Skip to main content

Ελισάβετ Χατζηαντωνίου: Ο θεσμός της δουλείας κατά τους βυζαντινούς χρόνους

Ελισάβετ Χατζηαντωνίου

Ο θεσμός της δουλείας κατά τους βυζαντινούς χρόνους*

Η δουλεία είναι ένα φαινόμενο πανάρχαιο, σχεδόν τόσο παλιό όσο ο άνθρωπος και σίγουρα όσο ο πόλεμος. Στον χώρο της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής η άνθησή του τοποθετείται στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Το βυζαντινό κράτος, αποτελώντας τη συνέχεια και εξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κληρονόμησε πλήθος θεσμών που ίσχυαν στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Μεταξύ αυτών οπωσδήποτε συγκαταλέγεται και η δουλεία, που ως κοινωνική, οικονομική και νομική πραγματικότητα υφίστατο σε όλη τη βυζαντινή περίοδο, αν και με φθίνουσα πορεία από τα τέλη του 11ου αιώνα και εφεξής.

Η  νομική θέση των δούλων – εξελίξεις στο νομικό πλαίσιο

Θα αναφερθούμε στη δουλεία ως έννοια και ως κατάσταση ξεκινώντας από τα δεδομένα που προκύπτουν μέσα από την εξέταση του βυζαντινού Δικαίου. Η επιλογή αυτή καθίσταται απαραίτητη, από τη μια πλευρά, επειδή το νομικό status των δούλων επηρέαζε καθοριστικά την ποιότητα της ζωής τους και, από την άλλη, διότι οι εξελίξεις στη νομοθεσία προφανώς αντικατόπτριζαν επίκαιρες πολιτικές ή κοινωνικές καταστάσεις ή/και διαμόρφωναν νέες αντιλήψεις και πρακτικές.

Γενική αρχή του θεσμού της δουλείας είναι ότι επέτρεπε τη μετατροπή ή την εξαρχής αντιμετώπιση ενός ανθρώπου ως έμψυχου περιουσιακού στοιχείου προς κατοχή και χρήση. Έτσι, κατά το ρωμαϊκό και βυζαντινό Δίκαιο, οι δούλοι κατείχαν μια ρευστή θέση ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και στην κινητή περιουσία. Παρότι ο νομοθέτης κάνει αναφορά στον φυσικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι καταρχήν ίσοι, ωστόσο  αποδέχεται τη διάκριση των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους: «πάντες οἱ ἄνθρωποι ἢ δοῦλοί εἰσιν ἢ ἐλεύθεροι» (Βασιλικά 46.1.1). Σε αντίθεση λοιπόν με τον ελεύθερο άνθρωπο, που αποτελεί υποκείμενου του Δικαίου, ο δούλος αποτελεί αντικείμενο του Δικαίου (res), που αγοράζεται και πωλείται ως ζωντανό εμπόρευμα, ενεχυριάζεται, κληροδοτείται, δωρίζεται, χρησιμοποιείται κατά τη βούληση του ιδιοκτήτη του.

Ως περιουσιακό στοιχείο, σε περίπτωση που ένας δούλος υφίστατο οποιουδήποτε είδους φθορά ή παράνομη χρήση, ο δεσπότης του θα έπρεπε να αποζημιωθεί. Έτσι, αν ένας ερχόταν σε σαρκική επαφή με δούλη ή δούλο κάποιου, όφειλε να καταβάλει χρηματική αποζημίωση στον κύριό τους. Βέβαια, δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για την προάσπιση της προσωπικότητας του θύματος, αν η επαφή ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Αντίθετα, ο δεσπότης μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ίδιος ή να παραχωρήσει τη δούλη ή τον δούλο του σε ένα τρίτο (φιλικό ή συγγενικό) πρόσωπο ως σεξουαλικό αντικείμενο. Αντιστοίχως, σε περίπτωση κλοπής δούλου, ο νόμος επέβαλλε την επιστροφή του, την καταβολή αποζημίωσης ίσης με το τίμημα του δούλου καθώς και αποζημίωση για το προϊόν εργασίας που δεν είχε παραχθεί λόγω της απουσίας του. Ο νόμος επίσης προέβλεπε ότι, αν κάποιος σκότωνε αναίτια δούλο ή ένα τετράποδο ζώο άλλου ιδιοκτήτη, θα έπρεπε να αποζημιώσει τον τελευταίο καταβάλλοντας τίμημα ίσο με την ακριβότερη τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Δεδομένου ότι οι δούλοι δεν συνιστούσαν υποκείμενα του Δικαίου, δεν μπορούσαν να εμπλακούν σε δικαστική διένεξη με έναν ελεύθερο πολίτη – είτε ως ενάγοντες είτε ως εναγόμενοι. Συνεπώς, δεν μπορούσαν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη ούτε εναντίον του δεσπότη τους, ακόμη και αν επρόκειτο για ποινικές υποθέσεις. Ο δε κύριός τους ήταν υπόλογος για αδικήματα του δούλου του, όπως θα ήταν και για άλλη κινητή περιουσία του (λ.χ. αν ένα από τα παραγωγικά ζώα του προκαλούσε ζημία στο κτήμα του γείτονα). Βέβαια, για σοβαρά αδικήματα, ο δεσπότης προφανώς δεν επιθυμούσε να αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις του δούλου του και να καταβάλει σχετική αποζημίωση. Σε αυτή την περίπτωση, μπορούσε να αποποιηθεί του περιουσιακού του δικαιώματος, ο δε δούλος περιερχόταν στην ιδιοκτησία του δημοσίου, οπότε παραδιδόταν στην κρατική δικαιοσύνη.

Τέλος, εφόσον ο δούλος δεν υφίστατο ως νομική προσωπικότητα, δεν του αναγνωριζόταν το δικαίωμα να εμφανίζεται ως μάρτυρας κατηγορίας ή υπεράσπισης στο δικαστήριο, ακόμα και αν μπορούσε να αποδείξει την αλήθεια των πληροφοριών του. Άλλωστε, κατά το βυζαντινό Δίκαιο, δεν γινόταν δεκτή ούτε και η μαρτυρία πενήτων και οικονομικά εξαρτημένων, άρα προσώπων αναξιόπιστων και χωρίς ελευθερία συνειδήσεως. Σε υποθέσεις ωστόσο που αφορούσαν εγκλήματα καθοσίωσης και γενικώς για εγκλήματα σε βάρος του δημοσίου ήταν δυνατό να κατατεθεί και η μαρτυρία δούλων. Αυτού του είδους και άλλες εξαιρέσεις, που όμως εδώ δεν είναι δυνατό να αναφέρουμε για οικονομία χώρου, δείχνουν ότι τα στεγανά ανάμεσα στις δύο νομικές ομάδες δεν ήταν πάντοτε απόλυτα.

Όπως προαναφέρθηκε, παρότι ο νόμος αντιμετώπιζε τον δούλο ως ένα έμψυχο περιουσιακό στοιχείο και εργαλείο, ταυτόχρονα του αναγνώριζε την ανθρώπινή του υπόσταση. Μάλιστα, ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια άρχισαν να εισάγονται διατάξεις που στόχευαν στην αντιμετώπιση των δούλων π τ φιλανθρωπότερον. Οι ρυθμίσεις αυτές αυξήθηκαν και εμπλουτίστηκαν κατά τη βυζαντινή περίοδο. Αποσκοπούσαν στον περιορισμό των απάνθρωπων τιμωριών (με επιβολή ποινής στον δεσπότη – ειδικά σε περίπτωση θανάτωσης δούλου), στη διασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διατροφής και διαβίωσης, στην αποτροπή της εκπόρνευσης γυναικών δούλων καθώς και του ευνουχισμού ανδρών. Μάλιστα, στις δύο τελευταίες περιπτώσεις αναγνωριζόταν στους παθόντες το δικαίωμα απελευθέρωσης. Το μέσο για την απαλλαγή από σκληρό και βάναυσο δεσπότη ή ακόμη και για τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους ήταν ο θεσμός του ασύλου, που βέβαια ίσχυε ήδη από την αρχαιότητα. Στο ζήτημα θα επανέλθουμε παρακάτω.

