Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Ηγεσία και ηγετική ομάδα:
Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, 1946-1980
Ο ρόλος του πολιτικού ηγέτη σε ένα διοικητικό/πολιτικό σύστημα έχει εκτενώς απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα. Αποτελεί οργανικό μέρος ενός από τα πιο ενδιαφέροντα αντικείμενα της ιστορικής και της πολιτικής επιστήμης, τη μελέτη του τρόπου λήψης αποφάσεων.
Ωστόσο, η συζήτηση για τον ρόλο του ηγέτη φαίνεται να έχει εν μέρει αλλοιωθεί στην ελληνική ιστοριογραφία και τη δημόσια συζήτηση, καθώς με τρόπο σχεδόν μόνιμο στην νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία οι πολιτικές αντιπαλότητες προσωποποιήθηκαν και εκφράστηκαν μέσω της ταύτισης ή της αντιπαλότητας με συγκεκριμένες προσωπικότητες: Τρικούπης-Δηλιγιάννης, βενιζελικοί και αντι-βενιζελικοί, οι συζητήσεις περί του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η συχνά οριζόμενη ως «αναμέτρηση» Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις δεκαετίες 1980 και 1990. Η ροπή του ελληνικού πολιτικού συστήματος προς τον δικομματισμό, από τη δεκαετία του 1880 έως και τις ημέρες μας, ενίσχυσε την τάση για προσωποκεντρική ανάλυση. Ειδικά κατά τον Εθνικό Διχασμό, η δαιμονοποίηση ή μυθοποίηση του Ε. Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, προσέδωσαν ακόμη πιο έντονη χροιά στο φαινόμενο, με αποτέλεσμα η ελληνική επιστημονική κοινότητα να δυσπιστεί επί μακρόν ακόμη και έναντι του είδους της βιογραφίας, που συχνά θεωρείτο, περίπου εξ ορισμού, ως προορισμένο να υπηρετήσει τέτοιες απλουστεύσεις παρά να προωθήσει την έρευνα – μια τάση που μόλις πρόσφατα φαίνεται να ξεπερνιέται με την δημοσίευση αρκετών βιογραφιών. Η συχνή χρήση ανοίκειων όρων – όπως «Εθνάρχης» – για να περιγραφούν πολιτικοί ηγέτες μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (πρωτίστως ο Βενιζέλος αλλά σε μεγάλο βαθμό και ο Καραμανλής) μιλά από μόνη της. Πρόκειται για μια, σε κάθε περίπτωση, ατυχή ορολογία: ο «Εθνάρχης» αναφέρεται στην ηγεσία ενός λαού πολιτειακά ασύντακτου – και έτσι μπορεί ορθά να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τον ρόλο εκκλησιαστικών ηγετών σε περιόδους απώλειας της πολιτικής ανεξαρτησίας, όπως την Εκκλησία στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, την Εκκλησία της Κύπρου κατά τη μακρά διαδοχή ξένων κυριάρχων από το 1191 έως το 1960, ενώ εθναρχικά χαρακτηριστικά εντοπίζονται ακόμη και στην περίπτωση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού κατά την Κατοχή του 1941-44 (γι’ αυτό έγινε αντιβασιλιάς αμέσως μετά). Δεν αρμόζει, ωστόσο, ο όρος τούτος στις περιπτώσεις είτε του Βενιζέλου είτε του Καραμανλή, ηγετών συντεταγμένου κράτους, οι οποίοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν διαδικασίες διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, συχνά παρ’ ημίν, αντί να μελετάται ένα «σύστημα λήψης αποφάσεων», μελετάται, τελικά, ένα πρόσωπο και μάλιστα με όρους όχι πάντοτε απολύτως ακριβείς.
Το φαινόμενο, πάντως, έχει και την αντίστροφη όψη του. Ένας από τους σημαντικότερους διανοουμένους και πολιτικούς δρώντες της σύγχρονης Ελλάδας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος – πρόσωπο με ευρύτερο ρόλο, όπως θα δειχθεί, στο πλαίσιο αυτής της μελέτης – κατέληξε σχετικά ενωρίς στο συμπέρασμα ότι η έμφαση στον ρόλο του ηγέτη είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που οφείλεται εν πολλοίς στη σχετική υπανάπτυξή του. Από το 1952 έως και την οριστική δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων του στο βασικό του έργο πολιτικής θεωρίας το 1965, ο Τσάτσος προέβαλε τη θέση ότι, με τα δεδομένα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ο ηγέτης – αυτός που αποκαλούσε το 1952 «βασιλικό άνδρα» και το 1965 «εξουσιαστή» – αποτελεί μια sine qua non προϋπόθεση της επιτυχούς πολιτικής δράσης. Προέβαλε, διαχρονικά, τα πρότυπα των δύο ηγετών που ο ίδιος προέκρινε, του Βενιζέλου και του Καραμανλή.1 Στην Αργώ του, το 1936, ο Γιώργος Θεοτοκάς περιγράφει μια πολύμορφη κοινωνία σε μετάβαση, αλλά τελικά και αυτός αναζητεί τον κατάλληλο ηγέτη που θα φέρει σε πέρας την ακριβή του μεταρρύθμιση – η εφαρμογή της οποίας, υπονοεί σαφώς ο Θεοτοκάς, δεν μπορεί να αφεθεί στους διανοουμένους που χάνονται μέσα στους λαβυρίνθους των θεωρητικών σχημάτων τους, αλλά θα πρέπει επιτέλους να συναντηθεί με έναν πρακτικά προσανατολισμένο πολιτικό, ικανό να πράξει. Ο Θεοτοκάς προέκρινε τελικά τον Γεώργιο Παπανδρέου ως το δικό του πρότυπο.2 Με άλλα λόγια, ακόμη και κορυφαίοι αναλυτές της ελληνικής πολιτικής ζωής αναγνώρισαν τον αναβαθμισμένο ρόλο του ηγέτη ως ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Καλώς ή κακώς, υπονόησαν, είναι μια πραγματικότητά του.

Το άρθρο αυτό θα αποπειραθεί να αποτιμήσει την ηγετική μεθοδολογία ενός από τα πλέον προβεβλημένα πρόσωπα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το εγχείρημα είναι ενδιαφέρον, όχι μόνον επειδή ο ρόλος του έχει αναδειχθεί στην εγχώρια δημόσια συζήτηση, αλλά και επειδή ακόμη και σε διεθνές επίπεδο έχει εξαρθεί, ειδικά σε συνάρτηση με την μετάβαση στη δημοκρατία το 1974-75. Έτσι, η αμερικανική πρεσβεία, απευθυνόμενη στο State Department στις αρχές του 1976, αναφέρθηκε στο πρόσωπό του με παρόμοιους όρους: «Caramanlis comes the closest to being a sufficient condition. In Greece today his person and the nation’s democracy are indistinguishable […] Thus Caramanlis is unique».3 Στη μελέτη τους για τη λειτουργία της προεδρίας της κυβέρνησης στη σύγχρονη Ελλάδα, οι Featherstone και Παπαδημητρίου χαρακτηρίζουν τον Καραμανλή ως «primus solus», επισημαίνοντας ότι το ύφος της διακυβέρνησής του ήταν «ιεραρχικό».4 Στο παρόν άρθρο θα διατυπωθεί μια άποψη που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στη συναφή βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια: θα επισημανθεί η πράγματι καταλυτική ηγετική λειτουργία του Καραμανλή, παράλληλα όμως θα σημειωθεί η σημασία της ηγετικής ομάδας στην οποία βασίστηκε έως το 1980. Θα υποστηριχθεί, με άλλα λόγια, ότι με το όνομα «Καραμανλής» δεν περιγράφεται μόνον ένα πρόσωπο, αλλά πολύ συχνά και μια ομάδα ηγετών.
