Τάσος Χατζηαναστασίου
1821: Ζητήματα ασφάλειας και αστυνόμευσης
Μία από τις πρώτες ενέργειες του επαναστατημένου έθνους το 1821 ήταν η δημιουργία διοικητικών θεσμών οι οποίοι θα αναλάμβαναν τον συντονισμό των επαναστατικών κινήσεων καθώς και την οργάνωση της ζωής των Ελλήνων στις απελευθερωμένες περιοχές ενώ σχετικά σύντομα, στις αρχές του 1822, εκλέχτηκε κεντρική κυβέρνηση που εκτός των άλλων καθηκόντων της εκπροσωπούσε τους Έλληνες έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην παρούσα ανακοίνωση θα αναφερθούμε στα ζητήματα ασφάλειας, σε μία προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τις πρώτες απόπειρες αστυνόμευσης των απελευθερωμένων περιοχών, δηλαδή της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας των νησιών, καθώς η δικαιοδοσία των πρώιμων ελληνικών διοικητικών θεσμών αφορούσε κυρίως αυτές. Σπεύδω, δε, να επισημάνω ότι, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει ως τώρα μία συστηματική ειδική μελέτη για τα ζητήματα ασφάλειας και αστυνόμευσης στα χρόνια της Επανάστασης, οπότε θεωρήστε την παρούσα ανακοίνωση ως μία πρώτη μικρή συμβολή στην ιστορία της διασφάλισης της δημόσιας τάξης την περίοδο της Επανάστασης.
Για λόγους μεθοδολογίας το ζήτημα της πειρατείας, αποτελεί ένα ζήτημα που αξίζει να μελετηθεί ξεχωριστά και δε θα μας απασχολήσει εδώ. Και πάλι για λόγους μεθοδολογικούς θα εξαιρέσουμε τα εγκλήματα σε βάρος της ζωής, της τιμής και της περιουσίας που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων καθώς αυτά θεωρούνται εγκλήματα πολέμου, ανάλογα, δυστυχώς, με αυτά που διέπραξαν αργότερα σε μεγαλύτερη φυσικά έκταση στις ίδιες περιοχές, στην Πελοπόννησο κυρίως, τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Μιλάμε επομένως για αδικήματα που διαπράχθηκαν σε ατομικό επίπεδο και όχι σε περιστάσεις συλλογικής βίας μεταξύ ομάδων ενόπλων.
Όπως είναι γνωστό, η χωροφυλακή ιδρύθηκε το 1833 επί Όθωνα. Έως τότε, καθήκοντα φύλαξης εκτελούσαν οι Πολιταρχίες που ιδρύθηκαν από τον Καποδίστρια το 1829 πρώτα στο Ναύπλιο και ύστερα στην Πάτρα, την Καλαμάτα, τη Σύρο και την Τρίπολη, στις σπουδαιότερες δηλαδή πόλεις που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των Ελλήνων. 1 Ήδη όμως από την πρώτη ελληνική κυβέρνηση που ορίστηκε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, υπήρχε Υπουργείο Αστυνομίας με υπουργό τον Λάμπρο Νάκο, που είχε υπηρετήσει στην αστυνομία της Πετρούπολης. 2 Ο Νάκος επαινείται θερμά από τον Γερμανό Φιλέλληνα Schrebian για το έργο του. Όπως γράφει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος: «με αυστηρές τιμωρίες, πρόστιμα και μπαστουνιές στις πατούσες, προσπαθούσε να φοβερίσει τους κερδοσκόπους και κλέφτες στο ζύγισμα, αρτοποιούς, γαλακτοπώλες, κρεοπώλες κ.