Επίσης, η νομοθεσία αναγνώρισε συνήθεις πρακτικές και μάλιστα συνέβαλε στην εξέλιξή τους, όπως λ.χ. το δικαίωμα των δούλων να κατέχουν και να εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος τμήμα της περιουσίας του κυρίου τους (peculium). Την κυριότητα του πεκούλιου εξακολουθούσε βέβαια να έχει ο δεσπότης, ο οποίος μπορούσε να το αποσπάσει οποτεδήποτε επιθυμούσε. Ωστόσο, οι δούλοι απολάμβαναν το παραγόμενο προϊόν και ενίοτε αποκόμιζαν έσοδα από το πλεόνασμα της παραγωγής. Έτσι, ήταν δυνατό να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους, ακόμη και να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Στα τέλη του 9ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Λέοντας Στ΄ (886-912) όρισε με Νεαρά του ότι οι αυτοκρατορικοί δούλοι μπορούσαν να διαθέτουν κατά το δοκούν το πεκούλιον τους. Ταυτόχρονα, ο αυτοκράτορας παρότρυνε τους κρατικούς αξιωματούχους να μιμηθούν το παράδειγμά του και να παραχωρήσουν ανάλογα δικαιώματα στους δικούς τους δούλους. Ο εν λόγω νόμος εισάγει μια καινοτομία στον θεσμό της δουλείας: για πρώτη φορά γίνεται λόγος για περιουσία του δούλου, καθώς έως τότε η ιδιότητά του ως αντικειμένου του περιουσιακού Δικαίου ήταν ασυμβίβαστη με την έννοια της απόκτησης προσωπικής περιουσίας (με άλλα λόγια, ένα περιουσιακό στοιχείο δεν μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης άλλου περιουσιακού στοιχείου). Μάλιστα, η συγκεκριμένη Νεαρά συνιστά ένα ενδεικτικό παράδειγμα για το πώς η αυτοκρατορική πρακτική μπορούσε να επηρεάσει σταδιακά τις αντιλήψεις των υπηκόων. Έτσι, στα τέλη του 12ου αιώνα ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος σε ομιλία προς το ποίμνιό του σημειώνει ότι ο δεσπότης δεν θα πρέπει να ζητά πίσω το πεκούλιον από τον δούλο, διότι πλέον του ανήκει.

Η Νεαρά 38 του Λέοντα Στ΄ (886-912) συνιστά καινοτομία για τον θεσμό της δουλείας στο Βυζάντιο, καθώς αντιμετωπίζει τον δούλο ως υποκείμενο του Δικαίου που μπορεί να αποκτήσει δική του περιουσία. Ωστόσο, η εφαρμογή του νόμου αφορά μόνο στους βασιλικούς δούλους. Είναι φανερή η επιφυλακτικότητα του αυτοκράτορα να απαιτήσει την  καθολική επιβολή μιας διάταξης που θα προκαλούσε σημαντικές αντιδράσεις από πλούσιους και μη δουλοκτήτες.

Βέβαια, δεν αρκεί να γνωρίζουμε μόνο το θεωρητικό πλαίσιο για τη μελέτη ενός θεσμού. Και αυτό διότι συχνά υπάρχει διάσταση ανάμεσα στις νομικές προβλέψεις και την κοινωνική πραγματικότητα. Αξιοποιώντας πηγές που απεικονίζουν την εφαρμογή των νόμων (Πείρα Ευστάθιου Ρωμαίου, 11ος αι.), αντλώντας δεδομένα από το εκκλησιαστικό Δίκαιο και τα σχόλια των κανονολόγων του 12ου αιώνα (Βαλσαμώνος, Ιωάννη Ζωναρά, Αριστηνού) και συνδυάζοντας μαρτυρίες από αγιολογικά κείμενα, χρονικές συγγραφές, ομιλίες και επιστολές αρχιερέων κ.λπ., είμαστε σε θέση να διαμορφώσουμε μια πληρέστερη εικόνα σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των δούλων, τη μεταχείρισή τους από τους δεσπότες καθώς και για την ιδιωτική τους ζωή.

Η μεταχείριση των δούλων από τους δεσπότες

Από τη συνοπτική αναφορά στο νομικό status των δούλων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι καθημερινές τους δραστηριότητες και η ποιότητα της ζωής τους εξαρτώνταν απόλυτα από τη βούληση, την προσωπικότητα και την ηθική του κυρίου τους. Πέρα από ορισμένους περιορισμούς που του επέβαλλε η νομοθεσία (λ.χ. υποχρέωση παροχής βασικού ρουχισμού και στοιχειώδους διατροφής και ιατρικής φροντίδας, απαγόρευση εκπόρνευσης και ευνουχισμού, αποφυγή βάναυσων τιμωριών και ποινή σε περίπτωση θανάτωσης), κατά τα άλλα ο δεσπότης μπορούσε να χρησιμοποιήσει και να διαθέσει τους δούλους του όπως εκείνος επιθυμούσε.

Για παράδειγμα, αρκετά συχνό ήταν το φαινόμενο των σαρκικών επαφών – τόσο με τη χρήση της δούλης ως παλλακίδας, όσο και με την περιστασιακή ή και συχνή ερωτική επαφή, που μπορεί να έπαιρνε και τη μορφή σεξουαλικής κακοποίησης εάν γινόταν με τη βία. Πέρα από την απαγόρευση για την εκπόρνευση και τον ευνουχισμό των δούλων, δεν υπήρχε άλλη νομική προστασία τους όσον αφορά την εκμετάλλευσή τους στον γενετήσιο τομέα. Το αυτοκρατορικό Δίκαιο περιοριζόταν μόνο σε προβλέψεις που θα απέτρεπαν τις ερωτικές επαφές ελεύθερων ή έγγαμων γυναικών και δούλων, με στόχο οι δύο νομικές ομάδες να παραμείνουν στεγανές και απόλυτα διακριτές. Απαγορευτικές προβλέψεις για σχέσεις έγγαμου δεσπότη με δούλη του δεν υπήρχαν. Σε αυτό το πλαίσιο δύσκολα μπορούσε να προστατεύσει κανείς τους δούλους, κυρίως γυναικείου φύλου, από τις σεξουαλικές ορέξεις των κυρίων τους. Μόνο η χριστιανική ηθική και οι εκκλησιαστικοί κανόνες μπορούσαν να αποτελέσουν μια δικλείδα ασφαλείας, καθώς κατά το κανονικό Δίκαιο η μοιχεία και η πορνεία (= κάθε εξώγαμη σαρκική σχέση) θεωρούνταν σοβαρά αμαρτήματα. Στόχος πάντως των σχετικών προβλέψεων του εκκλησιαστικού Δικαίου και πάλι δεν ήταν η προστασία των δούλων αλλά η προστασία των θεσμών του γάμου και της οικογενείας.

