Christopher Montague Woodhouse
Το δράμα της γραμμής Αλιάκμoνα
Θα ξεκινήσω με μια προσωπική ανάμνηση.*Αργά τη νύκτα της 4ης Μαρτίου 1941, με την ιδιότητα ενός κατώτερου αξιωματικού της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ήμουν επιφορτισμένος με την μεταφορά ενός μηνύματος από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, έδρα της αποστολής, στη βρετανική πρεσβεία. Παραλήπτης του μηνύματος αυτού ήταν ο στρατηγός Wavell, ανώτατος διοικητής της Μέσης Ανατολής, ο οποίος διέμενε προσωρινά στην πρεσβεία. Θυμάμαι πως ήταν ημέρα Τρίτη, όχι ό,τι καλύτερο για να ξεκινήσει μια νέα στρατιωτική επιχείρηση στην Ελλάδα, όμως οι καιροί ήταν ζοφεροί. Γερμανικά στρατεύματα είχαν προωθηθεί έως τα σύνορα της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας και δραστικές (αν και καθυστερημένες χρονικά) αποφάσεις έπρεπε να ληφθούν ταχύτατα.
Η μεγάλη αίθουσα της πρεσβείας βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού. Εκτός από τον στρατηγό Wavell, στον οποίο παρέδωσα αμέσως το μήνυμα δίχως να γνωρίζω, έως σήμερα, το περιεχόμενο, αναγνώρισα πάνω από τα μισά πρόσωπα που ήταν παρόντα: τον βασιλέα Γεώργιο Β΄, τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο οποίος, λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε διαδεχθεί τον στρατηγό Μεταξά στην πρωθυπουργία, τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατηγό Παπάγο, τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών Anthony Eden, τον αρχηγό του Αυτοκρατορικού Επιτελείου Sir John Dill, τον πρεσβευτή Sir Michael Palairet, καθώς και μια πλειάδα Ελλήνων και Βρετανών διπλωματών, κρατικών λειτουργών και ανωτάτων αξιωματικών των τριών όπλων.

Το ζητούμενο ήταν η λήψη τελικών αποφάσεων για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου στη βόρειο Ελλάδα, όπου αναμενόταν να εκδηλωθεί γερμανική εισβολή, προερχομένη είτε από τη Βουλγαρία είτε δια μέσου της Γιουγκοσλαβίας. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τα μέσα Ιανουαρίου του 1941, όταν ο στρατηγός Wavell επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα. Η χώρα, τότε, τελούσε υπό καθεστώς πολέμου έναντι της Ιταλίας, όχι όμως έναντι της Γερμανίας. Ο ελληνικός στρατός στο μέτωπο της Αλβανίας και ο βρετανικός σε εκείνο της βορείου Αφρικής, μόλις είχαν καταφέρει σημαντικά πλήγματα σε βάρος των Ιταλών. Ο στρατηγός Μεταξάς, λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, μη επιθυμώντας να προκαλέσει πρόωρα τη Γερμανία με καταστρεπτικές συνέπειες για τον τόπο, προτιμούσε οι συνομιλίες με τον Wavell να περιοριστούν στο ζήτημα του πολέμου κατά της Ιταλίας. Ωστόσο, ήταν εξωπραγματικό να μη θιγεί καθόλου η γερμανική απειλή, καθότι τα γερμανικά στρατεύματα είχαν ήδη εισέλθει στη Ρουμανία και προωθούνταν κρυφά εντός του βουλγαρικού εθνικού εδάφους. Κατόπιν τούτου, οι Μεταξάς, Παπάγος και Wavell συνεκτίμησαν και την παράμετρο αυτή, δίχως να καταλήξουν σε συγκεκριμένο συμπέρασμα.
Κατά τον πρώτο, αυτό, γύρο των συνομιλιών, ο Παπάγος είχε δηλώσει πως σε περίπτωση σχηματισμού ενός κοινού ελληνο-βρετανικού μετώπου, η καλύτερα προσφερόμενη περιοχή ήταν η Μακεδονία, βορείως της Θεσσαλονίκης και σε άμεση γειτνίαση με τη μεθόριο τόσο με τη Βουλγαρία όσο και με τη Γιουγκοσλαβία. Με άλλα λόγια, η επονομαζόμενη “Γραμμή Μεταξά”. Το ανατολικό σκέλος των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που μάχονταν στο αλβανικό μέτωπο, θα υποχωρούσε μερικά μίλια, ούτως ώστε να ευθυγραμμιστεί με αυτή. Οι Μεταξάς και Παπάγος απογοητεύθηκαν σφόδρα ακούγοντας τον Wavell να τους εξηγεί πως οι Βρετανοί δεν είχαν διαθέσιμες εφεδρείες πέρα από ορισμένες μονάδες πυροβολικού. Κατέστησαν σαφές πως η αποστολή στην Ελλάδα ανεπαρκών ενισχύσεων υπήρχε κίνδυνος να εκληφθεί από τους Γερμανούς ως πρόκληση, προσφέροντας στους τελευταίους το πρόσχημα προκειμένου να επιτεθούν. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η αναχαίτιση μιας γερμανικής εισβολής ήταν πρακτικά αδύνατη. Οι συνομιλίες απέβησαν άκαρπες. Για πρώτη φορά, όμως, αναφέρθηκε η προοπτική οργάνωσης μιας μικρότερης, σε μήκος, αμυντικής γραμμής, στο ύψος του ποταμού Αλιάκμονα.
