Μαριάννα Δ. Χριστοπούλου
«Ο πρωθυπουργός παραιτήθη. Ζήτω ο πρωθυπουργός!»
Ο Δημήτριος Γούναρης και η συγκρότηση μιας μεταρρυθμιστικής προσδοκίας (1902-1915)[1]
«Ο πρωθυπουργός παραιτήθη. Ζήτω ο πρωθυπουργός!».[2] Με αυτή τη φράση υποδέχτηκε ο εκδότης της εφημερίδας Ακρόπολις, Βλάσης Γαβριηλίδης την άνοδο του Δημητρίου Γούναρη στο πρωθυπουργικό αξίωμα τον Μάρτιο του 1915. Πρόκειται για παράφραση της γνωστής ρήσης «Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς!», η οποία πέρα από την τυπική ανακοίνωση της διαδοχής, ενέχει την αίσθηση της συνέχειας και τη βεβαιότητα της ομαλότητας. Υπό αυτήν την έννοια, η χρήση της παράφρασης αυτής από τον Γαβριηλίδη σήμαινε ότι ο ίδιος δεν προέβλεπε ούτε ασυνέχεια, ούτε βέβαια ρήξη αλλά μάλλον ομαλή εναλλαγή εξίσου ικανών πολιτικών ηγετών με παρόμοιο όραμα και πολιτική στοχοθεσία.
Ίσως μια τέτοια τοποθέτηση να εκπλήσσει ένα σημερινό αναγνώστη, καθώς οι δύο αυτοί άνδρες όχι μόνο αναδείχθηκαν σε σφοδρούς αντιπάλους της ελληνικής πολιτικής ζωής αλλά ταυτίστηκαν με έναν από τους βαθύτερους διχασμούς της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Στις αρχές του 1915, όμως, τα πράγματα ήταν ακόμη διαφορετικά. Ο Δ. Γούναρης και ο Ελ. Βενιζέλος παρέμεναν στη συνείδηση των πολλών ως ικανοί, αν όχι ισάξιοι, ηγέτες της αλλαγής και της πολύ αναμενόμενης, αν και ασαφώς θεωρημένης, μεταρρύθμισης.
Δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει την παρόμοια εκκίνηση της πολιτικής σταδιοδρομίας τους. Ηλικιακά ήταν σχεδόν συνομήλικοι, ο Βενιζέλος μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια, αμφότεροι ήσαν γόνοι εμπορικών οικογενειών μεσαίας κλίμακας, οι οποίοι επέλεξαν να ασχοληθούν με τη δικηγορία. Πρέπει μάλιστα να υπήρξαν και συμφοιτητές στη Νομική Αθηνών, αλλά σε διαφορετικά έτη. Ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους με αξιώσεις και επιδόθηκαν και οι δύο στη δικηγορία στα Χανιά και στην Πάτρα αντίστοιχα. Εμφανές σημείο διαφοροποίησής τους σε αυτό το πρώιμο στάδιο ήταν ότι ο Ελ. Βενιζέλος ενεπλάκη άμεσα με την πολιτική κατεβαίνοντας ως υποψήφιος στις εκλογές για την Κρητική βουλή το 1889, δύο χρόνια δηλαδή μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Αθήνα, ενώ ο Γούναρης συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό με στόχο μάλλον την ακαδημαϊκή καριέρα.
Αν αναζητήσει κανείς έναν κοινό παρονομαστή στη δράση των δύο αυτών ανδρών μέχρι να βρεθούν αντιμέτωποι στα έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου το 1910, θα κατέληγε στην ανήσυχη φύση τους. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήταν πολιτικοί του μέσου όρου. Η δράση του Ελ. Βενιζέλου ήταν βέβαια η περισσότερο εντυπωσιακή και επιτυχής ως προς τους στόχους της. Ο κρητικός πολιτικός αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της πολιτικής ζωής της Κρήτης. Συμμετείχε στην Κρητική επανάσταση (1897), αντιπροσώπευσε τους επαναστατημένους Κρητικούς στους ξένους, έλαβε σημαντικά δημόσια αξιώματα στην Κρητική Πολιτεία, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ύπατο Αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιο, ποδηγέτησε την επανάσταση στο Θέρισο (1906) και εν τέλει το 1910 εκλέχθηκε πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας.[3] Επρόκειτο για ένα ρεαλιστή πολιτικό με εθνικό όραμα και πολιτικό πρόγραμμα που εμπνεόταν κυρίως από τις αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού.[4] Η συμμετοχή του στην κατάρτιση του συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας του είχε δώσει από νωρίς τη δυνατότητα να μετατρέψει κάποιες από τις θεωρητικές αντιλήψεις του σε εφαρμόσιμες πολιτικές προτάσεις. Όταν το 1910 προσκλήθηκε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο στην Αθήνα και τελικά ανέλαβε την πρωθυπουργία το 1911, ύστερα από εκλογές, ήταν ένας πολιτικός έμπειρος και «δοκιμασμένος» στην αντιμετώπιση ιδιαίτερα σύνθετων ζητημάτων.