Πρώιμες αναγνώσεις: η εποχή των απλουστεύσεων
Σε μια αρχική φάση, η βιβλιογραφική αντιμετώπιση του Καραμανλή απείχε πολύ από του να είναι επαρκής. Σύντομα – και αναμενόμενα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όταν συζητείται ένας ηγέτης τόσο επιτυχημένος, εκλογικά αν μη τι άλλο – οι σχετικοί τίτλοι διακρίθηκαν σε πλήρως επικριτικούς και σε θετικούς προς το πρόσωπό του. Στους πρώτους συγκαταλέγονταν έργα συγγραφέων, κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς, που τον επέκριναν ως βασικό εκφραστή μιας καταπιεστικής μετεμφυλιακής Δεξιάς, οπαδό της ανεξέλεγκτης ελεύθερης οικονομίας (στοιχείο ενδιαφέρον, καθώς σήμερα η επικρατούσα άποψη τον εμφανίζει ως κρατιστή), υποταγμένο στον περιλάλητο ξένο παράγοντα και ιδίως στους Αμερικανούς.5 Ένα από τα πλέον προβεβλημένα έργα πολιτικής επιστήμης, του Ζ. Μεϋνώ και των συνεργατών του, τον περιέγραφε, περίπου περιφρονητικά, ως εκφραστή ενός «καραμανλικού καθεστώτος […] φασιστικών τάσεων», άνθρωπο που καλλιεργούσε μια φθηνή προσωπολατρία με μεθόδους προπαγανδιστικές. «Δώσαμε στα προηγούμενα δείγματα του λιβανωτού με τον οποίο τα επίσημα κυβερνητικά δημοσιεύματα ανεφέροντο άλλοτε στον Κ. Καραμανλή κατά ένα τρόπο που έφτανε τα όρια της προσωπολατρίας».6 Και για να αποδείξει την απέχθειά του προς την προσωπολατρία, αλλά και την εμμονή του στη μη εφαρμογή διπλών κριτηρίων, ο Ζ. Μεϋνώ, στο δεύτερο βιβλίο του, περιέγραφε ως εξής τον Γ. Παπανδρέου (αποκαλούμενο, εκείνη την εποχή, «Γέρο της Δημοκρατίας»), μιλώντας για τη θριαμβευτική κάθοδό του από το Καστρί στην Αθήνα, μετά την «αποστασία», στις 19 Ιουλίου 1965:
Είναι αλήθεια ότι σαν δέχθηκε και πάλι τα χτυπήματα της αντιξοότητας – ακόμη και στο μέτρο που τα χτυπήματα αυτά ήσαν καρπός των αδυναμιών του – σε ηλικία ήδη εβδομήντα επτά ετών ο πολιτικός αυτός ηγέτης δείχνει ξανά για την προάσπιση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας την ίδια θαυμαστή και ανυπέρβλητη αποφασιστικότητα. Και νάτος πάλι σε άμεση κοινωνία με αυτόν τον Λαό – ένα Λαό που ωστόσο με τόσες ατέλειες υπερασπίσθηκε όταν είχε ταυτόχρονα και την δύναμη και το χρέος.7
Σε αυτές τις ερμηνείες, αντιτάχθηκε μια σειρά άλλων έργων. Ορισμένα, γραμμένα από ξένους συγγραφείς, εφάρμοζαν στην ελληνική περίπτωση τις βασικές αρχές του επιστημονικού είδους της βιογραφίας, που είχε συστηματικά καλλιεργηθεί στο εξωτερικό· ήταν πάντως πρώιμα πονήματα, γραμμένα με τον Καραμανλή ακόμη εν ζωή, και χωρίς πρόσβαση στο αναγκαίο αρχειακό υλικό.8 Ακολούθησε σειρά άλλων παρουσιάσεων, από προσωπικούς του συνεργάτες, που αποτελούσαν όμως προσωπικές μαρτυρίες μάλλον, παρά πλήρως ανεπτυγμένα επιστημονικά έργα.9 Λίγα ήταν τα βιβλία εκείνης της εποχής που βασίζονταν σε επιστημονική μεθοδολογία – από αυτά ξεχωρίζει εκείνο του Παύλου Τζερμιά για την περίοδο της δικτατορίας.10
Δεν ήταν, βέβαια, ακόμη και τότε, όλα τα σχετικά έργα επικεντρωμένα στον ρόλο των προσώπων. Το 1961, ο Γρηγόριος Δαφνής, κορυφαίος αναλυτής που είχε πλήρη επίγνωση του ρόλου του ηγέτη (συγγραφέας της βιογραφίας του Σοφοκλή Βενιζέλου) και οπωσδήποτε πρόσωπο που δεν διακρινόταν για τη θετική του στάση έναντι του Καραμανλή, επικεντρώθηκε πάντως στο ελληνικό «πολιτικό σύστημα» στο σύνολό του, χωρίς να αλλοιώνει την ανάλυσή του με μονομερείς εμφάσεις στα πρόσωπα.11 Είναι όμως ενδιαφέρον ότι το βασικό τούτο βιβλίο έχει αγνοηθεί στην επιστημονική μνήμη της χώρας, και αντίθετα έχει προβληθεί ως πρώτο συνολικό έργο αυτό του Ζ. Μεϋνώ, με τη συνεπή του απέχθεια, όπως είδαμε, στις προσωπολατρικές ή μελοδραματικές προσεγγίσεις.
Σε κάθε περίπτωση, από τη δεκαετία του 1990 έχει εμφανιστεί μια νέα βιβλιογραφία, βασισμένη στις πολλές πηγές που έχουν πλέον καταστεί διαθέσιμες. Η νέα αυτή ιστοριογραφία, με την αυτοπεποίθηση που προσφέρει η πρόσβαση σε αρχειακές πηγές, έχει προβάλει μια αρκετά διαφορετική – σίγουρα, πληρέστερη – εικόνα. Στο παρόν άρθρο, θα χρησιμοποιηθούν έργα της νέας ιστοριογραφίας που σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της άσκησης ηγεσίας και της λήψης αποφάσεων· δεν θα υπάρξει, δηλαδή, μια πλήρης καταγραφή των έργων που αφορούν την περίοδο ή το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ηγετική μεθοδολογία, 1946-1980
Ας φύγουμε από τον μύθο των «εκρήξεων» ή της αγενούς συμπεριφοράς του «χωριάτη», μύθο που καλλιεργήθηκε σταθερά από την «καλή» κοινωνία η οποία δυσφορούσε για την άνοδο (και την παραμονή στην κορυφή) ενός «παρείσακτου». Εάν ο Καραμανλής ήταν απότομος στην κοινωνική του συμπεριφορά, μπορεί και τούτο βέβαια να αποτιμηθεί, αλλά δεν συνιστά σοβαρή αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο κυβερνούσε. Στην προσωπική του μεθοδολογία διαφαίνεται μια σειρά άλλων στοιχείων, που χαρακτήρισαν με τρόπο σταθερό την πολιτική του δράση. Για λόγους καλύτερης καταγραφής, τα στοιχεία τούτα θα διαχωριστούν – κάπως αυθαίρετα καθώς δεν υπάρχουν στεγανά σε αυτά τα πράγματα – σε προσωπικές επιλογές και προδιαθέσεις (οι οποίες, ασφαλώς, συνδέονται και με την ψυχοσύνθεσή του) και στη μέθοδο δράσης του ως επικεφαλής Υπουργείων ή κυβερνήσεων.