Η γραμμή Αλιάκμονα διέθετε πράγματι τις προδιαγραφές μιας ισχυρής αμυντικής θέσης. Από ελληνικής πλευράς, όμως, εκφράστηκαν σοβαρές ενστάσεις για μια επιλογή αυτού του είδους. Μια ελληνο-βρετανική σύμπτυξη των δυνάμεων κατά μήκος της παραπάνω γραμμής σήμαινε, αυτομάτως, την απόσυρση του ελληνικού στρατού από τα εδάφη, τα οποία είχε κατακτήσει στην Αλβανία. Σήμαινε επίσης, την εγκατάλειψη αμαχητί της δυτικής Θράκης, της ανατολικής και κεντρικής Μακεδονίας και, υπεράνω όλων, εκείνη της Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για θυσίες, ικανές να κλονίσουν ανεπανόρθωτα το ηθικό του ελληνικού λαού. Για τον Παπάγο, ο Αλιάκμονας εκπροσωπούσε την ύστατη γραμμή άμυνας. Αντίθετα, αποτελούσε την μείζονα προτεραιότητα του βρετανικού Γενικού Επιτελείου.
Οι συνομιλίες του Ιανουαρίου 1941 ολοκληρώθηκαν με μια ξεκάθαρη δήλωση του Μεταξά, ό,τι δεν επρόκειτο να καλέσει σε βοήθεια τους Βρετανούς παρά μόνο εάν ο γερμανικός στρατός εισερχόταν στη Βουλγαρία και εφόσον οι προοριζόμενες για την Ελλάδα ενισχύσεις επαρκούσαν για την αποτελεσματική απόκρουση μιας εισβολής. Λίγες μέρες αργότερα, στις 29 Ιανουαρίου, ο Μεταξάς εξέπνευσε. Ο βασιλέας τοποθέτησε στη θέση του τον Αλέξανδρο Κορυζή, έναν οικονομολόγο, ο οποίος στερείτο παντελώς κάποιας, έστω στοιχειώδους, επαγγελματικής στρατιωτικής εμπειρίας. Έκτοτε, η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας περιήλθε ουσιαστικά στον βασιλέα και στον

Παπάγο. Όταν, διαρκούντος του Φεβρουαρίου, τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν μαζικά εντός του βουλγαρικού εθνικού εδάφους, ο πρεσβευτής Sir Michael Palairet, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να επιβεβαιώσει την πρόθεση του Μεταξά να καλέσει τους Βρετανούς σε βοήθεια σε μια τέτοια περίπτωση. Αν και καταφατική, η απάντηση έκανε εκ νέου λόγο για αποστολή επαρκούς στρατιωτικής δύναμης.
Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του Wavell, η Αθήνα απέφευγε να προσδιορίσει τί ακριβώς εννοούσε με τον επιθετικό προσδιορισμό “επαρκής”. Από τη δική του πλευρά, ο ανώτατος διοικητής του θεάτρου της Μέσης Ανατολής ήταν αποδέκτης ισχυρών πιέσεων εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης, για αποστολή του μεγίστου δυνατού ενισχύσεων, εις βάρος ακόμα και των δυνάμεών του, που μάχονταν στο μέτωπο της βορείου Αφρικής. Η Μεγάλη Βρετανία όφειλε να είναι συνεπής ως προς τις υποχρεώσεις της έναντι της Ελλάδας και να ανταποκριθεί στη δήλωση εγγυήσεως, στην οποία είχε προβεί τον Απρίλιο του 1939, την επομένη της κατάκτησης της Αλβανίας από τον ιταλικό στρατό. Η πίεση έναντι του Wavell και του Παπάγου αυξήθηκε περί το τέλος Φεβρουαρίου, όταν κατέφθασε στη Μέση Ανατολή μια πολυπληθής διπλωματική και στρατιωτική αποστολή, με επικεφαλείς τον υπουργό Εξωτερικών, Anthony Eden και τον αρχηγό του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, Sir John Dill.
Πρώτος σταθμός της αποστολής ήταν το Κάϊρο, έδρα του στρατηγείου του Wavell. Στις 22 Φεβρουαρίου ακολούθησε η Αθήνα, με τη συνοδεία του ανώτατου διοικητή Μέσης Ανατολής προσωπικά. Κατόπιν, σειρά είχαν η Άγκυρα και η Κύπρος και εκ νέου η Αθήνα, στις 2 Μαρτίου. Για μια ακόμη φορά, το ζητούμενο ήταν η δημιουργία ενός κοινού ελληνο-βρετανικού μετώπου ενάντια σε μια γερμανική εισβολή, προερχόμενη από τη Βουλγαρία, η οποία θεωρείτο βεβαία. Η έκβαση της όλης υπόθεσης έμελλε να προκαλέσει ολόκληρη σειρά από παρεξηγήσεις ανάμεσα στις δυο σύμμαχες χώρες.