Αν και η πολιτική δράση του Δημήτριου Γούναρη μέχρι το 1910 ήταν πολύ πιο περιορισμένη ήταν επίσης ξεχωριστή. Ο αχαιός πολιτικός ήδη από την πρώτη του θητεία στο ελληνικό κοινοβούλιο έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να περιοριστεί σε ρόλο δευτερεύοντα ή παθητικό. Ήταν αποφασισμένος να υποστηρίξει ό,τι ο ίδιος έκρινε ορθό με ελάχιστη διάθεση ελιγμών ή παρεκκλίσεων, ακόμη και αν το σπίτι του λιθοβολούταν από εξοργισμένους συμπολίτες του, όπως έγινε δύο φορές το 1904 και 1906, λόγω των απόψεων του για το σταφιδικό και της υποστήριξης της απόφασης του Γ. Θεοτόκη για αύξηση της φορολογίας.[5]
Επρόκειτο για πολιτικό με πολλές ιδέες και θεωρητική σκέψη, μπολιασμένη από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και ειδικότερα από αυτές στη Γερμανία, όπου είχε πραγματοποιήσει το κύριο μέρος των ανώτερων σπουδών του. Η πολιτική του φιλοσοφία, μολονότι δεν διατυπώθηκε ποτέ συγκροτημένα, φαίνεται ότι αναπτυσσόταν με επίκεντρο το κράτος, στο οποίο έβλεπε τον διασφαλιστή των δικαιωμάτων του πολίτη, του πολιτεύματος, τον μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας και το μέσο της εξισορρόπησης των κοινωνικών αντιθέσεων. «παντοῦ το κράτος ὑπάρχῃ χάριν τῆς κοινωνίας, την ἀνάπτυξιν τῆς ὁποίας κατά πάντα τρόπον καλεῖται να ὑποβοηθήσῃ».[6] Το ελληνικό κράτος όμως νοσούσε βαθιά. Τούτο το είχε υποστηρίξει ήδη από το 1902, όταν παραχώρησε την πρώτη του προγραμματική συνέντευξη ως υποψήφιος βουλευτής Αχαΐας.[7] Δυσλειτουργούσε εξαιτίας των κομματικών πεδών του και κυρίως της παράδοσής του στα χέρια μιας πολιτικής και κοινωνικής ολιγαρχίας, η οποία νεμόταν τα αξιώματα και καρπωνόταν τα οφέλη από την εργασία των πολλών.[8] Είχε καταντήσει να είναι:
‘Ἕνα παμπάλαιο γέλασμα νόμων ἕνας μεσαιωνικός πύργος ἐρειπωμένος με πνεῦμα κυβερνητικόν πρωτογονικόν, με μεθόδους βίου δανεισμένας ἀπό ὅ,τι στάσιμον, ὀπισθοδρομικόν και βάρβαρον ὑπάρχει εις τον κόσμον τοῦ πολιτισμοῦ.»[9]
Πολιτικός στόχος του Δ. Γούναρη ήταν αυτό το δυσλειτουργικό, άδικο και οπισθοδρομικό κράτος να το ανακαινίσει. Ξεκίνησε να το πράττει τα πρώτα χρόνια με ενεργητική βουλευτική δράση. Αξίζει να σημειωθεί ότι χάρις κυρίως στην πίεσή του συστάθηκε επιτροπή, στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, με στόχο την εκπόνηση προτάσεων νόμων για την μετανάστευση, θέμα καίριο για την ελληνική κοινωνία και οικονομία το 1904 αλλά παραγκωνισμένο από τις μέχρι τότε κυβερνήσεις.
Η συμμετοχή του στην ομάδα των Ιαπώνων (Αύγουστος 1906 – Απρίλιος 1908) και η εννιάμηνη θητεία του ως υπουργός Οικονομικών (Ιούνιος 1908- Φεβρουάριος 1909) συνιστούν τα σημαντικότερα σημεία της πολιτικής του πορείας έως το 1915. Οι «Ιάπωνες» ήταν μια ομάδα βουλευτών θεραπόντων της τρικουπικής παράδοσης η πλειονότητα των οποίων είχαν εκλεχθεί με το θεοτοκικό κόμμα. Μαγιά της ομάδας ήταν ο Γούναρης μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, οι οποίοι σύντομα πλαισιώθηκαν από τους Εμμανουήλ Ρέπουλη, Χαράλαμπο Βοζίκη και Ανδρέα Παναγιωτόπουλο. Επικεφαλής ετέθη ο πεπειραμένος Στέφανος Δραγούμη, ο οποίος μετά την ήττα του από τον Γεώργιο Θεοτόκη στις εκλογές διαδοχής του Χαρίλαου Τρικούπη, πολιτευόταν ανεξάρτητα.[10]
Η ομάδα αυτή έχει χαρακτηριστεί ως «πρόπλασμα της ανόρθωσης»,[11] και όχι άδικα. Η κοινοβουλευτική δράση των Ιαπώνων έμοιαζε να κομίζει στην ελληνική πολιτική ζωή ένα νέο ήθος. Ο συστηματικός και επί της ουσίας έλεγχος του κυβερνητικού έργου, η προσεχτική μελέτη των προς ψήφιση νομοσχεδίων, η απαίτηση μιας «νομοθετικής και διοικητικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής»[12], η ανελέητη κριτική των κακώς κειμένων και οι γόνιμες αντιπροτάσεις τους έκαναν τη μερίδα εκείνη του Τύπου που ευαγγελιζόταν την μεταρρύθμιση και την ανόρθωση να αναφέρεται σ’ αυτούς όλο προσδοκία.
