Νίκος Χατζηϊωακείμ
Ο «Βράχος» που απέβη Βρόγχος. Η επίδραση του Γιβραλτάρ στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αντιμαχόμενων κατά την πρώτη διετία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Μέρος Γ΄)
ΙΙΙ. Ούτε επιθετικό εφαλτήριο, ούτε αμυντικό έρεισμα του Άξονα. Το Γιβραλτάρ μένει βρετανικό.
Οι σχεδιαζόμενες γερμανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ισπανία και την Ελλάδα απέκτησαν επιτελική διασύνδεση στις 19/11, όταν η Luftwaffe ενημέρωσε τον καγκελάριο ότι οι δύο επιθέσεις δεν γινόταν να εκτοξευτούν ταυτόχρονα, καθώς για αμφότερες είχε προϋπολογιστεί μεγάλη αριθμητικά συμμετοχή των Stukas. Συζητώντας με τον Raeder την επομένη, ο Hitler προσπάθησε να τον πείσει ότι οι Αζόρες ήταν το μόνο έρεισμα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο των βαρέων βομβαρδιστικών «Me-264, ακτίνας δράσης 12.600 χλμ [των επονομαζόμενων Amerika Bomber]» που θα μπορούσαν να πλήξουν τις ΗΠΑ (όταν θα εισέρχονταν σε υπηρεσία, αν και τελικά ουδέποτε παράχθηκαν μαζικά). Ο αρχηγός του ναυτικού αντεπιχειρηματολόγησε ότι η παραβίαση της πορτογαλικής ουδετερότητας θα έστρεφε την διεθνή Κοινή Γνώμη κατά της Γερμανίας (μην θέλοντας να παραδεχθεί ευθέως ότι οι δισταγμοί του εδράζονταν στην αδυναμία του Kriegsmarine και στην αφερεγγυότητα του Göring). Αργότερα τον Νοέμβριο, αψηφώντας τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις της ανώτατης ηγεσίας του στρατού, ο Hitler αποφάσισε την κίνηση στην οποία (εύλογα) είχε προσκολληθεί, τη μεταφορά δηλαδή δύο μεραρχιών (εκ των οποίων η μία τεθωρακισμένη) στο ισπανικό Μαρόκο, ως διαδοχική κίνηση μετά την προβλεπόμενη κατάληψη του Γιβραλτάρ, με σκοπό κυρίως την επιτήρηση των γειτονικών γαλλικών δυνάμεων του Vichy, ώστε να αποθαρρυνθούν από τυχόν σκέψεις απόσχισης και προσχώρησης στο συμμαχικό στρατόπεδο.1 Τον ίδιο μήνα, οι Βρετανοί επιτελείς, ανταποκρινόμενοι σε σχετική παραγγελία του Churchill, εκπόνησαν σχέδιο κατάληψης μίας ζώνης στα νότια της Ισπανίας, εκτεινόμενης από το Κάντιθ ως τη Μάλαγα, με σκοπό την επιβράδυνση τυχόν γερμανικής προέλασης ώστε αυτή να αναχαιτιστεί προτού απειλήσει το Γιβραλτάρ. Επικρατούσε ωστόσο απαισιοδοξία τόσο σε ό,τι αφορούσε τις διαθέσιμες δυνάμεις για την υλοποίηση αυτής της εκστρατείας, όσο και αναφορικά με τις προθέσεις των Ισπανών να αντισταθούν στους Γερμανούς. Αμφίθυμη ήταν και η άποψη της ανώτατης πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας σχετικά με τη σκοπιμότητα κατάληψης των Αζόρων και των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου. Από στρατιωτικής άποψης θεωρείτο επιβεβλημένη˙ από πολιτικής υπερβολικά ριψοκίνδυνη. Παρόλο που η στρατιωτική ετοιμότητα διατηρήθηκε (μία ταξιαρχία πεζοναυτών στο μητροπολιτικά νησιά για την έφοδο στις Αζόρες και μία στο Φρητάουν για τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου –Επιχειρήσεις «Brisk» και «Shrapnel» αντίστοιχα), μετά από διαδοχικές συσκέψεις που κράτησαν όλον τον μήνα, πρυτάνευσε ο αντικατοπτρισμός των γερμανικών φόβων και ως καταλληλότερη στάση προκρίθηκε η βρετανική συνδρομή στην ισπανική άμυνα, αν σημειωνόταν γερμανική προσπάθεια κατάληψης των Κανάριων. Δεν υπήρχε περιθώριο για μοιρολατρική αποδοχή τυχόν απώλειας του Γιβραλτάρ άνευ αναζήτησης εναλλακτικών υποκατάστατων. Ο ίδιος ο «Βράχος» παρέμενε αμφίπλευρα πολύτιμος, αφού δεν είχε καταληφθεί, ούτε καν αδρανοποιηθεί (τόσο για την συνέχιση της προς δυσμάς ασφυξίας του ιταλικού ναυτικού όσο και για την μόχλευση της φρούρησης των «Δυτικών Προσβάσεων», την από νότο προστασία των νηοπομπών που διέπλεαν τον Ατλαντικό δηλαδή και στην οποία συμμετείχε συχνά η «Δύναμη Η»). Συναφώς, προβλημάτιζε την ανώτατη ηγεσία των βρετανικών ένοπλων δυνάμεων ακόμη και η πιθανότητα κατάληψης της Λισαβόνας από τους Γερμανούς, καθώς διέθετε αξιόλογες υποδομές ελλιμενισμού. Πιο αποτελεσματική αποδείχθηκε έτερη συνιστώσα των βρετανικών σχεδίων, εκείνη των χειρονομιών οικονομικού περιεχομένου: όπως έγραψε ο Churchill στον Roosevelt (23/11), η παροχή αμερικανικής επισιτιστικής βοήθειας σε μηνιαία βάση θα επιδοτούσε την ισπανική καλή θέληση και κατ’ επέκταση θα παρείχε στο ΗΒ τον αναγκαίο χρόνο απρόσκοπτης αξιοποίησης του Γιβραλτάρ ως ερείσματος για την ελευθεροπλοΐα στη Μεσόγειο και την απαγόρευση χρήσης της ίδιας περιοχής από τους Γερμανοϊταλούς, που χρειαζόταν για όσο διάστημα διεξάγονταν σκληρές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κεντρική και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις ΗΠΑ, η πλειοψηφία της κυβέρνησης, της Κοινής Γνώμης και του Τύπου ομονοούσαν ότι τους ήταν απεχθής η προοπτική παροχής βοήθειας προς ένα δικτατορικό καθεστώς για το οποίο θεωρείτο πιθανότατο να εισέλθει στον πόλεμο σύντομα, γι’ αυτό και προηγουμένως είχε επιτραπεί μόνον η παράδοση μικρών φορτίων αλεύρων στο πλαίσιο των ενεργειών του Ερυθρού Σταυρού. Προοδευτικά όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες πείστηκαν από την βρετανική επιχειρηματολογία (και την πραγματική έκταση του λιμού, που έπληττε αδιακρίτως τον ισπανικό λαό εκείνο τον χειμώνα κι ήταν σπαρακτικής έντασης όπως επιβεβαίωναν οι Γερμανοί).2 Στα τέλη Νοεμβρίου αποφασίστηκε η δημιουργία κλιμακίου της SOE (της βρετανικής Υπηρεσίας συλλογής πληροφοριών και διεξαγωγής δολιοφθορών που είχε ιδρυθεί καλοκαίρι) στη Λισσαβώνα, με τρισυπόστατη αποστολή την προετοιμασία φιλικών δικτύων αντίστασης στη χώρα αν αυτή καταλαμβανόταν από στρατεύματα του Άξονα, την παρεμπόδιση της αξιοποίησης των ουδέτερων λιμανιών όλης της Ιβηρικής από τους Γερμανοϊταλούς και την προετοιμασία κατάληψης «ισπανικών και πορτογαλικών υπερπόντιων κτήσεων με έμφαση στα νησιά, ως αντιστάθμισης της πιθανής απώλειας του Γιβραλτάρ».3 Η δυτική Μεσόγειος εντωμεταξύ παρέμεινε διαφιλονικούμενη περιοχή, για τους δύο βασικούς αντιμαχόμενους. Ασφαλώς το Royal Navy επιβλήθηκε στη Regia Marina για σειρά λόγων (εισέφεραν η τεχνολογική υπεροχή, τα δόγματα μάχης, σωρευτικά οι επιπτώσεις των επιτυχιών στις υποκλοπές, οι αριθμητικοί περιορισμοί και η παροιμιώδης έλλειψη καυσίμων που βασάνισε τους Ιταλούς), οπωσδήποτε όμως η επίμαχη θαλάσσια περιοχή πόρρω απείχε από του να τελεί υπό βρετανική κυριαρχία. Αρκετές -και ορισμένες από αυτές ονομαστές- απώλειες υπέστη το βρετανικό ναυτικό εκεί, με την κεντρική και την ανατολική υποδιαίρεση της θάλασσας να διεκδικούν εννοείται το μεγαλύτερο μερίδιο αίματος και βυθισμένου εκτοπίσματος.


