Λυκούργος Κουρκουβέλας
Πολεμώντας τον κομμουνισμό. Ο Raymond Aron και ο Ψυχρός Πόλεμος
Ο Raymond Aron (1905-1983) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους διανοούμενους κατά την ψυχροπολεμική περίοδο. Επρόκειτο για μια εποχή, ιδίως οι πρώτες δύο δεκαετίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που η διανοητική ζωή της Γαλλίας βρέθηκε στο επίκεντρο της διεθνούς ζωής εξαιτίας δύο συναφών εξελίξεων: α) της διάχυσης των ιδεών του λεγόμενου Υπαρξισμού ως διακριτού διανοητικού και καλλιτεχνικού ρεύματος και β) της ιδεολογικής διαμάχης πάνω στα κύρια διακυβεύματα του Ψυχρού Πολέμου. Ο διανοούμενος που βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων αυτών και, σε μεγάλο βαθμό, καθόρισε το δημόσιο διάλογο ήταν ο Jean-Paul Sartre, ο οποίος, αποτέλεσε το κύριο αντίπαλο δέος για τον Raymond Aron. H φιλία τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η ευρύτερη κοινή πνευματική τους πορεία μέχρι περίπου το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η μετέπειτα ρήξη τους έθεσαν το πλαίσιο της μεταξύ τους διανοητικής διαμάχης.[i] Πρέπει εξ αρχής να τονιστεί ότι ο ρόλος του Sartre ως προς το έργο του Aron αφορά κυρίως την ιδεολογική σύγκρουση με αφορμή τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ και όχι την ευρύτερη πνευματική παραγωγή του, η οποία υπήρξε πολυσχιδής και κινήθηκε σε ποικίλα πεδία: κοινωνιολογία, πολιτική φιλοσοφία, θεωρία των διεθνών σχέσεων, σχολιασμός των «συγκυριακών» εξελίξεων της εγχώριας γαλλικής και διεθνούς πολιτικής μέσα από τις στήλες των εφημερίδων Le Figaro και L’ Express.

Όπως έχουν καταδείξει σύγχρονες μελέτες η δημόσια πνευματική παρουσία του Aron στους τομείς αυτούς είχε ως αποτέλεσμα την προσωπική σχέση ή/και διανοητική συνομιλία του με πλειάδα διανοούμενων της μεταπολεμικής εποχής, όπως ήταν ο Carl Schmitt, η Hannah Arendt, ο Maurice Merleau-Ponty, o Friedrich Hayek, o Arthur Koestler, o Herbert Marcuse αλλά και πολιτικών όπως ο Henry Kissinger, o Walter Rostow, o Robert McNamara, o Charles De Gaulle και ο Valéry Giscard d’ Estaing.[ii] Στόχος του κειμένου είναι να αναλύσει και αναδείξει τις κύριες πτυχές της σκέψης του Aron στην προοπτική της ψυχροπολεμικής διαμάχης, προτείνοντας ταυτόχρονα μία ερμηνεία ως προς τη φύση του φιλελευθερισμού του Aron στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς και να συζητήσει τις συναφείς αντιλήψεις του ως προς τη διεθνή πολιτική της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Α. Η Πολιτική σκέψη του Aron στον Ψυχρό Πόλεμο
1) Η ανθρωπολογία του Aron: Ιστορία και Τραγωδία
Ευρύτερο πλαίσιο της ανάλυσής μας για την πληρέστερη κατανόηση της σκέψης και του ρόλου του Aron στον Ψυχρό Πόλεμο θα αποτελέσει η ευρύτερη κοσμοθεώρησή του και η συγκρότηση του αξιακού του συστήματος. Πάνω από όλα, το έργο του Aron είναι εξόχως πολιτικό και είχε ως εφαλτήριό του την άνοδο του Ναζισμού, της οποίας ο Aron είχε προσωπική εμπειρία, καθώς έζησε στη Γερμανία την περίοδο 1930-1933, πρώτα στην Κολωνία και έπειτα στο Βερολίνο. Η εμπειρία αυτή υπήρξε καθοριστική για τη συγκρότηση της πολιτικής του συνείδησης, που έλαβε έναν πεσιμιστικό, ενίοτε τραγικό χαρακτήρα, ο οποίος διαμορφώθηκε και από τη μεγάλη επίδραση που του άσκησε, ήδη από τη δεκαετία του 1930, το έργο του Max Weber. Κατά τον Aron ο άνθρωπος είναι οντολογικά ατελής, χωρίς τη δυνατότητα κάποιας μελλοντικής «τελείωσης», και χαρακτηρίζεται, ψυχολογικά και κοινωνικά, από τη συνύπαρξη αντιφάσεων, αντινομιών και, πάνω από όλα, παθών που συχνά τον οδηγούν στην καταστροφή. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη ιστορία και πολιτική είναι, κυρίως, ένα πεδίο συγκρούσεων, στο οποίο πάθη όπως η ισχύς, η φιλαυτία, η απληστία και η κυριαρχία καθορίζουν το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Πέρα από τον Max Weber, από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ο Μακιαβέλλι και ο Θουκυδίδης θα αποτελέσουν καίριο «συμπλήρωμα» των κοσμοθεωρητικών τοποθετήσεων του Aron. Ο Μακιαβέλλι αποτέλεσε τον κύριο συνομιλητή του για τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης φιλελεύθερης πολιτικής θεώρησης κατά τη μεταπολεμική εποχή, ενώ ο Θουκυδίδης ήταν το πρότυπο για να γράψει μια πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα, την οποία όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Αυτή η πεσιμιστική θέαση της ανθρώπινης φύσης και ιστορίας αποτέλεσε το υπόβαθρο της πολιτικής σκέψης του Aron, του φιλελευθερισμού του «φόβου», όπως τον έχει χαρακτηρίσει η Judith Shklar.[iii]
Το κύριο πολιτικό διακύβευμα στην οπτική αυτή ήταν η κοινωνική και πολιτική ασφάλεια και οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις αντί για τις μεγαλόπνοες και ριζοσπαστικές ή/και επαναστατικές ρήξεις. Αντιθέτως, όπως θα δούμε στην περίπτωση του κομμουνισμού, ο ριζοσπαστισμός και η ακραία του μορφή, η επανάσταση, ενείχε το σπέρμα της τραγικής καταστροφής. Η έννοια του τραγικού σχετίζεται με την απόσταση μεταξύ των κινήτρων και της «καλής θέλησης» από τη μια πλευρά και του καταστροφικού αποτελέσματος από την άλλη. Αυτό το πλαίσιο του οντολογικού πεσιμισμού του Aron συμπληρωνόταν από αντίστοιχη γνωσιοθεωρητική προοπτική: αβεβαιότητα περί της αλήθειας και της πολιτικής γνώσης, αδυνατότητα πρόβλεψης της ανθρώπινης πράξης και αδυναμία ορθολογικής θεμελίωσης της πολιτικής.[iv] Η επίδραση του Weber ήταν εμφανής: η κοινωνικοπολιτική κατάσταση του ανθρώπου εδράζεται στις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, που είναι ιστορικά προσδιορισμένες, και όχι στον αφηρημένο και οικουμενικό Λόγο. Από τη στιγμή που η πολιτική γνώση είναι μερική και αποσπασματική, είναι αδύνατο να υπάρξει μια «επιστημονική» θεώρηση της Ιστορίας, άρα και η δυνατότητα πρόβλεψης των ανθρώπινων πραγμάτων. Στην ίδια προοπτική, είναι λανθασμένη η επιστημολογική προσέγγιση κατανόησης της ανθρώπινης κοινωνίας με αναγωγή, όπως έκαναν οι μαρξιστές στην οικονομία, σε έναν μόνο παράγοντα της ανθρώπινης ζωής. Κάθε τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας (οικονομία, πολιτική, κουλτούρα κτλ.) ανταποκρίνεται σε ποικίλα κανονιστικά πλαίσια, ενέχει διαφορετικούς ρυθμούς αλλαγής και ρυθμίζεται από διακριτές, ακόμα και αντιφατικές, αξιακές αρχές. Γι’ αυτό, η προσέγγιση της κοινωνίας ως μιας ενοποιημένης και αδιαφοροποίητης ολότητας, που χαρακτηρίζεται από μία μόνο οπτική (π.χ. παραγωγικές σχέσεις, οικονομία της αγοράς, επιστήμη, τεχνολογία) αποτυγχάνει να λάβει υπόψη της τον πλουραλισμό, που βρίσκεται στον πυρήνα των κοινωνιών στην εποχή της νεοτερικότητας. Η γνωσιοθεωρητική προτεραιότητα που δίνει ο Aron στις αξίες έναντι του Λόγου μεταφέρεται και στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής: οι κοινωνίες δεν οργανώνονται βάσει του ορθολογισμού αλλά μέσω του ανταγωνισμού και ενίοτε της σύγκρουσης των αξιών.