Μολαταύτα, αν και εντυπωσιακό, το προϊόν του κοινοβουλευτικού έργου των Ιαπώνων υπέφερε από μια σημαντική δυσαναλογία. Οι Ιάπωνες προσηλώθηκαν σε ένα ρόλο κατ’ εξοχήν αντιπολιτευτικό χωρίς να επιχειρούν το μεγάλο βήμα, που οι υποστηρικτές τους περίμεναν, τη συγκρότηση κόμματος με αξιώσεις διακυβέρνησης. Ακριβώς αυτή η αδυναμία οδήγησε και στον σχετικά εύκολο διεμβολισμό τους, όταν ο τότε πρωθυπουργός Θεοτόκης ζήτησε από τον Γούναρη να συμμετάσχει στην κυβέρνησή του στη θέση του παραιτηθέντος υπουργού Οικονομικών Ανάργυρου Σιμόπουλου την άνοιξη του 1908.[13]

Ο Γούναρης αποδέχτηκε την πρόκληση με στόχο να αποδείξει ότι μπορούσε να περάσει ουσιαστικότερα στη δράση και ότι οι απόψεις του ήταν εφαρμόσιμες. Δούλεψε με ζήλο για να δικαιώσει την απόφασή του. Μέσα σε έξι μήνες κατέθεσε εννέα νομοσχέδια με τα οποία στόχευε στον εκσυγχρονισμό του τομέα διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, στην πάταξη του λαθρεμπορίου και στη φορολογική μεταρρύθμιση. Επρόκειτο για σημαντική προσπάθεια, τολμηρή όμως και με μεγάλο ρίσκο, η οποία επιχειρούσε όχι μόνο να δώσει λύσεις σε παθογένειες της ελληνικής οικονομίας αλλά και να εφαρμόσει φορολογική δικαιοσύνη, ζήτημα το οποίο απασχολούσε τον Γούναρη από την αρχή της πολιτικής του καριέρας. Την περίοδο κυρίως της «ιαπωνικής» του δράσης, είχαν επαναφέρει μαζί με τον Πρωτοπαπαδάκη το ζήτημα της επιβολής φόρου εισοδήματος και της φορολογικής ελάφρυνσης των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, αντιτιθέμενοι παράλληλα στον άκρατο δασμολογικό προστατευτισμό.[14]
Μια πρώτη ενέργεια του Γούναρη, ως υπουργού Οικονομικών, ήταν να μειώσει κατά 40% τον δασμό της ζάχαρης, που ήταν προϊόν ευρείας κατανάλωσης. Αυτή η συμβολικού χαρακτήρα κίνηση ήταν δηλωτική των προθέσεών του να ελαφρύνει την φορολογία και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Παράλληλα, προχώρησε στη φορολόγηση προϊόντων «ἅτινα ἀτόπως και ἀδίκως μένουσιν ἀφορολόγητα»[15]: κυρίως τις φωτιστικές ύλες, το εισόδημα από τα ομόλογα των ανωνύμων εταιρειών και το οινόπνευμα.
Η πρόθεση εφαρμογής, ωστόσο, μιας δικαιότερης φορολογικής πολιτικής προσέκρουε στην ανάγκη των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Όσα ο Γούναρης ευαγγελιζόταν απαιτούσαν οικονομική ευελιξία και αυτή δεν υπήρχε. Η απόφασή του να φορολογήσει για λόγους εισπρακτικούς τα παράγωγα της σταφίδας και κυρίως το φωτιστικό οινόπνευμα, το οποίο χρησιμοποιούταν ευρέως από τα κατώτερα στρώματα συνιστούσαν μια ενέργεια ανάγκης αλλά ταυτόχρονα και μια στιγμή «αυτοαναίρεσης» σε σχέση με όσα είχε εξαγγείλει. Η εφημερίδα Σκριπ σχολίαζε σκωπτικά στις στήλες της:
Με την ἐλλάτωσιν τοῦ ἐπι τῆς ζακχάρεως φόρου, ἡ αὔξησις τοῦ φόρου ἐπι τοῦ λαϊκοῦ φωτισμοῦ ἀποτελεῖ αὐτοκαταδίκην πλέον τοῦ φορολογικοῦ μας συστήματος. […] Ἔρχεται και λαμβάνει δια τῆς ἑτέρας χειρός ὅ,τι ἔδωκεν δια τῆς μίας.[16]
Τα καλομελετημένα και άρτια νομοσχέδιά του για τον εκσυγχρονισμό του υπουργείου Οικονομικών και των υπηρεσιών, όσο και τα «γενναία» νομοθετήματά του για την πάταξη του λαθρεμπορίου δεν μπόρεσαν είτε να αντισταθμίσουν την απογοήτευση είτε να υπερκεράσουν τη δυναμική αντίδραση όλων όσων θίγονταν τα συμφέροντά τους, και αυτοί ήταν πολλοί. Η απροθυμία του πρωθυπουργού Θεοτόκη να υποστηρίξει τον υπουργό του, οδήγησε τον Γούναρη σε παραίτηση τον Φεβρουάριο του 1909.