Τον Δεκέμβριο ο Raeder επανέφερε το σχέδιο περιφερειακής στρατηγικής εξαναγκασμού του ΗΒ σε συνθηκολόγηση, με κύριο άξονα την σφράγιση της Μεσογείου διά της κατάληψης του Γιβραλτάρ και του Σουέζ, σε συντονισμό με την φασιστική Ιταλία, που αν επιτύγχανε, ο αρχηγός του ναυτικού προεξοφλούσε ότι θα εντυπωσίαζε τους Ισπανούς, τους Γάλλους του Vichy, ίσως ακόμη και τους Πορτογάλους και θα τους υπέβαλε την ιδέα να εξασφαλίσουν στους Γερμανούς πρόσβαση στις περιπόθητες κτήσεις τους στη Βόρειο Αφρική και στον Ατλαντικό. Κατά τον ναύαρχο, το γερμανικό πολεμικό ναυτικό ήταν έτοιμο να βοηθήσει στην κατάληψη του «Βράχου» κι επίσης βρισκόταν σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με τους Ισπανούς για την εγκατάσταση επάκτιου πυροβολικού στα Κανάρια. Στις 5 Δεκεμβρίου η κατάληψη του Γιβραλτάρ έγινε αντικείμενο ενδογερμανικών προβληματισμών για τελευταία φορά εκείνο το μεταιχμιακό έτος, όταν εξετάστηκε το χρονοδιάγραμμα και το τελικό μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων που θα εμπλέκονταν. Υπολογίστηκε ότι αν η είσοδος αυτών σε ισπανικό έδαφος ξεκινούσε στις 10/1/1941, η επίθεση θα μπορούσε να εξαπολυθεί τον Μάιο. Τα προϋπάρχοντα σχέδια τροποποιήθηκαν μερικώς, καθώς η βρετανική άμυνα είχε ενισχυθεί (είχαν εντοπιστεί ~100 πυροβόλα και 50-90 αντιαεροπορικά, χωρίς να προσμετρούνται τα πολυάριθμα και διαφόρων διαμετρημάτων πυροβόλα όσων πλοίων του Royal Navy θα συνέδραμαν την άμυνα της βάσης). Πράγματι, ο Κυβερνήτης του Γιβραλτάρ εκείνη τη στιγμή αιτείτο μόνον την έγκαιρη λήψη πληροφοριών αν το Λονδίνο μάθαινε ότι η εισβολή επέκειτο, την ολοκλήρωση του προγράμματος διάνοιξης υπόγειων σηράγγων4 και την προώθηση περισσότερο ευκίνητου πυροβολικού μόνον, καθώς το ταγμένο σε σταθερές βάσεις θεωρείτο πλήρες. Για το σύνολο των φάσεων της επίθεσης, διατέθηκαν 800 αεροσκάφη της Luftwaffe, στα οποία ανατέθηκαν επιπλέον αποστολές ναρκοθέτησης των νερών γύρω από τη βρετανική βάση5 και συμπληρωματικός αριθμός μοιρών βαρέως πυροβολικού. Ο Canaris στάλθηκε στη Μαδρίτη για να εξασφαλίσει τις σχετικές άδειες διέλευσης, διατυπώνοντας πολύ προσεκτικά εκ νέου τις προσωπικές του αποθαρρυντικές αντιρρήσεις προς την ισπανική ηγεσία σχετικά με την αποστολή που τού είχε ανατεθεί, λόγω της παρουσίας προσώπων που θα μπορούσαν να τον προδώσουν (έχει λεχθεί ότι τελικά εκείνη η επίσκεψη στάθηκε αφορμή να πληροφορηθεί ο Hitler την στάση του και μάλιστα από ισπανική πηγή). Ο Franco απέφυγε και πάλι να συγκατατεθεί (7/12–συμβολικά, έναν ακριβώς χρόνο πριν την ιαπωνική επίθεση στο Pearl Harbor), επικαλούμενος για άλλη μια φορά την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας, τις ελληνικές νίκες επί των Ιταλών, την ισχύ και τη βούληση των Βρετανών να συνεχίσουν τον πόλεμο, κατ’ επέκταση δε, την απειλητική παρουσία του Royal Navy σε όλα τα νερά ισπανικού ενδιαφέροντος. Παρηγορητικά προσφέρθηκε στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό η ανανέωση της άδειας του εν πλω ανεφοδιασμού καυσίμων από πετρελαιοφόρα πλησίον των ισπανικών ακτών του Ατλαντικού.6 Ο Hitler αντέδρασε με εκ πρώτης όψεως απρόσμενη νηφαλιότητα, η οποία ήταν πολλαπλά ερμηνεύσιμη: αφενός μεν ήταν πια διαρκώς απορροφημένος στις λεπτομέρειες έναρξης της «Επιχείρησης Barbarossa». Αφετέρου, η αντίσταση του Vichy στο Ντακάρ και οι διαβεβαιώσεις που έλαβε από στρατιωτικούς του γαλλικού καθεστώτος ότι σκόπευαν να συνεχίσουν να τηρούν την ίδια στάση αταλάντευτα, τον καθησύχασαν για το μέλλον της γαλλογερμανικής φιλίας. Σε συνάντηση πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων που έλαβε χώρα στο Παρίσι (10/12/1940), οι Γάλλοι αποκάλυψαν στους Γερμανούς ομολόγους τους σχέδια ανάκτησης της «Γαλλικής Ισημερινής Αφρικής», ακόμη κι αν αυτό σήμαινε την κήρυξη πολέμου στο ΗΒ. Την ίδια ημέρα, λόγω της πορείας εκείνων των συνομιλιών και της παρατεινόμενης ισπανικής στάσης (μίγμα δισταγμών, αδυναμίας και μαξιμαλιστικών απαιτήσεων), ο Hitler διέταξε την προσωρινή εγκατάλειψη κάθε προπαρασκευής της «Επιχείρησης Felix». Η αισιοδοξία του, έστω και μετά πολλών επιφυλάξεων, επρόκειτο να αποδειχθεί εφήμερη: μόλις 3 μέρες αργότερα, ο Pétain απέλυσε τον γερμανόφιλο αναπληρωτή του P. Laval κι επιπλέον διέταξε τη σύλληψή του. Ο καγκελάριος συνέδεσε την μεταχείριση του Laval με τα αποτελέσματα της γαλλογερμανικής σύσκεψης της 10ης Δεκεμβρίου και την απέδωσε σε δάκτυλο του εγνωσμένων αντιγερμανικών διαθέσεων στρατηγού Μ. Weygand, υπουργού άμυνας στο καθεστώς Vichy ως τον Σεπτέμβριο, που ασκούσε επιρροή στον Pétain και πλέον διοικούσε τις πολύτιμες αποικίες στη βόρεια Αφρική. Γι’ αυτό άλλωστε, διά παν ενεχόμενο, ο καγκελάριος υπέγραψε την Οδηγία αρ. 20 («Επιχείρηση Attila») σχετικά με την κατάλυση του Vichy και την αιχμαλώτιση του στόλου και της αεροπορίας του σε περίπτωση αιφνιδιαστικής απόσχισης του Weygand, την ίδια ημέρα που λάμβαναν χώρα οι ενθαρρυντικές γαλλογερμανικές επαφές˙ εκ των πραγμάτων δικαιώθηκε.7 Οι Βρετανοί τήρησαν την ίδια προσεκτική στάση (στρατιωτική επιφυλακή και κινήσεις καλής θέλησης στο πεδίο της επισιτιστικής βοήθειας μαζί με υποσχέσεις παροχής δανείων, συνοδευόμενες από εκβιαστικές προϋποθέσεις), η οποία αποδείχθηκε άκρως αποδοτική, ως άσκηση πιέσεων εναλλασσόμενη με επιδοκιμασίες προς την εφεκτικότητα του Φρανκικού καθεστώτος. Ο Churchill, διατηρώντας σε προσωπικό επίπεδο το άκρως επιθετικό πνεύμα που τον χαρακτήριζε (και τον καθιστούσε ενίοτε επιρρεπή σε τυχοδιωκτισμούς) κράτησε ζωντανά τα σχέδια κατάληψης των ισπανικών και κυρίως των πορτογαλικών νησιών στον Ατλαντικό «ακόμη και αν οι δύο χώρες δεν προσχωρούσαν εθελουσίως στον Άξονα, αλλά αποδεικνύονταν απλώς ανίκανες να περιφρουρήσουν την ουδετερότητά τους». Μόνον το σχέδιο αιφνιδιαστικής κατάληψης της Θέουτα («Επιχείρηση Challenger») ως αντίβαρου στην απειλή κατά του Γιβραλτάρ κρίθηκε παρακινδυνευμένο πολιτικά και περιττό στρατιωτικά, όμως ακόμη κι εκείνο επικαιροποιείτο περιοδικά (Επιχειρήσεις «Ballast», «Blackthorn» και «Sapphic»). Οι επιτυχίες των Ελλήνων και του Wavell σε βάρος των Ιταλών αναχαίτισαν προς το παρόν τον επιθετικό οίστρο της βρετανικής ηγεσίας, αν και οι εξελίξεις δημιούργησαν το άγχος ότι ίσως σημειωνόταν γερμανική επέμβαση σύντομα, για την ανακοπή της ιταλικής κατάπτωσης. Τότε, τον Δεκέμβριο, ο υπαρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ στρατηγός Μ. Roatta (είχε συμπολεμήσει με τους Εθνικιστές κατά την πρώτη διετία του ισπανικού Εμφυλίου και πιο πρόσφατα, το 1939, είχε διατελέσει στρατιωτικός Ακόλουθος στο Βερολίνο), έφθασε στο σημείο να προτείνει τον συντονισμό των ιταλικών και γερμανικών στρατιωτικών ενεργειών στη Μεσόγειο, εξαιτίας της δυσμενούς πορείας των επιχειρήσεων (η αιμορραγία των Ιταλών στο αλβανικό μέτωπο ήταν πολύπλευρη, μια και απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων, αλλά και του πολεμικού υλικού, από αεροσκάφη και τεθωρακισμένα, πυροβολικό, μέχρι την πάσης φύσης διοικητική μέριμνα, απασχολώντας και το ναυτικό, εμπορικό και πολεμικό, για την μεταφορά τους). Διατυπώθηκε μάλιστα εκ των υστέρων η άποψη ότι η δέσμευση γερμανικού πολεμικού υλικού για την υλοποίηση της «Επιχείρησης Felix» μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε επιπτώσεις στην ιταλική πολεμική προσπάθεια στη βόρεια Αφρική, με την έννοια ότι από τη στιγμή που η φροντίδα του εκστρατευτικού σώματος στην Αλβανία είχε αποστραγγίσει τα (ούτως ή άλλως ανεπαρκή) μέσα μηχανοκίνησης των Ιταλών, εάν οι Γερμανοί είχαν θέσει στη διάθεση των συμμάχων τους τα 3.000 οχήματα για τους στρατιωτικούς σχηματισμούς που μάχονταν ενάντια στους Βρετανούς στη Λιβύη, αντί να τα κρατούν σε ετοιμότητα για υποστήριξη της επίθεσης κατά του Γιβραλτάρ, ίσως οι ιταλικές δυνάμεις ήταν πιο ευέλικτες στο βορειοαφρικανικό μέτωπο και είχαν αποφύγει την ήττα τουλάχιστον εκεί. Η άποψη ευσταθεί κατά το ότι σε όλους τους μεγάλους πολέμους, τα γειτονικά θέατρα επιχειρήσεων αποδεικνύονται, εκτός από αλληλοεπηρεαζόμενα επιχειρησιακά, επίσης και συγκοινωνούντα δοχεία σε επιτελικό επίπεδο (σχεδιασμών, διάθεσης δυνάμεων και πόρων). Εντωμεταξύ, ορισμένες κινήσεις των Ισπανών στην Ταγγέρη (η επίσημη προσάρτησή της για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, ενώ είχε ήδη καταληφθεί όπως αναφέρθηκε), υποχρέωσαν το Λονδίνο να παραμείνει σε εγρήγορση.8 Το ισπανικό ΓΕΕΘΑ απ’ την πλευρά του συνέχισε να επεξεργάζεται σχέδια εισβολής στην Πορτογαλία και «αδρανοποίησης ή κατάληψης» του Γιβραλτάρ, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις σοβαρές υλικές αδυναμίες των ένοπλων δυνάμεων της χώρας και την έλλειψη ναυτικής ισχύος που δεν θα επέτρεπε την ενίσχυση των φρουρών στο ισπανικό Μαρόκο, στη Σαχάρα, στα Κανάρια και στην ισπανική Γουϊνέα, εφόσον το ΗΒ ή /και οι ΗΠΑ αντιδρούσαν με επιθέσεις εκεί. Τα επιθετικά σχέδια των Ισπανών αρχειοθετήθηκαν κι εκείνα προς το παρόν, υπό τη σκιά των ιταλικών ηττών στο αλβανικό μέτωπο και στη βόρειο Αφρική. Συναφώς, η εχθρική τους στάση έναντι της γερμανικής παρουσίας στο ισπανικό Μαρόκο παρέμεινε στο έπακρο ορατή. Καθώς ο Raeder επέμεινε στη σκοπιμότητα κατάληψης του Γιβραλτάρ, ο Ribbentrop συνέχισε τις προσπάθειες δελεασμού των Ισπανών διά ασαφών υποσχέσεων εδαφικών κερδών στην Αφρική, μεταπολεμικά όμως, μέσω του Ισπανού πρεσβευτή στο Βερολίνο (ο οποίος δεν ανήκε στην φιλογερμανική ομάδα του Suñer). Οι Γερμανοί διπλωμάτες τοπικά εξακολούθησαν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο μονομερών ισπανικών ενεργειών με στόχο το γαλλικό Μαρόκο, οι οποίες, ενώ θα συντρίβονταν από τις ισχυρές φρουρές του Vichy, ίσως προξενούσαν επιπρόσθετα την εμφάνιση των ΗΠΑ εκεί. Γερμανικές σκέψεις μαζικών υποβρυχιακών προσβολών όλων των θαλάσσιων οδών με σημείο διέλευσης το Στενό του Γιβραλτάρ που διατυπώθηκαν, απορρίφθηκαν την τελευταία μέρα του έτους διότι, ενώ απαιτούσαν συγκέντρωση σχεδόν κάθε διαθέσιμου υποβρυχίου στα πέριξ νερά, δεν εξυπηρετούσαν τον μείζονα πολιτικό στόχο, την είσοδο της Ισπανίας στον πόλεμο με το πλευρό του Άξονα δηλαδή. Σε επιστολή του προς τον Mussolini ο Hitler εξέφραζε την πικρία του για την απροθυμία του Franco να δώσει τη συγκατάθεσή του στην διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων με σκοπό την κατάληψη της βρετανικής βάσης, ενώ όλα ήταν έτοιμα και η επιχείρηση θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα μήνα μετά. Σε απόγνωση, ο καγκελάριος έφθασε στο σημείο να εκδώσει διαταγή επίσημα οριστικής ματαίωσης της επίθεσης στον «Βράχο», για να την μεταβάλλει λίγες ώρες μετά σε «αναβολή».9
Γερμανικές παραδοχές αδιεξόδου στα Δυτικά, πριν την καταβαράθρωση στην Ανατολή: τα ύστερα και έσχατα σκεπτικά εκπόρθησης του «Βράχου».