Το ύψος της βοήθειας δεν αποτελούσε, πλέον, εμπόδιο για μια επίτευξη συμφωνίας. Πέρα από βρετανικές μονάδες, ο Wavell ήταν σε θέση να προσφέρει αυστραλιανές, νεοζηλανδικές και πολωνικές, συνολικού ύψους 100.000 ανδρών περίπου. Η δυνατότητα αποστολής ενισχύσεων του μεγέθους αυτού οφειλόταν στην ολοκληρωτική ήττα των Ιταλών στη βόρειο Αφρική και στην αποδέσμευση στρατευμάτων από εκεί. Ως διοικητής του εκστρατευτικού σώματος επελέγη ο στρατηγός Maitland Wilson και ως υποδιοικητής ο Αυστραλός στρατηγός Blamey. Ωστόσο, αμφότεροι θα υπάγονταν στις διαταγές του Παπάγου. Ο Παπάγος εξακολουθούσε να θεωρεί την προτεινόμενη βοήθεια

ως ανεπαρκή. Τελικά, αναγκάστηκε να υποκύψει μπροστά στην επιμονή του βασιλέα Γεωργίου Β΄, για λόγους υψίστης εθνικής πολιτικής.
Δυστυχώς, οι ρίζες της παρεξήγησης ήταν απλωμένες βαθειά και οφείλονταν, πρωτίστως, σε ψυχολογικούς λόγους: στην ενδόμυχη ελπίδα του Παπάγου πως η άμυνα της βορειοανατολικής Ελλάδας ήταν εφικτή, την ίδια στιγμή που οι Βρετανοί στρατηγοί είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι η μόνη θέση, στην οποία ήταν διατεθειμένοι να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους, ήταν η γραμμή Αλιάκμονα. Οι τελευταίοι, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη σημασία, που εκπροσωπούσε για τους Έλληνες, μια παράδοση της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης στον εχθρό. Προσηλωμένοι σε μια αμιγώς στρατηγική οπτική, θεωρούσαν ευκολότερη την οργάνωση της άμυνας κατά μήκος μιας μικρότερης γραμμής. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση η βρετανική βοήθεια ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως επαρκής.
Όταν, στις 22 Φεβρουαρίου, οι Eden και Dill έφτασαν στην Αθήνα, ήλπιζαν πως θα κατάφερναν να πείσουν τον Παπάγο να αποσύρει αμέσως τις δυνάμεις του από την βορειοανατολική Ελλάδα και να τις συμπτύξει στο ύψος του Αλιάκμονα, με ότιδήποτε μια ενέργεια του είδους αυτού συνεπαγόταν ως προς την εγκατάλειψη της Θεσσαλονίκης. Όμως, δεν ήταν δυνατό για τον Παπάγο να λάβει μια τόσο σοβαρή απόφαση εάν όλα τα δυνατά περιθώρια δεν είχαν προηγουμένως εξαντληθεί. Υπήρχε ακόμη το ενδεχόμενο η Τουρκία και η Γιουγκοσλαβία να παρέμβουν, ξεχωριστά η καθεμιά ή από κοινού, στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, παρόλη την παρουσία των γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Αμέσως μετά τη συνεδρίαση της 23ης Φεβρουαρίου, οι δυο Βρετανοί αξιωματούχοι αναχώρησαν με προορισμό την Άγκυρα δίχως τη συνοδεία του Wavell, προκειμένου να βολιδοσκοπήσουν τους Τούρκους και να εξετάσουν τις προθέσεις τους. Παράλληλα, ο Eden ήρθε σε επαφή με την κυβερνηση της Γιουγκοσλαβίας μέσω της βρετανικής πρεσβείας στο Βελιγράδι, για τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Πιθανότατα, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών δεν έτρεφε ιδιαίτερες ελπίδες για μια θετική ανταπόκριση, τόσο από πλευράς Τουρκίας, όσο και από πλευράς Γιουγκοσλαβίας. Στο νου του, το διάβημα, στο οποίο είχε προβεί, προσλάμβανε περισσότερο χροιά χειρονομίας υποστήριξης έναντι του Παπάγου, ενόψει της οδυνηρής απόφασης που ο τελευταίος καλείτο να πάρει. Ενόσω δε βρισκόταν εκτός Αθηνών, ο Eden ήταν πεπεισμένος πως ο Παπάγος είχε ενεργοποιήσει τη διαδικασία μεταφοράς των μεραρχιών του στη γραμμή Αλιάκμονα. Ο τελευταίος, όμως, είχε αναστείλει κάθε ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση, έως ότου αποσαφηνίζονταν πλήρως οι προθέσεις της Άγκυρας και του Βελιγραδίου. Τα εκατέρωθεν πρακτικά, γραμμένα στα ελληνικά και στα αγγλικά, των συνομιλιών της 22ας και 23ης Φεβρουαρίου 1941 στην Αθήνα, αναδεικνύουν ανάγλυφα, σε όλο της το μέγεθος, τη θεμελιώδη αυτή παρεξήγηση ανάμεσα στα δυο μέρη. Είναι άξιο απορίας το γεγονός πως δεν καταβλήθηκε επιτόπου καμία προσπάθεια για αντιπαραβολή και συμβιβασμό ανάμεσα στα δυο πρακτικά. Υπήρξα προσωπικά ο πρώτος που επιχείρησε μια αντιπαραβολή του ελληνικού κειμένου, όταν αυτό δημοσιεύτηκε το 1980, με το αντίστοιχο αγγλικό, το οποίο φυλάσσεται στα Βρετανικά Κρατικά Αρχεία.
