100 χρόνια από τότε
Γιώργος Αν. Θεοδώρου
Η οργάνωση και το έργο της Ύπατης Αρμοστείας και της Ελληνικής Διοίκησης της Σμύρνης
Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 υπογράφτηκε στον κόλπο του Μούδρου στη Λήμνο η ομώνυμη ανακωχή που έθετε τέρμα στις εχθροπραξίες ανάμεσα στους Συμμάχους και την ηττημένη πλέον κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μετά τα δυσάρεστα για την Ελλάδα γεγονότα, τα οποία συνέβησαν την ημέρα της απόβασης, ήταν επιτακτική η ανάγκη να αποσταλεί στη Σμύρνη πολιτικός αντιπρόσωπος, προκειμένου να συγκρατήσει τους ομοεθνείς και το στρατό από νέες ακρότητες σε βάρος των μουσουλμάνων. Ύστερα από ενέργειες του Ελ. Βενιζέλου, αποβιβάστηκε στις 21 Μαίου 1919 στο λιμάνι της Σμύρνης ο μέχρι εκείνη τη στιγμή Γενικός Διοικητής Ηπείρου Αριστείδης Στεργιάδης, με το διάταγμα του διορισμού του ως Ύπατου Αρμοστή της Ελλάδας. Στο εξής, οι στρατιωτικές αρχές και κάθε κάτοικος της περιοχής όφειλαν να συμμορφώνονται στις εντολές του. Η δικαιοδοσία επεκτεινόταν σε κάθε μορφής δραστηριότητες που ανέπτυσσαν οι ελληνικές και τουρκικές υπηρεσίες, εκτός από ζητήματα οργάνωσης και τακτικής του στρατού.
Τον πυρήνα της Ύπατης Αρμοστείας αποτέλεσαν, εκτός από τον Στεργιάδη, ο νομάρχης Δράμας Αλή Ναϊπ Ζαδέ, ο νομάρχης Πρέβεζας Τ. Κρυωνάς, ο Γ. Ξυνόπουλος, ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ο Ε. Κουφιδάκης οικονομικός υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου και ο Πέτρος Γουναράκης, γενικός γραμματέας της Διοίκησης Ηπείρου ο οποίος ανέλαβε την ίδια θέση στην Ύπατη Αρμοστεία. Οι περισσότερες θέσεις καλύφθηκαν στη συνέχεια από υπαλλήλους αποσπασμένους από την Αθήνα, χάρη στους οποίους επιμορφώθηκαν αρκετοί Μικρασιάτες για να στελεχώσουν τις διάφορες υπηρεσίες.

Η Ύπατη Αρμοστεία στεγάστηκε στο κτίριο του ελληνικού προξενείου. Αντιπρόσωποι του Ύπατου Αρμοστή τοποθετήθηκαν στις πόλεις που ολοένα καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός. Σταδιακά οργανώθηκαν 11 τμήματα: Γραφείο Ύπατου Αρμοστή, Γενική Γραμματεία, Τμήμα Διπλωματικών Σχέσεων, Τμήμα Υγείας, Τμήμα Παλιννόστησης και Εγκατάστασης Προσφύγων, Τμήμα Φυλακών, Ταχυδρομείων, Οικονομική Υπηρεσία, Μεταφραστικό Τμήμα, Τμήμα Δημοσίων Έργων καθώς και Τμήμα Μουσουλμανικών Υποθέσεων.
To έργο που έπρεπε να επιτελέσει η Ύπατη Αρμοστεία ήταν τριπλό: α) διακριτικός έλεγχος πάνω στις οθωμανικές αρχές μέχρι να αναλάβει η Ελλάδα την πλήρη διοίκηση της περιοχής μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, β) εκπροσώπηση των ελληνικών συμφερόντων ενώπιον των αντιπροσώπων των Συμμάχων και της οθωμανικής κυβέρνησης και γ) προετοιμασία του εδάφους για μελλοντική προσάρτηση της Δυτικής Μικράς Ασίας στην κυρίως Ελλάδα.
Διακρίνονται δύο φάσεις στη λειτουργία της. Η πρώτη, από το Μάϊο του 1919 μέχρι τον Αύγουστο του 1920, οπότε και υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, και η δεύτερη, που διαρκεί μέχρι και το Σεπτέμβρη του 1922. Σε αυτή τη δεύτερη περίοδο, η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης μετονομάστηκε σε Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης. Η διάκριση αυτή δεν είναι πάντοτε εμφανής, καθώς ο Αριστείδης Στεργιάδης, επικεφαλής και στα δύο σχήματα αναφέρεται μέχρι το τέλος ως Ύπατος Αρμοστής. Η Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης οργανώθηκε σε δέκα Διευθύνσεις:
- Γενική Γραμματεία που περιλάμβανε α) το γραφείο του Ύπατου Αρμοστή, β) το πολιτικό τμήμα, γ) το τμήμα εξωτερικών υποθέσεων, δ) το γραφείο τύπου, ε) το γραφείο διεκπεραίωσης καταχώρησης αρχείου και στ) το γραφείο του Γενικού Διοικητικού Επιθεωρητή. Από την αρχή της ελληνικής κατοχής Γενικός Γραμματέας τοποθετήθηκε ο Πέτρος Γουναράκης. Τη θέση του προϊσταμένου του γραφείου του Γενικού Διοικητικού Επιθεωρητή κατέλαβε ο Διευθυντής Α΄ τάξης Αλή μπέης Ναϊπ Ζαδέ.
- Διεύθυνση Δικαιοσύνης με α) τμήμα προσωπικού, β) υπηρεσία Διοίκησης Φυλακών Μ. Ασίας, γ) μεταφραστικό γραφείο και δ) γραφείο διεκπεραίωσης αρχείου. Διευθυντής της διεύθυνσης αυτής ορίστηκε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Γουλιέλμος Τόμας.
