Skip to main content

Νίκος Χατζηϊωακείμ: Ο «Βράχος» που απέβη Βρόγχος. Η επίδραση του Γιβραλτάρ στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αντιμαχόμενων κατά την πρώτη διετία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Μέρος B΄)

Νίκος Χατζηϊωακείμ

Ο «Βράχος» που απέβη Βρόγχος. Η επίδραση του Γιβραλτάρ στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αντιμαχόμενων κατά την πρώτη διετία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Μέρος B΄)

 

II. Φθινοπωρινές Βροχοπτώσεις: Το Γιβραλτάρ στο μέσον ευρωατλαντικών εξελίξεων

Οι τάσεις που επικρατούσαν στις ΗΠΑ συνδαύλισαν τις γερμανικές ανησυχίες: στις 2 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε η αμερικανοβρετανική Συμφωνία «[μεταβίβασης 50 αμερικανικών] Αντιτορπιλικών έναντι [μακροχρόνιας εκχώρησης δικαιώματος σε 8 νησιά υπό βρετανική κατοχή στον δυτικό Ατλαντικό για την ίδρυση] Βάσεων», μία συμφωνία-ορόσημο που εκτιμάται πως θα παράγει πολιτικές συνέπειες όταν εξεταστεί η ανανέωσή της ή μη, πριν τα μέσα του 21ου αιώνα, γι’ αυτό και θα παρουσιαστεί σε χωριστή μελέτη. Τρεις μέρες αργότερα, ο Hitler διέταξε την εκπόνηση σχεδίων κατάληψης των Αζόρων και των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου˙ ειδικά οι πρώτες, θα αποτελούσαν πρώτης τάξης εφαλτήριο για τα υπό σχεδιαστική ολοκλήρωση μακράς ακτίνας δράσης στρατηγικά βομβαρδιστικά της Luftwaffe, τα οποία σχεδιαζόταν να παραχθούν μαζικά και να πλήττουν το ηπειρωτικό έδαφος των ΗΠΑ. Στις 7/9 ο Raeder τού ανέλυσε την εισήγηση μίας Μεσογειακής (Mittelmeer) στρατηγικής. Την επομένη, ο Hitler εξέδωσε Οδηγία προς την ηγεσία της Luftwaffe να μελετήσει την αξιοποίηση της Καζαμπλάνκας και του Ντακάρ, μάλιστα γερμανικές αποστολές επισκέφθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό τις προσεχείς εβδομάδες τα δύο λιμάνια.1

Ακριβώς όπως και ο στρατηγός Jodl, η ηγεσία του Kriegsmarine τασσόταν υπέρ της υιοθέτησης της περιφερειακής στρατηγικής περίσφιγξης του ΗΒ, μέσω αφενός μεν του συντονισμού των διπλωματικών ενεργειών μεταξύ του Βερολίνου, της κυβέρνησης του Vichy, της Ρώμης και της Μαδρίτης κι αφετέρου της άσκησης στρατιωτικής πίεσης στις δύο εσχατιές της Μεσογείου υπό βρετανική κατοχή, στο Γιβραλτάρ και στο Σουέζ, το πολύ καταλαμβάνοντας τα Κανάρια. Ο Raeder και οι συνεργάτες του ήταν επιφυλακτικοί στην προοπτική κατάληψης των πιο μακρινών νησιών του Ατλαντικού, καθώς λάμβαναν υπ’ όψιν τους την καταθλιπτική υπεροχή του Royal Navy, που εύκολα θα εφάρμοζε το ναυτικό αποκλεισμό τους. Οι μνήμες από την σοβαρή αποψίλωση που υπέστη το Kriegsmarine στο πλαίσιο υλοποίησης της «Άσκησης Weser» (της κατάληψης της Νορβηγίας) ήταν πρόσφατες, όταν το ναυτικό αξιοποιήθηκε μεν επιτυχώς ανορθόδοξα ως κύριο μέσο μεταφοράς στρατευμάτων, ωστόσο η δράση των βρετανικών υποβρυχίων συνδυαστικά με την επιβολή των απόψεων του Göring (ο οποίος παρείχε ανέφικτες δεσμεύσεις για την αερομεταφορά διοικητικής μέριμνας στα υπό γερμανική κατοχή προγεφυρώματα ανά τις νορβηγικές ακτές που είχαν μεταπέσει σε θύλακες μετά τις αιφνιδιαστικές αποβάσεις), κατέληξαν να οδηγήσουν στη σφαγή των λίγων, πολύτιμων μονάδων του. Ακόμη κι αν τα γερμανικά υποβρύχια αναλάμβαναν να υπερασπιστούν μαζί με την Luftwaffe τα νησιά αφότου θα είχαν εγκατασταθεί φρουρές σε αυτά, η αποστολή αυτή θα μείωνε σοβαρά τη διαθεσιμότητά τους για τις στρατηγικού χαρακτήρα επιθετικές επιχειρήσεις τους και κατά την εποχή εκείνη οι αριθμοί των U-boote ήταν ήδη ανεπαρκείς, εξαιτίας εύστοχων βρετανικών ενεργειών και γερμανικών σφαλμάτων κατά την προπολεμική περίοδο. Καταληκτικά, ο Γερμανός Α/ΓΕΝ εκτίμησε ότι τα πορτογαλικά νησιά ίσως γίνονταν στόχος αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης, εάν μία ή και οι δύο χώρες της Ιβηρικής εισέρχονταν στον πόλεμο (στο πλευρό του Άξονα εννοείται) και διαβεβαίωσε τον καγκελάριο ότι το ναυτικό ήταν σε θέση να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό των Καναρίων με όλα τα χρειώδη –κυρίως δε να μεταφέρει εκεί (αεροπορικά) καύσιμα, όχι το ίδιο, αλλά συνοδεύοντας ισπανικά tankers ως εκεί. Δηλαδή, αντικατοπτρίζοντας τους αμερικανοβρετανικούς φόβους, η ηγεσία του γερμανικού ναυτικού αντιλαμβανόταν ότι εφόσον το Βερολίνο προχωρούσε είτε σε επιτυχείς διπλωματικές ενέργειες, είτε σε κάποια επιθετική κίνηση στην Ιβηρική, οι αδημονούντες αντίπαλοί τους θα απαντούσαν με την κατάληψη τουλάχιστον των Αζόρων. Οι σκοποί και τα άγχη του Kriegsmarine ήταν ξεκάθαρα (όλα τα προαναφερθέντα αποκρυσταλλώθηκαν σε εκτενές υπόμνημα τον Οκτώβριο), ενώ οι επιδιώξεις του Hitler ήταν συνθετότερες κι εγγενώς αντιφατικές, αφού η συστέγαση των γερμανικών επιθυμιών με τις γαλλικές και τις ισπανικές αντίστοιχες, την οποία θεωρητικά προσυπέγραφε, προϋπέθετε συμβιβασμούς στους οποίους ο Γερμανός δικτάτορας δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει, σεβόμενος προς το παρόν μόνον τις ιταλικές –και όλα αυτά, ενόσω η εισβολή στην ΕΣΣΔ είχε αρχίσει να τον απορροφά. Μοιραία, θνησιγενές υποκατάστατο αποτέλεσαν οι χειριστικοί τακτικισμοί στους οποίους αποδύθηκε και που έγιναν αντιληπτοί από αμφότερους τους Franco – Pétain, αποκρούστηκαν δε με σχετική ευκολία.2

Ο Churchill συνέχιζε να κατατρύχεται από μέγιστο άγχος σχετικά με την τύχη του Γιβραλτάρ το ίδιο διάστημα. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά στον λόρδο Halifax (τότε ακόμη υπουργό Εξωτερικών), αδιαφορούσε για το αν οι Ισπανοί θα επιχειρούσαν να καταλάβουν το γαλλικό Μαρόκο και ήταν έτοιμος να τους παράσχει «οικονομικά και άλλα κίνητρα», αρκεί να παρέμεναν ουδέτεροι. Επ’ ουδενί δεν ήθελε να δημιουργηθεί κλίμα προσδοκιών εξέτασης μεταβολής του καθεστώτος του Γιβραλτάρ μεταπολεμικά, καθώς τόνιζε. Η δυνατότητα επίβλεψης των διά θαλάσσης μεταφορών και εισαγωγών της Ισπανίας αξιοποιήθηκε «χειρουργικά» από πλευράς Λονδίνου, το οποίο επέτρεπε την μεταφορά πετρελαίου στη χώρα και παρέβλεπε το τεράστιας έκτασης παράκτιο λαθρεμπόριο που διεξαγόταν υπό την ανοχή του, καθώς μέσω του Γιβραλτάρ έλεγχε ό,τι κινείτο στο «μαλακό υπογάστριο» της Ισπανίας.3 Οι Γάλλοι του Vichy κατάφεραν σημαντικό πλήγμα στο βρετανικό γόητρο εκείνες τις μέρες, όταν μοίρα τριών ελαφρών καταδρομικών κι ισάριθμων μεγάλων αντιτορπιλικών κατάφερε να δραπετεύσει από τη βρετανική απαγορευτική εποπτεία, διαπλέοντας με ταχύτητα το Στενό (11/9) με προορισμό τη Λιμπρεβίλ της Γκαμπόν (γαλλική αποικία στη δυτικοαφρικανική ακτή, η οποία είχε δεν προσχωρήσει στο Γκωλλικό στρατόπεδο των Ελεύθερων Γάλλων), αγκυροβολώντας μάλιστα προκλητικά στο Ντακάρ (15/9), πριν καταπλεύσει στον τελικό της προορισμό. Η μοίρα είχε αποπλεύσει από τον μεσογειακό ναύσταθμο της Τουλών με γερμανική άδεια, υπό τον όρο να αντισταθεί πάση δυνάμει, εάν οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις επιχειρούσαν να της κλείσουν τον δρόμο. Μεταξύ Ντακάρ και Λιμπρεβίλ παρεμβάλλεται γεωγραφικά το υπό βρετανική κατοχή λιμάνι του Φρητάουν, από το οποίο θα ήταν δυνατόν να επιχειρηθεί η ανακοπή των γαλλικών πλοίων, όμως το Royal Navy δεν καραδοκούσε εκεί. Εξιλαστήριο θύμα της αβελτηρίας θεωρήθηκε ο επικεφαλής της Ναυτικής υποδιοίκησης του Ατλαντικού με έδρα Γιβραλτάρ sir D. North (η «Δύναμη Η» είχε ξεχωριστό, δικό της διοικητή), ο οποίος απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο, αδικούμενος καταφανώς, μια κι η αδράνεια είχε υψηλούς υπαίτιους (το Ναυαρχείο, το Foreign Office και το πρωθυπουργικό περιβάλλον).4

Langmaid, Rowland; Force H off Gibraltar, 1940; National Maritime Museum, Greenwich.