Ένα άλλο ζήτημα που σχετίζεται με τη μεταχείριση των δούλων από τους κυρίους τους είναι οι βάναυσες τιμωρίες που τους επιβάλλονταν. Βέβαια, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η σωματική ποινή προβλεπόταν από το αυτοκρατορικό και εκκλησιαστικό Δίκαιο για υπηκόους και πιστούς, ενώ συνιστούσε και μέθοδο διαπαιδαγώγησης τέκνων. Ως εκ τούτου, θεωρούνταν συνηθισμένη πρακτική για τον σωφρονισμό ενός απειθούς δούλου ή για την τιμωρία ενός απρόσεκτου ή αφελούς δούλου που ζημίωσε με κάποιον τρόπο τον κύριό του. Όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους άρχισαν να επιβάλλονται ποινές στον δεσπότη που θανάτωσε για ασήμαντη αιτία (!) τον δούλο  του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος (306/324-337) όρισε ότι επιτρέπεται μεν στους δεσπότες να τιμωρούν τους σκλάβους για να τους σωφρονίσουν, ωστόσο δεν θα πρέπει να εξαντλούν την αυστηρότητά τους πάνω στα σώματά τους. Μάλιστα ο κύριος που σκόπιμα χτύπησε τον δούλο του με θανάσιμο τρόπο (με χτύπημα στο κεφάλι, ανελέητο μαστίγωμα, κάψιμο μελών, δηλητηρίαση, φρικτά βασανιστήρια) θεωρούνταν ένοχος για ανθρωποκτονία. Παρά τις σχετικές νομικές διατάξεις αλλά και, όπως θα δούμε, τις συμβουλές των ιεραρχών για επιεική αντιμετώπιση, ο καθένας αντιλαμβανόταν διαφορετικά τη μετριοπάθεια. Συνηθισμένες τιμωρίες ήταν η στέρηση τροφής και ενδυμάτων ή/και ο εγκλεισμός σε απομονωμένο χώρο. Σώζονται ωστόσο και μαρτυρίες για υπερβολικά σκληρές τιμωρίες (ξερίζωμα του τριχωτού της κεφαλής, μαστίγωμα, αλυσοδέσιμο, απαγχονισμός) – ακόμη και τον 12ο και τον 14ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ο θεσμός έφθινε στο Βυζάντιο και ενώ οι Βυζαντινοί όλο και συχνότερα καθίσταντο πλέον θύματα αιχμαλωσίας και δουλείας.

Η απάνθρωπη μεταχείριση των κυρίων ενίοτε οδηγούσε τους δούλους σε φυγή. Οι νόμοι απέτρεπαν φυσικά και νομικά πρόσωπα (γαιοκτήμονες, μονές κ.λπ.) να υποδέχονται και να θέτουν στην υπηρεσία τους άγνωστα πρόσωπα, καθώς μπορεί να επρόκειτο για φυγάδες δούλους, που απέκρυπταν την ιδιότητά τους. Μάλιστα, ο νομοθέτης όριζε ότι η περίθαλψη φυγάδα δούλου ισούταν με κλοπή. Προφανής στόχος ήταν να μην του παρέχεται δυνατότητα επιβίωσης, γεγονός που οπωσδήποτε λειτουργούσε αποθαρρυντικά για τη σύλληψη ενός σχεδίου διαφυγής.

Αρκετοί δούλοι αναζητούσαν άσυλο σε εκκλησίες, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην εποχή της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας οπότε οι δούλοι κατέφευγαν σε ναούς και αγάλματα αυτοκρατόρων. Ειδικοί εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι, οι έκδικοι/ιεροέκδικοι και ο πρωτέκδικος, διερευνούσαν τους λόγους για τους οποίους ένας δούλος είχε ζητήσει άσυλο. Αν όντως η προσφυγή οφειλόταν σε κακομεταχείριση και βάναυση συμπεριφορά, ο κύριος έχανε την κυριότητα επί του δούλου και αποζημιωνόταν στοιχειωδώς, ο δε δούλος πωλούνταν σε άλλο δεσπότη. Όπως προαναφέρθηκε, σε ειδικές περιπτώσεις (εκπόρνευση, ευνουχισμός) ο δούλος μπορούσε ακόμη και να απελευθερωθεί. Αν είχε υποπέσει σε σφάλμα (κλοπή ή ζημία) και απλώς φοβούνταν την οργισμένη αντίδραση του κυρίου του, τότε ο δεύτερος μπορούσε να υποσχεθεί ενόρκως ότι δεν θα τον τιμωρούσε σκληρά και ο δούλος επιστρεφόταν σε αυτόν. Σε περίπτωση βέβαια που η αιτία προσφυγής αποδεικνυόταν ασήμαντη, ο δούλος αποδιδόταν στον δεσπότη, αφού μάλιστα υφίστατο σωματική ποινή από τον έκδικο. Τον 5ο και 6ο αιώνα το φαινόμενο αναζήτησης εκκλησιαστικού ασύλου ήταν ιδιαίτερα συχνό και απασχόλησε αρκετές φορές τους αυτοκράτορες. Ο Ιουστινιανός Α΄ (527-565) διέταξε την επιτάχυνση των διαδικασιών, καθώς αυξανόταν ο αριθμός των δούλων που κατοικούσαν σε ναούς και προσκτίσματα, φέροντας προσκόμματα στη λειτουργία τους και στις υπηρεσίες που όφειλαν να προσφέρουν αλλά και προκαλώντας εντάσεις.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και περιγραφές δεσποτών σε γραπτές πηγές κυρίως ηθικοπλαστικού χαρακτήρα (λ.χ. Βίους αγίων, ομιλίες αρχιερέων), που αναφέρονται σε κυρίους που αντιμετώπιζαν τους δούλους τους σχεδόν ως μέλη της οικογένειάς τους: ενδιαφέρονται γι’ αυτούς όταν αρρώσταιναν και έσπευδαν σε αγίους εκλιπαρώντας για τη θεραπεία τους, είχαν στενούς συναισθηματικούς δεσμούς με ορισμένους από αυτούς, σε βαθμό μάλιστα που αποφάσιζαν να τους χαρίσουν την ελευθερία τους. Τα συγκεκριμένα κείμενα προβάλλουν το πρότυπο του καλού δεσπότη, που θα μπορούσε να εμπνεύσει και τους υπόλοιπους πιστούς. Βέβαια, η συμπεριφορά του κυρίου απέναντι στους δούλους, όπως άλλωστε και προς τους έμμισθους υπηρέτες, εξαρτιόταν από τον χαρακτήρα, την κοινωνική και οικονομική θέση, το μορφωτικό και ηθικό του επίπεδο, αλλά και από το γενικότερο πνεύμα της εποχής.

Σε κάθε περίπτωση, και άλλες αφηγηματικές πηγές αλλά και δικαιοπρακτικά έγγραφα (διαθήκες, έγγραφα απελευθέρωσης) παρέχουν μαρτυρίες για δεσπότες προσηνείς και συμπονετικούς – ιδίως απέναντι σε δούλους με τους οποίους είχαν μεγαλώσει και ζήσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους. Ήδη αναφέρθηκε ότι συχνά δεσπότες παραχωρούσαν πεκούλια σε δούλους τους, γεγονός που δημιουργούσε τις προϋποθέσεις να βελτιώσουν τους όρους διαβίωσής τους και να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Άλλοι δεσπότες συμβίωναν με τις παλλακίδες δούλες τους έως τον θάνατό τους ή (σπανιότερα) τις παντρεύονταν – πράξεις που νομικά ισοδυναμούσαν με απελευθέρωση των γυναικών. Ακόμη, μαρτυρούνται πάμπολλες περιπτώσεις δούλων που είχαν αποκτήσει την εμπιστοσύνη των κυρίων τους. Ο αριστοκράτης Κεκαυμένος (11ος αι.) συστήνει μάλιστα στους γιους του να φροντίζουν ώστε να έχουν πάντοτε δίπλα τους έναν έμπιστο άνθρωπο, δούλο ή ελεύθερο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ήταν εφικτό να αναπτυχθεί μια τέτοια σχέση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αρκετοί δούλοι αναλάμβαναν υπεύθυνες θέσεις στο σπίτι ως τροφοί και παιδαγωγοί των τέκνων της οικογένειας ή ως οικονόμοι του σπιτιού, επιστάτες των καλλιεργειών ή υπεύθυνοι καταστημάτων, ως γραμματείς, διερμηνείς, έμπιστοι σωματοφύλακες κ.λπ. Από τον Ιωάννη Ζωναρά και τον Αριστηνό πληροφορούμαστε ότι δεσπότες ανέθεταν σε παιδαγωγούς-ιερωμένους τη διδασκαλία όχι μόνο των παιδιών αλλά και των δούλων τους. Αυτή η ευνοϊκή μεταχείριση εξυπηρετούσε προφανώς δύο σκοπούς. Πρώτον, την εξασφάλιση προσωπικού υψηλού μορφωτικού και διανοητικού επιπέδου, το οποίο θα ήταν χρησιμότερο για τους κυρίους τους και, δεύτερον, την αύξηση της αξίας των δούλων λόγω της απόκτησης επιπλέον προσόντων. Παράλληλα όμως, δείχνει τη βελτίωση της αντιμετώπισης των δούλων, ενδεχομένως στο πλαίσιο της ηθικής διδασκαλίας της εκκλησίας για τις σχέσεις των κυρίων με τους δούλους τους.

Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι σωζόμενες διαθήκες όπου μεταξύ άλλων οι δεσπότες διατύπωναν την επιθυμία να απελευθερωθούν ορισμένοι, τουλάχιστον, από τους δούλους τους. Φρόντιζαν μάλιστα να αφήσουν στους απελεύθερους και ένα κληροδότημα, προκειμένου να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι στον υπόλοιπο βίο τους. Βέβαια, εκτός από τον συναισθηματικό δεσμό που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, στους λόγους που οδηγούσαν έναν δεσπότη να απελευθερώσει έναν ή περισσότερους δούλους θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι μεταφυσικές του ανησυχίες ενόψει του τέλους της ζωής του – οπότε αποφάσιζε να προβεί σε πράξεις ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας που θεωρούσε ότι θα διασφάλιζαν τη σωτηρία της ψυχής του. Για ίδιους λόγους, άλλοι ιδιοκτήτες επιθυμούσαν να λάβουν το μοναχικό σχήμα, οπότε θεωρούσαν ορθό (και όφειλαν) να αποδεσμευτούν από τα εγκόσμια και, άρα, από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Άλλοι πάλι κύριοι δεν περιορίζονταν σε τόσο καθυστερημένες πράξεις ευεργεσίας και απελευθέρωναν δούλους τους νωρίτερα. Σώζονται μάλιστα τύποι συμβολαιογραφικών εγγράφων, με τα οποία τους εκχωρούνταν η ελευθερία (ἀκτος ἐλευθερίας ψυχαρίου). Στα κείμενα αυτά τονίζεται ότι η δουλεία είναι αντίθετη προς τον νόμο του Θεού, που έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο.

Στον παραπάνω τύπο συμβολαιογραφικής πράξης απελευθέρωσης δούλου τονίζεται ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο, η δε κατάσταση της δουλείας αποτελεί συνέπεια της ανθρώπινης πλεονεξίας.  Επισημαίνεται ότι η ευεργεσία του δεσπότη οφείλεται στη μακροχρόνια σχέση με τον δούλο του και στα αισθήματα εκτίμησης και συμπάθειας που είχε αναπτύξει γι’ αυτόν. Αυτό διακρίνεται και από το γεγονός ότι του παρέχεται άνευ όρων ελευθερία, χωρίς καμία υποχρέωση του απελεύθερου προς τη δεσποτική οικογένεια και χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό κινήσεων.

Η ιδιωτική ζωή των δούλων – οι οικογενειακές σχέσεις

Κατά τους ελληνορωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, ο γάμος συνιστούσε νομική πράξη. Εφόσον όμως οι δούλοι στερούνταν του δικαιώματος δικαιοπραξίας, νομικά δεν μπορούσαν να συνάψουν έγγαμες σχέσεις και, άρα, να έχουν οικογένεια και συγγενείς. Ωστόσο, καθώς σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούνταν η ανθρώπινή τους υπόσταση, τους αναγνωριζόταν το δικαίωμα να ζουν ἐν συντροφίᾳ – με την άδεια βέβαια του δεσπότη. Με αυτόν τον τρόπο θεωρούνταν ότι οι δούλοι θα κάλυπταν ευπρεπώς τις γενετήσιες ορμές τους, χωρίς να προσβάλουν την τιμή της οικογένειας στην οποία ανήκαν. Πέρα από το ηθικό όφελος, υπήρχε βέβαια και πρακτικό όφελος, καθώς τα τέκνα των δούλων ανήκαν επίσης στον δεσπότη των γονέων. Έτσι, σε διάφορες πηγές απαντά ο όρος φαμίλια/οικογένεια δούλων και άλλοι βαθμοί συγγένειας. Ενίοτε, ακόμη και σε νομικά κείμενα χρησιμοποιούνται καταχρηστικά όροι που δηλώνουν οικογενειακούς δεσμούς, ενώ εντοπίζουμε και προβλέψεις περί μη διαχωρισμού των μελών της οικογένειας σε περίπτωση πώλησής της.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, αν και η Πολιτεία αντιμετώπιζε τη δουλεία και τον γάμο ως δύο έννοιες ασυμβίβαστες, η Εκκλησία απαιτούσε από όλους τους χριστιανούς, ελευθέρους και δούλους, να συμμετέχουν στο θρησκευτικό μυστήριο του γάμου. Πρόβλημα κυρίως προκύπτει από τα τέλη του 9ου αιώνα, οπότε η αυτοκρατορική νομοθεσία επέβαλε όλοι οι υπήκοοι να τελούν θρησκευτικό γάμο, εξισώνοντάς τον ταυτόχρονα με πράξη αστικού Δικαίου. Αρκετοί λοιπόν δεσπότες δεν επέτρεπαν την ιερολόγηση της συμβίωσης δύο δούλων, φοβούμενοι ότι, αν τους αναγνώριζαν το δικαίωμα να συνάπτουν συμβόλαιο γάμου (άρα, το δικαίωμα να προβούν σε μια δικαιοπραξία ως υποκείμενα του Δικαίου), έμμεσα θα τους αναγνώριζαν την ελευθερία τους. Το θέμα διευθετήθηκε από τον Αλέξιο Α΄  Κομνηνό (1081-1118), ο οποίος αναγνώρισε ότι ο θρησκευτικός γάμος ήταν υποχρεωτικός για όλους τους χριστιανούς, ελεύθερους και δούλους. Tαυτόχρονα όμως, διαβεβαίωσε τους δεσπότες ότι τα δικαιώματά τους επί των δούλων τους δεν θίγονταν, καθώς, όπως διευκρίνιζε ρητά, η ιερολογία δεν συνιστούσε τεκμήριο απελευθέρωσής τους.  Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι η σχετική απροθυμία των δεσποτών δεν ήταν εύκολο να καμφθεί, καθώς κανονολόγοι των μέσων του 13ου αιώνα εξακολουθούν να απασχολούνται με το εν λόγω ζήτημα. Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί ότι τόσο η Εκκλησία, που αντιμετώπιζε όλους τους πιστούς ισότιμα όσον αφορά στα θρησκευτικά τους καθήκοντα και δικαιώματα, όσο και η Πολιτεία με τον νόμο του Αλεξίου Α΄ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ηθική εξίσωση δούλων και ελευθέρων.

Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στον θεσμό της δουλείας

Με αφορμή το προαναφερθέν σχόλιο, θα περάσουμε σε ένα άλλο θέμα, δηλαδή στη στάση που τήρησε η Εκκλησία απέναντι στον θεσμό της δουλείας. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μια και η χριστιανική διδασκαλία κηρύττει την ισότητα όλων των ανθρώπων ενώπιον του Θεού, ενώ βασικές αρχές της είναι η εν Χριστώ αγάπη και αδελφότητα, η αλληλεγγύη, η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία. Ωστόσο, η Εκκλησία αντιμετώπισε τη δουλεία ως μια μη αμφισβητήσιμη κοινωνικο-οικονομική και νομική πραγματικότητα. Ο Απόστολος Παύλος  κάλεσε τους χριστιανούς δούλους να υπηρετούν τους κοσμικούς κυρίους τους με υπακοή και σεβασμό, τους δε δεσπότες να ασκούν την εξουσία τους με έλεος και φιλανθρωπία αναλογιζόμενοι ότι όλοι ανεξαιρέτως είναι δούλοι του Κυρίου και ότι θα κριθούν για τη σκληρή ή απάνθρωπη συμπεριφορά τους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος, επανέλαβαν εν πολλοίς τα λόγια του Αποστόλου, εξηγώντας ότι η πνευματική ελευθερία είναι ανώτερη της κοσμικής ελευθερίας. Η δε προσπάθεια του πιστού για ηθική εξύψωση και πνευματική προετοιμασία για τη μεταθανάτια ζωή δεν έχει σχέση με τις εξωτερικές (νομικές, οικονομικές, κοινωνικές κ.ά.) συνθήκες. Ένας δούλος και ένας ελεύθερος, ένας πένης και ένας πλούσιος δυνητικά μπορούσαν εξίσου να επιτύχουν την πνευματική τους ολοκλήρωση. Ο καθένας αντιμετωπίζει τις δικές του προκλήσεις και οφείλει να τις ξεπεράσει, για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Έμφαση λοιπόν πρέπει να δίνεται στην επιδίωξη της αρετής, στον έλεγχο των παθών, στην πνευματική ελευθερία, με την επίτευξη της οποίας κατ’ όνομα κανείς ήταν σκλάβος· ο δε δούλος της αμαρτίας κατ’ όνομα μόνο ήταν αφέντης.

Η παραπάνω προσέγγιση επεξηγεί την οπτική της Εκκλησίας, που επέλεξε να μην στραφεί κατά του θεσμού της δουλείας καθώς και άλλων κοινωνικών ζητημάτων. Στόχος της δεν ήταν η αναμόρφωση της κοινωνίας, ώστε να λειτουργεί πιο δίκαια και αρμονικά, αλλά η προσωπική, εσωτερική αναμόρφωση του κάθε πιστού. Από την άλλη, βέβαια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Εκκλησία, ως αναγνωρισμένος και επίσημος θεσμός του Βυζαντίου ήδη από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δεν ήταν απαλλαγμένη από σκοπιμότητες και δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη. Σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβήτησε τις διατάξεις του αυτοκρατορικού Δικαίου που αφορούσαν τη δουλεία και δεν έκανε καμία προσπάθεια να καταργηθεί ο θεσμός της. Αντιθέτως, το 340 η τοπική σύνοδο της Γάγγρας καταδίκασε την αίρεση των Ευσταθιανών, οπαδών του μητροπολίτη Σεβαστείας Ευσταθίου, που μεταξύ άλλων παρότρυναν τους δούλους να εγκαταλείπουν τα καθήκοντά τους και να δείχνουν απείθεια προς τους κυρίους τους. Η υποχρέωση των δούλων για υποταγή στους κυρίους αποτελούσε λοιπόν επιταγή και του κανονικού Δικαίου. Καταδικαστέα ήταν μόνο η κατοχή χριστιανού δούλου από αιρετικό ή αλλόθρησκο – κανόνας που επηρέασε και το αυτοκρατορικό Δίκαιο.

Στο παραπάνω πλαίσιο, τόσο εκκλησιαστικά ιδρύματα όσο και πρόσωπα ήταν επιτρεπτό να κατέχουν και όντως διέθεταν δούλους. Βέβαια, ο ηγούμενος της μονής Στουδίου Θεόδωρος (τέλη 8ου-αρχές 9ου αι.), ο οποίος συνέταξε μοναστικούς κανόνες με μεγάλη και διαχρονική απήχηση, θεωρούσε ανεπίτρεπτο μοναχοί και μονές να κατέχουν δούλους, που ως άνθρωποι είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση δημιουργήματα του Θεού. Ωστόσο, και μάλιστα παρά τον κανόνα ακτημοσύνης που ισχύει για τους μοναχούς, εντοπίζουμε αναφορές σε πρόσωπα που συνέχιζαν να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες δούλου/-ων τους και μετά τη μοναχική κουρά τους.

Βέβαια, όπως κατέστη ήδη φανερό, αν και η επίσημη Εκκλησία δεν προέβη σε καταδίκη του δικαιώματος κατοχής ανθρώπου από άνθρωπο, ωστόσο καταδίκαζε την κατάχρησή του, επικρίνοντας τη βάναυση συμπεριφορά δεσποτών. Σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές της δικαιοσύνης, της πραότητας και της φιλανθρωπίας, καλούνταν οι ιδιοκτήτες να αντιμετωπίζουν τους δούλους τους με ήπιο τρόπο. Υπήρξαν μάλιστα πεφωτισμένοι αρχιερείς, όπως ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ή ο Ιωάννης Χρυσόστομος, που μίλησαν για ισότητα των ανθρώπων ως τέκτων του ιδίου πατέρα και ως αδελφών, προέτρεψαν τους κατόχους δούλων να αποκαταστήσουν τον θείο νόμο και να ελευθερώσουν τους δούλους τους παρέχοντάς τους παράλληλα και τα απαραίτητα εφόδια για να επιβιώσουν στο μέλλον. Πέρα από την ηθική διδασκαλία και τις προτροπές, η Εκκλησία, όπως σημειώθηκε παραπάνω, είχε αναλάβει θεσμικό ρόλο για την παροχή ασύλου. Ουσιαστικά, το άσυλο ήταν ο μοναδικός νόμιμος τρόπος μέσω του οποίου ο δούλος μπορούσε να διεκδικήσει την απαλλαγή του από τον απάνθρωπο αφέντη ή και να αποκτήσει την ελευθερία του.

Τέλος, το εκκλησιαστικό Δίκαιο αντιμετώπιζε ισότιμα όλους τους πιστούς, ελευθέρους και δούλους. Έγινε ήδη λόγος για το δικαίωμα τέλεσης θρησκευτικού γάμου εκ μέρους τους. Επίσης, σε αντίθεση με το αυτοκρατορικό Δίκαιο που δεν αναγνώριζε στους δούλους να παρουσιαστούν σε δικαστικό βήμα, η Εκκλησία τούς δεχόταν ακόμη και ως ενάγοντες σε βάρος ιερωμένων και επισκόπων. Με βάση την αρχή της ισότητας όλων των πιστών ενώπιον του Θεού, ήταν επίσης δυνατή η χειροτονία ενός δούλου σε κληρικό ή η κουρά του σε μοναχό – υπό τον όρο βέβαια ότι είχε τη συναίνεση του κυρίου του, καθώς η υποχρέωση υποταγής σε εκείνον αντετίθετο στην υποχρέωση απόλυτης υπακοής στον επίσκοπο ή στον ηγούμενο, αντίστοιχα.

Συμπερασματικά, οι απόψεις της Εκκλησίας περί ισότητας και εν Χριστώ αδελφοσύνης όλων των πιστών καθώς και η χριστιανική διδασκαλία που υπαγόρευε μια πιο φιλάνθρωπη μεταχείρισή τους συνέτειναν, από τη μια πλευρά, στην ηθική τους εξίσωση με τους ελεύθερους και, από την άλλη, στην καλύτερη αντιμετώπισή τους – τουλάχιστον από τους δεσπότες, που επιθυμούσαν να διάγουν ένα χριστιανικό βίο. Παρότι λοιπόν η Εκκλησία δεν ήρθε ποτέ σε ρήξη με το αυτοκρατορικό Δίκαιο και δεν διατάραξε τις ισχύουσες κοινωνικο-οικονομικές ισορροπίες, θα πρέπει να δεχτεί κανείς ότι μέσα από τους επίσημους και ευρύτερους κύκλους της ασκήθηκε θετική επίδραση στις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής.