Το παρακάτω απόσπασμα του ελληνικού κειμένου επιτρέπει να κατανοήσει κανείς τον τρόπο, με τον οποίο ο Παπάγος εκλάμβανε τα όσα είχαν συμφωνηθεί: “Διότι σκοπός μας, εις περίπτωσιν εισβολής των Γερμανών είναι να δημιουργήσωμεν κάπου έν μέτωπον προς κάλυψιν του κυρίου κορμού της Ελλάδος. Εις περίπτωσιν καθ’ ην οι Γιουγκοσλάβοι δεν μετάσχουν εις τον πόλεμον, ενδείκνυται η τοποθεσία Καϊμακτσαλάν-Έδεσσα-Αλιάκμων ποταμός, εις την οποίαν δέον να συμπτυχθώσιν αι δυνάμεις της Ανατολικής Μακεδονίας (…). Αντιθέτως, εάν η Γιουγκοσλαβία μετείχε του πολέμου κατά της Γερμανίας, ενδείκνυται η παρ’ ημίν εξασφάλισις τοποθεσίας καλυπτούσης την Θεσσαλονίκην”.¹

Ο Παπάγος επισήμανε πως σε περίπτωση εξόδου της Τουρκίας στον πόλεμο, τα ελληνικά στρατεύματα, τα οποία στάθμευαν στη Δυτική Θράκη, θα παρέμεναν επιτόπου προς υποστήριξη. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αποσύρονταν και αυτά, από κοινού με τις δυνάμεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Και συνέχισε λέγοντας: “Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ό,τι το στρατιωτικόν πρόβλημα της αντιμετωπίσεως γερμανικής εις το ελληνικόν έδαφος εισβολής επηρεάση σημαντικώς η σχετική στάσις την οποίαν θα τηρήσωσιν η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία. Το πολιτικόν τούτο δεδομένον αναγκαιοί απολύτως δια να καταρτισθή το σχετικόν σχέδιον ενεργείας”.²
Επομένως, προκύπτει σαφώς ότι για τον Παπάγο, η απόφαση απόσυρσης των στρατευμάτων του από την βορειοανατολική Ελλάδα στη γραμμή Αλιάκμονα, βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την απάντηση του Βελιγραδίου, όπως, άλλωστε, σημειώνει και ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, τα οποία κυκλοφόρησαν μετά τον πόλεμο.³
Εντελώς διαφορετική δείχνει να είναι η εντύπωση, που είχε αποκομίσει ο Eden. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των βρετανικών πρακτικών στα National Archives, ο Παπάγος φέρεται να λεέι: “Η αβέβαιη στάση των Γιουγκοσλάβων και των Τούρκων καθιστά αδύνατη την κάλυψη της Θεσσαλονίκης. Υπό τις παρούσες συνθήκες η μόνη υπερασπίσιμη γραμμή είναι αυτή του Αλιάκμονα”. Ο ίδιος ο Eden δήλωσε πως “η στάση της Γιουγκοσλαβίας καθιστά αναγκαία, από στρατιωτικής πλευράς, την οργάνωση της γραμμής Αλιάκμονα το ταχύτερο δυνατόν” και ότι “οι συνθήκες απαιτούν την άμεση απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων της Ανατολικής Μακεδονίας και την σύμπτυξή τους κατά μήκος της γραμμής Αλιάκμονα”.
Ωστόσο, στο βρετανικό κείμενο ο Eden καταγράφεται να συσχετίζει την παραπάνω άποψη, υπαγορευόμενη από αυστηρά στρατιωτικά κριτήρια, με τρεις προοπτικές, τις οποίες ο ίδιος βαπτίζει “το πολιτικό σκέλος”. Η πρώτη από αυτές κάνει λόγο “περί απόσυρσης των ελληνικών δυνάμεων προτού καν γνωστοποιηθούν οι προθέσεις της Γιουγκοσλαβίας”. Η δεύτερη προέβλεπε “την έναρξη της απόσυρσης ταυτόχρονα με τη βολιδοσκόπηση προς το Βελιγράδι”. Η τρίτη πρέσβευε “αναμονή έως ότου η Γιουγκοσλαβία τοποθετηθεί με σαφήνεια”. Πάντοτε σύμφωνα με τα βρετανικά πρακτικά, η απάντηση της ελληνικής πλευράς συγκεκριμενοποιήθηκε χάρη σε επίμονες ερωτήσεις που υπέβαλλε ο Eden κατά τη διάρκεια των συνομιλιών.
