Voyage en Grèce et en Turquie fait par ordre de Louis XVI, τόμ. 1, Παρίσι 1801, σ. 125-128).

Η τελική αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο και η έναρξη των ναπολεόντιων πολέμων (1803-1815) μείωσαν το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Κύπρο· οι σημαντικότερες άλλωστε ναυτικές επιχειρήσεις των αντιπάλων πραγματοποιήθηκαν στη δυτική και την κεντρική Μεσόγειο, ιδιαίτερα στην Αδριατική και το Ιόνιο. Γι’ αυτό και όσα γράφτηκαν για τους λόγους της δίμηνης παρουσίας στην Κύπρο του «εξισλαμισμένου» Καταλανού τυχοδιώκτη Ali Bey el-Abbasi (Domenèc Badía i Leblich), ότι δήθεν βρέθηκε εκεί σε μυστική αποστολή της ισπανικής κυβέρνησης, δεν είναι τεκμηριωμένα. Ο ίδιος πάντως στα απομνημονεύματά για το ταξίδι του αποδίδει μεγάλη σημασία στην Κύπρο: «Όλα, μα όλα, γράφει, συνενώνονται για να καταστήσουν τη νήσο Κύπρο ένα μέρος πολύ ενδιαφέρον» (Voyages d’Ali Bey el Abbasi en Afrique et en Asie, τόμ. 2, Παρίσι 1814, σ. 153-154), μια εκτίμηση που επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες, χωρίς να αποκλείονται και οι πολιτικές. Τελικά, εκείνο που έμεινε από την επίσκεψη της ιδιόμορφης εκείνης προσωπικότητας στην Κύπρο είναι ο χάρτης του νησιού και, κυρίως, τα σημαντικά σχέδια των αρχαιολογικών του μνημείων.

Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 και ιδιαίτερα μετά τις πρώτες επιτυχίες των Ελλήνων επαναστατών επανήλθαν στην επικαιρότητα τα σχέδια διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο τα περισσότερα ευνοούσαν τις βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων, όχι τις ελληνικές αλυτρωτικές προσδοκίες. Το 1821 π.χ. ο Γάλλος γεωπόνος Jean-Joseph Paris, που γνώριζε αρκετά καλά την ελληνική Ανατολή (είχε υπηρετήσει για ένα διάστημα στη διοίκηση της Επτανήσου κατά την δεύτερη γαλλική κατοχή του 1807-1814), παρουσίασε σε φυλλάδιο τις δικές τους προτάσεις για τη λύση του Ανατολικού Ζητήματος (Considérations sur la crise actuelle de l’empire ottoman, Παρίσι 1821). Ο Paris προέβλεπε τη δημιουργία επιμέρους ανεξάρτητων ελληνικών ηγεμονιών, αλλά επιφύλασσε για τη χώρα του, κατά το προηγούμενο ανάλογων προγενέστερων γαλλικών σχεδίων, δυο κτήσεις: την Κρήτη και την Κύπρο. Τρία χρόνια αργότερα (22 Iουλίου 1825) ο Γάλλος πρόξενος στη Λάρνακα Jérôme-Isaac Méchain, σε μιαν από τις εκθέσεις που μας άφησε για τα δραματικά γεγονότα του 1821 στην Κύπρο, σημείωνε την εκτίμησή του ότι τελικά, για να ευδοκιμήσει η μεγαλόνησος, θα έπρεπε μάλλον να υπαχθεί στη διοίκηση ευρωπαϊκής δύναμης, κατά προτίμηση βέβαια της Γαλλίας. Τη λύση της μετατροπής του νησιού σε γαλλική κτήση θα προβάλλει και ο διάδοχός του (από το 1829) Alexandre Pillavoine. Ο Pillavoine, έμπειρος αξιωματούχος της γαλλικής προξενικής υπηρεσίας με μακρόχρονη θητεία του σε λιμάνια της Μέσης Ανατολής, σε έναν γενικό απολογισμό των δημογραφικών και οικονομικών καταστροφών που υπέστη η Κύπρος κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, εκτιμά ότι τα δεινά του νησιού, παλαιά και νέα, θα εξαλείφονταν με την υπαγωγή του όχι στην Ελλάδα του Καποδίστρια, όπως επιθυμούσαν οι Έλληνες κάτοικοί του, αλλά στην κυριαρχία της Γαλλίας.

Οι απόψεις του Pillavoine δεν ήταν ούτε τυχαίες ούτε μεμονωμένες: Ο Γάλλος πρόξενος είχε φιλοξενήσει το 1831 στην Κύπρο δυο σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονής του γαλλικής ιστοριογραφίας, τον Joseph-François Michaud και τον συνεργάτη του Jean-Joseph Poujoulat, οι οποίοι αναζητούσαν στη μεγαλόνησο τεκμήρια της γαλλικής παρουσίας κατά την περίοδο των Σταυροφοριών. Και οι δυο υποστήριζαν «ιστοριογραφικά» το «ιστορικό δικαίωμα» της Γαλλίας να διεκδικήσει στο μέλλον την επέκταση των αποικιών της σε χώρες που συνδέονταν με τις ένδοξες μεσαιωνικές της κτήσεις στη Μεσόγειο. Ενδεικτική του αποικιοκρατικού τους πνεύματος είναι η σύγκριση που κάνει ο Poujoulat, o επιμελητής της συντομευμένης έκδοσης της Ιστορίας των Σταυροφοριών, ανάμεσα στην πρόσφατη γαλλική κατάκτηση του Αλγερίου το 1830 και στη σταυροφορία του Αγ. Λουδοβίκου του 1270 στην Τυνησία (Histoire des croisades, Βρυξέλλες 1838, σ. vii). Αλλά και οι αναφορές και των δυο στην Κύπρο, που, ας σημειωθεί, εκφράστηκαν δημόσια, διακατέχονται από εμφανή νοσταλγία για τη λαμπρότητα της λουζινιάνειας περιόδου της κυπριακής ιστορίας. Ο Poujoulat ιδιαίτερα έβλεπε με πόνο, όπως λέει, την ερήμωση του νησιού από τον χριστιανικό του πληθυσμό, την οποία απέδιδε καταρχήν στην οθωμανική κακοδιοίκηση, αλλά και στο τεράστιο κύμα φυγής των φοβισμένων Ελλήνων κατοίκων προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος· και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μεγαλόνησος, αν περνούσε στην κυριαρχία κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης (υπονοώντας τη Γαλλία), θα μπορούσε σύντομα να εξελιχθεί σε «μια πλούσια και σπουδαία αποικία» (Correspondance d’Orient, 1830-1831, τόμ. 7, Παρίσι, 1835, σ. 547). Αλλά και ο διάδοχος του Pillavoine στο γαλλικό προξενείο της Λάρνακας Alphonse Bottu, σε έκθεση της 15 Mαρτίου 1831 βεβαίωνε την κυβέρνησή του ότι οι Κύπριοι επιθυμούσαν τώρα τη γαλλική κυριαρχία (έναντι της οθωμανικής ή της αιγυπτιακής). Εκείνο που δεν υπογράμμιζε ο Bottu ήταν ότι την ίδια εποχή οι Έλληνες του νησιού απέβλεπαν στην ελληνική υπηκοότητα, ακόμα και όταν η τάση τους αυτή προκαλούσε τις αντιδράσεις των οθωμανικών αρχών· μόνο όσοι είχαν τις οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις δεν απέστεργαν –ως την έναρξη της λειτουργίας του ελληνικού προξενείου στα 1846– και την ιδιότητα του «προστατευόμενου» (protégé) της Γαλλίας.