Οι διαστάσεις του φαινομένου – ο ρόλος των δούλων στον οικονομικό βίο

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη περιγραφή του θεσμού της δουλείας κατά τους βυζαντινούς χρόνους, θα αναφερθούμε στον τρόπο απόκτησης δούλων και στον ρόλο τους στον οικονομικό και κοινωνικό βίο των Βυζαντινών.

Τέσσερις ήταν οι βασικές πηγές δούλων: α) οι πολεμικές εχθροπραξίες, από όπου προέκυπταν οι αιχμάλωτοι πολέμου·

Από τις πολεμικές εχθροπραξίες προέκυπταν αιχμάλωτοι πολέμου, που αν δεν εξαγοράζονταν, μετατρέπονταν σε δούλους. Οι αντίπαλοι του Βυζαντίου σπάνια προέβαιναν σε εξαγορά των αιχμαλώτων τους. Εξαίρεση αποτελούσαν οι Άραβες, οι οποίοι τελούσαν αλλάγια (ανταλλαγές αιχμαλώτων) με τους Βυζαντινούς. Στην εικόνα απεικονίζονται Άραβες αιχμάλωτοι, που αποδίδονται στον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ Αργυρό (1028-1034). Σύνοψη Ιστοριών Ιωάννη Σκυλίτζη (11ος αι.), μικρογραφία από το χειρόγραφο των μέσων του 13ου αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη).

β) η πειρατεία και η ληστεία, που απέφεραν και ανθρώπινη λεία, γ) η φυσική αναπαραγωγή, καθώς η ιδιότητα του δούλου ήταν κληρονομική και δ) η αδυναμία αποπληρωμής χρεών, οπότε ο οφειλέτης πωλούσε τον εαυτό του ή τα τέκνα του ως δούλους – παρότι αυτό αντέκειτο στη νομοθεσία.

Κάποιος που επιθυμούσε να αποκτήσει έναν ή περισσότερους δούλους προσέφευγε στην αγορά, που τροφοδοτούνταν με ανθρώπινο εμπόρευμα με τους προαναφερθέντες τρόπους.  Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε καθορισμένος χώρος για τη διεξαγωγή δουλεμπορίου, αν και δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για περιοδική ή μόνιμη αγορά. Το δεύτερο φαίνεται πιθανότερο, καθώς η πόλη ήταν κόμβος διακίνησης

Ελαιογραφία με τίτλο «Η αγορά σκλάβων» του Γάλλου ζωγράφου Jean-Léon Gérôme (περ. 1866). Clark Art Institute, Williamstown, Massachusetts, USA.

δούλων μεταξύ Ανατολής και Δύσης και μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Μεσογείου. Επίσης, τα μεγάλα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου (Τραπεζούντα, Θεοδοσία/Καφάς, Τάνα), της Αδριατικής (Ραγούσα), των νοτίων παραλίων της Μικράς Ασίας (Αττάλεια, Ταρσός, Σελεύκεια), η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Κρήτη καθώς και σημαντικά αστικά κέντρα, όπως η Αδριανούπολη, λειτουργούσαν ως διαμετακομιστικοί σταθμοί αλλά και ως τοπικές αγορές δούλων.

Οι τιμές κυμαίνονταν ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση καθώς και με το φύλο, την ηλικία, τα σωματικά και άλλα προσόντα του κάθε δούλου. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι επί Ιουστινιανού Α΄ ένας νεαρός δούλος (10-20 ετών) είχε αξία 20 χρυσών νομισμάτων, ενώ αν ήταν ειδικευμένος κόστιζε 30 νομίσματα. Αν ήταν εγγράμματος, οπότε μπορούσε να απασχοληθεί ως γραμματέας ή παιδαγωγός, πωλούνταν 50 νομίσματα. Τέλος, αν είχε ιατρικές γνώσεις έφτανε τα 60 νομίσματα. Το κοστολόγιο αυξανόταν αντιστοίχως, αν επρόκειτο για ευνούχο δούλο, καθώς θεωρούνταν αξιόπιστοι και χρήσιμοι για οικιακή απασχόληση αλλά και έμπιστοι ακόλουθοι του κυρίου τους. Παραβάλλοντας δεδομένα από τον 6ο, 9ο και 11ο-12ο αιώνα, συνάγεται ότι σε γενικές γραμμές η αξία των δούλων παρέμεινε διαχρονικά σταθερή. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, θα αναφέρουμε ότι ένας ελεύθερος υπήκοος που στη μέση βυζαντινή περίοδο ανήκε στην κοινωνικο-οικονομική τάξη των πενήτων διέθετε συνολική περιουσία κάτω από 50 χρυσά νομίσματα.

Όσον αφορά στις διαστάσεις του υπό εξέταση φαινομένου, δεν έχουμε βέβαια στη διάθεσή μας συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία. Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε ορισμένες φάσεις σε σχέση με το δυναμικό των δούλων και τη χρησιμοποίησή τους ως εργατικής δύναμης.

Σε γενικές γραμμές, οι μελετητές θεωρούν ότι κατά την περίοδο από τον 4ο αιώνα έως το α΄ μισό 7ου αιώνα δεν υπήρξε τόση εισροή δούλων όση στη διαρκώς διευρυνόμενη αυτοκρατορία των ρωμαϊκών χρόνων. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική κατάσταση του πρωτοβυζαντινού κράτους ήταν τέτοια που επέτρεπε, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, τον επαρκή ανεφοδιασμό της αγοράς σε δούλους. Παράλληλα, είχε σαφώς κοπάσει ο ενθουσιασμός και ο ζήλος των εύπορων πιστών των πρωτοχριστιανικών χρόνων, που για να εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή έσπευδαν να απελευθερώσουν τους δούλους τους ή και να διαθέσουν τον πλούτο τους για την εξαγορά ομόθρησκων δούλων. Έτσι, ο διδάσκαλος ρητορικής και φιλοσοφίας Λιβάνιος (β΄ μισό 4ου αι.) στην ομιλία του Περί δουλείας παρουσιάζει το φαινόμενο ως ευρέως διαδεδομένο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη ιουστινιάνεια νομοθεσία, που πραγματεύεται το ζήτημα επανειλημμένα. Το ίδιο προκύπτει και από τις αναφορές των Πατέρων της Εκκλησίας του 4ου και 5ου αιώνα, οι οποίοι επικρίνουν τους άρχοντες, τους πλούσιους γαιοκτήμονες και αριστοκράτες της εποχής τους, που έχουν στην κατοχή τους πλήθος δούλων από επιθυμία για πολυτελή βίο αλλά και από ματαιοδοξία, καθώς οι δούλοι αποτελούσαν πάντοτε ένδειξη πλούτου και μέσο κοινωνικής προβολής.

Συνεπώς, παρότι είχε αρχίσει να μειώνεται ο αριθμός τους σε σχέση με τη ρωμαϊκή περίοδο, οι δούλοι εξακολουθούσαν στο Βυζάντιο να αποτελούν μείζονα εργατική δύναμη τόσο στην οικιακή όσο και στην αγροτική και αστική οικονομία. Όσον αφορά στους δούλους του δημοσίου, πλήθος αυτών απασχολούνταν στην αυτοκρατορική αυλή. Έτσι επιδεικνυόταν ο πλούτος της αυτοκρατορίας και εμπνεόταν δέος στους υπηκόους για το μεγαλείο και την ισχύ της αυτοκρατορικής εξουσίας, αν και η κατάσταση αυτή επιβάρυνε σημαντικά το αυτοκρατορικό ταμείο. Επίσης, οι δούλοι εργάζονταν σε βασιλικά εργαστήρια για την παραγωγή και βαφή των πολύτιμων μεταξωτών, χρυσοποίκιλτων και πορφυρών υφασμάτων και ενδυμάτων, στα νομισματοκοπεία, στη βιοτεχνία όπλων, σε μεταλλεία, λατομεία και αλυκές, ενώ μεγάλος αριθμός αξιοποιούνταν στα δημόσια αρτοποιεία για την παρασκευή άρτου που θα διανεμόταν στον πληθυσμό της πρωτεύουσας. Γενικά, η χρησιμοποίηση δουλικής εργασίας γινόταν από το κράτος σε κλάδους όπου απαιτούνταν σκληρή εργασία (που ισοδυναμούσε με κάτεργα ή και θανατική ποινή) ή τεχνογνωσία (που δεν έπρεπε να διαδοθεί τόσο στην ευρύτερη αγορά όσο και εκτός του Βυζαντίου).