Σε ένα πρώτο στάδιο, οι δυο πλευρές συμφώνησαν να επιχειρηθεί επαφή με τον αντιβασιλέα Παύλο της Γιουγκοσλαβίας με την αποστολή ενός επιτελικού αξιωματικού στο Βελιγράδι. Αργότερα, ο Eden προτίμησε να επιδιώξει την επαφή μέσω του Βρετανού πρεσβευτή στη γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα, ούτως ώστε να ενημερωθεί για τις εκτιμήσεις του αντιβασιλέα σχετικά με τη γερμανική απειλή. Σύμφωνα, πάντοτε, με τα βρετανικά πρακτικά, επήλθε ταύτιση απόψεων και ως προς δυο άλλα σημεία: α) Άμεση λήψη μέτρων για την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Θράκη και τη Μακεδονία και τη μεταφορά τους σε μια υπερασπίσιμη γραμμή πυρός, για την περίπτωση εκείνη που η Γιουγκοσλαβία δεν προέβαλλε αντίσταση και β) Δίχως χρονοτριβή βελτιωτικές παρεμβάσεις στο ελληνικό συγκοινωνιακό δίκτυο, προκειμένου να διευκολυνθεί η προώθηση στην πρώτη γραμμή του βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Αυτά αναφέρουν, σε γενικές γραμμές, τα πρακτικά των συνομιλιών, έτσι όπως τηρήθηκαν από τη βρετανική πλευρά. Η εμπλοκή των Ελλήνων στην όλη υπόθεση παραμένει αρκετά ασαφής, εάν περιοριστεί κανείς σε αυτά.
Η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού “άμεση” αφήνει να διαφανεί πως, σύμφωνα με τη βρετανική εκδοχή, η λήψη των παραπάνω στρατιωτικών μέτρων δεν υπόκειτο στην ανταπόκριση ή μη από πλευράς Βελιγραδίου. Αντίθετα, ο Παπάγος εξακολουθούσε να υποστηρίζει πως το περιεχόμενο της απάντησης ήταν εκείνο, που θα καθόριζε κατά πόσο ο ελληνικός στρατός θα εγκατέλειπε την βορειοανατολική Μακεδονία. Ως προς αυτό, υφίστανται ακράδαντα αποδεικτικά στοιχεία.
Στις συνομιλίες της 22ας και 23ης Φεβρουαρίου συμμετείχε και ο στρατηγός Ηeywood, επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής απόστολής στην Αθήνα. Όπως ο Παπάγος, έτσι και ο Heywood είχε εγκαταστήσει το επιτελείο του στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Οι δυο αξιωματικοί βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία μεταξύ τους. Μιλούσαν, αμφότεροι, γαλλικά με χαρακτηριστική ευχέρεια και δεν ήταν λίγες οι φορές που δειπνούσαν κατ ιδίαν. Έπειτα από την αναχώρηση του Eden και της αποστολής του για την Άγκυρα, δεν περνούσε μέρα που ο Παπάγος να μη ρωτήσει τον συνάδελφό του εάν υπήρχαν νεώτερα σχετικά με την απάντηση του Βελιγραδίου. Κάθε φορά, ο Heywood απαντούσε πως δεν γνώριζε απολύτως τίποτα. Οι δυο άνδρες επιβεβαίωσαν κατηγορηματικά το είδος της στιχομυθίας αυτής σε μεταγενέστερες δημόσιες τοποθετήσεις, στις οποίες προέβησαν. Επιπρόσθετα, ο Παπάγος συμπεριέλαβε την ίδια πληροφορία και στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν μετά από το πέρας του πολέμου. Για μια ακόμη φορά, ο Heywood την επιβεβαίωσε. Επομένως, ο Έλληνας αρχιστράτηγος δεν προχώρησε σε καμία απολύτως ενέργεια απόσυρσης των στρατευμάτων του από την βορειοανατολική Ελλάδα ενόσω συνεχιζόταν η επίσκεψη του Eden στην Τουρκία και στην Κύπρο.