Η έκρηξη του πρώτου τουρκο-αιγυπτιακού πολέμου (1831-1833), που απείλησε τη σουλτανική κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, αλλά και η δεύτερη τουρκο-αιγυπτιακή κρίση που ξέσπασε λίγα χρόνια αργότερα (1839-1841), επέτειναν την αβεβαιότητα για το κυριαρχικό μέλλον της περιοχής. Η τεχνική και διπλωματική στήριξη, που πρόσφερε –άμμεσα ή έμμεσα– η Γαλλία στις φιλοδοξίες του Mohammed Alî και κατά τις δυο κρίσεις, προκάλεσαν σύγχυση για τις πραγματικές προθέσεις των δυτικών δυνάμεων. Γι’ αυτό και το ξαφνικό επιστημονικό ενδιαφέρον, που άρχισαν να εκδηλώνουν την ίδια ακριβώς εποχή για την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα και για την Κύπρο ειδικότερα ορισμένοι Ευρωπαίοι ιστορικοί, τοπογράφοι, γεωγράφοι, γεωλόγοι και στρατιωτικοί –με πρώτους και πάλι τους Γάλλους–, προκαλεί ερωτήματα ως προς τον ακαδημαϊκό ιδεαλισμό των πρωτοβουλιών τους. Η φανερή ή κρυφή κρατική υποστήριξη των επιστημονικών τους αποστολών, ο συχνός συνδυασμός τής δραστηριότητάς τους με τη συστηματική λεηλασία των αρχαιοτήτων του τόπου, η νοοτροπία που διαποτίζει τις αναφορές τους στον ντόπιο χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό κλπ., όλα αυτά δημιουργούν καχυποψίες στον σημερινό μελετητή. Παρ’ όλα αυτά, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις εκθέσεις, την αλληλογραφία και τα σχετικά ταξιδιωτικά τους ημερολόγια, οι επιστήμονες εκείνοι είχαν καταρχήν ερευνητικούς στόχους· άλλωστε τα αποτελέσματα των ερευνών τους χρησιμεύουν σήμερα στην αρτιότερη καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης αρκετών περιοχών της «Ανατολής». Πάντως αρκετοί δεν έμεναν αδιάφορα στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου, ακόμα καί όταν με υποδειγματικό για τη μεθοδολογία τους ακαδημαϊκό ζήλο αναζητούσαν στη μεγαλόνησο λείψανα του πολιτισμού της σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους, κατά προτίμηση της Λατινοκρατίας. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση των ιστορικών Michaud και Poujoulat, οι οποίοι, μελετώντας στην Κύπρο μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών, έβλεπαν ταυτόχρονα τη μεγαλόνησο ως χώρο κατάλληλο για ενδεχόμενη αποικιοκρατική «αξιοποίηση». Ο συνεργάτης επίσης των Michaud και Poujoulat, στρατιωτικός μηχανικός και γεωγράφος Antoine-Camille Callier, μολονότι κατέφυγε το 1832 στην Κύπρο από τη Συρία, για να αποφύγει, όπως ισχυρίστηκε, τις συνέπειες της αιγυπτιακής εισβολής, παρέμεινε εκεί επί τρεις ολόκληρους μήνες (κατά κανόνα φιλοξενούμενος του Bottu), όπου και ολοκλήρωσε μιαν εξαιρετικά συστηματική τοπογραφική αποτύπωση της μεγαλονήσου για λογαριασμό του γαλλικού υπουργείου Πολέμου. Ο ίδιος αργότερα χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνησή του και σε άλλες αποστολές στην περιοχή, με εμπιστευτικό και καθαρά πολιτικό χαρακτήρα.
Προς τα μέσα του αιώνα τα επιστημονικά ταξίδια στην ανατολική Μεσόγειο έγιναν και συχνότερα και συστηματικότερα. Μερικές από τις αποστολές εκείνες –ιδίως οι γαλλικές– συνδυάζονταν και πάλι με ασαφείς ή και απροκάλυπτες εποικιστικές ή και αποικιοκρατικές βλέψεις σε οθωμανικά εδάφη, με βασικό επιχείρημα (που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα στην περίπτωση της Κύπρου) την απαλλαγή τους από την εξαθλίωση και την αθεράπευτη σουλτανική κακοδιοίκηση. Το ενδεχόμενο άλλωστε να περάσει η Κύπρος υπό γαλλική κυριαρχία δεν έπαψε να προβάλλεται σε ποικίλα έντυπα της εποχής. Στα 1841 ένας επιμελής παρατηρητής των κυπριακών πραγμάτων, ο Γερμανός ελληνιστής Wilhelm Heinrich Engel, σε μιαν από τις πρώτες μονογραφίες που εκδόθηκαν στα γερμανικά για τη μεγαλόνησο (ο πρώτος τόμος εκδόθηκε στο Βερολίνο με τον τίτλο: Kypros. Eine Monographie), αναφερόταν στις συνεχείς φήμες που κυκλοφορούσαν ότι, σε περίπτωση διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ναπολέοντας Γ΄ απέβλεπε στην Κύπρο, επειδή από εκεί θα μπορούσε να διασφαλίσει την υπάρχουσα ήδη γαλλική πολιτική επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο.