Ως προς την πρώτη κατηγορία,12 είναι θεμελιώδης η διαπίστωση ότι ο Καραμανλής διακατεχόταν πάντοτε – ιδίως όμως έως και την πρώτη πρωθυπουργία του – από ένα έντονο αίσθημα κοινωνικής ανασφάλειας. Μιλά από μόνη της η περιγραφή του Γιώργου Θεοτοκά για τον δικό του φαντασιακό ηγέτη, τον Σχινά της Αργώς, περιγραφή που δείχνει (και σαρκάζει) την περιφρόνηση της «καλής» κοινωνίας προς όσους δεν ανήκαν σε αυτήν: «κατάγεται πάντως από το εσωτερικό της Μακεδονίας και, κατά πάσα πιθανότητα, γεννήθηκε χωριατόπαιδο».13 Αυτό ήταν κάτι που δεν αποδεχόταν εύκολα η «καλή» αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του 1950, ειδικά σε έναν άνθρωπο ο οποίος άλλαζε τόσο ριζικά τις παραμέτρους του πολιτικού παιχνιδιού, κυρίως με την έμφασή του στην κυβερνητική σταθερότητα – δηλαδή διατηρούμενος επί μακρόν στην εξουσία, αφαιρώντας την από τους «νόμιμους» διεκδικητές της, τους ανθρώπους του Κολωνακίου. Στις αρχές του 1957, η αμερικανική πρεσβεία παρατηρούσε: «His inability to speak French and poor family background are responsible for the snobbish accusations of Athens “society”».14 Ο γράφων έχει ακούσει πολλές περιγραφές περιφρονητικές για τον Καραμανλή, από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, που έκαναν λόγο για τον «χωριάτη που έπινε κόκκινο κρασί με παγάκια» ή φορούσε κάλτσες που δεν ταίριαζαν με το κοστούμι του.
Αυτή όμως ήταν μια ανελέητη πραγματικότητα, και ωθούσε τον Καραμανλή να είναι εξαιρετικά προσεκτικός στις πρωτοβουλίες του. Πολλά χρόνια πριν, ο Θεόδωρος Κουλουπής, που μελέτησε τις ηγετικές λειτουργίες του Καραμανλή και του Α. Παπανδρέου,15 σε συνομιλία μας, τον περιέγραψε ως «σιγουρατζή». Ήταν πράγματι, και αυτή η ροπή του προερχόταν από την ανάγκη του να αναδειχθεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεν ήταν πάντοτε φιλικό: υπήρχαν βέβαια επιφανή μέλη της ελίτ που τον εκτιμούσαν και τον βοήθησαν, αλλά και ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος έτοιμο να τον πλήξει. Ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση αυτού του στοιχείου. Κινήθηκε κάθε φορά, γνωρίζοντας ότι δεν είχε το περιθώριο του λάθους: μπορούσε να ανέλθει, με την προϋπόθεση όμως ότι ο ίδιος θα διατηρούσε την εικόνα του απρόσβλητου. Από τούτο προέκυπταν βασικά χαρακτηριστικά της δράσης του όπως η τάση του να λέει λίγα λόγια, οι μακρές σιωπές του (ιδίως το 1963-74 και το 1985-89) που αναστάτωναν ένα πολιτικό σύστημα εθισμένο στη φλυαρία, η βαθύτατη περιφρόνησή του για αυτό που αποκαλούσε πολιτικό «κουτσομπολιό» (στο οποίο συχνά ενέτασσε ακόμη και αναφορές των ξένων πρεσβειών για την ελληνική πολιτική ζωή) καθώς και – στη φάση της ανόδου του – η επιμελής αποφυγή εμπλοκής σε ενδοπαραταξιακές διαμάχες. Το τελευταίο αυτό στοιχείο ήταν καταλυτικό: γνώριζε ότι, σε περίπτωση λανθασμένης επιλογής, δεν θα επιβίωνε πολιτικά· ενώ αν είχε κοινωνική καταγωγή και περγαμηνές τούτο δεν θα ίσχυε, καθώς η ελίτ συγχωρούσε απίθανα εύκολα τα μέλη της, ακόμη και όταν αυτά έκαναν λάθη κολοσσιαίας κλίμακας.

Η στρατηγική αυτή επιλογή φάνηκε κυρίως κατά τον εσωκομματικό αγώνα διαδοχής του 1955, όταν είχε ασθενήσει ο Παπάγος. Ο Καραμανλής έμεινε πεισματικά εκτός της εσωκομματικής σύγκρουσης, και τούτο είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει άφθαρτος ενώ οι δύο διεκδικητές (Π. Κανελλόπουλος και Στ. Στεφανόπουλος) ουσιαστικά κατέστρεψαν ο ένας τον άλλον.16 Τέλος, το στοιχείο που, σε συνδυασμό με τούτη τη στάση, τον βοηθούσε να αναδειχθεί, ήταν η γνωστή εργασιομανία του. Ήταν ο άνθρωπος που έφερνε αποτέλεσμα. Η έμφασή του στην ανάγκη για αξιοπιστία ήταν ένα βασικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό του (και θεμελιώδες πλεονέκτημά του ως ηγέτη), εν μέρει ανεξάρτητο από την παραπάνω συζήτηση, αλλά ενισχυόταν και από τις κοινωνικές προκλήσεις που ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει.
