Skip to main content

Νίκος Χατζηϊωακείμ: Ο «Βράχος» που απέβη Βρόγχος. Η επίδραση του Γιβραλτάρ στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αντιμαχόμενων κατά την πρώτη διετία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Μέρος Α΄)

Νίκος Χατζηϊωακείμ 

Ο «Βράχος» που απέβη Βρόγχος. Η επίδραση του Γιβραλτάρ στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αντιμαχόμενων κατά την πρώτη διετία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Μέρος Α΄)

 

Εισαγωγικά

Η κατοχή κρίσιμης σημασίας αμφιγείωναποτέλεσε παραδοσιακά ζωτική προϋπόθεση ασφαλούς ανάπτυξης δραστηριοτήτων της εμπορικής ναυτιλίας και ορμητήριο της δράσης ενός πολεμικού ναυτικού. Γνωστή τοποθεσία αυτής της κατηγορίας είναι η χερσόνησος του Γιβραλτάρ, στο ανατολικό άκρο του κόλπου Algeciras, έκτασης 6,7 τετρ. χλμ, προστατευμένη από την βόρεια στεριά με την οποία ενώνεται μέσω επίπεδου, αμμώδους ισθμού μήκους ~1 χλμ, που καταλήγει σε έξαρση υψομέτρου χαμηλού βουνού (κορυφή: 426 μ.), εξ ου το προσωνύμιο «Βράχος» –The Rock» κι εποπτεύει το προς Δυσμάς απώτατο σημείο επικοινωνίας της Μεσογείου με άλλες μείζονες θαλάσσιες εκτάσεις, το ομώνυμο Στενό, εύρους 7,7 νμ στο στενότερο σημείο του.2 Κατά την αρχαιότητα επισκιάστηκε από το μοναδικό άλλο φυσικό άνοιγμα της Μεσογείου, το βορειοανατολικό, που με σημεία αναφοράς τις λεκάνες της θάλασσας του Μαρμαρά και την Αζοφική, αποτέλεσε μείζονα εκμεταλλεύσιμη έκταση (την πλούσια σε φυσικούς πόρους Μαύρη θάλασσα, που επέτρεπε επικοινωνία με κατοικημένες ακτές και παρείχε επικοινωνιακές οδεύσεις προς ενδοχώρα, ενώ και η ίδια η επίμαχη θάλασσα προσέφερε διατροφικούς θησαυρούς εύκολης αλιείας). Το Γιβραλτάρ απέκτησε την αίγλη του από την εποχή της ανάδυσης της ποντοπόρου ναυτιλίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα αποτέλεσε έκτοτε αδιαφιλονίκητο δέλεαρ, αξιολόγηση που ενισχύθηκε περαιτέρω μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, ως οι δύο παρυφές οριοθέτησης της σημαντικότερης ίσως εμπορικής κι ευρύτερα επικοινωνιακής αρτηρίας των νεώτερων ευρωπαϊκών Χρόνων. Η Μεσόγειος παρέχει μία αναντικατάστατη δέσμη Θαλασσίων Οδών Διέλευσης (ΘΟΔ ), με το Γιβραλτάρ, τις Βαλεαρίδες, τη Μάλτα, τα διπλά Στενά της Σικελίας (Μεσσήνης και Παντελλερίας-Χαμμαμέτ), το αντίστοιχο του Οτράντο, την Ζάκυνθο, την Κρήτη, τα Στενά Ελλησπόντου- Βοσπόρου, το Στενό του Κέρτς στη Μαύρη Θάλασσα, την Κύπρο και το Σουέζ να την οριοθετούν ως σημεία ελέγχου.

Johannes Covens en Cornelis Mortier, The Harbor and Strait of Gibraltar (1710).

Η σημασία κατοχής ενός σημείου ελέγχου μίας θαλάσσιας λεωφόρου τέτοιας ολκής και ταυτόχρονα τιθάσευσης ενός μεμονωμένου ανταγωνιστή (της Ισπανίας, της Γαλλίας) ή συνδυασμού αυτών των δύο για τον έλεγχο των Ωκεανών, αποτυπώθηκε στην προσοχή με την οποία το περιέβαλλε η Βρετανική Αυτοκρατορία και οδήγησε στην κατάληψη του Γιβραλτάρ κι αργότερα της Μάλτας. Η υλοποίηση της βρετανικής στρατηγικής ολοκληρώθηκε με την κατοχή των Επτανήσων και της Κύπρου στις αρχές και στα τέλη του 19ου αιώνα. Προηγουμένως, από τα μέσα του 15ου αιώνα (1462) και για τους επόμενους 2,5 αιώνες, το Γιβραλτάρ είχε περιέλθει στην κυριαρχία των Ισπανών, οι οποίοι το κατέλαβαν από τους Μαυριτανούς, που ήταν κύριοι του μετά το 711. Η Χανσεατική Ένωση και το Αγγλικό βασίλειο εμφανίστηκαν στην Μεσόγειο την ίδια περίοδο, αξιοποιώντας κατά κόρον το ισπανικό Γιβραλτάρ ως σημείο διέλευσης,4 το οποίο όμως άλλαξε χέρια έπειτα από την επιτυχή συνδυασμένη δράση βρετανικών και ολλανδικών μοιρών το 1704, μία μεταβολή που έλαβε χαρακτήρα μονιμότητας με την Συνθήκη της Ουτρέχτης εννέα χρόνια αργότερα. Οι Βρετανοί επέκτειναν σημαντικά τις προϋπάρχουσες αραβικές και ισπανικές οχυρώσεις, οι οποίες ενίσχυαν την δυσπρόσιτη, φυσικά οχυρή θέση του. Ο συνδυασμός ισθμού – βουνού, καθιστούσε τον «Βράχο» πρακτικά απόρθητο για όποια δύναμη τον κατείχε, εφόσον διέθετε ναυτική υπεροχή. Διαρκείς έκτοτε απόπειρες ανακατάληψής του από ισπανικής πλευράς (στρατιωτικά κυρίως μεταξύ 1779-1783), στάθηκαν μονίμως ανεπιτυχείς κι αντιθέτως οδήγησαν στην επέκταση της βρετανικής περιμέτρου ασφαλείας (ο ισθμός κατέχεται από το 1814, αν και δεν περιλαμβανόταν στη Συνθήκη της Ουτρέχτης και σε εκείνο το σημείο, το μόνο πρόσφορο για τέτοια χρήση, αποπερατώθηκε διάδρομος αποπροσγειώσεων, ο οποίος επεκτάθηκε αργότερα, τον Οκτώβριο του 1941).5 Όπως προσφυώς παρατηρήθηκε, μετά την σταδιακή παρακμή της Βενετίας και των υπόλοιπων ιταλικών πόλεων, η Μεσόγειος βρέθηκε να ελέγχεται από «εξωΜεσογειακές» δυνάμεις για πρώτη φορά στη μακραίωνη Ιστορία της, κατάσταση που συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

John Singleton Copley, Siege and Relief of Gibraltar (1810).

Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο «Βράχος» υπήρξε έδρα ελαφρών μονάδων περιπολίας, επιτήρησης και συνοδείας νηοπομπών του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, με αμερικανική συνεισφορά μετά το 1917. Την εποχή εκείνη η βάση διέθετε ολιγάριθμο πυροβολικό, πάντως το λιμάνι της είχε αποκτήσει μέσα παθητικής άμυνας έναντι των ύφαλων όπλων (ναρκών και τορπιλών). Την μεσοπολεμική περίοδο, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, οι Βρετανοί εξέτασαν την προοπτική ανταλλαγής του Γιβραλτάρ με τον ισπανικό θύλακα της Θέουτα (στις Μεσογειακές ακτές του ισπανικού Μαρόκου), για να μετεγκατασταθεί εκεί η μεγάλη βρετανική βάση. Ο Ισπανός δικτάτορας Primo de Rivera, ο οποίος θεωρούσε την αδυναμία εκδίωξης των Βρετανών απ’ το Γιβραλτάρ «εξευτελιστικό σύμπτωμα γενικότερης απραγίας», αντιμετώπισε ευνοϊκά το σενάριο, τελικά όμως αυτό προσέκρουσε στην αντίθεση της Κοινής Γνώμης και του κοινοβουλίου του ΗΒ. Την επόμενη δεκαετία το Στενό και η βρετανική βάση διατήρησαν αλώβητη την αίγλη τους: ενδεικτικά, στους περισσότερους ιαπωνικούς χάρτες στρατηγικού ενδιαφέροντος (χώρας με πλανητικές φιλοδοξίες και πανίσχυρη ναυτιλία κάθε κατηγορίας), από όλη την Ιβηρική χερσόνησο, το μόνο σημείο που θεωρείτο άξιο αποτύπωσης ήταν το Γιβραλτάρ. Η χρήση του «Βράχου» όμως ως έδρας βαρέων μονάδων μάχης παρέμεινε εξαιρετικά περιορισμένη, όπως και κατά την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου, με το ίδιο σκεπτικό: η δύναμη που εγγυάτο την κατά βούληση αξιοποίηση της δυτικής Μεσογείου ήταν η (σύμμαχος πλέον) Γαλλία και οι μοίρες του ισχυρού πολεμικού της ναυτικού που ναυλοχούσαν στις μεγάλες βάσεις της Τουλών (στις μεσογειακές ακτές της μητροπολιτικής Γαλλίας) και του Μερς-ελ-Κεμπίρ (στην υπό γαλλική κατοχή αποικία της Αλγερίας).6

