Άρτεμις Ξανθοπούλου – Κυριακού
Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος του 1875-1878
και ο απόηχός της στον Πόντο
Η εξέγερση των χριστιανών στην Ερζεγοβίνη τον Ιούλιο του 1875, που απλώθηκε σύντομα και στη γειτονική Βοσνία, αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος, που θα πάρει σύντομα πανευρωπαϊκές διαστάσεις[1]. Η υποστήριξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων (της Αυστροουγγαρίας και περισσότερο της Ρωσίας) προς τους επαναστάτες απέκτησε χαρακτήρα σταυροφορίας, προπάντων όταν άρχισε η συρροή χριστιανών προσφύγων από τις αναστατωμένες περιοχές, στο Μαυροβούνιο, τη Σερβία και την Αυστρία, και, ακόμα περισσότερο, μετά τη σφαγή –το καλοκαίρι του 1876— χιλιάδων Bουλγάρων χωρικών στο Παναγιούριστε (Mπατάκ)[2].
Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επικρατούσε αναβρασμός που οξυνόταν από τις ειδήσεις για την υποχωρητικότητα της Υψηλής Πύλης στις εξωτερικές παρεμβάσεις υπέρ των χριστιανών και από την παραγνώριση των θυμάτων μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού στις επαναστατημένες περιοχές. Οι αντιδράσεις αυτές έγιναν αναπόφευκτα οξύτερες όταν, τον Ιούνιο του 1876, ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος των Σέρβων και Μαυροβουνιωτών με τους Οθωμανούς[3]. Η ανάληψη της ηγεσίας των σερβομαυροβουνιώτικων δυνάμεων από τον Ρώσο στρατηγό Μιχαήλ Τσερνιάγιεφ, μολονότι έγινε χωρίς την έγκριση του τσάρου, προμήνυε αμεσότερη σύνδεση της Ρωσίας στα ζητήματα των Βαλκανίων και συνεπώς διεθνοποίηση της κρίσης[4].

Έχοντας λοιπόν υπόψη το πλαίσιο αυτό, θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τον αντίκτυπο που είχε στους κατοίκους –μουσουλμάνους και χριστιανούς– της βορειοανατολικής εσχατιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η κρίση του 1875-1878. Η έρευνά μας επικεντρώθηκε στο βιλαέτι της Τραπεζούντας και γενικά στην περιοχή που ταυτίζεται με τον ιστορικό Πόντο.

Παρά τη γεωγραφική απόσταση, οι εξεγέρσεις της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και όσα επακολούθησαν δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις ανατολικότερες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούσε στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, που ζούσαν κοντά στη ρωσοτουρκική μεθόριο, η απροκάλυπτη ανάμιξη της Ρωσίας. Άλλωστε ο ευρύτερος χώρος του Καυκάσου αποτέλεσε το σημαντικότερο ίσως πολεμικό μέτωπο κατά τις ρωσοτουρκικές συρράξεις του 19ου αιώνα[5]. Στα 1876 μάλιστα είχε αρχίσει η προώθηση υπολογίσιμων τσαρικών δυνάμεων από τις βόρειες προς τις νοτιότερες ρωσικές προφυλακές της Υπερκαυκασίας[6]. Το φάσμα λοιπόν της ρωσικής παρέμβασης αποκτούσε εκεί αμεσότερο χαρακτήρα. Εξάλλου, στις ανατολικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι αντιδράσεις των τοπικών μουσουλμανικών πληθυσμών (των Λαζών και των Κούρδων ιδιαίτερα στην περιοχή του Πόντου) στις απόπειρες για τον εκσυγχρονισμό της οθωμανικής διοίκησης και γενικά για την επιβολή δυτικόφερτων θεσμών και κοινωνικών προτύπων ήταν σφοδρότερες, όταν μάλιστα αυτές γίνονταν κάτω από εξωτερικές πιέσεις και σε περιόδους πολεμικών αναμετρήσεων. Όλα τα παραπάνω επιδείνωναν τις ευαίσθητες ισορροπίες στις σχέσεις του μουσουλμανικού στοιχείου με το χριστιανικό, προσφέροντας αφορμές για εντάσεις ή και σφοδρές αντιπαραθέσεις.