Στις 16/9/1940 ο R. S. Suñer αφίχθηκε στο Βερολίνο για συναντήσεις με τον Hitler και τον υπουργό Εξωτερικών J. von Ribbentrop. Ενόσω ο Suñer βρισκόταν στο Βερολίνο (παρέμεινε εκεί επί 12 ημέρες), έλαβε επιστολή του Franco σχετική με τις επαφές του (μάλλον προβληματισμούς παρά οδηγίες). Οι κύκλοι των σημαντικών συζητήσεων ήταν επίπονοι, εδικά με τον Ribbentrop (ο διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών διεξάχθηκε απόντος του Ισπανού πρεσβευτή, κατ’ απαίτηση του Γερμανού αξιωματούχου). Πέραν της αμοιβαίας αντιπάθειας που αναπτύχθηκε σύντομα σε προσωπικό επίπεδο, ο Suñer άκουσε από τον («μισητό εγωιστή») Ribbentrop τις απαιτήσεις του Ράιχ γύρω από την παροχή δικαιώματος ανάπτυξης στρατιωτικής βάσης σε ένα από τα Κανάρια νησιά, στο Αγκαντίρ, μάλιστα «με επάρκεια εδαφικού βάθους» εκεί, καθώς και στο εγγύς νησί του Μογκαντόρ (και τα δύο στο γαλλικό Μαρόκο, αφότου αυτό θα προσαρτάτο από την Ισπανία), ως αντάλλαγμα για την βοήθεια που αναζητούσε η Ισπανία. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών θα πρότεινε την κατάληψη του Γιβραλτάρ, αν δεν προεξοφλούσε ότι τυχόν ισπανική συναίνεση θα προξενούσε ανταπαντητικά την κατάληψη από πλευράς Βρετανών όλων των υπόλοιπων νησιωτικών ερεισμάτων στρατηγικού ενδιαφέροντος στον Ατλαντικό (των ισπανικών Καναρίων, αλλά και των πορτογαλικών νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κυρίως δε των Αζόρων). Ο ίδιος ο Hitler πάντως, σε επιστολή του προς τον Franco εκείνες τις μέρες (18/9) υπήρξε πιο τολμηρός κι ευθύς: αφού τόνισε την αξία της άμεσης κατάληψης του Γιβραλτάρ (εξαίροντας τα ισπανικά συμφέροντα), υπογράμμισε επίσης την σημασία της παροχής μίας βάσης στα Κανάρια, ως έδρας για γερμανικά αεροσκάφη κάθετης εφόρμησης και μακράς ακτίνας αναχαίτισης, κατ’ ελάχιστον, ώστε να αποκρουστεί η βέβαιη βρετανική αντεπίθεση εκεί. Επιπλέον, ο Ribbentrop απαίτησε την αποπληρωμή των υψηλών χρεών του Φρανκικού καθεστώτος προς την Γερμανία που ανάγονταν στον Ισπανικό Εμφύλιο (οι Ιταλοί ήταν ελαστικότεροι σε αυτό το ζήτημα), καθώς και την εξασφάλιση πρόσθετων εξορυκτικών δικαιωμάτων στο ισπανικό προτεκτοράτο του Μαρόκου.

Με πλήρη κάλυψη από τον Franco, ο Suñer αντέστη στις πιέσεις του Ribbentrop κι απέρριψε τα γερμανικά αιτήματα. Ο (επίσης παρών) Ιταλός υπουργός Εξωτερικών G. Ciano υποστήριξε αργότερα ότι οι Γερμανοί δίστασαν να ανταποκριθούν ακόμη και στο ισπανικό αίτημα παροχής αλεύρων, λόγω ανεπάρκειας των δικών τους αποθεμάτων, ενώ ο Hitler σε επιστολή του προς τον Ciano σχολίασε με (πέρα για πέρα δικαιολογημένο) σαρκασμό τις -εν γνώσει τους- χιμαιρικές απαιτήσεις των Ισπανών. Η αλήθεια ήταν ότι ο κατάλογος των υλικών τους απαιτήσεων ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες των παραληπτών του (για την ακρίβεια, ήταν ακριβώς η ένδεια σε πρώτες ύλες που επικαλούνταν πάγια οι Γερμανοί για την νομιμοποίηση των κατακτητικών τους πολέμων, ακόμη και εκείνη την εποχή της κατ’ εξαίρεση δραματικής αύξησης των σοβιετικών εξαγωγών προς το Ράιχ): πέραν των αμιγώς στρατιωτικών τελικών προϊόντων (τριών μοιρών υδροπλάνων κι εκατοντάδων πυροβόλων κάθε κατηγορίας), οι Ισπανοί ζητούσαν 600-700 χιλ. τόνους σιτάλευρων, 625 χιλ. τ. αζωτούχων λιπασμάτων, 200 χιλ. τ. λιθάνθρακα, 320 χιλ. τ. πετρελαίου κάθε επιμέρους κατηγορίας (θέρμανσης, κίνησης, βιομηχανικής παραγωγής), 40 χιλ. τ. λιπαντικών, 100-150 χιλ. τ. σκράπ, 100 χιλ. τ. χαρτοπολτού, άλλους τόσους βάμβακα, 48 χιλ. τ. ξυλοπολτού, 25 χιλ. τ. ακατέργαστου καουτσούκ, δεκάδες χιλιάδες τόνους φυτικών πρώτων υλών για στρατιωτικές χρήσεις, ορυκτά (25 χιλ. τ. μαγγάνιο) κλπ. Η απόρριψη της λίστας ήταν αυτονόητη. Συμβιβαστική επιστολή του Franco στον Hitler (22/9) δεν άλλαξε τα πράγματα.5

Συγκαταβατικά χαμόγελα, αμοιβαία αισθήματα. Ουδέποτε επιχειρήθηκε η άμβλυνση της εκατέρωθεν αντιπάθειας μεταξύ του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Joachim von Ribbentrop (στο κέντρο) και του Ισπανού ομολόγου του Ramón Serrano Suñer (δεξιά). Η φωτογραφία προέρχεται από την πολυήμερη επίσκεψη του δευτέρου στο Βερολίνο, τον Σεπτέμβριο του 1940. Πηγή: https://img.welt.de/img/geschichte/zweiter weltkrieg/mobile125069406/5182505657- ci102l-w1024/Ram-n-Serrano-Ser-in Berlin-1940-Ribbentrop-Foto.jpg 

Ο τελευταίος, απογοητευμένος, έγραψε στον Mussolini ήδη στις 17 του μήνα ότι σκεπτόταν την δημιουργία στρατιωτικού προγεφυρώματος στη βορειοδυτική Αφρική, ώστε να επιτηρεί τις γειτονικές γαλλικές αποικίες, διότι ειδάλλως ίσως έμπαιναν στον πειρασμό να κηρύξουν απόσχιση από την κυβέρνηση του Vichy, φοβούμενος μυστική συναίνεση του Pétain σε αυτό το σενάριο. Σε δική του επιστολή προς τον Ιταλό εκείνες τις μέρες (20/9), ο Ribbentrop παραπονιόταν ότι οι αντιλήψεις των Ισπανών, όσο κι αν αυτοί ήταν «πιστοί φίλοι», δεν συμβάδιζαν με τις στρατηγικές ανάγκες του Άξονα. Η Ρώμη απ’ την πλευρά της, προσέβλεπε στις γερμανικές πιέσεις, υπαινισσόμενη ότι αν οι Ισπανοί ενέδιδαν και το Γιβραλτάρ έπεφτε, η δυτική Μεσόγειος θα μετατρεπόταν σε «Αξονική λίμνη», με αποτέλεσμα η Regia Marina, να είναι έπειτα σε θέση να ξεχυθεί ανεμπόδιστα στον Ατλαντικό. Το δέλεαρ ήταν μεγάλο, μια κι οι ιταλικές μονάδες επιφανείας αποτελούσαν σοβαρή γερμανική ελπίδα (τότε ακόμη) αντίβαρου στο Royal Navy, ο ισχυρισμός όμως ήταν ανυπόστατος, μια και το βρετανικό πολεμικό ναυτικό διατηρούσε άθικτες της βάσεις του στην ανατολική Μεσόγειο, όπου υφίσταντο απτά ιταλικά συμφέροντα κι επομένως η ναυτική ισχύς των Ιταλών θα εξακολουθούσε να είναι απασχολημένη εντός της Μεσογείου.Το θέμα θα συνέχιζε να απασχολεί τον Hitler το επόμενο διάστημα. Ο Βρετανός πρεσβευτής πιστοποιούσε τις ίδιες μέρες, βάσει των εμπιστευτικών συζητήσεών του με τον Ισπανό υπουργό Εξωτερικών Beigbeder, ότι η δική του (και όσων στους ισπανικούς κυβερνητικούς κύκλους ομοφρονούσαν μαζί του) προτεραιότητα παρέμενε μάλλον το Μαρόκο, παρά το Γιβραλτάρ. Υποτίθεται ότι τους Ισπανούς απασχολούσε η κατάρρευση της γαλλικής «έννομης τάξης» στην μαροκινή επικράτεια υπό την κατοχή της, που ίσως διαχεόταν ως κρίση κι εν τέλει επανέναρξη εξέγερσης των ντόπιων στο ισπανικό Μαρόκο. Οι Ισπανοί δίσταζαν να εκφράσουν ευθέως τον μαροκινό αναθεωρητισμό τους στους Βρετανούς, εκείνοι όμως τον λάμβαναν ήδη πλήρως υπ’ όψιν –εξ ου και αρχειοθέτησαν τις σκέψεις απόβασης στο Μαρόκο («Επιχείρηση Threat»), για να μην ωθήσουν τους αμφιταλαντευόμενους Ισπανούς στις γερμανικές αγκάλες μια ώρα αρχύτερα. Άλλωστε, όπως το έθεσε η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία στο Λονδίνο, ήταν ζήτημα προτεραιοτήτων: δεν υφίσταντο επαρκείς δυνάμεις και για την κατάληψη «ιβηρικών νησιών στον Ατλαντικό [sic]» προς δημιουργία υποκατάστατου της βάσης στο Γιβραλτάρ αν αυτή χανόταν και για την υποστήριξη μίας ενέργειας των Γκωλλικών στο γαλλικό Μαρόκο –οι στρατιωτικοί ιεραρχούσαν αδιαμφισβήτητα πολύ υψηλότερα την πρώτη αποστολή.7