Στις αρχές του 20ού αιώνα, την επαύριον της απώλειας των Φιλιππίνων και της Κούβας, το ισπανικό ναυτικό έμεινε μικρό: ήταν χρήσιμος μεν βραχίονας υλοποίησης οιουδήποτε αναθεωρητισμού /επεκτατισμού που τυχόν υλοποιείτο προς την Αφρική, αλλά όχι απαραίτητος λόγω της ιδιόμορφης γεωγραφικής διαμόρφωσης, καθώς μεταξύ ηπειρωτικής Ισπανίας – Μαρόκου παρεμβάλλονται περιορισμένες θαλάσσιες εκτάσεις. Σημαντικότερος ήταν ο ρόλος του ναυτικού σε ό,τι αφορούσε τα νησιωτικά συμπλέγματα που είχαν μείνει υπό ισπανική κατοχή στον ανατολικό Ατλαντικό. Ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα ναυτικού επανεξοπλισμού είχε ξεκινήσει πριν την έναρξη τον Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο, παρά τα οικονομικά προβλήματα, απέφερε ενδιαφέρουσες μονάδες ισπανικής κατασκευής σε βάθος χρόνου (τα κρατικά ναυπηγεία είχαν ιδιωτικοποιηθεί και πωληθεί σε βρετανοϊσπανική κοινοπραξία). Μέχρι τις παραμονές της έναρξης του Εμφυλίου είχαν καθελκυστεί και τεθεί σε υπηρεσία 2 μικρά θωρηκτά, 2 βαριά και 3 ελαφρά καταδρομικά, άνω των 20 σύγχρονων αντιτορπιλικών και 12 υποβρύχια. Το Ναυτικό διχάστηκε μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου, με την πλειοψηφία του να μένει πιστή στη νόμιμη κυβέρνηση, πάντως φθάρθηκε σημαντικά στη διάρκειά του, παρόλο που οι μεν Δημοκρατικοί αξιοποίησαν πολύ επιφυλακτικά το δικό τους φοβούμενοι απώλειες, οι δε Εθνικιστές (που προοδευτικά έφτασαν να διαθέτουν σημαντικές μονάδες και βάσεις) έλαβαν σημαντική ξένη ναυτική συνδρομή, κυρίως γερμανική, αλλά και ιταλική (σε υποβρύχια). Οι Δημοκρατικοί, αν και αρχικά έσπευσαν να αποκλείσουν για τους αντιπάλους τους το Στενό του Γιβραλτάρ, εν συνεχεία το άφησαν σχεδόν αφύλακτο, με αποτέλεσμα οι Εθνικιστές να καταφέρουν να περαιώσουν μέσω αυτού σημαντικό αριθμό αξιόμαχων στρατευμάτων από το Μαρόκο στο μητροπολιτικό έδαφος. Οι Βρετανοί έμειναν αμέτοχοι στα τεκταινόμενα (όπως και οι Γάλλοι). Κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου οι Ιταλοί ανέπτυξαν ναυτική επιθετική δράση στις Βαλεαρίδες προς όφελος των Εθνικιστών συμμάχων τους και προσπάθησαν να αποσπάσουν από τη νόμιμη Δημοκρατική κυβέρνηση το μόνο νησί του συμπλέγματος που παρέμεινε νομιμόφρον, τη Μινόρκα.7 Βάσει μυστικής συμφωνίας που συνάφθηκε μεταξύ της Ιταλίας και των Εθνικιστών (26/11/1936), οι τελευταίοι δεσμεύονταν πως αν κέρδιζαν θα υιοθετούσαν ευμενώς ουδέτερη στάση έναντι της Ιταλίας σε περίπτωση εμπλοκής της σε διενέξεις με «άλλες Δυνάμεις». Αργότερα, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η ιταλική πολεμική αεροπορία RAI εξαργύρωσε εκείνη τη βοήθεια, όταν χρειάστηκε κατά τις σποραδικές επιθέσεις που εξαπέλυσε με στόχο τη βρετανική βάση στο Γιβραλτάρ.

Gibraltar during the Spanish Civil War

Στις προγραμματικές επιδιώξεις του Franco μετά την επικράτησή του στον ισπανικό Εμφύλιο, η ανάκτηση του Γιβραλτάρ περιλαμβανόταν μεν, αλλά χωρίς να τονίζεται. Όπως ανέφερε σε Πορτογάλο διπλωμάτη, ο «εδαφικός ωφελιμισμός του θα ήταν πιο πολύ πραγματιστικός παρά προγραμματικός και η εξωτερική του πολιτική θα διεπόταν περισσότερο από γεωγραφικά παρά ιδεολογικά κριτήρια». Το νέο καθεστώς εξέφρασε τις αναθεωρητικές του απόψεις σχετικά με το Γιβραλτάρ αρχικά μέσω του Τύπου. Τον Αύγουστο του 1939 συγκροτήθηκε Επιτροπή με σκοπό τη δημιουργία επιθετικών βάσεων στο νότο της χώρας ως αφετηριακών σημείων για την εκπομπή επίθεσης, σύντομα όμως έγινε δεκτό ότι λόγω των βρετανικών οχυρώσεων θα ήταν προτιμότερο να εφαρμοστεί μακροχρόνιος αποκλεισμός τους. Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος στην Ευρώπη, ο Franco έσπευσε να διαβεβαιώσει τις ΗΠΑ ότι ήλπιζε η ειρήνη να επανέλθει σύντομα. Επίσης, εκμεταλλευόμενος την πρόσφατη εξομάλυνση στις διμερείς οικονομικές σχέσεις, αιτήθηκε επισιτιστική βοήθεια (την οποία είχε διαρκώς μεγάλη ανάγκη ολόκληρη εκείνη την περίοδο). Αφετέρου, στις 31 Οκτωβρίου, σε μυστική σύσκεψη της ηγεσίας της ισπανικής χούντας αποφασίστηκε η ραγδαία αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας, προκειμένου οι ένοπλες δυνάμεις να είναι μεταξύ άλλων σε θέση να αποκλείσουν σε πρώτη φάση το Στενό του Γιβραλτάρ και στη συνέχεια να καταλάβουν τον «Βράχο». Επιθετικές (κατά πολύ σοβαρότερες μάλιστα) ήταν οι προθέσεις κι έναντι της Γαλλίας, με στόχους κυρίως το γαλλικό Μαρόκο και τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών γαλλικού ενδιαφέροντος.

Ισπανοί αντιφρονούντες αναζητούν καταφύγιο στο Γιβραλτάρ έπειτα από την επικράτηση του Franco στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο

Σε ό,τι αφορούσε τους δύο βασικούς μονομάχους της πρώτης περιόδου του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ορισμένες κορυφαίες προσωπικότητες είχαν ξεκάθαρη αντίληψη της κατάστασης: για τον Βρετανό ηγέτη W. Churchill, όπως και για τον επικεφαλής (Oberbefehlshaber der Marine) του Kriegsmarine (γερμανικού πολεμικού ναυτικού) E. Raeder, το Γιβραλτάρ συνιστούσε τον πλησιέστερο στα μητροπολιτικά νησιά του ΗΒ προμαχώνα της Μεσογείου, ο έλεγχος της οποίας με τη σειρά του ήταν ο ζωτικότερος ίσως πυλώνας της διηπειρωτικής βρετανικής αυτοκρατορίας. Όπως το είχε συνοψίσει ο διακεκριμένος στρατιωτικός ιστορικός και στοχαστής στρατηγικής sir B. H. Liddell Hart ήδη το 1938, απευθυνόμενος στον Βρετανό υπουργό Στρατιωτικών, «σε περίοδο Πολέμου, η ισπανική φιλία είναι επιθυμητή˙ η ουδετερότητά της, ζωτική». Η ανώτατη ηγεσία των βρετανικών ένοπλων δυνάμεων (COS) διεπόταν από ταυτόσημες αντιλήψεις. Τον Ιανουάριο του 1939 αποφασίστηκε πως αμέσως μετά την αναβάθμιση της αντιαεροπορικής άμυνας των μητροπολιτικών νησιών του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ), ανάλογη μέριμνα ενίσχυσης όφειλε να ληφθεί επίσης για τρεις υπερπόντιους ναυστάθμους: το Γιβραλτάρ, την Αλεξάνδρεια και το Άντεν (και για τα τρία λιμάνια αναφέρθηκε η σκοπιμότητα εξοπλισμού τους με τις ριζοσπαστικές συσκευές ραδιοεντοπισμού της εποχής, τα radar). Στις γαλλοβρετανικές επαφές κορυφής (17/3) κι ενώ οι δύο κυβερνήσεις είχαν αναγνωρίσει τους πραξικοπηματίες Εθνικιστές, οι Βρετανοί στρατιωτικοί εκτίμησαν πως μία εχθρική Ισπανία θα αποτελούσε απειλή τόσο για το Γιβραλτάρ όσο και για την Πορτογαλία, προσθέτοντας ότι η προοπτική πρόσβασης του ιταλικού και του γερμανικού πολεμικού ναυτικού σε λιμάνια της ηπειρωτικής Ισπανίας, των Βαλεαρίδων και των Καναρίων Νήσων, ειδικά η αξιοποίησή τους από υποβρύχια, θα συνιστούσε σοβαρό κίνδυνο για τις κατά θάλασσα συγκοινωνίες του ΗΒ και της Γαλλίας, στον Ατλαντικό και στη δυτική Μεσόγειο εξίσου. Τον επόμενο μήνα, όταν οι Γάλλοι επιχείρησαν να ρυμουλκήσουν τους Βρετανούς στην παροχή εγγυήσεων προς τη Ρουμανία και την Ελλάδα, τους αποκάλυψαν ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν υποκλέψει, υφίσταντο μεταξύ άλλων ιταλικά σχέδια επίθεσης σε βάρος του Γιβραλτάρ. Στις 19/5 το ίδιου έτους, ο πρώτος λόρδος του Ναυαρχείου (ο πολιτικός επικεφαλής του Royal Navy) δήλωσε επιγραμματικά πως «από τότε που το μεγάλου βεληνεκούς πυροβολικό εντάχθηκε σε υπηρεσία παγκοσμίως, η συνολική μας θέση στη Μεσόγειο κατέστη εξαρτημένη από την κατάσταση της Ισπανίας, που έπρεπε να είναι είτε φιλική είτε [έστω] ευάλωτη». Τη διαπίστωση αυτή μπορούσαν να την συλλάβουν, έστω κι αν δεν την είχαν πληροφορηθεί άμεσα, ακόμη και οι πλέον φιλοβρετανοί Ισπανοί αξιωματούχοι. Σύμφωνα με τον Γερμανό αεροπορικό ακόλουθο που υπηρετούσε στην πρεσβεία του Ράιχ στη Μαδρίτη (την γερμανική πρεσβεία με τον μεγαλύτερο αριθμό προσωπικού παγκοσμίως εκείνη τη στιγμή, 5/6/1939), ο Franco ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι το μέλλον του καθεστώτος του ταυτιζόταν με την ιταλογερμανική πλευρά, απεχθανόταν τους Γάλλους και αντιπαθούσε τους Βρετανούς. Επίσης, πίστευε ότι σε περίπτωση σύρραξης το ΗΒ δεν θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τη βάση του στο Γιβραλτάρ. Εξάλλου, επαληθεύοντας τα γαλλοβρετανικά άγχη, η ναυτική συνεργασία των νέων κυβερνώντων με τους διεθνείς υποστηρικτές τους (επαν)εκκίνησε εκείνη την περίοδο, λίγο πριν το Βερολίνο βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση με το Παρίσι και το Λονδίνο: άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για να δοθεί άδεια σε γερμανικά πλοία γενικής υποστήριξης να αγκυροβολούν εντός ισπανικών χωρικών υδάτων, ώστε να ανεφοδιάζουν υποβρύχια υπό ασφαλές νομικά καθεστώς (Επιχείρηση «Moro»). Η υλοποίησή της καθυστέρησε λόγω δισταγμών, πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί ζήτησαν διευκολύνσεις εκτός από τα Κανάρια νησιά, σε 3 ατλαντικά λιμάνια της Ισπανίας ανοιχτά των οποίων διέρχονταν θαλάσσιοι δρόμοι πυκνής κυκλοφορίας (στο Φερρόλ, στο Βίγο και κυρίως στο Κάντιθ, εγγύτατα στο Γιβραλτάρ). Κατόπιν αυτού, όπως ήταν αναμενόμενο, η εναρκτήρια επίδειξη της σημασίας που απέδιδαν οι Γερμανοί στον ρόλο του Στενού έλαβε χώρα πλησίον του: η πρώτη επίθεση αγέλης υποβρυχίων («Rudeltaktik»: συντονισμένη, ομαδική προσβολή στόχων) δοκιμάστηκε με στόχο νηοπομπή στη ζώνη ευθύνης της βάσης του «Βράχου», τον Οκτώβριο. Τον Νοέμβριο, το Kriegsmarine είχε μεριμνήσει για την υπερπόντια προαποθήκευση 50.000 τόνων diesel σε δυο χώρες: την ΕΣΣΔ και την Ισπανία. Μεταγενέστερα, την άνοιξη του 1941, ο Churchill συμφωνούσε κι εκείνος απολύτως με τις αντιλήψεις των υπόλοιπων Βρετανών που παρατέθηκαν παραπάνω –εντούτοις, την αμέσως προηγούμενη περίοδο παραλίγο να ενέδιδε σε πολεμικούς πειρασμούς έναντι της παλιάς αποικιακής ανταγωνίστριας. Αναμφίβολα θα τον είχε προβληματίσει έντονα η ευρωπαϊκή περιοδεία του Αμερικανικού υφυπουργού Εξωτερικών S.Welles, έμπιστου του F. D. Roosevelt στις αρχές Μαρτίου του 1940 (πριν ακόμη ο Bρετανός ηγέτης αναλάβει το πρωθυπουργικό πηδάλιο), όταν, ως προσωπικός απεσταλμένος του προέδρου των ΗΠΑ συναντήθηκε μεταξύ άλλων με τον B. Mussolini και συζήτησαν ακόμη και την παραχώρηση του Γιβραλτάρ στην Ιταλία, μία εξωφρενική σκέψη της οποίας την απήχηση ο ενθουσιασμένος με την προσωπικότητα του Iταλού δικτάτορα Aμερικανός αξιωματούχος ανέλαβε να διερευνήσει στο Λονδίνο .