Επειδή οι αξίες λαμβάνουν οντολογικό χαρακτήρα στη σκέψη του Aron, ο πλουραλισμός των αξιών αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών. Συνεπώς, το θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι η αποδοχή του αξιακού πλουραλισμού, με άλλα λόγια, η ανεκτικότητα στις ποικίλες αξίες που συνυπάρχουν μέσα σε μια κοινωνία και στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Επιπροσθέτως, ο Aron αποδέχεται πλήρως τη διάκριση που είχε προτείνει ο Max Weber περί ηθικής της ευθύνης και ηθικής της πεποίθησης.[v] Ο ίδιος, τουλάχιστον ως προς την πολιτική, τασσόταν αναφανδόν υπέρ της ηθικής της ευθύνης, καθώς θεωρούσε ότι μια ηθική που έδινε σημασία μόνο στις αξίες, χωρίς την προσπάθεια αναστοχασμού πάνω στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του πολιτικού πράττειν, κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε σε τραγικά και καταστροφικά αποτελέσματα. Λόγω, όμως, του ότι ο πολιτικός είναι, γνωσιολογικά, αδύνατο να προβλέψει με ακρίβεια όχι μόνο τις συνέπειες των πράξεών του αλλά και να κατανοήσει με πληρότητα το νόημά τους, το πολιτικό πράττειν είναι ατελές και αποσπασματικό.[vi]
Ο πεσιμισμός και ο τραγικός χαρακτήρας της ανθρώπινης κατάστασης, και της πολιτικής ιδιαίτερα, δεν οδήγησε τον Aron στον μηδενισμό, με την έννοια της αδυνατότητας έλλογης οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα σε πιθανώς ανεκτά και ειρηνικά πλαίσια. Αυτό που είναι καίριο ήταν ότι υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο οι ανθρώπινες κοινωνίες να οδηγηθούν στην καταστροφή εξαιτίας ενδογενών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από πάθη αλλά και από τη δυνατότητα, έστω και μερικής, τιθάσευσής τους μέσω του Λόγου. Στη σκέψη του Aron υπάρχει και μία καντιανή πλευρά, παρακαταθήκη της εντατική ενασχόλησής του με τον Γερμανό φιλόσοφο κατά τη δεκαετία του 1930. Όμως, η επίδραση του Καντ δεν πρέπει να υπερτιμηθεί: το άλογο στοιχείο στον άνθρωπο είναι αυτό που υπογραμμίζει την πολιτική προοπτική του Aron, που συνοδεύεται από την ελπίδα, την πίστη περισσότερο (ως αξιακού προτάγματος), στον έλλογο χαρακτήρα του ανθρώπου. Με απλά λόγια, ο Aron διατρανώνει την πίστη του στον Λόγο και στην ανθρωπιά, χωρίς όμως αυτή η πίστη του να θεμελιώνεται στον ορθολογισμό: απλά στοιχηματίζει στην ανθρωπότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα θα έχουν αίσια κατάληξη. Πρόκειται για «μάθημα» που έλαβε από την άνοδο του Χίτλερ κατά τον γερμανικό Μεσοπόλεμο.[vii] Η θεμελιώδης, ιδιοσυγκρασιακή στάση του Aron είναι η εξής: ανάδειξη και υπογράμμιση των αντινομιών της ανθρώπινης κατάστασης, κυρίως της πολιτικής, και προσπάθεια για μετριοπαθείς προτάσεις και συμβιβασμούς. Πρόκειται για συνειδητή στάση του Aron ως δημόσιου διανοούμενου, η οποία υπογραμμίζει την αντίθεσή του με την αριστερή γαλλική διανόηση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Από την άλλη μεριά, επικρίθηκε πολλές φορές, ιδίως όσον αφορά τις δημόσιες τοποθετήσεις του για το Αλγερινό, ως άνθρωπος χωρίς συναίσθημα ή ως διανοούμενος που με τη σειρά του, είχε «ιδεολογικοποιήσει» τη μετριοπάθεια.[viii]
Apostrophes : Raymond Aron «Le mouvement de l’histoire»| Archive INA
2) Οι πυλώνες του φιλελευθερισμού του Aron: ελευθερία και δικαιοσύνη
Για τον Aron η ατομική ελευθερία αποτελεί πυρήνα της ανθρωπολογίας του, γι’ αυτό και θεμελιώδης στόχος της δημόσιας παρουσίας του υπήρξε η υπεράσπισή της σε μια εποχή επικράτησης ριζοσπαστικών ιδεολογιών και γραφειοκρατικοποίησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι τρόποι με τους οποίους ο Aron έδινε νόημα στην ελευθερία, τον αποστασιοποιούσε από τον κλασικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα και τον «νεο-φιλελευθερισμό» του Friedrich Hayek. Σύμφωνα με τον Aron, η ελευθερία δεν μπορεί να είναι αφηρημένη, εκτός συγκεκριμένων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συμφραζομένων. Δύο είναι τα κύρια κριτήρια προκειμένου να αποτιμήσουμε την ελευθερία: α) η ύπαρξη συνταγματικών περιορισμών ως προς την ισχύ/εξουσία στο πλαίσιο της εκάστοτε πολιτείας, β) η δυνατότητα να επιλέξουμε ελεύθερα, ώστε να ζούμε σύμφωνα με τα δικά μας «πιστεύω» και επιθυμίες, χωρίς να επιλέγουν άλλοι για εμάς. Ως προς τους θεσμούς, ο Aron προτάσσει τον συνταγματισμό, τη διάκριση των εξουσιών, την ανεκτικότητα, την καθολική ψηφοφορία και τα δικαιώματα (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά). Θεωρούσε ότι εντός των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών δεν υπάρχουν συγκεκριμένα και διακριτά κέντρα ισχύος (όπως διατεινόταν παραδείγματος χάριν o διάσημος Αριστερός κοινωνιολόγος C. Wright Mills[ix]): η εξουσία είναι διασπασμένη σε ποικίλα κέντρα ισχύος, το καθένα με τα δικά του συμφέροντα και στοχεύσεις, που πολλές φορές έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, οι δυτικές φιλελεύθερες, πλουραλιστικές δημοκρατίες της Δύσης χαρακτηρίζονται από ρευστότητα ισχύος και εξουσίας.[x]
Επιπλέον, ο Aron εγείρει το ζήτημα περί θετικής ελευθερίας και τυπικών ελευθεριών, που είχε αναδείξει ο Isaiah Berlin το 1958.[xi] Ο Γάλλος στοχαστής εκφράζει μια σκεπτικιστική στάση απέναντι σε κάθε προσπάθεια ορισμού της θετικής ελευθερίας με όρους «λαϊκής βούλησης» ή της πλειοψηφίας. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει, με σχεδόν εμμονικό τρόπο κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι να αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια υπονόμευσης ή απαξίωσης των τυπικών ελευθεριών στο όνομα ενός φαντασιακού ιδεώδους μιας τέλειας κοινωνίας, η οποία υπόσχεται «πραγματικές» ελευθερίες και τον τερματισμό της εκμετάλλευσης: «οι ονομαζόμενες, τυπικές, προσωπικές ή πολιτικές ελευθερίες, όχι μόνο δεν είναι απατηλές, αλλά αποτελούν αναγκαίες εγγυήσεις κατά της Προμηθεϊκής αδημονίας ή των ολοκληρωτικών φιλοδοξιών».[xii] Οι δυτικές, φιλελεύθερες, κοινοβουλευτικές δημοκρατίες απέχουν πολύ από τα να είναι τέλειες, όμως, διατείνεται ο Aron, έχουν αποδειχτεί οι καλύτερες στην προστασία θεμελιωδών ελευθεριών σε σχέση με άλλα καθεστώτα. Επιπροσθέτως, και σε αντίθεση με την κοινή νεοφιλελεύθερη αντίληψη, οι ελευθερίες δημιουργούνται και αναδύονται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων ιστορικών διαδικασιών. Για παράδειγμα οι θεσμοί, που ο Aron (αλλά και η Δύση) θεωρεί καίριους ως προς την προστασία της ελευθερίας (ελεύθερη εκλογική διαδικασία, ελεύθερος ανταγωνισμός για την κατάκτηση της εξουσίας, δημόσιος διάλογος και συμμετοχή των πολιτών μέσω της εκλογικής διαδικασίας και της διαχείρισης των δημόσιων ζητημάτων) είναι αποτέλεσμα πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων που ανάγονται στις απαρχές της νεοτερικότητας. Και ακριβώς επειδή υπήρξαν ιστορικά προσδιορισμένοι είναι ατελείς, όπως είναι τα πάντα μέσα στην Ιστορία.[xiii]