Στα τέλη του μήνα (23-25/9), βρετανικές αεροναυτικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Ντακάρ («Επιχείρηση Menace»). Για όλους τους πολιτικούς λόγους που σημειώθηκαν ακροθιγώς ανωτέρω, η επιχείρηση εκτελέστηκε με περιορισμούς και καθυστερήσεις, δεν αιφνιδίασε τους Γάλλους του Vichy, οι οποίοι αντέδρασαν με αποτελεσματική αποφασιστικότητα και γι’ αυτό απέτυχε (από στρατιωτικής άποψης). Η αεροπορία Armée de l’Air de Vichy και η αεροπορία του ναυτικού Marine nationale de Vichy (οι αεροπορικοί βραχίονες των ένοπλων δυνάμεων του καθεστώτος) επανέλαβαν σε απάντηση τις επιδρομές κατά του Γιβραλτάρ εξορμώντας από την Αλγερία και το Μαρόκο (μία ημερήσια με 64 αεροσκάφη και μία νυκτερινή με 83), ρίπτοντας άνω των 100 τόνων βομβών, που προξένησαν σοβαρές ζημιές στις οχυρώσεις αλλά πέτυχαν να βυθίσουν μόλις ένα μικρό βρετανικό πλοίο. Το ισπανικό υπουργείο Eξωτερικών πληροφόρησε τους Βρετανούς ότι από τις αρχές του Vichy είχε ζητηθεί η πρόσβαση σε αεροπορικές βάσεις στο ισπανικό Μαρόκο και η χρήση του ισπανικού εναέριου χώρου, αλλά ότι η Μαδρίτη είχε απορρίψει τα αιτήματα. Στον Pétain ο Franco διαμήνυσε ότι είχε την ηθική έγκριση βομβαρδισμού «αυτού του τμήματος της ισπανικής επικράτειας που τελούσε υπό κατοχή», ενώ ο Τύπος της χώρας υπογράμμιζε ότι μετά την ήττα της Γαλλίας σύντομα θα ερχόταν και η σειρά του ΗΒ.Η γερμανική ηγεσία ήταν πεπεισμένη ότι οι ΗΠΑ κρύβονταν πίσω από την βρετανική επίθεση,πάντως η ισχυρή αντίσταση των γαλλικών δυνάμεων έπεισε αρκετούς Γερμανούς ότι η κυβέρνηση του Vichy έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως εταίρος και να μην πιεστεί υπερβολικά σε επώδυνες παραχωρήσεις (στρατιωτική πρόσβαση σε υπερπόντιες γαλλικές  κτήσεις) ώστε  να διατηρηθεί νομιμόφρων στην Αξονική πλευρά –μέχρι τουλάχιστον η τροπή των επιχειρήσεων σε πλανητικό επίπεδο να επέτρεπε την απροσχημάτιστη προβολή των γερμανικών απαιτήσεων. Αν αυτό ίσχυε, τότε πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να τρομοκρατείται το Vichy ότι επέκειτο η παραχώρηση στους Ισπανούς εδαφών στο γαλλικό Μαρόκο. Όμως αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι το Βερολίνο δεν γινόταν να υποσχεθεί στη Μαδρίτη τη μόνη ανταμοιβή που θα συνιστούσε κίνητρο εισόδου της Ισπανίας στον πόλεμο και κατάληψης του Γιβραλτάρ. Η βρετανική βάση στον «Βράχο» επιβίωσε λόγω της ανωτέρω αλληλουχίας υπολογισμών και λεπτών ισορροπιών εκείνη τη στιγμή. Αντίστοιχα, η βρετανική ενέργεια ερμηνεύθηκε από τον Franco ως ένδειξη ότι η κατάρρευση του ΗΒ κακώς θεωρείτο επερχόμενη, από την άποψη της βούλησης του Λονδίνου (αν και η εν εξελίξει αεροπορική «Μάχη της Βρετανίας» τον έκανε να πιστεύει πως σύντομα οι Βρετανοί θα υποχρεώνονταν να καμφθούν). Πάγια προτίμηση του ισπανικού καθεστώτος ήταν να εισέλθει μεν στον πόλεμο στην Αξονική πλευρά, όταν όμως αυτός θα όδευε προς τη λήξη του –κι αυτή η προοπτική παρουσίαζε μειούμενες πιθανότητες. Η Μαδρίτη ενίσχυσε σημαντικά την φρουρά των Κανάριων (έφθανε πια τους 40.000 άνδρες), τα αποθέματα πόσιμου νερού στα νησιά αυξήθηκαν και 2 μεραρχίες προστέθηκαν στις υπάρχουσες 5 επί μαροκινού εδάφους. Οι ενέργειες αυτές είχαν πολλαπλούς αποδέκτες και για να καθησυχαστούν οι Γερμανοί, τους διαμηνύθηκε ότι πολύ ευχαρίστως, σύντομα, θα υπογραφόταν 10ετής συμμαχία με τον Άξονα. Το καθεστώς του Vichy διόρισε ένα ισπανόφιλο ως πρεσβευτή του στη Μαδρίτη και κατατέθηκαν προτάσεις διακανονισμού σχετικά με τις ζώνες κατοχής στο Μαρόκο, που άφησαν ασυγκίνητους τους Ισπανούς.10

Αριστερά: ο στρατηγός de Gaulle στα ανοικτά του Ντακάρ παρακολουθεί την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Δεξιά: “Με αυτόν τον de Gaulle δεν θα πάρετε τίποτα”, προπαγανδιστική αφίσα του καθεστώτος του Vichy.

Στις 26 Σεπτεμβρίου ο Hitler, σε συζήτησή του με τον Raeder, επανήλθε στο ζήτημα της αναγκαιότητας κατάληψης των Καναρίων, «ίσως και των πορτογαλικών νησιών στον Ατλαντικό, εκ των προτέρων, τουλάχιστον προς όφελος της Luftwaffe» πριν η Ισπανία εισέλθει στη σύρραξη. Ο Α/ ΓΕΝ τού απάντησε ότι αυτό (ειδικά η κατάληψη των Αζόρων) προαπαιτούσε την σημαντική ενίσχυση του ναυτικού με πολλές μονάδες κάθε τύπου πολεμικών σκαφών επιφανείας, εν όψει μάλιστα της πιθανής εμπλοκής των ΗΠΑ. Εκτός του να εκμαιεύσει κονδύλια για το εθνικό ναυπηγικό πρόγραμμα της Γερμανίας, ο Raeder πρότεινε και την συνολική επανεξέταση των σχέσεων με τη Γαλλία του Vichy, μία και η άθικτη ναυτική ισχύς της ήταν κίνητρο ειδικά για τους Γερμανούς ναυτικούς να την θεαθούν ως υποψήφιο σύμμαχο. Προσπαθώντας να πείσει τον καγκελάριο, ο ναύαρχος έδωσε μία χερσαία χροιά στην ανάλυσή του, προβάλλοντας τα οφέλη που θα προέκυπταν για την γερμανοϊταλική πολεμική προσπάθεια μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό, εφόσον το Vichy ρυμουλκείτο σε μία στρατιωτική σύμπραξη, έστω κι αν αυτό θα ενοχλούσε με βεβαιότητα τους Ιταλούς. Μέσω της υπό γαλλική κατοχή Συρίας εξάλλου, η Τουρκία θα πειθαναγκαζόταν να επανεξετάσει τη στάση της και αυτό θα επιδρούσε ευνοϊκά στην από Νότο απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης, πριν αναληφθεί οποιαδήποτε στρατιωτική πρωτοβουλία εναντίον της. Ο Hitler δέχθηκε να εξετάσει ευνοϊκά τις εισηγήσεις εκείνες, όμως δεν έπαυε να είναι δέσμιος των δικών του οραματισμών, τους οποίους υποστήριζε δουλικά η ούτως ή άλλως «ηπειρωτικά σκεπτόμενη» μερίδα της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας υπό τον στρατηγό Keitel.11 Πέραν αυτού, οι συζητήσεις επισκιάστηκαν από την υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου την επομένη, στο οποίο οι άλλοι δύο (πλην της Γερμανίας) συμβαλλόμενοι, η Ιαπωνία και η Ιταλία, εισέφεραν το βασικό ποσοστό της ναυτικής ισχύος της νεότευκτης συμμαχίας.

Τον Οκτώβριο ενισχύθηκε επιτέλους σημαντικά η άμυνα του Γιβραλτάρ, οι υποδομές του λιμανιού απέκτησαν τη δυνατότητα υποστήριξης κι επισκευών πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, μεταφέρθηκαν σεβαστές ποσότητες εφοδίων κάθε είδους και παράλληλα ο επικεφαλής της «Δύναμης Η» ναύαρχος Somerville διατάχθηκε να διαθέσει ένα καταδρομικό για διαρκείς περιπολίες στα νερά μεταξύ των Καναρίων και των Αζόρων. Επίσης, ο Churchill ανακοίνωσε ότι αν οι Γάλλοι του Vichy επαναλάμβαναν τις αεροπορικές επιθέσεις τους κατά του «Βράχου», θα υπήρχαν αντίποινα και συγκεκριμένα ότι θα βομβαρδιζόταν η Καζαμπλάνκα. Εγκρίθηκε ακόμη (κατά πλειοψηφία) ανακοίνωση γενικόλογης αναγνώρισης της προβολής μεταπολεμικά «των ισπανικών δικαίων στη Μεσόγειο και την βόρειο Αφρική», αψηφώντας το κόστος στις σχέσεις του Λονδίνου με το Vichy ─αλλά και με τον De Gaulle. Από γερμανικής πλευράς το ίδιο διάστημα, το ΓΕΣ κατέθεσε επιτελική μελέτη στην οποία καθορίζονταν το ύψος και η σύνθεση των δυνάμεων που θα συμμετείχαν στην απόπειρα κατάληψης του Γιβραλτάρ με ημερομηνία έναρξης την 10η Δεκεμβρίου. Μετά τις αναγκαίες διορθώσεις του, το σώμα θα ήταν μεγέθους 65.383 ανδρών, με 26 μοίρες μέσου και βαρέως πυροβολικού και κλιμάκια εφόδου ένα σύνταγμα πεζικού κι ένα ορεινών κυνηγών, άφθονη λογιστική και λοιπή υποστήριξη από 8 πρόσθετες μονάδες (από μηχανικό μέχρι κλιμάκιο ανορθόδοξων επιχειρήσεων). Οι αεροπορικές πρόνοιες των θερινών επιτελικών πρωτολείων παρέμειναν αμετάβλητες (βλ. αναφορά τους παρακάτω, στην αρμόδια Οδηγία του Hitler), προστέθηκε όμως το εξής στοιχείο: ενώ θα είχε ξεκινήσει η χερσαία επίθεση, τμήματα επί λέμβων θα εξορμούσαν από το λιμάνι της Αλχεθίρα, ώστε να κορεστεί με βεβαιότητα η ήδη αποδυναμωμένη βρετανική άμυνα, η οποία ίσως δέσμευε εφεδρικά τμήματα συγκεντρωμένα για την απόκρουση αλεξιπτωτιστών. Μία τεθωρακισμένη μεραρχία προβλεπόταν να αρκέσει για την απόκρουση τυχόν βρετανικής αντεπίθεσης. Η ειδική εκπαίδευση των κλιμακίων εφόδου ξεκίνησε τον επόμενο μήνα σε γαλλικές εγκαταστάσεις. Ο Hitler επανήλθε στο ζήτημα της κατάληψης των Κανάριων και των Αζόρων στις 14/10 διερωτώμενος κατά πόσον το ναυτικό θα μπορούσε να εγγυηθεί την μεταφορά στρατευμάτων και διοικητικής μέριμνας, οπότε ο Raeder αποκρίθηκε καταφατικά με προϋπόθεση η μεταφορά να λάμβανε χώρα προτού η Luftwaffe αποστείλει τις μοίρες της για μεταστάθμευση στα νησιά.12 Ο αποχωρών Ισπανός υπουργός Εξωτερικών Beigbeder, που είχε μόλις αντικατασταθεί από τον φιλογερμανό Suñer, σε αποχαιρετιστήρια συνάντησή του με τον Βρετανό πρεσβευτή Hoare (18/10), εκτίμησε ότι σύντομα οι Γερμανοί θα απαιτούσαν το δικαίωμα διέλευσης στρατευμάτων από ισπανικό έδαφος προκειμένου να επιτεθούν στο Γιβραλτάρ και τού υπογράμμισε την αξία της διατήρησης επαφών με την ηγεσία των ισπανικών ένοπλων δυνάμεων, ώστε το Λονδίνο να μην χρειαζόταν να βασιστεί σε οργανωμένη αντίδραση της Αριστεράς και των εθνοτικών συλλογικοτήτων με αποσχιστικές τάσεις (των Βάσκων και των Καταλανών), σε περίπτωση που οι Βρετανοί σκέφτονταν να ενισχύσουν την ισπανική αντίσταση.13