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που συντελούσε στη συχνότητα και τη σφοδρότητα των εντάσεων στην περιοχή ήταν τα προβλήματα που δημιουργούσε η μαζική εγκατάσταση χιλιάδων εξαθλιωμένων μουσουλμάνων προσφύγων (κυρίως Κιρκασίων), οι οποίοι, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις κατακτημένες από τους Ρώσους πατρίδες τους στον Καύκασο και να καταφύγουν στην οθωμανική επικράτεια. Ένα τμήμα των ανθρώπων αυτών διοχετεύθηκε σκόπιμα από τις οθωμανικές αρχές σε «ευαίσθητες» περιοχές της Βαλκανικής· η πλειονότητά τους, ωστόσο, αναζητούσε στέγη ή περιφερόταν ανεξέλεγκτη στην ενδοχώρα της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας, προκαλώντας σοβαρά ζητήματα υγείας και ασφάλειας[7].

Το ενδεχόμενο μιας ρωσικής παρέμβασης στην ίδια περιοχή προκαλούσε ιδιαίτερα τις ανησυχίες της Μ. Βρετανίας, που έβλεπε να διακυβεύονται, εκτός από τα στρατηγικά, και τα οικονομικά της συμφέροντα, ιδιαίτερα στον εμπορικό άξονα Τραπεζούντας-Ταυρίδας[8]. Είναι ευεξήγητη λοιπόν η επιμέλεια με την οποία ο Βρετανός πρόξενος στην Τραπεζούντα Alfred Biliotti (1873-1885) διοχέτευε στις προϊστάμενές του αρχές όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωνε για την απήχηση που είχαν στο σύνολο του πληθυσμού, κατά κύριο λόγο, οι αλυσιδωτές αναστατώσεις και ανατροπές που προκλήθηκαν με αφορμή την επανάσταση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αλλά και οι φήμες για ρωσικές πρωτοβουλίες. Αυξημένο ήταν επίσης και το ενδιαφέρον του Έλληνα προξένου στην ποντιακή πρωτεύουσα Ναπολέοντα Μπέτσου (1876-1881), ο οποίος στις δικές του αναφορές έριχνε βέβαια το βάρος των παρατηρήσεών του στην τύχη του ελληνορθόδοξου στοιχείου και στις σχέσεις του με τους άλλους συνοίκους λαούς της περιοχής[9].

Στο βεβαρυμένο λοιπόν αυτό κλίμα ήρθαν να προστεθούν οι πρώτες πληροφορίες για τα δραματικά γεγονότα της Βαλκανικής και τις αντιδράσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας: Η φήμη (που αποδείχτηκε λανθασμένη) για μαζικές σφαγές χριστιανών στη Θεσσαλονίκη (Iανουάριος 1876), η είδηση για την αιματηρή κατάληξη της βουλγαρικής εξέγερσης στο Μπατάκ (Aπρίλιος-Μάιος), η γνωστοποίηση του λυντσαρίσματος των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη (6 Μαΐου) και η σύντομη περιγραφή των συλλαλητηρίων στην Κωνσταντινούπολη (11 Μαΐου), τα οποία είχαν οργανωθεί από τους τροφίμους των εκκλησιαστικών σχολείων (σοφτάδες) με στόχο να αναγκάσουν την Πύλη να φανεί σκληρότερη έναντι των επαναστατών κ.ά.[10]