Η «Επιχείρηση Felix» αναβίωσε πρόσκαιρα τον Ιανουάριο του 1941, με αποτρεπτικές βλέψεις εκείνη τη φορά, καθώς ο Hitler ήταν μονίμως αγχωμένος μετά τον διορισμό του Μ. Weygand στη θέση του Γενικού Διοικητή Βορείου Αφρικής. Οι Γερμανοί προετοιμάστηκαν να μετακινήσουν στρατεύματα στο Μαρόκο συνολικά, φοβούμενοι μήπως ο ηλικιωμένος στρατηγός κήρυσσε αιφνιδιαστικά την απόσχιση από το καθεστώς Vichy όλων των γαλλικών αποικιών που διοικούσε. Υπενθυμίζεται ότι ο καγκελάριος επέμεινε σε αυτήν την ανάγνωση από τον Δεκέμβριο (ήταν χαρακτηριστική η συζήτησή του επ’ αυτού με τον Mussolini στις 20/12/1940), προσπαθώντας να αιτιολογήσει την εμμονή του με την ανάπτυξη των δύο τεθωρακισμένων μεραρχιών στο Μαρόκο. Ευμεγέθεις διπλωματικές και στρατιωτικές αντιπροσωπείες στάλθηκαν στο γαλλικό Μαρόκο για να επιτηρούν εκ του σύνεγγυς τις διαθέσεις των τοπικών αξιωματούχων και να εξετάσουν την κατάσταση του σιδηροδρομικού και του οδικού δικτύου. Ταυτόχρονα, διά του Stohrer, του πρεσβευτή του στη Μαδρίτη, ο Ribbentrop επιχείρησε να τρομοκρατήσει την ισπανική ηγεσία, υπαινισσόμενος ακόμη και αστραπιαία γερμανική εισβολή, σε περίπτωση που η Ισπανία αρνιόταν να εισέλθει αμέσως στον πόλεμο. Ο Franco παρέμεινε απτόητος, ικανοποιώντας τους Βρετανούς (που αισιοδοξούσαν πως ίσως έφταναν στο σημείο να εξασφαλίσουν την στρατιωτική τους πρόσβαση στα Κανάρια και στο Μαρόκο με ισπανική συγκατάθεση). Όπως το συνόψισε Hitler στις 19/1, «δυστυχώς ο Franco δεν συνέλαβε πως με το Γιβραλτάρ στα χέρια του Άξονα, δύο μεραρχίες Panzer και λίγα αεροδρόμια στη διάθεση της Luftwaffe επί μαροκινού εδάφους, η δύση του άστρου De Gaulle θα ήταν ραγδαία». Την ίδια στιγμή που οι Ιταλοί αποζητούσαν απεγνωσμένα να αποσπάσουν από τους Γερμανούς μία δέσμευση ότι θα σέβονταν έστω και κατ’ ελάχιστο τις (εναπομείνασες) ιταλικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, ο καγκελάριος ζητούσε αντίστοιχα από τον Mussolini να μεσολαβήσει, μήπως και οι Ισπανοί μεταπείθονταν να συνεργαστούν. Επ’ αυτού, ο Stohrer προχώρησε σε έντονες παραστάσεις προς τον ίδιο τον Franco (20/1): αν οι Ισπανοί επέτρεπαν την κατάληψη του Γιβραλτάρ με γερμανικά στρατεύματα, αφενός μεν δεν θα κατέβαλαν φόρο αίματος, ενώ αφετέρου θα λάμβαναν μεγάλη οικονομική επιβράβευση. Η νέα γερμανική πρόταση είχε και πάλι οσμή τελεσιγράφου, καθώς έπρεπε να απαντηθεί εντός 48 ωρών. Ο Franco απάντησε εκ νέου σε ευγενικό τόνο μεν, υπεκφεύγοντας δε. Ο Ribbentrop εκτόξευσε νέο προσβλητικό κι απειλητικό μήνυμα, τάζοντας αφετέρου 100 χιλ. τόνους σιτηρών στις 24/1. Αυτή τη φορά η Μαδρίτη επέσεισε τον κίνδυνο βρετανικής απόβασης στην Πορτογαλία και την ισχυρή παρουσία των στρατευμάτων του Vichy στο γαλλικό Μαρόκο. Πρότεινε μάλιστα την επίσκεψη του Α/ΓΕΕΘΑ στρατάρχη Keitel στην Ισπανία για διαβουλεύσεις. O Suñer δεν παρέλειψε να παραπονεθεί ότι το Βερολίνο περιέβαλε με στοργή αποκλειστικά τις γαλλικές ευαισθησίες. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών ήταν εξοργισμένος με την παρελκυστική τακτική που αντιμετώπιζε. Ο Hitler εξέτασε προς στιγμήν την σκέψη επιβολής στο Γιβραλτάρ ενός «τετελεσμένου δι’ αλεξιπτωτιστών», όμως ο επικεφαλής τους στρατηγός K. Student αποφάνθηκε ότι η κατάληψη του «Βράχου» ήταν ανέφικτη αν η Ισπανία διατηρούσε την ουδετερότητά της.10 Η ισπανική ηγεσία έδωσε την χαριστική βολή στις προθέσεις του Βερολίνου κατά τρόπο παραδοσιακά διπλωματικό: διεκδικώντας έπαθλα εν γνώσει της δυσθεώρητα. Στις 7/2/1941 προώθησε στο Βερολίνο την εξής λίστα χρειωδών: 1 εκ. τόνους σιτηρά, 8.000 οχήματα, 16.000 βαγόνια, 2 καταδρομικά, 13 αντιτορπιλικά, 4 υποβρύχια, 3 μοίρες πολεμικών αεροσκαφών και 400 αντιαεροπορικά πυροβόλα. Εάν διδόταν η επισιτιστική βοήθεια, τα οχήματα και το σιδηροδρομικό υλικό που ζητούσαν οι Ισπανοί, η γερμανική πολεμική προσπάθεια ανά την Ευρώπη θα τιναζόταν στον αέρα (και ασφαλώς το ίδιο σχόλιο αφορούσε εκθετικά την προετοιμαζόμενη εισβολή στην Σοβιετική Ένωση). Ο Hitler απάντησε επιστολικά προς τον ίδιο τον Franco αυθημερόν με έντονη πικρία, ότι η αναβλητικότητά του που χρονολογείτο από τον Ιανουάριο και είχε στοιχήσει δύο κρίσιμους μήνες στα επιθετικά χρονοδιαγράμματα της Γερμανίας, ίσως είχε μεταβάλει τον ρου της Ιστορίας. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1941, οι Franco – Suñer συναντήθηκαν στην ιταλική Ριβιέρα με τον Mussolini, στον οποίον εξέθεσαν τα παράπονα και τις αιτιάσεις τους εις βάρος του Hitler, που τους είχαν υποχρεώσει -κατ’ αυτούς- να αναβάλλουν πρακτικά την είσοδο της χώρας τους στον πόλεμο. Ο Ισπανός δικτάτορας συμπλήρωσε ρητορικά ότι θα προτιμούσε η χώρα του να αποπειραθεί μόνη της την εκπόρθηση του Γιβραλτάρ, ώστε να εξέλειπε η πρόφαση για την ανάπτυξη γερμανικών στρατευμάτων στο Μαρόκο. Δεν παρέλειψε όμως παράλληλα να διεκτραγωδήσει την δυσπραγία που δεν επέτρεπε την δέουσα μεγέθυνση των ισπανικών ένοπλων δυνάμεων. Οι Ιταλοί είχαν μόλις θρηνήσει πολλούς νεκρούς αμάχους, την απώλεια εμπορικών καραβιών και την καταστροφή εκατοντάδων κτηρίων στη Γένοβα, της οποίας η πόλη και το λιμάνι είχαν βομβαρδιστεί ανηλεώς από τα θωρηκτά της «Δύναμης Η» με έδρα τον «Βράχο», ενώ τα αεροσκάφη του αεροπλανοφόρου της, του Ark Royal, είχαν βομβαρδίσει τα διυλιστήρια στο Λιβόρνο και ποντίσει νάρκες στο ναύσταθμο της Λα Σπέτζια. Η καταρράκωση του φασιστικού γοήτρου είχε πια αποκτήσει και προς δυσμάς διάσταση. Την επομένη το ισπανικό δίδυμο έκανε στάση στο Μονπελλιέ, για διάλογο με τον στρατάρχη Pétain και τον ναύαρχο Darlan. Αντικείμενα της συζήτησης ήταν η επαναπροώθηση στην Ισπανία πολιτικών προσφύγων (Δημοκρατικών που είχαν αυτοεξοριστεί καταφεύγοντας στην Γαλλία την επαύριον της ήττας τους) και η δημιουργία συναινετικού κλίματος σχετικά με το μέλλον της συνύπαρξης της παρουσίας των δύο κρατών στην Αφρική. Οι δύο πλευρές κατέληξαν στο συμπέρασμα που είχαν ήδη υπερασπιστεί, ασυντόνιστα έστω μέχρι τότε: ήταν προς το συμφέρον τους η Γερμανία να κρατηθεί εκτός της δυτικής Μεσογείου. Οι διακανονισμοί σχετικά με το Μαρόκο επρόκειτο να είναι σχοινοτενείς και δυσχερείς, η ομόνοια όμως σε επίπεδο συναντίληψης αναφορικά με την εκτίμηση και την ιεράρχηση των απειλών κατά των γαλλικών και των ισπανικών περιφερειακών συμφερόντων, ήταν πια γεγονός πιστοποιημένο εκατέρωθεν και ρητώς. Στις 22/2 η ανώτατη διοίκηση των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων μετέθεσε οριστικά την κατάληψη του «Βράχου» στο απώτερο μέλλον. Τις ίδιες μέρες οι Βρετανοί κατέληξαν για άλλη μια φορά στο συμπέρασμα ότι μία έστω φιλογερμανική, πάντως ουδέτερη Ισπανία εξυπηρετούσε βέλτιστα τα δικά τους συμφέροντά, καθώς κι ότι θα ήταν χρήσιμο να διατηρηθεί η ετοιμότητα παροχής στρατιωτικής βοήθειας προς όσους Ισπανούς θα ήταν διατεθειμένοι να αντισταθούν σε μία γερμανική εισβολή στην Ιβηρική χερσόνησο, έστω κι αν οι προοπτικές ήταν πιο ευοίωνες για επιτυχή άμυνα στο Μαρόκο. Αυτή επρόκειτο να παραμείνει η ισχύουσα εκτίμηση του Λονδίνου ως το τέλος του έτους.11