Τους Ευρωπαίους επιστήμονες –που βίωναν από κοντά τα κύματα των μαζικών μεταναστεύσεων από τις πατρίδες τους προς τις υπερπόντιες χώρες– εξόργιζε το γεγονός ότι η Κύπρος, με καίρια γεωπολιτική θέση και αναμφισβήτητο φυσικό πλούτο, παρέμενε «προκλητικά» αραιοκατοικημένη. Παραθέτοντας το 1862 ο Louis de Mas Latrie τα δημογραφικά στοιχεία, που είχε συγκεντρώσει για την Κύπρο της εποχής του (συνολικά 111.450 ψυχές), δεν τα συγκρίνει μόνο με το μισό εκατομμύριο των κατοίκων μιας σύγχρονης γαλλικής περιφέρειας ίδιας επιφάνειας με την έκταση της μεγαλονήσου, αλλά και με τον μεγαλύτερο κυπριακό πληθυσμό κατά την περίοδο των τελευταίων Lusignan: «Στο τέλος, γράφει το 1862, της βασιλείας των Γάλλων βασιλιάδων, ακόμα και μετά από πολέμους και καταστροφικές μεταναστεύσεις, ο πληθυσμός της Κύπρου ανερχόταν ακόμα σε 147.700 κατοίκους» (Notice sur la construction d’une carte de l’île de Chypre, Παρίσι 1862, σ. 24).
Η νοσταλγία βέβαια, που διακρίνει κανείς στα σχετικά κείμενα για την παρουσία στη μεσαιωνική Κύπρο ορισμένων δυτικών «εθνών», είναι εύλογη· εξάλλου, συνδυαζόταν και με τις ισχυρές τότε τάσεις του εθνικισμού τους, που τροφοδούνταν με την προβολή του ένδοξου μεσαιωνικού τους παρελθόντος, την αναζήτηση «ηρωικών προγόνων» στην περίοδο των Σταυροφοριών ή την ηρωοποίηση σύγχρονών τους προσωπικοτήτων με βάση σταυροφορικά πρότυπα –όπως έγινε π.χ. στην Αγγλία με τον Sir William Sidney Smith, μετά τη δράση του στην Άκρα και την Κύπρο το 1799. Η προβολή μάλιστα αυτή προκαλούσε και εθνικούς ανταγωνισμούς, όπως φαίνεται π.χ. στις αμφισβητήσεις εκμέρους των Βρετανών του «γαλλικού» χαρακτήρα της μεσαιωνικής λατινοκρατίας στην Κύπρο, ακόμα και της περιόδου των Lusignan, έναντι της «αγγλικής» του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Οι αμφισβητήσεις αυτές, που διατυπώθηκαν δημόσια σε ποικίλα έντυπα και βιβλία –π.χ. του Βρετανού προξένου στη Λάρνακα για πολλά χρόνια Robert Hamilton Lang και του Άγγλου ιστορικού William Hepworth Dixon– απέβλεπαν, προφανώς, στην αποδυνάμωση των γαλλικών φιλοδοξιών και, αντίθετα, στη δικαιολόγηση των βρετανικών πρωτοβουλιών που κατέληξαν στην κατοχή τής μεγαλονήσου.

Θα πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι κατά κανόνα η προβολή των «gesta francorum» στην Κύπρο δεν κατέληγε σε σαφή κατακτητικά σχέδια· αποτύπωνε τον ιστορικό ρομαντισμό των ερευνητών, ίσως και των εντολοδόχων τους. Σε τελευταία ανάλυση οι ξένοι επιστήμονες απέβλεπαν στην ιστοριογραφική κατασκευή των δικών τους «ένδοξων» μεσαιωνικών κρατικών (ουσιαστικά φεουδαλικών) μορφωμάτων και όχι στη μελέτη της γενικής ιστορικής εξέλιξης της Κύπρου. Συνθέτοντας π.χ. ο Mas Latrie τη μνημειώδη «histoire gallo-chypriote» του νησιού, υπογραμμίζει στον πρόλογό του ότι, παρά την οθωμανική κατάκτηση, «οι προσδοκίες και τα δικαιώματα του λατινικού πολιτισμού επέζησαν επί αρκετόν καιρό μετά την καταστροφή εκείνη»· γι’ αυτό και θεώρησε επιβεβλημένο να αναφερθεί και στις «προσπάθειες που έγιναν για περισσότερο από εκατό χρόνια για τη σωτηρία της Κύπρου με τη βοήθεια των ηγεμόνων εκείνων που ήταν και οι πραγματικοί κληρονόμου αυτού του πολιτισμού». Σε επιστολή της 18 Απριλίου 1846 προς τον τότε υπουργό Παιδείας της χώρας του Narcisse Achille de Salvandy –η οποία γράφτηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση, με εντολή της κυβέρνησής του, της πρώτης του αποστολής στη μεγαλόνησο– ο Mas Latrie υπογράμμιζε ότι «σε ολόκληρη την Κύπρο, στα μνημεία της, στα ήθη των κατοίκων της ή ακόμα και στην ίδια τη γλώσσα τους βρήκε τα ίχνη της μακρόχρονης γαλλικής παρουσίας στο νησί κατά τον Μεσαίωνα». Πολύ ορθά λοιπόν ο Θεόδωρος Παπαδόπουλλος εκτιμά ότι ακόμα και οι μεγάλες ιστορικές συνθέσεις του Mas Latrie για την Κύπρο δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερες, αφού υποβαθμίζουν έναν βασικό παράγοντα της μεσαιωνικής ιστορίας της Κύπρου: τον ελληνικό στη μεγάλη πλειονότητά του πληθυσμό.