λ., επιστατούσε στην ορθή εφαρμογή της διαταγής της 16ης Μαρτίου [1822], του υπουργείου οικονομικών για την αντιστοιχία της αξίας των διαφόρων νομισμάτων και αγρυπνούσε με τους ανθρώπους του στην επιβολή των κειμένων νόμων, της τάξης και της ασφάλειας». Ο ευσυνείδητος αυτός υπουργός, με αφορμή κάποια ασθένειά του, θα αντικατασταθεί από άλλον, κάτι που θα προκαλέσει την έντονη διαμαρτυρία του Νάκου.3 Ξεχωριστό σώμα χωροφυλακής ή αστυνομίας δεν υπήρχε, γνωρίζουμε όμως ότι στους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων της Επανάστασης προβλεπόταν δαπάνη για τη συντήρηση 4.000 αντρών ως «εσωτερική φρουρά» των πόλεων, που λογικά θα εκτελούσε, παράλληλα με τα στρατιωτικά, και αστυνομικά καθήκοντα.4

Παρόλο που η ισχύς της κυβέρνησης και τα μέσα που διέθετε, ειδικά στην ύπαιθρο, ήταν περιορισμένη, προσπαθούσε να επιβάλει κάποια τάξη καθώς η οπλοφορία και τα ήθη της εποχής και μάλιστα σε συνθήκες ενός άγριου απελευθερωτικού πολέμου μετά από αιώνες σκλαβιάς, ήταν λογικό να υποθάλπουν τη βία και την εγκληματικότητα. Έχουμε, για παράδειγμα, την πληροφορία ότι συνελήφθη Έλληνας που σκότωσε μία Τουρκάλα με τα παιδιά της και εκτελέστηκε. Ένας άλλος εκτελέστηκε επειδή σκότωσε αιχμάλωτο μετά από φιλονικία.5 Εικάζουμε βάσιμα ότι θα ήταν αδύνατον να ελεγχθούν όλα τα παρόμοια περιστατικά τόσο έναντι Τούρκων αμάχων και αιχμαλώτων όσο και μεταξύ Ελλήνων. Και μόνο όμως από την απαγόρευση της κακοποίησης των αιχμαλώτων, αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται μία προσπάθεια έστω και σε συνθήκες πολέμου να γίνει σεβαστή η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια σε κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκεύματος κτλ. Εικάζουμε, τέλος, ότι η αρμονική συμβίωση και οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων σε μεγάλο βαθμό θα ρυθμίζονταν από τους άγραφους νόμους της κρατούσας ηθικής και της τιμής, όπως την αντιλαμβάνονταν τότε.
Ένα από τα γνωστότερα εγκλήματα στη διάρκεια της Επανάστασης ήταν ο φόνος του Πάνου Κολοκοτρώνη, γιου του Γέρου του Μοριά, στις αρχές Δεκεμβρίου 1824, που κι αυτό όμως συνδέεται με τα εμφύλια πάθη. Οι δολοφόνοι δεν συνελήφθησαν γιατί ανήκαν στο κυβερνητικό στρατόπεδο ενώ ο Πάνος θεωρείτο στασιαστής.6 Έγκλημα καθαρά ποινικό, έγκλημα τιμής κατ’ ακρίβεια, ήταν η δολοφονία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Με βάση το επικρατέστερο από τα πολλά σενάρια για το συμβάν, τη διάσημη και στο εξωτερικό Μπουμπουλίνα σκότωσαν τ’ αδέρφια της Ευγενίας Κούτση, την οποία είχε ερωτευτεί και είχε κλέψει, με τη συναίνεσή της, ο γιος της ηρωίδας, Γιώργης Γιάννουζας, την Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 1825, στο «εξοχικό» της στην Κουνουπίτσα Σπετσών. Η Ευγενία ήταν λογοδοσμένη με νεαρό γόνο άλλης οικογένειας προκρίτων των Σπετσών. Το σόι της κοπέλας θεώρησε πως η Μπουμπουλίνα είχε ενεργό συμμετοχή στην αρπαγή της κοπέλας και πως την κρατούσε σπίτι της.