Με την επιλογή συνεργασίας με το κόμμα του Θεοτόκη, το περιεχόμενο των νομοσχεδίων του και το άδοξο τέλος της θητείας του στο υπουργείο Οικονομικών ο Γούναρης απώλεσε μέρος της δημοτικότητάς του, χωρίς ωστόσο να ακυρώνεται η φήμη του προοδευτικού. Για μερίδα άλλωστε του φιλοπρόοδου Τύπου, όπως η Ακρόπολις, η παραίτηση συνιστούσε μια γενναία άρνηση συσχηματισμού με το σύστημα. Ο Γούναρης παρέμεινε, δηλαδή, ένας μεταρρυθμιστής, που προσπάθησε να εφαρμόσει ένα πρωτοπόρο πρόγραμμα αλλά η κοινωνία δεν ήταν ώριμη να το υποστηρίξει.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η αντίδραση των υποστηρικτών του, όταν λίγα χρόνια αργότερα ο Ελ. Βενιζέλος κατόρθωσε να εφαρμόσει παρόμοια μέτρα. Σχολιάζοντας για παράδειγμα την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1912, ο δημοσιογράφος Μ. Σακελλαρίου επεσήμανε ότι πολλές ιδέες είχαν αντληθεί από το ευρύ οικονομικό πρόγραμμα του 1908 με τη διαφορά ότι: «Ὁ Γούναρης ὑπῆρξε μόνον ἀτυχής. Δεν εὐτύχησε να τα ψηφίσει. Ὁ Βενιζέλος ὑπῆρξε κατα τοῦτο εὐτυχής. Είχε βοηθόν την επανάστασιν…»[17]
Για τον Γούναρη, προσωπικά, η εμπειρία της αποτυχημένης αυτής μεταρρυθμιστικής του προσπάθειας τον σημάδεψε καθώς έκτοτε πορεύτηκε με μεγάλη επιφυλακτικότητα, προσεκτική προσμέτρηση του πολιτικού κόστους και βραδύτητα κατά τη λήψη σημαντικών αποφάσεων.[18] Αν και πικράθηκε από τη στάση του Γ. Θεοτόκη, παρέμεινε στο κόμμα του. Παρά τις εκκλήσεις της Ακροπόλεως να ποδηγετήσει το ογκούμενο λαϊκό αίτημα για μεταρρύθμιση, ηγούμενος μιας «εἰρηνικῆς ἐπαναστάσεως»,[19] παρέμεινε αμέτοχος στις ραγδαίες εξελίξεις που ακολούθησαν το καλοκαίρι του 1909 και οδήγησαν τελικά τον Αύγουστο στο στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Η ηγεσία του κινήματος, που ως σημαία του είχε την μεταρρύθμιση, αποτάθηκε και στον Γούναρη για να αναλάβει τα ηνία, ο ίδιος όμως το αρνήθηκε. Είναι πολύ πιθανό η άρνηση εμπλοκής να προέκυψε όχι λόγω επιφυλακτικότητας αλλά και επειδή, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο φίλος και υποστηρικτής του Γούναρη, Αρ. Καμπάνης «δεν φανταζότανε την ἐπανάσταση στρατοκρατική. Την ἤθελε κάπως ἀλλιῶς, την εὑρῆκε κατώτερη ἀπο τα ἰδανικά του».[20]
Σε οποιαδήποτε περίπτωση με την αποχή του ο δρόμος έμεινε ανοιχτός για τον Βενιζέλο, πρωθυπουργό τότε της Κρητικής πολιτείας, ο οποίος προσκλήθηκε από το Σύνδεσμο να επαναφέρει τον τόπο στην ομαλότητα, εφαρμόζοντας παράλληλα ευρείες μεταρρυθμίσεις.[21] Αν και σύντομα ο Βενιζέλος προσέλκυσε γύρω του φιλοπρόοδα και καινούργια πρόσωπα, βρέθηκε αντιμέτωπος και με πολλούς που τον αμφισβητούσαν και ένας εξ’ αυτών ήταν ο Γούναρης.
Αρχικά, τουλάχιστον, το βαθύτερο αίτιο της αμφισβήτησης του Βενιζέλου από τον Γούναρη δεν ήταν ιδεολογικής υφής. Ο αχαιός πολιτικός δεν τον ακολούθησε, επειδή δεν πίστεψε ότι θα κατόρθωνε να επιτύχει όλα όσα τα παλαιά κόμματα και ο ίδιος, είχαν αποτύχει να κάνουν. Όπως ανέφερε σε ιδιωτική επιστολή του αν κάτι τον σκανδάλιζε ήταν η «ἀναίδεια» του Βενιζέλου, που συγκέντρωσε στο πρόγραμμά του «εἰς μίαν και μόνη ὁμολογίαν πᾶν ὅ, τι ἀπετέλεσε το ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνος τῶν καταδικαζόμενων κομμάτων ἐπι τόσα ἔτη», χωρίς να αναφέρει το αίτιο της αποτυχίας και τον τρόπο που: «θα το ἄρῃ ἀπό την πολιτικη μηχανή. Δι’ αὐτό οὐδέ λέξιν. Ἠρκέσθη ὡς θαυματοποιός να ὑποσχεθῇ τα πάντα».[22]
Όντας, επίσης, βαθύτατα ενοχλημένος από την πλήρη απαξίωση των παλαιών κομμάτων μέρος των οποίων, έστω και «έκκεντρο», υπήρξε και ο ίδιος, ο Γούναρης παρέμεινε ένα τα μαχητικότερα και εργατικότερα στελέχη του σχηματιζόμενου αντιβενιζελικού στρατοπέδου. Έως τις εκλογές του Αυγούστου του 1910 για τη σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, ο Δ. Γούναρης εργάστηκε στην επιτροπή του θεοτοκικού κόμματος σχετικά με τα αναθεωρητέα άρθρα του Συντάγματος και συγκρούστηκε με τον συνάδελφό του Δ. Βοκοτόπουλο, όταν ο τελευταίος πρότεινε να συμπεριληφθεί διάταξη για την περιστολή των ελευθεριών του Τύπου.[23] Συμμετείχε παράλληλα και στον κοινοβουλευτικό διάλογο κατά την ψήφιση διάφορων νομοσχεδίων. Αν και οι προωθημένες σκέψεις του για τη μεταρρύθμιση στη διοίκηση δεν εισακούστηκαν, [24] όπως και εκείνες για τη διανομή γης στους ακτήμονες της Θεσσαλίας,[25] οι παρεμβάσεις του απηχούσαν το “ιαπωνικό” παρελθόν του, φυλάσσοντας γι’ αυτόν μια ξεχωριστή θέση στον χώρο των παλαιών κομμάτων.