Ενδεικτικές του «αποικιοκρατικού» χαρακτήρα μερικών τουλάχιστον από τις επιστημονικές εκείνες προσεγγίσεις είναι οι εκτιμήσεις που διατύπωσε ο Γάλλος παλαιοντολόγος και γεωλόγος Jean Albert Gaudry, που στάλθηκε στην Κύπρο με εντολή κι αυτός της γαλλικής κυβέρνησης, ίσως και του ίδιου του Ναπολέοντα Γ΄. Ο Gaudry έφτασε στη μεγαλόνησο την άνοιξη του 1853 με τη φιλοδοξία να συμπληρώσει το έργο του Mas Latrie στον χώρο της φυσικής ιστορίας. Πραγματοποίησε σημαντικές και αυστηρά επιστημονικές γεωλογικές, παλαιοντολογικές και τοπογραφικές μελέτες, μερικές σε συνεργασία με τον ορυκτολόγο Amedée Damour. Στη συνεργασία εξάλλου των δυο Γάλλων επιστημόνων οφείλεται και ένας αξιόλογος χάρτης της Κύπρου του 1854. Ωστόσο ο Gaudry μας άφησε και μιαν αρκετά ενδιαφέρουσα για τις ιδεολογικές του θέσεις έκθεση της αποστολής του, την οποία μάλιστα δεν δίστασε να τη δημοσιοποιήσει το χειμώνα του 1861. Αφού πρώτα περιγράφει την κακή κατάσταση στο νησί (την οποία αποδίδει αποκλειστικά στον «μουσουλμανικό δεσποτισμό»), προχωρεί στην εκτίμησή του, ότι η Κύπρος θα μπορούσε να γνωρίσει μεγάλη πρόοδο, αν ο πληθυσμός της απαλλασσόταν από το βάρος του οθωμανικού ζυγού. Οι Έλληνες κάτοικοι, πίστευε, ήταν ικανοί να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας τους, αλλά χρειάζονταν και την παρέμβαση της Δύσης, και μάλιστα της Γαλλίας (όπως φάνηκε στην αναμορφωμένη Αίγυπτο του Mohammed Alî και κυρίως «στην ανερχόμενη ελεύθερη Ελλάδα»): Θα ερχόταν μια μέρα, κατέληγε με αισιοδοξία, που τα γενναία παιδιά της Γαλλίας» («courageux enfants de la France») θα στήσουν και πάλι τις σκηνές τους στην Κύπρο, για να της ξαναδώσουν «le génie actif des temps modernes» (Revue des Deux Mondes, 36 (Νοέμβρ.-Δεκ. 1861), 212, 215-217, 237).
Ωστόσο τα οράματα των Γάλλων επιστημόνων για την Κύπρο, όπως άλλωστε και άλλα μεγαλεπήβολα σχέδια του Ναπολέοντα Γ΄ για την ανατολική Μεσόγειο, δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσουν. Η πρόσκαιρη αναβίωση του γαλλικού γοήτρου στην οθωμανική Ανατολή μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) θα περιοριστεί ουσιαστικά στον τομέα της θρησκευτικής προπαγάνδας και της γαλλόφωνης παιδείας. Στην Κύπρο πάντως η εκπαιδευτική δράση των γαλλικών ιεραποστολών θα είναι σχετικά περιορισμένη: οι Έλληνες στρέφονταν για την εκπαίδευση των παιδιών τους αρχικά προς τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια ολοένα και περισσότερο προς την Ελλάδα, στην οποία άλλωστε εναπόθεταν μακροπρόθεσμα και τη λύση του πολιτικού τους προβλήματος. Ύστερα μάλιστα από την ταπεινωτική ήττα στον πόλεμο του 1870-1871, οι δυνατότητες παρεμβάσεων της Γαλλίας στο Ανατολικό Ζήτημα και ιδιαίτερα στην Κύπρο περιορίστηκαν δραματικά. Πάντως η κατάληψη της Αλσατίας και Λωραίνης από τους Πρώσους και οι κίνδυνοι προσφυγοποίησης ενός τμήματος του πληθυσμού τους έδωσε την ευκαιρία στον Γάλλο πρόξενο στη Λάρνακα Adolphe Laffon –πατέρα του ποιητή Gustave Laffon– να προτείνει στην κυβέρνησή του στις 20 Mαρτίου 1871 την ενδεχόμενη εγκατάσταση Γάλλων προσφύγων στην Κύπρο. Τις προτάσεις του Laffon επανέλαβε το 1874 και ο διάδοχός του Pierre Dubreuil. Οι προτάσεις αυτές εναρμονίζονταν με τις τάσεις που διαμορφώθηκαν τότε στη Γαλλία σχετικά με τη δημιουργία νέων αποικιών σε μεσογειακές χώρες· αυτό υποδηλώνουν και οι δραστηριότητες των ποικίλων επιστημονικών εταιρειών της χώρας, κυρίως των γεωγραφικών.
Η προοπτική να εποικιστεί η Κύπρος με Ευρωπαίους μετανάστες δεν προβαλλόταν μόνο από τους Γάλλους· ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να αναφέρονται στο ενδεχόμενο αυτό και προσωπικότητες άλλων δυτικών χωρών. Σε έκθεση που σύνταξε το Ιανουάριο του 1849 ο φιλελεύθερος Γερμανός πολιτικός Chlodwig Karl Viktor, πρίγκιπας Hohenlohe-Schillings και μετέπειτα (1894) καγκελλάριος της ενωμένης Γερμανίας, για την επίσημη αποστολή που είχε πραγματοποιήσει έναν χρόνο νωρίτερα στην ανατολική Μεσόγειο με εντολή του βασιλιά της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Β΄, διατύπωσε την άποψη ότι θα έπρεπε σύντομα η Pόδος, η Kρήτη και κυρίως η Kύπρος να μετατραπούν σε γερμανικές αποικίες (Siedlungskolonien), ανάλογες με εκείνες που είχαν ήδη δημιουργηθεί στις υπερπόντιες χώρες (κυρίως της Λατινικής Αμερικής). Το βασικό επιχείρημα (που το διατύπωσε στα απομνημονεύματά του: Denkwürdigeiten, τόμ. 1, Στουτγάρδη 1907, σ. 52-54) ήταν το γεγονός ότι τα νησιά αυτά, που ήταν κάποτε ευρωπαϊκές κτήσεις, όχι μόνο κατακτήθηκαν με τη βία από τους Oθωμανούς, αλλά και υπέφεραν εξαιτίας της παρακμασμένης σουλτανικής κυριαρχίας, με αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση του παραγωγικού τους πληθυσμού. Την οθωμανική παρακμή ακριβώς θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν οι δυτικές δυνάμεις, για να «ανακτήσουν» τα τρία νησιά, είτε με ειρηνικό τρόπο είτε με δυναμική, αν χρειαζόταν, λύση του Ανατολικού Ζητήματος. Ειδικότερα για την Κύπρο (την οποία, ας σημειωθεί, ο Hohenlohe δεν μπόρεσε να επισκεφθεί), το σχέδιο προέβλεπε την αγορά της με βάση την εκτίμηση των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, κυρίως του υπεδάφους της· την εκτίμηση αυτή θα έπρεπε να κάνει με επιτόπια έρευνα –και μάλιστα επειγόντως– ειδικός μυστικός πράκτορας («ein geheimer Agent») της γερμανικής κυβέρνησης.