Ο Ναύσταθμος του Γιβραλτάρ τον Μάρτιο του 1931.

Ι. Ο «Ψευτοπόλεμος» παύει – αναδύονται τα ουσιώδη προβλήματα

Όταν ξεκίνησε η κύρια γερμανική επίθεση κατά της Γαλλίας τον Μάιο του 1940, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών έφθασε στο σημείο να υπαινιχθεί πως ίσως το ΗΒ επέστρεφε το Γιβραλτάρ στην Ισπανία, προκειμένου να εξασφαλίσει την ουδετερότητά της. Σύμφωνα με τον Chamberlain, ο Churchill φέρεται να δήλωσε στις 26/5 πως «πολύ ευχαρίστως θα συναινούσα, αν γινόταν να απεμπλακούμε από το όλο πρόβλημα [εννοώντας τον πόλεμο με τον Άξονα] διά της αποχώρησης από το Γιβραλτάρ, την Μάλτα κι ορισμένες αποικίες στην Αφρική, όμως δεν βλέπω αυτά να αρκούν για κάτι τέτοιο». Οι Ισπανοί έσπευσαν να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για το ζήτημα, μέσω του Τύπου. Σημειώνεται ότι η πρώτη αναφορά του Hitler σε αξιώσεις ανάκτησης της Καϊζερικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην κεντρική Αφρική, ήδη στις 7-3-1936, απλώς αναζωπύρωσε το προϋπάρχον ενδιαφέρον για μία συζήτηση με περιεχόμενο τον «ιμπεριαλιστικό αλυτρωτισμό», που ούτως ή άλλως είχε ξεκινήσει στο εσωτερικό της Γερμανίας την επαύριον της λήξης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Εντός των ένοπλων δυνάμεων της χώρας, ένθερμος πρωτοστάτης αυτών των σκοπών ήταν ο Κλάδος με την μικρότερη απήχηση στο καθεστώς: το πολεμικό ναυτικό, του οποίου ο αρχηγός έδωσε εντολή εκπόνησης υπηρεσιακών μελετών επί του θέματος τον Μάιο του 1940. Την άνοιξη και το θέρος του 1940 ο Hitler ενθάρρυνε περαιτέρω αυτές τις σκέψεις και το πρώτο εκτενές υπόμνημα κατατέθηκε σύντομα.9 Αποδείχθηκε πως δεν συνεπήρε τον καγκελάριο.

Χάρτης του Στενού του Γιβραλτάρ. Δημοσιεύθηκε το 1939 στο περιοδικό The Illustrated London News.

Τον μήνα εκείνο (ένα πολιτικό μεταίχμιο για τα πολιτικά πράγματα στο Λονδίνο), οι συνέπειες του πολέμου βιώθηκαν για πρώτη φορά από τους διαμένοντες στον «Βράχο», όταν 1.400 μέλη οικογενειών της φρουράς κι άνω των 13.000 άμαχοι μόνιμοι κάτοικοι μεταφέρθηκαν προληπτικά για την ασφάλειά τους αρχικά στο γαλλικό Μαρόκο και στα υπό πορτογαλική κατοχή νησιά της Μαδέιρα κι έπειτα στο μητροπολιτικό έδαφος του ΗΒ και στη Jamaica (τα μέλη της ινδικής κοινότητας μεταφέρθηκαν στην Ινδία, ακόμη και οι ινδικής καταγωγής γηγενείς).10 Μία ημέρα πριν η Ιταλία εισβάλει στη Γαλλία, ο Mussolini ενημέρωσε με επιστολή του τους Ισπανούς ότι αναγνώριζε ως δίκαιες τις διεκδικήσεις τους επί του Γιβραλτάρ. Τού απάντησαν ότι επισήμως μεν θα έμεναν αμέτοχοι στον πόλεμο, αλλά θα προσέφεραν στους Ιταλούς απεριόριστες στρατιωτικές διευκολύνσεις στην επικράτειά τους. Λόγω των δυσμενών εξελίξεων, εκείνη τη στιγμή εξετάστηκε στο Λονδίνο η ιδέα που πολύ σύντομα θα εφαρμοζόταν: κάποια ισχυρή ναυτική δύναμη έπρεπε να φράζει τον δρόμο σε κάθε ιταλική σκέψη επιδρομών στον Ατλαντικό και η φυσική επιλογή προωθημένου ορμητηρίου γι’ αυτήν ήταν η βάση στο «Βράχο».

Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1940 αφετέρου, η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία της ναζιστικής Γερμανίας, με πρωτοστάτες το στρατό και το ναυτικό, υπέβαλε κατ’ επανάληψη στον Hitler εισηγήσεις κατάληψης του Γιβραλτάρ, στο πλαίσιο μίας περιφερειακής στρατηγικής απογύμνωσης της Βρετανίας από τις πηγές της στρατιωτικής ισχύος της. Ηχεί εκ πρώτης όψης παράδοξο, πάντως ο Hitler εξέτασε θετικά τις εισηγήσεις εκείνες έχοντας κατά νου άλλο κύριο σκοπό του: την διασφάλιση των νώτων του εν όψει της εξαπόλυσης της επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ. Καθώς η κατάρρευση της Γαλλίας τον Ιούνιο δεν είχε οδηγήσει το ΗΒ σε διαπραγματεύσεις ειρήνης όπως ήλπιζε, το σχέδιο εξάρθρωσης της βρετανικής παρουσίας στη Μεσόγειο τού είχε φανεί επαρκές ως κίνητρο για τη νέα κι αποφασισμένη κυβέρνηση του Λονδίνου να «λογικευθεί» και να υποκύψει στις επιθυμίες του. Εκτός αυτού, ο Γερμανός δικτάτορας ενέταξε την κατάληψη του Γιβραλτάρ ως φάση ενός ευρύτερου σχεδίου επίθεσης κατά των ΗΠΑ, το οποίο θα υλοποιείτο μεταγενέστερα – ο Χίτλερ έβλεπε αυτόν τον πόλεμο ως κληροδότημα προς τους επιγόνους του. Λίγο αργότερα εκείνη την ίδια περίοδο, συνέλαβε, ως πρόσθετη νομιμοποίηση για την εισβολή στην Σοβιετική Ένωση, την ρηξικέλευθη (κι εκ του αποτελέσματος αίολη) ιδέα ότι η εξουδετέρωση της ΕΣΣΔ και η επακόλουθη γερμανική προέλαση ως την Ινδία, επιτεύγματα που προφανώς θεωρούσε εύκολη υπόθεση, θα εξανάγκαζαν το ΗΒ σε συνθηκολόγηση και αποδοχή του ρόλου του ως ελάσσονος συμμάχου του Ράιχ (απομονώνοντας εν τέλει τις ΗΠΑ).11

Τρεις διορατικοί σύμμαχοι: αριστερά ο Γερμανός ναύαρχος E. Raeder, στο μέσον ο ομοεθνής του στρατηγός A. Jodl, δεξιά ο Ιταλός στρατηγός M. Roata. Ήταν οι βασικοί εισηγητές της πρόταξης της Μεσογείου στους Αξονικούς σχεδιασμούς που ευτυχώς δεν εισακούστηκαν.