Στη μέση βυζαντινή περίοδο, ιδίως από τον 9ο αιώνα και εξής, ο θεσμός φαίνεται ότι γνωρίζει μια νέα άνθηση ή κατ’ άλλους μια τελευταία αναλαμπή. Με τις στρατιωτικές επιτυχίες επί Ισαύρων και Μακεδόνων αυτοκρατόρων εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων καθώς και

Η Δανιηλίδα, πλούσια χήρα από την Πάτρα, πάτρωνας του μετέπειτα αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (867-886), μεταφερόμενη και συνοδευόμενη από πλήθος δούλων της κατά το ταξίδι της στην Κωνσταντινούπολη. Σύνοψη Ιστοριών Ιωάννη Σκυλίτζη (11ος αι.), μικρογραφία από το χειρόγραφο των μέσων του 13ου αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη).

άλλων εξωτερικών εχθρών εισέρεε πλήθος αιχμαλώτων, που ενίσχυαν τον προϋπάρχοντα πληθυσμό των δούλων. Ταυτόχρονα, το ανθηρό ήδη από τον 10ο αιώνα εξωτερικό εμπόριο των Βυζαντινών εξασφάλιζε την αγορά των πόλεων με δούλους, κυρίως από τα παράλια της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας. Παράλληλα με τους Βυζαντινούς εμπόρους και οι Βενετοί ανέπτυσσαν ανάλογη δραστηριότητα. Τα σκλαβοπάζαρα τροφοδοτούνταν και από τη δράση των Αράβων και άλλων πειρατών, που λυμαίνονταν το Αιγαίο και γενικά τη Μεσόγειο. Φυσικά, η ανάκαμψη του φαινομένου δεν θα μπορούσε απλώς να αποδοθεί σε αυξημένη προσφορά δούλων. Κατά τους 10ο-12ο αιώνες τοποθετείται η ακμή της βυζαντινής οικονομίας, γεγονός που δημιούργησε μια πολυπληθή εύπορη τάξη, με αγοραστική ικανότητα και διάθεση να διάγει έναν πολυτελή βίο. Τέλος, το φαινόμενο της δουλείας φαίνεται ότι ενισχυόταν και από τις συνεχείς πιέσεις των δυνατών γαιοκτημόνων προς τις αδυνάτους/πένητες (μικρογαιούχους), οι οποίοι υπό το βάρος των διογκούμενων χρεών περιέρχονταν στην κατάσταση του δούλου. Στη θεραπεία αυτού του προβλήματος ενδεχομένως να στόχευαν και οι Νεαρές του Λέοντα Στ΄ (886-912) και Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) που απαγόρευαν ελεύθερους υπηκόους να πωλούν τον εαυτό τους.

Από τα χρόνια των Κομνηνών (τέλη 11ου αι. – τέλη 12ου αι.) άρχισε και πάλι να φθίνει ο θεσμός. Κατ’ αρχάς, εισάγονται νομοθετικές ρυθμίσεις που ευνοούσαν τις απελευθερώσεις – αν και για τους δούλους του δημοσίου μια τέτοια τάση διακρίνεται ήδη από τον 9ο αι­ώνα. Το 1095, ο Αλέξιος Α΄ όρισε ότι κατά την εκδίκαση υπόθεσης εκκλησιαστικού ασύλου θα προσάγονταν μόνο μάρτυρες του εγκαλούντος, δηλαδή του δούλου, ώστε να τερματίζεται γρήγορα η διαδικασία και να μην θίγεται ο ασθενέστερος. Επίσης, θέσπισε ότι όσοι μπορούσαν να αποδείξουν με δύο μάρτυρες ότι είχαν γεννηθεί από ελεύθερους γονείς στον τόπο καταγωγής τους θα κέρδιζαν την ελευθερία τους. Ο ίδιος αυτοκράτορας απελευθέρωσε πλήθος Πετσενέγγων αιχμαλώτων, τους οποίους εγκατέστησε στα Μογλενά και στρατολόγησε. Με τον ίδιο στόχο, δηλαδή την ενίσχυση του βυζαντινού στρατεύματος – ίσως όμως και για λόγους άσκησης κοινωνικής πολιτικής, ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός απελευθέρωσε πλήθος Βυζαντινών που είχαν υποπέσει στην κατάσταση του δούλου λόγω χρεών. Η απελευθέρωσή τους έγινε με χρηματική αποζημίωση από το αυτοκρατορικό ταμείο, ώστε να μην υπάρξει δυσαρέσκεια από τους δεσπότες τους.

Πάντως, φαίνεται να μην είναι τυχαίο που ο Μανουήλ Α΄ ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας που εισήγαγε ρυθμίσεις σε σχέση με τον θεσμό της δουλείας. Οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που προκάλεσε η συνεχής απορρόφηση της μικρής έγγειας ιδιοκτησίας από τους μεγαλογαιοκτήμονες (10ος-12ος αι.) είχαν μάλλον ευνοήσει την αντικατάσταση των δούλων ως εργατικού δυναμικού από πρώην μικρογαιούχους. Σε αυτοκρατορικά, δικαιοπρακτικά και απογραφικά έγγραφα καθώς και σε οικονομικές πραγματείες της περιόδου απαντούν κυρίως ενοικιαστές γαιών (προσωρινοί/εκλήπτορες ή μόνιμοι/πάροικοι), μίσθιοι εργάτες (δουλευτές, δουλευτοπάροικοι, δουλοπάροικοι) και απελεύθεροι. Υπάρχουν λοιπόν ενδείξεις ότι η χρησιμοποίηση των δούλων στις αγροτικές εργασίες ήταν αρκετά περιορισμένη σε σχέση με τους πρώιμους και μέσους βυζαντινούς χρόνους. Κατά μία άποψη, αυτό θα πρέπει να αποδοθεί και σε οικονομικούς λόγους: η δουλική εργασία ήταν κατώτερης ποιότητας, άρα όχι τόσο αποδοτική, η δε συντήρηση των δούλων ήταν δαπανηρή σε σχέση με το παραγόμενο έργο. Έτσι, προκρίθηκε ως πιο αποδοτική και συμφέρουσα μια άλλη μορφή εξαρτημένης εργατικής δύναμης, εκείνης των παροίκων και δουλευτοπαροίκων, που άλλωστε την περίοδο αυτή ήταν πολυάριθμη και επαρκώς προσφερόμενη.

Κατά τους 13ο-15ο αιώνες, ο θεσμός της δουλείας συνέχισε βέβαια να υφίσταται νομικά και πρακτικά, ωστόσο οι διαστάσεις του φαινομένου ήταν πλέον μικρές. Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, το Βυζάντιο εισήλθε σε μια φάση κρίσης. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν ο αγώνας για συσπείρωση και επιβίωση του βυζαντινού στοιχείου και η προσπάθεια ανασύστασης του κράτους και ανάκτησης των χαμένων εδαφών. Η βυζαντινή οικονομία δέχτηκε σοβαρά πλήγματα λόγω της συνεχούς και πανταχόθεν εμπόλεμης κατάστασης αλλά και εξαιτίας της επικράτησης των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο και γενικά στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι Βυζαντινοί δεν είχαν δυνατότητα να αποκτήσουν μεγάλο αριθμό δούλων. Ο οικονομικός τους ρόλος ήταν πλέον αμελητέος, με τους περισσότερους να απασχολούνται κυρίως ως οικιακοί υπηρέτες. Τα κέντρα δουλεμπορίου μετατοπίστηκαν προς τις εύπορες ιταλικές πόλεις, την Ισπανία και τους μουσουλμάνους της Βόρειας Αφρικής, όπου υπήρχε ικανό αγοραστικό κοινό.