Για τις εκλογές του Αυγούστου 1910, ο Γούναρης αναγνώρισε ότι το εκλογικό κλίμα ήταν «νεοανδρικόν»,[26] όμως δεν κατέβηκε ως ανεξάρτητος. Σύμφωνος με τη συνεργασία με το κόμμα του Δ. Ράλλη και του Γ. Θεοτόκη, συνασπίστηκε με τους βασικούς κομματάρχες της Πάτρας στο κοινό ψηφοδέλτιο των Ηνωμένων Κομμάτων. Προσηλώθηκε στον συνασπισμό, αλλά ταυτόχρονα διεκδικούσε τη νεωτερικότητα. Η απόφασή του, ωστόσο, να μη συμμετάσχει, όπως και η πλειονότητα των αντιβενιζελικών, στις εκλογές που προκηρύχτηκαν για τη σύγκληση δεύτερης αναθεωρητικής βουλής στις 28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 1910, του στέρησε τη δυνατότητα να διατυπώσει συγκροτημένα τις απόψεις του και να προωθήσει μια προοδευτική πολιτική..
Γενικότερα την περίοδο που οι φιλελεύθεροι αναθεωρούσαν το σύνταγμα και ο Βενιζέλος προχωρούσε σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο διενεργούνταν έντονες κομματικές ζυμώσεις. Στο διάσελο μιας νέας πολιτικής εποχής ο Δ. Γούναρης βρέθηκε μπροστά σε δύο δρόμους, είτε της διεκδίκησης της αρχηγίας στο θεοτοκικό κόμμα, είτε της δημιουργίας ενός νέου.[27] Για κανένα, όμως, δεν έκρινε τις συνθήκες κατάλληλες, ιδιαίτερα όσο αφορούσε στη συγκρότηση νέου κόμματος. Ο ίδιος ενδιαφερόταν να συγκροτήσει ένα κόμμα αρχών, όμως σύμφωνα με δηλώσεις του στις αρχές του 1912, η γένεση κομμάτων αρχών προϋπέθετε συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, όπως η ύπαρξη λαϊκών εκλογικών ομάδων, που θα καθόριζαν «τους ἱκανούς να ἐκπροσωπίσωσι τας λαϊκάς ἀνάγκας και να προασπίσωσι τα λαϊκά συμφέροντα».[28] Εφόσον στην χώρα δεν υπήρχε μεγάλη βιομηχανία, άρα και μεγάλες εργατικές ενώσεις, τέτοιες ομάδες δεν μπορούσαν ακόμη να συγκροτηθούν.
Αντίστοιχα έκρινε, κάπως περιοριστικά, ανούσιο τον σχηματισμό αγροτικού κόμματος, καθώς κανείς δεν ήταν αντίθετος με τη «φυσική επίλυση» του ζητήματος στη Θεσσαλία. Τέλος, όσον αφορούσε στο πολίτευμα, ο Γούναρης υποστήριζε ότι ο βασιλικός θεσμός δεν αμφισβητούταν από πολιτικούς, οπαδούς της αβασιλεύτου δημοκρατίας, κατά συνέπεια ούτε κόμμα με βασική αρχή την αλλαγή του πολιτεύματος μπορούσε να συγκροτηθεί.. Με άλλα λόγια, εφόσον στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας του 1911-1912 «εις τα θεμελιώδη ὑπάρχῃ συμφωνία», εξέλιπε αιτία δημιουργίας ενός νέου κόμματος αρχών. Τα υπάρχοντα κόμματα όφειλαν να αμιλλώνται στην επιβολή των καλύτερων μέτρων για τη βελτίωση της παιδείας, του στρατού, της δικαιοσύνης, της συγκοινωνίας και των οικονομικών.[29]

Με τις παρατηρήσεις του παραδεχόταν έμμεσα ότι για τη σύγκρουση με τον Βενιζέλο θα στεκόταν κυρίως σε ελάσσονα σημεία και όχι σε ιδεολογικά προτάγματα. Όμως ακόμη και έτσι, στις αρχές του 1912, ο Γούναρης δεν φαίνεται να είχε κατασταλάξει στο περιεχόμενο της αντιπρότασής του. Προτίμησε να κατέβει στις εκλογές του Μαρτίου του 1912 ως ανεξάρτητος και να αποφασίσει ανάλογα και με τα εκλογικά αποτελέσματα για την κατοπινή του πορεία, η οποία θα ήταν αντιβενιζελική.[30] Το βασικό του πρόβλημα ήταν ωστόσο ότι το νομοθετικό έργο των Φιλελευθέρων έμοιαζε να “αποψιλώνει” τους παλαιούς από τις νεωτερικές τους ιδέες και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γούναρης επέμενε να διεκδικεί την πατρότητά τους.