Παρά τις προτροπές του, ο Eden δεν έλαβε κάποια ενθάρρυνση από την πλευρά της Τουρκίας, που να του επιτρέπει να ελπίζει σε μια παρέμβαση της χώρας αυτής στον πόλεμο. Ευρισκόμενος στην Άγκυρα, υπήρξε αποδέκτης ενός εξίσου απογοητευτικού μηνύματος, προερχομένου από το Βελιγράδι, που του γνωστοποίησε ο πρεσβευτής της Γιουγκοσλαβίας στην τουρκική πρωτεύουσα. Δυστυχώς, δεν του πέρασε από το νου να εξετάσει κατά πόσο το περιεχόμενο του μηνύματος αυτού ήταν εν γνώσει της Αθήνας. Έτσι, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα στις 2 Μαρτίου, διαπίστωσε, εμβρόντητος, πως τα στρατεύματα του Παπάγου βρίσκονταν ακόμη καθηλωμένα στις θέσεις τους και πως η γραμμή Αλιάκμονα παρέμενε ανέτοιμη και ανοχύρωτη. Ο Heywood του απαρίθμησε δυο παραμέτρους, οι οποίες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, εξηγούσαν την αδράνεια από ελληνικής πλευράς: έλλειψη χρόνου και αγωνία ως προς τις παρενέργειες επάνω στο ηθικό του πληθυσμού. Δεν έκανε την παραμικρή μνεία σχετικά με την απουσία απάντησης του Βελιγραδίου, ούτε για τις καθημερινές οχλήσεις του Παπάγου προς τον ίδιο για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ακολούθησε μια στενάχωρη συνάντηση ανάμεσα στους Έλληνες και Βρετανούς ιθύνοντες, η οποία διήρκεσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας της 2ας προς 3η Μαρτίου. Αντικείμενο ήταν η αποκατάσταση της ζημιάς, που είχε προκληθεί από την καθυστέρηση. Ανταλλάχθηκαν κατηγορίες, δίχως, ωστόσο, να προκύψει κάποια αποτελεσματική λύση. Για μια ακόμη φορά τηρήθηκαν χωριστά πρακτικά. Για μια ακόμη φορά παρατηρήθηκαν αποκκλίσεις ως προς το περιεχόμενό τους. Επί παραδείγματι, η δυσαρέσκεια του Παπάγου ως προς την αδυναμία εκμαίευσης κάποιας απάντησης σχετικά με τις προθέσεις των Γιουγκοσλάβων (την οποία δείχνει να συμμερίζεται ο Heywood) δεν αναφέρεται παρά μόνο στα ελληνικά πρακτικά. Δεν γίνεται η παραμικρή σχετική μνεία στα αντίστοιχα βρετανικά.
Τη φορά αυτή, ο Έλληνας αρχιστράτηγος υποστήριξε πως ήταν πλέον αργά για μια απόσυρση των στρατευμάτων του. Η ιδέα έπρεπε να εγκαταλειφθεί, με γνώμονα τα νέα δεδομένα. Αντίθετα, μια νέα κοινή ελληνοβρετανική γραμμή άμυνας ήταν δυνατό να σχηματισθεί κατά μήκος της λεγομένης “Γραμμής Μεταξά”, των οχυρωματικών, δηλαδή, έργων, που είχαν κατασκευαστεί βορείως της Θεσσαλονίκης. Εκτιμώντας πως οι βρετανικές δυνάμεις παρασύρονταν μακρυά από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους, οι Eden και Dill απέρριψαν την πρόταση. Παρά ταύτα, οι δυο πλευρές απέφυγαν να καταλήξουν σε μια απόφαση προτού ακούσουν τις απόψεις του στρατηγού Wavell. Ο ανώτατος διοικητής του θεάτρου της Μέσης Ανατολής αφίχθηκε στην Αθήνα τις πρωϊνές ώρες της 4ης Μαρτίου. Την ίδια μέρα, έλαβαν χώρα τρεις ιδιαίτερα κρίσιμες συναντήσεις.
Ο στρατηγός Παπάγος συνέχισε να υποστηρίζει πως η στρατιωτική λογική υπαγόρευε την υπεράσπιση μιας γραμμής κατά μήκος των βορείων συνόρων. Οι δυο Βρετανοί συνάδελφοί του, Dill και Wavell, χαρακτήρισαν την επιλογή εντελώς επισφαλή με τέτοια επιμονή, κάνοντας ακόμα και τον ίδιο τον Παπάγο να αρχίσει να αμφιβάλλει γι αυτήν. Ο Eden ζήτησε να συνομιλήσει κατ ιδίαν με τον βασιλέα. Στη συνάντηση που ακολούθησε, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών διευκρίνισε πως, σε περίπτωση που ο Παπάγος εξακολουθούσε να επιμένει στις θέσεις του, ο ίδιος θα εισηγείτο την ματαίωση της αποστολής του βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα. Κατόπιν τούτου, ο Γεώργιος Β’ κάλεσε τους Κορυζή και Παπάγο και τους επiσήμανε πως ο αρχιστράτηγος έπρεπε να υποχωρήσει για λόγους υψίστης εθνικής σημασίας για τη χώρα. Αν και διαμαρτυρόμενος, ο Παπάγος ενέδωσε. Όπως θα ανέμενε κανείς, η κατ ιδίαν συνομιλία του βασιλέα με τον Eden, συμπεριλαμβάνεται μόνο στα βρετανικά πρακτικά, ενώ εκείνη με τους Κορυζή και Παπάγο μόνο στα αντίστοιχα ελληνικά.

Ο Γεώργιος Β΄ άσκησε την προεδρία των δυο πρώτων συνεδριάσεων της 4ης Μαρτίου, μόνο και μόνο προκειμένου να αποφευχθούν πισωγυρίσματα. Ο Παπάγος συνέχισε να δίνει δείγματα ηττοπάθειας σχετικά με τη γραμμή Αλιάκμονα, μόνο που αυτά καταγράφονται με διαφορετικό τρόπο στα ελληνικά και στα βρετανικά πρακτικά. Εάν κανείς πιστέψει το βρετανικό κείμενο, τα τελευταία λόγια του βασιλέα είχαν ως εξής: “Ο Στρατηγός Παπάγος, τώρα πλέον που αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους Γερμανούς, θα το πράξει με το ίδιο σθένος, ανεξάρτητα από το μέγεθος των διαθέσιμων μονάδων ή την επιλογή του τελικού επιχειρησιακού σχεδίου”. Πρόκειται για λόγια, τα οποία δεν είναι καταγεγραμμένα στα ελληνικά πρακτικά.