Άλλωστε, είχε αρχίσει ολοένα και περισσότερο να εμπεδώνεται η αντίληψη ότι επρόκειτο για έναν απάνθρωπο και αντιχριστιανικό θεσμό, ιδίως από τη στιγμή που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί έπεφταν ολοένα και συχνότερα θύματα εξανδραποδισμού και δουλεμπορίου. Ήδη από τα τέλη του 11ου αιώνα, η σελτζουκική κατάκτηση στη Μικρά Ασία, αργότερα η λατινική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο και τέλος η οθωμανική και γενικά τουρκική επεκτατικότητα, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη πειρατεία στις θάλασσες του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου και το δραστήριο ιταλικό δουλεμπόριο, είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε σκλαβοπάζαρα Ανατολής και Δύσης πλήθη Βυζαντινών, κάθε ηλικίας, φύλου, ιδιότητας και κοινωνικής τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο, μεμονωμένα πρόσωπα μιας οικονομικής επιφάνειας προσπαθούσαν να εξαγοράσουν τους οικείους τους, προτού χαθούν τα ίχνη τους οριστικά. Οι δε Βυζαντινοί αυτοκράτορες, ανήμποροι λόγω στρατιωτικής αδυναμίας να προστατεύσουν τους επαρχιακούς τους πληθυσμούς, μάταια επιχειρούσαν να κάμψουν το θλιβερό φαινόμενο με σχετικές εκκλήσεις προς τους πάπες και τους αρχηγούς δυτικών και λατινοκρατούμενων χωρών. Ωστόσο, τα επανειλημμένα παπικά και σπανιότερα κρατικά θεσπίσματα, που άλλοτε αφορούσαν στην απελευθέρωση Βυζαντινών σκλάβων από Δυτικούς και άλλοτε στην απαγόρευση διακίνησης χριστιανών δούλων προς τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου, ελάχιστα άμβλυναν το κυρίαρχο κίνητρο που συνιστούσε το οικονομικό συμφέρον.

Η Ελισάβετ Χατζηαντωνίου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

* Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της διάλεξης που δόθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος «Δουλεία και δουλεμπόριο στη νεότερη και σύγχρονη εποχή», Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σεμιναρίων, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας / οργάνωση: καθηγητές Β. Γούναρης και Αθ. Σφήκας ΑΠΘ (Μάρτιος 2014).

 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Πηγές

Codex Justinianus, έκδ. P. Krüger, Berlin 1877 (ανατ. Dublin-Zürich 1970).

Digesta (Πανδέκτης), έκδ. Th. Mommsen, Berlin 1892 (ανατ. Dublin-Zürich 1973).

Novelles Justiniani, έκδ. P. Schoell – Kroll, Berlin 1895 (ανατ. Dublin-Zürich 1972).

Πρόχειρος Νόμος, έκδ. I. και Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum (= JGR), τ. 1-8, Αθήνα 1931 (ανατ. Αalen 1962), τ. 2, σ. 107-228.

Επαναγωγή του Νόμου υπό Βασιλείου και Λέοντος και Αλεξάνδρου, JGR 2, σ. 236-369.

Basilicorum Libri LX, έκδ. Η. J. Scheltema – Ν. van der Wal, τ. Ι-VIII, Groningen 1955-1988.

Les novelles de Leon VI le Sage, έκδ. P. Noailles – A. Dain, Paris 1944.

Novellae et aureae bullae imperatorum post Justinianum, JGR, τ. 1, σ. 291-429 (Νεαρές Κομνηνών, 1081-1185).

Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, έκδ. Γ. Α. Ράλλης – Μ. Ποτλής, τ. 1-6, Αθήναι 1852-1859, ανατ. 1966.

Το επαρχικόν βιβλίον, έκδ. J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des Weisen, Wein

Στρατηγικόν Κεκαυμένου, έκδ. G. Litavrin, Sovety is rasskazy Kekavmena, Moskva

Πείρα ήγουν διδασκαλία εκ των πράξεων του μεγάλου κυρού Ευσταθίου του Ρωμαίου, στο: JGR, τ. 4, σ. 9-260.

Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, Πρόχειρον νόμων ή Εξάβιβλος, έκδ. Κ. Γ. Πιτσάκης, Αθήνα 1971.

Α. Veselovskij, Razyskanija ν’ oblasti russkago dukhovnago stikha, Sbornik Otd. Russ. Jaz. i Imp. Akad. Nauk 46, S. Peterburg 1899, αρ. 6, Priloženije, σ. 10-76 (Βίος οσίου Βασιλείου του Νέου).

Le testament d’Eustathios Boïlas, έκδ. P. Lemerle, στο: Cinq études sur le XIe siècle byzantin, Paris 1977, σ. 15-63.

Άκτος ελευθερίας ψυχαρίου, έκδ. Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1877, τ. 6, σ. 617-618.

Β. Βοηθήματα

Χριστίνα Αγγελίδη, Δούλοι στην Κωνσταντινούπολη τον 10ο αι. Η μαρτυρία του Βίου του οσίου Βασιλείου του Νέου, Βυζαντινά Σύμμεικτα 6 (1985) 33-51.

  1. Glancy, Slavery in early Christianity, Oxford University Press 2002.

Anne Hadjinicolaou-Marava, Recherches sur la vie des esclaves dans le Monde Byzantin, Athènes 1950.

Helga Köpstein, Μερικές παρατηρήσεις για τη νομική κατάσταση των δούλων κατά την Πείρα, στο: Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα 1989, σ. 409-419.

Helga Köpstein, Zur Slaverei im ausgehenden Byzanz, Berlin 1966.

Σοφία Μεργιαλή-Σαχά, Οι Βυζαντινοί ως εμπορεύσιμο αγαθό στο δουλεμπόριο της Μεσογείου τον 14ο αιώνα, στο: Αντικήνσωρ, Τιμητικός τόμος Σ. Τρωιάνου, Αθήνα 2013, τ. Β΄, σ. 971-996.

  1. Meijjering, Molesting priests, castrating slaves. Justinianic Novels in the lexicon Ρωμαϊκαι αγωγαί, Subseciva Groningana 4 (1990) 141-162.

Ν. Μοσχονάς, Η αγορά των δούλων, στο: Χρήμα και Αγορά στην εποχή των Παλαιολόγων, Αθήνα 2003, σ. 249-272.

Π. Μπούμης, Η απελευθέρωσις των δούλων, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ 24 (1980) 695-708.

Ελευθερία Παπαγιάννη, Τo πρόβλημα τωv δoύλωv στo έργo τωv καvovoλόγωv τoυ 12oυ αιώvα, στo: Τo Βυζάvτιo κατά τov 12o αιώvα: Καvovικό Δίκαιo, κράτος και κoιvωvία, Αθήvα 1991, σ. 405-445.

St. Perentidis, L’ordination de l’esclave à Byzance : droit officiel et conceptions populaires, Revue historique de droit français et étranger 59 (1981) 231-248.

  1. Prinzing, On slaves and slavery, στο: The byzantine world, London – New York 2010, σ. 92-102.
  2. Rotman, Les Esclaves et l’esclavage de la Méditerranée antique à la Méditerranée médiévale, VIe – XIe siècles, Paris 2004 (= Byzantine Slavery and the Mediterranean World, αγγλ. μτφρ. J.-M.Todd, Cambridge 2009).

Ch. Verlinden, La traite des esclaves dans l’espace byzantine au XIVe siècle, στο: Actes du XIVe Congrès International des Etudes Byzantines, Bucarest, 6-12 Septembre 1971, σ. 281-284.

Ch. Verlinden, L’esclavage dans l’Europe médiévale, τ. II, Gent 1977, σ. 978-1009.