Τον Μάρτιο, όταν η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα είχε δρομολογηθεί, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε σειρά κινήσεων δηλωτική των κυβερνητικών προθέσεων: διατάχθηκε η κατάσχεση του συνόλου των εμπορικών πλοίων υπό γερμανική και ιταλική σημαία που ελλιμενίζονταν στις ΗΠΑ, συγκροτήθηκε η «Δύναμη Υποστήριξης του Στόλου του Ατλαντικού», αποτελούμενη από 3 στολίσκους αντιτορπιλικών με καθήκοντα συνοδείας νηοπομπών, εγκρίθηκε από το Κογκρέσο η εκκρεμούσα προεδρική εισήγηση για την παροχή γενναίας βοήθειας προς το ΗΒ βάσει των προνοιών του Lend-Lease, ενώ επίσης συνομολογήθηκε σε διακυβερνητικό επίπεδο και στο επίπεδο των ΓΕΕΘΑ των δύο χωρών (ΗΠΑ-ΗΒ) η πρόταξη της εξάλειψης της γερμανικής απειλής «σε περίπτωση παράλληλα εκτυλισσόμενων εχθροπραξιών σε Ευρώπη κι Ασία» (όπως αποτυπώθηκε στη σχετική μελέτη με την κωδική επωνυμία «ABC-1»). Εξαιτίας όλων αυτών, το γερμανικό σχέδιο κατάληψης του Γιβραλτάρ νεκραναστήθηκε τότε (10/3) πρόσκαιρα, σε επικαιροποιημένη εκδοχή («Felix Heinrich»), που δεν είχε συνέχεια. Αντίστοιχα, υποψίες αξιοποίησης των Αζόρων για τον ανεφοδιασμό γερμανικών υποβρυχίων οδήγησαν σε επανενεργοποίηση των βρετανικών σχεδίων κατάληψης των επίμαχων νησιών και των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα. Τα σχέδια εγκαταλείφτηκαν και πάλι από φόβο πως αυτό θα προξενούσε γερμανική εισβολή στην Ισπανία και τα Κανάρια. Εφόσον τα τελευταία (και οι αξιόλογες λιμενικές υποδομές τους) έπεφταν στα χέρια των Γερμανών, τα υποβρύχιά τους θα είχαν αποκτήσει πολύτιμες πρόσω βάσεις και τότε η κατοχή των νησιών της Πορτογαλίας θα έχανε μεγάλο μέρος της αξίας της. Το βρετανικό στρατιωτικό ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στα Κανάρια για το υπόλοιπο έτος, τόσο ως δυνητική εναλλακτική τοποθεσία αν το Γιβραλτάρ απειλείτο ξανά, όσο και ως σύμπλεγμα του οποίου η χρήση έπρεπε οπωσδήποτε να συνεχίσει να απαγορεύεται στους Γερμανούς. Σε εκείνη τη φάση πάντως, το Ναυαρχείο κάθε άλλο παρά εξέταζε την μείωση της χρήσης του «Βράχου»: στους βραχυπρόθεσμους σχεδιασμούς του, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στις 3/4, περιλαμβανόταν η διατήρηση της ναυτικής δύναμης με έδρα το Γιβραλτάρ παράλληλα με την ενίσχυση εκείνης στην Αλεξάνδρεια, ενόψει της προβλεπόμενης σύντομα ανάνηψης του ιταλικού πολεμικού ναυτικού από τα σοβαρά πλήγματα που είχε υποστεί το προηγούμενο διάστημα. Στις 18 Απριλίου, την ημέρα της σκληρής μάχης ανάμεσα στα προελαύνοντα γερμανικά στρατεύματα και τις αμυνόμενες μονάδες των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών στη Μάχη των Τεμπών, οι ΗΠΑ κήρυξαν πολεμική ζώνη μία τεράστια έκταση του Ατλαντικού στην οποία περιλαμβάνονταν οι Αζόρες. Τις αμέσως επόμενες μέρες, στο Λονδίνο αναζωπυρώθηκαν οι φόβοι γερμανικού προσεταιρισμού της Ισπανίας κι αναβίωσης της απειλής κατά του Γιβραλτάρ, λόγω της έναρξης της υποχώρησης του μικρού εκστρατευτικού σώματος της Κοινοπολιτείας από τα εδάφη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Όταν ξεκινούσε η Μάχη της Κρήτης, και ενώ το θωρηκτό Bismarck με το καταδρομικό Prinz Eugen είχαν ξεκινήσει την Επιχείρηση «Άσκηση Ρήνος» στον Ατλαντικό, οι ΗΠΑ εκπόνησαν εσπευσμένα σχέδια απόβασης στις Αζόρες, ενώ ταυτόσημες προθέσεις εξέφρασε κι ο Hitler τότε, τις οποίες υπέθαλψε ο αρχηγός του γαλλικού ναυτικού ναύαρχος Darlan στις συζητήσεις μαζί του τις προηγούμενες μέρες (11/5), σε μία προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του συνομιλητή του αλλού και κατ’ αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει την γαλλική κατοχή του Ντακάρ έναντι των γερμανικών και των αμερικανοβρετανικών επιβουλών εξίσου. Ως επαΐων, προσέφυγε στην απαρίθμηση των αρετών των δύο νησιωτικών συστάδων, των Αζόρων και των Κανάριων, μνημονεύοντας εκτός από την γεωγραφική τους θέση, τα υπόλοιπα θέλγητρά τους: τις αεροναυτικές υποδομές τους, τον ρόλο τους ως τηλεπικοινωνιακών κόμβων κλπ. Οι Βρετανοί, έχοντας ήδη εξετάσει εξονυχιστικά όλα τα σενάρια όπως αναφέρθηκε, εποφθαλμιούσαν αμφότερα τα Κανάρια και τις Αζόρες, με εμφανή προτίμηση σταθερά πλέον στα πρώτα (το σχέδιο κατάληψής τους εκείνη τη στιγμή έφερε την επωνυμία «Επιχείρηση Puma»).12 Τελικά το αρχιπέλαγος της Μακαρονησίας παρέμεινε υπό αποκλειστικά ιβηρική κατοχή, όπως και το Γιβραλτάρ βρετανικό. Η σύρραξη όμως, επρόκειτο σύντομα να εισέλθει σε νέα φάση τον επόμενο μήνα με επίκεντρο χερσαίο κι όχι θαλάσσιο, συγκεκριμένα την σοβιετογερμανική μεθόριο.

Κατακλείδα: Καίριο, το κατά τις περιστάσεις μέτρο
Οι ποικίλου περιεχομένου στρατηγικές σχέσεις της Φρανκικής Ισπανίας με τη ναζιστική Γερμανία διατηρήθηκαν σε γενικές γραμμές ως την άνοιξη του 1944 κι εξακτινώνονταν σε μεγάλο εύρος συναλλαγών (πέραν της αποστολής της μεραρχίας εθελοντών Azul, οι εξαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών όπως του πολύτιμου βολφραμίου συνεχίστηκαν, στο Γ΄ Ράιχ επιτράπηκε όπως αναφέρθηκε η εγκατάσταση δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης που περιελάμβανε από πληροφοριοδότες μέχρι radar, τα γερμανικά υποβρύχια μπορούσαν να ανεφοδιαστούν και να συντηρηθούν-επισκευασθούν σε ισπανικά νερά ως τα μέσα του 1942 και ο ελεγχόμενος Τύπος της χώρας κράτησε αδιάλειπτα φιλοΑξονική στάση). Ειδικά ο Franco πίστευε μέχρι το τέλος του Πολέμου στην τεχνολογική υπεροχή των Γερμανών και εκτιμούσε ότι πρωτοποριακά οπλικά συστήματα όπως τα πυραυλικά, ίσως μετέβαλλαν την έκβαση της σύρραξης. Οι διπλωματικές σχέσεις με το Γ΄ Ράιχ διακόπηκαν μόνον εξαιτίας της επισημοποίησης της γερμανικής κατάρρευσης, την ημέρα της συνθηκολόγησης. Κι όμως, σε ομιλία του στο βρετανικό κοινοβούλιο στις 24 Μαΐου του 1944, ο Churchill, σε μία από τις πολλές επιδείξεις του κυνισμού του, δεν δίστασε να αποτίσει φόρο τιμής στη «νουνέχεια» του “caudillo”, για τη στάση που κράτησε κατά τις αμφίρροπες μέρες του 1940-41. Μετά τις αποβάσεις στη Νορμανδία και στη νότια Γαλλία, αλλά και την κατάληψη της Αμβέρσας (οπότε διασφαλίστηκε η μεταφορά στα δέοντα μεγέθη της λογιστικής υποστήριξης προς τα συμμαχικά στρατεύματα), φάνηκε ότι οι άνεμοι του πολέμου άλλαζαν κατεύθυνση και η ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας, κυρίως δε ο διαμοιρασμός των ιματίων της δεν θα ήταν υπόθεση μόνον της πανίσχυρης ποσοτικά κι ποιοτικά σε χερσαίες δυνάμεις ΕΣΣΔ. Ο ίδιος ο Franco περιορίστηκε να αντικαταστήσει τις φωτογραφίες των Hitler και Mussolini με εκείνες του Πάπα Πίου του 12ου και του Πορτογάλου Προέδρου Carmona, όπως διαπίστωσε ο παρατηρητικός Βρετανός πρεσβευτής όταν τον επισκέφθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου. Έναν μήνα νωρίτερα, σε υπερπροβεβλημένη συνέντευξη που παραχώρησε στον επικεφαλής της διεύθυνσης Διεθνούς Ειδησεογραφίας του United Press και δημοσιεύθηκε στις 7-11-1944, ο Ισπανός δικτάτορας ισχυρίστηκε ότι υπήρξε «ο μείζων μυστικός φίλος των Συμμάχων [sic]», στο πλαίσιο της προσπάθειας αποκατάστασης των ισπανοαμερικανικών σχέσεων που είχαν διαταραχθεί σοβαρά από τις αρχές του έτους. Απ’ την πλευρά του, ο «αδελφός Hitler» κατά τον παρατεταμένο ρόγχο του δεν φείστηκε περιφρονητικών σχολίων (10/2/1945) για «τον ιησουΐτη υπονομευτή των σχεδίων του» και «το διχαστικό για τον ισπανικό λαό καθεστώς του, το έρμαιο καπιταλιστών τυχοδιωκτών και της συμμορίας του Κλήρου … τυπικό δείγμα των ανεπιστρεπτί παρηκμασμένων Λατίνων, που απέδειξαν ότι δεν είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν στη χάραξη της τύχης του κόσμου».13
Για την βρετανική υψηλή στρατηγική, πολιτική και στρατιωτική εξίσου, η απώλεια της βάσης στον «Βράχο» ήταν θέμα χρόνου να συμπαρέσυρε έπειτα τη Μάλτα, με αποτέλεσμα η δυτική Μεσόγειος να μετατρεπόταν πράγματι σε «Αξονική λίμνη». Οι συνέπειες για το ΗΒ θα ήταν να εξοβελιστεί εν συνεχεία από την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, αφού η διοικητική μέριμνα των ιταλογερμανικών χερσαίων δυνάμεων θα περαιωνόταν με περισσή ευκολία διά θαλάσσης, παρεμποδιζόμενη μόνον από τα βρετανικά υποβρύχια. Η σπουδή του Λονδίνου να ρευστοποιήσει τις ελληνοβρετανικές επιτυχίες του χειμώνα του 1940-41 α) στην αντεπίθεση στο Κέρας της Αφρικής επί ένα τρίμηνο κι αμέσως μετά β) με την κατάπνιξη της φιλογερμανικής κίνησης στο Ιράκ και την εκδίωξη των Γάλλων του Vichy το επόμενο τρίμηνο, καταδεικνύουν στην εντέλεια την ακριβή επίγνωση της κατάστασης που είχαν οι Βρετανοί κυβερνώντες: ότι η Μέση Ανατολή συνιστά διφυή διακύβευση, κατά το ότι αποτελεί το συνδετήριο γεωγραφικό σημείο των τριών μειζόνων Ηπείρων («ΕυρΑφρΑσία») με σύμπλεγμα χερσαίων, θαλάσσιων κι εναέριων οδεύσεων, προβάλει το βάθος της στον έλεγχο του αντίστοιχου «μεσάζοντος Ωκεανού» (του Ινδικού) και ταυτόχρονα είναι περιοχή παραγωγής κρίσιμων πρώτων υλών (λόγω των ευρύτατων κι εκμεταλλεύσιμων άμεσα κοιτασμάτων υδρογονανθράκων).