- Διεύθυνση Εσωτερικών με α) διοικητικό τμήμα, β) τμήμα τοπικής διοίκησης, γ) τμήμα δημόσιας ασφάλειας, δ) τμήμα θρησκευμάτων, ε) γραφείο διεκπεραίωσης αρχείου και στ) υπηρεσία Επιθεώρησης. Εδώ αναπληρωτής Διευθυντής ανέλαβε ο Σπ. Σκαρπέτης και προϊστάμενος της υπηρεσίας επιθεώρησης ο Πέτρος Ευριπαίος.
- Διεύθυνση Δημόσιας Εκπαίδευσης που διαιρούνταν α) στο τμήμα Ανώτατης, Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης, β) στο τμήμα Αρχαιοτήτων, γ) στο τμήμα Σχολικής Υγιεινής, δ) στο γραφείο Γενικής Επιθεώρησης και ε) στο γραφείο διεκπεραίωσης Αρχείου. Γενικός Επιθεωρητής τοποθετήθηκε ο Μ. Μιχαηλίδης – Νουάρος.
- Διεύθυνση Οικονομικών η οποία περιλάμβανε α) διοικητικό τμήμα, β)τμήμα έμμεσων φόρων, γ) τμήμα άμεσων φόρων, δ) τμήμα δημοσίων κτημάτων, ε) τμήμα διεκπεραίωσης αρχείου και εντύπων. Στην ίδια διεύθυνση λειτουργούσε και Γενικό Λογιστήριο με α) διοικητικό τμήμα, β) τμήμα ελέγχου ταμειακών υπολόγων, γ) τμήμα ελέγχου τελωνειακών υπολόγων, δ) τμήμα καταχώρησης και συγκέντρωσης λογαριασμών και ε) τμήμα εντελλομένων εξόδων. Επικεφαλής της διεύθυνσης ήταν ο Κ. Σαμαράκης.
- Διεύθυνση Εθνικής Οικονομίας υποδιαιρούμενη στην Υποδιεύθυνση Εμπορίου και Βιομηχανίας και στην Υποδιεύθυνση Γεωργίας. Την πρώτη Υποδιεύθυνση αποτελούσαν τα τμήματα εμπορίου, βιομηχανίας , εργασίας και στατιστικής, το γραφείο επισιτισμού και το γραφείο μεταλλείων. υποδιευθυντής ανέλαβε ο διευθυντής Α΄ τάξης Σπ. Βάσιλας. Η δεύτερη Υποδιεύθυνση ανατέθηκε στο νομογεωπόνο Ι. Καραμάνο και περιλάμβανε τμήμα γεωργίας, τμήμα γεωργικής οικονομίας, κτηνιατρικό τμήμα, τμήμα δασών καθώς και τμήμα διεκπεραίωσης αρχείου.
- Διεύθυνση Δημοσίων Έργων με α) διοικητικό τμήμα, β) τμήμα οδοποιίας, υδραυλικών και λιμενικών έργων γ) αρχιτεκτονικό τμήμα, ηλεκτομηχανολογικό τμήμα και ε) γραφείο διεκπεραίωσης αρχείου. Αναπληρωτής διευθυντής τοποθετήθηκε ο νομομηχανικός β΄τάξης Αλ. Ορτεντζάτος.
- Διεύθυνση Τ.Τ.Τ. με α) ταχυδρομικό τμήμα, β) τηλεγραφικό και τηλεφωνικό τμήμα και γ) γραφείο διεκπεραίωσης αρχείου. Αναπληρωτής διευθυντής ορίστηκε ο αρχιμηχανικός Φ. Κυριάκης.
- Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Αντιλήψεως που την συγκροτούσαν α) το τμήμα δημόσιας υγείας, β) το τμήμα παλιννόστησης προσφύγων, γ) το τμήμα περίθαλψης επιστράτων, δ) το τμήμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, υγιεινής και αντιλήψεως και ε) το γραφείο διεκπεραίωσης αρχείου. Τη θέση του διευθυντή εδώ κατείχε ο τμηματάρχης α΄ τάξης του υπουργείου εθνικής οικονομίας Γ. Ξυνόπουλος.
- Διεύθυνση Μουσουλμανικών Υπηρεσιών με α) τμήμα ιδρυμάτων, β) τμήμα δικαστικών υποθέσεων, γ) τμήμα μουσουλμανικής εκπαίδευσης και δ) γραφείο διεκπεραίωσης. Αναπληρωτής διευθυντής ανέλαβε ο τμηματάρχης α΄ τάξης Δ. Βουδούρης.
Στις 12 Αυγούστου του 1920, δηλ. δύο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, συναντήθηκαν στο Διοικητήριο της Σμύρνης ο Π. Γουναράκης, Γενικός Γραμματέας της Ύπατης Αρμοστείας, όπως ήδη αναφέρθηκε, και ο αναπληρωτής Βαλής Αϊδινίου, Αχμέτ Μπεσίμ Μπέης. Εκεί υπογράφτηκε το πρωτόκολλο που παρέδιδε στην Ελλάδα κάθε διοικητική εξουσία στην περιοχή της Σμύρνης. Η Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης ανέλαβε να οργανώσει διοικητικά από τη μια την περιοχή που αποδόθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών δηλαδή τη «Διοικούμενη Ζώνη», εκτάσεως 17452 τετρ. χιλ., και από την άλλη τη «Στρατιωτικώς Κατεχόμενη Χώρα» η οποία ύστερα από συνεχείς προελάσεις του Ελληνικού Στρατού έφτασε τον Αύγουστο του 1922 τα 80700 τετρ. χιλ.

Η οργάνωση της πρώτης περιοχής βασίστηκε στη διοικητική υποδιαίρεση του οθωμανικού κράτους δηλ. τους Καζάδες με ελάχιστες παραλλαγές. Ολόκληρη η Ζώνη των Σεβρών είχε διαιρεθεί σε μια Νομαρχία(Μαγνησίας) και σε δέκα υποδιοικήσεις(Οδεμησίου, Θείρων, Βαϊνδηρίου Κασαμπά, Αξαρίου, Περγάμου, Νυμφαίου, Παλ. Φώκαιας, Μαινεμένης και Κυδωνίων). Η περιοχή του πρώην Καζά Σμύρνης με τον τομέα του Αγιασολούκ δεν αποτελούσαν ξεχωριστή υποδιοίκηση αλλά εξαρτήθηκαν απ’ ευθείας από το κέντρο.