Το σύμπλεγμα της Μακαρονησίας: Αζόρες, Μαδέρα, Κανάριοι Νήσοι και Πράσινο Ακρωτήριο.

Ο μήνας της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα υπήρξε διάστημα σημαντικών συναντήσεων για τον Hitler: αρχικά με τον Mussolini (στο Πέρασμα Μπρέννερο, στις 4/10), όπου επικύρωσε την αναγνώριση της ιταλικής πρωτοκαθεδρίας στην βόρειο Αφρική. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Ιταλός δικτάτορας τού έγραψε (μάλλον υστερόβουλα) ότι η οικονομική κατάσταση της Ισπανίας καθιστούσε την ουδετερότητά της προτιμότερη. Ο Mussolini προσπάθησε διακριτικά να υπονομεύσει και την γερμανική πρόθεση συνεργασίας με τους Γάλλους του Vichy, καθώς θεωρούσε κι εκείνους ανταγωνιστές των ιταλικών επιδιώξεων. Ενεργοποιώντας την ιδέα «εμπιστευτικές συναντήσεις σε απομακρυσμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς», ο Hitler είδε έπειτα στο Μοντουάρ τον αρχιτέκτονα της γαλλοϊταλικής προσέγγισης του 1935 P. Laval, αντιπρόεδρο πλέον του Pétain (στις 22/10) και τον ίδιο τον στρατάρχη δύο μέρες αργότερα στην ίδια τοποθεσία. Ενδιαμέσως, στις 23/10 στο Αντάι , συναντήθηκε με τους Franco – Suñer. Πρόθεσή του ήταν υποτίθεται να δελεάσει όλους τους συνομιλητές του σε «ενεργητική συμπόρευση» (είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό του Άξονα), εξαπατώντας τους ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τις προγραμματικές ονειρώξεις του Γερμανού δικτάτορα, οι συναντήσεις του με τους Γάλλους και τους Ισπανούς επρόκειτο να αποτελέσουν υλοποίηση μίας προμελετημένης «Μεγάλης Παραπλάνησης»–εν τέλει αποδείχθηκαν άσκοπη σιδηροδρομική περιπλάνηση, υπό τη σκιά της ήττας της Luftwaffe στην αεροπορική «Μάχη της Βρετανίας», που ολοκληρωνόταν εκείνες τις μέρες (και την οποία ο Hitler απέδωσε στις μετεωρολογικές συνθήκες). Ο καγκελάριος επιδίωξε να πείσει τους υποψήφιους εταίρους του να συμπλεύσουν με τα (δήθεν καταχθόνια) σχέδιά του εκθέτοντας τις σκέψεις του ως εξής: το μεν καθεστώς του Vichy προοριζόταν να προασπιστεί το αποικιακό του κληροδότημα στην Αφρική έναντι των «αγγλοσαξωνικών επιβουλών», υποτίθετο αρκούμενο να προσβλέπει σε τήρηση υποσχέσεων μεταπολεμικής ανταμοιβής (διάσωσης ποσοστού στις γαλλικές κτήσεις, των οποίων η πλειοψηφία θα διαμοιραζόταν μεταξύ Γερμανίας – Ιταλίας), το δε Φρανκικό καθεστώς καλείτο να επιτρέψει την χρήση της επικράτειάς του έναντι συμβολικών κερδών (του Γιβραλτάρ και περιορισμένων στο γαλλικό Μαρόκο), αλλά ούτε εκείνο αποφεύγοντας τις απώλειες (παραχωρήσεις άλλων υπερπόντιων ισπανικών κτήσεων στο Ράιχ).

Ο Laval στάθηκε γλοιωδώς κολακευτικός προς τον καγκελάριο (έφτασε στο σημείο να αποτιμήσει την κήρυξη πολέμου στο Ράιχ ως το «μεγαλύτερο έγκλημα στη γαλλική Ιστορία») και τοποθετήθηκε ανοικτά υπέρ της γαλλογερμανικής συνεργασίας. Στον Pétain ο Hitler απευθύνθηκε με σεβασμό και προέβαλε τις γερμανικές υποβρυχιακές δυνατότητες (πρωτίστως) μαζί με την αεροπορική ισχύ ως εχέγγυα επικράτησης στον πόλεμο κατά του ΗΒ. Προσέθεσε ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες που παράγονταν αμέσως από την σφριγηλή γερμανική βιομηχανία, θα έπρεπε να βεβαιώσουν φίλους κι εχθρούς πως ειδικά σε ό,τι αφορούσε την μαζική κατασκευή αεροσκαφών, η γερμανική επικράτηση σε αυτό το στρατηγικό πεδίο αναφοράς μπορούσε να προεξοφλείται ακόμη κι έναντι της αντίστοιχης δυνατότητας των ΗΠΑ. Ο στρατάρχης, αφού ανταπέδωσε τις αβρότητες κι εξέφρασε έναν δυνάμει πικρόχολο θαυμασμό για το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας, στα επί της ουσίας ζητούμενα υπεξέφυγε εύκολα, περιοριζόμενος να δεσμευτεί ότι οι δυνάμεις του καθεστώτος του θα συνέχιζαν να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε επίθεση των πρώην συμμάχων της χώρας του. Έναντι αυτού, οι Γερμανοί υποσχέθηκαν να απελευθερώσουν συγκεκριμένες κατηγορίες Γάλλων αιχμαλώτων πολέμου (έτσι τουλάχιστον ερμηνεύθηκε το σχετικό πρωτόκολλο που υπογράφηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 16/11). Δεδομένης της σοβαρής μειονεξίας ισχύος που βάραινε τον Pétain (οι κατακτητές Γερμανοί διέθεταν το θεμελιωδέστερο ενέχυρο ανά χείρας, τον γαλλικό πληθυσμό), η συνολική διαπραγματευτική του επιτυχία αξιολογείται ως πρώτου μεγέθους.

Η περίφημη χειραψία ανάμεσα στους Hitler και Pétain στη Μοντουάρ. Οι Γάλλοι την έχουν χαρακτηρίσει ως εθνικό όνειδος.

Ο Franco αφετέρου, επιθυμώντας να αποσπάσει τα ανταλλάγματα που θεωρούσε εύλογα, συμφώνησε να υπογράψει, «μόλις το κείμενο αποκτούσε οριστικά αμοιβαία αποδεκτή μορφή», ένα πρωτόκολλο που σύντομα αποδείχθηκε κενό περιεχομένου. Θεωρητικά, ο Hitler πέτυχε στο διμερές πρωτόκολλο με τους Ισπανούς να συνομολογηθούν (όταν θα υπογραφόταν οριστικά) η υπό όρους είσοδος της Ισπανίας στον πόλεμο, χωρίς όμως να καθορίζεται προθεσμία γι’ αυτό και η παροχή εδαφικών κερδών στην Αφρική, παράλληλα όμως με αποζημιώσεις προς την Γαλλία, που θα αποφάσιζαν η Γερμανία με την Ιταλία, για τις οποίες ρητά σημειωνόταν ότι διατηρούσαν άθικτες τις διεκδικήσεις τους επί των γαλλικών αποικιών. Ο υπαινιγμός ήταν πως όλοι οι Αξονικοί σύμμαχοι θα ικανοποιούνταν όταν θα διαμοιράζονταν τα ιμάτια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, οι Ισπανοί και οι Γάλλοι πάντως θα υποχρεώνονταν σε αποδοχή των γερμανοϊταλικών επιθυμιών, χάνοντας εδάφη και κερδίζοντας αντισταθμιστικές αποζημιώσεις βρετανικής αποικιακής προέλευσης. Ο Hitler εξομολογήθηκε στον Ribbentrop ότι αν ήταν σαφέστερος σε αυτό το σημείο (έστω και ψευδόμενος), υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να μαθευτεί από ισπανικές ακριτομυθίες, με βέβαιο επακόλουθο την εν σώματι προσχώρηση της γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας στο Γκωλλικό στρατόπεδο. Οι Ισπανοί επανήλθαν την επομένη, με πρόταση υπογραφής συμπληρωματικού πρωτοκόλλου, που κατοχύρωνε εξορυκτικά δικαιώματα στη Γερμανία επί του υπεδάφους του γαλλικού Μαρόκου, αφότου όμως αυτό θα είχε προσαρτηθεί από την Ισπανία. Ζητούσαν επιπλέον, κατά πάγια τακτική τους, τα δύο αγαθά που σπάνιζαν στη χώρα τους, σύγχρονο βαρύ οπλισμό («για να καταλάβουμε μόνοι μας το Γιβραλτάρ ˙ είναι ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας») κι άλευρα. Η γερμανική ηγεσία παρέμεινε αμετάπειστη στο ζήτημα της Αφρικής κι αρνήθηκε να τινάξει στον αέρα την εύθραυστη συστέγαση συμφερόντων του Βερολίνου με το Vichy. Ήδη στην πρώιμη μεταπολεμική εργογραφία δημοσιεύθηκε η άποψη πως η επιφυλακτική στάση του Franco υπήρξε μεταξύ άλλων προϊόν εκ των προτέρων ενημέρωσής του από τον παλιό του φίλο Canaris, ο οποίος γενικότερα δεν ενέκρινε τις ναζιστικές φιλοδοξίες κι ότι επιπλέον πληροφόρησε την ισπανική ηγεσία για τις σοβαρές αδυναμίες του Ράιχ. Επισήμως πάντως, η έκβαση των ισπανογερμανικών συνομιλιών χαιρετήθηκε αρχικά ως επιτυχία, ενώ μεταγενέστερα αξιολογήθηκε ορθά ως επί της ουσίας φιάσκο από τον ίδιο τον Hitler, ο οποίος χαρακτήρισε απαξιωτικά τον Franco αφόρητα βαρετό μείγμα απλοϊκότητας κι απληστίας (σε αυτά τα σχόλια εντάσσονται και οι παραδιδόμενες συγκρίσεις με επώδυνες οδοντιατρικές εργασίες). Αξιολογώντας στον Göbbels τις προσωπικότητες που είχε μόλις συναντήσει, βρήκε τον μεν Pétain συγκροτημένο και διαυγή, τον δε Franco ανασφαλή.