Μετά το συμβάν, ο Γιώργης θέλησε να διακόψει τη σχέση του με την Ευγενία, αλλά ο πατέρας της Χαράλαμπος Κούτσης, προκειμένου να σβηστεί η ντροπή της οικογένειας, με βάση τα ήθη της εποχής, υποσχέθηκε μεγάλη προίκα και ισότιμη συμπερίληψη του γαμπρού στην κληρονομιά της οικογένειας. Ο γάμος έγινε έναν μήνα μετά τη δολοφονία και παρά τους κακούς οιωνούς, άντεξε στον χρόνο. Σε ό,τι αφορά τους δράστες, δεν τιμωρήθηκαν, γεγονός πολύ χαρακτηριστικό και πάλι για τις αξίες της εποχής εκείνης. «…Ο φονιάς θεωρήθηκε σχεδόν ιερός και μην απορείτε που κανείς δεν τόλμησε να πειράξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του, ούτε να τον καλέσουν να δικαιολογήσει σε δικαστήριο την πράξη του. Τόσο πολύ σ’ αυτό το νησί, όπως ακριβώς και στην Ύδρα, τιμούν την αρετή των γυναικών», γράφει ο Ιταλός λόγιος και ποιητής Tommaseo που στηρίζεται σε προσωπικές μαρτυρίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανείς δεν ανέφερε το όνομα του φονιά. Οι γιοι της Μπουμπουλίνας, από τον άλλο της γάμο, Νικόλαος και Ιωάννης Μπούμπουλης κατήγγειλαν τον πλοίαρχο Ιωάννη Χριστ. Κούτση, έστω και καθυστερημένα, στις 24 Ιανουαρίου του 1830 επί Καποδίστρια. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, πληροφορίες για το εάν τελικά η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, κάτι μάλλον απίθανο καθώς γνωρίζουμε ότι ο Κούτσης το 1834 βρισκόταν ελεύθερος στις Σπέτσες.7
Το συμβάν είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίον επιλύονταν οι διαφορές, ειδικά σε ζητήματα τιμής, κάτι βέβαια που δεν προξενεί εντύπωση, αφού τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές επιβιώνουν ακόμη και μέχρι τις μέρες μας. Μπορούμε επομένως να υποθέσουμε βάσιμα ότι τέτοια περιστατικά θα ήταν συνηθισμένα σε τέτοιο βαθμό που να μην θεωρούνται αξιοσημείωτα. Η σιωπή των πηγών δηλαδή στην περίπτωση αυτή δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η δολοφονία της Μπουμπουλίνας ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αντίθετα, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι εάν ακόμη και μια ηρωίδα με το κύρος και την περιουσία της Μπουμπουλίνας έπεσε θύμα εγκλήματος τιμής, πόσο περισσότερο έκθετοι σε ανάλογα περιστατικά θα ήταν οι ανώνυμοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, της εποχής.

Το θέμα της τιμής των γυναικών βρισκόταν πολύ ψηλά στην κλίμακα αξιών της εποχής και όπως καταλαβαίνει κανείς, αν αυτό μπορούσε να «δικαιολογήσει» τη δολοφονία και μάλιστα ατιμώρητα, της Μπουμπουλίνας, πόσοι άλλοι άνθρωποι θα έπεσαν θύματα τέτοιου είδους ενεργειών. Με βάση τις διαθέσιμες πηγές, λίγο πριν την Έξοδο στις 11 Απριλίου 1826, είχε διατυπωθεί η σκέψη να σφαγούν όλα τα γυναικόπαιδα προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού και ατιμαστούν. Η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε, κυρίως εξαιτίας της σθεναρής αντίδρασης του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ, που θα σκοτωθεί τελικά κι αυτός μαζί με χιλιάδες άντρες και γυναικόπαιδα στην Έξοδο. Αποτράπηκε, ωστόσο, ένα μαζικό έγκλημα από ελληνικής πλευράς που θα βάραινε αιώνια τους Έλληνες επαναστάτες.8