Όσον αφορά τη «Στρατιωτικώς Κατεχόμενη Χώρα», σ’ αυτήν είχαν συγκροτηθεί είκοσι αντιπροσωπείες του Υπ. Αρμοστή , οι εξής: Ανωτέρα Αντιπροσωπεία Προύσης και οι αντιπροσωπείες: Μουδανιών, Πανόρμου, Κίου, Μίχαλιτς, Ινεγκιόλ, Μπίγας, Εζινέ, Μπάλιας, Μπαλή-Κεσέρ, Σόμα, Αδραμυττίου, Σαλιχλή, Αλασεχίρ (Φιλαδέλεφειας), Κούλων, Ουσάκ, Σιμάβ, Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχειας και Εσκί Σεχίρ. Οι αντιπρόσωποι του Ύπατου Αρμοστή ήταν επιφορτισμένοι με την εποπτεία των υπηρεσιών της οθωμανικής διοίκησης, καθώς και με την παρακολούθηση της κανονικής εφαρμογής της οθωμανικής νομοθεσίας (διοικητικής, φορολογικής, δικαστικής κ.α.) Ταυτόχρονα, παρείχαν κάθε δυνατή συνδρομή για την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών αυτών και σαν εκπρόσωποι του Ύπατου Αρμοστή επέβλεπαν την ακριβή εκτέλεση των αποφάσεών του. Εξάλλου, χρησίμευαν και ως μεσάζοντες μεταξύ των τουρκικών αρχών και του ελληνικού στρατού.

Η Εκπαίδευση
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στη μέριμνα της Ελληνικής Διοίκησης για την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης στη Μικρά Ασία. Στην περιοχή υπήρχε ένα πλήθος εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εξαιτίας της συνύπαρξης διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων. Οι ελληνικές αρχές βρήκαν το εκπαιδευτικό σύστημα αποδιοργανωμένο. Τις περισσότερες ελλείψεις είχαν τα χριστιανικά και ειδικότερα τα ελληνικά σχολεία, λόγω των γεγονότων του πολέμου και των διώξεων, που ασκήθηκαν σε βάρος των χριστιανών από τους Νεότουρκους. Η ανάγκη διατήρησης της εθνικής ταυτότητας μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, τους είχε αναγκάσει να οργανώσουν αποτελεσματικά την εκπαίδευση, αφού μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να αποφύγουν τη σταδιακή αφομοίωση. Τα σχολεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς ως πρότυπο σε τουρκικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς ήταν φανερό ότι τα προσόντα ενός Έλληνα ή ενός Αρμένιου μαθητή ήταν, σε γενικές γραμμές, περισσότερα από ενός μουσουλμάνου συνομηλίκου τους. Τα περισσότερα δημοτικά σχολεία ήταν επτατάξια και ονομάζονταν Αστικές Σχολές, ενώ η μέση εκπαίδευση περιοριζόταν σε πεντατάξια σχολεία, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα που είχαν εφαρμοστεί στην Κωνσταντινούπολη. Την εποπτεία των χριστιανικών είχε αναλάβει το Πατριαρχείο μέσω ειδικής παιδαγωγικής επιτροπής. Η Ελληνική Διοίκηση φρόντισε, αμέσως μετά την εγκατάσταση της, για την οργάνωση του Γραφείου Παιδείας, στο οποίο ανήκαν εκτός από το Διευθυντή και του Τμηματάρχες μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης και οι Επιθεωρητές, που ήταν υπεύθυνοι όχι μόνο για τα ελληνικά, αλλά και για τα σχολεία των άλλων εθνοτήτων.
Από τις πρώτες φροντίδες της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η ίδρυση τριτάξιου διδασκαλείου αρρένων. Σκοπός ήταν η εκπαίδευση ντόπιων δασκάλων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Η ίδρυση κρίθηκε αναγκαία, γιατί το μόνο ανάλογο ίδρυμα στην περιοχή είχε πάψει να λειτουργεί από τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το διδασκαλείο στεγάστηκε στο ενοριακό παρθεναγωγείο του Αγ. Τρύφωνα και το συντηρούσε με δικές της δαπάνες η Ύπατη Αρμοστεία. Είχε διδακτικό προσωπικό έντεκα καθηγητές, με διευθυντή τον Π. Αντωνόπουλο, που είχε σπουδάσει παιδαγωγικά στην Ευρώπη. Η λειτουργία του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1919. Σύντομα απέκτησε αξιόλογη βιβλιοθήκη για τις ανάγκες των σπουδαστών. Τον πρώτο χρόνο φοίτησαν σε αυτό 18 σπουδαστές, το δεύτερο 15 και τον τρίτο και τελευταίο χρόνο της λειτουργίας του 59. Εκτός από το διδασκαλείο αρρένων η Ύπατη Αρμοστεία συνειδητοποίησε την ανάγκη ίδρυσης διδασκαλείου νηπιαγωγών για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Η αύξηση του αριθμού των νηπιαγωγών θα βοηθούσε στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας σε τουρκόφωνους ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν εκφράσει κατά το παρελθόν την επιθυμία να μάθουν τα παιδιά τους την εθνική γλώσσα. Το διδασκαλείο στεγάστηκε στο κτίριο του Κεντρικού Παρθεναγωγείου και η Ύπατη Αρμοστεία ανέλαβε τα έξοδα των σπουδαστριών καθώς και τη στέγασή τους, προκειμένου να προσελκύσει υποψήφιες νηπιαγωγούς και από τουρκόφωνες περιοχές.