Οι Hitler και Franco συναντώνται στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αντάι στα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας.

Ο (επίσης παρών) Ribbentrop, με εμφανώς περιφρονητική διάθεση κακολόγησε τον μεν Suñer ως «Ιησουΐτη», τον δε Franco ως «δειλό κι αχάριστο υποχείριο του Suñer». Το μόνο που μπορούσαν να τάξουν σε εκείνη τη φάση οι Γερμανοί (κι αυτό προφορικά) ήταν η αλλαγή κυριότητας του Γιβραλτάρ. Οι έμπειροι και κυνικοί εκφραστές του ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών παραδόσεων (όσο κι αν αυτές παρήκμαζαν οφθαλμοφανώς), στρατιωτικού επαγγελματικού υποβάθρου αμφότεροι και οι δύο (επιπλέον οι Pétain και Franco γνωρίζονταν14 –χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι είχαν ενορχηστρώσει τις αντιδράσεις τους), δεν συνέχεαν τις ιδεολογικές τους συνάφειες προς τον Hitler, δηλαδή τις προσωπικές τους ροπές προς υπερσυντηρητικές θέσεις πολιτικού αυταρχισμού (ο Γάλλος) και πρακτικές ολοκληρωτισμού (ο Ισπανός), με τον στυγνό πραγματισμό των διεθνών σχέσεων. Είναι πάντως γεγονός ότι α) ο Franco διατήρησε φιλική προς τον Άξονα ουδετερότητα, β) ενώ αφετέρου η Ισπανία ταλανιζόταν όντως από σοβαρά οικονομικά προβλήματα, σύντομα δε, θα άρχιζε να εξαρτιέται οικονομικά (επισιτιστικά) απ’ τους Συμμάχους, χάρη στην βρετανική επιτηδειότητα (βλ. παρακάτω) και τέλος γ) πράγματι, οι Γερμανοί ήταν εμφανώς απρόθυμοι να καταβάλουν το αντίτιμο της στρατιωτικής συνεργασίας που οι Ισπανοί όρισαν ως εύλογο, προτάσσοντας την εξασφάλιση της βραχυπρόθεσμης έστω νομιμοφροσύνης των Γάλλων του Vichy. Αυτό το τελευταίο κυρίως στοιχείο ήταν που εντυπωσίασε αρνητικά τον Franco. Στα δικά του μάτια η γαλλική αυτοκρατορία ήταν οριστικά χρεωκοπημένη, μα προς μεγάλη του απογοήτευση, ο Γερμανός συνοδοιπόρος του δεν προσέβλεπε σε σαρωτική διαδοχή της με ισπανική συμμετοχή, ούτε συμμεριζόταν τα άγχη του αναφορικά με την βρετανική ισχύ (η δεύτερη εντύπωση δεν ίσχυε). Εν ολίγοις, οι μεν Ισπανοί αναζητούσαν βοήθεια για την ευόδωση όσων φιλοδοξιών τους δεν διέθεταν αυτάρκεια για να υλοποιήσουν, οι δε Γερμανοί ήταν διατεθειμένοι να συνάψουν πρόσκαιρες κι ετεροβαρείς συμμαχίες με εταίρους που αντιμετώπιζαν ως ελάσσονες.15

Los acercamientos de Franco con Hitler y Mussolini | Franco. La vida del dictador en color

Λίγες μέρες πριν ή μετά την συνάντηση στο Αντάι, η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία της Ισπανίας κατέθεσε ολοκληρωμένα σχέδια εκπόρθησης του Γιβραλτάρ («Επιχείρηση C») τα οποία περιελάμβαναν συστηματικό βομβαρδισμό πυροβολικού κι αεροπορίας που θα ακολουθούνταν από μαζικές επιθέσεις πεζικού – τεθωρακισμένων υπό την κάλυψη εκτεταμένου προπετάσματος καπνού, ενώ τέθηκε επί τάπητος και η προσφυγή σε χημικά όπλα (το θέμα της δημιουργίας παρασκευαστικών υποδομών και δημιουργίας αποθεμάτων χημικών όπλων με σκοπό την χρήση τους κατά την προσπάθεια εκπόρθησης του «Βράχου», ήταν γνωστό στους Βρετανούς από αρκετά νωρίτερα). Η γερμανική συνδρομή αναζητιόταν στην αεροπορική της έκφανση, ώστε η Luftwaffe να απαγόρευε στο Royal Navy την προσπάθεια εξουδετέρωσης της ισπανικής επίθεσης. Μόλις έγινε γνωστή η έναρξη της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, οι Γερμανοί ανησύχησαν για το ενδεχόμενο αντιγραφής του ιταλικού αιφνιδιασμού, στην ισπανική εκδοχή διά της εισβολής είτε στην Πορτογαλία είτε στο γαλλικό Μαρόκο. Αφετέρου, όταν συναντήθηκαν εκείνη την ημέρα στη Φλωρεντία (28/10) για να ανασκοπήσουν μαζί τις εξελίξεις, ο Hitler (που είχε πληροφορηθεί την είδηση της ιταλικής επίθεσης δύο ώρες νωρίτερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ιταλικές προθέσεις δεν ήταν από πριν σε γνώση της γερμανικής ηγεσίας) επισήμανε στον Mussolini ανεστραμμένα τον κίνδυνο υπερφαλάγγισης των ασθενών ισπανικών φρουρών στο ισπανικό Μαρόκο, εάν το γαλλικό Μαρόκο αποσχιζόταν από το Vichy με την βοήθεια κάποιας βρετανικής απόβασης. Το υπονοούμενο ήταν σαφές: υπήρχε κίνδυνος η νέα ιταλική εκστρατεία να πυροδοτούσε δυσμενείς αντιδράσεις άγνωστων επιπτώσεων. Τουλάχιστον, τα γεγονότα του Ντακάρ είχαν διαλύσει τις υποψίες του καγκελάριου περί μυστικής σύνδεσης του Pétain με τον De Gaulle όπως είπε, προσθέτοντας ότι λόγω της ναυτικής υπεροχής των αντιπάλων τους (άλλη μία μειωτική για τους Ιταλούς νύξη), οι δύο σύμμαχοι ίσως υποχρεώνονταν σύντομα να εξαναγκάσουν την Ισπανία να συμμετέχει στην πολεμική τους προσπάθεια, λόγω του Γιβραλτάρ, εάν πραγματοποιούνταν απαντητικές ενέργειες των Βρετανών στη βορειοδυτική Αφρική. Από το Vichy ο Hitler σκόπευε να ζητήσει μόνον την παροχή αεροναυτικών διευκολύνσεων κι όχι ενεργό ανάμιξη στις επιχειρήσεις, παρόλο που η είσοδος των καθεστωτικών Γάλλων στον πόλεμο κατά του ΗΒ θα διευκόλυνε πολύ την κατάληψη του Γιβραλτάρ όπως σημείωσε, προσθέτοντας (αντιφατικά και ψευδόμενος) ότι οι στρατιωτικοί του σύμβουλοι τον είχαν διαβεβαιώσει πως ούτως ή άλλως η εκπόρθηση του «Βράχου» θα αποδεικνυόταν εύκολη υπόθεση και θα στηριζόταν σε περιορισμένες δυνάμεις. Η θετική αποτίμηση που επιφύλαξε στον Pétain δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Mussolini αποκρίθηκε ότι, συμμεριζόμενος (δήθεν) τις απόψεις του συνομιλητή του, η Ιταλία είχε [sic] περιορίσει τις απαιτήσεις της στην Σομαλία, την Τυνησία, την Κορσική και την Νίκαια. Τις ίδιες μέρες, στο Λονδίνο εξέτασαν σοβαρά τόσο σκέψεις απόβασης στην Πορτογαλία όσο και μυστικές προτάσεις του Beigbeder να συγκροτηθεί εξόριστη ισπανική κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πολιτειακή νομιμοφάνεια (αντιβασιλεία) που θα έθετε υπό τον έλεγχό της περιοχές της ηπειρωτικής Ισπανίας, το Μαρόκο και τα Κανάρια, ενώ ο αντιγερμανός πρώην υπουργός διατύπωσε και πρόσθετες προτάσεις στρατιωτικών δράσεων στρεφόμενων ευθέως κατά του Ράιχ. Πολλά από αυτά θα είχαν ίσως υλοποιηθεί, μα τίποτε δεν προχώρησε τελικά, ένεκα του μόνιμου προβλήματος που αντιμετώπιζε το ΗΒ της περιόδου: έλλειψη πόρων (προσωπικού και υλικού εξίσου), λόγω της υπερεπέκτασης των τρεχουσών αμυντικών υποχρεώσεων.16