Σε ανάλογες προτάσεις κατέληξε και ένας ακόμα στρατευμένος Γερμανός συγγραφέας και πολιτικός, ο Franz von Löher. Ο Löher, που επισκέφθηκε την Κύπρο τον Απρίλιο του 1877 (στις παραμονές της εκχώρησής της από τον σουλτάνο στους Βρετανούς), σε μιαν αξιόλογη περιγραφή της, που δημοσίευσε το 1878, διατύπωσε τη γνώμη ότι το νησί θα ευδαιμονούσε αν είχε περάσει έγκαιρα «σε γερμανικά χέρια» ή αν εποικιζόταν –ακόμα και μετά την έναρξη της βρετανικής κατοχής– με Γερμανούς μετανάστες. Για να αντλήσει ιστορικά επιχειρήματα για τις προτάσεις του, κατέφευγε κι αυτός στα χρόνια των Σταυροφοριών, υποστηρίζοντας ότι και η χώρα του διατηρούσε στη μεγαλόνησο ιστορικά δικαιώματα· ανάγονταν στους τίτλους κυριαρχίας που είχε αποκτήσει ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ Hohenstaufen κατά τα χρόνια της σταυροφορικής του εκστρατείας στην ανατολική Μεσόγειο και τους Αγίους Τόπους. Στα μέσα του αιώνα άρχισε να εκδηλώνεται το αποικιακό ενδιαφέρον του Βελγίου όχι μόνο για την αφρικανική ήπειρο (όπου και τελικά θα δημιουργηθούν οι μεγαλύτερες βελγικές αποικιοκρατικές εγκαταστάσεις), αλλά και για την ανατολική Μεσόγειο. Αυτό φάνηκε με τις δυο επισκέψεις στον χώρο αυτόν (1855, 1860) του τότε διαδόχου του βελγικού θρόνου και μετέπειτα βασιλιά Λεοπόλδου Β΄. Στο πρώτο κιόλας ταξίδι του ο Λεοπόλδος επισκέφτηκε και την Κύπρο (4-7 Μαΐου 1855), ενδιαφερόμενος καταρχήν για την επέκταση της βελγικής εμπορικής παρουσίας στην περιοχή. Ωστόσο από τότε άρχισαν να διαφαίνονται και οι ουτοπικές με τα δεδομένα της εποχής προσδοκίες του για την απόκτηση (με ειρηνικό τρόπο) κάποιων μικρών εδαφικών προγεφυρωμάτων, κατά προτίμηση σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Το δεύτερο ταξίδι του Λεοπόλδου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (άνοιξη του 1860) είχε σαφέστερους στόχους: την υπογραφή στην Κωνσταντινούπολη νέας τουρκο-βελγικής εμπορικής συνθήκης, που θα βελτίωνε τους όρους της πρώτης ανάλογης συμφωνίας του 1838. Φαίνεται ότι στη διάρκεια των μυστικών διαπραγματεύσεων, οι Βέλγοι έθεσαν στην Υψηλή Πύλη το ενδεχόμενο αγοράς ή και ενοικίασης της Κύπρου· αυτό τουλάχιστον δημοσιεύτηκε στις 5 Μαΐου 1860 σε βελγική εφημερίδα (που σημείωνε και το σχετικό ποσό: 40 εκατομμύρια φράγκα), προκαλώντας, όπως ήταν επόμενο, τη διάψευση της βελγικής κυβέρνησης. Αλλά την ίδια ακριβώς εποχή, σε εμπιστευτικό υπόμνημα προς τον Λεοπόλδο, ο πρεσβευτής του στην Κωνσταντινούπολη Charles O’ Sullivan de Grass de Séovaud ανέλυσε συστηματικά τις προοπτικές (και τις δυσκολίες) που θα αντιμετώπιζε η χώρα του στις προσπάθειές της να αποκτήσει τον προσωρινό έστω έλεγχο κάποιου ελληνικού νησιού, κατά προτίμηση της Κρήτης και της Κύπρου, της πρώτης επειδή η παραχώρησή της από τον σουλτάνο θα ήταν εύκολη εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που του δημιουργούσαν οι εξεγέρσεις των κατοίκων της, της δεύτερης επειδή προσφερόταν ως εναλλακτική λύση. Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι Βέλγοι ήταν η σταθερή τους ουδετερότητα τόσο στους ενδοευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς όσο και στις αλλεπάλληλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος. Συνεπώς ο de Grass δεν εισηγούνταν την κατάκτηση οθωμανικών εδαφών, αλλά την προσωρινή και υπό όρους εκμίσθωσή τους («cession conditionnelle»), η οποία μάλιστα δεν θα γινόταν απευθείας στην κυβέρνηση των Βρυξελλών, αλλά σε κάποια βελγική εταιρεία που θα αναλάμβανε και την οικονομική εκμετάλλευση, τη διοίκηση και τον εποικισμό των εδαφών αυτών με Βέλγους μετανάστες.