Σε ομιλία του στο Διακοφτό τον Μάρτιο του 1912 υπογράμμισε ότι οι επικρατούσες «ἀνακαινιστικαὶ ἰδέαι» δεν συνιστούσαν έργο της επανάστασης του 1909, αλλά προϊόν σποράς παλαιότερων πολιτικών ανδρών, οι οποίοι θα έμεναν άγνωστοι στον λαό. «Ἡ ἐπελθοῦσα ἐπανάστασις ἔφερεν εἰς την ἐπιφάνειαν τας ἰδέας ταύτας. Ὁ σπόρος ἐβλάστησε». Δίκαια διεκδίκησε έπειτα μια θέση μεταξύ των συνετών σπορέων του έθνους σχολιάζοντας, ωστόσο, ότι ο λαός όφειλε να έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να μην αναζητά μεσσίες: «Τα πάντα ἀπό τον λαόν ἐξαρτῶνται και αὐτός ὁ λαός εἶνε ὁ Μεσσίας, αὐτός ἔχει την δύναμιν τῆς δημιουργίας».[31] Ο υπαινιγμός για τον Ελ. Βενιζέλο ήταν προφανής.
Η παταγώδης αποτυχία των αντιβενιζελικών στις εκλογές του Μαρτίου του 1912 δικαίωσαν τις ανησυχίες πολλών για την αδυναμία των παλαιών κομμάτων να ανακτήσουν τα ερείσματά τους στο εκλογικό σώμα. Ερμηνεύοντας το εκλογικό αποτέλεσμα ο Δ. Γούναρης παραδέχτηκε ότι ο λαός αφαίρεσε από τον αγώνα της αντιπολίτευσης «την προς ἄμεσον κατάληψιν τῆς ἀρχῆς ἔφεσιν», ενώ όσο αφορούσε την κυβέρνηση της κατέδειξε ότι επιθυμεί να τελεί υπό τον έλεγχο του κοινοβουλίου.[32] Έντιμα τέλος αναγνώρισε ότι ο λαός με την ψήφο του χάραξε την «ὁριστικήν κατεύθυνσιν τῆς θετικῆς ἐργασίας τοῦ μέλλοντος». Η Ἀκρόπολις ανακουφισμένη από την ώριμη αυτή προσέγγιση, του αφιέρωσε πρωτοσέλιδο άρθρο με τον τίτλο «Αὐτός εἶναι». Εκεί ο Γαβριηλίδης, ελπίζοντας ενδεχομένως στην ανασύσταση του δικομματισμού υπό ικανές ηγεσίες, υποστήριξε ότι ο Δ. Γούναρης «ἀνευρέθη» και ότι εμπνεόταν εξ ολοκλήρου από «νεοϊδεατισμὸ», προβλέποντας αισιόδοξα: «Εὐτυχής ἡ Ἑλλάς που θα κυβερνᾶται ἀλληλοδιαδόχως ἀπό Βενιζέλον και ἀπό Γούναρην. Ἀπό Γούναρην καὶ Βενιζέλον».[33]
Έκτοτε και μέχρι το 1915, ο Γούναρης παρέμεινε μια μαχητική προσωπικότητα της αντιβενιζελικής παράταξης. Πορεύτηκε την αντιπολιτευτική οδό με τον τρόπο που είχε κάνει ως «Ιάπων», δηλαδή με την εξονυχιστική μελέτη των νομοσχεδίων και την ανάδειξη σημείων προς βελτίωση. Δεν έλειψαν όμως και οι δημιουργικότερες παρεμβάσεις, όπως οι προτάσεις που διατύπωσε εκ νέου υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού του 1914. Με αφορμή τον τρόπο διάθεσης των κρατικών δαπανών, υποστήριξε την ανάγκη εισαγωγής διοικητικού συστήματος «ἐπιτρέπον[τος] να γεννηθῶσι αὐτοδιοικούμενοι κύκλοι με ζωήν πραγματικήν» και χορήγησης στους πολίτες της δυνατότητας να μπορούν να «ἐνεργήσωσιν ἰδίᾳ βουλήσει και ἐξ ἰδίων μέσων προς ἱκανοποιήσιν αὐτῶν».[34] Με αυτόν τον τρόπο η ευπείθεια στους νόμους και το ενδιαφέρον για το κοινό καλό δεν θα ήταν προϊόν κρατικής επιβολής αλλά επιλογής των πολιτών. Πέρα από την “πολιτική διαπαιδαγώγηση”, θα διευκολυνόταν και το έργο του κράτους, είτε για τη φορολογία, είτε για την κατανομή των δαπανών.
Γνωστότερη παρέμεινε, ωστόσο, η ομιλία του Δ. Γούναρη για το δικαίωμα της απεργίας, την οποία εκφώνησε στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1914. Η κοινοβουλευτική συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή την κατάθεση νομοσχεδίου που περιόριζε το δικαίωμα των υπαλλήλων και των εργατών των τροχιοδρόμων και των σιδηροδρόμων να προβαίνουν σε απεργία, προβλέποντας τη δυνατότητα της κυβέρνησης να τους επιστρατεύσει. Ο Δ. Γούναρης δεν αντιτάχθηκε στην ουσία του νομοσχεδίου. Αναγνώρισε ότι «κοινωνική ἀνάγκη ὑπερτάτη, ὅρος ὑπάρξεως ἵσως τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἐπιβάλλει να χορηγηθῇ ἡ ἐξουσία αὕτη»,[35] δηλαδή το δικαίωμα περιορισμού της απεργίας από την εκτελεστική εξουσία, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, τον «ἐξαιρετικόν» του χαρακτήρα και την ανάγκη να διασφαλίζονται από το κράτος τα συμφέροντα των εργατών.