Μια και αναφερθήκαμε στο Μεσολόγγι, όσο ακόμη ήταν ελεύθερο, είχαμε υπερσυγκέντρωση ατάκτων ενόπλων από διάφορες περιοχές του ελληνισμού και του εξωτερικού. Παρόλα αυτά, ο Ιταλός Φιλέλληνας P. Gamba εντυπωσιάστηκε από την τάξη και ησυχία που επικρατούσε, με εξαίρεση, την απείθαρχη συμπεριφορά των Σουλιωτών. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι χιλιάδες άτακτοι που βρίσκονταν στην πόλη στερούνταν συχνά και τα πιο αναγκαία.9 Οι Σουλιώτες αποτελούσαν ξεχωριστή περίπτωση και συμπεριφέρονταν συχνά με ιδιαίτερη αγριότητα. Αναφέρεται το επεισόδιο κατά το οποίο επιχείρησαν να εγκατασταθούν με τη βία στο σπίτι του Ποθητού Σιδέρη, μετέπειτα πεθερού τού αρχηγού των ντόπιων μεσολογγίτικων στρατευμάτων, Θανάση Ραζικότσικα. Κατά τη συμπλοκή που επακολούθησε, όπως αναφέρεται στη σχετική καταγγελία του Μεσολογγίτη ήρωα, σκοτώθηκε ένας άντρας του σώματος του Ραζικότσικα και γκρεμίστηκαν τρία σπίτια!10

Ταραχές από ατάκτους που δρούσαν είτε ατομικά είτε σε ομάδες σημειώνονται σε διάφορες περιστάσεις. Όπως αναφέρει ο Χρήστος Βυζάντιος, μέλος του τακτικού σώματος στρατού της Ελληνικής Επανάστασης, άτακτοι προκαλούσαν επεισόδια σε βάρος των μελών του τακτικού σώματος στο Ναύπλιο, όπου είχε συρρεύσει πλήθος ενόπλων, το 1825. Τα επεισόδια τερματίστηκαν όταν ο επικεφαλής του τακτικού σώματος, Παναγιώτης Ρόδιος διέταξε επίθεση εναντίον τους κατά την οποία σκοτώθηκαν δύο άτακτοι ενώ υπήρχαν και αρκετοί τραυματίες.11 Η έλλειψη πειθαρχίας στα σώματα των αγωνιστών ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του επαναστατικού στρατού, που πολλές φορές έμενε χωρίς τα αναγκαία, κι επομένως η αρπαγή και η λεηλασία, η ληστεία με άλλα λόγια ήταν μονόδρομος. Όπως αναφέρει ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του, το φθινόπωρο του 1825, αναγκάστηκε να πληρώσει με δικά του χρήματα τους στρατιώτες του που απειλούσαν να λεηλατήσουν την πόλη της Ύδρας την οποία είχαν διαταχθεί να φρουρούν.12
Η λαφυραγωγία υπήρξε ένα φαινόμενο που χαρακτήριζε τόσο τους αγωνιστές όσο και τους αντιπάλους τους. Η αρπαγή και η λεηλασία ήταν φυσικά απολύτως αναμενόμενες και σ’ έναν βαθμό δικαιολογημένες με δεδομένη την εξαθλίωση του πληθυσμού και την πολύ συχνή στέρηση ακόμη και της τροφής των στρατιωτικών σωμάτων. Όμως, υπάρχουν αναφορές και για αρπαγές ελληνικών περιουσιών από Έλληνες, όπως κατά την υπό το κράτος του πανικού εγκατάλειψη κατοικημένων περιοχών στην Πελοπόννησο, την Τρίπολη, το Άργος κ.ά. με την είδηση και μόνο της εισβολής της στρατιάς του Δράμαλη. «Τα σπίτια τα οποία αυτοί εγκατέλειπαν, ληστεύονταν με ασυνείδητη απληστία» γράφει ο Φίνλεϊ, που είναι ιδιαίτερα επικριτικός προς τους Έλληνες.13 Αναφέρεται μάλιστα και η καταλήστευση των φυγάδων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και πολλοί άμαχοι πρόσφυγες από το Αϊβαλί και τη Χίο. Στην ίδια περίσταση, σημειώθηκε επίσης ο αφοπλισμός και η κακοποίηση καμιά εικοσαριά Φιλελλήνων, που λίγο αργότερα εγκατέλειψαν αγανακτισμένοι την Ελλάδα. Παράλληλα όμως αναφέρονται και συγκινητικές σκηνές βαθύτατης ανθρωπιάς με νέους να κουβαλούν στους ώμους τους τους ηλικιωμένους γονείς τους και μητέρες τα ανήλικα παιδιά τους.14 Ακόμη χειρότερη είναι η γνώμη του Finley για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1822 όταν απελευθερώθηκε από τους Τούρκους: Επικράτησε αναρχία καθώς διάφορες ομάδες οπλαρχηγών προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τους τοπικούς πόρους για ίδιον όφελος. Ένας Αθηναίος που είχε οριστεί να εισπράττει τους φόρους δολοφονήθηκε άγρια, ώσπου την τάξη επέβαλε τελικά, ακόμη και με τη βία, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που αναγνωρίστηκε από τους τοπικούς παράγοντες φρούραρχος της Αθήνας.15 Κατά τον Μακρυγιάννη, ο Ανδρούτσος επέβαλε επίσης ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και κατάχρησης του πλούτου που βρήκε στην Ακρόπολη. Ο ιστορικός Βακαλόπουλος θεωρεί ότι οι κατηγορίες αυτές είναι μάλλον υπερβολικές, αναγνωρίζει όμως ότι «ο Μακρυγιάννης με την αυστηρή, αλλά δίκαιη στάση του κατορθώνει να επιβάλει την τάξη και να συνετίσει τους παλληκαράδες, τους νταήδες που τρομοκρατούσαν τους φιλήσυχους πολίτες».16