Στις 14 Ιουνίου, τη μέρα που οι Γερμανοί καταλάμβαναν το Παρίσι και 4 μέρες αφότου η φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην παραπαίουσα Γαλλία (επισύροντας την δημόσια μήνι του F. D. Roosevelt), ισπανικά στρατεύματα κατέλαβαν «προσωρινά» τη «Διεθνή Ζώνη της Ταγγέρης», μόλις 17 μίλια νότια των ισπανικών ακτών και κοντά στα δύο οχυρωμένα λιμάνια της βορειοδυτικής Αφρικής ήδη υπό ισπανική κατοχή, τη Θέουτα και τη Μέλιγια. Η ενέργεια, θεωρητικά εκ των προτέρων εγκεκριμένη από γαλλοβρετανικής πλευράς σε περίπτωση εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο, αποτελούσε εν πάση περιπτώσει εύγλωττο προοίμιο των εκφρασμένων επεκτατικών προθέσεων της Ισπανίας στην ευρύτερη βορειοδυτική Αφρική.12 Καθώς όμως τα ερείσματα αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν επίσης ως εφαλτήριο στραγγαλισμού του Γιβραλτάρ -και όντως ο Franco εξέφρασε νέες αλυτρωτικές απόψεις σχετικά με τον Βράχο μόλις 4 μέρες αργότερα-, ο Churchill διέταξε το Αυτοκρατορικό Γενικό Επιτελείο και το Ναυαρχείο κατά προτεραιότητα, να εκπονήσουν σχέδια κατάληψης των Κανάριων νησιών, σε περίπτωση που ο Franco αποφάσιζε είτε να εισέλθει επίσημα στον πόλεμο συμπράττοντας με τους φυσικούς του συμμάχους, είτε επιτρέποντας στους Γερμανούς να προελάσουν μέσω Ισπανίας για να καταλάβουν την Πορτογαλία. Ο Bρετανός ηγέτης εκτιμούσε ότι η κατοχή των Καναρίων (το επίμαχο αρχιπελαγικό σύμπλεγμα στον ανατολικό Ατλαντικό απέχει ~1350 χλμ από το νοτιοδυτική εσχατιά της Ευρώπης και ~100 χλμ από τις νοτιοδυτικές μαροκινές ακτές) θα αντιστάθμιζε τυχόν απώλεια του Γιβραλτάρ. Τα σχέδια αυτά επικαιροποιούνταν έως και το 1942, προέβλεπαν δε τη αντιμετώπιση είτε των Ισπανών μόνων τους είτε ακόμη και αν προσέτρεχαν σε βοήθειά τους οι Γερμανοί, γι’ αυτό και στις πρόνοιές τους περιλαμβανόταν η απόβαση ευμεγέθους εκστρατευτικού σώματος δύναμης 50.000 ανδρών (λόγω ανεπάρκειας στρατευμάτων ωστόσο, πραγματική δύναμη απόβασης για τα Κανάρια θα συγκροτείτο αργότερα, το 1941, η οποία διατηρείτο σε ετοιμότητα ως τις αρχές του 1943). Η κατευναστική μερίδα του Foreign Office όμως, θεωρούσε τη στάση του Churchill ριψοκίνδυνη και προκλητική, εκτιμώντας ότι ο Franco δεν έπρεπε να εξωθηθεί σε σύμπραξη με τον Άξονα. Η βρετανική διπλωματία συνυπολόγιζε επίσης το δεκαετές σύμφωνο φιλίας – μη επίθεσης που είχε συνομολογήσει με τον Πορτογάλο ομόλογό του Α. Salazar την επαύριον την λήξης του Ισπανικού Εμφυλίου, με σκοπό να διατηρήσουν από κοινού την Ιβηρική εκτός των ευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Λίγο αργότερα, όταν το σύμφωνο ενισχύθηκε με επιπλέον διμερές πρωτόκολλο που υπογράμμιζε την πρόθεση τους να περιφρουρήσουν την ουδετερότητα των δύο κρατών, οι Βρετανοί ανέβαλλαν την ολοκλήρωση των σχεδίων κατάληψης των Καναρίων, ιεραρχώντας ως προτεραιότητα τα σχέδια κατάληψης των πορτογαλικών Αζόρων (αν και είχαν αρχικά δηλώσει ότι θα σέβονταν την πορτογαλική ουδετερότητα). Προς το παρόν, ο αντιναύαρχος sir A. B. Cunningham που μόλις είχε οριστεί Στόλαρχος Μεσογείου και ήταν εξοικειωμένος από ετών με την επίμαχη Θάλασσα, απέρριψε ως ηττοπαθείς τις εισηγήσεις του συναδέλφου του Pound να εγκαταλειφθεί η Αλεξάνδρεια και το Royal Navy να αναδιπλωθεί στο Γιβραλτάρ (16-18/6). Ο Cunningham ήταν υπέρ της συγκρότησης μίας ad hoc, ολιγάριθμης ισχυρής δύναμης με έδρα τη βάση στο «Βράχο», ώστε να αποτρέψει τυχόν αιφνιδιαστική έξοδο της Regia Marina (του ιταλικού πολεμικού ναυτικού), στον Ατλαντικό, όμως κατά τα άλλα να διατηρηθεί ο όγκος των βρετανικών ναυτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο.13 Ο Βρετανός πρεσβευτής sir H. Hoare προσέγγισε τον R. S. Suñer, υπουργό Εσωτερικών, γαμπρό κι έμπιστο του Franco (που από τα μέσα Οκτωβρίου επρόκειτο να θα αναλάβει το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών), με ασαφείς προτάσεις επανεξέτασης του καθεστώτος του Γιβραλτάρ μεταπολεμικά, οι οποίες δεν έπεισαν τον βέβαιο για την γερμανική επικράτηση στενό συνεργάτη του Ισπανού δικτάτορα. Διά παν ενδεχόμενο, οι Βρετανοί (ομονοώντας σε αυτήν την τακτική ανεξαρτήτως της κατάταξής τους σε «ιέρακες» ή «περιστέρες»), επιστράτευσαν μία ακόμη μέθοδο ελέγχου των ισπανικών διαθέσεων, παραδοσιακότερη: ξεκίνησαν την συστηματική δωροδοκία στενών συνεργατών του Franco, 8 κορυφαίων κι αρκετών αξιωματούχων μεσαίων βαθμίδων, που εν συνεχεία τον επηρέασαν σε κρίσιμες στιγμές αποφάσεων. Ο χρηματισμός, μέσω αμερικανικού εδάφους μάλιστα, αποδείχθηκε εξαίρετη ασπίδα του βρετανικού Γιβραλτάρ σε βάθος χρόνου, μαζί με τις οχυρώσεις του (αν και όχι εφάμιλλή τους, παρότι η συνεισφορά της υπερτονίστηκε). Ούτως ή άλλως εξάλλου, οι λήπτες αποφάσεων στη Μαδρίτη είχαν δικές τους διακριτές προτιμήσεις, ιεραρχήσεις, στερεότυπα και προκαταλήψεις, όντας παράλληλα δέσμιοι της εμπειρικής σκευής τους και των μεθοδολογικών εργαλείων ανάλυσης που τους ήταν οικεία ˙ ήταν εντέλει σε θέση να επιβάλουν τις αποφάσεις τους και μακράν απείχαν του να είναι πειθήνιοι υπήκοοι της ιδεολογίας τους, επομένως δεν θα προχωρούσαν σε παρακινδυνευμένες κινήσεις.14

Ο στρατηγός Juan Vigón.

Πράγματι πάντως, εκείνο το διάστημα, στις αρχές του θέρους του 1940, η φιλογερμανική μερίδα της ισπανικής ηγεσίας «πολιόρκησε» τους Γερμανούς, με θέμα την είσοδο της Ισπανίας στον πόλεμο -έναντι υψηλών ανταλλαγμάτων όμως. Στις 12 Ιουνίου η Μαδρίτη κήρυξε επίσημα την μετάπτωση της εξωτερικής της πολιτικής από το status της ουδέτερης σε εκείνο της «μη-εμπόλεμης [sic]». Αρχικά ο Franco έστειλε τον Α/ΓΕΕΘΑ στρατηγό Vigón στο Βερολίνο για την προπαρασκευή των σχετικών συνομιλιών και με πρώτο αίτημα την παροχή εξοπλιστικής βοήθειας ώστε να αντιμετωπιστεί τυχόν αιφνιδιαστική απόβαση των Βρετανών, ίσως ακόμη και με αμερικανική συνδρομή όπως αναφέρθηκε κινδυνολογικά, στην Πορτογαλία ή στο Μαρόκο. Στις 19 Ιουνίου κατατέθηκαν επίσημα οι ισπανικές απαιτήσεις κατάληψης τοποθεσιών στο γαλλικό Μαρόκο και στο Οράν της Αλγερίας, αυτονόητα του Γιβραλτάρ, καθώς και η επέκταση της υπάρχουσας ισπανικής επικράτειας στη Σαχάρα και την Ισημερινή Γουϊνέα, ενώ ζητήθηκαν ναυτική βοήθεια (υποβρύχια για την υπεράσπιση των Κανάριων) και οικονομική ενίσχυση, προκειμένου η Μαδρίτη να κηρύξει τον πόλεμο κατά του ΗΒ στο πλευρό της Γερμανίας. Συλλαλητήρια στην πρωτεύουσα είχαν ως βασικό τους σύνθημα «το Γιβραλτάρ ισπανικό». Ο Chrurchill αναγνώρισε στις 21/6 ότι οι ισπανικές επιθυμίες σχετικά με τον «Βράχο» ταυτίζονταν με την ήττα της Βρετανίας. Ειδικά πάντως το θέμα της διεύρυνσης του υπό ισπανική κατοχή Μαρόκου κατείχε περίοπτη θέση στις σκοποθεσίες των «Αφρικανιστών» του Φρανκικού καθεστώτος, που είχαν σταδιοδρομήσει δρώντας στο ισπανικό Μαρόκο (όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο Franco, ο οποίος είχε οικοδομήσει τη φήμη του ανεκτικού και συμπαθούς στους γηγενείς πληθυσμούς ). Στα μάτια αυτών των αξιωματικών, το Μαρόκο υπερέβαινε μονίμως σε αξία το Γιβραλτάρ. Αναμφίβολα το καθεστώς της Μαδρίτης επιδίωξε σταθερά την αποκατάσταση όσων «αδικιών» είχε υποστεί εκεί ο ισπανικός επεκτατισμός, με υπαίτιο τον γαλλικό ιμπεριαλισμό, ήδη απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα. Στο Μαρόκο οι Ισπανοί ήταν έτοιμοι να αναλάβουν μονομερώς δράση, όπως ήταν σε θέση να γνωρίζουν οι Γερμανοί, οι οποίοι ήξεραν επίσης ότι η ισπανική αδημονία συγκρατιόταν μόνον λόγω της γαλλικής στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή, που παρέμενε υπολογίσιμη (γι’ αυτό κι εκφράστηκε έντονη ενόχληση για την ενίσχυση της γαλλικής αεροπορικής παρουσίας τοπικά, με γερμανική ανοχή). Εν πάση περιπτώσει, ο Franco ενημέρωσε για όλες τις παραπάνω επιδιώξεις και τον Mussolini, διά τηλεγραφήματος. Ο Ιταλός δικτάτορας αντιμετώπισε με εχθρική αμηχανία τις διευρυμένες ισπανικές αξιώσεις, χαρακτηρίζοντάς τες υπερβολικές και δυνάμει ανταγωνιστικές (οι Ιταλοί είχαν εξάλλου εκφρασμένο ενδιαφέρον ακόμη και για τη Μαγιόρκα). Η γερμανική αντίδραση ήταν φιλόφρων, αλλά κενή περιεχομένου: το Βερολίνο δήλωνε προς το παρόν ασυγκίνητο στις ισπανικές διαθέσεις, με κύριο μέλημά του την διατήρηση των γερμανικών εξορυκτικών δικαιωμάτων στο ισπανικό Μαρόκο. Η ηγεσία το Ράιχ δήλωσε έτοιμη μόνον να παράσχει βοήθεια σε περίπτωση αμερικανικής απόβασης στο Μαρόκο.15 Στις δυτικές ακτές του Ατλαντικού οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες: μετά από συζήτηση διάρκειας μικρότερης της μίας ώρας, η αμερικανική βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε παμψηφεί (18/6) τον νόμο που είχε φέρει προς ψήφιση η κυβέρνηση F. D. Roosevelt, με ισχύ από την επομένη κιόλας. Βάσει του «Two-Ocean Navy Expansion Act», άνω των 8,5 δισ. $ (σε τιμές εποχής) θα διατίθεντο για το εξοπλιστικό πρόγραμμα του αμερικανικού πολεμικού ναυτικό, που, όπως φανέρωνε το ίδιο το όνομα του νομοθετήματος, εξέφραζε την πρόθεση απόκτησης ναυτικής υπεροχής σε αμφότερους και τους δύο ωκεανούς που βρέχουν τη χώρα. Οι ΗΠΑ άρχιζαν την επίδειξη της δύναμής τους που θα κλιμακωνόταν ακατάπαυστα τα επόμενα χρόνια.