Στην Tραπεζούντα ιδιαίτερα αναστάτωση προκάλεσε η προσπάθεια εφαρμογής των διοικητικών ρυθμίσεων που αφορούσαν τη στρατιωτική θητεία, σε περίοδο μάλιστα που βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη οι συγκρούσεις στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Τα «νέα» μέτρα , ενταγμένα στα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό του οθωμανικού στρατού, αλλά και για την αποκατάσταση της ισοπολιτείας και ισονομίας ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς[11], δίχασαν, για διαφορετικούς λόγους, και τις δύο μεγάλες θρησκευτικές ομάδες: Οι μουσουλμάνοι, παρ’ όλο που αρχικά φάνηκαν ικανοποιημένοι από τη μείωση του φόρου εξαγοράς της θητείας τους (το περιβόητο bedel) από τις 100 στις 50 λίρες ή στα 5.000 «kurus», ποσό αρκετά σοβαρό, ενοχλήθηκαν φανερά από το γεγονός ότι την ίδια μεταχείριση είχαν και οι χριστιανοί, στο όνομα της ισότητας [12]. Oι χριστιανοί, από την πλευρά τους, ένιωσαν να θίγονται από την εξατομίκευση των χρηματικών τους υποχρεώσεων απέναντι στην Πύλη σε σχέση με τη στρατιωτική θητεία. Με τις νέες ρυθμίσεις ανατρεπόταν το από παράδοση αιώνων ισχύον σύστημα του αλληλέγγυου των μελών της χριστιανικής κοινότητας σε ό,τι αφορούσε τις φορολογικές τους υποχρεώσεις προς την οθωμανική εξουσία. Όσοι ήταν μεταξύ 20-40 ετών (δηλαδή στην τότε στρατεύσιμη ηλικία) αρνούνταν να σηκώσουν μόνοι τους το φορολογικό βάρος που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν συλλογικά από την κοινότητα. Eκείνοι πάλι που απαλλάσσονταν, γιατί ήταν κάτω των 20 και άνω των 40 ετών, στρέφονταν εναντίον των ομοθρήσκων τους, που αγωνίζονταν να τους υποχρεώσουν να συμμετάσχουν στα βάρη της εξαγοράς. Mέσα στο κλίμα αυτό των αντιδικιών και της γενικευμένης δυσαρέσκειας απλώθηκε και η φήμη για προετοιμαζόμενες σφαγές κατά των χριστιανών της περιοχής. Επρόκειτο για φημολογία που εκτρεφόταν από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, ανάλογη με εκείνη που, όπως αναφέρθηκε, ήταν διάχυτη και στη Θεσσαλονίκη την ίδια ακριβώς περίοδο[13].

H κατάσταση χειροτέρεψε μετά την έκρηξη του σερβοτουρκικού πολέμου και την κήρυξη επιστράτευσης, οπότε και εκδηλώθηκε φανερά η απροθυμία των μουσουλμάνων να καταταγούν. Κατά τον Biliotti, όλοι έσπευδαν να εξαγοράσουν την υποχρέωση της στράτευσής τους, αλλά με περιορισμένη επιτυχία, σε αντίθεση με τους χριστιανούς που κατάφερναν να την αποφύγουν[14]. Πάντως, η απαλλαγή των χριστιανών διευκολυνόταν και από τις ίδιες τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες για πολλούς λόγους (ψυχολογικούς, αλλά και οργανωτικούς) δεν έστεργαν ακόμα στην ιδέα τού εξοπλισμού των «απίστων»[15]. Τελικά, στις αρχές Mαΐου απέπλευσε από το λιμάνι της Tραπεζούντας το πρώτο πλοίο με στρατιώτες για το βαλκανικό μέτωπο μέσα σε αισθήματα γενικευμένης πικρίας των οικογενειών τους.