Τελικά το Γιβραλτάρ αξιοποιήθηκε στο μέγιστο βαθμό στην προπολεμική του χρήση ως σημείου ελέγχου της Μεσογείου, με «δική του» ισχυρή δύναμη μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων (που απέτρεψε γερμανικούς πειρασμούς σχετικά με αστραπιαίες απόπειρες κατάληψης των υπό ιβηρική κατοχή νησιών του Ατλαντικού) κι επιπλέον ως σημείο συγκρότησης κι ασφαλούς ελλιμενισμού νηοπομπών, ορμητήριο ισχυρών αεροναυτικών δυνάμεων με Α/Υ (ανθυποβρυχιακές) αποστολές, τόσο για την αυτοάμυνα της βάσης όσο και για την προστασία διερχόμενων από τη δυτική Μεσόγειο και τον ανατολικό Ατλαντικό νηοπομπών. Στο αποκορύφωμα της εκμετάλλευσής τους, οι βρετανικές εγκαταστάσεις αποτέλεσαν τη στρατηγική βάση υποστήριξης όλων των μεγάλων επιχειρήσεων ενίσχυσης της Μάλτας, καθώς και των αποβατικών επιχειρήσεων στη βορειοδυτική Αφρική τον Νοέμβριο του 1942 («Επιχείρηση Torch» ─στο απόγειο των προετοιμασιών της, 600 συμμαχικά αεροσκάφη είχαν ως έδρα τους το τοπικό αεροδρόμιο). Σχετικά με αυτήν, σημειώνεται ότι αρχικά υφίσταντο στους κόλπους της υπερατλαντικής ηγεσίας αποκλίνουσες μεταξύ τους προτιμήσεις υλοποίησης (της κατάληψης σε πρώτη φάση μόνον των Καναρίων, ή της απόβασης αποκλειστικά στο γαλλικό Μαρόκο, ή της απόβασης στην ηπειρωτική Ισπανία), αναλόγως των πολιτικών απόψεων των υποστηρικτών της κάθε μιας εκδοχής. Μετά από έντονες κι επιτυχείς βρετανικές πιέσεις, επικράτησαν στις ΗΠΑ όσοι προέκριναν την απόβαση σε τρεις τοποθεσίες, μία στο γαλλικό Μαρόκο και δύο στην γαλλοκρατούμενη Αλγερία, με αναγκαία προηγουμένως την άσκηση οικονομικών πιέσεων στη Μαδρίτη συνδυαστικά με την παροχή διαβεβαιώσεων ότι το ισπανικό Μαρόκο θα έμενε ανέγγιχτο, ώστε να μην αντιδράσει στρατιωτικά, είτε επί αφρικανικού εδάφους είτε βομβαρδίζοντας τον πλήρη στρατευμάτων και υλικού «Βράχο». Το Γιβραλτάρ παρείχε τον αναγκαίο γεωγραφικό και τεχνητό κόμβο ανάμεσα στις δύο κύριες περιοχές αποβάσεων (Μαρόκο – Αλγερία). Λόγω ακριβώς της θέσης και των υποδομών της βάσης, ο Eisenhower την επέλεξε για έδρα του στρατηγείου του τότε. Οι εκτεταμένες εγκαταστάσεις του «Βράχου» συνέχισαν να αξιοποιούνται εντατικά όλο το επόμενο διάστημα, ακόμη και μετά την κατάληψη των λιμανιών της Τυνησίας, καθώς αυτά είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές. Παρείχε επίσης πολύτιμο σημείο επιτήρησης, κέντρο συντονισμού των υπηρεσιών πληροφοριών, τόσο της MI 5 όσο και του ισπανικού κλιμακίου της SIS-MI 6 (ο Βρετανός πρεσβευτής ζήτησε αυτό να φύγει από την Μαδρίτη για να διαθέτει μεγαλύτερο περιθώριο διπλωματικών ελιγμών και να μην έχει να χειριστεί άβολα ζητήματα όπως την σύλληψη πρακτόρων της χώρας του από τις ισπανικές αρχές), βάση των βρετανικών ειδικών δυνάμεων (SOE, SBS), αλλά και στρατηγικής αξίας εφαλτήριο της RAF: εκτός από έδρα σμηναρχίας μακράς ακτίνας ανθυποβρυχιακής δράσης της Παράκτιας Διοίκησης, ο επιμηκυμένος διάδρομος αποπροσγειώσεων λειτούργησε και ως βάση βομβαρδιστικών. Στις σημαντικότερες αποτυχίες των Βρετανών να κυριαρχήσουν στη Δυτική Μεσόγειο προεξέχει η δυνατότητα των Γάλλων του Vichy να την αξιοποιήσουν: 540 νηοπομπές τους (1750 πλοία) διέσχισαν το Στενό του Γιβραλτάρ μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος. Διευκρινίζεται ότι η ανεπάρκεια αυτή οφειλόταν στην απροθυμία του Royal Navy τοπικά να φέρει σε πέρας την εκ φύσεως λεπτή αποστολή περιορισμού ή /και απαγόρευσης των κατά θάλασσα κινήσεων του Vichy, επειδή η ναυτική ηγεσία στον «Βράχο» γνώριζε ότι υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να προκληθούν νέες απώλειες στους Γάλλους ναυτικούς, προοπτική που διόλου δεν συνέπαιρνε τους βρετανούς ομολόγους τους μετά την τραυματική για όλους εμπειρία της επίθεσης στο Μερς-ελ-Κεμπίρ τον Ιούλιο του 1940. Οι ναύαρχοι του Γιβραλτάρ δηλαδή δεν υποτιμούσαν τις πολιτικές προεκτάσεις του κινδύνου και γι’ αυτό δεν εκτέλεσαν με ενθουσιασμό την επίμαχη αποστολή, η οποία ήταν διακριτή Επιχείρηση με την επωνυμία «Ration» και στο πλαίσιό της οι οδηγίες ήταν τα μεν εμπορικά πλοία να οδηγούνται στο Γιβραλτάρ, τα δε πολεμικά να αντιμετωπίζονται «δυναμικά». Εξάλλου, επικρεμόταν διαρκώς ο κίνδυνος μίας κρίσης που μάλλον θα κλιμακωνόταν, η οποία θα μπορούσε να φέρει τη «Δύναμη Η» σε ανοικτή αντιπαράθεση με το εναπομείναν ναυτικό του Vichy (αυτό, παρέμενε υπολογίσιμο ως την αυτοβύθισή του στην Τουλών τον Νοέμβριο του 1942).Εκτός από την πολιτική διακύβευση, οι Βρετανοί ναύαρχοι φοβούνταν διαρκώς ότι τα άμεσα γαλλικά αντίποινα (με γερμανικές ευλογίες) θα αφορούσαν την προσπάθεια καταστροφής του «Βράχου» ─και ο κίνδυνος εκείνος ήταν υπαρκτός, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, μεταξύ του φθινοπώρου του 1940 και της άνοιξης του 1941. Μέχρι την έλευση των ΗΠΑ, η βρετανική παρουσία υπερείχε της ιταλικής, όμως κανείς δεν κυριάρχησε απόλυτα εκεί. Δεδομένου ότι η οργανική δύναμη της βάσης του Γιβραλτάρ ήταν πάντοτε ισχυρή κι αποτελούμενη από σύγχρονες μονάδες, ήταν όμως συνήθως ολιγάριθμη, αποκτούν πρόσθετο ειδικό βάρος οι ποικίλες επιτυχίες της και οι αποτελεσματικοί χειρισμοί απαιτητικών καταστάσεων έναντι 4 συνολικά δυνάμει ή /και ενεργεία εχθρών (των Γερμανών, των Ιταλών, των Γάλλων του Vichy και των Ισπανών), υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του ναυάρχου sir J. Somerville, διοικητή της ως τις αρχές του 1942. Η έντονη χρήση του «Βράχου» ως αεροναυτικής βάσης εντυπωσίασε τους Ισπανούς και τους άσκησε μεγάλη ψυχολογική επίδραση, τόσο ως διαρκής χειρονομία πολιτικής αποφασιστικότητας όσο και ως επίδειξη στρατιωτικών δυνατοτήτων των Βρετανών.14

Οι Γερμανοί περιορίστηκαν να αξιοποιούν το Στενό για την λάθρα είσοδο υποβρυχίων τους στη Μεσόγειο (μία απόφαση του Hitler για την οποία ο Raeder είχε εκφράσει σοβαρές αντιρρήσεις, καθώς στερούσε δυνάμεις από τη «Μάχη του Ατλαντικού») και να επιτηρούν από τις εκατέρωθεν ακτές με τεχνολογικά μέσα αιχμής την κίνηση της διερχόμενης συμμαχικής ναυτιλίας (υπό την ανοχή των Ισπανών). Γερμανικές δολιοφθορές στη βρετανική βάση επιχειρήθηκαν από το εκτεταμένο δίκτυο που είχε στηθεί τοπικά, χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις στην παρακώλυση της λειτουργίας της, κατά τη διετία 1941-1943 (οπότε οι Ισπανοί υποχρεώθηκαν να απαγορεύσουν τη συνέχισή τους). Αφότου αναβλήθηκε επ’ αόριστον η «Επιχείρηση Felix», αντικαταστάθηκε από τις Επιχειρήσεις «Isabella» και «Ilona /Gisela» (του Μαΐου 1941 και Μαΐου 1942 αντίστοιχα), οι οποίες επίσης ουδέποτε υλοποιήθηκαν, είχαν όμως αμφότερες και οι δύο ως περιεχόμενο την αμυντικογενή αντίδραση σε τυχόν βρετανική απόβαση ειδικά στην Ταγγέρη ή /και στην Πορτογαλία (η πρώτη) και σε τυχόν αμερικανοβρετανική απόβαση οπουδήποτε στο Μαρόκο ή /και σε διάφορα σημεία της Ιβηρικής (οι άλλες δύο). Όπως είναι γνωστό, οι Σύμμαχοι τις παρέκαμψαν μέσω επιτυχούς παραπλάνησης. Τις παραμονές της εισβολής στην ΕΣΣΔ, ο Hitler έγραψε στον Mussolini ότι η εκπόρθηση του Γιβραλτάρ τον Φεβρουάριο, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί και η μεταφορά των δύο τεθωρακισμένων μεραρχιών στις μαροκινές ακτές, θα είχε σταθεροποιήσει την κατάσταση και θα είχε επιβάλει τον απαιτούμενο έλεγχο στους Γάλλους του Vichy «που δεν ενέπνεαν καμία εμπιστοσύνη», παρέχοντάς του έπειτα την δυνατότητα να απαιτήσει την χρήση του Ντακάρ, όπως σημείωσε. Ένδεκα μέρες πριν εξαπολυθεί η «Επιχείρηση Barbarossa», σε μία παροιμιώδη επίδειξη μυωπίας και υποτίμησης των σοβιετικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, διέταξε την αναβίωση των προνοιών της «Επιχείρησης Felix», με επίκεντρο την κατάληψη του Γιβραλτάρ και στο πλαίσιο της προετοιμασίας του Άξονα για έναν πραγματικά πλανητικών διαστάσεων πόλεμο, μετά την συνθηκολόγηση της ΕΣΣΔ. Το θέρος του 1941 οι Βρετανοί ήταν σχεδόν πεπεισμένοι ότι το Γιβραλτάρ θα υφίστατο άμεσα γερμανική επίθεση με ισπανική συνεισφορά ή απλώς ανοχή, έστω κι αν η Wehrmacht με την Luftwaffe ήταν απορροφημένες στην προέλαση επί σοβιετικών εδαφών. Οι φόβοι εκείνοι δεν κόπασαν μέχρι τις παραμονές της μεγάλης αντεπίθεσης στο Ελ Αλαμέιν, εξ ου και συνέταξαν νέο σχέδιο κατάληψης των Κανάριων τότε, στα μέσα του 1941 (διάδοχο της «Επιχείρησης Puma», με την επωνυμία «Επιχείρηση Pilgrim»), το οποίο ήταν έτοιμοι να εφαρμόσουν ως τον Φεβρουάριο του 1942, διαθέτοντας για την υλοποίησή του δύναμη 24.000 ανδρών που προηγουμένως προοριζόταν για απόβαση στις Αζόρες και στη Μαδέιρα, δεσμεύοντας ισχυρές ναυτικές δυνάμεις για την υποστήριξη της ενέργειας (1 θωρηκτό, 3 αεροπλανοφόρα, ισάριθμα καταδρομικά και 19 αντιτορπιλικά). Ο Hitler πράγματι εξέφρασε εκ νέου την επιθυμία κατάληψης του Γιβραλτάρ τον Σεπτέμβριο. Ο διάδοχος του Raeder στην ηγεσία του Kriegsmarine ναύαρχος K. Dönitz πίεζε για την κατάληψη του «Βράχου» μέχρι και τον Μάιο του 1943, μη εισακουόμενος. Ως φτωχό υποκατάστατο, κατατέθηκε τότε η ιδέα της μαζικής προσβολής της βρετανικής βάσης με τα νέα πυραυλικά όπλα του Ράιχ. Εκ των υστέρων, ο Göring αξιολόγησε ως στρατηγικών διαστάσεων σφάλμα την γερμανική αβελτηρία κατάληψής του.15