Τα σχέδια αυτά έμειναν σε εκκρεμότητα, αλλά δεν ξεχάστηκαν. Στα 1876 και αφού στο μεταξύ είχε αρχίσει (κυρίως από το 1870 και εξής) η δυναμική διείσδυση του βελγικού κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο κόμης Jules Greidl, μέλος της βελγικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, στέλνει στην κυβέρνησή του αρκετές αναφορές σχετικά με τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τα Ψαρά, τη Ρόδο και την Κύπρο. Με τη σειρά του ο O’Sullivan, εκτελώντας εντολή του Λεοπόλδου, υποβάλλει στις 2 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς τη δική του έκθεση, σχετικά με τις δαπάνες και τα έσοδα που θα είχε η ενοικίαση από κάποια βελγική εταιρεία της Μυτιλήνης, της Χίου, της Ρόδου και της Κύπρου. Ακολουθεί νέα αναφορά, ειδικά για την Κύπρο, την οποία απέστειλε στις Βρυξέλλες από την Κωνσταντινούπολη στις 20 Σεπτεμβρίου άλλος αξιωματούχος της εκεί βελγικής αποστολής, ο R. Grimberghen, με στοιχεία για τα ετήσια έσοδα του σουλτάνου από το νησί (32-35 εκατομμύρια τουρκικά πιάστρα) και τον πληθυσμό του (200-220.000 άτομα, από τα οποία τα 120-130.000 Έλληνες ορθόδοξοι, 2.000 Μαρωνίτες, 400-500 Αρμένιοι, 600 Ευρωπαίοι διαφόρων εθνοτήτων και οι υπόλοιποι «Οθωμανοί»). Τις προσπάθειες των Βρυξελλών προσπάθησαν να στηρίξουν και μερικοί ενδιαφερόμενοι Βέλγοι επιχειρηματίες, πέρα από εκείνους που συνεργάζονταν με τη βελγική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. Το 1874, σε μιαν ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση, αφιερωμένη στον σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ, ο Βέλγος βιομήχανος Edmond Paridant van der Cammen, αφού πρώτα αναλύει τις μεγάλες αναπτυξιακές και εμπορικές δυνατότητες της Κύπρου, προτείνει ανοιχτά τον ελεύθερο εποικισμό του νησιού με μετανάστες που θα έρχονταν καταρχήν από το Βέλγιο, αλλά και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για το Βέλγιο, υποστήριξε, η λύση αυτή ήταν αναπόφευκτη, αφού η χώρα έπρεπε αργά ή γρήγορα να βρει διέξοδο στο δημογραφικό και αναπτυξιακό της πρόβλημα (Étude sur l’île de Chypre, considerée au point de vue d’une colonisation européenne, Βρυξέλλες 1874). Πάντως, ο εποικισμός θα γινόταν με τη σύμφωνη γνώμη της Υψηλής Πύλης, και οι Βέλγοι «colons» όχι μόνο δεν θα απειλούσαν την κυριαρχία του σουλτάνου, αλλά αντίθετα θα διασφάλιζαν –με τη βελτίωση της διοίκησης– την εδραίωσή της. Ο συγγραφέας επιμένει κυρίως στην προβολή των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων της Κύπρου στους τομείς των ορυκτών και της γεωργίας, που, όπως λέει, είχε μελετήσει επί δέκα χρόνια. Θεωρεί επίσης βέβαιο ότι η γεωπολιτική σημασία του νησιού έχει αυξηθεί μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, και ότι η θέση του ως διαμετακομιστικού σταθμού θα αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο, όταν προχωρήσει το άνοιγμα νέων δρόμων εμπορικής επικοινωνίας της Ευρώπης με τις Ινδίες «μέσω του Ευφράτη και του Περσικού Κόλπου προς τη Βομβάη».

Στα μέσα του αιώνα άρχισε να αποκτά οπαδούς και η λύση του Ανατολικού Ζητήματος με τη μετατροπή, ειρηνική ή και βίαιη, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνομοσπονδία ανεξάρτητων κρατών. Οι Έλληνες θιασώτες της κίνησης εκείνης έβλεπαν στη δημιουργία επιμέρους μικρών ελληνικών κρατών τη μοναδική διέξοδο στο πρόβλημα της εθνικής ολοκλήρωσης. Στον ίδιο κύκλο και σε παρόμοια κρατικά σχήματα κινούνταν και μερικοί Ευρωπαίοι «φιλέλληνες». Ο μαχητικός Γάλλος δημοσιογράφος και εθνολόγος Alexandre Bonneau, εκφράζοντας και τις αποικιοκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, πρόσθετε τον ευρωπαϊκό και ιδιαίτερα τον βελγικό παράγοντα στην προβαλλόμενη ιδέα της «Aνατολικής Oμοσπονδίας»: Το 1860 κυκλοφόρησαν στη γαλλική πρωτεύουσα δυο 32σέλιδα φυλλάδια: Στο ένα (Les Turcs et la civilisation) προσπαθεί να δείξει την εγγενή αδυναμία των Οθωμανών να ενσωματωθούν στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό και πολιτικό σύστημα· στο άλλο (Les Turcs et les nationalitès) προχωρεί ακόμα περισσότερο, ζητώντας από τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία να συνεργαστούν με τη Ρωσία και την Αυστρία, για να εξώσουν τους Τούρκους από την Ευρώπη. Το κενό κυριαρχίας, που θα δημιουργούσε η αποχώρησή τους, θα το κάλυπταν η Ρουμανία, η Σερβία και η Ελλάδα· από τη διανομή εξαιρούνταν η Κωνσταντινούπολη, που θα ανακηρυσσόταν «προσωρινά ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή πόλη». Και ενώ ο Bonneau επιφύλασσε για την ελλαδική επικράτεια ολόκληρη την περιοχή από τη νότια Αλβανία και τη Μακεδονία ως την Κρήτη, της αφαιρούσε δυο νησιά: τη Ρόδο και την Κύπρο, τις οποίες «πρόσφερε» αντίστοιχα στο Πεδεμόντιο και στο Βέλγιο, το επιχείρημα ότι τα δυο αυτά μικρά ευρωπαϊκά κράτη, που δεν απειλούσαν κανέναν, θα συντελούσαν, αν αποκτούσαν τις κτήσεις αυτές, στην ανάπτυξη του ανατολικομεσογειακού εμπορίου. Εξάλλου το Βέλγιο, αποκάλυπτε ο πληροφορημένος Bonneau, είχε ήδη αρχίσει διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη για να αποκτήσει την Κύπρο «με οικονομικά μέσα». Πάντως όλα αυτά προϋπέθεταν, κατά τον ίδιο, ότι η Γαλλία και η Μ. Βρετανία θα παραιτούνταν από τις βλέψεις τους στην Κρήτη, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο.