Η δυσαρέσκεια των μουσουλμάνων για τη στρατολόγησή τους εκφράστηκε καταρχήν με κατηγορίες, που εκτοξεύθηκαν κατά του διοικητή του βιλαετιού Κασίμ πασά, αλλά που ουσιαστικά στρέφονταν εναντίον των Ελλήνων: Σε πλακάτ, που υψώθηκαν σε κεντρικούς δρόμους της Τραπεζούντας, οι διαμαρτυρόμενοι κατηγορούσαν τον πασά, ότι χαριζόταν στους χριστιανούς. Ως επιχείρημα προέβαλλαν τον ορισμό ενός Έλληνα, του Καρβουνίδη, για την εκπροσώπηση της πόλης τους στην υπό συγκρότηση οθωμανική Βουλή. Η εύνοια αυτή προς τους Έλληνες είχε ως αποτέλεσμα, όπως υποστήριζαν, να αποθρασύνονται και να γελοιοποιούν ακόμα και τους μουλάδες σε θεατρικές τους παραστάσεις. Προειδοποιούσαν μάλιστα τον Κασίμ, ότι θα ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για όσα θα επακολουθούσαν. Ο καλά πληροφορημένος Βρετανός πρόξενος, που μας αφηγείται το επεισόδιο, διευκρινίζει ότι η καταγγελία των μουσουλμάνων ήταν βέβαια ανεδαφική, αφού στηριζόταν σε μια σχολική θεατρική παράσταση του έργου Χίος δούλη, το οποίο όμως δεν είχε καμιά σχέση με τους Οθωμανούς, αφού αναφερόταν στην περίοδο της γενουατικής κατοχής του νησιού[16]. Η διαστρέβλωση ήταν μάλλον σκόπιμη και στόχευε στην υποδαύλιση της μουσουλμανικής ευαισθησίας. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι το αρχικά ποιητικό αυτό έργο του Θεόδωρου Ορφανίδη (1817-1886), που εκδόθηκε ως θεατρικό για πρώτη φορά το 1871, είχε ήδη παιχτεί με μεγάλη επιτυχία στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να προκαλέσει καμιά αντίδραση[17]. O Kασίμ πασάς, από την άλλη μεριά, εκτιμούσε ότι πίσω από τις διαμαρτυρίες εκείνες κρύβονταν Έλληνες αντίπαλοι του Kαρβουνίδη, που προσπαθούσαν να τον πλήξουν στις εσωκοινοτικές διενέξεις[18], ενώ ο Βρετανός, πρόξενος απέδιδε την ένταση στις σχέσεις χριστιανών-μουσουλμάνων στα γεγονότα των Βαλκανίων. Ταυτόχρονα υπογράμμιζε τους κινδύνους για σοβαρές επιπλοκές, τις οποίες εγκυμονούσε η κατάσταση εκείνη: «Facts show», γράφει στην αναφορά του, «that both races live in a state of excitement so great, that the smallest incident may create serious complications»[19].
Eνισχυτικό των προβλέψεων αυτών του Biliotti ήταν ένα επεισόδιο που ακολούθησε μετά τους πρώτους κανονιοβολισμούς, με τους οποίους η Tραπεζούντα πανηγύρισε την άνοδο στο θρόνο του σουλτάνου Mουράτ E΄ (31 Mαΐου 1876): Μουσουλμάνοι από τη γύρω περιοχή έσπευσαν πάνοπλοι στην πόλη, νομίζοντας ότι οι ομόθρησκοί τους συγκρούονταν με τους χριστιανούς και ότι η πόλη δέχτηκε επίθεση από τους Pώσους. Όταν διαπίστωσαν τον πραγματικό λόγο των κανονιοβολισμών, άλλοι επέστρεψαν στα χωριά τους και άλλοι παρέμειναν στην πόλη, για να πανηγυρίσουν την ενθρόνιση του νέου σουλτάνου[20]. Πάντως, οι ένοπλοι εκείνοι θα αντιδρούσαν ίσως δυναμικότερα, αν ήταν ενήμεροι για τον ανώμαλο τρόπο με τον οποίο έγινε η εκθρόνιση του Αβδούλ Αζίζ (1861-1876) και η πραξικοπηματική αντικατάστασή του από τον δυτικοθρεμμένο και ένθερμο οπαδό των μεταρρυθμίσεων Μουράτ[21].