Ταυτόχρονα, οι ήδη ισχνές γερμανικές ευαισθησίες σχετικά με τις προτεραιότητες των δυνάμει ή ενεργεία συμμάχων τους συρρικνώνονταν περαιτέρω με ταχείς ρυθμούς, υπό το βάρος των γεγονότων: όπως σημείωνε στο ημερολόγιό του ο F. Halder, επιτελάρχης του ΓΕΣ (ΟΚΗ) την 1η Νοεμβρίου, η άρνηση των Ισπανών να παραχωρήσουν στους Γερμανούς «…έστω και μία βάση στα Κανάρια, φανέρωνε μονόπλευρη πλεονεξία». Στη διάρκεια επιτελικής σύσκεψης που έλαβε χώρα στις 4 Νοεμβρίου, ο Γερμανός δικτάτορας για πρώτη φορά έδειξε να παραμερίζει τις επιφυλάξεις του μήπως προσβαλλόταν ο Duce και ανέλυσε διεξοδικά τις (βραχύβιες) σκέψεις του για μία επιθετικότερη συνολική στρατηγική «προς Νότο», που συμπεριελάμβαναν την αποστολή δυνάμεων στη Λιβύη, την κατάληψη όλων των πορτογαλικών νησιών στον Ατλαντικό, την απόκτηση αεροπορικών βάσεων στην μητροπολιτική Ισπανία και στα Κανάρια, την απομόνωση κι εν συνεχεία την εκπόρθηση του Γιβραλτάρ, αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο αυτών των κινήσεων στα καθεστώτα του Franco και του Salazar, σχετικά με τα οποία σημειωνόταν απλώς η πρόθεση «να βοηθηθούν στρατιωτικά για να αποκρούσουν βρετανικές επιθέσεις» μόλις τα γερμανικά στρατεύματα θα κινούνταν προς την Ιβηρική (ενώ το ζήτημα ήταν η τυχόν αντίσταση που θα προέβαλλαν οι δύο χώρες στην επαπειλούμενη γερμανική προέλαση). Ο στρατηγός Jodl εκτιμούσε ότι η πτώση του Γιβραλτάρ θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα στις επιχειρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, όμως η αυτονομημένη (λόγω του πολιτικού εκτοπίσματος του αρχηγού της) Luftwaffe αρνήθηκε ακόμη και να εκτελέσει αναγνωριστικές πτήσεις τότε πάνω από τον «Βράχο». Η αποτυχία της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας εντωμεταξύ, επιτάθηκε μετά τα ταπεινωτικά πλήγματα που υπέστη ο ιταλικός στόλος κατά την αιφνιδιαστική προσβολή του από τα βρετανικά τορπιλοπλάνα στον Τάραντα τη νύχτα της 10ης προς 11η Νοεμβρίου. Όλα συνηγορούσαν υπέρ της άμεσης βρετανικής ανάμιξης στο αλβανικό μέτωπο προσεχώς, κατά τις γερμανικές εκτιμήσεις. Την επομένη, το ισπανικό ΓΕΕΘΑ (ΑΕΜ) εισηγήθηκε γενική επιστράτευση, την προώθηση προς τις Γερμανία-Ιταλία αιτήματος εξοπλιστικής βοήθειας και την εν συνεχεία ναρκοθέτηση του Στενού του Γιβραλτάρ. Υπήρχαν αφετέρου σοβαρές αντίρροπες τάσεις: ο υπουργός Ναυτικών (απόστρατος ναύαρχος) εξέφρασε φόβους ότι αν η σύμπραξη με τους Γερμανούς γινόταν ορατή, η βρετανική ναυτική υπεροχή θα μετουσιωνόταν σε διά θαλάσσης αποκλεισμό της χώρας και βομβαρδισμούς παράκτιων ισπανικών αστικών κέντρων (αμφότερες , ενέργειες εντός των δυνατοτήτων και των προθέσεων του ΗΒ). Παράλληλα, ολόκληρο τον μήνα η στάση των Ισπανών έναντι της σφριγηλής γερμανικής παρουσίας στο «δικό τους» Μαρόκο σκλήρυνε εμφανώς (εν πολλοίς με υπαιτιότητα του Βερολίνου, μια και η διείσδυση και προπαγανδιστική προβολή της γερμανικής ισχύος στην ισπανική αποικία ήταν προκλητική). Το ίδιο επί τα χείρω μεταβλήθηκε και η ισπανική στάση σε ένα άλλο ζήτημα ζωτικής σημασίας για τους Γερμανούς: πάγωσαν (προσωρινά) οι διευκολύνσεις ανεφοδιασμού του γερμανικού ναυτικού στα μητροπολιτικά νερά της χώρας η οποία, υπενθυμίζεται ότι βρέχεται τόσο από στη Μεσόγειο όσο και στον Ατλαντικό.17 Εκείνες τις μέρες έλαβαν χώρα στο Βερολίνο οι συνομιλίες Hitler – Molotov, το ναυάγιο των οποίων (με επίκεντρο τις σοβιετικές διεκδικήσεις στην Τουρκία και στον Περσικό Κόλπο) επισφράγισε την απόφαση του Hitler για την εξαπόλυση του κατακτητικού πολέμου κατά της ΕΣΣΔ το συντομότερο. Από τις γερμανοσοβιετικές συζητήσεις σταχυολογείται η αναφορά του Hitler στο υπό βρετανική κατοχή Γιβραλτάρ ως σημείου ανάσχεσης των ιταλικών κατά θάλασσα φιλοδοξιών, στις 12/11.18 Τότε ακριβώς (12/11) ο Αμερικανός ναύαρχος Stark υπέβαλε στον πρόεδρο Roosevelt περιώνυμο υπόμνημα στο οποίο εξεταζόταν 5 διαφορετικά σενάρια εισόδου των ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό πόλεμο και προκρινόταν ως πιθανότερο εκείνο που θα έφερε τις ΗΠΑ στο πλευρό του ΗΒ να αγωνίζονται κατ’ αρχάς εναντίον των Γερμανοϊταλών και μετέπειτα και κατά των Ιαπώνων. Το υπόμνημα καθιερώθηκε να αναφέρεται ιστοριογραφικά ως «Plan Dog Memo» και οδήγησε στην υιοθέτηση της κοινής αμερικανοβρετανικης στρατιωτικής στρατηγικής το επόμενο έτος (βλ. παρακάτω). Στις θεμελιώδεις αιρέσεις για την επιτυχή έκβαση της πρώτης φάσης του πολέμου που αποσκοπούσε στην εξάλειψη της γερμανικής απειλής, ο Stark περιέλαβε ως ζωτικές προϋποθέσεις την διατήρηση του Γιβραλτάρ και της Αιγύπτου υπό βρετανικό έλεγχο.19 Στις 14 Νοεμβρίου ο Hitler επανέφερε για μία ακόμη φορά το θέμα της κατάληψης των Αζόρων, ώστε να θέσει τις ΗΠΑ σε κατάσταση ομηρίας από την άποψη των αεροπορικών βομβαρδισμών των αστικών κέντρων της ανατολικής τους Ακτής. Ο Raeder υπήρξε πιο φειδωλός αυτή τη φορά στις εκτιμήσεις του: χαρακτήρισε την επιχείρηση «παρακινδυνευμένη, αλλά με πιθανότητες επιτυχίας». Ο επικεφαλής του ΟΚΜ παρέμενε υπέρ της πρόταξης της κατάληψης των Κανάριων. Εκείνο που διέκρινε στην επιμονή του καγκελάριου να καταληφθούν οι Αζόρες, ήταν η ευκαιρία να αξιοποιήσει την εξάρτηση της εκπλήρωσης του σκοπού της επιχείρησης από την επιτυχή συνδρομή του Ναυτικού. Οι απορρέουσες ελπίδες του Α/ΓΕΝ ήταν να αρχίσει η υλοποίηση του μεγαλεπήβολου ναυπηγικού προγράμματος (του «Σχεδίου Ζ») του Kriegsmarine. Στις ιταλογερμανικές στρατιωτικές επαφές κορυφής το διήμερο 14-15 Νοεμβρίου οριστικοποιήθηκε η άρνηση των Ιταλών να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά του Γιβραλτάρ.20

Ο Juan Luis Beigbeder y Atienza (στο κέντρο) την εποχή της θητείας του ως Ύπατου Αρμοστή του Ισπανικού Προτεκτοράτου του Μαρόκου, φωτογραφίζεται στο κατάστρωμα του γερμανικού θωρηκτού Admiral Graf Spee τον Μάιο του 1939 στο λιμάνι της Θέουτα. Πλαισιώνεται από τον ναύαρχο Hermann Böhm και τον κυβερνήτη του σκάφους Hans Langsdorff. Επτά μήνες αργότερα το Graf Spee αυτοβυθίστηκε στον όρμο του Μοντεβιδέο, έπειτα από σύντομη εμπλοκή με το βρετανικό βασιλικό ναυτικό.