Η εικόνα του «νέου ανθρώπου» δεν σήμαινε πάντως ότι ο Καραμανλής διακατεχόταν από κάποιο σύνδρομο κατωτερότητας ή ότι σκόπευε να ανέλθει για να υποταχθεί στο σύστημα – ακριβώς το αντίθετο. Φορέας μιας σαφώς εμπροσθοβαρούς, εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας17 (αλλά για αυτό, περισσότερα παρακάτω), διατήρησε επιμελώς τις αποστάσεις του από όλους: αυτό συχνά εκλαμβανόταν ως αλαζονεία, αλλά οφειλόταν στη μόνιμη κοινωνική ανασφάλειά του. Στόχος του ήταν να διατηρήσει την πολιτική του αυτονομία, την ελευθερία των κινήσεών του και τη δυνατότητά του να επιφέρει βαθιές αλλαγές σε εδραιωμένες πολιτικές συμπεριφορές τις οποίες αποδοκίμαζε (και όπως συχνά συμβαίνει στους ολιγόλογους ανθρώπους, τις αποδοκίμαζε έντονα). Η γνωστή συζήτηση περί του απότομου χαρακτήρα του τείνει να υποκρύψει ένα ουσιώδες στοιχείο της ηγετικής του λειτουργίας: προτιμούσε να συνθέτει τάσεις και χτυπούσε σπάνια· αλλά όταν αποφάσιζε να χτυπήσει, φρόντιζε ώστε το αποτέλεσμα να είναι συντριπτικό. Αυτό διαφάνηκε πρωτίστως στην πολιτική κρίση του 1958, όταν άλλαξε τις παραμέτρους λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, έχοντας αντιμετωπίσει ήδη δύο φάσεις εσωκομματικής αμφισβήτησης από μέλη της παλαιότερης πολιτικής ελίτ (φθινόπωρο 1956 και καλοκαίρι 1957), στις αρχές του 1958 ανατράπηκε από μια μεγάλης κλίμακας εσωκομματική εξέγερση με αφορμή τον νέο εκλογικό νόμο. Στην εξέγερση μετείχαν και στενοί συνεργάτες του, ο Γ. Ράλλης και ο Π. Παπαληγούρας, αλλά και άλλοι που, αντίθετα με τους Ράλλη και Παπαληγούρα, βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον Σ. Βενιζέλο και τον άνθρωπο που υπήρξε ο ικανότερος πολιτικός αντίπαλος του Καραμανλή εκείνη την εποχή, τον πρώην υπασπιστή του βασιλιά Παύλου, Χ. Ποταμιάνο. Αν και ο Καραμανλής έχασε τη δεδηλωμένη για λίγες ημέρες, σύντομα την επανέκτησε με την επιστροφή ορισμένων βουλευτών στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΡΕ. Αλλά δεν μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία με 151 βουλευτές μόνον: έπρεπε να αποδεχθεί την προσφορά της ΕΠΕΚ υπό τον Σ. Παπαπολίτη για στήριξη της κυβέρνησης. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αποδεχθεί την έως τότε επικρατούσα πρακτική των οπορτουνιστικών συμμαχιών και συνακόλουθα την προοπτική της σχετικής κυβερνητικής αστάθειας. Δεν το δέχτηκε. Επέλεξε έναν άλλον δρόμο, που αιφνιδίασε το παλαιό σύστημα: παραιτήθηκε και προκάλεσε εκλογές τις οποίες κέρδισε με μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφήνοντας εκτός Βουλής όλους τους αντάρτες πλην του Παπαληγούρα. Συνθλίβοντας με τρόπο ανελέητο και συντριπτικό την εξέγερση του 1958, ο Καραμανλής εδραίωσε την ηγεσία του στο κόμμα του (έκτοτε ήταν πολύ λίγες οι φορές που αμφισβητήθηκε, και αυτές εμμέσως), αλλά και την διακυβέρνηση της χώρας από συμπαγείς, σταθερές πλειοψηφίες. Ήταν μια περίπου επαναστατική πρωτοβουλία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, που το άλλαξε μακροπρόθεσμα.18 Όπως ανέφερε μεταγενέστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου, «ο Καραμανλής ξέρει να τιμωρεί».19 Ήταν και αυτό βασικό εργαλείο της ηγετικής του λειτουργίας, ιδιαίτερα επειδή χρησιμοποιείτο με φειδώ.

Πέραν όμως των προσωπικών/ψυχολογικών προδιαθέσεων, υπήρχε και η δεύτερη κατηγορία της πολιτικής του μεθοδολογίας, που αφορούσε τη μέθοδο λήψης αποφάσεων. Και σε τούτο το σημείο, η εικόνα του αυταρχικού «μοναχικού λύκου» που επέβαλλε με σκληρότητα τις αποφάσεις του δεν είναι ακριβής· και δεν θα μπορούσε να είναι, όταν μιλάμε για τη διακυβέρνηση της σύγχρονης εποχής και μάλιστα μιας χώρας που επί των ημερών του επέτυχε τον εκσυγχρονισμό της. Αντίθετα, η σύγχρονη έρευνα αναδεικνύει μια μεθοδολογία πολυεπίπεδη, με έμφαση στην συνεργασία με πολλούς ανθρώπους διαφορετικών ιδιοτήτων.
Στην περίοδο των υπουργικών του θητειών, από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου έως το Υπουργείο Δημοσίων Έργων της κυβέρνησης Παπάγου (1946-55), όταν εδραίωσε την εικόνα του ως αποτελεσματικού διοικητή, η μέθοδός του ήταν απλή. Πρώτα συγκέντρωνε συστηματικά – σχεδόν ζηλότυπα – τις αρμοδιότητες στο υπουργείο του. Κατόπιν όμως, αφού μάζευε ο ίδιος τις αρμοδιότητες, προχωρούσε σε μια ριζική αποκέντρωση: τις διέχεε σε τοπικούς φορείς, σε επίπεδο νομαρχίας, περνώντας «πάνω από τα κεφάλια» των πρώην συναρμοδίων υπουργών. Τούτο σήμαινε ότι αφού ξεπερνούσε το γνωστό πρόβλημα της συναρμοδιότητας Υπουργείων άρα της διοικητικής στασιμότητας, είχε την τάση να εμπιστεύεται ανθρώπους πιο «κάτω» στην κλίμακα της διοίκησης, με τους οποίους μοιραζόταν την πεποίθηση ότι έπρεπε να υπάρξει πράξη και όχι αδράνεια.20 Σε μεταγενέστερη φάση, όταν ηγείτο της κυβέρνησης και ειδικά στα χρόνια μετά το 1974, σημειώνεται ότι, ενώ δεν συγκαλούσε συχνά το Υπουργικό Συμβούλιο, βασιζόταν σε ένα σύστημα διαδοχικών εντατικών συσκέψεων για τη λήψη των αποφάσεων· σε εκείνη τη φάση η απόφαση λαμβανόταν με τη συμμετοχή (λίγων) αρμόδιων υπουργών και αρκετών κορυφαίων ειδικών, και μέχρι τη λήψη της πολλές λύσεις παρέμεναν ανοικτές· μετά τη λήψη της απόφασης, ενέμενε ανυποχώρητα σε αυτήν· και στη φάση της εφαρμογής (συνήθως έναν περίπου χρόνο μετά την απόφαση) άρχιζε μια σειρά νέων συσκέψεων και αξιολογήσεων της επιτελεσθείσας προόδου, με τη συμμετοχή και των ειδικών στους οποίους είχε ανατεθεί η εργασία.21
Αυτό σήμαινε ότι ο Καραμανλής εξακολουθούσε να στηρίζεται καταλυτικά σε διάφορες κατηγορίες συνεργατών, από τους υπουργούς στους οποίους είχε αναθέσει το σχετικό πρόγραμμα έως κορυφαίους ειδικούς επιστήμονες που συνεπικουρούσαν τόσο στη φάση της μελέτης όσο και της εφαρμογής. Για να δοθούν ορισμένα μόνον ενδεικτικά παραδείγματα από την τελευταία κατηγορία (των ειδικών), στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 1959 και του 1976, καταγράφεται η συμμετοχή των Ε. Παπανούτσου, Νικόλαου Λούρου και Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου (1959) ή των Ε. Παπανούτσου, του Α. Δημαρά και των πρυτάνεων των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και του ΕΜΠ (1976).22 Η συμμετοχή των Μανόλη Ανδρόνικου και Δημητρίου Παντερμαλή στα μεγάλα προγράμματα για την αρχαιολογική έρευνα στη Βόρεια Ελλάδα δεν συνοδεύθηκε ποτέ από «προτροπές» του πρωθυπουργού να γίνει η παραμικρή έκπτωση στο επιστημονικό έργο τους.23 Το Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως του 1959/60 συντάχθηκε με τη συνεπικουρία του Ιταλού οικονομολόγου Πασκουάλε Σαρατσένο, ειδικού στα ζητήματα οικονομικής ανάπτυξης της Νότιας Ιταλίας και σημειολογικά κομβικής μορφής στην ιταλική οικονομική ιστορία, ως του ειδικού που στόχευε στη μείωση του χάσματος μεταξύ του ιταλικού βορρά και του νότου.24 Αλλά η αναφορά είναι απλώς ενδεικτική. Δεν υπάρχει τομέας στον οποίο να μην καταγράφεται απόφαση με τη συμμετοχή κορυφαίων ειδικών. Η διαδικασία της μελέτης μπορούσε να κρατήσει αρκετό καιρό ώστε να εξεταστούν διεξοδικά τα συναφή ζητήματα και οι διαθέσιμες επιλογές. Η ανακοίνωση του Πενταετούς το 1959 ήταν το τέλος μιας διαδικασίας που είχε αρχίσει το 1956-57. Αντίστοιχα, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1959 είχε αρχίσει να σχεδιάζεται το 1957. Όταν όμως λαμβανόταν η απόφαση, η εφαρμογή ήταν αστραπιαία και πάλι όμως με τη συμμετοχή τέτοιων επιτελείων πολιτικών και ειδικών.