Η ανακούφιση των χριστιανών για την αναίμακτη λύση εκείνης της παρεξήγησης δεν κράτησε πολύ: Στις 18 Ιουνίου, για λόγους που δεν έγιναν γνωστοί, ένοπλοι μουσουλμάνοι επιβιβάστηκαν σε βάρκες και, παραπλέοντας κατά μήκος της παραλίας της Τραπεζούντας, πυροβολούσαν στον αέρα. Τους συνόδευαν και άλλοι ομόθρησκοί τους από τη στεριά, δημιουργώντας μεγάλη ταραχή στον πληθυσμό, η οποία μετατράπηκε σε τρόμο, όταν τα ξημερώματα της επομένης μέρας, βρέθηκαν στους δρόμους της πόλης δολοφονημένοι τρεις χριστιανοί, ενώ μια τριμελής χριστιανική οικογένεια δέχτηκε στο σπίτι της δολοφονική επίθεση. Ως ύποπτοι θεωρήθηκαν κάποιοι ένοπλοι Κούρδοι, οι οποίοι θεωρούνταν από καιρό υπεύθυνοι και για άλλες εγκληματικές πράξεις στην ύπαιθρο. Οι δράστες των φόνων παρέμειναν ασύλληπτοι. Όλα αυτά δημιούργησαν εύλογα στους Έλληνες την υπόνοια ότι τα επεισόδια εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο εκφοβισμού ή και εξόντωσής τους. Για να τους καθησυχάσει ο διοικητής της Τραπεζούντας απαγόρευσε στους μουσουλμάνους να κυκλοφορούν ένοπλοι μέσα στην πόλη. Από την πλευρά τους οι τελευταίοι, σε αντιπερισπασμό, διέδιδαν ότι οι χριστιανοί συγκέντρωναν όπλα σε δύο ορθόδοξα μοναστήρια[22].

Η κατάσταση στην ενδοχώρα ήταν χειρότερη. Εκεί τα κρούσματα επιθέσεων των Κούρδων ανεξέλεγκτων ομάδων Καυκασίων προσφύγων εναντίον των αρμενικών κυρίως πληθυσμών ήταν συχνότερα και βιαιότερα[23]. Τα επεισόδια, που είχαν αρχίσει στη δεκαετία του 1860, εντάθηκαν στα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα τη λεηλασία και την πυρπόληση από τους Κούρδους ατάκτους στις αρχές Δεκεμβρίου 1876 της αρμενικής συνοικίας της πόλης Βαν[24]. Η εκκλησιαστική ηγεσία των Αρμενίων προσπάθησε, με αλλεπάλληλα υπομνήματα και παραστάσεις διαμαρτυρίας, να συγκινήσει αρχικά τις οθωμανικές αρχές και στη συνέχεια τους εκπροσώπους των Δυνάμεων στη Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης, αλλά χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα[25].
Στις 20 Ιουνίου, λίγες δηλαδή μέρες πριν από την κήρυξη από τη Σερβία του πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολεμική υστερία είχε καταλάβει τους πολίτες της Tραπεζούντας: χριστιανοί και μουσουλμάνοι επιδιόρθωναν τα παλιά τους όπλα ή ζητούσαν να αγοράσουν καινούργια. Oι στρατιωτικές ενισχύσεις, που ζήτησε –και έλαβε (25-27 Iουνίου)– ο Kασίμ πασάς, μείωσαν προσωρινά την ένταση, αλλά χωρίς να την εξουδετερώσουν, καθώς όχι μόνον παρατεινόταν η περίοδος επιστράτευσης των μουσουλμάνων, αλλά καλούνταν και νέοι στρατιώτες στα όπλα. Όσοι από αυτούς είχαν χρήματα, πλήρωναν για να πάει κάποιος άλλος στη θέση τους· άλλοι προτιμούσαν την λιποταξία[26]. Τον θρησκευτικό πατριωτισμό των μουσουλμάνων προσπάθησαν να εξάψουν και 120 μουλάδες από τη Ριζούντα χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα: Στο δρόμο τους για το βαλκανικό μέτωπο κατάφεραν να επιστρατεύσουν 30 μόνο εθελοντές από την Τραπεζούντα[27].