Την άνοιξη του 1920 ιδρύθηκε το Αρμοστειακό Γυμνάσιο για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της μέσης εκπαίδευσης. Το νέο σχολείο στεγάστηκε στη συνοικία της Ευαγγελίστριας, στη Σμύρνη. Τον πρώτο χρόνο διέθετε τρεις τάξεις, ενώ το δεύτερο και τελευταίο αριθμούσε 230 μαθητές και 9 καθηγητές. Με Βασιλικό Διάταγμα του Απριλίου του 1922, αναγνωρίστηκε ισότιμο με τα υπόλοιπα δημόσια γυμνάσια του ελληνικού κράτους.
Η Ελληνική Διοίκηση επέφερε σημαντικές αλλαγές και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούσαν στη Σμύρνη πριν την εγκατάστασή της εκεί. Τροποποιήθηκαν τα έτη και η φοίτηση των μαθητριών του Κεντρικού Παρθεναγωγείου. Ταυτόχρονα, ιδρύθηκε Γυμνάσιο θηλέων για τις απόφοιτες της Αστικής Σχολής του Κεντρικού Παρθεναγωγείου. Στο Γυμνάσιο φοιτούσαν όσες ήθελαν να λάβουν πληρέστερη μόρφωση, αλλά δεν επιθυμούσαν να εργαστούν ως δασκάλες. Ανάλογες παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν και στο σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα για τους Έλληνες της περιοχής της Σμύρνης, την Ευαγγελική Σχολή που λειτουργούσε στην πόλη της Σμύρνης ήδη από το 1733. Τον Ιούνιο του 1914, η Σχολή είχε κλείσει εξαιτίας των διωγμών εναντίον του ελληνικού στοιχείου. Ο τότε βαλής (διοικητής) Ραχμή Μπέης έπαψε να αναγνωρίζει τη βρετανική προστασία που μέχρι τότε απολάμβανε το ίδρυμα και απαγόρευσε σε Έλληνες υπηκόους να διδάσκουν σε αυτό. Η Ευαγγελική Σχολή διέθετε Γυμνάσιο, Εμπορικό τμήμα και Διδασκαλείο. Η οργάνωση και τα μέσα που χρησιμοποιούσε μπορούν να χαρακτηριστούν πρωτοποριακά. Διέθετε δική της βιβλιοθήκη, πειραματικά εργαστήρια, γυμναστήρια και χώρους άθλησης για ομαδικά και ατομικά αθλήματα, μουσικό τμήμα κ.α.

Μουσουλμανικά σχολεία: Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης των Σεβρών, το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία υποχρέωση σχετικά με τη λειτουργία των τουρκικών σχολείων. Η συνθήκη καθόριζε ότι δεν έπρεπε να διακοπεί η λειτουργία τους, αλλά θα ήταν αναγκασμένα να εξασφαλίσουν τα ίδια τους πόρους προκειμένου να συντηρηθούν, όπως γινόταν παλιότερα με τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων. Παρά ταύτα, στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης ιδρύθηκε και Τουρκικό Τμήμα, το οποίο κατάρτισε λεπτομερή πίνακα των τουρκικών σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης, καθώς και των οργανικών τους θέσεων. Πολλά από αυτά δεν διέθεταν πλήρες προσωπικό, εξαιτίας παραιτήσεων για οικονομικούς, κυρίως, λόγους. Η Ελληνική Διοίκηση, προκειμένου να ανακόψει τη διάλυση της τουρκικής εκπαίδευσης, διόρισε κατ’ αρχήν επιθεωρητή του αντίστοιχου τμήματος τον Οθωμανό Μιδχάτ Εφέντη, ο οποίος συνέταξε πολλές εκθέσεις για την κατάσταση των μουσουλμανικών εκπαιδευτηρίων στην περιοχή. Οι εκθέσεις αυτές υποβλήθηκαν στον Ύπατο Αρμοστή μαζί με προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης. Τα προτεινόμενα μέτρα έγιναν αμέσως αποδεκτά και άρχισε ο διορισμός δασκάλων με αύξηση των αποδοχών τους κατά 20-30%. Το ενδιαφέρον των ελληνικών αρχών αποδεικνύουν οι συχνές επισκέψεις του επικεφαλής της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης σε τουρκικά σχολεία της Σμύρνης και των γύρω περιοχών. Μέχρι το 1922 μόνο, στην περιοχή της Σμύρνης λειτουργούσαν 14 σχολεία αρρένων με 145 δασκάλους και 2727 μαθητές, 16 παρθεναγωγεία με 153 δασκάλες και 2372 μαθήτριες καθώς και 3 ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Παράλληλα υπήρχε το λεγόμενο «Πολυτεχνείο» όπου οικότροφοι του ορφανοτροφείου διδάσκονταν ξυλουργική, ταπητουργία, εριουργία, βιβλιοδετική, ραπτική και μουσική.
Ιωνικό Πανεπιστήμιο: Από τις πρώτες μέριμνες του Ελ. Βενιζέλου και του Αρ. Στεργιάδη ήταν η ίδρυση πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Το ίδρυμα θα εξυπηρετούσε τις κυριότερες ανάγκες της Δυτικής Μ. Ασίας σε επιστημονικό προσωπικό, για τη στελέχωση των διάφορων τομέων της διοίκησης και της οικονομίας. Για την οργάνωσή του μετακλήθηκε, τον Απρίλιο του 1920, από το Βερολίνο, ο καθηγητής του εκεί πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή. Το 1904, ο Καραθεοδωρή είχε αναγορευτεί διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Göttingen και διετέλεσε καθηγητής μαθηματικών στα πολυτεχνεία του Αννόβερου και του Μπρεσλάου, ενώ παράλληλα εκλέχτηκε μέλος των μεγαλύτερων Ακαδημιών της Ευρώπης. Σε έναν άνθρωπο, λοιπόν, με διεθνές κύρος, ανατέθηκε η οργάνωση του Ιωνικού Πανεπιστημίου. Ο Καραθεοδωρή είχε συντάξει ήδη τότε, έπειτα από υπόδειξη του Ελ. Βενιζέλου, το σχέδιο λειτουργίας του νέου ιδρύματος κατά το πρότυπο των αγγλοσαξωνικών πανεπιστημίων, που συνδύαζαν τις θετικές με τις θεωρητικές επιστήμες. Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα που θα προέκυπταν, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης σύστησε το Γραφείο Οργανώσεως Πανεπιστημίου, οι αρμοδιότητες του οποίου εκτείνονταν στη διαμόρφωση του νομικού πλαισίου και του κανονισμού λειτουργίας του νεοσυσταθέντος ιδρύματος. Η Ύπατη Αρμοστεία ανέλαβε, επίσης, να το χρηματοδοτήσει και να εξασφαλίσει τη στέγασή του. Το κτίριο που επιλέχθηκε, βρισκόταν στο λόφο Μπαχρή Μπαμπά και ήταν ημιτελές όταν εγκαταστάθηκαν οι ελληνικές αρχές στη Σμύρνη. Μετά την αποπεράτωσή του, περιλάμβανε 70 αίθουσες και αμφιθέατρο 320 θέσεων. Το οικόπεδο του πανεπιστημίου ήταν παλιότερα ισραηλιτικό νεκροταφείο, όπου μετά το 1878, η οθωμανική κυβέρνηση είχε εγκαταστήσει σε πρόχειρες παράγκες Τούρκους πρόσφυγες κυρίως από τη Βουλγαρία. Τελικά, έπειτα από διαβήματα της εβραϊκής κοινότητας, ο χώρος καθαρίστηκε και τους αποδόθηκε ξανά με τη συμφωνία να μην μη γίνονται πλέον νέες ταφές και να πληρώνουν ετήσιο ενοίκιο. Επειδή το ενοίκιο δεν καταβλήθηκε ποτέ, το 1914 άρχισε με απόφαση του Βαλή να χτίζεται δημόσια βιβλιοθήκη και ανώτερη Τουρκική Σχολή. Η ισραηλιτική κοινότητα ανακίνησε το θέμα μετά το Νοέμβριο του 1918, αλλά τόσο το Νομαρχιακό Συμβούλιο της Σμύρνης όσο και η Ύπατη Αρμοστεία, αργότερα, απέρριψαν τις αξιώσεις της, αφού το οικόπεδο ανήκε στο οθωμανικό δημόσιο. Οι ελληνικές αρχές πρόσθεσαν και άλλα κτίρια στον περίβολο για τον Πρύτανη και τους καθηγητές του Πανεπιστημίου, του οποίου η ολοκλήρωση κόστισε 110000 τουρκικές λίρες.

Από την αρχή τέθηκαν οι στόχοι που έπρεπε να επιτελέσει το νέο ίδρυμα: α) προαγωγή της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, β) βελτίωση των έργων υποδομής, γ) καταπολέμηση των λοιμωδών ασθενειών και δ) δημιουργία αξιόλογου διοικητικού προσωπικού. Για τους λόγους αυτούς περιλάμβανε τις εξής σχολές:
- Σχολή Φυσικών και Τεχνικών Επιστημών, από την οποία αρχικά θα αποφοιτούσαν πολιτικοί μηχανικοί και χημικοί, ενώ αργότερα θα αποκτούσε τμήματα μηχανολόγων, ηλεκτρολόγων, γεωλόγων, φυσικών κλπ, απαραίτητα για τη ζωολογική φυτολογική και γεωλογική μελέτη της περιοχής, καθώς και για τη δημιουργία τεχνικών υποδομών.
- Γεωπονική Σχολή, με γνώσεις θεωρητικές και πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα θα παραδίδονταν μαθήματα σε καλλιεργητές. Οι απόφοιτοι θα υποδείκνυαν στους γεωργούς τρόπους για την αύξηση της παραγωγής τους στηριζόμενοι σε εργαστηριακές μελέτες και πρότυπες καλλιέργειες στο πειραματικό αγρόκτημα του πανεπιστημίου στο Τεπέκιοϊ. Εκτός από την καταπολέμηση των ασθενειών των φυτών, τη σχολή θα την απασχολούσαν και όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την κτηνοτροφία.
- Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, που θα προετοίμαζε δασκάλους των ανώτερων εκπαιδευτηρίων με έμφαση στην κατανόηση της ιστορίας και της φιλολογίας των ανατολικών πολιτισμών. Ιδιαίτερη έμφαση θα δινόταν στην ελληνική, την τουρκική, την αραβική, την περσική, την αρμενική και την εβραϊκή γλώσσα αφού ο πληθυσμός της περιοχής απαρτιζόταν από αυτές, κυρίως, τις εθνότητες. Εξάλλου, προβλεπόταν η δημιουργία φροντιστηρίων πρακτικής διδασκαλίας για την εκμάθηση των συγκεκριμένων γλωσσών.
- Σχολή Δημοσίων Υπαλλήλων, για τη στελέχωση της ανώτερης, κυρίως, διοικητικής ιεραρχίας. Με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στον τομέα των κοινωνικών και οικονομικών επιστημών
- Προκαταρκτικό Τμήμα, για την προετοιμασία φοιτητών, που δε διέθεταν τις απαιτούμενες ικανότητες προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του πανεπιστημίου.
- Ινστιτούτο Υγιεινής, το οποίο θα διενεργούσε βακτηριολογικές, ουρολογικές, υγιειονολογικές και βιοχημικές εξετάσεις για τη στήριξη ιατρικών διαγνώσεων. Ακόμη θα παρασκεύαζε ορούς, εμβόλια, αντιτοξίνες και αντιγόνα. Υπηρεσία του Ινστιτούτου θα οργάνωνε τη συστηματική καταπολέμηση των λοιμωδών νοσημάτων και θα χρησίμευε σαν κέντρο ενημέρωσης σε γιατρούς που προορίζονταν να αναλάβουν την προστασία της δημόσιας υγείας. Ειδικά μαθήματα θα προσφέρονταν επίσης σε νοσοκόμους και μαίες.
- Εμπορική Σχολή, με τμήματα μέσου και ανωτέρου επιπέδου για όσους επιθυμούσαν να ασχοληθούν με το εμπόριο.
- Σχολείο Χωροσταθμών και Εργοδηγών, για την επίβλεψη των εργασιών κατασκευής τεχνικών έργων.
- Ανώτερο Μουσουλμανικό Ιεροδικείο, με σκοπό την επιμόρφωση Μουφτήδων και Ιεροδικαστών.
- Πρότυπο Αγρόκτημα στο Τεπέκιοϊ, για την εξοικείωση των αγροτών με τον τρόπο λειτουργίας και επισκευής γεωργικών μηχανημάτων.
Το πανεπιστήμιο θα διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, την οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιεί εκτός από το προσωπικό και τους φοιτητές, οποιοσδήποτε άλλος το επιθυμούσε. Επιθυμία του Κ. Καραθεοδωρή ήταν να δημιουργήσει στη Σμύρνη μια βιβλιοθήκη χωρίς προηγούμενο στη Μ. Ασία. Ενθουσιώδης θιασώτης της ιδέας αυτής ήταν και Ύπατος Αρμοστής που προχώρησε στην έκδοση επιταγής 2000000 μάρκων για την προμήθεια βιβλίων και εργαστηριακού υλικού από τη Γερμανία. Γερμανική ήταν επίσης και η επίπλωση του πανεπιστημίου. Η βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε με σπάνια χειρόγραφα σχετικά με την ιστορία και τον πολιτισμό της Μ. Ασίας.
Την έδρα της Φυσικής ανέλαβε με πρόταση του Καραθεοδωρή, ο Φρίξος Θεοδωρίδης, διπλωματούχος του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης. Στην έδρα της Χημείας τοποθετήθηκε ο Π. Κυρόπουλος, που διέθετε και γνώσεις μεταλλειολογίας. Τη Γεωπονική Σχολή η Ύπατη Αρμοστεία εμπιστεύθηκε στον Θ. Κασίσογλου, απόφοιτο της βελγικής σχολής του Gembloux. Στον τομέα Μηχανολογίας διορίστηκε ο E. Paschevitz, ειδικευμένος στο χειρισμό ευαίσθητων μηχανών υψηλής για την εποχή τεχνολογίας. Κάθε μέλος του ανώτερου διδακτικού προσωπικού είχε μηνιαίες αποδοχές 3000 δρχ. Η Διεύθυνση Εκπαίδευσης φρόντισε για τη στελέχωση του πανεπιστημίου με διοικητικούς υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων υπήρχαν δακτυλογράφοι, ακόλουθοι, σχεδιαστές, καθώς και ο γραμματέας του ιδρύματος Ν. Κρητικός, που αποσπάστηκε από τη Στρατιά Μ. Ασίας.
Δυστυχώς, το Ιωνικό Πανεπιστήμιο, το «Φως εξ Ανατολών» όπως συνήθιζε να το χαρακτηρίζει ο Καραθεοδωρή, δεν άνοιξε ποτέ τις πύλες του στο λαό της Μ. Ασίας. Τα εγκαίνια είχαν προγραμματιστεί για τις 10 Οκτωβρίου 1922. Το μόνο που διασώθηκε ήταν ένα μέρος από τον εξοπλισμό, που φορτώθηκε εσπευσμένα χάρις στις προσπάθειες του Καραθεοδωρή στο τελευταίο ελληνικό πλοίο που απέπλευσε από τη Σμύρνη.

Η ίδρυση του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Σμύρνη
Από τα ελληνικά σχέδια για μόνιμη εγκατάσταση στην Ανατολή δε θα μπορούσε να απουσιάζει και μια δυναμική οικονομική πολιτική. Ανάλογες επισημάνσεις είχαν γίνει πολύ πριν την παρουσία επίσημων πολιτικών αρχών στην Ιωνία. Ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος καθώς και η καθιέρωση της δραχμής ως βασικού μέσου συναλλαγών, αποτελούσαν τη δεύτερη, εξίσου σημαντική με τη στρατιωτική επέκταση, συνιστώσα για την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Σουλτάνου. Ήδη, τον Απρίλιο του 1919 άρχισε να σχεδιάζεται η ίδρυση τραπεζικών υποκαταστημάτων, προκειμένου να εφαρμοστεί η σχεδιαζόμενη οικονομική και νομισματική πολιτική.
Μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η Εθνική Τράπεζα, ακολουθώντας την παράδοση συμπόρευσης με την κρατική πολιτική, έστειλε εκεί τον γενικό επιθεωρητή Αλ. Κορυζή για να εξετάσει το θέμα. Η έκθεση, που ο τελευταίος συνέταξε μετά την επιστροφή του στην Αθήνα έπεισε τη διοίκηση της τράπεζας να λάβει θετικές αποφάσεις. Τα ελληνικά κεφάλαια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέμεναν ανενεργά, ενώ παράλληλα παρουσιάζονταν καθημερινά και νέες ανάγκες στην περιοχή, τις οποίες θα μπορούσαν να καλύψουν. Η Δυτική Μ. Ασία αποτελούσε δυναμική πρόκληση για γόνιμες και υγιείς επενδύσεις. Ο Αρ. Στεργιάδης υποστήριξε με ενθουσιασμό την ιδέα και όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, φρόντισε για τη στελέχωση του υποκαταστήματος της ΕΤΕ στη Σμύρνη με ειδικευμένο προσωπικό. Επικεφαλής τοποθετήθηκε ο Αλ. Κορυζής, ο οποίος ανέλαβε και οικονομικός σύμβουλος της Ύπατης Αρμοστείας. Το κύρος του ήταν τέτοιο, ώστε γρήγορα περιβλήθηκε με την εμπιστοσύνη των ξένων οικονομικών οργανισμών. Ανάμεσα στις πρωτοβουλίες του εξέχουσα θέση κατέλαβε η έγκριση δανείου είκοσι εκατομμυρίων δραχμών για την αποκατάσταση των παλιννοστούντων προσφύγων. Η παρουσία της ΕΤΕ στη Μ. Ασία απάλλαξε τις ελληνικές αρχές από την ενασχόλησή τους με ζητήματα άσχετα του έργου τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η διατίμηση της δραχμής και των άλλων νομισμάτων, που κυκλοφορούσαν στις αγορές της Δυτικής Μ. Ασίας, είχε γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης τόσο από τις Ευρωπαϊκές τράπεζες, όσο και από διάφορους κερδοσκόπους. Οι παρεμβάσεις του Ύπατου Αρμοστή δεν είχαν σταθεί ικανές να συγκρατήσουν αδικαιολόγητες αυξήσεις σε τιμές βασικών αγαθών.

Το μόνιμο νομισματικό πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ΕΤΕ στη Σμύρνη, ήταν η συνέχιση της κυκλοφορίας του τουρκικού νομίσματος κατά τη μεταβατική περίοδο της πενταετίας, έως το δημοψήφισμα, το οποίο θα καθόριζε το οριστικό καθεστώς της περιοχής. Μολονότι οι Βρετανοί στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία απαγόρευαν την κυκλοφορία της τουρκικής λίρας, η συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εξασφάλιζε τη διατήρηση του νομισματικού συστήματός της στην ελληνική ζώνη. Η σχετική διάταξη δεν αμφισβητούσε μόνο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, αλλά δημιουργούσε και πρόσθετα προβλήματα, αφού η χάρτινη τουρκική λίρα είχε υποτιμηθεί άπειρες φορές μετά τον πόλεμο και δε γινόταν εύκολα δεκτή στις συναλλαγές. Η δραχμή εξακολουθούσε να εκλαμβάνεται σαν ξένο νόμισμα και κατά συνέπεια η Σμύρνη και η περιοχή της να εξαρτώνται οικονομικά από την Τουρκία. Η ΕΤΕ αντέδρασε, καθιερώνοντας τη δραχμή ως βασικό νόμισμα πληρωμών. Με τον τρόπο αυτό, ενίσχυε το γόητρο της ελληνικής διοίκησης και διευκόλυνε την ιδιοποίηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της περιοχής από την Ελλάδα.
Το Μάιο του 1920 ο Αλ. Κορυζής ανακλήθηκε στην Αθήνα για να αναλάβει τη Διεύθυνση Επιθεωρήσεων. Στη Σμύρνη τον αντικατέστησε μέχρι το καλοκαίρι του 1922, ο στενός του συνεργάτης Σπ. Αναστασόπουλος. Έξι περίπου μήνες μετά την αποχώρηση του Κορυζή άρχισε, ταυτόχρονα με την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, η ραγδαία διολίσθηση της αξίας της δραχμής. Η τιμή της στερλίνας από 37 δρχ. το Νοέμβριο του 1920 έφτασε τις 410 δρχ. το Σεπτέμβριο του 1922. Παρόλα αυτά, το υποκατάστημα της ΕΤΕ στη Σμύρνη αντιμετώπισε με επιτυχία τους κλυδωνισμούς που προκάλεσαν οι οικονομικές και πολιτικές αντιξοότητες. Το πιο σημαντικό είναι ότι εργάστηκε χωρίς να απασχολήσει κεφάλαια από το κέντρο. Στηρίχθηκε αποκλειστικά στις καταθέσεις της σμυρναϊκής πελατείας και κατά το διάστημα 1919-1922 είχε καθαρά κέρδη 7515422,50 δρχ. Οι δραστηριότητές του επεκτάθηκαν με την ίδρυση παραρτημάτων και σε άλλες πόλεις, όπως το Αϊδίνιο, τη Μαγνησία, το Οδεμήσιο, την Πέργαμο, τις Κυδωνιές και το Τσεσμέ.
Ο οικονομικός απολογισμός των δραστηριοτήτων της Ύπατης Αρμοστείας και της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης αποδεικνύει ότι έγινε το καλύτερο δυνατό από πολιτικής και ανθρωπιστικής πλευράς για την εδραίωση των ελληνικών συμφερόντων στην Ανατολία. Συγκεκριμένα, τα δαπανηθέντα ποσά μέχρι την 1η Αυγούστου του 1922 ανέρχονταν σε 1736000 δραχμές. Οι μεγαλύτερες δαπάνες έγιναν για την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων πόλεων (όπως για παράδειγμα του Αϊδινίου), την εγκατάσταση των παλιννοστούντων προσφύγων που είχαν απομακρυνθεί από τις εστίες τους με τον πρώτο διωγμό του 1914, καθώς και για τις αποζημιώσεις για τις πρώτες μέρες της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη, οπότε και σημειώθηκαν επεισόδια ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους στρατιώτες. Οι εισπράξεις της διετίας 1920 – 1922 κάλυψαν τις λειτουργικές δαπάνες της τοπικής διοίκησης και επέτρεψαν την αποπεράτωση μεγάλων έργων, όπως για παράδειγμα το κτίριο του Ιωνικού Πανεπιστημίου, τη βελτίωση του συγκοινωνιακού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου κ.α. Ακόμα και το ελληνικό κράτος, εξαντλημένο από την πολύχρονη πολεμική προσπάθεια, βρήκε μοναδικό επίκουρο την Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης η οποία εκτός από μετρητά, είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει και τρόφιμα για τον ελληνικό στρατό. Εξάλλου, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, χάρις στα περισσεύματα των ταμείων από τη Σμύρνη έγινε δυνατή η αντιμετώπιση των πρώτων ασφυκτικών αναγκών που είχαν προκύψει.

Έχει κατά καιρούς ειπωθεί ότι μόνο το έργο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού είναι αρκετό για να καταξιώσει την ελληνική παρουσία στη Μ. Ασία στις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο, αν θελήσει κανείς να προχωρήσει σε μια συνολική αποτίμηση, δεν θα μπορούσε να παραβλέψει την προσπάθεια που καταβλήθηκε για την οργάνωση της τοπικής οικονομίας σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Για την Ελλάδα, η Μικρά Ασία δεν ήταν ο χώρος όπου θα έβρισκε εφαρμογή η αποικιακή πολιτική που είχαν κατά νου οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί όταν πατούσαν το πόδι τους στην Ανατολία, έχοντας από πριν καθορίσει ποιο τμήμα της θα κρατούσε ο καθένας για τον εαυτό του. Οι μακραίωνοι δεσμοί ανάμεσα στη γη της Ιωνίας και το ελληνικό έθνος, επέβαλαν στην Ελλάδα να παρέμβει εποικοδομητικά και όχι να συντελέσει στην απομύζησή της. Η Μικρά Ασία ήταν σίγουρα μια περιοχή με μεγάλες δυνατότητες αξιοποίησης. Η Ελλάδα κατανόησε ότι έπρεπε να δείξει τον καλύτερο εαυτό της εάν ήθελε να ελπίζει στη διαρκή παρουσία της στην ασιατική ήπειρο. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος, που ώθησε την Ύπατη Αρμοστεία σε δραστηριότητες καθόλα αξιέπαινες, αλλά που φαντάζουν εξωπραγματικές όταν, λίγο πιο πέρα, μαινόταν αδυσώπητος ο πόλεμος. Ίσως πίστευε πως με ανάλογες ενέργειες θα συγκινούσε τους μεγάλους συμμάχους της για να τη συνδράμουν έστω και την έσχατη στιγμή. Πολλά πάντως από όσα έγιναν οφείλονται στο ζήλο των Ελλήνων που βρέθηκαν τότε εκεί. Γαλουχημένη με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας η γενιά εκείνη πίστεψε ότι της έλαχε να πραγματώσει τους προαιώνιους πόθους του Έθνους.
Από την άλλη, όμως, πλευρά, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν υπήρξαν και αρνητικά σημεία στο έργο των ελληνικών υπηρεσιών. Η εξιδανικευμένη εικόνα που απορρέει από τα έγγραφα της εποχής ή ακόμα και τα σύγχρονα και μεταγενέστερα συγγράμματα, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται εξ’ ολοκλήρου στην πραγματικότητα. Η μικρασιατική εκστρατεία συνιστά ιδιάζουσα περίπτωση στην ιστορική έρευνα. Το δραματικό τέλος των «Χαμένων Πατρίδων» κάλυψε τα πραγματικά γεγονότα με πέπλο βαθιάς συναισθηματικής φόρτισης, που καθυστέρησε σημαντικά τη διαδικασία αποστασιοποίησης, η οποία κρίνεται απαραίτητη για μια περισσότερο αντικειμενική παρουσίαση.
Στο σημερινό ερευνητή, οι αδυναμίες της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης φτάνουν μέσω ενδείξεων. Θα ήταν εξαιρετικά επισφαλές να εκτεθούν αβίαστα, δίχως να εκφραστεί η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με το κατά πόσο αποτέλεσαν ή όχι πραγματικές καταστάσεις. Επιπλέον, μια άλλη παράμετρος που εμποδίζει την κριτική θεώρηση να αποδώσει, είναι η έλλειψη διάρκειας. Τα τρεισήμισι, περίπου, χρόνια της επίσημης ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια, προκειμένου να ανιχνευθούν οι κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες είχε δώσει η κεντρική εξουσία για το μέλλον τη περιοχής. Για παράδειγμα, ένα ερώτημα, που εύλογα προκύπτει, σχετίζεται με τους μουσουλμάνους της ελληνικής ζώνης. Θα εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν μαζί με τους υπόλοιπους συμπολίτες τους ίση μεταχείριση «ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος», όπως φρόντιζαν να διαδίδουν σε κάθε τους βήμα οι Έλληνες αξιωματούχοι, ή ακολουθώντας τη μοίρα όλων, σχεδόν, των μειονοτήτων, θα παρέμεναν παραγκωνισμένοι μέχρι να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς;
Με το πέρασμα των αιώνων, η Ανατολία είχε μεταβληθεί σε πεδίο αναμέτρησης ποικίλων εθνικών και πολιτιστικών συνόλων. Το κυρίαρχο έθνος αργά ή γρήγορα θα αντιμετώπιζε την έχθρα των υπόλοιπων, στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, με σκοπό την πλήρη αφομοίωση. Η μικρασιατική εκστρατεία, με την ατυχή για την Ελλάδα έκβαση, επίσπευσε απλά τη διαδικασία εκδίωξης των ετερογενών στοιχείων από το νέο εθνικό τουρκικό κράτος. Περιθώρια για συνύπαρξη ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους δεν υπήρχαν, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της εθνικιστικής φόρτισης που χαρακτηρίζει τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Έλληνες και Τούρκοι έπρεπε, σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό, να διαχωριστούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να πάψουν να υπάρχουν σημεία τριβής για τις δύο χώρες, που αναζητούσαν το δρόμο της ανάπτυξης ύστερα από αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις.

και κάτοχος τίτλου Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ.
Η διπλωματική του εργασία (1991) έφερε τον τίτλο: Η άλλη όψη της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η οργάνωση και το έργο της Ύπατης Αρμοστείας και της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης (1919-1922)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βακάς Δ., Η Μεγάλη Ελλάς, ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος πολεμικός ηγέτης, Αθήνα 1964
Βερέμης Θ. – Κωστής Κ., Η Εθνική Τράπεζα στη Μικρά Ασία 1919-1922, Αθήνα 1984
Horton G. , The Blight of Asia, Brooklyn N.Y., 1926
Νοταράς Μ, Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν πριν 50 χρόνια, Αθήναι 1972
Smith M. L. , Ionian Vision: Greece in Asia Minor, 1919-1922, Λονδίνο 1973