Στις 18 Νοεμβρίου, οι υπουργοί Eξωτερικών της Ιταλίας και της Ισπανίας προσήλθαν στο Μπερχτεσγκάντεν για συνομιλίες με τους Hitler – Ribbentrop (σε εξ αναβολής συνάντηση που είχε αρχικά οριστεί για τις 11 του μήνα), η πορεία των οποίων θεωρήθηκε υπεύθυνη για τον καταποντισμό των σχεδίων κατάληψης του Γιβραλτάρ: οι Γερμανοί επέμειναν να μην παρέχουν στους Ισπανούς τις ποθητές γραπτές εγγυήσεις κατάληψης του γαλλικού Μαρόκου, ενώ αφετέρου απαίτησαν την έναρξη της επίθεσης για την κατάληψη του Γιβραλτάρ «εντός 6, το πολύ 8 εβδομάδων». Ο Hitler δικαιολογήθηκε ότι αν το γαλλικό Μαρόκο καταλαμβανόταν, αυτό θα πυροδοτούσε την αποστασία όλων των υπόλοιπων γαλλικών αποικιών «προς το ΗΒ, τον De Gaulle και τις ΗΠΑ». Αποξένωση των Ισπανών προξένησε η αποκάλυψη (απ’ τον ίδιο τον καγκελάριο) ότι αντιμετώπιζε το Γιβραλτάρ ως απλό σημείο περαίωσης στρατευμάτων προς το Μαρόκο. Το ζήτημα είχε διαστάσεις quid pro quo («Μαρόκο έναντι Γιβραλτάρ»), όμως μόνον για τους Ισπανούς. Όπως το έθεσε με καθ’ υπερβολή ωμότητα ο Hitler, υπ’ αυτό το πρίσμα θα προτιμούσε το Γιβραλτάρ να παρέμενε σε βρετανικά χέρια και οι αποικιακές κτήσεις της Γαλλίας στην Αφρική υπό τον έλεγχο του Vichy. Από πλευράς του, ο Suñer επικαλέστηκε την κούραση της Κοινής Γνώμης της χώρας του από τον πρόσφατο Εμφύλιο, τα υπαρκτά οικονομικά προβλήματα (που δεν είχαν εντούτοις μετριάσει τον παρακλητικό οίστρο των Ισπανών να εισέλθουν στον πόλεμο, 4 μήνες νωρίτερα) και την σχετικότητα της αποπομπής των Βρετανών από τη Μεσόγειο για όσο κατείχαν το Σουέζ, ακόμη κι αφότου θα είχαν εκδιωχθεί από το Γιβραλτάρ. Οι Γερμανοί μνημόνευσαν το πρωτόλειο του πρωτοκόλλου του Αντάι , χωρίς αποτέλεσμα: οι Ισπανοί αρνούνταν να ορίσουν ημερομηνία εισόδου τους στη σύρραξη. Αυτό το κολοβό έγγραφο ήταν που συνομολόγησαν τότε, διατηρώντας ουσιαστικά πλήρη ελευθερία κινήσεων. Οι συζητήσεις έκλεισαν με την εξέταση τεχνικών λεπτομερειών (της αποστολής γερμανικών ενισχύσεων στη φρουρά των Καναρίων, του τύπου πυροβολικού που θα εγκαθίστατο στο Γιβραλτάρ μετά την κατάληψή του κλπ), ενώ το πολιτικό πρόβλημα σοβούσε ακέραιο.21 Την ίδια ημέρα (18/11), ο Hitler εξέδωσε την Οδηγία Αρ. 18, στο πλαίσιο της οποίας ο αρχηγός του στρατού διατασσόταν να ξεκινήσει προετοιμασίες κατάληψης του ελληνικού ηπειρωτικού εδάφους «βορείως του Αιγαίου» ώστε η Luftwaffe να αποκτήσει επιθετικές βάσεις για δράση στην ανατολική Μεσόγειο (μοίρες της άλλωστε μεταστάθμευσαν στην ιταλοκρατούμενη Ρόδο πριν εκπνεύσει το έτος, με πρωτεύουσες αποστολές την προσβολή ναυτικών στόχων και την αεροναρκοθέτηση του Σουέζ) και παράλληλα για να διευρυνθεί η περίμετρος ασφάλειας των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας έναντι αεροπορικών βομβαρδισμών. Η Οδηγία ξεκινούσε με αναφορά στη Γαλλία του Vichy, για την οποία προβλεπόταν η «ενεργητική ουδετερότητά της» σε πρώτη φάση, ώστε να μην αποσχισθούν περισσότερες αποικίες της. Το κύριο αντικείμενο όμως της Οδηγίας Αρ. 18 ήταν η περιγραφή της «Επιχείρησης Felix» για την γερμανική επέμβαση στην Ιβηρική, που θα είχε δύο κύριους σκοπούς: την κατάληψη του Γιβραλτάρ και την αδρανοποίηση κάθε βρετανικής απόπειρας κατάληψης των νησιών του Ατλαντικού υπό ισπανική και πορτογαλική κατοχή. Στελέχη των αρμόδιων υπηρεσιών θα συνέλεγαν τις πιο πρόσφατες πληροφορίες όσο πλησιέστερα γινόταν αλλά κι εντός του ίδιου του Γιβραλτάρ, στρατεύματα θα συγκεντρώνονταν μυστικά σε σχετική απόσταση από την γαλλοϊσπανική μεθόριο, η Luftwaffe θα επιτίθετο αιφνιδιαστικά εξορμώντας από γαλλικά αεροδρόμια (ο Hitler δεν αποσαφήνισε αν εννοούσε τις αεροπορικές βάσεις στο μητροπολιτικό γαλλικό έδαφος ή αν σκόπευε να αξιοποιήσει και εκείνες στη Βόρειο Αφρική), απερίφραστα όμως οριζόταν ότι τα αεροσκάφη εκείνα θα προσγειώνονταν μετά σε ισπανικά αεροδρόμια. Πρόσθετες χερσαίες δυνάμεις θα τελούσαν σε ετοιμότητα προέλασης στο έδαφος της Πορτογαλίας, εάν διαπιστώνονταν βρετανικές προθέσεις απόβασης εκεί, ενώ μία ακόμη μικρή στρατιωτική δύναμη θα ήταν έτοιμη να συνδράμει τους Ισπανούς αμυντικά, σε περίπτωση βρετανικής αντεπίθεσης επί ισπανικού εδάφους και μοίρες πυροβολικού θα προωθούνταν ταχέως επί των ισπανικών ακτών για να προσθέσουν ισχύ πυρός στους αμυνόμενους Ισπανούς. Αμέσως μετά τις αεροπορικές επιδρομές, τα γερμανικά στρατεύματα θα προέλαυναν μέσω ισπανικού εδάφους (θα ήταν μηχανοκίνητα σε ικανό βαθμό, λόγω του φτωχού σιδηροδρομικού κι οδικού δικτύου της χώρας) και θα έφθαναν στη γραμμή εξόρμησης. Μεγαλύτερες δυνάμεις της Luftwaffe θα προωθούνταν τότε σε ισπανικά αεροδρόμια, με σκοπό την απομόνωση του πεδίου της μάχης πριν την τελική επίθεση στη βρετανική βάση, προσβάλλοντας το Royal Navy και παρέχοντας εγγύς υποστήριξη στις χερσαίες μονάδες εφόδου. Ένα 24ωρό νωρίτερα, το πυροβολικό που θα είχε ήδη αναπτυχθεί, θα αναλάμβανε να κονιορτοποιήσει όλα τα προαποφασισμένα σημεία ενδιαφέροντος της βρετανικής άμυνας. Γερμανικά υποβρύχια που θα ενέδρευαν έξω απ’ το Γιβραλτάρ (τόσο τη βάση, όσο και το Στενό) θα βύθιζαν όσες μοίρες του βρετανικού ναυτικού προσπαθούσαν να διαφύγουν.22

Operation Felix

Ενσωματώνοντας την απόφαση της πρόσφατης γερμανοϊταλικής διαβούλευσης, δεν προβλεπόταν ιταλική ανάμιξη στις επιχειρήσεις. Το Γιβραλτάρ θα καταλαμβανόταν «με ή χωρίς ισπανική αρωγή», πάντως ρητά καθοριζόταν ότι εν συνεχεία οι Ισπανοί θα βοηθιούνταν να σφραγίσουν τη δυτική έξοδο της Μεσογείου. Σχετικά με τα νησιά του Ατλαντικού, συστηνόταν στους αρχηγούς του ναυτικού και της αεροπορίας να εξετάσουν τη σκοπιμότητα κατάληψης σε πρώτη φάση των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου και την παροχή βοήθειας στους Ισπανούς για την υπεράσπιση των Κανάριων. Ο Hitler ζητούσε ακόμη να σταθμιστούν τα πλεονεκτήματα και οι κίνδυνοι που θα απέρρεαν από την κατάληψη των υπό πορτογαλική κατοχή νησιωτικών συμπλεγμάτων της Μαδέιρας και των Αζόρων.23 Επανερχόμενος, προσέθεσε δύο μεραρχίες τεθωρακισμένων και μία μηχανοκίνητη στα σχέδια ανάσχεσης τυχόν βρετανικής απόβασης στην Πορτογαλία.

Βυθομετρικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής του Στενού του Γιβραλτάρ (Πηγή: Global Ocean Associates, An Atlas of Oceanic Internal Solitary Waves, Strait of Gibraltar. Prepared for the Offive of Naval Research – Code 322 PO, February 2004).

 

 

[Συνεχίζεται]

 

 

Ο Νίκος Χατζηϊωακείμ είναι Διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει δυο βιβλία σχετικά με τη στρατιωτική ιστορία της σύγχρονης Κύπρου και το Μεσανατολικό και το Ψυχροπολεμικό υπόβαθρο της μεταπολεμικής ιστορίας του νησιού, μονογραφίες κι άρθρα στρατιωτικής Ιστορίας. Διδάσκει αντικείμενα της ειδίκευσής του στη Σχολή Πολέμου του Π.Ν. από το 2008 και στην αντίστοιχη της Π.Α. από το 2016.

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ

 

1. N. J. W. Goda 1993 ibid σ 302.

2. H. Herwig 1971 op cit σ 657, K. G. Weiss 1980 op cit σ 6, H. H. Herwig, The Failure of German Sea Power, 1914– 1945: Mahan, Tirpitz, and Raeder Reconsidered, The International History Review, Vol. 10, Iss. 1 (1988), σ 101, N. J. Goda 1993 ibid σσ 303-304, G. Schreiber 1995 op cit σσ 212-217, S. G. Payne 2008 op cit σσ 80-81.

3. R. Wigg 2005 op cit σσ 4-5, 18.

4. Roskill 1977 op cit σσ 161-169, M. Simpson 1997 op cit σ 66, M. Simpson 2004 op cit σ 176, M. Murfett, Naval Warfare 1919-1945 /An operational History of the volatile war at sea, Abingdon – N. York: Routledge, 2009, σσ 88-89.

5. D. Smyth 1986 op cit σσ 87-90, P. Preston, Franco and Hitler: the myths of Hendaye 1940, Contemporary European History, Vol. 1, Iss. 1, 1992, σσ 5-7, N. J. W. Goda 1993 op cit σ 304, N. J. W. Goda 1998 op cit σσ 177-178, S. G. Payne 2008 op cit σσ 82-83, M. H. Murfett, Casting Doubt on the Inevitability Syndrome, στο M. H. Murfett (επιμέλ.), Imponderable but Not Inevitable / Warfare in the 20th Century, Santa Barbara-Denver-Oxford: ABC-Clio, 2010, σσ 18- 19, D. W. Pike 2008 op cit σ 41.

6. J. Garcia 1979 op cit σ 11, N. J. W. Goda 1993 ibid σ 303, N. J. W. Goda 1998 ibid σσ 177-178.

7. D. Smyth 1986 op cit σσ 47-50, 95-96.

8. Ενδεικτικά: Captain (RN –Retd) S. W. Roskill, The Strategy of Sea Power /Its Development and Application, London: Collins, 1962, σ 166, J. Garcia 1979 op cit σ 31, D. W. Pike 2008 op cit σ 52, M. H. Murfett, 2009 op cit σσ 90, 98. Λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το πολιτικό υπόβαθρό της, η «Επιχείρηση Menace» θα αναλυθεί σε ξεχωριστό άρθρο.

9. N. J. W. Goda 1993 op cit σσ 304-305.

10. J. Garcia 1979 op cit σ 12, P. Preston 1992 op cit σ 6, N. J. W. Goda 1998 op cit σ 179, D. W. Pike 2008 op cit σ 42.

11. H. H. Herwig 1971 op cit σσ 657-658, D. Smyth 1986 op cit σ 141, G. Schreiber 1995 op cit σσ 220-223.

12. H. Herwig 1971 ibid σ 658, J. Garcia 1979 op cit σσ 15, 31, D. Smyth 1986 ibid σσ 97-98, G. Schreiber 1995 ibid σ 224, S. G. Payne 2008 op cit σσ 99-100. Υφίσταται καλογραμμένο άρθρο στα ελληνικά, σχετικά με λεπτομέρειες των επίμαχων γερμανικών σχεδίων εκπόρθησης του «Βράχου», ατυχώς χωρίς παραπομπές σε πηγές: Γ. Δούκας, Επιχείρηση «Φέλιξ» /το γερμανικό σχέδιο για την κατάληψη του Γιβραλτάρ, Πόλεμος & Ιστορία, τ. 12, 1998, ειδικά βλ. σσ 72-74.