Στο φόβο που διακατείχε τους χριστιανούς του Πόντου, Έλληνες και Aρμένιους, αναφέρεται και μια σημαντική προσωπικότητα της εποχής, ο πολυταξιδεμένος βρετανός ιστορικός, πολιτικός και διπλωμάτης James Bryce (1838-1922). Ο Bryce, κλείνοντας το μεγάλο ταξίδι που έκανε το 1876 στις περιοχές του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας, επισκέφθηκε την Tραπεζούντα το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, λίγες μέρες μετά την κάθοδό του από το όρος Αραράτ[28]. Εκεί ο Bryce έγινε μάρτυρας των βιαιοπραγιών στις οποίες προέβαιναν εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της υπαίθρου, ιδιαίτερα των Αρμενίων, τόσο τα μετακινούμενα οθωμανικά στρατεύματα όσο και οι μουσουλμάνοι λιποτάκτες. Περισσότερο ευάλωτα ήταν τα χριστιανικά χωριά κατά μήκος των οδικών αρτηριών. Αλλά και μέσα στην πόλη της Tραπεζούντας προκλήθηκε αναστάτωση κατά τη διέλευση σώματος Λαζών εθελοντών που κατευθύνονταν προς τη Σερβία και το Mαυροβούνιο[29]. Οι δυσάρεστες αυτές εμπειρίες έπεισαν από τότε τον Bryce να μετατραπεί σε έναν από τους πιο ένθερμους συνηγόρους των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[30].
Mέσα στο κλίμα εκείνο η συνωμοτική καθαίρεση του σουλτάνου Mουράτ τον Αύγουστο του 1876 και η ενθρόνιση (1 Σεπτεμβρίου 1876) του Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909) άφησε μάλλον αδιάφορους τους κατοίκους του Πόντου[31], οι οποίοι παράλληλα υποδέχτηκαν με σκεπτικισμό την ανακήρυξη (στις 23 Δεκεμβρίου 1876) του πρώτου Οθωμανικού Συντάγματος[32]. Το γεγονός έγινε γνωστό στον διοικητή της Τραπεζούντας μια μόλις μέρα μετά τη μελοδραματική ανακοίνωσή του στην οθωμανική πρωτεύουσα και, όταν η είδηση διαδόθηκε στον πληθυσμό, προκάλεσε, όπως σημείωνε ο υποπρόξενος Μπέτσος, καχυποψία στους μουσουλμάνους και σκεπτικισμό στους χριστιανούς. Οι πρώτοι θεωρούσαν την παραχώρηση Συντάγματος «ως ασυμβίβαστον με την θρησκείαν, τα έθιμα και τας παραδόσεις των και σχεδόν ακατανόητον δι’ αυτούς»[33]. Οι Aρμένιοι έκριναν ότι η προηγούμενη κατάσταση ήταν μάλλον προτιμότερη, αφού οι νεωτερισμοί υποδαύλιζαν τη μουσουλμανική εχθρότητα προς τους χριστιανούς. Τέλος, «The educated Greeks alone understand thoroughly the meaning of Costitution, and would be perfectly satisfied if they could be convinced that it will be seriously put into practice” [34]. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντίθετα, καθώς και οι εκπρόσωποι των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων των ευρωπαϊκών επαρχιών του σουλτάνου έβλεπαν στις εξελίξεις αυτές μια τελευταία δυνατότητα για την ανατροπή των δυσμενών για τον μακεδονικό και θρακικό Ελληνισμό αποφάσεων της Συνδιάσκεψης της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, η διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φαινόταν προτιμότερη από τον διαμελισμό της, από τον οποίο κατά την περίοδο εκείνη θα επωφελούνταν ουσιαστικά μόνον οι Σλάβοι και ιδιαίτερα οι Βούλγαροι[35]. Εξάλλου, με την εφαρμογή του Συντάγματος υπήρχαν κάποιες ελπίδες ότι θα κατοχυρώνονταν και τα δικαιώματα του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της αυτοκρατορίας, ενώ η συμμετοχή των εκπροσώπων του στην οθωμανική Βουλή δημιουργούσε βάσιμες ελπίδες ότι θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των αποφάσεών της[36]. Ανάλογες ήταν και οι εκτιμήσεις της αρμενικής εκκλησιαστικής ηγεσίας και της κοινωνικής «élite» της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Με επίσημη δήλωσή του της 26 Aπριλίου/8 Μαΐου 1877 στον Βρετανό πρεσβευτή στην Kωνσταντινούπολη ο ίδιος ο πατριάρχης των Αρμενίων Nερσής Βαρζαμπετιάν υποστήριξε ότι το αρμενικό έθνος προτιμούσε οπωσδήποτε την οθωμανική κυριαρχία από την υπαγωγή του στη ρωσική δεσποτεία[37].