Οι Ιταλοί, βομβάρδισαν την βρετανική βάση του Γιβραλτάρ σποραδικά από αέρος το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου 1940 (ομάδες τριών αεροσκαφών μακράς ακτίνας δράσης SM-82, εξορμώντας από την ηπειρωτική Ιταλία και τη Σαρδηνία, ενίοτε με ειδικές τορπίλες τύπου Motobomba FFF). Οι πτήσεις εκείνες διήλθαν από τον εναέριο χώρο της Μαγιόρκας. Το 1942 επανέλαβαν το εγχείρημα με ακόμη μεγαλύτερα αεροσκάφη, τετρακινητήρια τύπου P.108 από την Σαρδηνία (τότε οι Ισπανοί διαμαρτυρήθηκαν για την παραβίαση του εναέριου χώρου τους) και για τελευταία φορά τον Ιούνιο του 1943, με τροποποιημένα τρικινητήρια SM-79. Οι αεροπορικές τους επιδρομές κατά του Γιβραλτάρ βοηθήθηκαν από τους Ισπανούς και κατά έναν ακόμη τρόπο: σε όσα αεροσκάφη είχαν πληγεί και δεν ήταν σε θέση να επιστρέψουν στις βάσεις τους, επιτράπηκε να προσγειωθούν σε ισπανικά αεροδρόμια. Κυρίως, οι Ιταλοί κατέβαλαν αξιοπρόσεκτες για την εφευρετικότητα και το θάρρος τους προσπάθειες να παρακωλύσουν τη χρήση του «Βράχου» μέχρι λίγο πριν την αλλαγή στρατοπέδου το φθινόπωρο του 1943, με παράτολμες δράσεις των ειδικών δυνάμεων του Ναυτικού τους (των καταδυτών μάχης και των χειριστών υποβρύχιων οχημάτων του «10ου Στολίσκου – Decima MAS»), γενικά με ισπανική ανοχή. Οι Φρανκικές αρχές επέτρεψαν επίσης σε ιταλικά υποβρύχια να ανεφοδιαστούν εντός ισπανικών χωρικών υδάτων (είτε στη Μεσόγειο είτε στον Ατλαντικό), αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα απ’ ό,τι στα γερμανικά. Οπωσδήποτε, η δήλωση του τότε Α/ΓΕΕΘΑ (Capo di Stato Maggiore Generale) στρατάρχη Badoglio στις 25/9/1940 σύμφωνα με την οποία η επιτυχής ιταλική δράση σε Γιβραλτάρ και Σουέζ θα έδινε πλήρη ελευθερία κινήσεων στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του, εκτός από αυτονόητη επισήμανση, αποδείχθηκε ότι δεν αποτέλεσε εξαγγελία προθέσεων, μήτε κατ’ επέκταση μετουσιώθηκε σε εφαρμόσιμη επιδίωξη (για σειρά διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών λόγων).16


Η άθλια οικονομική κατάσταση της Ισπανίας και οι πιεστικές επισιτιστικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, τής προσέδιδαν ένα ανορθόδοξο «προσόν απελπισίας», τη δυνατότητα δηλαδή να εκβιάζει και να αποσπά βοήθεια από αμφότερους τους αντιμαχόμενους, με δέλεαρ την υιοθέτηση της επιθυμητής από αυτούς στάσης. Εννοείται ότι η χειραγώγηση ήταν αμφίδρομη, αφού και η Μαδρίτη τελούσε υπό την ομηρία των αρωγών της. Τα χρόνια προβλήματα της ισπανικής Οικονομίας εξάλλου, που είχαν οξυνθεί πρόσφατα, συνάσπιζαν την ηγεσία της ισχυρής Καθολικής Εκκλησίας, την πλειοψηφία των στρατιωτικών και τους μοναρχικούς στο αίτημα της εκδίπλωσης μίας άκρως επιφυλακτικής εξωτερικής πολιτικής. Από τη στιγμή που το Φρανκικό καθεστώς συνειδητοποίησε ότι η εργαλειακή αντιμετώπιση που τού επιφύλασσαν οι Ναζί απέκλειε την ικανοποίηση των ισπανικών επιδιώξεων στο γαλλικό Μαρόκο με όχημα την γερμανική στρατιωτική ισχύ, κάθε σκέψη ανακατάληψης του Γιβραλτάρ με δυναμικά μέσα αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Συνετέλεσαν σε αυτό οι οικονομικού περιεχομένου επιτυχείς βρετανικές ραδιουργίες, καθώς και η ιεράρχηση της θέσης της Ισπανίας στην Αφρική ως υπερέχουσας εκείνης της ένωσης ενός, έστω στρατηγικής σημασίας, γεωγραφικού σημείου με την ενδοχώρα, σύμφωνα με τις προτεραιότητες της πλειοψηφίας των μελών της ισπανικής χούντας (η οποία, σε ζητήματα προτίμησης διεθνών εταίρων ήταν διαιρεμένη, αλλά όχι διχασμένη). Άλλωστε, εκτός της ηθικής μείωσης που συνεπαγόταν η κατοχή του «Βράχου» από τους Βρετανούς (χωρίς άμεσο πολιτικό κόστος, αφού η κατάσταση αναγόταν σε υπεραιωνόβιο status), η ναυτική βάση του ΗΒ δεν παρακώλυε καμία οικονομική δραστηριότητα της Ισπανίας (λχ του πλησίον λιμανιού της Αλχεθίρας)˙ απεναντίας, εμπλούτιζε την ισπανική φαρέτρα με ένα μόνιμο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις διμερείς ισπανοβρετανικές σχέσεις, διαπίστωση που ισχύει ως τις μέρες μας (έστω κι αν αμβλύνθηκε με την κατ’ επανάληψη διατυπωμένη προτίμηση των κατοίκων του «Βράχου» να παραμείνουν πολίτες του ΗΒ). Αναμφίβολα, σε αποφασιστικές στιγμές του 1940, ο γερμανικός δισταγμός να προσφερθούν γραπτές εγγυήσεις για την ισπανική επέκταση στο γαλλικό Μαρόκο απαντήθηκε με αποφυγή του ορισμού ημερομηνίας εισόδου της χώρας στη σύρραξη. Επιπλέον όμως, ο ισπανικός αναθεωρητισμός σχετικά με το Γιβραλτάρ έμεινε ανεκπλήρωτος, επειδή κρατήθηκε επί τούτω αναιμικός ακόμη και όταν εμφανίστηκε η «γερμανική παράμετρος». Αυτό συνέβη διότι ορθά εκτιμήθηκε τότε, ότι το αντίτιμο της ανάκτησης του «Βράχου» θα ήταν δυσβάστακτες απώλειες ακόμη και στο ισπανικό Μαρόκο.

Από επιχειρησιακής άποψης, η γερμανική διστακτικότητα να προκληθεί συμμαχική αεροναυτική αντίδραση σε όποιο απομακρυσμένο σημείο δεν θα προλάβαινε να αναπτυχθεί προηγουμένως ή έγκαιρα αερεδαφική δύναμη της Wehrmacht, είναι εύλογη και κατανοητή. Το στρατηγικό όμως υπόβαθρο της απροθυμίας εκείνης υπήρξε άλλο και, στη δημόσια σφαίρα, ανομολόγητο, σχετιζόμενο με τους ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες της μονοπρόσωπης κορυφής του ναζιστικού καθεστώτος: με υπόβαθρο την ενόρμηση θανάτου, η ιδεοληπτική προσκόλληση του Hitler στις περί ατομικού και συλλογικού πεπρωμένου δοξασίες του εκφράστηκε με τους σπασμωδικούς αυτοσχεδιασμούς του, διαρκείς δηλώσεις της υπερτροφικής του αυτοπεποίθησης και της πίστης στα ένστικτα του αυτοδίδακτου παραγωγού Στρατηγικής, που θεμελίωναν τις αυτοαντιλήψεις του. Όταν τα όρια των χειριστικών ενεργειών του προσέκρουαν στα αναλυτικά εργαλεία της άλλης πλευράς κι αδυνατούσε να επιβάλει τις απόψεις του, οι επιθυμίες και τα σχέδιά του θρυμματίζονταν. Το ιστορικό περιβάλλον, ο προσωπικός μαγνητισμός που ασκούσε και οι βαριές υπαρξιακές διαταραχές που τον συνόδευαν από νωρίς στη ζωή του, αποτέλεσαν συνδυασμό θανάσιμο για τα εκατομμύρια των θυμάτων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (όταν αυτός έλαβε και δυτική διάσταση, μια και στην Ανατολή εκτυλισσόταν ήδη από το 1931), αποδείχθηκαν όμως εξίσου ιοβόλο κράμα και για τις προοπτικές κυριαρχίας της Γερμανίας. Ευτυχώς για το σύνολο των αντιπάλων της και την Ανθρωπότητα, ο Hitler παρέμεινε πουριτανικά προσηλωμένος στην παρακμιακή ρατσιστική ιδεολογία του και πιστός στον άνευ πραγματικών συμμάχων γερμανικό επεκτατισμό, ενώ οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι στο ζήτημα (Ισπανοί, Βρετανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Αμερικανοί) προσέγγιζαν την κατάσταση αναλύοντάς την βάσει διορατικότητας, πραγματιστικού και νηφάλιου πνεύματος. Έτσι, ο μεν προσέφευγε σε διαρκείς απόπειρες εξαπάτησης καθώς και σε ολοένα και λιγότερο πιστευτούς αντιπερισπασμούς (ένα εξ ορισμού φτωχό, μικρού βεληνεκούς κι ανύπαρκτης φερεγγυότητας ρεπερτόριο εκφοράς σκοπών), οι δε σε παραγωγικούς μεταξύ τους συμβιβασμούς (έστω με στρεψοδικίες, ραδιουργίες, έντονη αποφορά υστερόβουλου κυνισμού κι αδιαφορίας για τις βουλές της Κοινής Γνώμης). Το ίδιο ασφαλώς αφορούσε και την ηγεσία της ΕΣΣΔ, απλώς αυτή δεν ενεπλάκη εκ των πραγμάτων στις Μάχες του Ατλαντικού και της Μεσογείου. Σε επίπεδο υπολογισμών, ο Hitler ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι αν οι ισορροπίες στην Ιβηρική διαταράσσονταν κατ’ ελάχιστον, τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά για τις επιδιώξεις του. Από τη στιγμή που απέτυχε είτε να δελεάσει είτε να παραπλανήσει τους επίδοξους εταίρους του (Γάλλους του Vichy, Ισπανούς), μόνη εναλλακτική ήταν η «δυναμική οδός». Όμως γνώριζε ότι η εισβολή στην Ιβηρική και η προέλαση ως το Γιβραλτάρ, θα προξενούσε την αυτεπάγγελτη αμερικανοβρετανική κατάληψη των Αζόρων και των Κανάριων, με ή χωρίς την ανάμιξη των Πορτογάλων και των Ισπανών, καθώς και την προσχώρηση στους «Ελεύθερους Γάλλους» όσων γαλλικών αποικιών είχαν απομείνει στο Vichy. Η κατάληψη του Γιβραλτάρ θα μπορούσε να αποτελέσει ικανό κίνητρο για τον Hitler, αν είχε σχεδιάσει την προέλαση ως το Κέιπ Τάουν. Δεν υφίστανται ενδείξεις ή αρχειακά σπαράγματα ότι αυτό το σενάριο τον απασχόλησε σοβαρά˙17 αντιθέτως, η ένταξη του αρχιπελάγους της Μακαρονησίας στις τοποθεσίες στρατιωτικής εκμετάλλευσης από πλευράς ΗΠΑ – ΗΒ, θα συνεπαγόταν α) απαράδεκτα αυξημένους κινδύνους για την δράση των γερμανικών υποβρυχίων και β) τον αποκλεισμό πρακτικά οποιωνδήποτε, έστω θεωρητικών, πιθανοτήτων να προσαρτηθούν από το «χιλιόχρονο Ράιχ» τα νησιά εκείνα εν όψει της τελικής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, την οποία ο καγκελάριος τοποθετούσε στο απώτερο μέλλον. Εντωμεταξύ, ξεκίνησε την εισβολή στην ΕΣΣΔ, ισχυριζόμενος ώστε να στερήσει το ΗΒ από εναλλακτικές και να το ρυμουλκήσει στο γερμανικό άρμα [sic]. Όπως ορθά επισήμανε ο G.Payne, το απτό που θα εισέφερε η γερμανική κατάληψη του Γιβραλτάρ και των συμπαρομαρτούντων εδαφών θα ήταν η αποτροπή της συμμαχικής απόβασης στη βορειοδυτική Αφρική,18 ένα κέρδος αμυντικής φύσης το οποίο δεν δελέασε τον Hitler εγκαίρως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο «Βράχος» απέφυγε τον ύπατο εξευτελισμό να κυματίσει η σβάστικα στην κορυφή του.