Είδαμε ότι ήδη από την εποχή της γαλλικής εκστρατείας στην Αίγυπτο είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται η σημασία της Κύπρου στην μεσογειακή πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Από τότε φάνηκε επίσης ότι ουσιαστικά οι δυο κύριοι διεκδικητές της μεγαλονήσου και του γεωπολιτικού της περιγύρου θα ήταν οι Γάλλοι και οι Βρετανοί: Η παρένθεση των βελγικών φιλοδοξιών (και ακόμα λιγότερο των γερμανικών) είχε περιστασιακό χαρακτήρα, χωρίς προοπτικές. Οι ουτοπικές βέβαια απόψεις των θιασωτών της «Ανατολικής Συνομοσπονδίας» (που κατά κανόνα έβλεπαν την Κύπρο ως τμήμα ενός περιφερειακού νησιωτικού ελληνικού κράτους) δεν είχαν υπολογίσιμο πολιτικό βάρος· απλώς αποτύπωναν την εναγώνια αναζήτηση τοπικών και «εσωτερικών» λύσεων στα πολιτικά αδιέξοδα που δημιουργούσε ο εντεινόμενος ανταγωνισμός των εθνικισμών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Αλλά και οι φιλοδοξίες της Γαλλίας στην περιοχή (που ανανεώθηκαν μετά τις πρωτοβουλίες της για το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ) εξουδετερώθηκαν μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο· αρνητική επίσης για τις γαλλικές προοπτικές ήταν και η εξαγορά εκμέρους της Μ. Βρετανίας στα 1875 μεγάλου μέρους των μετοχών της εταιρείας που είχε αναλάβει το μεγάλο έργο στην Αίγυπτο.
Για μεγάλο διάστημα η φημολογία για κάποια στρατιωτική παρέμβαση των Βρετανών στην ανατολική Μεσόγειο δεν συνδεόταν μόνο –και τόσο– με την Κύπρο, αλλά κυρίως με την Κρήτη, τη Ρόδο και άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Ήδη από τη δεκαετία του 1840 οι Ρώσοι δεν έκρυβαν την εκτίμησή τους, ότι οι βρετανικές πρωτοβουλίες στο Ανατολικό Ζήτημα θα οδηγούσαν αργά ή γρήγορα στην εγκατάστασή τους σε κάποιο από τα νησιά της ανατολικής Μεσογείου, πιθανότατα στην Κρήτη και ενδεχομένως στην Κύπρο. Στα 1845 μάλιστα έγινε γνωστό ότι η Υψηλή Πύλη ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στη Μ. Βρετανία ένα από τα δυο νησιά, είτε για στρατηγικούς είτε για οικονομικούς λόγους (ως ενέχυρο για την εξασφάλιση δανείου από τους κεφαλαιούχους του Λονδίνου). Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η ιδέα για την απόσπαση εκμέρους των Βρετανών κάποιας οθωμανικής κτήσης, κατά προτίμηση νησιωτικής, κυκλοφορούσε για πολλά χρόνια τόσο στην αγγλική κοινή γνώμη (με ποικίλα δημοσιεύματα) όσο και στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Στις περιβόητες συζητήσεις π.χ. του τσάρου Νικολάου Α΄ με τον Βρετανό πρεσβευτή στην Πετρούπολη Sir George Hamilton Seymour, τον Ιανουάριο του 1853, ο Ρώσος μονάρχης διατύπωσε τη γνώμη ότι οι Άγγλοι θα μπορούσαν να αποσπάσουν την Αίγυπτο, την Κρήτη, τη Ρόδο και ενδεχομένως και την Κύπρο. Ο Seymour, απαντώντας διπλωματικά στις ρωσικές προτάσεις, υπογράμμισε ότι η χώρα του δεν ενδιαφερόταν για εδαφικές επεκτάσεις και μάλιστα σε βάρος της οθωμανικής επικράτειας.
Η βρετανική εφεκτικότητα δεν σημαίνει βέβαια ότι στα επιτελικά σχέδια του Λονδίνου για την ανατολική Μεσόγειο δεν συμπεριλαμβάνονταν –έστω και σιωπηρά– κάποια νησιά της περιοχής· ανάμεσά τους και η Κύπρος, της οποίας η στρατηγική σημασία, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, είχε επισημανθεί από τους Άγγλους ήδη από το 1801. Οι εκτιμήσεις μάλιστα εκείνες επαναλήφθηκαν και στα επόμενα χρόνια από προσωπικότητες που συνδέονταν συχνά με κρατικές υπηρεσίες. Ο Βρετανός στρατιωτικός και διπλωμάτης John Macdonald Kinneir, σε βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1818 για τη μακρόχρονη (μεταξύ 1804 και 1814) περιοδεία του σε αρκετές περιοχές της οθωμανικής επικράτειας και της ευρύτερης Εγγύς Ανατολής (ανάμεσά τους και στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1814), επισήμανε χωρίς επιφυλάξεις τη στρατηγική σημασία του νησιού για τα συμφέροντα της χώρας του. Τα επιχειρήματά του μάλιστα μοιάζουν προφητικά, αφού δεν απέχουν και πολύ και από εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν εξήντα χρόνια αργότερα για την απόσπαση από τον σουλτάνο της αγγλοτουρκικής σύμβασης του 1878: Η κατάληψη της Κύπρου, γράφει ο Kinneir, σχολιάζοντας τη μικρή τουρκική στρατιωτική δύναμη που στάθμευε στο νησί, θα πρόσφερε στην Αγγλία «ηγεμονική επιρροή» στη Μεσόγειο και τη δυνατότητα να καταστήσει την Αίγυπτο και τη Συρία «her tributaries». Ταυτόχρονα θα της έδινε μια «φοβερά καίρια θέση», ώστε και την τακτική της Υψηλής Πύλης στη Μικρά Ασία να ελέγχει και τις «υπερβάσεις» της Ρωσίας στην ίδια περιοχή να εμποδίζει ή τουλάχιστον να τις επιβραδύνει (Journey through Armenia, Asia Minor and Koordistan, in the years 1813 and 1814, Λονδίνο 1818, σ. 185-186 σημ.).
Την ίδια χρονιά εκδόθηκε στο Λονδίνο ένα ακόμα βιβλίο με ανάλογο περιεχόμενο, γραμμένο από τον Βρετανό επίσης στρατιωτικό Henry Light. Ο Light, που επισκέφθηκε την Κύπρο μερικούς μήνες μετά τον Kinneir (το φθινόπωρο του 1814), διατυπώνει κι αυτός παρόμοιες ιδέες για το πολιτικό μέλλον της μεγαλονήσου: Αφού πρώτα διαπίστωσε τη θέληση των μορφωμένων κατοίκων της («the thinking part of the population») να υπαχθούν σε μια «ευρωπαϊκή» διακυβέρνηση, προχωρεί ακόμα περισσότερο, θεωρώντας ότι μια τέτοια αλλαγή κυριαρχίας στη Συρία και την Κύπρο θα αποδεικνυόταν θετική για ολόκληρο τον κόσμο· η Κύπρος ιδιαίτερα θα γινόταν σύντομα «a flourishing country». Και επειδή το νησί δεν θα μπορούσε να κατακτηθεί παρά μόνο από μια χώρα ναυτική, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν θα ήταν άλλη από τη δική του πατρίδα: Οι «circumstances», σημείωνε, θα υποχρεώσουν μάλλον τη Μ. Βρετανία να γίνει ακόμα ισχυρότερη στη Μεσόγειο· ο εδαφικός λοιπόν πλούτος και τα άλλα γενικότερα πλεονεκτήματά της Κύπρου θα την καθιστούσαν περισσότερο πολύτιμη για τα βρετανικά συμφέροντα από όσο η Συρία ή η Αίγυπτος (Travels in Egypt, Nubia, Holy Land, Mount Libanon and Cyprus, in the Year 1814, Λονδίνο 1818, σ. 249, 267, 269).