Στην τρίτη και τελευταία συνεδρίαση, αργά τη νύκτα της 4ης Μαρτίου – πρόκειται για τη νύκτα που έτυχε να βρεθώ ανάμεσα στους συμμετέχοντες κομίζοντας το μήνυμα προς τον στρατηγό Wavell – οι Dill και Παπάγος υπέγραψαν το τελικό κείμενο της συμφωνίας. Ας σημειωθεί πως η τελευταία αυτή συνεδρίαση είναι η μόνη από μια ολόκληρη σειρά συναντήσεων, που χρονολογούνται από τον Ιανουάριο, της οποίας τα πρακτικά συμπίπτουν λέξη προς λέξη. Μια πρόχειρη αντιπαραβολή αρκεί προκειμένου να αντιληφθεί κανείς πως το ελληνικό κείμενο δεν είναι παρά μια απλή μετάφραση του αγγλικού. Δεν ετίθετο ζήτημα ορολογίας, από τη στιγμή που το προσχέδιο, το οποίο έφερε επίσης την υπογραφή των δυο ανδρών είχε συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα.⁴
Δυο σημεία εξακολουθούν να με εκπλήσσουν σχετικά με αυτές τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις. Το πρώτο από αυτά είναι πως μέχρι την τελευταία στιγμή δεν καταβλήθηκε η παραμικρή προσπάθεια αντιπαραβολής των δυο πρακτικών, στα ελληνικά και στα αγγλικά, ούτως ώστε να μην ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας παρεξήγησης για όσα είχαν συμφωνηθεί. Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με τον στρατηγό Heywood. Ο τελευταίος λειτουργούσε ως σύνδεσμος ανάμεσα στα δυο επιτελεία. Κι όμως, ουδέποτε επιχείρησε να ενημερώσει τους Eden και Dill για την ανυπομονησία του Παπάγου σχετικά με την απάντηση του Βελιγραδίου, ή ακόμα και τον ίδιο τον Παπάγο για την πρόθεση των Eden και Dill να ενεργοποιηθεί η διαδικασία απόσυρσης των ελληνικών στρατευμάτων δίχως αναμονή και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της απάντησης των Γιουγκοσλάβων.

Οι τραγικές επιπτώσεις είναι γνωστές σε όλους και δεν χρειάζεται να τις ανακεφαλαιώσω. Να προσθέσω απλώς πως η ήττα των ελληνοβρετανικών δυνάμεων ήταν, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη σε κάθε περίπτωση. Για αμφότερους τους εμπλεκόμενους υπερίσχυσαν τελικά οι πολιτικές προτεραιότητες έναντι των αντίστοιχων στρατιωτικών. Για τους Βρετανούς υπήρχε επιτακτική ανάγκη να θέσουν τέλος σε μια ολόκληρη αλυσίδα ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων και εγγυήσεων έναντι της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας και της Ρουμανίας. Κανένα από τα κράτη αυτά δεν είχε, τελικά, καταφέρει να αποφύγει τον γερμανικό ζυγό. Από ελληνικής πλευράς, ο Γεώργιος Β΄ είχε επισημάνει προς τον Παπάγο ότι, για καθαρά πολιτικούς λόγους, ήταν επιτακτικό να επιλυθούν οι πάσης φύσεως στρατηγικές δυσκολίες για την έλευση στην Ελλάδα των βρετανικών ενισχύσεων. Διαφορετικά, “όχι μόνο οι Βρετανοί θα είναι απόντες από τον αγώνα, αλλά, επιπρόσθετα, θα προκληθεί η μήνις των τελευταίων με εξαιρετικά δυσάρεστες επιπτώσεις, γεγονός, για το οποίο υπάρχουν ήδη ενδείξεις”.
Όλοι οι θεωρητικοί του είδους, από τον Αριστοτέλη έως τον Clausewitz, συμφωνούν ότι στον πόλεμο, είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς απολύτως τις στρατιωτικές εκτιμήσεις από τις πολιτικές. Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώθηκε την άνοιξη του 1941 στα πεδία των μαχών της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης. Είναι γεγονός πως η όλη περιπέτεια επεφύλαξε για τους συμμάχους ένα άδοξο τέλος. Δεν θα ήταν, ωστόσο, άσκοπο να επιχειρήσει κανείς να αποκαταστήσει μια σειρά γεγονότων, αρχής γενομένης από την αψυχολόγητη ενέργεια του Mussolini να επιτεθεί κατά της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1940, εξαναγκάζοντας τον Hitler να αναθεωρήσει τα σχέδιά του σχετικά με την εισβολή του γερμανικού στρατού στην ΕΣΣΔ, σώζοντας, με τον τρόπο αυτό, άθελά του τη Μόσχα, ενδεχομένως δε, αλλάζοντας και τον ρου του ιδίου του πολέμου.