Τέλος, το κοινωνικό κλίμα της εποχής σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιούσε την πολιτική μεθοδολογία του. Ο Καραμανλής δρούσε έχοντας επίγνωση ότι εξέφραζε ένα τεράστιο τμήμα της κοινής γνώμης – πολύ μεγαλύτερο της «στενής» εκλογικής επιρροής του – το οποίο, έχοντας περάσει από την κόλαση του 1922-1949, ήταν έτοιμο να δράσει και να αλλάξει. Για τους λόγους αυτούς, ποτέ πριν και ποτέ μετά την εποχή εκείνη, το κοινωνικό κλίμα στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δεκτικό ή έστω ανεκτικό απέναντι στην ιδέα μιας βαθιάς μεταρρύθμισης, όπως αυτής που ήθελε ο ίδιος να επιφέρει. Αυτό, με σημερινούς όρους, αποκαλείται συχνά «ιδεολογική κυριαρχία». Για τον ίδιο λόγο, μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης αποδέχονταν ή ανέχονταν αυτόν τον περίεργο, εσωστρεφή, απότομο, σιωπηλό, εργασιομανή άνθρωπο που – σε αντίθεση με τη συνήθη πολιτική πρακτική – πάντοτε τους κρατούσε σε απόσταση και πολύ σπάνια τους κολάκευε. Τούτο σήμαινε ότι ο Καραμανλής μπορούσε να προσβλέπει σε μια μεγάλη κοινωνική βάση που υπερέβαινε κατά πολύ το εκλογικό ποσοστό του κόμματός του· ένα πλεονέκτημα που σε προγενέστερες εποχές διέθετε, ίσως, μόνον ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αυτός μόνον για τα χρόνια 1910-1914.
Ηγετική ομάδα: το μεγάλο πλεονέκτημα του Καραμανλή
Το νέο στοιχείο που έχει εισφέρει η έρευνα αφορά, επομένως, τον μεγάλο βαθμό στήριξης του Καραμανλή σε επιτελεία. Αλλά οι πρόσφατες μελέτες πηγαίνουν ακόμη πιο πέρα. Ο γράφων ερμήνευσε τον ρόλο του Καραμανλή μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ιδεολογικού/πολιτικού ρεύματος που άρχισε να διαμορφώνεται από τη δεκαετία του 1930, γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις (και απογοητεύσεις) και απέληξε στη συγκρότηση αυτού που γνωρίζουμε ως σύγχρονη ελληνική Κεντροδεξιά, δηλαδή σε μια συμπαγή και ιδεολογικά προσανατολισμένη πολιτική δύναμη – όχι απλώς σε έναν (εξ ορισμού, πρόσκαιρο) ηγέτη, όσο και αν η δική του λειτουργία ήταν βαθιά διαπλαστική.25 Ο Τάκης Παππάς περιέγραψε μια λειτουργία του Καραμανλή ως «συντονιστή» παρά ως μόνη κινητήρια δύναμη.26 Πρόσφατες έρευνες τονίζουν παρόμοια στοιχεία: η πολιτιστική διπλωματία των κυβερνήσεών του, ειδικά απέναντι στην ενοποιούμενη Ευρώπη, βασίστηκε σε ένα επιτελείο διανοουμένων και διοικητών, όπως οι Κ. Τσάτσος και Π. Κανελλόπουλος·27 στη μελέτη της εξωτερικής πολιτικής του κατά τη δεκαετία του 1970 επισημαίνεται ο καταλυτικός ρόλος και των αρμόδιων υπουργών αλλά και επιφανών στελεχών του διπλωματικού κλάδου.28 Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα παρόμοια παραδείγματα. Ποια ήταν, λοιπόν, αυτή η ηγετική ομάδα – το επιτελείο – που τον συνόδευσε σταθερά;
Η κυριότερη επιρροή πάνω στον Καραμανλή ήταν αυτή του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Ο Τσάτσος δεν ήταν απλώς ένας συνεργάτης του: ήταν κάτι πολύ περισσότερο – ο μέντοράς του. Ο Καραμανλής κυριολεκτικά μαθήτευσε υπό τον Τσάτσο στην οργάνωση της Σοσιαλιστικής Ένωσης το 1942-44. Ο Τσάτσος έγραψε την ιδρυτική διακήρυξη της ΕΡΕ το 1956, και συνέταξε τα προσχέδια για την ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας το 1974 – δηλαδή τα βασικά ιδεολογικά κείμενα των κομμάτων του Καραμανλή. Συνέταξε τη «βαθεία τομή» του 1963 και το Σύνταγμα του 1975, και η έρευνα έχει εντοπίσει πως και τα δύο κείμενα βασίζονταν στον σχεδιασμό του Τσάτσου από την εποχή της Σοσιαλιστικής Ένωσης του 1942-44. Ο ρόλος του ήταν διαδραστικός κατά το ότι δεν εκτελούσε απλώς τις εντολές του πρωθυπουργού αλλά και τις διαμόρφωνε. Προσωπικότητες που χαρακτηρίζονταν από τεράστιες διαφορές (χωρικός ο ένας, αστός ο άλλος· πολιτικός της πράξης ο ένας, κορυφαίος διανοούμενος ο άλλος), πάντως διακρίθηκαν για μια ασυνήθιστης ποιότητας προσωπική και πολιτική σχέση. Ο Καραμανλής εμπιστευόταν τον εαυτό του στην διανοητική δύναμη και καθοδήγηση του Τσάτσου, ο οποίος (ίσως δεν διαμόρφωσε, αλλά) επηρέασε καταλυτικά την πολιτειακή σκέψη του. Και ο Τσάτσος από την πλευρά του θαύμαζε την δύναμη της πράξης του Καραμανλή, η οποία έλειπε στον ίδιο, ως διανοούμενο. Ο Τσάτσος είναι ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που, κατά την αλληλογραφία τους με τον Καραμανλή στο Παρίσι το 1964-74, τού απευθυνόταν στον ενικό – ούτε ο ίδιος ο αδελφός του δεν το έκανε.29