Gibraltar (1941)
Το ισορροπητικό επίτευγμα του Φρανκικού καθεστώτος, μάλλον συνισταμένη των παραμέτρων που συνοψίσθηκαν μόλις και παραγόντων νοοτροπίας (ουδέποτε η αντιδραστική ιδεολογία υπερέβη σε τιμές την έμφυτη καχυποψία του ίδιου του Caudillo), σαφώς υπερκεράστηκαν από τον αστείρευτο αμοραλισμό του γείτονα Salazar, ο οποίος αξιοποίησε την, μέτριας έκτασης αλλά μεγάλης αξίας, υπερπόντια παρουσία της Πορτογαλίας στις σχέσεις του με όλους του Δυτικούς (και κυρίως με τις ΗΠΑ), τόσο για την διασφάλιση της διατήρησης ή της ανάκτησής της όσο και για την μακροημέρευση του καθεστώτος του. Κορωνίδα των ελιγμών του αποτέλεσε η, με εύστοχη βρετανική παρασκηνιακή ανάμιξη, διατήρηση του ελέγχου στο «Κλειδί του Ατλαντικού», τις Αζόρες. Οι Βρετανοί, αφού αποσόβησαν αμερικανικούς πειρασμούς προληπτικών δυναμικών ενεργειών εκεί το προηγούμενο έτος, απέσπασαν δικαίωμα χρήσης δύο αεροδρομίων στα εν λόγω νησιά μετά τις 8-10-1942. Οι ΗΠΑ ακολούθησαν, την επόμενη διετία. Η αξιομνημόνευτη Πορτογαλική περίπτωση, δηλαδή οι μηχανισμοί επιβίωσης του καθεστώτος και της επικράτειας έναντι όλων των σφετεριστών, δηλωμένων κι επίδοξων, θα αποτελέσει αντικείμενο χωριστής μελέτης.
Στο εκ φύσεως δύσβατο αρχειακά τοπίο της σύγχρονης διπλωματικής και στρατιωτικής Ιστορίας (τα πρωτογενή τεκμήρια διατηρούν υψηλή διαβάθμιση και δεν αποχαρακτηρίζονται ακόμη και μετά την παρέλευση δεκαετιών), η διαρκής έρευνα πιθανότατα επιφυλάσσει περαιτέρω αποκαλύψεις, ενδεχομένως και ορισμένες ανατροπές, κατά την αναδίφηση της ενότητας που εξετάστηκε. Καθώς εξάλλου η επί του παρόντος συρρικνωμένη υπερπόντια στρατιωτική παρουσία του ΗΒ παραμένει ακμαία στις δύο άκρες της Μεσογείου, στο Γιβραλτάρ και στην Κύπρο, το ζήτημα συγκεντρώνει την κατά καιρούς πολιτικά φορτισμένη ιστοριογραφική προσοχή, ευρωπαϊκής και άλλης προέλευσης.

Ο Νίκος Χατζηϊωακείμ είναι Διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει δυο βιβλία σχετικά με τη στρατιωτική ιστορία της σύγχρονης Κύπρου και το Μεσανατολικό και το Ψυχροπολεμικό υπόβαθρο της μεταπολεμικής ιστορίας του νησιού, μονογραφίες κι άρθρα στρατιωτικής Ιστορίας. Διδάσκει αντικείμενα της ειδίκευσής του στη Σχολή Πολέμου του Π.Ν. από το 2008 και στην αντίστοιχη της Π.Α. από το 2016.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ΄ ΜΕΡΟΥΣ
1. K. G. Weiss 1980 op cit σ 7, N. J. W. Goda 1993 op cit σσ 302-303, G. Schreiber 1995 op cit σ 236.
2. J. Garcia 1979 op cit σσ 31-32, 34, D. Smyth 1986 op cit σσ 64, 79, 116-117, 122-123,128-129, 141-145, R. Wigg 2005 op cit σσ 15-16, 20-21. Οι ΗΠΑ είχαν πιέσει επιτυχώς οικονομικά την Ισπανία σε άλλα πεδία των μεταξύ τους οικονομικών δοσοληψιών ήδη από το καλοκαίρι: A. N. Buchanan 2009 op cit σσ 98-99, A. N. Buchanan 2011 op cit σσ 115-117.
3. N. Wylie, ‘An Amateur Learns his Job’? Special Operations Executive in Portugal, 1940–42, Journal of Contemporary History, Vol. 36, No. 3, 1993, σ 443.
4. Τα έργα συνεχίσθηκαν και τα επόμενα χρόνια. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το 3ο Συγκρότημα διάνοιξης σηράγγων του Βασιλικού Μηχανικού (ο 178ος, ο 180ος κι ο 170ος Λόχος, μαζί με απόσπασμα του 1ου κι εν συνεχεία τον 2ο Λόχο του καναδικού Μηχανικού, αναφερόμενοι με την χρονική σειρά που ανέλαβαν δράση στον «Βράχο»). Βλ. αναλυτικά: E. P. F. Rose, Tunnelling [sic] Companies Royal Engineers in World War II: excavation of bomb-proof facilities in France, Gibraltar, Malta and the UK, Geological Society, Vol. 1, 473, 2019, σσ 210-216.
5. Παρατίθεται για λόγους σύγκρισης ότι για την κατάληψη της Νορβηγίας είχαν διατεθεί 500 μαχητικά κι ισάριθμα μεταγωγικά αεροσκάφη, ενώ στην επίθεση κατά της Κρήτης αργότερα χρησιμοποιήθηκαν 1250 πτητικά μέσα (αναγνωριστικά, καταδιωκτικά, βομβαρδιστικά, μεταγωγικά κι ανεμόπτερα).
6. J. Colvin 1960 op cit σσ 134-137, J. Garcia 1979 op cit σσ 16-18, 31, D. Smyth 1986 op cit σσ 133-135, H. H. Herwig 1988 op cit σ 100, N. J. W. Goda 1993 op cit σσ 306-307, G. Schreiber 1995 op cit σσ 237-238, N. J. W. Goda 1998 op cit σ 182, R. Wigg 2005 op cit σ 29, S. G. Payne 2008 op cit σσ 102-103.
7. N. J. W. Goda 1993 ibid σσ 307-308, G. Schreiber 1995 ibid σσ 239-240, E. Moradiellos 2018 op cit σ 59.
8. D. Smyth 1986 op cit σσ 129-132, 146-151, 153-159, J. J. Sadkovich, The Italo-Greek War in Context: Italian Priorities and Axis Diplomacy, Journal of Contemporary History, Vol. 28, Iss. 3, 1993, σσ 440-444, 447, 453, R. Wigg 2005 op cit σσ 22-24, G. Payne 2008 op cit σσ 104-105.
9. D. Smyth 1986 ibid σσ 152, 165, N. J. W. Goda 1993 op cit σ 308, G. Schreiber 1995 op cit σσ 242-243, S. G. Payne 2008 ibid σσ 97-98, 106-107, D. W. Pike 2008 op cit σσ 46-47.
10. D. Smyth 1986 ibid σσ 161, 165-166, N. J. W. Goda 1993 ibid σσ 308-311, J. J. Sadkovich 1993 op cit σσ 450, 453, G. Schreiber 1995 ibid σσ 244-245, S. G. Payne 2008 ibid σσ 107-110, R. L.Miller (εισαγωγή – επιμέλ.) 2015 op cit σ10 D. Smyth 1986 ibid σσ 161, 165-166, N. J. W. Goda 1993 ibid σσ 308-311, J. J. Sadkovich 1993 op cit σσ 450, 453, B. H. Liddell Hart, The Other Side of the Hill, enlarged and revised edition, Delhi: Army Publishers, 1965, σ 196.
11. S. Roskill 1977 op cit σ 179, D. Smyth 1986 ibid σσ 177, 194, 244, N. J. W. Goda 1993 ibid σ 308, M. Simpson 1997 op cit σ 71, N. J. W. Goda 1998 op cit σσ 182-183, 185-186, G. Schreiber 1995 ibid σσ 245-246, και The Anglo- American Association and Its Consequences for British Strategy, σσ 569-572, καθώς και German Intervention and Its Effects on the Naval and Air War in the Mediterranean, σσ 662-663, όλα στο G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) op cit, L. A. Rose 2007 op cit σ 367, G. Payne 2008 ibid σσ 111-113, D. W. Pike 2008 op cit σ 45.
12. H. H. Hewig 1971 op cit ibid σ 660-661, 663, J. Garcia 1979 op cit σ 35, D. Smyth 1986 ibid σσ 221-228, G. Payne 2008 ibid σσ 131-132, R. L. Miller (εισαγωγή – επιμέλ.) 2015 op cit σ 207, R. Hammond 2017 op cit σ 16.
13. P. Preston 1992 op cit σσ 1-3, G. Payne 2008 ibid σσ 257-258, A. N. Buchanan 2009 op cit σσ 106-109, E. Moradiellos 2018 op cit σ 63.
14. M. Simpson 1997 op cit σσ 67-72, M. Simpson 2004 op cit σσ 106, 112, A. Jackson, The British Empire and the Second World War, London – N. York: Hambledon Continuum, 2006, σσ 30, 37, 69, 94, 112, 114, 126, 130, 134-137, 342, M. E. Cokely 2007 op cit σσ 131-133, G. Payne 2008 ibid σ 174, D. W. Pike 2008 op cit σ 155 υποσημ. 69, M. H. Murfett, 2009 op cit σ 88, A. N. Buchanan 2009 ibid σσ 102-104.
15. Ενδεικτικά: J. Garcia 1979 op cit σ 35, D. Smyth 1986 op cit σσ 184, 219, 231-238, N. J. W. Goda 1993 op cit σ 309, B.Stegemann, The Naval and Air War in the Mediterranean and Supplies for the North African Theatre, στο G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) op cit σ 714, D. W. Pike 2008 ibid σσ 46, G. Payne 2008 ibid σσ 117, 140-141, 144, 164-165, 183, 194, M. H. Murfett 2010 op cit σσ 3-4, 19.
16. D. Mondey, The Hamlyn Concise Guide to Axis Aircrafts of World War II, London: Chancellor Press, 1996, σ 232, M.E. Cokely 2007 op cit σσ 138-142, D. W. Pike 2008 ibid σσ 14, 67-68, G. Payne 2008 ibid σ 182, A. D. Harvey, THE BOMBER OFFENSIVE THAT NEVER TOOK OFF, The RUSI Journal, Vol. 154, No. 6, 2009, σ 98, MacGregor Knox, The Italian Armed Forces, 1940–3, στο A. R. Millet – W. Murray (επιμέλ.), Military Effectiveness, Vol. 3,The Second World War, Cambridge, N. York et al: Cambridge University Press, 2010, σ 172.
17. Καθώς εύστοχα παρατήρησε ο H. Kissinger, ουδέποτε η Αφρική κέντρισε πραγματικά το κατακτητικό ενδιαφέρον του καγκελάριου-δικτάτορα: H. Kissinger 1995 op cit σ 401.
18. G. Payne 2008 op cit σ 270.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Best, J. , Spying on the rock: an assessment of Abwehr clandestine operations against Gibraltar during the Second World War, Intelligence and National Security, Vol. 34, Iss. 2, 2019
Bryden, J. , Fighting to Lose: How the German Secret Intelligence Service Helped the Allies Win the Second World War, Toronto: Dundurn Press, 2014
Buchanan, A. N. , Washington’s ‘silent ally’ in World War II? United States policy towards Spain, 1939–1945, Journal of Transatlantic Studies, Vol. 7, No. 2, 2009
Buchanan, A. N. , “We Have Become Mediterraneanites” Washington’s Grand Strategy in the Mediterranean, 1940–1945, unpublished PhD Thesis, Graduate School-New Brunswick Rutgers, The State University of New Jersey, 2011
Burdick, C. B. , “Moro”: The Resupply of German Submarines in Spain, 1939-1942, Central European History, 3, No. 3, 1970
Cabrera, M. G. , Operation Warden: British sabotage planning in the Canary Islands during the Second World War, Intelligence and National Security, Vol. 35, Iss. 2, 2020
Canessa, A. , (επιμέλ.), Bordering on Britishness National Identity in Gibraltar from the Spanish Civil War to Brexit, London: Palgrave Macmillan, 2018
Cokely, M. E. , British counter-intelligence in Gibraltar: Deciphering Spanish ‘neutrality’ during the Second World War, International Journal of Iberian Studies, Vol. 20, Nο. 2, 2007
Colvin , J. , (πρόλογος L. Rivet), Φον Κανάρης /Το Αίνιγμα του θρυλικού Αρχηγού της γερμανικής Αντικατασκοπίας, Θεσσαλονίκη: Εστία του Βιβλίου, 1960
Du Jourdin, M. M. , L’ Europe et la mer (ελληνική μετάφραση: Η Ευρώπη και η θάλασσα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998)
Δούκας, Γ. , Επιχείρηση «Φέλιξ» /το γερμανικό σχέδιο για την κατάληψη του Γιβραλτάρ, Πόλεμος & Ιστορία, τ. 12, 1998
Fa, D. , ─ Finlayson, C. , The Fortifications of Gibraltar 1068-1945, London – N. York: Osprey, 2006
Frank Jr. , W. C. , Naval Operations in the Spanish Civil War, 1936-1939, Naval War College Review, Vol. 37, No. 1, 1984
Garcia, J. , Operation Felix /Hitler’ s Plan to capture Gibraltar, Gibraltar: Mediterranean Sun, 1979
Glynn, S. , The European Great Powers and Spanish Civil War, 1936-1939, στο R. Boyce & E. M. Robertson (επιμέλ.), Paths to War: New Essays on the Origins of the Second World War, Basingstoke & London: Macmillan, 1989
Goda, N. J. W. , The Riddle of the Rock: A Reassessment of German Motives for the Capture of Gibraltar in the Second World War, Journal of Contemporary History, Vol. 28, 1993
Goda, J. W. , Franco’s bid for empire: Spain, Germany, and the western Mediterranean in World War II, Mediterranean Historical Review, Vol. 13, Iss. 1-2, 1998
Gold, P. , Gibraltar /British or Spanish?, London & N. York: Routledge, 2005
Hammond, R. , An enduring influence on imperial defence and grand strategy: British perceptions of the Italian Navy, 1935–1943, The International History Review, 39, Iss. 5, 2017
Harvey, A. D. , THE BOMBER OFFENSIVE THAT NEVER TOOK OFF, The RUSI Journal, Vol. 154, No. 6, 2009
Herwig, H. H. , Prelude to Weltblitzkrieg: Germany’s Naval Policy toward the United States of America, 1939-41, The Journal of Modern History, Vol. 43, No. 4, 1971
Herwig, H. H. , The Failure of German Sea Power, 1914–1945: Mahan, Tirpitz, and Raeder Reconsidered, The International History Review, Vol. 10, Iss. 1 (1988)
Jackson, A. , The British Empire and the Second World War, London – N. York: Hambledon Continuum, 2006
Kissinger, H. , Διπλωματία, Αθήνα: «Νέα Σύνορα» Λιβάνης, 1995
Knox, MacGregor , The Italian Armed Forces, 1940–3, στο R. Millet – W. Murray (επιμέλ.), Military Effectiveness, Vol. 3,The Second World War, Cambridge, N. York et al: Cambridge University Press, 2010
Liddell Hart, B. H. , The Other Side of the Hill, enlarged and revised edition, Delhi: Army Publishers, 1965
Miller, D. M. , Dark Waters: Britain and Italy’s Invasion of Albania,7 April 1939, International Journal of Intelligence and CounterIntelligence, Vol. 16 No. 2, 2003
Miller, R. L. , (εισαγωγή – επιμέλ.), Hitler at War /Meetings and Conversations 1939-1945, York: Enigma Books, 2015
Mondey, D. , The Hamlyn Concise Guide to Axis Aircrafts of World War II, London: Chancellor Press, 1996
Moradiellos, E. , Franco /Anatomy of a Dictator, London – N. York: I. B. Tauris, 2018
Murfett, M. , Naval Warfare 1919-1945 /An operational History of the volatile war at sea, Abingdon – N. York: Routledge, 2009
Murfett, M. H. , Casting Doubt on the Inevitability Syndrome, στο H. Murfett (επιμέλ.), Imponderable but Not Inevitable / Warfare in the 20th Century, Santa Barbara-Denver-Oxford: ABC-Clio, 2010
Payne, S. G. , Franco and Hitler /Spain, Germany, and World War II, New Haven & London: Yale University Press, 2008
Pierpaoli Jr, P. G. , Gibraltar, Strait of, στο S.C. Tucker, WORLD WAR II / The Definitive Encyclopedia and Documents Collection, Vol. I, Santa Barbara-Denver: ABC-Clio LLC, 2016
Pike, D. W. , Franco and the Axis Stigma, Basingstoke – N. York: Palgrave Macmillan, 2008
Preston, P. , Franco and Hitler: the myths of Hendaye 1940, Contemporary European History, Vol. 1, Iss. 1, 1992
Reynolds, D. , Churchill and the British ‘Decision’ to fight on in 1940: right policy, wrong reasons, στο R. Langhorne (επιμέλ.), Diplomacy and Intelligence during the Second World War /Essays in honour of F. H. HINSLEY, Cambridge-London-N. York et al: Cambridge University Press, 1985
Rodao, F. , Japan and the Axis, 1937—8: Recognition of the Franco Regime and Manchukuo, Journal of Contemporary History, Vol. 44, No. 3, 2009
Rose, E. P. F. , Tunnelling [sic] Companies Royal Engineers in World War II: excavation of bomb-proof facilities in France, Gibraltar, Malta and the UK, Geological Society, Vo. 473, 2019
Rose, L. A. , Power at Sea, Vol. 2: The Breaking Storm 1919–1945, Columbia & London: University of Missouri Press, 2007
Roskill, S. W. , The Strategy of Sea Power /Its Development and Application, London: Collins, 1962
Roskill, S. , Churchill and the Admirals, London: Collins, 1977
Sadkovich, J. J. , The Italo-Greek War in Context: Italian Priorities and Axis Diplomacy, Journal of Contemporary History, Vol. 28, Iss. 3, 1993
Schreiber, G. , Ideas of German Ruling Circles concerning a Colonial Empire, στο Schreiber – B. Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.),Militärgeschichtliches Forschungsamt, Freiburg im Breisgau, Germany and the Second World War, Vol. III: The Mediterranean, South-East Europe, and North Africa 1939-1941, Oxford: Clarendon Press, 1995
Schreiber, G. , Political and Military Developments in the Mediterranean Area, 1939-1940, /The Strategic Dilemma of summer and autumn 1940: an Alternative or Interim Strategy? στο G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) Vol. III 1995 ibid
Schreiber, G. , The Anglo-American Association and Its Consequences for British Strategy, στο Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) Vol. III 1995 ibid
Schreiber, G. , German Intervention and Its Effects on the Naval and Air War in the Mediterranean, στο G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) Vol. III 1995 ibid
Simpson, M. , A Life of Admiral of the Fleet Andrew Cunningham /A Twentieth-Century Naval Leader, London – Portland, OR: F. Cass, 2004
Simpson, M. , FORCE H AND BRITISH STRATEGY IN THE WESTERN MEDITERRANEAN 1939–42, The Mariner’s Mirror, Vol. 83, No. 1, 1997
Smyth, D. , The politics of asylum, Juan Negrin and the British Government in 1940, στο R. Langhorne (επιμέλ.) op cit
Smyth, D. , Diplomacy and Strategy of Survival /British Policy and Franco’s Spain, 1940-41, Cambridge-London-New York-New Rochelle-Melbourne-Sydney: Cambridge University Press, 1986
Sontag, R. J. , and Beddie, J. S. , (επιμέλ.), NAZI-SOVIET RELATIONS, 1939-1941 /Documents from the Archives of the German Foreign Office, Washington DC: Government Printing Office, Department of State Publication 3023, 1948
Stegemann, B. , The Naval and Air War in the Mediterranean and Supplies for the North African Theatre, στο G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) op cit
Sweet, P. R. , – Lambert, M. , – Baumont, M. , (επιμέλ.), Documents on German Foreign Policy 1918-1945 (DGFP), Series D (1937-1945), X, The War Years, June 23-August 31, 1940, Department of State Publication 6491, Washington DC: United States Government Printing Office, 1957
Toprani, A. , “THE NAVY’S SUCCESS SPEAKS FOR ITSELF”? /The German Navy’s Independent Energy Security Strategy, 1932–1940, Naval War College Review, Vol. 68, No. 3, 2015
Trevor-Roper, H. R. , Hitler’s War Directives 1939-1945, London: Sidgwick and Jackson, 1964
Viñas, A. , and Seidel, C. C. , Franco’s Request to the Third Reich for Military Assistance, Contemporary European History, Vol. 11, No. 2, 2002
Weiss, K. G. , The Azores in Diplomacy and Strategy, 1940-1945, Professional Paper 272, Alexandria VA: Center for Naval Analysis, 1980
Wigg, R. , Churchill and Spain /The survival of the Franco regime, 1940–45, Abingdon – N. York: Routledge, 2005
Wylie, N. , ‘An Amateur Learns his Job’? Special Operations Executive in Portugal, 1940– 42, Journal of Contemporary History, 36, No. 3, 1993