Η σύλληψη του Aron ως προς την έννοια της ελευθερίας σχετίζεται, όπως είναι φυσικό, με τις οντολογικές και γνωσιοθεωρητικές του θέσεις. Ασκώντας κριτική σε ακραίες νοηματοδοτήσεις της ελευθερίας, δημοκρατικές και φιλελεύθερες, ο Aron ισχυρίζεται ότι στις ανθρώπινες κοινωνίες κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως ελεύθερος ή ανελεύθερος. Λόγω των διακριτών χαρακτηριστικών αλλά και των αντιφάσεων, που παρατηρούνται σε ποικίλες παραμέτρους του σύγχρονου δημόσιου βίου, είναι αδύνατο να υπάρξει ένας μονόπλευρος ορισμός της ελευθερίας. Υπάρχουν βαθμοί ελευθερίας, οι οποίοι μπορούν να αποτιμηθούν λαμβάνοντας υπόψη δύο κριτήρια: α) τον βαθμό συνταγματικών περιορισμών στην εκάστοτε πολιτική εξουσία, β) τον βαθμό της ελευθερίας μας ως προς τη δυνατότητά μας να αποφασίζουμε για τις επιλογές μας, χωρίς να το πραγματοποιούν άλλοι για εμάς. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, η ελευθερία αποτελεί ένα συνεχές διακύβευμα και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά μια οριστική κατάκτηση του δυτικού κόσμου. Γι’ αυτό ακριβώς ο Aron δίνει μεγάλη σημασία στις έννοιες του πολίτη, της πολιτικής εκπαίδευσης και της πολιτικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα, η πολιτική διαπαιδαγώγηση αποτελεί τη μέγιστη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, διατείνεται ο στοχαστής, οι πολίτες που υπακούν στους νόμους, τους οποίους έχουν ψηφίσει οι αντιπρόσωποι που οι ίδιοι έχουν επιλέξει, είναι ελεύθεροι πολιτικά αλλά και φιλοσοφικά-ηθικά: ως νομοταγείς πολίτες που υπακούν στους νόμους και προτάσσουν, όσο είναι δυνατό, τον ορθολογισμό πάνω από τα πάθη, κατανοούν τους εαυτούς τους ως ελεύθερους πολίτες και ανθρώπους.[xiv] Πρέπει να τονιστεί, ότι οι ιδέες του Aron περί της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης βρίσκονται κοντά στα ιδεώδη της αριστοτελικής προοπτικής της δημοκρατίας, γι’ αυτό ίσως και αρκετοί μελετητές προσέγγισαν το έργο του μέσα από μια αριστοτελική προοπτική.[xv] Κατά την άποψή μας, η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση στο έργο του παραβλέπει το γεγονός ότι ο ίδιος ουδέποτε έθεσε ως ιδεώδες, ούτε καν ως ενδεχόμενο, την αρχαιοελληνική σύλληψη και εμπειρία της δημοκρατίας, σε μια εποχή, μάλιστα, που η συζήτηση γύρω από την αρχαιοελληνική δημοκρατία βρισκόταν στον πυρήνα της μεταπολεμικής πολιτικής φιλοσοφίας από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές προσεγγίσεις.[xvi] Πρέπει να τονίσουμε ότι προς το τέλος της ζωής του, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Aron θεωρούσε ότι η σημασία της πολιτικής διαπαιδαγώγησης έχει υποβιβαστεί στον δυτικό κόσμο εξαιτίας της επικράτησης ριζοσπαστικών θεωρήσεων της αυτονομίας και του ατομικισμού.[xvii]
Πέρα από την ελευθερία, το άλλο μείζον ζήτημα που απασχολεί τον Aron μεταπολεμικά είναι το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Aron γνωρίζει πολύ καλά ότι η ελεύθερη οικονομία, χωρίς προσπάθειες ρύθμισής της, μπορεί να φέρει στην επιφάνεια τα χειρότερα ένστικτα και πάθη του ανθρώπου με τη μορφή της απληστίας, της κοινωνικής καταπίεσης και αδικίας. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν σχετίζεται μόνο με τις πολιτικές εμπειρίες του Aron, αλλά και με ένα άλλο χαρακτηριστικό της διανοητικής του συγκρότησης, μοναδικό ίσως μεταξύ των φιλελεύθερων-συντηρητικών στοχαστών. Ο Γάλλος διανοούμενος θαύμαζε το έργο του Μαρξ, με το οποίο ασχολήθηκε με σχεδόν εμμονικό τρόπο σε όλη τη διάρκεια της πνευματικής του πορείας. Για τον Aron το μαρξικό έργο αποτελεί συνεχή πηγή έμπνευσης και ταυτόχρονης πολεμικής. Μιλώντας σχηματικά και γενικά (η πραγμάτευση της πρόσληψης του Μαρξ από τον Aron εκφεύγει των στόχων του κειμένου αυτού, ενώ προϋποθέτει και διαφορετικά νοητικά εργαλεία)[xviii], ο Aron απορρίπτει τον «επιστημονικό», νομοτελειακό χαρακτήρα στο έργο του Μαρξ, καθώς και το ουτοπικό και άκρως επικίνδυνο, κατά την άποψή του, ιδεώδες της εγκαθίδρυσης ενός «επίγειου παραδείσου», της αταξικής κοινωνίας και της απόλυτης ελευθερίας. Τα δύο κύρια ζητήματα που τον ενδιαφέρουν στο έργο του Μαρξ είναι το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και η αντίληψη περί της «κίνησης» της ιστορίας προς τον στόχο αυτό. Αυτήν την κίνηση της Ιστορίας προς την κοινωνική δικαιοσύνη ο Aron την αντιλαμβάνεται ως ισχυρή πιθανότητα λόγω των τεράστιων τεχνολογικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας. Αλλά και ενός επιπρόσθετου στοιχείου: ο ίδιος ήταν ταυτόχρονα θιασώτης αλλά και «παιδί» της μεταπολεμικής συναίνεσης φιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας που παρατηρήθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στις προηγμένες βιομηχανικά και οικονομικά δυτικές χώρες, και που τερματίστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά.[xix] Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούσε ότι η περιστολή των κοινωνικών ανισοτήτων (στόχος που είχε τεθεί με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο από τον Μαρξ ως κύρια κριτική της αστικής νεοτερικότητας) όφειλε να αποτελεί προγραμματικό στόχο των δυτικών κοινωνιών. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η ισχυρή παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και αυτό είναι το δεύτερο κύριο στοιχείο (μαζί με την απόρριψη της απολυτοποίησης της αισιοδοξίας που ενυπήρχε στον κλασικό φιλελευθερισμό), που τον διαχωρίζει, και μάλιστα τον φέρνει αντιμέτωπο, με τους νεοφιλελεύθερους του Hayek και της Mont Pelerin Society. Μάλιστα ο Aron συνυπήρξε αρκετές φορές με την τάση αυτή του μεταπολεμικού, λεγόμενου, νεοφιλελευθερισμού στο Congress for Cultural Freedom, αλλά και στη Mont Pelerin Society. Ο Aron άσκησε έντονη κριτική στον Hayek με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του τελευταίου Constitution of Liberty αλλά και σε σειρά διαλέξεών του στο Πανεπιστήμιο του Berkeley το 1963 (Jefferson Lectures). Απηχώντας την κριτική του στον μαρξισμό, ο Aron διατεινόταν ότι ο Hayek και οι ακόλουθοί του απομόνωναν έναν τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, την οικονομία (όσο σημαντική και να είναι αυτή), την οποία απολυτοποιούσαν και ανήγαν τα πάντα σε αυτήν. Όπως και στον μαρξισμό, επρόκειτο για επιφανειακή προσέγγιση, αφού παρέβλεπε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, και αντιμετώπιζε τον άνθρωπο ως αφηρημένη οικονομική μονάδα, χωρίς πάθη και ψυχολογικές ταυτίσεις. Πάνω από όλα, στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο που μας ενδιαφέρει εδώ, ο Aron κατανοούσε την τεράστια σημασία της πολιτικής ηθικής της κοινωνικής δικαιοσύνης, που πρόβαλε ο κομμουνιστικός κόσμος και την ανυπαρξία ηθικών παραμέτρων στο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα, το οποίο διατεινόταν ότι η ελεύθερη οικονομία θα έλυνε ως «δια μαγείας» τα περίπλοκα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Καθώς, σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, ο κόσμος κινούνταν προς μια σύγκλιση των οικονομικών, βιομηχανικών συστημάτων των δύο κόσμων, ο Ψυχρός Πόλεμος μπορούσε να κερδηθεί ή τουλάχιστον να μη χαθεί, μόνο με την προϋπόθεση υποστήριξης της κοινωνικής δικαιοσύνηςˑ το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης εγειρόταν επιτακτικά λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων αλλά, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, και λόγω της ανάδυσης των νέων ανεξάρτητων κρατών των πρώην ευρωπαϊκών αποικιών, στις κοινωνίες των οποίων ο κομμουνισμός είχε τεράστια ιδεολογική απήχηση. Ταυτόχρονα, ένα από τα κύρια θεωρητικά μελήματα του Aron μεταπολεμικά ήταν η ανάδειξη της αυτονομίας του Πολιτικού σε σχέση με τις άλλες σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας, ιδιαίτερα την οικονομική, γι’ αυτό και η κριτική και αποστασιοποίησή του από τον νεοφιλελευθερισμό ήταν ολοκληρωτική από τη δεκαετία του 1960 και μετά.[xx]
Ο Aron εξέφρασε τις πολιτικές του πεποιθήσεις με σειρά πολεμικών, κατά του κομμουνισμού, κειμένων, που κινούνταν από τη «συγκυριακή» αρθρογραφία στον Τύπο μέχρι την έκδοση βιβλίων, τα οποία προκάλεσαν πλήθος συζητήσεων. Ανάμεσά τους πρέπει να ξεχωρίσουμε το L’ Opium des Intellectuels, 1955 (Το όπιο των διανοουμένων), το Démocratie et Totalitarisme, 1965 (Δημοκρατία και Ολοκληρωτισμός) και το D’ Une Sainte Famille à l’Autre. Essai sur les Marxismes Imaginaires, 1969 (Από τη μία Αγία Οικογένεια στην Άλλη. Δοκίμιο για τους φαντασιακούς μαρξισμούς). Ιδιαίτερα το πρώτο στράφηκε με σφοδρότητα έναντι της αριστερής γαλλικής διανόησης, που σύμφωνα με τον Aron «έκανε τα στραβά μάτια» στα σταλινικά εγκλήματα και στον ολοκληρωτισμό του διεθνούς κομμουνισμού με πρόσχημα τη μελλοντική απελευθέρωση του ανθρώπου, η οποία θα επιτυγχανόταν μέσα από αυτά τα καθεστώτα.[xxi]
Η κριτική του στρεφόταν κυρίως ενάντια στους πρώην φίλους του Jean Paul Sartre, Simone de Beauvoir και Maurice Merleau-Ponty. Συνήθως παραβλέπουμε ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ουσιαστικότερη και πιο συστηματική κριτική έναντι στη γαλλική αριστερή διανόηση αλλά και στο κομμουνιστικό καθεστώς (ο Aron θεωρούσε ότι ο ολοκληρωτισμός και η ανελευθερία του κομμουνισμού δεν πρέπει να διαχωρίζεται μεταξύ λενινισμού και σταλινισμού, όπως έκαναν πολλοί κομμουνιστές μετά το 1956) σε σχέση με αυτήν του Albert Camus τέσσερα χρόνια νωρίτερα με την έκδοση του L’ Homme Révolté (Ο επαναστατημένος άνθρωπος) το 1951, το οποίο είχε δεχθεί σκληρή κριτική από τον Sartre και τους συνοδοιπόρους του για τη φιλοσοφική του «ανεπάρκεια» και είχε οδηγήσει για κάποια χρόνια στην αποστασιοποίηση του Camus από τις δημόσιες παρεμβάσεις. Ανάλογες φιλοσοφικές «ανεπάρκειες» δεν καταδείχθηκαν στην περίπτωση του Aron, του οποίου η φιλοσοφική παιδεία ήταν σαφώς πιο συστηματική από αυτήν του Camus.[xxii] Αντίστοιχα, το D’ Une Sainte Famille à l’Autre. Essai sur les Marxismes Imaginaires στρεφόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου κατά του Sartre και της θεωρητικά ανεπαρκούς και αμφίσημης, κατά τον συγγραφέα, προσπάθειάς του να συνδυάσει τον Υπαρξισμό με τον Μαρξισμό. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, πάντως, ότι ο Aron, παρά τις αδιαμφισβήτητες διανοητικές του ικανότητες, δεν δημιούργησε κάποιο ευρύτερο, συνεκτικό και συστηματικό θεωρητικό έργο πάνω στα ζητήματα της πολιτικής, που τόσο τον απασχολούσαν. Αυτό δεν διέφυγε της προσοχής του Sartre, ο οποίος σχολίασε βιτριολικά ότι το σύνολο του έργου του Aron βασίστηκε οντολογικά και επιστημολογικά σε ένα έργο, το διδακτορικό του, το οποίο είχε συγγράψει ο Aron κατά τη δεκαετία του 1930.[xxiii]
Β. Ψυχρος Πόλεμος και Διεθνής Πολιτική
Όπως το αμιγώς πολιτικό έργο του Aron έτσι και το διεθνοπολιτικό επηρεάστηκε καίρια από την ψυχροπολεμική κουλτούρα της εποχής. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με την πολιτική του σκέψη, το ενδιαφέρον για την οποία έχει πρόσφατα αναβιωθεί, η διεθνοπολιτική σκέψη του Aron αποτελεί μέρος του ευρύτερου κανόνα της «ρεαλιστικής» σχολής των διεθνών σχέσεων. Παρά τις ισχυρές του διαφωνίες με τους «ρεαλιστές» σε σημαντικά ζητήματα των διεθνών σχέσεων, ο Aron κατατάσσεται μαζί με τους E.H. Carr, Hans Morgenthau και Reinhold Niebuhr, στους «κλασικούς» του ρεαλισμού της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Μάλιστα, θεωρείται ο πρώτος διανοούμενος που εισήγαγε τη θεωρία των διεθνών σχέσεων στη Γαλλία, σε μια περίοδο που ο επιστημονικός αυτός κλάδος δεν αποτελούσε διακριτό πεδίο.
1) Οι επιστημολογικές παράμετροι της διεθνοπολιτικής σκέψης του Aron
Η διεθνής πολιτική κατά τον Ψυχρό Πόλεμο αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο της αρθρογραφίας του Aron στον Τύπο, η οποία προσέγγιζε όλα τα μείζονα διεθνή ζητήματα της περιόδου, από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πριν προχωρήσουμε σε κάποιες, αναγκαστικά, επιμέρους θέσεις του ως προς τον Ψυχρό Πόλεμο, θα σταχυολογήσουμε τις κύριες επιστημολογικές παραμέτρους του διεθνοπολιτικού στοχασμού του Aron, ώστε να καταστεί σαφέστερη η στάση του στον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της διανοητικής πορείας του ήταν ο συνεχής διάλογος με τους «κλασικούς» πολιτικούς στοχαστές: Θουκυδίδης, Niccolo Machiavelli, Montesquieu, Jean-Jacques Rousseau, Alexis de Tocqueville, Karl Marx, Marx Weber, Carl von Clausewitz αποτέλεσαν συνεχείς εμπνεύσεις και μόνιμους συνομιλητές του. Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής οι Θουκυδίδης, Weber και πάνω από όλους ο Πρώσος στρατηγός και θεωρητικός του πολέμου Clausewitz αποτέλεσαν τους κύριους εμπνευστές του. Σε αντίθεση με το αμιγώς πολιτικό πεδίο, στον τομέα της διεθνούς πολιτικής ο Aron προχώρησε σε μεγάλες συνθέσεις, με δύο κυρίως έργα: Paix et Guerre entre les Nations, 1962 (Πόλεμος και ειρήνη μεταξύ των εθνών) και Penser la Guerre, Clausewitz, 1976 (Αναλογιζόμενοι τον πόλεμο: Clausewitz). Το δεύτερο υπήρξε το magnum opus του Aron, το οποίο ήταν και το αγαπημένο του. Όπως φανερώνει και ο τίτλος του, το έργο για τον Clausewitz συνιστούσε μια φιλοσοφική πραγματεία για τη διαλεκτική σχέση της ειρήνης και του πολέμου ως θεμελιωδών χαρακτηριστικών της διεθνούς κοινωνίας στη διαχρονία της. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο για τις ανάγκες της μελέτης αυτής, είναι το Paix et Guerre entre les Nations, το οποίο έθετε τις θεμελιώδεις γνωσιοθεωρητικές και εννοιολογικές προϋποθέσεις του διεθνοπολιτικού στοχασμού του Aron, ενώ την ίδια στιγμή ήγειρε και συγκεκριμένα ζητήματα αναφορικά με τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Aron εκκινούσε από βασικές παραδοχές του «παραδοσιακού» ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις: η ισχύς αποτελεί τον θεμελιώδη παράγοντα των διεθνών σχέσεων και συνακόλουθα αντίστοιχα καίριος είναι και ο ρόλος των ισχυρότερων κρατών, τα οποία καθορίζουν τους τρόπους λειτουργίας του διεθνούς συστήματος. Η φύση των διεθνών σχέσεων είναι θεμελιωδώς άναρχη. Με βάση τις παραδοχές αυτές υπάρχουν τριών ειδών διεθνή συστήματα: μονοπολικά (σπάνια), διπολικά και πολυπολικά. Τα μέσα και ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι αυτά που επίσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκάστοτε δομή των διακρατικών σχέσεων. Ο Aron δίνει έμφαση στη γεωγραφία, τη δημογραφία, την οικονομία και την τεχνολογία ως αποφασιστικούς παράγοντες για τη διάχυση της ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Από την άλλη μεριά, υπογραμμίζει δύο στοιχεία ως καθοριστικά που εκφεύγουν από τον κλασικό ρεαλισμό: την ιδεολογία, με τη μορφή των αξιών που συνέχουν τις κοινωνίες εντός των κρατών και τους εσωτερικούς θεσμούς της εκάστοτε πολιτείας. Ο Aron ασκεί δριμεία κριτική στον Morgenthau αναφορικά με την έννοια του εθνικού συμφέροντος και της ασφάλειας που αποτελούν τον πυρήνα της σκέψης του δεύτερου. Το εθνικό συμφέρον, ως αφηρημένη και σταθερή κατηγορία των διεθνών σχέσεων είναι, για τον Aron, μια έννοια κενή περιεχομένου, καθώς αυτό εξαρτάται από τις αντιλήψεις, προσλήψεις και προκαταλήψεις των κύριων διεθνών δρώντων που, σύμφωνα πάντα με τον φιλόσοφο, είναι ο στρατιωτικός και ο διπλωμάτης. Με απλά λόγια, δίνει τεράστια σημασία όχι σε δομικούς παράγοντες των διεθνών σχέσεων αλλά στις ιδέες και τα πάθη των εκάστοτε διπλωματικών δρώντων. Οι προσλήψεις τους παίζουν αποφασιστικό ρόλο στους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί το διεθνές σύστημα και όχι κάποιες αφηρημένες κατηγορίες της ισχύος και του εθνικού συμφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, δανειζόμενος, κατά παραδοχή του, τις κατηγορίες από το έργο του Παναγή Παπαληγούρα, Théorie de la Société Internationale (1941), ο Aron διαχωρίζει τα διεθνή συστήματα σε ομογενή και ετερογενή. Ομογενή είναι τα συστήματα, στα οποία οι μεγάλες δυνάμεις μοιράζονται κοινές αξίες για την οργάνωση του διεθνούς συστήματος, την πολιτική, τη δικαιοσύνη, τη νομιμότητα. Ετερογενή, όταν οι αξίες αυτές είναι διαφορετικές, αντιθετικές και συγκρουσιακές. Η κύρια διαφωνία του Aron με τον δομικό νεορεαλισμό του Kenneth Waltz αφορά την έμφαση που δίνει στην ιδεολογία και στους εσωτερικούς θεσμούς μιας πολιτείας. Για τον συγγραφέα, πολλές φορές τα εσωτερικά καθεστώτα, καθώς και τα άτομα, μπορούν να αποδειχτούν πιο αποφασιστικά από τη δομή του διεθνούς συστήματος. Για παράδειγμα, και εδώ ο Aron μάλλον έχει στη σκέψη του τον Χίτλερ, η αλλαγή στο εσωτερικό ενός καθεστώτος μίας μεγάλης δύναμης είναι αρκετή ώστε να μεταβληθεί ο χαρακτήρας των διεθνών σχέσεων. Τέλος, και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό ως προς τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Aron εκφράζει μια ριζοσπαστική αντίληψη, στο πλαίσιο του κλασικού ρεαλισμού: οι μεγάλες δυνάμεις, δεν ενδιαφέρονται πρωτίστως για το εθνικό συμφέρον και την ασφάλεια, αλλά για μια Ιδέα, με την οποία ο ίδιος εννοεί την προβολή συγκεκριμένων αξιών και τρόπου ζωής στο διεθνές γίγνεσθαι. Όμως, η ιδεολογική στόχευση μιας μεγάλης δύναμης δεν είναι άσχετη με την ισχύ· αντιθέτως, αποτελεί το κύριο μέσο για τη νομιμοποίηση της διπλωματίας της.[xxiv]
2) Λαμβάνοντας θέση στην ψυχροπολεμική διαμάχη: ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Αποαποικιοποίηση
Η έμφαση στο άναρχο διεθνές σύστημα και στη διαλεκτική σχέση ισχύος-αξιών αποτελούν το υπόβαθρο των ψυχροπολεμικών αναλύσεων του Aron. Η δική μας προσέγγιση θα κινηθεί γύρω από τις γενικές θέσεις και αρχές που προβάλλει, καθώς μια διεξοδική ερμηνεία των παρεμβάσεων του Aron στον Ψυχρό Πόλεμο είναι αδύνατη στο πλαίσιο ενός άρθρου. Αρκεί να έχουμε υπόψη μας ότι ο συγγραφέας, λόγω της δημοσιογραφικής θέσης που κατείχε στον καθημερινό Τύπο, παρεμβαίνει σε όλες, χωρίς υπερβολή, τις σημαντικές εξελίξεις του Ψυχρού Πολέμου.
Όπως έχουμε υπογραμμίσει, οι αξίες αποτελούν κοινή συνισταμένη των αναλύσεων αλλά και των προταγμάτων του Aron: ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν πάνω από όλα μια ιδεολογική διαμάχη, ένας ανταγωνισμός αξιών και τρόπων ζωής. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε σε συνέντευξή του, το κύριο διακύβευμα του Ψυχρού Πολέμου ήταν η στάση της καθεμίας και του καθενός απέναντι στην ΕΣΣΔ, απέναντι στο σοβιετικό κομμουνιστικό «πείραμα»,[xxv] δηλαδή. Κύριος στόχος της Δύσης έπρεπε, συνεπώς, να είναι η διαφύλαξη των αξιών της και του τρόπου ζωής της. Σε αντίθεση με πολλούς διεθνολόγους, πολιτικούς στοχαστές και δημοσιολόγους, ο Aron τόνιζε περισσότερο τη συνέχεια, παρά τον καινοφανή χαρακτήρα της διεθνούς ζωής κατά τη μεταπολεμική εποχή. Η φύση των διεθνών σχέσεων δεν είχε μεταβληθεί, είχαν όμως αναδυθεί δύο νέα στοιχεία: τα πυρηνικά όπλα και ο παγκόσμιος χαρακτήρας της διπλωματίας. Ο Aron δεν αντιμετώπισε την ύπαρξη των πυρηνικών όπλων ως ένα ηθικό ζήτημα (όπως π.χ. έκανε ο Bertrand Rusell, με τον οποίο υπήρξε συνοδοιπόρος σε ποικίλες στιγμές του πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου), αλλά ως μια δεδομένη πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, έλαβε ενεργό ρόλο στις σφοδρές συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στον δυτικό κόσμο κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Μάλιστα, ο Robert McNamara, υπουργός Άμυνας της αμερικανικής κυβέρνησης Kennedy, δήλωσε δημόσια ότι το καλύτερο βιβλίο για την πυρηνική στρατηγική που είχε διαβάσει ήταν το Le Grand Débat: Initiation à la Stratégie Atomique, 1963 (Η μεγάλη διαμάχη: Εισαγωγή στην Πυρηνική Στρατηγική), στο οποίο ο Aron προχωρούσε σε ενδελεχή ανάλυση και κριτική της διεθνούς συζήτησης γύρω από την πυρηνική στρατηγική και τον συμβατικό πόλεμο. Η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων δεν ριζοσπαστικοποιούσε τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος αλλά και του πολέμου. Τα πυρηνικά όπλα δεν καταργούσαν τη θεμελιώδη θέση του Clausewitz περί του πολέμου ως συνέχειας «της πολιτικής με άλλα μέσα».[xxvi] Γι’ αυτό άλλωστε ο Aron πίστευε ότι η χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης ήταν ένα ενδεχόμενο που έπρεπε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αν η Δύση επιθυμούσε να έχει νόημα η στρατηγική της αποτροπής έναντι του κομμουνιστικού κόσμου. Πάντως, το καινοφανές στοιχείο που έφερναν στη διεθνή πολιτική τα πυρηνικά (πέρα από την τεράστια καταστροφή που μπορούσαν να επιφέρουν) ήταν το απομακρυσμένο, πλέον, ενδεχόμενο ενός πολέμου μεταξύ των Υπερδυνάμεων. Αυτή η αντίφαση που βρισκόταν στον πυρήνα του ανταγωνισμού των πυρηνικών οπλοστασίων των δύο Υπερδυνάμεων καθιστούσε τη διεθνή ζωή πιο περίπλοκη, καθώς η ελάχιστα πιθανή σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ σηματοδοτούσε τη συγκρότηση περιφερειακών συστημάτων εντός του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, στα οποία η στρατιωτική σύγκρουση ήταν πιθανότερη.[xxvii]
Από τη στιγμή που τα πυρηνικά όπλα καθιστούσαν έναν πυρηνικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ελάχιστα πιθανό, ο δυτικός κόσμος έπρεπε να πείσει τους Σοβιετικούς ότι τα δύο διαφορετικά συστήματα μπορούν να επιτύχουν την κοινή συνύπαρξή τους, με απώτερο στόχο να εγκαταλειφθεί η ιδεολογική στόχευση της επικράτησης του μαρξισμού-λενινισμού σε όλο τον πλανήτη. Ο Aron πίστευε ότι το καλύτερο που μπορούσε να επιτευχθεί στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν η αποδοχή της αρχής της κοινής συνύπαρξης και όχι της συνεργασίας: η συνεργασία ήταν αδύνατη λόγω της ετερογένειας του ψυχροπολεμικού διπολισμού. Πάντως, ο συνδυασμός της αδύνατης συνεργασίας και της ελάχιστης πιθανότητας πολέμου είχε ως συνέπεια τη (σχετική) σταθερότητα του διεθνούς συστήματος, θέση που είχε εκφράσει ο Aron από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.[xxviii] Σε αυτό το πλαίσιο, στήριξε την όλο και ευρύτερη ενσωμάτωση του δυτικού κόσμου σε πολυμερείς θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Όμως, δεν υπήρξε ούτε άκριτος θιασώτης του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, ούτε υποστήριξε τις προσπάθειες του De Gaulle περί ανεξαρτητοποίησης της Γαλλίας αλλά και της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Για τον Aron, τέτοιες αντιλήψεις ήταν μη ρεαλιστικές: η ελευθερία του δυτικού κόσμου εξαρτιόταν πλήρως από τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα και η διασπορά των πυρηνικών όπλων το μόνο που κατάφερνε ήταν να αποδυναμώσει την αλληλεγγύη των κρατών της Δύσης. Γι’ αυτό και δεν πίστεψε ποτέ ουσιαστικά στη χρησιμότητα της συγκρότησης της γαλλικής force de frappe (δημιουργία ανεξάρτητης, γαλλικής πυρηνικής δύναμης).[xxix]

Πέρα από τη «σκληρή» πολιτική, της διπλωματίας και του πολέμου, όπως έχουμε ήδη δείξει, ο Aron έδινε τεράστια σημασία στις ιδεολογικές/αξιακές πτυχές του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος. Ήδη από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου συμμετείχε ενεργά στον ιδεολογικό/πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο, κυρίως μέσω της παρουσίας του στο Congress for Cultural Freedom, μέσω του οποίου στόχευσε σε μια «θεσμοθετημένη» αντίδραση και κριτική στα ιδεολογικά όπλα του διεθνούς κομμουνισμού. [xxx] Σταδιακά, από τη δεκαετία του 1960 και μετά τον απασχόλησαν δύο ζητήματα, που άπτονταν των γενικότερων διεθνών εξελίξεων. Το πρώτο αφορούσε την ραγδαία αποαποικιοποίηση κατά τη δεκαετία του 1960. Καθώς, κατανοούσε ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναδύονταν οι νέες ανεξάρτητες κοινωνίες στην Αφρική και την Ασία ήταν ευεπίφορες στην κομμουνιστική προπαγάνδα, ο Aron έδωσε έμφαση στη σημασία που είχε η οικονομική βοήθεια στα νέα κράτη από τη Δύση ώστε να σταθεροποιηθούν αλλά και ως ένδειξη των αξιών της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που έπρεπε διαρκώς να προβάλλει διεθνώς ο δυτικός κόσμος. Ήταν αντίθετος, όμως, σε οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης στα κράτη αυτά, καθώς θεωρούσε ότι δεν αποτελούσαν τον πυρήνα της ψυχροπολεμικής διαμάχης και επειδή πίστευε ότι στρατιωτικά, ψυχολογικά αλλά και πολιτισμικά η Δύση ήταν ανέτοιμη να ανταπεξέλθει στο αντάρτικο που εξαπολυόταν από τα κράτη των υπό ανάπτυξη κρατών.[xxxi] Κατά τη δεκαετία του 1970, καθώς οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες έδειχναν όλο και πιο ευάλωτες, φαινόμενο που εκφραζόταν συμβολικά με την άνοδο της τρομοκρατίας σε ΗΠΑ, Βρετανία, Ιταλία και Δυτική Γερμανία, αλλά και στη σκέψη του Aron με τις ακραίες θέσεις που αναδύθηκαν κατά τον Μάη του 1968, ο Aron ανέλαβε το έργο του προασπιστή του ευρωπαϊκού πολιτισμού με στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον πολιτισμό αυτό.[xxxii] Το έργο αυτό αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του ως προς τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Aron απεβίωσε στις 17 Οκτωβρίου του 1983 από καρδιακή προσβολή, καθώς αποχωρούσε από δικαστήριο, στο οποίο είχε παρευρεθεί για να υπερασπιστεί τον Bertrand de Jouvenel, που είχε κατηγορηθεί από τον Πολωνοεβραίο ιστορικό Zeev Sternhell[xxxiii] ότι ήταν φασίστας κατά τη δεκαετία του 1930.
Συμπεράσματα
Ο Raymond Aron υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους διανοούμενους του ιδεολογικού Ψυχρού Πολέμου, το έργο του οποίου για τον ιστορικό των ιδεών αλλά και της μεταπολεμικής εποχής είναι ανεκτίμητο. Για τους υποστηρικτές του αποτέλεσε το «αρχέτυπο» της μετριοπάθειας, της νηφάλιας και έλλογης ανάλυσης και ερμηνείας κομβικών εξελίξεων της μεταπολεμικής διεθνούς ζωής. Μετριοπάθειας και νηφαλιότητας που συνοδεύονταν από την προσήλωση σε μια ευρύτερη φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση και στην πρόταξη συγκεκριμένων φιλελεύθερων αξιών. Για αυτούς που του άσκησαν κριτική, και δεν ήταν λίγοι (σχεδόν το σύνολο της γαλλικής Αριστεράς, για την οποία ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος) ιδίως μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Aron δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ψυχρός, χωρίς συναίσθημα, διανοούμενος, που προσπαθούσε να θεμελιώσει θεωρητικά το κοινωνικοπολιτικό, καπιταλιστικό status quo. Για τον ιστορικό, πάντως, αποτελεί καίρια πηγή για την κίνηση των ιδεών και για την εξέταση των τρόπων και των δαιδαλωδών διαδρομών, στους οποίους κινήθηκε ο πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος. Ο Aron αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα της μορφής και του περιεχομένου που έλαβε ο ψυχροπολεμικός φιλελευθερισμός, καθώς και των τρόπων και στρατηγικών που ακολούθησε για τον ιδεολογικό πόλεμο έναντι του κομμουνισμούˑ ενός πολέμου, που έλαβε πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και, πάνω από όλα, υπαρξιακές διαστάσεις. Στην εναντίωσή του απέναντι στην κομμουνιστική κοσμοθεωρία ο Aron πρόβαλλε ως κύριες αξίες την ελευθερία, ως ιστορικά προσδιορισμένη, και την κοινωνική δικαιοσύνη, ως αναγκαία συνθήκη της νεοτερικότητας και της ανόδου της μαζικής κοινωνίας, αλλά και ως όπλου απέναντι στην ηθική ανωτερότητα που, κατά κοινή ομολογία, πρόβαλλε η κομμουνιστική ιδεολογία στον τομέα αυτό. Όμως, η προσήλωση στις αξίες αυτές δεν ακολουθούσε τις συνήθεις διαδρομές που είχε λάβει η φιλελεύθερη ιδεολογία ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου. Στον μεταπολεμικό κόσμο, ο Aron πρότεινε έναν συγκρατημένο φιλελευθερισμό, που βασιζόταν στην ευρύτερη, τραγική κοσμοθεώρησή του. Με απλά λόγια, εκείνο που τον διαχωρίζει από τον κλασικό φιλελευθερισμό, έτσι όπως αυτός αναδύθηκε από τον Διαφωτισμό και μετά, είναι ο έντονος σκεπτικισμός του απέναντι στην απολυτοποίηση της αισιοδοξίας και της προόδου του ανθρώπου ως ιστορικής αναγκαιότητας. Η άνοδος του Χίτλερ, αλλά και ο Θουκυδίδης και ο Max Weber, τον είχαν «διδάξει» ότι η ανθρώπινη φύση είναι ευάλωτη σε επιλογές που μπορούν να την οδηγήσουν στην αυτοκαταστροφή της. Είναι προφανές ότι η κοσμοθεώρηση αυτή απομάκρυνε τον Aron απόλυτα από την κομμουνιστική Ουτοπία αλλά και σε σημαντικό βαθμό από τον νεοφιλελευθερισμό του Hayek και των συνοδοιπόρων του, που πρότειναν ως μόνη και απόλυτη λύση την ελεύθερη οικονομία, που θα εξάλειφε, αν όχι όλα, τα μείζονα προβλήματα της ανθρωπότητας. Κατά τον Aron, η κύρια προοπτική για την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών είναι η προσεκτική, όσο το δυνατόν έλλογη και νηφάλια πρόταξη καίριων ανθρωπιστικών ιδεωδών, με την ελπίδα ότι οι κοινωνίες θα συγκροτήσουν θεσμούς, που θα χαλιναγωγήσουν τα εγγενή πάθη που φωλιάζουν στην ανθρώπινη ψυχή και θα ενθαρρύνουν την αποδοχή των αξιακών ανταγωνισμών, χωρίς την προσφυγή στον πόλεμο και τη σύγκρουση. Όμως, το μείζον πρόβλημα είναι ότι ο Aron δεν εξήγησε ποτέ πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα σε κοινωνίες, που δεν είχαν την αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα και παρακαταθήκη μιας εδραιωμένης φιλελεύθερης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η μεγάλη αυτή έλλειψη στο έργο του δεν είναι άσχετη με την προσήλωσή του στην ψυχροπολεμική διαμάχη και τις συγκυριακές αναγκαιότητες που πρόβαλλε η αντιμετώπιση του κομμουνισμού μέχρι το τέλος της ζωής του.
Raymond Aron – Interview. L’ home en question.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ RAYMOND ARON
Raymond Aron, «Social Structure and the Ruling Class», μέρη Ι και ΙΙ, The British Journal of Sociology, 1: 1 και 2 (March και June 1950), σ. 1-16 και 126-143.
Raymond Aron, Le Grand Schisme (Paris: Gallimard, 1948).
Raymond Aron, The Opium of the Intellectuals, μτφρ. Terence Kilmartin (New York: W.W. Norton & Company, 1962).
Raymond Aron, «The Anarchical Order of Power», Daedalus, 95:2 (Spring 1966), σ. 479-502.
Raymond Aron, Peace and War: A Theory of International Relations (London: Routledge, 2003).
Raymond Aron, «The Liberal Definition of Liberty: Concerning Hayek’s The Constitution of Liberty, στο Daniel J. Mahoney (επιμ.), In Defense of Political Reason (Oxford: Rowman & Littlefield, 1994), σ. 73-91.
Raymond Aron, Democracy and Totalitarianism: The Nature of Human Society, μτφρ. Weidenfeld και Nicolson (London and Southampton: The Camelot Press Ltd., 1968).
Raymond Aron, «The Evolution of Modern Strategic Thought», The Adelphi Papers, 9:54 (1969), σ. 1-17.
Raymond Aron, An Essay on Freedom, μτφρ. Helen Weaver (New York: World Publishing Company & New American Library).
Raymond Aron, Memoirs: Fifty Years of Political Reflection (New York and London: Holmes & Meir, 1990).
Raymond Aron, Plaidoyer pour l’ Europe Décadente (Paris: Laffont, 1977) [Συνηγορία για την Ευρώπη που παρακμάζει, 2 τόμ. Σιδέρης, 1980].
Raymond Aron, Thinking Politically: A Liberal in the Age of Ideology (New Brunswick and London: Transaction Publishers, 1997.
Raymond Aron, Liberté et égalité (Paris: EHESS, 2013).
ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ RAYMOND ARON
Ronald Aronson, Camus and Sartre: The Story of a Friendship and the Quarrel that Ended it (Chicago: University of Chicago Press, 2004).
Reed M. Davis, A Politics of Understanding: The International Thought of Raymond Aron (Louisiana State University Press 2009).
Bryan-Paul Frost, «Realism Meets Historical Sociology: Raymond Aron’s Peace and War», στο Henrik Bliddal, Casper Sylvest και Peter Wilson (επιμ.), Classics of International Relations: Essays in Criticism and Appreciation (New York: Routledge, 2013), σ. 99-108.
Nicholas Gane, «In and Out of Neoliberalism: Reconsidering the Sociology of Raymond Aron», Journal of Classical Sociology, 16:3 (2016), σ. 261-279.
Tony Just, Postwar: A History of Europe since 1945 (New York: Penguin Press, 2005).
Daniel J. Mahoney, «Aron, Marx, and Marxism: An Interpretation», European Journal of Political Theory, 2:4 (2003), σ. 415-427.
Jan-Werner Muller, «Fear and Freedom: On ‘Cold War Liberalism’», European Journal of Political Theory, 7:1 (2008), σ. 45-64.
Scott B. Nelson, Tragedy and History: The German Influence on Raymond Aron’s Political Thought (Berlina: Peter Lang, 2019).
Giles Scott-Smith, «The Congress for Cultural Freedom, the End of Ideology and the 1955 Milan Conference: ‘Defining the Parameters of Discourse’», Journal of Contemporary History, 37:3 (Jul. 2002), σ. 437-455.
Judith Shklar, «The Liberalism of Fear», Nancy L. Rosenblum (επιμ.), Liberalism and the Moral Life (Harvard University Press, 1989), σ. 21-38.
Iain Stewart, Raymond Aron and Liberal Thought in the Twentieth Century (Cambridge: Cambridge University Press, 2020).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Raymond Aron, Memoirs: Fifty Years of Political Reflection (New York and London: Holmes & Meir, 1990), 313-332.
[ii] Iain Stewart, Raymond Aron and Liberal Thought in the Twentieth Century (Cambridge: Cambridge University Press, 2020)· Scott B. Nelson, Tragedy and History: The German Influence on Raymond Aron’s Political Thought (Berlina: Peter Lang, 2019).
[iii] Judith Shklar, «The Liberalism of Fear», Nancy L. Rosenblum (επιμ.), Liberalism and the Moral Life (Harvard University Press, 1989), σ. 21-38.
[iv] Jan-Werner Muller, «Fear and Freedom: On ‘Cold War Liberalism’», European Journal of Political Theory, 7:1 (2008), σ. 45-64.
[v] Max Weber, Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης (Αθήνα: Δώμα, 2019).
[vi] Scott Nelson και Jose Colen, «Statesmanship and Ethics: Aron, Max Weber, and Politics as a Vocation», στο Jose Colen και Elisabeth Dutartre-Michaut (επιμ.), The Companion to Raymond Aron (New York: Palgrave Macmillan, 2015), σ. 205-216· Peter Breiner, «Raymond Aron’s Engagement with Weber: Recovery or Retreat?», Journal of Classical Sociology, 11:2 (2011), σ. 99-122· Reed Davis, «The Phenomenology of Raymond Aron», European Journal of Political Theory, 2:4 (2003), σ. 401-413.
[vii] Pierre Hassner, «Raymond Aron and Immanuel Kant: Politics Between Morality and History», στο The Companion to Raymond Aron, σ. 197-204.
[viii] Aurelian Craiutu, «Raymond Aron and the Tradition of Political Moderation in France», Raf Geenens και Helena Rosenblatt (επιμ.), French Liberalism from Montesquieu to the Present Day (Cambridge: Cambridge Press, 2012), σ. 271-291.
[ix] C. Wright Mills, The Power Elite (Oxford: Oxford University Press, 1956).
[x]Raymond Aron, «Social Structure and the Ruling Class», μέρη Ι και ΙΙ, The British Journal of Sociology, 1: 1 και 2 (March και June 1950), σ. 1-16 και 126-143.
[xi]Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας (Αθήνα: Scripta, 2001). To κλασικό, πλέον, κείμενο του Berlin «Two Concepts of Liberty», αποτελούσε την εναρκτήρια διάλεξη του Berlin στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στις 31 Οκτωβρίου 1958.
[xii] Raymond Aron, An Essay on Freedom, μτφρ. Helen Weaver (New York: World Publishing Company & New American Library), σ. 159.
[xiii] Raymond Aron, Democracy and Totalitarianism: The Nature of Human Society, μτφρ. Weidenfeld και Nicolson (London and Southampton: The Camelot Press Ltd., 1968), σ. 67-80.
[xiv] Aron, An Essay on Freedom, σ. 55, 82 και 157-159.
[xv] Daniel J. Mahoney, «A Liberal and a Classic: Pierre Manent’s Neo-Aristotelian Reading of Raymond Aron», Perspectives on Political Science, 45:4 (Sep. 2016), σ. 230-236.
[xvi] Τα έργα των Leo Strauss, Eric Voegelin, Hannah Arendt και Κορνήλιου Καστοριάδη είναι ενδεικτικά των προσεγγίσεων αυτών.
[xvii] Raymond Aron, Liberté et égalité (Paris: EHESS, 2013).
[xviii] Η πρόσληψη του Μαρξ από τον Aron δεν έχει μέχρι στιγμής αναλυθεί και ερμηνευτεί συστηματικά, παρά μόνο με τη μορφή μικρών άρθρων-μελετών. Ένα τέτοιο έργο θα αναδείκνυε όχι μόνο την εμβρίθεια της ενασχόλησης του Aron με τον Μαρξ, αλλά κατά την άποψή μας, θα συνεισέφερε ουσιαστικά στις ευρύτερες μαρξικές σπουδές κατά τον 20ο αιώνα. Πρβλ. Daniel J. Mahoney, «Aron, Marx, and Marxism: An Interpretation», European Journal of Political Theory, 2:4 (2003), σ. 415-427· Max Likin, «’Nothing Fails Like Success’: The Marxism of Raymond Aron», French Politics, Culture & Society, 26:3 (Winter 2008), σ. 43-60.
[xix] Tony Just, Postwar: A History of Europe since 1945 (New York: Penguin Press, 2005), σ. 360-389.
[xx] Raymond Aron, «The Liberal Definition of Liberty: Concerning Hayek’s The Constitution of Liberty, στο Daniel J. Mahoney (επιμ.), In Defense of Political Reason (Oxford: Rowman & Littlefield, 1994), σ. 73-91· Nicholas Gane, «In and Out of Neoliberalism: Reconsidering the Sociology of Raymond Aron», Journal of Classical Sociology, 16:3 (2016), σ. 261-279.
[xxi] Raymond Aron, The Opium of the Intellectuals, μτφρ. Terence Kilmartin (New York: W.W. Norton & Company, 1962), σ. 266-267.
[xxii] Για μια εξιστόρηση της σχέσης του Camus με τον Sartre, και τον ρόλο του Ψυχρού Πολέμου στην τελική τους ρήξη πρβλ. τη διεξοδική ανάλυση στο Ronald Aronson, Camus and Sartre: The Story of a Friendship and the Quarrel that Ended it (Chicago: University of Chicago Press, 2004).
[xxiii] Aron, Memoirs, 327. Πρόκειται για το Introduction à la Philosophie de l’ Historie: Essai sur les Limites de l’ Objectivité Historique (Paris: Gallimard, ‘Bibliothèque des Idées’, 1938), το οποίο συζητούσε τις μεθοδολογικές και επιστημολογικές προϋποθέσεις της κατανόησης του παρελθόντος από τις κοινωνικές επιστήμες, ιδίως τις επιστήμες της ιστορίας και της κοινωνιολογίας.
[xxiv] Όλες αυτές οι θέσεις αναλύονται διεξοδικά στο ογκώδες Paix et Guerre Entre les Nations. Πρβλ. επίσης: Reed M. Davis, A Politics of Understanding: The International Thought of Raymond Aron (Louisiana State University Press 2009· και την εξαιρετική ανάλυση στο Bryan-Paul Frost, «Realism Meets Historical Sociology: Raymond Aron’s Peace and War», στο Henrik Bliddal, Casper Sylvest και Peter Wilson (επιμ.), Classics of International Relations: Essays in Criticism and Appreciation (New Yprk: Routledge, 2013), σ. 99-108.
[xxv] Raymond Aron, Thinking Politically: A Liberal in the Age of Ideology (New Brunswick and London: Transaction Publishers, 1997, σ. 140-141.
[xxvi] Raymond Aron, «Clausewitz’s Conceptual System», Armed Forces and Society, 1:1 (November 1974), σ. 49-59.
[xxvii] Raymond Aron, «The Evolution of Modern Strategic Thought», The Adelphi Papers, 9:54 (1969), σ. 1-17· Barry Cooper, «Raymond Aron and Nuclear War», Journal Of Classical Sociology, 11:2 (2011), σ. 203-224.
[xxviii] Raymond Aron, Le Grand Schisme (Paris: Gallimard, 1948)
[xxix] Joel Mouric, «Raymond Aron and the Idea of Europe», στο Olivier Schmitt (επιμ.), Raymond Aron and International Relations (New York: Routledge, 2018), σ. 112-125.
[xxx] Giles Scott-Smith, «The Congress for Cultural Freedom, the End of Ideology and the 1955 Milan Conference: ‘Defining the Parameters of Discourse’», Journal of Contemporary History, 37:3 (Jul. 2002), σ. 437-455.
[xxxi] Για μια εμβριθή ανάλυση των τριών ειδών πολέμου που χαρακτήριζαν τον μεταπολεμικό κόσμο και τις προκλήσεις που εγείρονταν για τη Δύση πρβλ. Raymond Aron, «The Anarchical Order of Power», Daedalus, 95:2 (Spring 1966), σ. 479-502. Τα τρία είδη πολέμου, κατά τον Aron, ήταν: α) συμβατικός πόλεμος (σύγκρουση Ισραήλ-Αράβων), 2) το αντάρτικο (Αλγερία και Βιετνάμ), 3) ο «μη πόλεμος» (πυρηνικός).
[xxxii] Raymond Aron, Plaidoyer pour l’ Europe Décadente (Paris: Laffont, 1977) [Συνηγορία για την Ευρώπη που παρακμάζει, 2 τόμ. Σιδέρης, 1980].
[xxxiii] Στο βιβλίο του Ni Droite, Ni Gauche. L’ Idéologie Fasciste en France (Paris: Editions du Seuill, 1983).