Η σχέση του Καραμανλή με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο είναι περίπλοκη: αρχικά ο Καραμανλής εντασσόταν στην ομάδα Κανελλοπουλου μέσα στον Ελληνικό Συναγερμό (από εκείνη την εποχή χρονολογείται και ο γάμος του Καραμανλή με την ανηψιά του Κανελλόπουλου, Αμαλία), αλλά αργότερα τον υπερκέρασε στη διεκδίκηση της πρωθυπουργίας και μάλιστα δύο φορές, το 1955 και το 1974. Από την πλευρά του, πάντως, ο Κανελλόπουλος, αν και δεν είχε τη στενή σχέση με τον Καραμανλή που διέθετε ο Τσάτσος (και το 1958 υπήρξε υποψήφιος άλλου κόμματος) αποδέχθηκε την ηγεσία του παλαιού του επιτελή, για να υπηρετήσει μεγαλύτερους στόχους. Ο Κανελλόπουλος, ως κορυφαίος διανοούμενος και ηγέτης μιας δυναμικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής τάσης, είχε ήδη από παλαιότερα αναδείξει τη σημασία της ευρωπαϊκής επιλογής. Και για να την υπηρετήσει μπήκε στην κυβέρνηση της ΕΡΕ ως αντιπρόεδρος στις αρχές του 1959, όταν ακριβώς είχε καταστεί σαφές πως η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει μόνη της την Σύνδεση με την ΕΟΚ. Ο Κανελλόπουλος υπέγραψε τη Συμφωνία Σύνδεσης στις 9 Ιουλίου 1961. Και άνθρωποι που είχαν αναδειχθεί δίπλα στον Κανελλόπουλο – φοιτητές δικοί του και του Τσάτσου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών – ήταν αυτοί που διακρίθηκαν, και πάλι υπό την ηγεσία Καραμανλή, στην εφαρμογή της θεμελιώδους αυτής επιλογής. Πρώτος, ο Παναγής Παπαληγούρας, μια από τις σημαντικότερες παρουσίες στη σύγχρονη ελληνική πολιτική, συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα (και ευρέως αναγνωρισμένα) σε ευρωπαϊκό επίπεδο έργα για την προσέγγιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο οποίος διαμόρφωσε ήδη το 1957 την πρακτική επιλογή της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής, την επιλογή της ΕΟΚ.30 Επίσης, ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, στέλεχος πάντως άλλου κόμματος, ο οποίος ως αντιπρόεδρος της Τραπέζης της Ελλάδος ηγήθηκε της αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για τη Σύνδεση. Η ευρωπαϊκή επιλογή διαμορφώθηκε στη θεωρητική και στην πρακτική μορφή της από αυτούς τους ανθρώπους – Τσάτσο, Κανελλόπουλο, Παπαληγούρα, Πεσμαζόγλου, μαζί με τον Ξ. Ζολώτα και τον Ε. Αβέρωφ – από πρόσωπα δηλαδή που υπήρξαν και κορυφαίοι αναλυτές και εξαίρετοι διοικητές. Δεν τη διαμόρφωσε ο Καραμανλής σε θεωρητικό επίπεδο, ως ιδεολογικό στόχο· ήταν όμως ο άνθρωπος που συντόνισε και εκτέλεσε.

Η σημασία του Παπαληγούρα στην οικονομική πολιτική ήταν μεγάλη, αλλά στον τομέα αυτόν θα πρέπει να επισημανθεί η καταλυτική επιρροή του Ξενοφώντα Ζολώτα, με τον οποίο ο Καραμανλής είχε επικοινωνία από την εποχή της Σοσιαλιστικής Ένωσης και που διαμόρφωσε την στρατηγική της ανάπτυξης ως διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος σε όλη τη διάρκεια των θητειών των κυβερνήσεων Καραμανλή. Η συνεπής εφαρμογή του παρεμβατικού κράτους – του κύριου δηλαδή μοντέλου διακυβέρνησης στη Δύση εκείνης της εποχής – η επιλογή των βασικών προτεραιοτήτων του Πενταετούς, αλλά και της εκβιομηχάνισης που επιτεύχθηκε μετά το 1958 στηρίζονταν σε τεράστιο βαθμό στην παρουσία του Ζολώτα.31 Τέλος, στο οικονομικό επιτελείο πρέπει να υπογραμμιστεί η επιρροή του Δημητρίου Χέλμη, με πολιτική καταγωγή από τους προοδευτικούς Λαϊκούς της προηγούμενης περιόδου. Ο Χέλμης υπηρέτησε ως υπουργός Συντονισμού έως το 1958, οπότε δεν μπόρεσε να επανεκλεγεί και κατόπιν ανέλαβε τη διοίκηση της Εθνικής Τραπέζης έως το 1964.
Στο εσωτερικό μέτωπο, καταλυτική ήταν η παρουσία του Γεωργίου Ράλλη (υπηρέτησε διαρκώς στο εσωτερικό μέτωπο έως το 1978 όταν ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών μετά τη βαριά ασθένεια του Παπαληγούρα), καθώς και του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πιο κοντινός, μαζί με τον Τσάτσο, προς τον Καραμανλή υπαρχηγός του. Κρίσιμος ήταν και ο ρόλος του Ν. Μάρτη (ενός από τους Μακεδόνες νέους πολιτικούς που ανήκαν σε ένα στενότερο κύκλο του Καραμανλή από το 1951) στο Υπουργείο Βιομηχανίας μετά το 1958, δηλαδή στη φάση της εκβιομηχάνισης. Άλλης κλίμακας ήταν ο ρόλος του Σόλωνα Γκίκα στη Δημόσια Τάξη το 1974-76, όταν απέτρεψε σειρά αποπειρών δολοφονίας του Καραμανλή από νοσταλγούς της χούντας. Στον εξωτερικό τομέα, είναι ευρύτερα γνωστός ο ρόλος του Ε. Αβέρωφ, τόσο ως υπουργού Εξωτερικών το 1956-63 όσο και ως υπουργού Εθνικής Αμύνης το 1974-80, καθώς και του Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη ως υπουργού Εθνικής Αμύνης έως το 1963. Ο Δημήτρης Μπίτσιος, ακόμη και πριν γίνει υπουργός Εξωτερικών το 1974-77, αλλά και οι Βύρων Θεοδωρόπουλος και Ιωάννης Τζούνης μετά το 1974 είναι ορισμένα από τα στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών στα οποία δινόταν ουσιαστικός, καθοδηγητικός ρόλος. Μια ακόμη μεγάλη προσωπικότητα της ελληνικής διπλωματίας, πολιτικός φίλος του Γ. Παπανδρέου παρά του Καραμανλή, που όμως έπαιξε βασικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής το 1956-63, ήταν ο Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, με την συνεπή υποστήριξή του προς τις πολιτικές ύφεσης με τον ανατολικό κόσμο.