Στην εκτενή ομιλία του, ο Γούναρης υπογράμμισε ότι η σύγκρουση του κεφαλαίου και των εργατών για τη διεκδίκηση της «μείζονος ἀξίας», δηλαδή του κέρδους ήταν «φυσική κατάστασις τῶν πραγμάτων» στην κοινωνία[36] και στάθηκε αρκετά στο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Όπως ανέφερε, εφόσον το κράτος αποφάσιζε να θίξει το αγαθό της απεργίας, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αποζημιώσει τον εργάτη, όπως έκανε όταν έθιγε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, και να μην τον αφήσει έκθετο στους κεφαλαιούχους. Έκρινε εσφαλμένη την αντίληψη ότι, όταν το αποτέλεσμα της παύσης της εργασίας εκ μέρους των εργατών ήταν επιζήμιο για την επιχείρηση, θα έπρεπε να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας, υποδεικνύοντας ότι δεν υπήρχε μέριμνα για το αντίστροφο, δηλαδή για τον εργάτη, όταν ο εργοδότης αποφάσιζε να παύσει την επιχείρηση. Τέλος υποστήριξε το δικαίωμα στη συλλογική απεργία.[37]
Οι απόψεις του Δ. Γούναρη για το εργατικό ζήτημα χαρακτηρίζονταν από φιλεργατικό πνεύμα και συνιστούσαν συνέχεια των προγραμματικών του δηλώσεων το 1902 στην Ἀκρόπολη για τη σημασία της προστασίας των εργατών, του «σημαντικοτέρου κεφαλαίου» του τόπου.[38] Ήταν επίσης σύντονες με τις προτάσεις του 1906 για την οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα για την καλύτερη προάσπιση των δικαιωμάτων τους. [39] Προϊόν εμβριθούς μελέτης και γνώσης των ευρωπαϊκών τάσεων, οι αντιλήψεις αυτές δεν προϋπέθεταν, ωστόσο, και μη ταύτισή του, συνολικά, με τον αστικό πολιτικό χώρο. Αποδέχτηκε, άλλωστε, τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας για «ἐξαίρετες» περιστάσεις. Το σημαντικότερο ωστόσο ήταν ότι οι απόψεις αυτές τον έφερναν πιο κοντά στις αντίστοιχες του Ελ. Βενιζέλου, παρά σε εκείνες των αντιβενιζελικών συναδέλφων του, η πλειονότητα των οποίων αντιτάχθηκε επί της ουσίας στο δικαίωμα της απεργίας.[40]
Απέναντι σε ένα τέτοιο κοινοβουλευτικό παρελθόν δεν ήταν παράλογος ο πανηγυρισμός του Γαβριηλίδη για τη «διαδοχή» του Βενιζέλου από τον Γούναρη τον Μάρτιο του 1915. Δεν ήταν ο μοναδικός. Σημαντική μερίδα των Βενιζέλικων έδειξαν θετική προαίρεση για τον αχαιό πολιτικό, ο οποίος «παρέσχε κάποτε δείγματα μεταρρυθμιστικοῦ και ἀναμορφωτικοῦ πνεύματος».[41] Η θετική προαίρεση και η αγαθή προσδοκία δεν έμελλε βέβαια να συντηρηθεί για πολύ. Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος αποστέρησε τη δυνατότητα να σταθούν οι δύο άνδρες δημιουργικά αντιμέτωποι για ζητήματα εσωτερικής πολιτικής και μεταρρύθμισης. Αντίθετα, το ζήτημα της επιλογής στρατοπέδου μεταξύ των δύο εμπόλεμων συνασπισμών, απετέλεσε την αφορμή για να αναδειχθούν με οξύτητα οι αντιθέσεις, οι αποκλίσεις αλλά και τα όρια των δυνατοτήτων τους.


Υποσημειώσεις
[1]Θα ήθελα να ευχαριστήσω τις καθηγήτριες Λύδα Παπαστεφανάκη και Άννα Μαχαιρά που τον Νοέμβριο του 2015 μου έδωσαν τη δυνατότητα να παρουσιάσω τις σκέψεις μου πάνω σε αυτό το θέμα στον κύκλο διαλέξεων Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του τομέα Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
[2]Ακρόπολις, 24 Φεβρουαρίου 1915.
[3]Για τη ζωή και τη δράση του Ελ. Βενιζέλου μέχρι το 1910 βλ. ειδικότερα Λιλή Μακράκη, Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910 Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001 και της ιδίας το συντομότερο “Venizelos’ early life and political carrier in Crete 1864-1910” στο Paschalis Kitromilidis (επιμ.), Eleftherios Venizelos The Trials of Statesmanship, Edinburgh University Press, Edinburgh 2006, σ. 37-83.
[4]Νικόλαος Παπαδάκης, «Ανιχνεύοντας την ιδεολογική ταυτότητα του Βενιζέλου» Ελευθέριος Βενιζέλος Η διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης του, ιδεολογικές αφετηρίες και επιρροές. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2014, σ. 15-19. Βλ. επίσης στον ίδιο τόμο το Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Ο φιλελευθερισμός του Βενιζέλου: στοχοθεσία και πολιτική πράξη, 1910-1916», σ. 143-169.
[5]Βλ. ειδικότερα, Μαριάννα Δ. Χριστοπούλου, Δημήτριος Γούναρης, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2017, σ. 43.
[6]Ακρόπολις, 12 Νοεμβρίου 1902.