Τελικά οι «περιστάσεις» αυτές ήρθαν μετά από εξήντα χρόνια· και τις προκάλεσε η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1876-1878), επαναφέροντας για άλλη μια φορά στην επικαιρότητα τα πολυσυζητημένα ήδη σχέδια επεμβάσεων στην οθωμανική Ανατολή. Από τον Μάρτιο τουλάχιστον του 1877 οι Βρετανοί άρχισαν να εξετάζουν τις δυνατότητες για τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης τους στην ανατολική Μεσόγειο, ερευνώντας μια τεράστια περιοχή, από την Καλλίπολη ως την Αλεξανδρέτα. Τελικά οι εισηγήσεις των στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων, που είχαν εργαστεί επί τόπου, έπεισαν στις αρχές Μαρτίου του 1878 τον Disraeli (Earl Beakonsfield από το 1876) ότι η επιλογή της Κύπρου ήταν τότε η λυσιτελέστερη. Αγνοώντας λοιπόν τις αντιρρήσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων της κυβέρνησής του, ο Βρετανός πρωθυπουργός επέβαλε στο υπουργικό συμβούλιο την απόφαση για τη στρατιωτική κατάληψη της μεγαλονήσου, του ενός από τα δυο «κλειδιά της Ασίας», όπως τη χαρακτήριζε (το άλλο ήταν η Αλεξανδρέτα). H Μ. Βρετανία, διαθέτοντας τότε την πιο ισχυρή ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, αλλά και «εξαργυρώνοντας» την φιλοτουρκική πολιτική που είχε ακολουθήσει σταθερά από την εποχή της πρώτης τουρκο-αιγυπτιακής κρίσης, κατάφερε –χάρη και στους επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς του πανούργου πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη Austen Henry Layard– να ξεπεράσει σχετικά εύκολα τις επιφυλάξεις του Αβδούλ Χαμίτ Β΄ και να τον πείσει να υπογράψει στις 4 Ιουνίου την αγγλοτουρκική αμυντική συνθήκη και την ταυτόχρονη στρατιωτική κατοχή της Kύπρου. Αιφνιδιάζοντας επιπλέον τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Βρετανοί εξουδετέρωσαν και τις αναμενόμενες αντιδράσεις, ιδιαίτερα της Γαλλίας, που, όπως είδαμε, είχε και τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες για τη μεγαλόνησο. Σε τελευταία ανάλυση η κατεξοχήν ευρωπαϊκή δύναμη, που παρέμεινε επί δεκαετίες ο σημαιοφόρος της εδαφικής ακεραιότητας της σουλτανικής επικράτειας, έμελλε να είναι και εκείνη που θα έθετε ουσιαστικά τέρμα στην οθωμανική κυριαρχία στην Κύπρο.


ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
(κατά χρονολογική σειρά)
Α.Κ., “Έν γερμανικόν σχέδιον περί Κύπρου”, Κυπριακά Χρονικά, 9 (1933), 241-245.
George Hill, A History of Cyprus,τόμ. 4, επιμ. Harry Luke, Λονδίνο, Cambridge University Press, 1952 [επανέκδ. 1972].
Ismail Soysal, Fransiz Ihtilali ye Türk-Fransiz diplomasi münasebetleri, 1789-1802 (Η Γαλλική Επανάσταση και οι τουρκογαλλικές διπλωματικές σχέσεις, 1789-1802), Άγκυρα, Türk Tarih Kurumu, 1962.
Κωστής Βάρφης, Η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου, στόχος της λεοπολδιανής αποικιοκρατικής πολιτικής, Αθήνα, Φιλιππότης, 1985.
Mathew Burrows, “Mission civilisatrice: French Cultural policy in the Middle East, 1860-1914”, The Historical Journal, 29/1 (1986), 109-135.
Paul Noirot – Dominique Feintrenie (επι.), La campagne d’ Égypte, 1798-1801. Mythew et réalités, Παρίσι, Maison-Neuve et Larose, 1998.
Lynn Meskell (επιμ.), Archaeology under Fire: Nationalism, Politics and Heritage in Eastern Mediterranean and Middle East, Λονδίνο, Routledge, 1998.
Veronica Tatton-Brown, Cyprus in the 19th Century AD: Fact, Fancy and Fiction, Οξφόρδη, Oxbow Books, 2001.
Leonora Navari (επιμ.), Maps of Cyprus, fron the Collections of the Bank of Cyprus Cultural Foundation, Λευκωσία, Bank of Cyprus Cultural Foundation, 2003.
Lucie Bonato, “Camille Callier: Un officier instruit de l’ armée française qui explora Chypre en 1832”, Thetis, 10 (2003), 107-142.
Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, “Η ιδεολογική απεξάρτηση της κυπριακής ιστορίας”, Τελετή αναγόρευσης του Θεόδωρου Παπαδόπουλλου σε επίτιμο διδάκτορα, Λευκωσία, Πανεπιστήμιο Κύπρου/Φιλοσοφική Σχολή, 2004.
Robert Holland – Diane Markides, The British and the Hellenes. Struggles for Mastery in the Eastern Mediterranean, 1850-1960, Οξφόρδη, Oxford University Press, 2006.
Ι. Κ. Χασιώτης, “Η αμφισβήτηση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κύπρο και η πολιτική των ευρωπαϊκών Δυνάμεων (1571-1878)”, Ιστορία της Κύπρου, επιμ. Θεόδ. Παπαδόπουλος, τόμ. 6, Λευκωσία, Ίδρυμα Μακαρίου Γ΄, 2011, 183-268.