Μετά το 1974, νέα πρόσωπα θα αναλάβουν θέσεις ευθύνης στο πλαίσιο μιας αναμόρφωσης του πολιτικού χώρου της Κεντροδεξιάς. Από το Πανεπιστήμιο, οι Νικόλαος Λούρος, Δημήτριος Νιάνιας, Δημήτριος Ευρυγένης, Κωνσταντίνος Τρυπάνης. Ο Παναγιώτης Λαμπρίας ήρθε στο προσκήνιο ως υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, ενώ ανήλθαν νέοι πολιτικοί όπως οι Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Μιλτιάδης Έβερτ, Ιωάννης Μπούτος, Σπύρος Δοξιάδης και ο Γεώργιος Κοντογεώργης, ο οποίος ως ανώτατος κρατικός λειτουργός είχε μετάσχει στη διαπραγμάτευση για τη Σύνδεση με την ΕΟΚ το 1959-61, αλλά μετά το 1978 ανέλαβε καθήκοντα ως υπουργός αρμόδιος για τις σχέσεις με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Αθανάσιος Κανελλόπουλος προσήλθαν από το παλαιό Κέντρο. Τέλος, εντελώς ιδιαίτερος και κρίσιμος (ακόμη και στην περίοδο μετά το 1980) ήταν ο ρόλος του διπλωμάτη Πέτρου Μολυβιάτη ως ενός από τους στενότερους συνεργάτες και συμβούλους του Καραμανλή.
Η στήριξη σε ένα μεγάλο, πολύμορφο επιτελείο παρέμεινε έντονη έως το τέλος των κυβερνητικών θητειών του Καραμανλή. Η σχέση του με αυτό ήταν πολύ πιο στενή σε σύγκριση με την προγενέστερη περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος πάντοτε διέθετε μια πολύ μεγαλύτερη «υπεροχή» έναντι των επιτελών του, τόσο στο επίπεδο της σύλληψης της νέας πολιτικής, όσο και στο επίπεδο της εφαρμογής της. Ήταν όμως περίπλοκες οι απαιτήσεις της στρατηγικής και της διακυβέρνησης της μεταπολεμικής εποχής: ήταν αναγκαία η στήριξη σε τέτοια επιτελεία.

Συμπεράσματα
Η άνοδος του Καραμανλή στην εξουσία και ειδικά η πρώτη εκλογική του νίκη τον Φεβρουάριο του 1956, αποτέλεσε καμπή για την πολιτική ιστορία της χώρας. Προκάλεσε μια τεράστιας κλίμακας ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Άλλαξε τη δομή του πολιτικού συστήματος, με την εδραίωση των συμπαγών, μεγάλων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Ο ρόλος του παρέμεινε καταλυτικός: απόδειξη, το ότι όταν ο ίδιος αποχώρησε από την ηγεσία μετά το 1963, το ίδιο επιτελείο, που είχε παραμείνει στην ΕΡΕ, δεν μπόρεσε να λειτουργήσει το ίδιο αποτελεσματικά. Η υπεροχή του Καραμανλή μέσα στο κόμμα και τις κυβερνήσεις του ήταν αδιαμφισβήτητη, και τονίστηκε τόσο με την αντίδρασή του στην κρίση του 1958 που αναφέρθηκε παραπάνω, όσο και με την απουσία του το 1963-74, και ακόμη περισσότερο με την έλευσή του ως περίπου Μεσσία το 1974.
Ωστόσο, όσο και εάν είναι αναγκαίο να τονίζεται η δική του ηγετική συμβολή, είναι αδύνατον να μελετηθεί ο Καραμανλής ξεκομμένος από το επιτελείο του. Ο Καραμανλής δεν «επινόησε» μόνος του τις πολιτικές με τις οποίες ταυτίστηκε – το τρίπτυχο ανάπτυξη, δημοκρατία, Ευρώπη. Μαζί με τον Καραμανλή ανήλθαν – όχι ως απλά μέλη του κόμματος αλλά ως μέλη της ηγετικής ομάδας – άνθρωποι μιας νέας γενιάς, της δικής του· άνθρωποι, επιπλέον, που είχαν ήδη διακριθεί (ή, εάν θέλει ο αναγνώστης, «ματώσει») στην επισήμανση της ανάγκης για υπέρβαση των παλαιών διαχωριστικών γραμμών του Εθνικού Διχασμού και της ανάγκης για μια ριζική αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτικής. Ήταν, συχνά, ειδικότεροι του ιδίου ανά τομέα (και με πολύ πιο εξειδικευμένες σπουδές σε σύγκριση με τον ίδιο, πτυχιούχο της Νομικής Αθηνών). Από τα μέλη αυτού του επιτελείου, τέσσερις έγιναν πρωθυπουργοί (Κανελλόπουλος, Ράλλης, Ζολώτας, Μητσοτάκης), δύο πρόεδροι της Δημοκρατίας (Τσάτσος, Στεφανόπουλος), και θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται και άλλοι, εάν δεν ασθενούσε τόσο βαριά ο Παπαληγούρας, αν ο Αβέρωφ είχε άλλη τύχη στην ψηφοφορία της κοινοβουλευτικής ομάδας το 1980 και αν δεν ήταν τόσο μεγάλος σε ηλικία ο Παπακωνσταντίνου. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, με το όνομα του Καραμανλή περιγράφεται όχι μόνον ένα πρόσωπο, αλλά πολύ συχνά και μια ομάδα προσώπων. Το επιτελείο αποτελεί οργανικό στοιχείο της ηγεσίας του Καραμανλή. Και τούτο δημιουργεί μια πολύ πιο περίπλοκη, αλλά και πιο λειτουργική εικόνα της ηγεσίας του.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ – ΣΚΑΪ – ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ – 2009 (HQ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ελληνική πορεία: πολιτικά δοκίμια (Αθήναι: Ίκαρος, 1952)· του ιδίου Πολιτική: θεωρία πολιτικής δεοντολογίας (Αθήναι: Οι Εκδόσεις των φίλων, 32000)· του ιδίου, Ο άγνωστος Καραμανλής (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1984).
2 Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 151998)· του ιδιου, Τετράδια ημερολογίου, 1939 1953, εισαγωγή-επιμέλεια Δημήτρης Τζιόβας (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 32005), εγγραφές 4 Οκτωβρίου 1941, 24 Ιανουαρίου 1942, σσ. 292-293, 321-322. Για μια αποτίμηση της Αργώς ως πολιτικού έργου, βλ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010), κεφάλαιο 2.