Greek Tragedy: The Australian Campaign in Greece & Crete 1941 (Part One)
Greek Tragedy: The Australian Campaign in Greece & Crete 1941 (Part Two)

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Apple of Discord, A survey of recent Greek politics in their international setting – 1948
Modern Greece: A Short History – 1968
The Philhellenes – 1971
Capodistria: The Founder of Greek Independence by C. M. Woodhouse London O.U.P. 1973
The Struggle for Greece – 1976
Karamanlis: The Restorer of Greek Democracy (biography) – 1982
Something Ventured (autobiography) – 1982
The Rise and Fall of the Greek Colonels – 1985
George Gemistos Plethon – The Last of the Hellenes – 1986
«Rhigas Velestinlis :The proto-Martyr of the Greek Revoloution» by C. M. Woodhouse 1995
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Το πρωτότυπο κείμενο στην αγγλική γλώσσα, αναπτύχθηκε προφορικά στο πλαίσιο των εργασιών Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου. Βλ. σχετικά, Ελληνική Επιτροπή Στρατιωτικής Ιστορίας, Διεθνές Συμπόσιο για τα 50 χρόνια από το Έπος 1940-41, Πρακτικά, Αθήνα, 1991, σελ. 42-47.
¹ Για τα ελληνικά πρακτικά της σύσκεψης της 22ας Φεβρουαρίου 1941 στα ανάκτορα του Τατοΐου, προκρίθηκε από τον διενεργήσαντα τη μετάφραση η παράθεση του πρωτοτύπου κειμένου και όχι η απόδοση στην αγγλική γλώσσα, στην οποία προσφεύγει ο συγγραφέας. Βλ. σχετικά, Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980, σελ. 102. Επίσης βλ. Αλ. Παπάγος, Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941, Αθήνα, 1945, σελ. 265.
² Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980, σελ. 102.
³ (Σημ. Μεταφρ.) Παρακάτω, στα ελληνικά πρακτικά καταγράφεται η ακόλουθη στιχομυθία:
“Ντηλ: Νομίζετε ότι επέστη η στιγμή να συμπτύξετε τας δυνάμεις Ανατολικής Μακεδονίας εις την τοποθεσία του Αλιάκμονος ποταμού;
Παπάγος: Εάν η Γιουγκοσλαβία αδρανήση, ου μόνον από στρατιωτικής απόψεως συμφέρει να γίνη το ταχύτερον αλλά και από πολιτικής τοιαύτης, ως ελέχθη ήδη, και τούτο ίνα η σύμπτυξις αύτη έχη τον μικρότερον δυνατόν αντίκτυπον εις το ηθικόν του πληθυσμού της Μακεδονίας.
Ουέιβελ: Εάν αυτήν την στιγμήν λάβωμεν τηλεγράφημα ό,τι οι Γιουγκοσλάβοι θα εξέλθωσιν εις τον πόλεμον;
Παπάγος: Τότε θα κρατήσωμεν τοποθεσία καλύπτουσαν την Θεσσαλονίκην”.
Προς το τέλος δε της σύσκεψης:
“Κατόπιν βραχείας συνομιλίας του Στρατηγού Ουέιβελ μετά του Στρατηγού Ντηλ εφάνησαν ό,τι θεωρούν την συζήτησιν περατωθείσαν.
Παπάγος: (Αποτεινόμενος προς τον Στρατηγόν Χέϋγουντ), θα ήθελα να πληροφορηθώ αν οι Στρατηγοί είναι σύμφωνοι με όσα τους εξέθεσα.
Ουέιβελ και Ντηλ: Σύμφωνοι απολύτως”.
[Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980, σελ. 104].
Η ίδια εντύπωση απορρέει και από ένα Μνημόνιο, που την ίδια μέρα συνέταξε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής και στο οποίο περιγράφεται η συνέχεια των διαπραγματεύσεων:
“Μετά την ιδιαιτέραν σύσκεψιν του κ. Αρχιστρατήγου μετά των άγγλων Στρατηγών επηκολούθησεν η τελευταία γενική τοιαύτη, καθ’ ην ο Στρατηγός Παπάγος, λαβών τον λόγον, εξέθηκε την στρατιωτικήν κατάστασιν. Ο κ. Ηντεν εδήλωσεν ακολούθως ό,τι οι άγγλοι Στρατηγοί συμφωνούν προς τας απόψεις του Στρατηγού Παπάγου, αίτινες δια την διάταξιν και θέσιν των στρατευμάτων έχουν ως προϋπόθεσιν την μη σύμπραξιν του γιουγκοσλαβικού στρατού”.
[Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980, σελ. 100].
⁴ (Σημ. Μεταφρ.) Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980, σελ. 145-146. Για τις συνομιλίες της 2ας, 3ης και 4ης Μαρτίου 1941 βλ. επίσης Αλ. Παπάγος, οπ.π., σελ. 266-268.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος