Γιάννης Μουρέλος
Η Γαλλική παρουσία στην Αμερικανική Ήπειρο (16ος – 18ος αι.).
Μέρος Α’: Γέννηση και απόγειο της Νέας Γαλλίας
Αφιερώνεται στους Αντώνη Μαγγανά και Όλγα Μαγγανά-Βουγιούκα, ως έκφραση ευαρέσκειας για τη φιλία μιας ολόκληρης ζωής
Προοίμιο: «Vive le Québec libre!»
Στις 24 Ιουλίου 1967, δέκα μόλις ημέρες έπειτα από τον εορτασμό της επετείου της κατάληψης της Βαστίλλης, ο στρατηγός Charles de Gaulle, πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, αναφώνησε από τον εξώστη του Δημαρχιακού Μεγάρου του Μοντρεάλ, μπροστά σε ένα συγκεντρωμένο πλήθος, που παραληρούσε από ενθουσιασμό, μια φράση, η οποία πέρασε στην Ιστορία: “Ζήτω το ελεύθερο Κεμπέκ!”. Η φράση αυτή, υπήρξε η αιτία πρόκλησης διπλωματικού επεισοδίου ανάμεσα στη Γαλλία και τον Καναδά. Ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης Lester Bowles Pearson, δήλωσε δημόσια την επομένη πως “Οι Καναδοί δεν νοιώθουν την παραμικρή ανάγκη να ελευθερωθούν”. Όσο για τον ίδιο τον στρατηγό, από τη στιγμή που θεωρήθηκε από τις καναδικές αρχές ως persona non grata, αναγκάστηκε να διακόψει εσπευσμένα την επίσκεψη και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η πρωτοβουλία του de Gaulle, φέρει όλα τα διακριτικά γνωρίσματα ενός αυτοσχεδιασμού, υπό την επήρεια του παρορμητισμού και της συγκίνησης της στιγμής. Ωστόσο, εάν εξετάσει κανείς λεπτομερέστερα το όλο περιστατικό, θα διαπιστώσει την ύπαρξη ενός μεθοδευμένου σχεδιασμού και μιας αποκρυσταλλωμένης βούλησης. Η επίσκεψη στον Καναδά έλαβε χώρα σε μια στιγμή, κατά την οποία το αυτονομιστικό κίνημα υπέρ της απόσχισης της επαρχίας του Κεμπέκ από τον εθνικό κορμό βρισκόταν σε έξαρση. Κατά δεύτερο λόγο, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας απέφυγε να μεταβεί αεροπορικώς στον Καναδά. Το εθιμοτυπικό πρωτόκολλο προέβλεπε πως, σε παρόμοια περίπτωση, το προεδρικό αεροσκάφος όφειλε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Οττάβας, της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας. Αντ αυτού, επελέγη ο διάπλους δια θαλάσσης, που μετέφερε τον στρατηγό στο σημείο ακριβώς, από το οποίο επιθυμούσε να ξεκινήσει την επίσκεψη: την Πόλη του Κεμπέκ, καρδιά της ομώνυμης γαλλόφωνης επαρχίας.

Ακόμα πιο αποκαλυπτική υπήρξε η εξομολόγηση του de Gaulle προς τον γαμπρό του, στρατηγό Alain de Boissieu, επί της φρεγάτας Colbert, που τον μετέφερε στον Καναδά: “Προτίθεμαι να καταφέρω ένα ισχυρό πλήγμα, που θα ανάψει τα αίματα. Είναι, όμως, απαραίτητο. Πρόκειται για την ύστατη ευκαιρία να εξομαλυνθεί η λιποψυχία της Γαλλίας”.¹ Καθ όλη τη διάρκεια της μετάβασης από την Πόλη του Κεμπέκ προς το Μοντρεάλ, η προεδρική αυτοκινητοπομπή αναγκάστηκε να προβεί σε συνεχείς στάσεις, εξαιτίας της ενθουσιώδους υποδοχής από το πλήθος. Σε κάθε περίπτωση, ο de Gaulle προχωρούσε σε δηλώσεις, οι οποίες προσλάμβαναν ολοένα και περισσότερο εμπρηστικό χαρακτήρα (“Βλέπω μπροστά μου τον γαλλικό Καναδά. Είστε τμήμα του γαλλικού λαού. Ως Καναδοί-Γάλλοι, Γάλλοι-Καναδοί, πρέπει να ορίζετε μόνοι σας το δικό σας πεπρωμένο”, “Ό,τι και αν συνέβη στο παρελθόν, ζούμε πλέον στην εποχή, κατά την οποία το Κεμπέκ, ο γαλλικός Καναδάς, μετατρέπεται σε κυρίαρχο του εαυτού του, προς όφελος του Καναδά ολόκληρου”).²
Όταν η πομπή έφτασε στο Δημαρχιακό Μεγαρο του Μοντρεάλ στις 19.30 μ.μ., είχαν συγκεντρωθεί ήδη επιτόπου περί τα 15.000 άτομα. Το πρόγραμμα προέβλεπε έναν χαιρετισμό του πλήθους από τον εξώστη, όχι, όμως, εκφώνηση λόγου. Ο δήμαρχος, Jean Drapeau, φοβούμενος προφανώς τα χειρότερα, είχε φροντίσει να απενεργοποιήσει όλα τα μικρόφωνα. Ωστόσο, τα άτομα της προεδρικής συνοδείας ανακάλυψαν ένα μικρόφωνο (δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα εάν επρόκειτο περί ευτυχούς συγκυρίας ή εάν σκοπίμως βρισκόταν παραπεταμένο εκεί), το συνέδεσαν και ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας απευθύνθηκε προς το πλήθος με τα εξής λόγια: “Θα σας αποκαλύψω ένα μυστικό, που δεν πρόκειται να επαναλάβετε. Απόψε, εδώ, όπως και καθ όλη τη διαδρομή νωρίτερα, βίωσα μια ατμόσφαιρα του ιδίου είδους με εκείνη της απελευθέρωσης [του 1944]. Διαπίστωσα σήμερα την τεραστίων διαστάσεων προσπάθεια προς την πρόοδο, την ανάπτυξη και, κατά συνέπεια, προς την απελευθέρωση, στην οποία έχετε προβεί. Αυτό πρέπει να το πω εδώ, στο Μοντρεάλ. Γιατί αν υφίσταται στον κόσμο μια πόλη υποδειγματική ως προς τα σύγχρονα επιτεύγματά της, αυτή είναι η δική σας! Και επιτρέψτε μου να προσθέσω: είναι και η δική μας! Η αφυπνισθείσα Γαλλία σας περιβάλλει με την εμπιστοσύνη της. Πρέπει να γνωρίζετε την αγάπη της για τους Γάλλους του Καναδά…Ιδού τι ήρθα να σας πω απόψε, προσθέτοντας πως παίρνω μαζί μου από αυτή την ανεπανάληπτη σύναξη, μια αξέχαστη ανάμνηση. Η Γαλλία γνωρίζει, βλέπει, αφουγκράζεται τα όσα συμβαίνουν εδώ. Ζήτω το Μοντρεάλ, Ζήτω το Κεμπέκ, Ζήτω το ελεύθερο Κεμπέκ, Ζήτω ο γαλλικός Καναδάς, Ζήτω η Γαλλία!”.³ O ενθουσιασμός του πλήθους υπήρξε απερίγραπτος, η δε αμηχανία των Καναδών επισήμων (ακόμα και του φίλα προσκείμενου πρωθυπουργού του Κεμπέκ, Daniel Johnson) έκδηλη. Η συνέχεια είναι γνωστή.
« Vive le Québec libre ! » – Karambolage – ARTE
Λίγους μήνες αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, που παραχώρησε στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων, ο de Gaulle προσδιόρισε περισσότερο τη θέση του: “Οι Γάλλοι υπήρξαν εκείνοι, οι οποίοι εδώ και δυόμισι αιώνες, έως το 1763 ανακάλυψαν, κατοίκησαν και διοίκησαν τον Καναδά. Πριν από 204 χρόνια, η γαλλική κυβέρνηση, έχοντας δεχτεί ισχυρά πλήγματα [στην Ευρώπη], εξαιτίας των οποίων βρισκόταν σε αδυναμία να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Άγγλων στην Αμερική, θεώρησε πως έπρεπε να αποσυρθεί από εκεί, εγκαταλείποντας 60.000 συμπατριώτες της… Οι Άγγλοι, οι οποίοι έκτοτε ασκούσαν στον Καναδά την εξουσία, τη διοίκηση, την οικονομία, το εμπόριο, την εκπαίδευση και έλεγχαν τον στρατό, προέβησαν σε συνεχόμενες προσπάθειες, μέσω κολακείας ή πειθούς, με στόχο να κάνουν τους Γάλλους Καναδούς να απαρνηθούν την ταυτότητά τους… Τα πάντα έδειχναν πως οι τελευταίοι θα αφομοιώνονταν. Κι όμως, χάρη σε ένα θαύμα ζωτικότητας, ενεργητικότητας και πίστης, ένα γαλλικό έθνος, τμήμα του λαού μας, κάνει σήμερα αισθητή την παρουσία του στον Καναδά και έχει την απαίτηση να αναγνωριστεί ως τέτοιο. Οι 60.000, οι οποίοι παρέμειναν τότε επιτόπου, έχουν φτάσει σήμερα τα 6 εκατομμύρια και παραμένουν Γάλλοι όσο ποτέ άλλοτε… Ουδείς μπορεί να φανταστεί το μέγεθος του κύματος πίστης και ελπίδας, που ξεσήκωσε τον πληθυσμό ολάκερου του Κεμπέκ στο πέρασμα του προέδρου της Δημοκρατίας. Από την πόλη του Κεμπέκ έως το Μοντρεάλ, σε αυτά τα 250 χιλιόμετρα κατά μήκος του ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου, στα οποία οι Γάλλοι του Καναδά προσέδωσαν το όνομα “Βασιλική Οδός” (“Voie Royale”), επειδή επί γενεές ολόκληρες οι πατέρες τους ήλπιζαν να δουν κάποτε έναν αρχηγό κράτους της Γαλλίας να διασχίζει, χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν συγκεντρωθεί προκειμένου να αναφωνήσουν “Ζήτω η Γαλλία”, κουνώντας εκατοντάδες χιλιάδες τρίχρωμες [γαλλικές] σημαίες και σημαίες του Κεμπέκ με πλήρη απουσία οποιουδήποτε άλλου συμβόλου… Στο Μοντρεάλ, τη δεύτερη μεγαλύτερη γαλλική πόλη του κόσμου, καταληκτικό σημείο της περιοδείας μου, το ξέσπασμα του απελευθερωτικού πάθους ήταν τέτοιο, που η Γαλλία είχε ιερό καθήκον να ανταποκριθεί επίσημα και δίχως περισπασμούς. Αυτό ακριβώς έπραξα…”.⁴
Charles de Gaulle, Elysée, 27 novembre 1967 (Québec)
Βρισκόμαστε, συνεπώς, μπροστά σε ένα διπλό φαινόμενο ρήξης με το πρόσφατο παρελθόν συνάμα όμως και αποκατάστασης της ιστορικής συνέχειας. Για πρώτη φορά, η κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας της Γαλλίας επιλέγει να πάρει εκδίκηση για την ήττα του 1763, παραγκωνίζοντας τις ευαισθησίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Οττάβας, καθώς και εκείνων του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον.⁵ Από την άλλη πλευρά, είμαστε μάρτυρες μιας ενέργειας εξαγνισμού της επίσημης Γαλλίας για τη στάση, την οποία επί δυο αιώνες, είχε υιοθετήσει έναντι των ομοεθνών της του Καναδά. Τί ήταν, όμως, εκείνο, που είχε πείσει τον πρόεδρο de Gaulle να ξεπληρώσει, με αρκετά ριψοκίνδυνο τρόπο είναι αλήθεια, το ηθικό χρέος, το οποίο αισθανόταν πως είχε και να αξιοποιήσει, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο ίδιος, την ύστατη ευκαιρία να εξομαλυνθεί η λιποψυχία της Γαλλίας; Ιδού το ιστορικό της όλης υπόθεσης.
1. Οι τρεις αποστολές του Jacques Cartier και η ίδρυση της πρώτης αποικίας (1534 – 1543)
O πρώτος Ευρωπαίος, ο οποίος περιέγραψε και χαρτογράφησε τον κόλπο και τις ακτές του Αγίου Λαυρεντίου ήταν ο θαλασσοπόρος Jacques Cartier, με καταγωγή από τη γαλλική επαρχία της Βρετάνης. Το 1534, ο βασιλέας Φραγκίσκος Α΄, ανέθεσε στον Cartier την αποστολή να ανακαλύψει ένα δυτικό πέρασμα προς τις πλούσιες αγορές της Ασίας. Ο τελευταίος απέπλευσε από τη γενέτειρά του, τον λιμένα του Saint-Malo, τον Απρίλιο του ιδίου έτους. Έπειτα από έναν εικοσαήμερο διάπλου του Ατλαντικού, εξερεύνησε τμήμα της Νέας Γης και του κόλπου του Αγίου Λαυρεντίου. Ταυτόχρονα ήρθε σε επαφή με αυτόχθονες πληθυσμούς. Στις 24 Ιουλίου, στη θέση της σημερινής πόλης Gaspé, τοποθέτησε έναν σταυρό και παρουσία ενός μικρού αριθμού Ινδιάνων της φυλής Ιροκουά, κατέκτησε την περιοχή στο όνομα του βασιλέα της Γαλλίας. Tον Σεπτέμβριο επέστρεψε στην πατρίδα του, πεπεισμένος πως είχε φτάσει έως τις ακτές της Ασίας.⁶

H αναφορά του κέντρισε το ενδιαφέρον του Γάλλου μονάρχη, ο οποίος τον επιφόρτισε με μια δεύτερη αποστολή για το αμέσως επόμενο έτος, διαθέτοντας αυξημένα μέσα συγκριτικά με την προηγούμενη (τρία πλοία, προσαρμοσμένα στις ανάγκες για πλου σε ποταμό και 110 άνδρες) για περαιτέρω εξερεύνηση της περιοχής. Ο Cartier έφτασε στον κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου και εισήλθε στον ποταμό. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1535, έφτασε στη θέση Stadacona, όπου βρίσκεται σήμερα η Πόλη του Κεμπέκ. Ανεβαίνοντας τον ποταμό, συνέχισε έως τη θέση Hochelaga, την τοποθεσία του Μοντρεάλ, όπου έφτασε τον Οκτώβριο. ΄Εχοντας προηγουμένως, κληθεί να αντιμετωπίσει έναν βαρύ χειμώνα, την απώλεια του ενός τετάρτου των πληρωμάτων από σκορβούτο, τέλος, επιδείνωση των σχέσεων με τους ιθαγενείς, ο Cartier απέπλευσε τον Μάϊο του 1536 για τη Γαλλία, απαγάγοντας 12 Ινδιάνους (μεταξύ των οποίων τον αρχηγό της τοπικής φυλής, Donnacona και τους δυο γιούς του τελευταίου, Domagaya και Taignoagny), προκειμένου να εξάρουν ιδίοις στόμασι στον βασιλέα της Γαλλίας τα πλούτη και τις απεριόριστες δυνατότητες αξιοποίησης της περιοχής.

Η τρίτη αποστολή (1541 – 1542), υπήρξε, μακρόθεν, η πλέον φιλόδοξη. Το διακύβευμα, δεν ήταν η αναζήτηση του βορειοδυτικού περάσματος, αλλά ο εποικισμός της περιοχής. Ωστόσο, παρά τις αρχικές διακηρύξεις του Φραγκίσκου Α΄, η ηγεσία της αποστολής ανατέθηκε στον Jean-François de La Roque de Roberval, έναν Ουγενότο αυλικό και προσωπικό φίλο του βασιλέα. Στον Cartier ανατέθηκαν απλώς καθήκοντα αρχιπλοηγού. Αν και βαθιά απογοητευμένος, ο τελευταίος δέχτηκε να λειτουργήσει ως προπομπός του κυρίου σώματος της αποστολής. Στις 23 Μαίου απέπλευσε από το Saint-Malo, επικεφαλής πέντε πλοίων. Φτάνοντας στη Stadacona και διαπιστώνοντας τις, μάλλον απειλητικές προθέσεις των ιθαγενών, προτίμησε να εγκαθιδρύσει την αποικία λίγο μακρύτερα, στην ευκολότερα προστατεύσιμη θέση, όπου σήμερα υφίσταται το προάστιο της πόλης του Κεμπέκ, Cap-Rouge. Οι άποικοι και τα κοπάδια, έπειτα από μια κοπιώδη τρίμηνη διαμονή επάνω στα πλοία, αποβιβάστηκαν στην ακτή όπου και εγκαταστάθηκαν. Η περιοχή οχυρώθηκε και ονομάστηκε Charlesbourg-Royal. Πρόκειται για την πρώτη αποικία στον Καναδά. Ο χειμώνας του 1541 – 1542 χαρακτηρίστηκε από περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων με τους Ινδιάνους. Πέραν από την αμοιβαία καχυποψία, εκδηλώθηκαν φαινόμενα βίας, καθώς υπολογίζεται πως 35, περίπου, άποικοι απώλεσαν τη ζωή τους από επιθέσεις των Ιροκουά. Ήταν διάχυτη η αίσθηση πως ο Cartier στερείτο δυνάμεων για την υπεράσπιση της θέσης και για την εξερεύνηση της γύρω περιοχής. Εξουθενωμένος και απογοητευμένος, πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Τον Ιούνιο του 1542, στα ανοικτά της Νέας Γης, συναντήθηκε με το κύριο σώμα της αποστολής. Παρά τις πιεστικές παροτρύνσεις να επιστρέψει στο Charlesbourg-Royal, ο Cartier αναχώρησε για τη Γαλλία. Τη διοίκηση της αποικίας ανέλαβε ο Roberval προσωπικά. Ωστόσο, ο συνδυασμός επιδημιών, δυσμενών καιρικών συνθηκών και εχθρικής συμπεριφοράς των ιθαγενών οδήγησε στη διάλυσή της, το 1543. Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα ολόκληρα χρόνια έως ότου ιδρυθεί νέα αποικία στον Καναδά. Τον Αύγουστο του 2006, ο πρωθυπουργός του Κεμπέκ Jean Charest, ανακοίνωσε τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης του Charlesbourg-Royal από τους αρχαιολόγους. Τα ευρήματα μπορεί να είναι πενιχρά, δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν αδειάσειστα τεκμήρια της πρώτης γνωστής αποικίας Ευρωπαίων στον Καναδά, έπειτα από εκείνη των Vikings στη Νέα Γη (περί το έτος 1000).

Παρά το άδοξο τέλος της αποστολής, η κληρονομιά, που άφησε πίσω του ο Cartier, πέρασε επάξια στην Ιστορία. Έχοντας εξερευνήσει και χαρτογραφήσει τις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου, υπήρξε αυτός που άνοιξε τον μεγαλύτερο δίαυλο διείσδυσης σε ολόκληρη τη Βόρειο Αμερική. Ίδρυσε την πρώτη αποικία και σε αυτόν ο Καναδάς οφείλει το όνομά του. Συγκεκριμένα, η ετυμολογία προέρχεται από τη λέξη “kanata”, η οποία στη διάλεκτο των Χιούρον και των Ιροκουά σημαίνει χωριό, συγκρότημα κατοικιών ή, απλά, έδαφος. Ο Cartier, πρώτος, ονόμασε Καναδά την ευρύτερη περιοχή της Stadacona και Καναδούς τους ιθαγενείς, που συνάντησε εκεί.
2. Δημιουργία και επέκταση της Νέας Γαλλίας (1608 – 1754)
Ως Νέα Γαλλία ονομάστηκε το σύνολο των γαλλικών αποικιών της ηπειρωτικής Βορείου Αμερικής. Αρχικά συμπεριλάμβανε τις ακτές του Αγίου Λαυρεντίου, τη Νέα Γη και την Ακαδία (σημερινή Νέα Σκωτία με πρόσβαση στον Ατλαντικό Ωκεανό). Με την πάροδο του χρόνου, η Νέα Γαλλία επεκτάθηκε σταδιακά και πέρα των Απαλαχίων Ορέων μέχρι των κόλπο του Μεξικού. Το όνομα Νέα Γαλλία (Gallia Nova) πρωτοεμφανίστηκε το 1529 σε ένα χάρτη του μοναχού Giovanni da Verrazano, ο οποίος, το 1524, δέκα χρόνια πριν από την άφιξη του Cartier, είχε εξερευνήσει για λογαριασμό της Γαλλίας τις ακτές της Βορείου Αμερικής. Ως ημερομηνία ίδρυσης υπολογίζεται η εγκατάσταση, από τον Cartier, της εφήμερης αποικίας Charlesbourg-Royal. Ουσιαστικά, ωστόσο, η Νέα Γαλλία άρχισε να υφίσταται από το 1608, όταν ένας άλλος θαλασσοπόρος, εξερευνητής, χαρτογράφος, γεωγράφος και στρατιωτικός, ο Samuel de Champlain (1567 – 1635) ίδρυσε την αποικία του Κεμπέκ στην ακριβή θέση της σημερινής ομώνυμης πόλης, εκεί όπου ο ποταμός στενεύει. Άλλωστε, ο Champlain είναι εκείνος που θεωρείται ως πατέρας της Νέας Γαλλίας. Όχι μόνο από τότε οι Γάλλοι εγκαταστάθηκαν σε μόνιμη κλίμακα στο Καναδά, αλλά με τις συνεχείς διευρύνσεις των ορίων της αποικίας τους, έφτασαν, έως τις αρχές του 18ου αιώνα, να ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα του ανατολικού ημίσεως των σημερινών ΗΠΑ.
Σε ένα αρχικό στάδιο, η Νέα Γαλλία δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα άθροισμα εμπορικών σταθμών (colonies de comptoir) εφήμερης διάρκειας, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της αλιείας και του εμπορίου της γούνας με τους ιθαγενείς. Οι προσωρινοί κάτοικοι, μόλις εξασφάλιζαν τα όσα είχαν ανάγκη, εγκατέλειπαν το έδαφος της Νέας Γαλλίας επιστρέφοντας με την πραμάτειά τους στη Μητρόπολη. Τη διοίκηση των εμπορικών αυτών σταθμών ασκούσαν οι πολυάριθμες αποικιακές εταιρείες, οι οποίες σφυρηλατήθηκαν στη Γαλλία έχοντας επιλέξει ως πρότυπο την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Verenigde Oost Indische Compagnie). Το 1617, ο Louis Hébert, ένας φαρμακοποιός από το Παρίσι, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Marie Rollet και τα τρία παιδιά τους, εγκαταστάθηκαν σε μόνιμη βάση στο Κεμπέκ. Θεωρούνται οι πρώτοι άποικοι της Νέας Γαλλίας.

Όταν, περί το 1750, η Νέα Γαλλία γνώρισε το γεωγραφικό της απόγειο, περιλάμβανε πέντε αποικίες, κάθε μια από τις οποίες διέθετε ξεχωριστή περιφερειακή διοίκηση: Καναδάς, Ακαδία, Κόλπος του Χάντσον (Βaie d’ Hudson), Νέα Γη και Πλεζάνς (Terre -Neuve et Plaisance) και Λουιζιάνα. Κάλυπτε μια αχανή έκταση 8 εκατομ. τετρ. χλμ. και αριθμούσε μόλις 70.000 πληθυσμό. Με γνώμονα τα σημερινά διοικητικά δεδομένα, η Νέα Γαλλία περιλάμβανε το σύνολο ή τμήμα επτά επαρχιών του Καναδά (Manitoba, New Brunswick, New Foundland and Labrador, Nova Scotia, Québec, Ontario, Saskatchewan) και 22 πολιτειών των ΗΠΑ (Αlabama, Arkansas, Illinois, Iowa, Indianna, Kansas, Kentucky, Louisiana, Michigan, Minnesota, Mississippi, Missouri, New York, North Dakota, Ohio, Oklahoma, Pennsylvania, South Dakota, Tennessee, Texas, West Virginia, Wisconsin). Προς ανατολάς, οι γαλλικές κτήσεις εφάπτονταν με τις 13 βρετανικές αποικίες, προς νότο με εκείνες της Νέας Ισπανίας, προς βορρά και προς δυσμάς με ανεξερεύνητες, ακόμη, εκτάσεις.
Tο 1627, ο καρδινάλιος Richelieu ίδρυσε την Εταιρεία της Νέας Γαλλίας (Compagnie de la Nouvelle-France) ή Εταιρεία των Εκατό Συνεταίρων (Compagnie des Cent-Associés). Ο καθένας από τους εκατό μετόχους (μεταξύ των οποίων ο ίδιος ο καρδινάλιος καθώς και ο ιδρυτής της Νέας Γαλλίας, Samuel de Champlain), προσκόμιζε το ποσό των 3.000 λιρών, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, στην Εταιρεία ένα επαρκές αποθεματικό, προκειμένου να μπορέσει να δραστηριοποιηθεί. Η τελευταία, εισήγαγε στη Νέα Γαλλία το σώμα των νόμων (Coutume de Paris), βάσει των οποίων ασκείτο από το 1510 και κατόπιν η διοίκηση στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού. Ο βασιλιάς της είχε εκχωρήσει επ’ αόριστον το μονοπώλιο κάθε είδους εμπορίου, πλην εκείνου της γούνας, για το οποίο είχε οριστεί χρονικός ορίζοντας 15 ετών. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, η Εταιρεία φρόντισε να διεκπεραιώσει τις δεσμεύσεις της: μεταφορά και εγκατάσταση σε μόνιμη κλίμακα 4000 αποίκων, ανάληψη και άσκηση της διοίκησης, παροχή στρατιωτικής προστασίας, τέλος, καλλιέργεια καλών σχέσεων με τους ιθαγενείς.⁷
Το 1663, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ αποφάσισε τη διάλυση της Εταιρείας, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διοίκηση της Νέας Γαλλίας μέσω ενός Ύπατου Συμβουλίου (Conseil Souverain). Έκτοτε, η βασιλική εξουσία ασκήθηκε με γνώμονα το παραπάνω σχήμα, εως τη στιγμή της απώλειας της αποικίας το 1760. Το 1664, ένα έτος έπειτα από τη διάλυση της Εταιρείας, ο υπουργός Oικονομικών Jean-Baptiste Colbert, κατόπιν εντολής του μονάρχη, προχώρησε στην ίδρυση της Γαλλικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών (Compagnie française des Indes occidentales) με στόχο την ενίσχυση του μεταναστευτικού ρεύματος με προορισμό τη μεγάλη υπερπόντια αποικία, καθώς και τον αποτελεσματικότερο έλεγχο του εμπορίου. Βρισκόμαστε εν μέσω της εποχής του μερκαντιλισμού, ιδιαίτερα δε, του κολμπερτισμού, μιας παραλλαγής του τελευταίου. Ωστόσο, η εν λόγω Εταιρεία αποδείχτηκε εφήμερης διάρκειας, καθώς μόλις που κατάφερε να συμπληρώσει μια δεκαετία ύπαρξης και λειτουργίας προτού πάψει να υφίσταται.⁸

Ο Καναδάς ήταν η σημαντικότερη από τις πέντε αποικίες. Η Πόλη του Κεμπέκ, η πρωτεύουσά του, ήταν συνάμα και διοικητική πρωτεύουσα ολόκληρης της Νέας Γαλλίας. Δεύτερη σε μέγεθος αποικία, τελευταία, όμως, κατά χρονολογική σειρά, ήταν η Λουιζιάνα, η οποία κάλυπτε τη λεκάνη του Μισισιππή, από τις πηγές έως τις εκβολές του τελευταίου. Εκτεινόταν από τις Μεγάλες Λίμνες έως τον κόλπο του Μεξικού και από τα Απαλάχια έως τα Βραχώδη Όρη. Ανακαλύφτηκε το 1673 από τον Louis Jolliet και κατακτήθηκε εννέα χρόνια αργότερα, το 1682 από τον Cavelier de la Salle. H αποικία της Λουιζιάνας ιδρύθηκε το 1699 από τον Pierre Le Moyne d’ Iberville και οφείλει το όνομά της στον ηγεμόνα της Γαλλίας, τον βασιλέα Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ήταν χωρισμένη σε δυο διοικητικές περιφέρειες: την Άνω Λουιζιάνα (την κοιλάδα του Οχάϊο, όπου ευδοκιμούσε το εμπόριο της γούνας) και την Κάτω Λουιζιάνα, γνωστή από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου και βάμβακος. Τελευταία πρωτεύουσα υπήρξε η Νέα Ορλεάνη και συγκεκριμένα η Γαλλική Συνοικία (Vieux Carrée), το σημερινό ιστορικό κέντρο της πόλης, που ιδρύθηκε το 1718.⁹ Ως αποτέλεσμα της ήττας στον Επταετή Πόλεμο, το 1763 η Γαλλία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το ανατολικό τμήμα των εδαφών της Λουιζιάνας στη νικήτρια Βρετανία και παράλληλα εκχώρησε με τη συνθήκη του Φονταινεμπλώ (1762) το δυτικό τμήμα στην Ισπανία. Το 1800, επανέκτησε την κυριότητα των δυτικών εδαφών. Αλλά πιεζόμενος από υποχρώσεις στην Ευρώπη, ο Ναπολέων Βοναπάρτης αποφάσισε να πουλήσει την περιοχή στις ΗΠΑ με την επονομαζόμενη “Αγορά της Λουιζιάνας” του 1803, τερματίζοντας την παρουσία των Γάλλων στην περιοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραχώρησαν μέρος της Αγοράς της Λουιζιάνας στη Μεγ. Βρετανία το 1818.

H Ακαδία, τρίτη σε μέγεθος αποικία της Νέας Γαλλίας, με πρωτεύουσα το Port-Royal, καταλάμβανε το σύνολο των σημερινών επαρχιών Nova Scotia και New Brunswick του Καναδά και της πολιτείας Maine των ΗΠΑ. To 1713, με βάση τις διατάξεις της συνθήκης της Ουτρέχτης, η Ακαδία παραχωρήθηκε στη Μεγ. Βρετανία. Εξαίρεση αποτέλεσαν τα δυο νησιά Isle Royale και Isle Saint-Jean στην είσοδο του κόλπου του Αγίου Λαυρεντίου, κοντά στις εκβολές του ποταμού. Το όνομα Ακαδία συνέχισε να ισχύει για τις εναπομείνασες περιοχές. Νέα πρωτεύουσα ορίστηκε η οχυρή θέση Λούισμπουργκ, έως την οριστική απώλεια της αποικίας, μετά το πέρας του Επταετούς Πολέμου. Η ιστορία της Ακαδίας και των κατοίκων της σημαδέυτηκε από ένα άλλο γεγονός: εκείνο του ομαδικού εκτοπισμού, στον οποίο προέβη η βρετανική διοίκηση το 1755. Παρά το γεγονός ότι από το 1713 ήδη, το μεγαλύτερο τμήμα της αποικίας είχε εκχωρηθεί στους Βρετανούς, ο γαλλόφωνος πληθυσμός αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα εδάφη και να αποσυρθεί στις παρακείμενες δυο νήσους, που είχαν παραμείνει υπό γαλλικό έλεγχο. Στα σαράντα έτη που μεσολάβησαν, οι Ακαδιανοί μεγαλούργησαν, καθιστώντας καλλιεργήσιμες μεγάλες εκτάσεις, χάρη στα φράγματα, τα οποία κατασκεύασαν. Ο αιφνιδιασμός της βρετανικής διοίκησης, η οποία προσέβλεπε στην εθελούσια αποχώρηση των κατοίκων και στον εποικισμό της περιοχής από πληθυσμό, προερχόμενο από τις γειτονικές δεκατρείς βρετανικές αποικίες της Νέας Αγγλίας, υπήρξε έκδηλος. Με την πάροδο του χρόνου, η παρουσία και προκοπή των Ακαδιανών άρχισε να γίνεται ενοχλητική. Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα προέκυψε από τους δημογραφικούς δείκτες. Μεταξύ των ετών 1714 και 1749, ο γαλλικός πληθυσμός αυξήθηκε από 2.528 σε 11.925 (οικογένειες με άνω των δεκαπέντε παιδιών αποτελούσαν συχνό φαινόμενο). Κατά συνέπεια, οι γαλλόφωνοι καθολικοί πολλαπλασιάζονταν ταχύτερα από τους αγγλόφωνους προτεστάντες. Το 1753, ο Charles Lawrence ανέλαβε διοικητής της Νέας Σκωτίας. Ευθύς εξαρχής γνωστοποίησε την πρόθεσή του να εκδιώξει τους Ακαδιανούς. Προβλέποντας πως οι τελευταίοι θα αρνούνταν, έθεσε ως προϋπόθεση για μια παραμονή επιτόπου, τον υποχρεωτικό και άνευ όρων όρκο υποταγής προς τον βασιλέα της Αγγλίας. Η επιχείρηση απέλασης υπήρξε σύντομης διάρκειας και οδήγησε, δυο χρόνια αργότερα, στον ομαδικό εκπατρισμό 10.000 ατόμων. Ο ξεριζωμός αυτός είναι γνωστότερος ως “Μεγάλη Αναστάτωση” (Grand Dérangement).¹º

Από τις υπόλοιπες δυο αποικίες της Νέας Γαλλίας, η πρώτη (Νέα Γη και Πλεζάνς) ήταν περισσότερο γνωστή για τις δυνατότητες που προσέφερε στον τομέα της αλιείας., ειδικότερα γύρω από τη Νέα Γη και την εναπομείνασα μέχρι σήμερα γαλλική κτήση, τo σύμπλεγμα των νήσων Saint-Pierre-et-Miquelon. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Γαλλία διατήρησε το μονοπώλιο της αλιείας στην ευρύτερη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αποποιήθηκε το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα έναντι σημαντικής χρηματικής αποζημίωσης το 1904, στο πλαίσιο της συνομολόγησης του Συμφώνου της Εγκάρδιας Συνεννόησης με τη Μεγ. Βρετανία. Ως προς τη δεύτερη αποικία (Κόλπος του Χάντσον), γνωστή για το εμπόριο γούνας, έπειτα από μακροχρόνια αντιπαράθεση, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ εκχώρησε μεγάλα τμήματα στους Βρετανούς, με την υπογραφή της Συνθήκης της Ουτρέχτης (1713).
Les Grands Explorateurs de la Nouvelle-France (1534-1739)
3. Σχέσεις με τους αυτόχθονες πληθυσμούς
Κατά τα πρώτα έτη ζωής της Νέας Γαλλίας και έως το τέλος του 17ου αιώνα, η καθημερινότητα των αποίκων είχε σημαδευτεί από συνεχείς περιορισμούς: αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες, μεγάλη απόσταση από τη Μητρόπολη, αβέβαιες εμπορικές συναλλαγές εξαιτίας της προηγούμενης παραμέτρου κλπ. Ως εκ τούτου, οι πρώτοι Γάλλοι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να αυτοσυντηρηθούν παράγοντας οι ίδιοι τα προς το ζην, προσαρμόζοντας στη βορειοαμερικανική πραγματικότητα τις μεθόδους καλλιέργειας, που είχαν προσκομίσει από τη γενέτειρά τους, τέλος, συνάπτοντας σχέσεις με τους αυτόχθονες πληθυσμούς και αφομοιώνοντας πολλές από τις συνήθειες των τελευταίων. Γρήγορα, ωστόσο, βρήκαν τον βηματισμό και τους ρυθμούς τους στο Νέο Κόσμο. Κατά τον 18ο αιώνα, το επίπεδο διαβίωσης των αποίκων εθεωρείτο υψηλότερο από εκείνο των κατοίκων της μητροπολιτικής Γαλλίας, ειδικότερα κατά την περίοδο της λεγομένης “Τριακονταετούς Ειρήνης” (1713-1744). Υπήρχε αφθονία ξυλείας για θέρμανση, κυνηγιού και ψαριού για διατροφή, τέλος, οι άποικοι ήταν ιδιοκτήτες της γης, επί της οποίας κατοικούσαν. Η σταθερή, αυτή, ανοδική πορεία ανακόπηκε από τους περισπασμούς, που προκάλεσαν πρώτα ο Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748) και εν συνεχεία ο Επταετής Πόλεμος (1755-1764).¹¹
Ευθύς εξαρχής, οι Γάλλοι άποικοι της Ακαδίας και του Καναδά ήρθαν σε επαφή με τις φυλές των Αμερινδιάνων της περιοχής (Αλγκονκίνοι, Ιροκουά, Μικμάκοι, Μοχώκ και Χιούρον). Ο έλεγχος των δικτύων διακίνησης της γούνας εξελίχθηκε σε διακύβευμα αντιπαράθεσης, καθώς κάθε μια από τις παραπάνω φυλές φιλοδοξούσε να καλλιεργήσει προνομιακές σχέσεις με τους Ευρωπαίους αποίκους. Ο επονομαζόμενος “Πόλεμος της Γούνας” έφερε αντιμέτωπους τους Αλγκονκίνους και τους Χιούρον, συμμάχους των Γάλλων, με την ισχυρή Λίγκα των πέντε εθνών, ένα είδος συνομοσπονδίας που είχαν συγκροτήσει προς δικό τους όφελος οι Ιροκουά, διαθέτοντας την υποστήριξη των Ολλανδών του Νέου Αμστερνταμ (προδρόμου της Νέας Υόρκης) καθώς και των Βρετανών αποίκων της Νέας Αγγλίας. Οι όλο και περισσότερες επιδρομές των Ιροκουά προκάλεσαν την αποστολή στρατευμάτων από τη Γαλλία για την αποκατάσταση της τάξης και τη διασφάλιση της βασιλικής εξουσίας. Το 1690 αποκρούστηκε μια επίθεση κατά της πόλης του Κεμπέκ, με τη συνδρομή των Βρετανών. Τα γαλλικά αντίποινα υπήρξαν βαρύτατα για τους Ινδιάνους. Επιπρόσθετα, η φυλή των Ιροκουά απειλήθηκε με ολοκληρωτικό αφανισμό εξαιτίας επιδημιών, με άμεσο ανασταλτικό αντίκτυπο στην εν γένει δημογραφική τους εξέλιξη. Έτσι, από το 1697 άρχισαν να υιοθετούν περισσότερο διαλακτική στάση. Ο δρόμος για μια γενικευμένη ειρήνη, επωφελή για όλες τις πλευρές, είχε πλέον ανοίξει.
Όλες οι προηγούμενες πρωτοβουλίες για συμβιβασμό είτε δεν είχαν καταφέρει να καρποφορήσουν, είτε είχαν καταλήξει σε εφήμερης διάρκειας εύθραυστες διμερείς συμφωνίες ανάμεσα σε Γάλλους και Αμερινδιάνους ή, ακόμα, ανάμεσα σε Αμερινδιάνους μεταξύ τους. Έχοντας αυτό ακριβώς κατά νου, οι αρχές της Νέας Γαλλίας δρομολόγησαν μια διαδικασία σταδιακών προπαρασκευαστικών διαπραγματεύσεων, ικανών να καταλήξουν σε μια τελική συμφωνία ευρείας αποδοχής. Τον Μάρτιο του 1700, μια πρώτη συνδιάσκεψη έλαβε χώρα εντός του εδάφους των Ιροκουά. Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, στο Μοντρεάλ, υπογράφηκε μια προσωρινή ειρήνη με τη Λίγκα των πέντε εθνών. Ταυτόχρονα, στάλθηκε πρόσκληση προς όλες τις φυλές, που κατοικούσαν πέριξ των Μεγάλων Λιμνών, που σήμερα (με εξαίρεση τη λίμνη Μίσιγκαν) βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά, για συμμετοχή σε μια μεγάλη συνδιάσκεψη με στόχο τη συνομολόγηση μιας τελικής πράξης. Φορείς της πρόσκλησης ήταν Γάλλοι ιερείς και στρατιωτικοί, με διασυνδέσεις στον κόσμο των Αμερινδιάνων. Η συνδιάσκεψη προγραμματίστηκε για το θέρος του 1701.

Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα οι διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την ουδετερότητα των πέντε εθνών Ιροκουά συνεχίστηκαν αδιάλειπτα. Οι πρώτες αντιπροσωπείες για τη μεγάλη συνδιάσκεψη άρχισαν να καταφθάνουν στο Μοντρεάλ στις αρχές του καλοκαιριού. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 21 Ιουλίου και 7 Αυγούστου με τη συμμετοχή 1.300 συνέδρων σε μια πόλη, που αριθμούσε μόλις 1.200 κατοίκους! Σημαδεύτηκαν, μεταξύ άλλων, από τον θάνατο εξαιτίας υψηλού πυρετού του Kondiaronk, αρχηγού της φυλής των Χιούρον, εκ των πρωτοστατών των διαπραγματεύσεων. Η κηδεία του υπήρξε μεγαλοπρεπής με τη συμμετοχή όλων των παρευρισκομένων. Μια μικρή καθυστέρηση, που παρατηρήθηκε ως προς τη διεκπεραίωση των συζητήσεων, οφειλόταν στην υπέρμετρη σχολαστικότητα του Louis-Hector de Callière, Κυβερνήτη της Νέας Γαλλίας, διακαής επιθυμία του οποίου ήταν η συνομολόγηση μιας συμφωνίας δίχως ελαττώματα και ελλείψεις.
Canada A People’s History: Claiming the Wilderness 1670 to 1755
Η Μεγάλη Ειρήνη του Μοντρεάλ (Grande Paix de Montréal) υπογράφηκε στις 4 Αυγούστου 1701. Τρεις όροι αξίζουν μνείας: 1) Όλοι οι αιχμάλωτοι, αυτόχθονες και μη, απελευθερώνονταν. 2) Τα εδάφη, όπου ευδοκιμούσε το κυνήγι, συγχωνεύονταν και αξιοποιούνταν από κοινού από τους αυτόχθονες. 3) Οι φυλές των Αμερινδιάνων δεσμεύονταν να τηρήσουν στάση ουδετερότητας σε περίπτωση ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ των βρετανικών και γαλλικών αποικιών της ευρύτερης περιοχής. Σε αυστηρά διπλωματικό επίπεδο, η Μεγάλη Ειρήνη του Μοντρεάλ αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Β. Αμερικής καθώς, πέρα από την ειρήνευση με τους ντόπιους, περιλαμβάνει διατάξεις (όπως η υπ αρ. 2), οι οποίες εξακολουθούν να τελούν σε ισχύ. Άλλες, πάλι, παραβιάστηκαν στο πλαίσιο των πολέμων, που ακολούθησαν. Το εμπόριο και οι εξερευνητικές αποστολές ξαναβρήκαν το ρυθμό τους. Σε αντιδιαστολή με την πολιτική των Ισπανών στο αμερικανικό Νότο, η οποία προσέβλεπε στην υποδούλωση και αφομοίωση των ιθαγενών πληθυσμών, οι Γάλλοι επέλεξαν τη φωνή της λογικής. Εκείνη της συμβίωσης επ ωφελεία αμφοτέρων των πλευρών. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις, οι άποικοι εντυπωσιάστηκαν από τον τρόπο ζωής των Ινδιάνων, υιοθετώντας δικές τους συνήθειες, όπως αποκαλύπτει η παράδοση των λεγομένων “δρομέων των δασών” (coureurs des bois), ένα είδος μεσαζόντων στον τομέα του εμπορίου της γούνας.¹²

Εν κατακλείδι, από όλα τα κράτη, τα οποία επιδόθηκαν σε μια πολιτική αποικιακής εξάπλωσης, η Γαλλία υπήρξε το μόνο, που δεν προχώρησε σε εξόντωση των ιθαγενών, δεν επιχείρησε να τους καταστήσει σκλάβους ούτε και να τους εγκλωβίσει μέσα σε ρεζέρβες. Το έπραξε ακόμη και για ιδιοτελείς λόγους. Το εμπόριο της γούνας ήταν ο κινητήριος μοχλός της οικονομίας της Νέας Γαλλίας. Ο ρόλος των Αμερινδιάνων ήταν κομβικός στον τομέα αυτόν. Συνεπώς, η καλλιέργεια καλών σχέσεων μαζί τους, λειτουργούσε προς όφελος των ιδίων των Γάλλων. Μόνο έτσι, οι τελευταίοι μπορούσαν να είναι βέβαιοι για την απρόσκοπτη τροφοδοσία σε είδος των αγορών του Μοντρεάλ και του Κεμπέκ και την ασφαλή προώθηση, κατόπιν, του προϊόντος προς τη Μητρόπολη. Επί 150 ολόκληρα χρόνια, η Νέα Γαλλία ενσάρκωνε ένα όνειρο. Το όνειρο της διαβίωσης κάτω από καλύτερες συνθήκες σε ένα νέο, άγνωστο, κόσμο. Το μυστικό της επιτυχίας υπήρξε η καλλιέργεια και διατήρηση καλών σχέσεων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Ως προς αυτό, συνέβαλε τα μέγιστα ο περιορισμένος αριθμός των αποίκων. Δεν προκαλούσε στους ντόπιους την αίσθηση μιας μαζικής έλευσης, με απώτερο στόχο την κατάκτηση. Αντίθετα, η άσκηση ελέγχου επάνω σε μια τεραστίων διαστάσεων περιοχή, δεν ήταν εφικτή παρά μόνο χάρη σε μια αρμονική συνύπαρξη με τους ιθαγενείς. Υπήρχαν, ωστόσο, εγγενή προβλήματα και δυσκολίες. Οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες καθιστούσαν, κατά τους χειμερινούς μήνες, αδύνατη την πρόσβαση δια θαλάσσης στον κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου, όπως και την κυκλοφορία κατά μήκος του ομώνυμου ποταμού. Προς ανατολάς, η ύπαρξη των 13 βρετανικών αποικιών απέκλειε κάθε υπόνοια πρόσβασης στις ακτές του Ατλαντικού. Έτσι εξηγείται η επέκταση της Νέας Γαλλίας προς τη μακρινή Λουιζιάνα και τον κόλπο του Μεξικού. Αντιστρόφως ανάλογα, η μεγάλη γαλλική αποικία παρεμπόδιζε μια βρετανική επέκταση από τις ανατολικές ακτές προς την ενδοχώρα. Σε αντίθεση με τη Νέα Γαλλία, μια αραιοκατοικημένη έκταση, οι γεμάτες δυναμισμό βρετανικές αποικίες ήταν υπερπληθείς. Αριθμούσαν 1 εκατομμύριο κατοίκους έναντι 70.000 Γάλλων μόνο. Επιπρόσθετα, ήταν αδιάκοπτος ο ρυθμός έλευσης, σε αυτές, αποίκων από την Ευρώπη. Συνεπώς, η Νέα Γαλλία ήταν, στην ουσία, μια αποικία, που δεν κόστιζε ακριβά, δεν απέδιδε, ωστόσο πολλά. Σε κάποιο βαθμό λειτουργούσε εν είδει αντιπερισπασμού προς όφελος της Μητρόπολης, απασχολώντας μακριά από το έδαφος της τελευταίας ισχυρά βρετανικά στρατεύματα. Πρόκειται για μια αντίληψη, η οποία έμελλε να επηρρεάσει τα μάλλα τον σχεδιασμό της γαλλικής αποικιακής πολιτικής κατά τα έτη της εμπόλεμης αντιπαράθεσης με τη Μεγάλη Βρετανία, που επρόκειτο να ακολουθήσουν.
Québec, Louisiane – Le Grand Tour
[Συνεχίζεται]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
¹ Dale C. Thomson, Vive le Québec Libre, Toronto, Deneau Publishers, 1988, σ. 199.
² Pierre Godin, Daniel Johnson, τόμος Β΄, La difficile recherche de l’ égalité, Montréal, Les éditions de l’Homme, 1980, σ. 221-223.
³ Alain Peyrefitte, «De Gaulle: Il y aura une République française du Canada», Les cahiers d’histoire du Québec au XXe siècle, no 7 (printemps 1997), σ. 13-22.
⁴ https://degaulle.fondationlionelgroulx.org/discours-31.html
⁵ Για μια γενικότερη επισκόπηση της επίσκεψης του στρατηγού De Gaulle στο Κεμπέκ, βλ. Sylvie Guillaume, “Le général de Gaulle et le Québec”, Espoir, αρ. 70, 1990.
⁶ Patricia Seed, Ceremonies of Possession in Europe’s Conquest of the New World: 1492-1640, Cambridge University Press, 1995, σ. 56. Για μια αναλυτική προσέγγιση βλ. Jacques Cartier, [Ramsay Cook, ed.], The Voyages of Jacques Cartier, Toronto, University of Toronto Press και Fernand Braudel – Michel Mollat du Jourdin, Le monde de Jacques Cartier: l’ aventure au XVIe siècle, Paris, Berget-Levrault, 1995.
⁷ Marcel Trudel, The beginnings of New France 1524-1663, Toronto, McClelland and Stewart, 1973, σ.249.
⁸ Βλ.σχετικά, Édits, ordonnances royaux, déclarations et arrêts du Conseil d’État du roi, concernant le Canada, P.E. Desbarats, 1803
⁹ Για μια διεξοδική προσέγγιση της ιστορίας της Γαλλικής Λουιζιάνας βλ. το τετράτομο έργο του Marcel Giraud, Histoire de la Louisiane française (1698–1723), Paris, Presses Universitaires de France, 1953–1974 και Bernard Lugan, Histoire de la Louisiane française (1682–1804), Paris, Perrin, 1994.
¹º Για τον μαζικό εκτοπισμό των κατοίκων της Ακαδίας βλ. Naomi Griffiths, The Contexts of Acadian History, 1686-1784, Montréal, McGill-Queen’s University Press, 1992 και Lockerby W. Earle, «Le serment d’allégeance, le service militaire, les déportations et les Acadiens: opinions de France et de Québec aux 17e et 18e siècles», στο Acadiensis, vol. xxxvii, no 1, hiver/printemps 2008, σ. 149-171.
¹¹ Για την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Νέας Γαλλίας βλ. Raymond Douville – Jacques Donat Casanova, La vie quotidienne en Nouvelle France. Le Canada de Champlain à Montcalm, Paris, Hachette, 1964.
¹² Σχετικά με τη Μεγάλη Ειρήνη του Μοντρεάλ βλ. Alain Beaulieu – Roland Viau, La Grande Paix: chronique d’une saga diplomatique, Montréal, Éditions Libre Εxpression, 2001.
EΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ A΄ ΜΕΡΟΥΣ
Beaulieu Alain – Viau Roland, La Grande Paix: chronique d’une saga diplomatique, Québec, Éditions Libre Expression, 2001
Blashfield Jean F., Jacques Cartier in search of the Northwest Passage, MinneapolisMN, Compass Point Books, 2002.
Braudel Fernand – Mollat du Jourdin Michel, Le monde de Jacques Cartier: l’ aventure au XVIe siècle, Paris, Berget-Levrault, 1995.
Cartier Jacques, The Voyages of Jacques Cartier, Toronto Ramsay Cook, ed., 1993.
Charbonneau Hubert, Naissance d’une population: les Français établis au Canada au XVIIe siècle, Paris et Montréal, I.N.E.D., PUF et Presses de l’Université de Montréal, 1987.
Eccles William John, The French North America 1500-1763, East Lansing, Michigan State University Press, 1998.
Frégault Guy, La Civilisation de la Nouvelle France 1713-1744, Montréal, Éditions Pascal, 1944 (2e édition 1969, 3e édition 1990).
Giraud Marcel, Histoire de la Louisiane française (1698–1723), Paris, Presses Universitaires de France, 1953–1974.
Greene Meg, Jacques Cartier: Navigating the St. Lawrence River, New York, Rosen Central, 2004.
Havard Gilles – Vidal Cécile, Histoire de l’ Amérique française, Paris, Flammarion, 2003.
Jacquin Philippe, Les Indiens blancs: Français et Indiens en Amérique du Nord (XVIe – XVIIIe siècles), Paris, Payot, 1987.
Lahaise Robert – Vallerand Noël, La Nouvelle-France 1524-1760, Outremont (Québec), Lanctôt, 1999.
Lugan Bernard, Histoire de la Louisiane française (1682–1804), Paris, Perrin, 1994.
Trudel Marcel, The beginnings of New France 1524-1663, Toronto, McClelland and Stewart, 1973.
Trudel Marcel, Histoire de la Nouvelle-France, Paris et Montréal, Fides, 1963-1999.