[7]Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 11, 12, 13 Νοεμβρίου 1902.
[8]Ό.π.,
[9]Απόσπασμα από την ομιλία του Γούναρη στις 23 Απριλίου 1907. Διονύσιος Αλικανιώτης, Δημήτριος Γούναρης, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1983,σ. 82.
[10]Ειδικότερα για την ιστορία αυτής της ομάδας βλ. Nanako Sawayanagi, The team of the Japanese, A concept and Politics of Reform in Greece (1906-1908), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, New York University 2009.
[11]Θανάσης Διαμαντόπουλος, Οι πολιτικές δυνάμεις της βενιζελικής περιόδου, τ. 1: Ο Βενιζελισμός, τχ. 1: Ο Βενιζελισμός της ανόρθωσης, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 26-28.
[12]Πατρίς, 26 Ιουνίου 1908.
[13]Χριστοπούλου, Δημήτριος Γούναρης, σ. 84-89.
[14]Νεολόγος Πατρών, 6 Δεκεμβρίου 1906.
[15]Εφημερίδα Συζητήσεων της Βουλής, Παράρτημα της Γ´ Συνόδου, της 18ης βουλευτικής περιόδου, Αιτιολογική έκθεσις του νομοσχεδίου περί οργανώσεως της κεντρικής υπηρεσίας του Υπ. Οικονομικών, 17 Νοεμβρίου 1908, σ. 48. [Στο εξής ΕΣΒ].
[16]Σκριπ, 4 Δεκεμβρίου 1908.
[17]Κραυγή του εκπνέοντος Ελληνισμού, 19 Φεβρουαρίου 1912.
[18]Mark Mazower, “The Messiah and the Bourgeoisie: Venizelos and Politics in Greece, 1909-1912”, The Historical Journal, 35.4(Δεκ. 1992), σ. 894.
[19]Ακρόπολις, 16 Φεβρουαρίου 1909.
[20]Άρθρο του Αρ. Καμπάνη για τον Δ. Γούναρη στο Νουμάς, 7 Μαρτίου 1915, τ. 13, σ. 109-110.
[21]Για το μεταρρυθμιστικό έργο του Βενιζέλου βλ. ενδεικτικά Γιώργος Μαυρογορδάτος- Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988.
[22]Δ. Γούναρης προς Γ. Μπαλτατζή, 15 Νοεμβρίου 1910, ΙΑΜΜ, Αρχείο Γ. Μπαλτατζή, αρ. εισ. 399, φάκ.: Αλληλογραφία 1910.
[23]Νικόλαος Λεβίδης, Σημειώσεις και Απομνημονεύματα (χειρόγρ. αδημοσίευτο), επεξεργασία – μεταγραφή: Ζωή Χρ. Εξάρχου, Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», τ. 10, σ. 3415.
[24]Gunar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, τ. 2, σ. 772-773.
[25]Ιωάννης Μάλλωσης, Η πολιτική ιστορία του Δημητρίου Π. Γούναρη, τ. 1, 1902-1920, Νέα Εποχή, Αθήνα 1926, σ. 215-217.
[26]Αρίστος Καμπάνης, Ο Δημήτριος Γούναρης και η ελληνική κρίσις των ετών 1918-1922, Πυρσός, Αθήνα 1946, σ. 50.
[27]Αναλυτικότερα βλ. Χριστοπούλου, Δημήτριος Γούναρης, σ. 118-124.
[28]Νεολόγος Πατρών, 3 Ιανουαρίου 1912.
[29]Ακρόπολις, 17 Μαρτίου 1912.
[30]Καιροί, 29 Δεκεμβρίου 1912.
[31]Νεολόγος Πατρών, 5 Μαρτίου 1912.
[32]Νεολόγος Πατρών, 19 Μαρτίου 1912.
[33]Ακρόπολις, 20 Μαρτίου 1912.
[34]Μάλλωσης, Η πολιτική ιστορία του Δημητρίου Π. Γούναρη, ό.π., σ. 291-292.
[35]ΕΦΣΒ, Συνεδρίαση 14, 30 Σεπτεμβρίου 1914,, ό.π., σ. 287.
[36]ΕΦΣΒ, Συνεδρίαση 14, 30 Σεπτεμβρίου 1914, ό.π., σ. 286.
[37]Βλ. ειδικότερα, Χριστοπούλου, Δημήτριος Γούναρης, σ. 136-138.
[38]Ακρόπολις, 14 Νοεμβρίου 1902.
[39]Παναγιώτης Νούτσος (επιμ.), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 έως το 1974, τ. 1, Γνώση, Αθήνα 1990, σ. 86.
[40]Χριστοπούλου, Δ. Γούναρης, σ. 136.
[41]23 Φεβρουαρίου 1915, Ημερολόγιο 1914-1915, σ. 97, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Γ. Μελά, φάκ. 1.1. Παρόμοια εκφράστηκε στον Ελ. Βενιζέλο και ο στρατηγός Π. Δαγκλής. Βλ. Π. Γ. Δαγκλής, Αναμνήσεις- Έγγραφα-Αλληλογραφία- το Αρχείον του, Ξ. Λευκοπαρίδης (επιμ.), τ. 2, Αθήνα 1965, σ. 128-129. Βλ. επίσης Εστία, 24 Φεβρουαρίου 1915 και Έθνος, 24 Φεβρουαρίου 1915, το οποίο επισήμανε ότι η επιλογή του Δ. Γούναρη «ἐνεποίησεν ἀγαθὴν ἐντύπωσιν».