Στις 20 Ιουνίου, ενόψει της υπογραφής της ανακωχής με την Γαλλία, ο Hitler συζήτησε με τον αρχηγό του γερμανικού ΓΕΝ (OKM) E. Raeder την προοπτική απόκτησης βάσεων στο γαλλικό Μαρόκο και τη Σενεγάλη, όπως και στα νησιά του Ατλαντικού υπό ισπανική και πορτογαλική κυριαρχία (τα Κανάρια, τις Αζόρες και το Πράσινο Ακρωτήρι), πάντως ως εκείνη τη στιγμή οι Γερμανοί απέφυγαν να το θέσουν ευθέως, από φόβο μήπως οι τοπικοί Γάλλοι κυβερνήτες κήρυτταν απόσχιση από την υπό συγκρότηση κυβέρνηση με επικεφαλής τον Ph. Pétain. Το Γιβραλτάρ δεν αναφέρθηκε καν, καθώς το Λονδίνο αναμενόταν να υποκύψει σύντομα, είτε λόγω ηττοπάθειας είτε εξαναγκαζόμενο μέσω πολεμικών ενεργειών. Γερμανικά στρατεύματα αφίχθηκαν στην γαλλοϊσπανική μεθόριο στις 27 Ιουνίου και προτάθηκε «αδελφοποιημένη» παρέλαση με ισπανικά αγήματα στο ισπανικό Σαν Σεμπαστιάν.O επιτελάρχης επιχειρήσεων του γερμανικού ΓΕΕΘΑ (OKW) στρατηγός Jodl υπέβαλε τότε (30/6) στον Hitler αναλυτικό υπόμνημα στο οποίο εισηγήθηκε την εφαρμογή εξίσου μίας άμεσης και μίας «έμμεσης» στρατιωτικής στρατηγικής εξαναγκασμού του Λονδίνου σε συνθηκολόγηση. Η πρώτη σχετιζόταν με τις επιθέσεις στα μητροπολιτικά νησιά, ενώ η δεύτερη προϋπέθετε τη συνεργασία με διεθνείς εταίρους (πρωτίστως την Ιταλία και την Ισπανία). Η γερμανική συνδρομή θα περιοριζόταν στη ναρκοθέτηση του Σουέζ και την κατάληψη το Γιβραλτάρ αντίστοιχα. Σε δύο μήνες, η ηγεσία του ναυτικού θα προχωρούσε σε ταυτόσημου περιεχομένου παρατηρήσεις και προτάσεις. Πιθανόν επηρεασμένος από τις σκέψεις του Jodl, την 1η Ιουλίου ο Hitler ανέφερε στον ιταλό πρεσβευτή πως η ισπανική συμμετοχή στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα θα ήταν χρήσιμη για την κατάληψη του Γιβραλτάρ, την οποία χαρακτήρισε απαραίτητη.16

Ο «Βράχος» ήρθε εκ νέου στο προσκήνιο κατά δραματικό τρόπο, όταν η βρετανική κυβέρνηση για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους (πρωτίστως για να επιδείξει στην απρόθυμη Κοινή Γνώμη των ΗΠΑ την αταλάντευτη αποφασιστικότητά της να συνεχίσει τον πόλεμο κατά του Άξονα), προχώρησε (παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασαν εξέχοντες Βρετανοί ναύαρχοι), σε δύο πολύνεκρες επιθέσεις κατά όσων μοιρών του γαλλικού πολεμικού ναυτικού ναυλοχούσαν στον αλγερινό ναύσταθμο του Μέρς-ελ-Κεμπίρ («Επιχείρηση Catapult», 3 και 8 Ιουλίου). Η βρετανική δύναμη που εκτέλεσε την αεροναυτική17 επιχείρηση με στόχους τα σύγχρονα και ισχυρά πλοία της γαλλικής «Επιδρομικής Δύναμης -Force de Raid», ήταν η «Δύναμη Η -Force H» που είχε μόλις ιδρυθεί (27/6) εξαιτίας της γαλλικής κατάρρευσης, για να ελέγχει τη δυτική Μεσόγειο με μόνιμο ορμητήριο το ναύσταθμο του Γιβραλτάρ (κατά προτεραιότητα να προστατεύει την ίδια την βάση του «Βράχου» και τις νηοπομπές προς την Μάλτα). Η σύνθεσή της μεταβαλλόταν αναλόγως των συνθηκών και των διαθέσιμων μονάδων, πυρήνας της πάντως ήταν σχεδόν μονίμως ένα μεγάλο αεροπλανοφόρο κι ένα παλιό μικρότερο, δύο παλιά θωρηκτά, ένα καταδρομικό μάχης και λίγα σκάφη μικρότερων τύπων (βαριά καταδρομικά κι αντιτορπιλικά). Επικεφαλής της είχε οριστεί ο αντιναύαρχος sir J. Somerville, ένας άνδρας που συνδύαζε πολιτική διορατικότητα με ηγετικά προσόντα και υψηλή τεχνική κατάρτιση.18 Οι Γάλλοι εκτέλεσαν αντεκδικητικές αεροπορικές επιδρομές με στόχο το Γιβραλτάρ και ασήμαντα αποτελέσματα. Όσοι κάτοικοι του Γιβραλτάρ είχαν μεταφερθεί στο γαλλικό Μαρόκο για την δική τους ασφάλεια προληπτικά τον Μάιο, μετά τα γεγονότα εκκενώθηκαν αναίμακτα, κατόπιν εύλογης γαλλικής απαίτησης, καταλήγοντας στο μητροπολιτικό έδαφος του ΗΒ, έπειτα από σύντομη, συναισθηματικά φορτισμένη στάση στην «περίπου πατρίδα» τους.

Επιχείρηση “Catapult”. Η βύθιση του γαλλικού πολεμικού στόλου στο Μερς-ελ-Κεμπίρ στις 3 Ιουλίου 1940.

Σε έναν από τους πολλούς αντικατοπτρισμούς σκέψεων που σημειώνονταν στο Βερολίνο και στο Λονδίνο ολόκληρο εκείνο διάστημα των κινήσεων, θυμίζοντας ολοκλήρωση σκακιστικών ανοιγμάτων, τέθηκε από τον Hitler το ζήτημα της επέκτασης στην Ιβηρική, την βορειοδυτική Αφρική και τον ανατολικό Ατλαντικό. Τότε, στις 11 Ιουλίου, αφότου ανέλυσε με τον Raeder το διευρυμένο ναυπηγικό πρόγραμμα της χώρας (το χιμαιρικών διαστάσεων «Σχέδιο Ζ» του Ιανουαρίου του 1939 με ορίζοντα ολοκλήρωσης τη διετία 1946-48) και την ανάγκη εξασφάλισης βάσης στα Κανάρια νησιά, ο Hitler απαίτησε από τη Γαλλία την χρήση 8 στρατιωτικών αεροδρομίων στην ευρύτερη περιοχή της Καζαμπλάνκας, συνδυαστικά με την αξιοποίηση της σιδηροδρομικής σύνδεσης της Τύνιδας με το Ραμπάτ για την προώθηση των απαραίτητων υλικών ενίσχυσης κι αναβάθμισης αυτών των αεροπορικών υποδομών, υποτίθεται ώστε να είναι σε θέση να επέμβει άμεσα σε περίπτωση επανάληψης των βρετανικών επιθέσεων. Με το ίδιο σκεπτικό είχε κατ’ αρχάς ζητηθεί πρόσβαση και στις στρατιωτικού ενδιαφέροντος υποδομές του Οράν (τις οποίες όμως ορέγονταν επίσης οι Ιταλοί). Όταν ο Pétain αρνήθηκε (προσεκτικά, χωρίς να αποκλείει κατηγορηματικά κάποιο είδος «ελεύθερης συνεργασίας» επ’ αυτού), ο Γερμανός δικτάτορας σκέφθηκε να στραφεί στην Ισπανία ως εναλλακτική λύση, συζητώντας συνολικά το Γιβραλτάρ, τα Κανάρια και το ισπανικό Μαρόκο. Τα πρωτόλεια των σχεδίων κατάληψης του «Βράχου» που εκπονήθηκαν υπό την επίβλεψη του στρατηγού Jodl ανάγονται σε εκείνο το διάστημα. Ο W. Canaris, επικεφαλής της γερμανικής υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών Abwehr, βαθύτατα εξοικειωμένος με τα ισπανικά πράγματα από ετών λόγω α) της πρότερης δράσης του στη χώρα κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, β) των κατ’ εξακολούθηση επαφών του με το ευρύτερο ισπανικό Δημόσιο την επόμενη δεκαετία (η γερμανική ναυπηγική υποδομή και τεχνογνωσία ειδικά στον υποβρυχιακό τομέα, φυγαδεύτηκε ένεκα των περιορισμών της συνθηκολόγησης του 1918, σε 3 χώρες: την Ισπανία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία), γ) της διαρκούς ανταλλαγής πληροφοριών με αντικείμενο τις γαλλικές δραστηριότητες, αλλά και δ) της ενεργού ανάμιξής του στον Εμφύλιο μετά το ξέσπασμά του, περιόδευσε εκείνο τον μήνα στην ευρύτερη περιβάλλουσα περιοχή του Γιβραλτάρ, επικεφαλής υψηλόβαθμου υπηρεσιακού κλιμακίου, για επιτόπια έρευνα και διαμόρφωση ιδίας αντίληψης.

Wilhelm Canaris
Η διάνοιξη των υπογείων σηράγγων και των θαλάμων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χρονικές φάσεις των έργων διάνοιξης των υπογείων σηράγγων και των θαλάμων στον “Βράχο” ως τα τέλη Σεπτεμβρίου 1943 από κάθε φορέα (Ναυαρχείο, στρατό, Δημοτικό Συμβούλιο). Το μήκος παρατίθεται σε πόδια και ο όγκος των εσκαφών σε κυβικές υάρδες (Πηγή: E.P.F. Rose, “Tunnelling Companies Royal Engineers in World War II: excavation of bomb-proof facilities in France, Gibraltar, Malta and the UK”, Geological Society, Vol. 473, 2019).

Οι στρατιωτικοί που τον συνόδευαν διαπίστωσαν  ότι η βρετανική βάση ήταν ισχυρά οχυρωμένη, η αιφνιδιαστική επίθεση αποκλειόταν εκ των πραγμάτων και θα έπρεπε να έχει στοιχεία εντελώς συμβατικής προσπάθειας εκπόρθησης ενός οχυρού, που θα συνεπαγόταν χρήση επίλεκτων δυνάμεων εφόδου, προικοδοτημένων με άφθονο πυροβολικό και χρήση ειδικών αυτοπροωθούμενων πυρομαχικών, μηχανικό για την εξουδετέρωση των ναρκοπεδίων κι εξεζητημένα μέσα (τηλεκατευθυνόμενα, μεταξύ άλλων) για την υπονόμευση των οχυρώσεων, ισχυρή αντιαεροπορική προστασία και ανάλογη αεροπορική συνδρομή. Υπολογίστηκε ότι θα χρειάζονταν ~167 σωλήνες, προκειμένου να επιτευχθεί υπεροχή 3:1 έναντι του βρετανικού πυροβολικού. Καθορίστηκαν επίσης οι άξονες επίθεσης και οι φάσεις της. Πέραν αυτών, σε εκείνη την επίσκεψή του ο Canaris έθεσε τα θεμέλια της άκρως αποτελεσματικής επιχείρησης επιτήρησης όλων των πλοίων των Συμμάχων, πολεμικών κι εμπορικών, που διέπλεαν το Στενό ή ναυλοχούσαν, ανεφοδιάζονταν, επισκευάζονταν στη ναυτική βάση του «Βράχου», όπως και της κίνησης του αεροδρομίου του. Στην οργανωμένη εκείνη προσπάθεια με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Bodden» αξιοποιήθηκαν τεχνολογικά μέσα αιχμής που εγκαταστάθηκαν σε επιλεγμένες τοποθεσίες, ενώ παράλληλα στρατολογήθηκαν τοπικοί Ισπανοί στρατιωτικοί (που ήταν πιο αξιόπιστοι από όσους πολίτες είχαν δοσοληψίες με τους Βρετανούς) για την συλλογή των σχετικών πληροφοριών. Η «Bodden» διήρκεσε ως το καλοκαίρι του 1942, οπότε εξουδετερώθηκε μερικώς, λόγω των βρετανικών επιτυχιών στον τομέα των υποκλοπών. Σε επετειακό διάγγελμά του στις 17/7, ο Franco διακήρυξε ότι οι στόχοι του καθεστώτος του περιελάμβαναν την επαναδιαπραγμάτευση του status του Γιβραλτάρ, τους αποικιακούς οραματισμούς στην Αφρική και την πολιτική ενότητα στο εσωτερικό της χώρας. Με γνώμονα το φάσμα της απώλειας του Γιβραλτάρ, η ανώτατη ηγεσία του ΗΒ, σε απόλυτη ταύτιση με τον Churchill, ετοιμάστηκε να διατάξει την κατάληψη των πορτογαλικών Αζόρων και των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου. Προς στιγμήν οι Βρετανοί εξέτασαν επίσης το ενδεχόμενο κατάληψης των Κανάριων, καθώς το φάσμα της έλλειψης κάθε ενδιάμεσου διαθέσιμου λιμανιού μεταξύ Πλύμουθ και Φρητάουν (σημαντικό λιμάνι υπό βρετανική κατοχή, πρωτεύουσα της τότε βρετανικής αποικίας της Σιέρρα Λεόνε) ήταν υπαρκτό και η προοπτική αναγκαστικής αξιοποίησης επιμηκυμένων κι αντιοικονομικών θαλάσσιων διαδρομών για την μεταφορά ανθρώπων κι υλικών άρχισε να τους απασχολεί σοβαρά. Τελικά όμως επικράτησε και πάλι η άποψη του Foreign Office, που τόνισε ότι οποιαδήποτε από τις παραπάνω ενέργειες θα προξενούσε οπωσδήποτε κάθε δυνατή ισπανική αντίδραση, αλλά και την γερμανική εισβολή στο μητροπολιτικό έδαφος της Πορτογαλίας. Καθώς η τρέχουσα κατάσταση της στρατιωτικής ισχύος των Βρετανών δεν επέτρεπε την παροχή βοήθειας στη Λισσαβώνα, στις 22 Ιουλίου η κυβέρνηση αποφάσισε την αναβολή της επιχείρησης και την υλοποίησή της μόνον αν προηγείτο γερμανική επίθεση. Τις αμέσως επόμενες μέρες υπογράφηκε το πρόσθετο ισπανοπορτογαλλικό κείμενο (το Πρωτόκολλο της 29ης Ιουλίου), στο περιθώριο του οποίου ο Salazar παρείχε προφορικές διαβεβαιώσεις «ενεργητικής προστασίας» της πορτογαλικής ουδετερότητας όταν οι Ισπανοί θα προσπαθούσαν να καταλάβουν τον «Βράχο». Οι Γερμανοί, οι οποίοι το είχαν πληροφορηθεί από τότε ακόμη που η αναβαθμισμένη διμερής προσέγγιση ήταν στα σπάργανα, σκέφθηκαν να προβάλουν την είδηση αντίστροφα, ότι δηλαδή υπήρχε πρόθεση ανάπτυξης ισπανικών στρατευμάτων στην Πορτογαλία, για να την προστατεύσουν από τυχόν βρετανική απόβαση.19

Hitler’s Spies in Gibraltar | Operation Felix

Στις 2 Αυγούστου, ο Γερμανός υπουργός Eξωτερικών J. von Ribbentrop ενημέρωσε τον πρεσβευτή του Γ΄ Ράιχ στη Μαδρίτη ότι επειγόταν να ρυμουλκήσει την Ισπανία σε έξοδο στον πόλεμο κι ότι σκόπευε να επισκεφθεί σύντομα την ισπανική πρωτεύουσα για τις σχετικές συνομιλίες. Ο Canaris μετέβη στη Μαδρίτη για να συζητήσει τη δυνατότητα της εν κρυπτώ μετακίνησης γερμανικών στρατευμάτων εάν διενεργούσαν την επίθεση κατά του Γιβραλτάρ μαζί με τους Ισπανούς και ολιγομελής ομάδα στρατιωτικών ειδικών επισκέφθηκε στην Ισπανία εκείνες τις μέρες για να αξιολογήσει τα ισπανικά σχέδια κατάληψης του «Βράχου». Η αποτίμησή τους ήταν αποκαρδιωτική: τα σχέδια ήταν ανεφάρμοστα, οι ένοπλες δυνάμεις ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένες και πλημμελώς εκπαιδευμένες για την διεξαγωγή σύγχρονων επιθετικών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο της «διπλωματίας εκ προσωπικοτήτων» ο Hitler απέστειλε επίσης στο Σαν Σεμπαστιάν τον πτέραρχο W. F. von Richthofen, διοικητή του 8ου Αεροπορικού Σώματος της Luftwaffe, με αποστολή να βυθομετρήσει τις προθέσεις του Franco (ο πτέραρχος είχε διατελέσει διοικητής της αεροπορικής συνιστώσας της «Λεγεώνας Κόνδωρ» στη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου, όταν η συνεισφορά της Luftwaffe είχε εκτιμηθεί τα μέγιστα από τους Εθνικιστές). Η αυξημένη γερμανική στρατιωτική και λοιπή παρουσία στην Ισπανία υπέπεσε στην αντίληψη των Βρετανών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν φοβούμενοι την σταδιακή παραβύστω μεταφορά στρατευμάτων στη χώρα (η γερμανική κοινότητα στην Ισπανία ήταν υπολογίσιμη ποσοτικά, ήδη από την προπολεμική περίοδο, αριθμώντας πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων). Το ισπανικό υπουργείο Εξωτερικών τους καθησύχασε ότι η κατάσταση βρισκόταν υπό έλεγχο και τους διαβεβαίωσε ότι ειδικά οι γερμανικές δραστηριότητες στις Βαλεαρίδες, στο ισπανικό Μαρόκο και στην περιοχή πέριξ του Γιβραλτάρ τελούσαν υπό παρακολούθηση.20

Ο Αύγουστος κύλησε χωρίς το Λονδίνο να μεριμνήσει σοβαρά για την στρατιωτική ενίσχυση του «Βράχου» πέραν της συνέχισης των εργασιών διάνοιξης υπόγειων σηράγγων για το στρατωνισμό και την διοικητική υποστήριξη της φρουράς (επειδή δεν υπήρχαν επαρκείς πόροι για κάτι παραπάνω), η άλλη πλευρά όμως δεν έμεινε άπραγη: πρώτα μερίμνησε να συγκεντρωθούν πληροφορίες για το μέγεθος της φρουράς (υπολογίστηκε ορθά σε 10.000 άνδρες, με κορμό 5 μονάδες, εκτεταμένο δίκτυο υπόγειων οχυρώσεων, καταφυγίων και αποθηκευτικών χώρων σκαμμένων στον «Βράχο», με επάρκεια κάθε αναγκαίου είδους εφοδίων ώστε ένα σύνολο 16.000 ατόμων να μπορέσει να αντέξει 18μηνη πολιορκία). Εν συνεχεία, μεταξύ 13-24 Αυγούστου, εκπονήθηκε κι εγκρίθηκε από τον Hitler το πλήρες πρωτόλειο της επιτελικής μελέτης για την κατάληψη του Γιβραλτάρ («Επιχείρηση Felix»), χωρίς να αποκλειστεί τότε μία εναλλακτική εκδοχή, μάλλον απίθανη από πολιτικής άποψης, συγκεκριμένα μία συνδυασμένη ισπανοϊταλική επίθεση στη βρετανική βάση. Από το σχέδιο σταχυολογείται η εντατική χρήση του Μπορντώ εκ μέρους της Luftwaffe.

Επιχείρηση “Felix”. Το γερμανικό σχέδιο στρατιωτικής κατάληψης του Γιβραλτάρ διαμέσου του ισπανικού εδάφους.

Οι παράλληλες πολιτικές εξελίξεις κι εκτιμήσεις ήταν υπεύθυνες για την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος του Βερολίνου σχετικά με την τύχη του Γιβραλτάρ: αφενός μεν, ο De Gaulle είχε κατορθώσει να πείσει τους κυβερνήτες μίας κρίσιμης υποενότητας των γαλλικών αποικιών στην Αφρική (της «Ισημερινής Γαλλικής Αφρικής», Afrique Equatoriale Francaise –AEF) να προσχωρήσουν στο κίνημα των «Ελεύθερων Γάλλων» (εντός του «ένδοξου τριημέρου» όπως καθιερώθηκε να προσαγορεύεται, μεταξύ 26-28/8, το Vichy υπέστη την αποσκίρτηση του Τσαντ, του Καμερούν και του Κογκό ─ μόνον η Γκαμπόν χρειάστηκε να προσαρτηθεί στο συμμαχικό στρατόπεδο δια της βίας, τον Νοέμβριο).

Φιλοτεχνημένη αναπαράσταση της γαλλικής αποικιακής περιουσίας τοπικά: Σε πρώτο πλάνο η “Γαλλική Δυτική Αφρική” (AOF). Διακρίνεται και το μετέπειτα Γκωλλικό λίκνο, η “Γαλλική Ισημερινή Αφρική” (AEF). (Πηγή: https:// www.ideararemaps.com/wp-content/uploads/2017/01/vichy-africa-1600×1161.jpeg)

Αφετέρου, όπως πίστευαν τόσο η γερμανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον όσο και η ανώτατη ηγεσία του Kriegsmarine, η αμερικανική κυβέρνηση θα δραστηριοποιείτο σύντομα στην κατεύθυνση της κατάληψης των νησιών στον Ατλαντικό υπό ισπανική και πορτογαλική κατοχή. Επίσης, υπήρχαν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση F. D. Roosevelt εποφθαλμιούσε και το μεγάλο λιμάνι του Ντακάρ στη Σενεγάλη. Ο Γερμανός πρεσβευτής στη Μαδρίτη εισηγήθηκε αρχικά (8/8) να μην ασκηθεί υπερβολική πίεση στον Franco για πρόωρη είσοδο της χώρας στον πόλεμο, φοβούμενος πως στις βρετανικές αντιδράσεις ήταν πιθανόν να περιληφθούν ανατρεπτικές ενέργειες στο ισπανικό Μαρόκο, την Ταγγέρη, πιθανόν και μία απόβαση στην Πορτογαλία (οι Ισπανοί δήλωναν αγχωμένοι ακόμη και για την εκδήλωση επίθεσης στις Βαλεαρίδες). Στις 20/8 όμως ανασκεύασε τις εκτιμήσεις του σημειώνοντας ότι οι ενδείξεις από αμφότερα τα «θερμόμετρα της περιοχής», το Μαρόκο και την Πορτογαλία, ήταν ενθαρρυντικές. Η ηγεσία του Βερολίνου εμφανιζόταν έτοιμη να ενδώσει έστω και παραπλανητικά στις ισπανικές απαιτήσεις περί οικονομικής και τεχνικής βοήθειας, όμως, σε ό,τι αφορούσε το ζέον ζήτημα των ισπανικών εδαφικών διεκδικήσεων, τα πράγματα ήταν διαφορετικά: σε αντάλλαγμα για την απρόθυμη και προσχηματική αποδοχή των απαιτήσεων στο Γιβραλτάρ, την Ταγγέρη, το Οράν κι εν μέρει στο γαλλικό Μαρόκο, οι Γερμανοί ζητούσαν αεροπορικές βάσεις στην Καζαμπλάνκα, σε ένα από τα Κανάρια νησιά και πρόσβαση σε δύο ακόμη λιμάνια του ισπανικού Μαρόκου επί των ατλαντικών ακτών. Εκτός αυτού, ο W. Canaris (για τις γενικότερες απόψεις του οποίου βλ. παρακάτω) ανέλυσε σε εκτενές, απαισιόδοξο υπόμνημά του που υπέβαλε εκείνες τις μέρες (27/8) ότι η οικονομική κατάσταση της Ισπανίας ήταν δεινή, το καθεστώς ασταθές («ο Κλήρος κι η στρατιωτική ηγεσία είναι εναντίον του Francoμόνος του πραγματικά έμπιστος είναι ο Suñer, αλλά ακόμη κι αυτός είναι μάλλον ιταλόφιλος παρά γερμανόφιλος») και γενικά πως η αναξιόπιστη και αδύναμη αυτή χώρα δεν προοιωνιζόταν ισχυρή συνεισφορά διαρκείας. Εντωμεταξύ, οι ικανοί Βρετανοί ναύαρχοι που διοικούσαν τις μοίρες του Royal Navy απέδειξαν ότι ήταν σε θέση να συντονίσουν αποτελεσματικά τις δράσεις τους από τις δύο άκρες της Μεσογείου και να επιβληθούν στο ιταλικό ναυτικό («Επιχείρηση Hats», 30/8-5/9/1940). Οι δύο στόλαρχοι, ο Cunningham από την Αλεξάνδρεια και ο Somerville από το Γιβραλτάρ εφάρμοσαν κατ’ επανάληψη τέτοιου είδους υψηλού επιπέδου συνεργασία.21

Χαμηλές προτεραιότητες. Οι αποικιακές φιλοδοξίες του Γ΄ Ράιχ στην Αφρική το 1940-1941. Αποτυπώνονται οι τρέχουσες κατοχές, το παρελθοντολογικό status και οι αναθεωρητικές φιλοδοξίες σε εκδοχές κάθε εύρους (Πηγή:G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.), Militärgeschichtliches Forschungsamt, Freiburg im Breisgau, Germany and the Second World War, Vol. III: The Mediterranean, South East Europe, and North Africa 1939-1941, Oxford: Clarendon Press, 1995, 279).

 

 

 

[Συνεχίζεται]

 

 

 

Ο Νίκος Χατζηϊωακείμ είναι Διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει δυο βιβλία σχετικά με την στρατιωτική ιστορία της σύγχρονης Κύπρου και το Μεσανατολικό και το Ψυχροπολεμικό υπόβαθρο της μεταπολεμικής ιστορίας του νησιού, μονογραφίες κι άρθρα στρατιωτικής Ιστορίας. Διδάσκει αντικείμενα της ειδίκευσής του στη Σχολή Πολέμου του Π.Ν. από το 2008 και στην αντίστοιχη της Π.Α. από το 2016.

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ

1. Όρος της Ναυτικής Γεωγραφίας που περιγράφει πόρους (περάσματα) ανεξαρτήτως έκτασης-βάθους και συγκεκριμένα φυσικούς πορθμούς ή προϊόντα ανθρωπογενών παρεμβάσεων (διώρυγες, μεταβολές λόγω δραστηριοτήτων με συνεισφορά σε κλιματικές αλλαγές), δηλαδή υδάτινους διαδρόμους που διαμεσολαβούν χερσαία Στενά, συνδέουν πελάγη/θάλασσες/ωκεανούς και είναι πλεύσιμοι από υποβρύχια ή /και σκάφη επιφανείας, στελεχωμένα ή /και μη.

2. Ἡράκλειοι στῆλαι, Fretum Gaditanum (το Πέρασμα του Καντίζ), Az-Zuqāq (الزقاق –«το Πέρασμα»), Bāb al-Maghrib ( المغرب باب -«Μαροκινή Πύλη» ή «Πύλη της Δύσης»), the STROG (STRait Of Gibraltar –«το Στενό του Γιβραλτάρ»), το διάσημο αμφίγειο εποπτεύεται από «το βουνό του Τάρικ» (Jabal Ṭāriq [ibn Ziyad]), του βέρβερου ηγέτη που το αξιοποίησε πρώτος ως εφαλτήριο προέλασης στο εσωτερικό της Ιβηρικής. Παράφραση του ονόματός του αποτελεί το νεώτερο γνωστό όνομά της χερσονήσου του Γιβραλτάρ (αγγλικό προσωνύμιο: ο «Βράχος»).

3. Απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού αρκτικόλεξου SLOC=Sea Lines of Communications.

4. Βλ. αναλυτικά στο επίτομο έργο του M. Du Jourdin, L’ Europe et la mer (ελληνική μετάφραση: Η Ευρώπη και η θάλασσα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998, ειδικά τα Κεφάλαια 4-6).

5. Οι αναδρομές στην νεώτερη ιστορία του είναι πολυάριθμες, με άξονες τη στρατηγική σημασία του και την κατοχή του από μη γειτνιάζουσα πολιτική οντότητα. Περιοριζόμαστε ενδεικτικά: Gold, Gibraltar /British or Spanish?, London & York: Routledge, 2005, Εισαγωγή – Κεφ. 2. Σύνοψη των στρατιωτικών πτυχών, ενδεικτικά στο: D. Fa ─ C. Fin- layson, The Fortifications of Gibraltar 1068-1945, London – N. York: Osprey, 2006, σσ 4-44.

6. Ενδεικτικά: Simpson, FORCE H AND BRITISH STRATEGY IN THE WESTERN MEDITERRANEAN 1939–42, The Mariner’s Mirror, Vol. 83, No. 1, 1997, σ 62, N. J. W. Goda, Franco’s bid for empire: Spain, Germany, and the western Mediterranean in World War II, Mediterranean Historical Review, Vol. 13, Iss. 1-2, 1998, σ 179, F. Rodao, Japan and the Axis, 1937—8: Recognition of the Franco Regime and Manchukuo, Journal of Contemporary History, Vol. 44, No. 3, 2009, σ 432.

7. Ενδεικτικά: C. Frank Jr., Naval Operations in the Spanish Civil War, 1936-1939, Naval War College Review, Vol. 37, No. 1, 1984, σσ 30, 45.

8. B. Burdick, “Moro”: The Resupply of German Submarines in Spain, 1939-1942, Central European History, Vo. 3, No. 3, 1970, σσ 256-262, D. Smyth, Diplomacy and Strategy of Survival /British Policy and Franco’s Spain, 1940-41, Cambridge-London-New York-New Rochelle-Melbourne-Sydney: Cambridge University Press, 1986,σσ 2-3, 5, 14-17, 42, S. Glynn, The European Great Powers and Spanish Civil War, 1936-1939, στο R. Boyce & E. M. Robertson (επι- μέλ.), Paths to War: New Essays on the Origins of the Second World War, Basingstoke & London: Macmillan, 1989, σσ 218-221, D. W. Pike, Franco and the Axis Stigma, Basingstoke – N. York: Palgrave Macmillan, 2008, σσ 3, 20, 153 υποσημ. 11, A. N. Buchanan, Washington’s ‘silent ally’ in World War II? United States policy towards Spain, 1939– 1945, Journal of Transatlantic Studies, Vol. 7, No. 2, 2009, σσ 95-97, R. Hammond, An enduring influence on imperial defence and grand strategy: British perceptions of the Italian Navy, 1935–1943, The International History Review, Vol. 39, Iss. 5, 2017, σ 10. D. M. Miller, Dark Waters: Britain and Italy’s Invasion of Albania,7 April 1939, International Journal of Intelligence and CounterIntelligence, Vol. 16 No. 2, 2003, σ. 310, A. Toprani, “THE NAVY’S SUCCESS SPEAKS FOR ITSELF”? /The German Navy’s Independent Energy Security Strategy, 1932–1940, Naval War College Review, Vol. 68, No. 3, 2015, σ. 117 υποσημ. 80.

9. H. Herwig, Prelude to Weltblitzkrieg: Germany’s Naval Policy toward the United States of America, 1939-41, The Journal of Modern History, Vol. 43, No. 4, 1971, σ 652, D. Reynolds, Churchill and the British ‘Decision’ to fight on in 1940: right policy, wrong reasons, στο R. Langhorne (επιμέλ.), Diplomacy and Intelligence during the Second World War /Essays in honour of F. H. HINSLEY, Cambridge-London-N. York et al: Cambridge University Press, 1985, σ 152, Smyth 1986 ibid σ 42, G. Schreiber, Ideas of German Ruling Circles concerning a Colonial Empire, στο G. Schreiber – B. Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.),Militärgeschichtliches Forschungsamt, Freiburg im Breisgau, Germany and the Second World War, Vol. III: The Mediterranean, South-East Europe, and North Africa 1939-1941, Oxford: Clarendon Press, 1995, σσ 278-301, L. A. Rose, Power at Sea, Vol. 2: The Breaking Storm 1919–1945, Columbia & London: Uni- versity of Missouri Press, 2007, σ 292, S. G. Payne, Franco and Hitler /Spain, Germany, and World War II, New Haven & London: Yale University Press, 2008, σσ 45, 49, 51-52, 62.

10. Ο πληθυσμός, πολυεθνικό αμάλγαμα επί αιώνες, ήταν ως το 1940 αρκετών γενεών αυτόχθονες, αλλά και πρόσφατοι μέτοικοι ισπανικής, ιταλικής, πορτογαλικής, αραβικής, εβραϊκής, μαλτέζικης, βρετανικής, ινδικής και γαλλικής κατα- γωγής. Το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τα Γιανίτικα (La Línea: η περιοχή του Γιβραλτάρ βορείως του «Βράχου»), είναι αν- δαλουσιανό με έντονες αγγλικές και δευτερευόντως γενοβέζικες κι εβραϊκές προσμίξεις. Ανθρωπολογικά, το Γιβραλτάρ ουδέποτε έπαψε να είναι υπόδειγμα διαρκώς ανατροφοδοτούμενης «συνοριακής κουλτούρας», παλλαϊκού κοσμοπολιτι- σμού στην πράξη. Για το θέμα του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των μόνιμων κατοίκων (αποκαλούνται Llanitos) βλ. ενδεικτικά: A. Canessa (επιμέλ.), Bordering on Britishness National Identity in Gibraltar from the Spanish Civil War to Brexit, London: Palgrave Macmillan, 2018. Η έκφανση αυτή δεν αναλύεται περαιτέρω, διότι εκφεύγει του εξεταζόμε- νου αντικειμένου. Αξίζει να προστεθεί ότι ντόπιοι εθελοντές συγκρότησαν ένοπλη δύναμη το 1938, την Gibraltar Defence Force (GDF), η οποία αξιοποιήθηκε ως μονάδα αντιαεροπορικού πυροβολικού (μετά το ξέσπασμα των εχθρο- πραξιών επάνδρωσε και άλλες μονάδες, επάκτιου πυροβολικού, διαβιβάσεων, υγειονομικού κλπ). Η δύναμη GDF, μετε- ξελισσόμενη, υφίσταται ως τις μέρες μας.

11. Ενδεικτικά: H. H. Herwig 1971 op cit σ 656, J. Garcia, Operation Felix /Hitler’s Plan to capture Gibraltar, Gibral- tar: Mediterranean Sun, 1979, σ 26, N. J. W. Goda, The Riddle of the Rock: A Reassessment of German Motives for the Capture of Gibraltar in the Second World War, Journal of Contemporary History, Vol. 28, 1993, σσ 297, 310, R. Ham- mond 2017 op cit σ 13, Kissinger, Διπλωματία, Αθήνα: «Νέα Σύνορα» Λιβάνης, 1995, σ 431.

12. Schreiber, Political and Military Developments in the Mediterranean Area, 1939-1940, /The Strategic Dilemma of summer and autumn 1940: an Alternative or Interim Strategy? στο G. Schreiber – B.Stegemann – D. Vogel (επιμέλ.) Vol. III 1995 op cit σ 183.

13. Σχετικά με τα βρετανικά σχέδια για τα Κανάρια, σε συνάρτηση με το φάσμα απώλειας της βάσης στο Γιβραλτάρ, σημειώνεται ότι οι αρχικές σκέψεις περιστράφηκαν γύρω από την απόβαση στο λιμάνι Puerto de la Luz (Puerto de Las Palmas) του νησιού Gran Canaria. Τα βρετανικά σχέδια κατάληψης των Καναρίων ουδέποτε εγκαταλείφτηκαν ως το τέλος του 1943, αντιθέτως επικαιροποιούνταν περιοδικά (Σχέδια «PUMA, Pilgrim, Adroit»), αρχικά στο πλαίσιο ανα- ζήτησης εναλλακτικής προς το Γιβραλτάρ βάσης, σε περίπτωση που αυτό καταλαμβανόταν κι εν συνεχεία λόγω της συ- στηματικής αξιοποίησης των νερών γύρω από τα νησιά ως ασφαλούς καταφυγίου των γερμανικών υποβρυχίων για επι- σκευές, ανεφοδιασμό από πλοία και συλλογή πληροφοριών. Το 1941, αφότου πιστοποιήθηκε η χρήση του Puerto de la Luz από γερμανικά πλοία μεταφορών κι υποστήριξης, σχεδιάστηκε η «Επιχείρηση Warden» με περιεχόμενο την κατα- στροφή των λιμενικών υποδομών, η οποία αναβλήθηκε για διπλωματικούς λόγους: C. B. Burdick 1970 op cit σ 279, M. Simpson, A Life of Admiral of the Fleet Andrew Cunningham /A Twentieth-Century Naval Leader, London – Portland, OR: F. Cass, 2004, σ 47, R. Wigg, Churchill and Spain /The survival of the Franco regime, 1940–45, Abingdon – N. York: Routledge, 2005 σσ 7, 15, G. Cabrera, Operation Warden: British sabotage planning in the Canary Islands dur- ing the Second World War, Intelligence and National Security, Vol. 35, Iss. 2, 2020, σσ 252-268.

14. D. Smyth 1986 op cit σσ 35-38, R. Wigg 2005 op cit σσ 6-7, 10-15, 33-34, 40-44, S. G. Payne 2008 op cit σσ 63, 66. Ο H. Hoare υπήρξε ηγετική προσωπικότητα των Συντηρητικών από την δεκαετία 1920-1930. Είχε διατελέσει υπουργός αεροπορίας, υπουργός αρμόδιος για θέματα Ινδίας και υπουργός εξωτερικών (ήταν υπεύθυνος για τον συμβιβαστικό γαλλοβρετανικό διακανονισμό στο ζήτημα του ιταλικού επεκτατισμού στην τότε Αβησσυνία το 1935 κι εξαιτίας των χειρισμών του οδηγήθηκε σε παραίτηση). Τοποθετήθηκε έπειτα Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου και εισέφερε πολλά στην ενίσχυση του Royal Navy. Επανήλθε πρόσκαιρα στην ηγεσία του Foreign Office, αλλά απομακρύνθηκε λόγω έντονων διαφωνιών με τον Churchill, καθώς ο Hoare ανήκε στους κατευναστικούς. Η τοποθέτησή του στην Μαδρίτη το 1940 θεωρήθηκε «πολιτική εξορία», πάντως έφερε σε πέρας με μεγάλη επιτυχία τα καθήκοντά του, που απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς και τήρηση ισορροπιών, διατηρούμενος στο πρεσβευτικό του αξίωμα μέχρι το 1944.

15. Schreiber 1995 op cit σ 184, N. J. W. Goda 1998 op cit σσ 170-176, S. G. Payne 2008 ibid σ 72, D. W. Pike 2008 op cit σ 27, E. Moradiellos, Franco /Anatomy of a Dictator, London – N. York: I. B. Tauris, 2018, σσ 54-55.

16. J. Garcia 1979 op cit σ 6, G. Schreiber 1995 ibid σσ 198-200, 211, S. G. Payne 2008 ibid σσ 72-73.

17. Υπήρχε και αεροπορική διάσταση στη δράση των Βρετανών, από αέρος ναρκοθέτηση του Μέρς-ελ-Κεμπίρ, για τον αποκλεισμό ή τον εκβιασμό των γαλλικών πλοίων να εξέλθουν υπό δυσμενείς συνθήκες. Τα δραματικά εκείνα γεγο- νότα δεν αναλύονται περαιτέρω στο παρόν κείμενο, καθώς αξίζει να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης, με βάση το πρόσφατα αποδεσμευμένο πρωτογενές αρχειακό υλικό που αξιοποίησαν γάλλοι και βρετανοί ερευνητές.

18. M. Simpson 1997 op cit σσ 64-65, D. Fa & C. Finlayson 2006 op cit σσ 46-47.

19. Απόρρητο τηλεγράφημα (3/7) του Γερμανού πρεσβευτή Stohrer, στο P. R. Sweet – M. Lambert – M. Baumont (επι- μέλ.), Documents on German Foreign Policy 1918-1945, Series D (1937-1945), X, The War Years, June 23-August 31, 1940, Department of State Publication 6491, Washington DC: United States Government Printing Office, 1957, σσ 105-106, S. Roskill, Churchill and the Admirals, London: Collins, 1977, σ 175, J. Garcia 1979 op cit σ 27, K. G. Weiss, The Azores in Diplomacy and Strategy, 1940-1945, Professional Paper 272, Alexandria VA: Center for Naval Analysis, 1980, σ 5, D. Smyth 1986 op cit σσ 35, 41, 66-67, G. Schreiber 1995 op cit σσ 200-203, 211, D. W. Pike 2008 op cit σ 33, S. G. Payne 2008 op cit σ 94.

20. J. Garcia 1979 ibid σσ 8-10, G. Schreiber 1995 ibid σσ 185-186, N. J. W. Goda 1998 op cit σ 176, A. Viñas and C. Seidel, Franco’s Request to the Third Reich for Military Assistance, Contemporary European History, Vol. 11, No. 2, 2002, σσ 195-196, M. E. Cokely, British counter-intelligence in Gibraltar: Deciphering Spanish ‘neutrality’ during the Second World War, International Journal of Iberian Studies, Vol. 20, Nο. 2, 2007, σσ 133-137, S. G. Payne 2008 ibid σ 78, D. W. Pike 2008 ibid σ 14, J. Best, Spying on the rock: an assessment of Abwehr clandestine operations against Gibraltar during the Second World War, Intelligence and National Security, Vol. 34, Iss. 2, 2019, σσ 3-11.

21. Άκρως απόρρητα υπόμνημα (8/8) και τηλεγράφημα (20/8) του γερμανού πρεσβευτή Stohrer, στο P.R. Sweet – M. Lambert – M. Baumont (επιμέλ.) op cit σσ 442-446, 514-515, J. Garcia 1979 ibid σ 29, N. J. W. Goda 1993 op cit σσ 299-301, Schreiber 1995 ibid σσ 205-208, 211-212, M. Simpson 2004 op cit σ 52, D. Fa & C. Finlayson 2006 op cit σ 47, S. G. Payne 2008 ibid σ 79, E. Moradiellos 2018 op cit σ 55.