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικής φύσης αδικήματα, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το πιο συνηθισμένο αδίκημα ήταν αυτό της φοροδιαφυγής, ουσιαστικά της άρνησης καταβολής των φόρων που υποχρεωτικά επέβαλλε η επαναστατική κυβέρνηση. Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, στις 13 Ιουλίου 1829, (επί Καποδίστρια και πριν από την Ανεξαρτησία του Φεβρουαρίου 1830) κατατέθηκε ο γενικός ισολογισμός της προηγούμενης περιόδου. Σ’ αυτόν καταγράφηκαν ποσά που είχαν καταστεί εισπρακτέα ή πληρωτέα αλλά δεν είχαν καταβληθεί. Μία άλλη συχνή περίπτωση ήταν οι καταχρήσεις από άτομα που είχαν αποκτήσει πολιτική ή/και στρατιωτική ισχύ κι από ενοικιαστές φόρων.17 Τέλος, υπάρχουν αρκετές αναφορές για ιδιοποίηση εθνικών κτημάτων από ισχυρά πρόσωπα χωρίς να τηρούνται οι επίσημοι όροι.18 Σήμερα, τέτοιου είδους γεγονότα, θα χαρακτηρίζονταν σκάνδαλα και θα απασχολούσαν την κοινή γνώμη και ενδεχομένως τις διωκτικές αρχές⸱ μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε ότι στη διάρκεια της Επανάστασης, ήταν εξαιρετικά απίθανο να διώκονταν οι καταχραστές δημοσίου χρήματος και περιουσίας. Και βέβαια θα ήταν μάλλον αφελές εκ μέρους μας, να περιμένουμε ότι οι πρόγονοί μας θα ήταν υπεράνω υλικών αγαθών και πως δε θα υπήρχαν αυτοί που εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους θα κοίταζαν να καλύψουν έστω ένα μέρος όσων είχαν ξοδέψει ή θυσιάσει για τον Αγώνα. Γιατί περί αυτού πρόκειται.
Αναφέρεται ενδεικτικά ότι το καλοκαίρι του 1823 στη Σύρο, τη Νάξο, στη Σαντορίνη κ.α., δεν αποδέχθηκαν τον έλεγχο των αστυνομικών αρχών που είχε εγκαταστήσει η διοίκηση, την πληρωμή τελωνειακών τελών και δεκάτων. Η διένεξη πάντως ξεπεράστηκε και σύντομα τα νησιά αποδέχτηκαν το νέο καθεστώς. Ειδικά όμως το ζήτημα της φορολογίας των επαρχιών εξαρτήθηκε κατά καιρούς από τις μεταβαλλόμενες αλλά και από τις τοπικές συνθήκες. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, ο πόλεμος, οι ανάγκες άμεσης τροφοδοσίας των στρατευμάτων που πολεμούσαν και δεν μπορούσαν να περιμένουν τις διαδικασίες φορολόγησης της διοίκησης για να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία, η επιρροή τοπικών αρχόντων, όλα αυτά δεν επέτρεπαν την ομαλή είσπραξη των φόρων όπως την είχε καθορίσει η κεντρική διοίκηση.19
Στις 29 Ιανουαρίου 1829 ο Καποδίστριας δημοσίευσε τον «Κανονισμόν της Αστυνομίας και των καθηκόντων αυτής». Για να έχουμε μια εικόνα των ζητημάτων ασφάλειας που απασχολούσαν την περίοδο του Καποδίστρια, τα καθήκοντα αυτά ήταν: ο έλεγχος των αλλοδαπών και των κατοίκων άλλων επαρχιών, η παρακολούθηση και καταστολή συνωμοσιών, ο έλεγχος της οπλοφορίας, των επαιτών, των λεσχών και των καφενείων, η φρούρηση φυλακών, η εκτέλεση διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων και αυτά της δικαστικής αστυνομίας. Όπως παρατηρεί ο Ασπρέας, κλοπές και άλλα συναφή αδικήματα δεν ήταν δυνατόν να σημειωθούν εκείνη την περίοδο στο Ναύπλιο διότι όλοι οπλοφορούσαν και «είχαν συνηθίσει να προφυλάσσονται αφ’ εαυτών αλλά και να χειροδικούν σκληρώς και αιματηρώς». Η συνηθέστερη τιμωρία όσων έκλεβαν ή εξαπατούσαν ήταν ο ξυλοδαρμός από τους πολίτες που τους συνελάμβαναν, έργο που συμπλήρωναν οι πολιτοφύλακες.