13. M. Simpson 1997 op cit σ 65, D. Smyth, The politics of asylum, Juan Negrin and the British Government in 1940 στο R. Langhorne (επιμέλ.) op cit σ 138.

14. Είχαν συστηθεί στη Θέουτα το 1923 και συμπολεμήσει στην καταστολή της ηρωικής Μαροκινής εξέγερσης κατά τον 3ο Πόλεμο του Ριφ, το 1925 (όταν οι δύο ανταγωνίστριες Δυνάμεις παραμέρισαν ευκαιριακά τον αβυσσαλέο διαγκωνισμό τους και συνέπραξαν αναπτύσσοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανδρών, καταφεύγοντας σε αποβάσεις με χρήση τεθωρακισμένων, εκτεταμένους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και ρήψη χημικών όπλων, πριν καταφέρουν να καταβάλουν το επταετούς συνολικά διάρκειας επιτυχές αντάρτικο των υστερούντων από κάθε άποψη ορεσίβιων εξεγερμένων) ˙ πιο πρόσφατα, το 1939, ο Pétain είχε υπηρετήσει ως πρεσβευτής της Γαλλίας στη Μαδρίτη

15. Η αρχειακή τεκμηρίωση όλων των παραπάνω συναντήσεων παρουσιάζει σοβαρά κενά. Ακόμη και η παραδοχή της ύπαρξης του ισπανογερμανικού πρωτοκόλλου συνέβη μετά τον θάνατο του Οι συζητήσεις έλαβαν χώρα απουσία των εκατέρωθεν διαπιστευμένων διπλωματών και με ιδιαιτερότητες από πλευράς της παρουσίας μεταφραστών. Εκτενείς αναφορές στις γαλλογερμανικές και τις ισπανογερμανικές επαφές των ημερών, απαντώνται μεταξύ άλλων στα: J. Garcia 1979 op cit σσ 12-13, P. Preston 1992 op cit σσ 3-4, 8-14, N. J. W. Goda 1993 op cit σ 305, G. Schreiber 1995 op cit σσ 190-195, N. J. W. Goda 1998 op cit σσ 180-181, S. G. Payne 2008 op cit σσ 89-94, 99, D. W. Pike 2008 op cit σσ 41-44, 47, R. L. Miller (εισαγωγή – επιμέλ.), Hitler at War /Meetings and Conversations 1939-1945, N. York: Enigma Books, 2015, σσ 81-110, E. Moradiellos 2018 op cit σσ 57-58. Ειδικά για την διάσταση της εκδοχής της ενημέρωσης του Franco από τον Canaris, βλ. το έργο του βρετανού δημοσιογράφου J. Colvin, του οποίου η μετάφραση στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1960 ως: J. Colvin (με πρόλογο από τον L. Rivet, πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών του γαλλικού ΓΕΕΘΑ -Deuxième Bureau de l’État-major général), Φον Κανάρης /Το Αίνιγμα του θρυλικού Αρχηγού της γερμανικής Αντικατασκοπίας, Θεσσαλονίκη: Εστία του Βιβλίου, 1960, σσ 129-134. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται μετάφραση αναθεωρημένης έκδοσης του J. Colvin, Master spy / The incredible story of Admiral Wilhelm Canaris, who, while Hitler’s chief of intelligence, was a secretly ally of the British , New York: McGraw-Hill, 1951. Για πιο πρόσφατη αναπαραγωγή της ίδιας (πιστευτής) άποψης, βλ. Ενδεικτικά: J. Bryden, Fighting to Lose: How the German Secret Intelligence Service Helped the Allies Win the Second World War, Toronto: Dundurn Press, 2014.

16. D. Smyth 1986 op cit σσ 105-106, G. Schreiber 1995 ibid σσ 195-196, 226-230, D. W. Pike 2008 ibid σ 15, R.L.Miller (εισαγωγή – επιμέλ.) 2015 ibid σσ 111-126.

17. Smyth 1986 ibid σ 111, P. Preston 1992 op cit σ 15, N. J. W. Goda 1993 ibid σ 307, N. J. W. Goda 1998 ibid σσ 184-185, D. W. Pike 2008 ibid σ 20, S. G. Payne 2008 op cit σσ 94-95, 100.

18. Tο θέμα είναι κομβικής σημασίας και δεν αναλύεται περαιτέρω στην παρούσα μελέτη. Για μία εισαγωγική προσέγγισή του με βάση δημοσιευμένο αρχειακό υλικό, βλ. ενδεικτικά: R. J. Sontag and J. S. Beddie (επιμέλ.), NAZI- SOVIET RELATIONS, 1939-1941 /Documents from the Archives of the German Foreign Office, Washington DC: Government Printing Office, Department of State Publication 3023, 1948, σ 229, R. L.Miller (εισαγωγή – επιμέλ.) 2015 op cit σ 132.

19. A. N. Buchanan, “We Have Become Mediterraneanites” Washington’s Grand Strategy in the Mediterranean, 1940– 1945, unpublished PhD Thesis, Graduate School-New Brunswick Rutgers, The State University of New Jersey, 2011, σσ 23-24.

20. H. Herwig 1971 op cit σ 658, G. Schreiber 1995 op cit σσ 233-235.

21. Garcia 1979 op cit σ 33, N. J. W. Goda 1993 op cit σσ 306-307, G. Schreiber 1995 ibid σσ 193-194, N. J. W. Goda 1998 op cit σσ 181-182, S. G. Payne 2008 op cit σσ 101-102.

22. Προφανώς εννοείτο ότι τα υποβρύχια θα περιπολούσαν στον Ατλαντικό, αλλά κυρίως εντός της Μεσογείου, ακριβώς έξω από την βάση (ειδάλλως δεν είχε νόημα η ενέδρα: τα βρετανικά σκάφη θα προσπαθούσαν να φτάσουν στον ναύσταθμο της Αλεξάνδρειας). Για να απειληθούν οι εν λόγω πλόες σε ανοικτή θάλασσα θα έπρεπε να υλοποιηθεί ένα σενάριο πέραν κάθε πολιτικής φαντασίας (να συνέπρατταν οι Γάλλοι του Vichy με τους Ιταλούς και να έχουν συντονίσει εκ των προτέρων αεροναυτικές δράσεις ολκής ˙ αυτό δεν κατορθώθηκε καν επαρκώς, μεταξύ των θεωρητικά εν όπλοις συμμάχων γερμανοϊταλών, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Μεσόγειο). Τα πλησιέστερα στην επιφάνεια ρεύματα στο σημείο συνάντησης του Ατλαντικού με τη Μεσόγειο κινούνται τόσο προς Ανατολάς όσο και προς Δυσμάς, εξαρτώμενα από πολλούς παράγοντες (κυρίως την θερμοκρασία, την αλατότητα και την πίεση του νερού, τους ανέμους, τις φάσεις κίνησης των ουράνιων σωμάτων, την εποχή και το ρυθμό εξάτμισης των Μεσογειακών νερών που συνήθως υπερβαίνει τις εκβαλλόμενες ποσότητες των ποταμών). Στο μέσο του Στενού, ισχυρότερο κι επικρατέστερο χρονικά είναι το πρώτο (το προς Ανατολάς), το οποίο εκτείνεται σε όλο το ανώτερο μέρος της υδάτινης στήλης, επιτρέποντας την σχετικά ασφαλή κίνηση υποβρυχίων εν καταδύσει με σβηστές μηχανές και κατ΄ επέκταση παραμένοντας ανεντόπιστα από sonar. Τα πολύ υψηλότερης αλατότητας μεσογειακής προέλευσης ύδατα, ως βαρύτερα, εξέρχονται με αντίθετη φορά, δημιουργώντας κατώτερο (εγγύτερα προς τον πυθμένα) υποθαλάσσιο ρεύμα προς Δυσμάς και μάλιστα διατηρώντας για τα πρώτα μίλια την θερμότητά τους ενόσω η πυκνότητά τους εξισώνεται. 25 χλμ δυτικά του Στενού του Γιβραλτάρ, υφίσταται φυσική έξαρση του βυθού (το «Camarinal Sill») που επιδρά κι αυτή στα ρεύματα και η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την εγκατάσταση δικτύου υδρόφωνων (ηχοεντοπιστών παθητικής λειτουργίας) στα υφαλοπρανή εκείνου του σημείου, επιτρέποντας την εξονυχιστική επιτήρηση των εισερχομένων κι εξερχομένων υποβρυχίων, όμως η τεχνολογία της περιόδου διερχόταν ακόμη τα στάδια ωρίμανσης: ούτε καν οι φερόμενες στους υδροδυναμικούς θόλους των τροπίδων των σκαφών επιφανείας (ASDIC – τα ενεργητικά sonar της εποχής) δεν είχαν επαρκή εμβέλεια. Από τον Σεπτέμβριο του 1941 μέχρι το Μάιο του 1944, 62 συνολικά γερμανικά υποβρύχια εισήλθαν στη Μεσόγειο μέσω του Στενού του Γιβραλτάρ (ορισμένα από αυτά συγκρότησαν τον 23ο Στολίσκο με ορμητήριο την κατειλημμένη Σαλαμίνα, απ’ τον Σεπτέμβριο του 1941 ως τον Μάιο του 1942, ενώ μεμονωμένα υποβρύχια παρέμειναν εκεί ως τα τέλη του 1943), 9 εντοπίστηκαν και βυθίστηκαν, ενώ άλλα 10 εντοπίστηκαν και υπέστησαν ζημιές εξαναγκαζόμενα να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους (αυτό ήταν το τίμημα των πλόων πλησιέστερα στην επιφάνεια: μπορούσαν να εντοπιστούν ευκολότερα από συγκεκριμένη κατηγορία αισθητήρων, εκείνων που ανιχνεύουν μαγνητικές ανωμαλίες –MAD). Σύντομη, εισαγωγική αναφορά στα θεμελιώδη των συνθηκών στο Στενό από την άποψη της Φυσικής Ωκεανογραφίας, ενδεικτικά: P. G. Pierpaoli Jr., Gibraltar, Strait of, στο S.C. Tucker, WORLD WAR II / The Definitive Encyclopedia and Documents Collection, Vol. I, Santa Barbara- Denver: ABC-Clio LLC, 2016, σσ 698-699. Βλ. επίσης: M. Simpson 1997 op cit σ 70.

23. Στην επίμαχή Οδηγία ο Hitler καταπιανόταν και με άλλα θέματα (την σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της ΕΣΣΔ και την εν καιρώ επανεξέταση των σχεδίων απόβασης στα μητροπολιτικά νησιά του ΗΒ, καθώς και την πορεία των ιταλικών επιχειρήσεων στο βορειοαφρικανικό έδαφος): R. Trevor-Roper, Hitler’s War Directives 1939-1945, London: Sidgwick and Jackson, 1964, σσ 39-43.