3 Kubisch (Αθήνα) προς State Department, 1 Ιανουαρίου 1976, RG 59, Central Foreign Policy Files, 1973–79/Electronic Telegrams, National Archives and Records Administration, έγινε πρόσβαση στις 2 Φεβρουαρίου 2019
4 Kevin Featherstone και Dimitris Papadimitriou, Prime Ministers in Greece: the Paradox of Power (Oxford: Oxford University Press, 2015).
5 Constantine Tsoucalas, The Greek Tragedy (Harmondsworth: Penguin. 1969)· J. A. Katris, Eyewitness in Greece: the Colonels Come to Power (St. Louis: New Critics Press, 1971).
6 J. Meynaud, με την συνεργασία Π. Μερλόπουλου και Γ. Νοταρά, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα (Αθήνα, Εκδόσεις Μπάυρον, χ.χ.), σσ. 244-249, 261, 272, 287.
7 J. Meynaud, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, μέρος Β΄: η βασιλική εκτροπή από τον Κοινοβουλευτισμό του Ιουλίου του 1965 (Αθήνα, Εκδόσεις Μπάυρον, χ.χ.), σ. 72
8 Maurice Genevoix, The Greece of Karamanlis (St Louis: Doric Publications 1973)· C. M. Woodhouse, Karamanlis: the Restorer of Greek Democracy (Oxford: Clarendon Press, 1982)· Roger Massip, Caramanlis: un grec hors de commun (Paris: Stock 1982).
9 Το πιο αξιόλογο είναι το Τάκης Λαμπρίας, Στη σκιά ενός μεγάλου: μελετώντας 25 χρόνια τον Καραμανλή (Αθήνα: Μορφωτική Εστία, 1989).
10 Παύλος Ν. Τζερμιάς, Ο Καραμανλής του αντιδικτατορικού αγώνα: ιστορική αποτίμηση μιας δύσκολης εποχής (1967-1974) (Αθήνα: Ροές, 1984).
11 Γρηγόριος Δαφνής, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, 1821-1961 (Αθήνα:Γαλαξίας, 1961).
12 Βασικό έργο αναφοράς στη διεθνή βιβλιογραφία: Robert Jervis, How Statesmen Think: the Psychology of International Politics (Princeton: Princeton University Press, 2017).
13 Θεοτοκάς, Αργώ, τόμος Α΄, σ. 79.
14 Elting προς State Department, 9 Ιανουαρίου 1957, NARA, RG 59, 781.00/1-957.
15 Theodore A. Couloumbis, «Karamanlis and Papandreou: Style and Substance of Leadership», ELIAMEP Yearbook, 1988.
16 Χατζηβασιλείου, Η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία, 1954-1956 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2001).
17 Παύλος Ν. Τζερμιάς, Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» του Κωνσταντίνου Καραμανλή: μία διαλεκτική διερεύνηση με πυξίδα την Κοινωνική Δικαιοσύνη (Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, 2007).
18 Για την κρίση του 1958 και τις συνέπειές της, βλ. Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός, κεφάλαιο 10. Βλ. επίσης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία: κόμματα και εκλογές, 1946-1967 (Αθήνα:Εκδόσεις Πατάκη, 2001), σσ. 217-224· Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον εμφύλιο πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δικτατορία (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), σσ. 192-204.
19 Αναφέρεται στο Νίκος Παπανδρέου, Ανδρέας Παπανδρέου: η ζωή σε πρώτο ενικό και η τέχνη της πολιτικής αφήγησης (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003), σ. 83.
20 Χρήστος Χρηστίδης, «Το πρώτο δείγμα γραφής: η θητεία του Κ. Καραμανλή στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας, 1948-1950», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου και Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄ (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, 2008), σσ. 69-83.
21 Τάκης Σ. Παππάς, «Κυβερνητικά επιτελεία στη δεκαετία του ’70 και η “τέχνη της διακυβέρνησης”», στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 435-454.
22 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν.επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής και Εκδοτική Αθηνών, 1992-97), τόμος 2, σσ. 367-368, τόμος 3, σσ. 27-31 και τόμος 9, σσ. 135-136.
23 Δημήτριος Παντερμαλής, «Η πολιτική για τις ανασκαφές στη Βόρεια Ελλάδα», στο Ευάνθης Χατζηβασιλείου και Χρήστος Χρηστίδης (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Βόρεια Ελλάδα (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής και Εκδόσεις Πατάκη, 2006), σσ. 145-149· Στέλλα Δρούγου, «Πολιτιστική πολιτική της Ελλάδος: ο ρόλος του Κ. Καραμανλή», στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Γ΄, σσ. 322-327.
24 Guido Vigna, Pasquale Saraceno: l’uomo che voleva unificare l’Italia (Milano: Rusconi, 1997).
25 Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός.
26 Παππάς, «Κυβερνητικά επιτελεία στη δεκαετία του ’70».
27 Antigoni-Despoina Poimenidou, «La politique culturelle extérieure de la Grèce et l’Europe (1944-1979)», διδακτορική διατριβή, Sorbonne Université, 2018.
28 Athanassios Antonopoulos, «Redefining an Alliance: Greek-US Relations, 1974-1980» διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, 2016.
29 Για την σχέση των δύο προσώπων, βλ. Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός· του ιδίου, «Το πνευματικό υπόβαθρο των πολιτικών επιλογών: η περίπτωση του Κωνσταντίνου Τσάτσου», στο Παύλος Σούρλας (επιμ.), Κωνσταντίνος Τσάτσος (Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2018), σσ. 85-105.
30 Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, (επιμ.), Παναγή Παπαληγούρα, ομιλίες-άρθρα (Αθήνα: Αίολος, 1996)· του ιδίου, «Ο “ρεαλιστικός φιλελευθερισμός” του Παναγή Παπαληγούρα και η οικονομική πολιτική της περιόδου 1952-67», στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967), τόμος Α΄, (Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 1994) σσ. 376-381· Ειρήνη Χειλά, Διεθνής κοινωνία – διαχρονικές και σύγχρονες αντιλήψεις: η συμβολή του Παναγή Παπαληγούρα (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006).
31 Κωνσταντίνος Δρακάτος, «Η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αναπτυξιακή αιχμή της ελληνικής οικονομίας (1955-1963)», στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Γ΄, σσ. 17-32· Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Ο Ξενοφών Ζολώτας και η ελληνική οικονομία (Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2008).
32 Για τη συμμετοχή αυτών των προσώπων βλ. και Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός, σσ. 328-330.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Couloumbis, Theodore A., «Karamanlis and Papandreou: Style and Substance of Leadership», ELIAMEP Yearbook, 1988
Νικολακόπουλος, Ηλίας, Η καχεκτική δημοκρατία: κόμματα και εκλογές, 1946-1967 (Αθήνα:Εκδόσεις Πατάκη, 2001)
Ριζάς, Σωτήρης, Η ελληνική πολιτική μετά τον εμφύλιο πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δικτατορία (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008)
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου και Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τρεις τόμοι (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, 2008)
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Καραμανλής, 1907-1998: μια πολιτική βιογραφία (Αθήνα: Ίκαρος, 2011)
Τζερμιάς, Παύλος Ν., Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» του Κωνσταντίνου Καραμανλή: μία διαλεκτική διερεύνηση με πυξίδα την Κοινωνική Δικαιοσύνη (Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, 2007)
Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Ελληνικός φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010)