Τα περιστατικά βίας δεν έλειπαν φυσικά. Αναφέρεται το παράδειγμα του οπλαρχηγού Χατζηχρήστου που έκοψε με το γιαταγάνι του το αυτί ενός δύστυχου υπηρέτη του επειδή από απροσεξία του έριξε κάτω το τσιμπούκι και το πέταξε στα πόδια ενός πολιτάρχη. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον όπου επικρατούσε η αυτοδικία, κατά κανόνα του ισχυρότερου, οι δικαιοδοσίες της πολιταρχίας περιορίζονταν κυρίως στις αγορανομικές.20
Ενδεικτικό επίσης της κατάστασης που επικρατούσε είναι το περιστατικό με την κλοπή του αλόγου του ίδιου του Μακρυγιάννη, διορισμένου από τον Καποδίστρια για την τήρηση της τάξης, από καλόγερους που λυμαίνονταν την περιοχή του Μεγάλου Σπηλαίου, αρπάζοντας από τους εξαθλιωμένους κατοίκους και τα ελάχιστα που είχαν. Ο Μακρυγιάννης με τους άντρες του οργάνωσαν κανονική επίθεση προκειμένου να καταβάλουν τους οχυρωμένους στο σαν κάστρο μοναστήρι τους: «Κολλήσαμεν, τους πιάσαμεν. Τους έριξα ένα ξύλο παστρικό και τους διάταξα γιατί να φέρωνται τοιούτως και τυραννικώς εις τους ανθρώπους⸱ πώς θα πάμε ομπρός μ’ αυτό;» 21
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ακολούθησε μια περίοδος χάους και πλήρους αναρχίας και ασυδοσίας που τερματίστηκε με την άφιξη του Όθωνα τον Ιανουάριο του 1833. Τα καθήκοντα αστυνόμευσης ανέλαβε τότε το σώμα των 5.000 Βαυαρών στρατιωτών που συνόδευε τον νέο βασιλιά ως την ίδρυση της Χωροφυλακής την 1η Ιουνίου 1833, ημέρα των γενεθλίων του Όθωνα με βασιλικό διάταγμα.22

Η αναφορά σε παραβατικές ακόμη και εγκληματικές ενέργειες των αγωνιστών του ’21 μπορεί να απομυθοποιούν σ’ έναν βαθμό τη μάλλον ρομαντική αντίληψή μας για τους ήρωες της Επανάστασης. Θα πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία Επανάσταση στον κόσμο δεν είχε αδυναμίες γιατί ακριβώς οι φορείς της είναι άνθρωποι. Γι’ αυτό εξάλλου είναι ίσως περισσότερο άξιοι θαυμασμού οι πρόγονοί μας, γιατί παρά τις αδυναμίες, τα λάθη, την έλλειψη πειθαρχίας, τη διχόνοια, τους ανταγωνισμούς και τα πάθη τους, πήραν την απόφαση ν’ αγωνιστούν δίνοντας και τη ζωή τους για την ελευθερία. Αν δε λάβουμε υπόψη μας την πλήρη ένδεια, την εξαθλίωση αλλά και στο καθεστώς ωμότητας, βιαιότητας και πλήρους αυθαιρεσίας στο οποίο είχαν γαλουχηθεί, αυτό μας κάνει να γινόμαστε λιγότερο επικριτικοί. Εξάλλου, τα παραδείγματα αυτοθυσίας ήταν πολύ περισσότερα από αυτά της ανομίας και της παραβατικότητας.
Τα παραδείγματα ηρωισμού ήταν πολλά, ήταν πραγματικά και είναι αυτά που έκριναν και το αποτέλεσμα, να υποχρεώσουν μια αυτοκρατορία στην πρώτη εδαφική απώλεια υπέρ ενός υποτελούς λαού και να μεταστρέψουν στην αρχικά απολύτως αρνητική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων. Ζητήματα ασφάλειας και αστυνόμευσης λοιπόν πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν κοινωνίες, πόσο μάλλον κοινωνίες που βρίσκονται σε μία παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση.
Ο Τάσος Χατζηαναστασίου είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Κατά καιρούς έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης, Παλέρμου και Κύπρου. Από το 2009 ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στο Ναύπλιο.
Το παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε στο πλαίσιο της εναρκτήριας εκδήλωσης του 37ου συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Αστυνομικών, Ναύπλιο, αίθουσα Βουλευτικού, 17 Σεπτεμβρίου 2021.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ασπρέας Γεώργιος 1953, «Εξέλιξις του αστυνομικού θεσμού από της απελευθερώσεως της Ελλάδος μέχρι σήμερον», Αστυνομικά Χρονικά, τ. 1, 1.6., σ. 4-12.
Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. ΣΤ΄, Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 1982.
Δανούσης Κωνσταντίνος, Καραβίτης Γεώργιος, Ιστορία της Ελληνικής Αστυνομίας, τυπογραφείο Ελληνικής Αστυνομίας, Αθήνα, 2004.
Διακάκης Αντώνης, Το Μεσολόγγι στο 1821, πόλεμος, οικονομία, πολιτική, καθημερινή ζωή, Ασίνη, Αθήνα, 2019.
Μακρυγιάννη στρατηγού, Απομνημονεύματα, Μπάυρον, Αθήνα [χ.χ.].
Μιχαηλίδης Ιάκωβος Δ, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.
Μιχαηλίδης Ιάκωβος (επιμ.), Διήγησις συμβάντων τηςF ελληνικής φυλής από το α 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Η Καθημερινή, Αθήνα, 2020.
Μποζίκης Σίμος, Ελληνική Επανάσταση και Δημόσια Οικονομία. Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους, Ασίνη, Αθήνα, 2020.
Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Προμαχώντας στο Μεσολόγγι, έργα και ημέρες του Θανάση Ραζικότσικα, 1798-1826, Εστία, Αθήνα, 2007.
Σφυρόερας Βασίλης, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως, 1822-1823», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σ. 212-286.
Finlay George, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, μτφρ. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, απόδοση στα Ν.Ε. Σφυρόερα Σοφία, Λιόντου Δάφνη, Το Βήμα, τ. Β΄, Αθήνα, 2021.
Χατζηαναστασίου Τάσος, Κασιμάτη Μαρία, Πολεμώντας το ’21, οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2020.
Χατζηκυριακίδης Κυριάκος Στ., Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Η καπετάννισσα της Ελληνικής Επανάστασης, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2021.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ασπρέας 1953: σ. 5
- Σφυρόερας 1975: 215 και Βακαλόπουλος 1982: 9-10.
- Βακαλόπουλος 1982: 9-10.
- Μποζίκης 2020: 156-157.
- Βακαλόπουλος 1982: 11.
- Για τη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη, βλ. https://argolikivivliothiki.gr/2010/09/03/panos-kolokotronis-2/ όπου και η – μεταγενέστερη – ιατροδικαστική έκθεση.
- Χατζηκυριακίδης 2021: 143-158.
- Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη 2020: 208 και 216-219.
- Διακάκης 2019, σ. 230.
- Σβολόπουλος 2007: 86-87.
- Βυζάντιος 2020: 112-113.
- Μακρυγιάννης: 33-34.
- Finley 2021: 187-188. Σ’ αυτό λογικά αναφέρεται και ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του όταν γράφει λακωνικά: «Οι Μανιάτες έγδυσαν το Άργος και έφυγαν.» (Μιχαηλίδης 2021β: 145), αλλά επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές. Βλ. Βακαλόπουλος 1982: 222, όπου εκτός από τους Μανιάτες αναφέρονται και άλλα ταραχοποιά στοιχεία μεταξύ των ενόπλων που έως τότε περνούσαν τον καιρό τους στο Άργος.
- Βακαλόπουλος 1982: 222.
- Finley 2021: 214-219
- Βακαλόπουλος 1982: 305-307.
- Μποζίκης 2020: 201, 234, 288-289.
- Μποζίκης 2020: 396-397.
- Μποζίκης 2020: 314-315.
- Ασπρέας 1953: 6.
- Μακρυγιάννης [χ.χ.]: 308-309.
- Ασπρέας 1953: 6-7.