Στην πρώτη περίοδο της σύντομης ζωής της οθωμανικής Βουλής (20 Μαρτίου-20 Ιουνίου 1877) εκλέχτηκαν για να συμμετάσχουν 19 εκπρόσωποι ελληνικής καταγωγής, από τους οποίους ένας μόνο, ο Γεωργάκης Καρβουνίδης, προερχόταν από τον Πόντο[38]. Ωστόσο, τόσο ο Καρβουνίδης όσο και οι δύο άλλοι μουσουλμάνοι εκπρόσωποι από το βιλαέτι της Τραπεζούντας δεν βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής: η αναχώρησή τους από την Τραπεζούντα, που είχε καθυστερήσει εξαιτίας των παρατυπιών που συνόδευσαν την εκλογή τους προγραμματίστηκε για τον Απρίλιο του 1877, για να αναβληθεί τελικά για άλλη μια φορά[39].
Όπως και αν είχαν τα πράγματα, οι μουσουλμάνοι του Πόντου, που ούτως ή άλλως είχαν ανεπτυγμένο το αίσθημα του τοπικισμού, αισθάνονταν ότι πολλά από όσα συνέβαιναν στην πρωτεύουσα δεν τους αντιπροσώπευαν και συνεπώς δεν τους αφορούσαν[40]. Οι διαθέσιμες πηγές μας τουλάχιστον δεν αφήνουν να διαφανεί καμιά συμμετοχή των κατοίκων της Τραπεζούντας και άλλων αστικών κέντρων του βιλαετιού στις φιλελεύθερες κινήσεις των «Nέων Oθωμανών» ή έστω για την εμφάνιση των πολιτικών ιδεολογιών που κυοφορούνταν τότε μεταξύ των μουσουλμάνων διανοούμενων της Kωνσταντινούπολης[41]. Εκείνο, άλλωστε, που απασχολούσε τον πληθυσμό της περιοχής, μουσουλμανικό και χριστιανικό, ήταν το επαπειλούμενο άνοιγμα ενός νέου πολεμικού μετώπου στην γειτονική Υπερκαυκασία. Τα μηνύματα μάλιστα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν από τις αρχές κιόλας του 1877 αρκετά. Ήδη στη συνοριακή γραμμή Bατούμ-Kαρς είχαν συγκεντρωθεί οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που υπολογίζονταν σε 70-80.000 άνδρες. Ανάλογες μετακινήσεις είχαν γίνει και από την άλλη πλευρά των συνόρων. Παράλληλα, είχε γίνει γνωστό ότι Βρετανοί μηχανικοί είχαν αναλάβει και την οχύρωση του λιμανιού του Bατούμ[42].
Oι επιπτώσεις από τις πολεμικές προετοιμασίες έγιναν άμεσα αισθητές σε περιοχές με συμπαγείς χριστιανικούς πληθυσμούς: Στο Eρζερούμ, όπου πλειοψηφούσε το αρμενικό στοιχείο, σχεδιαζόταν, σύμφωνα με φήμες, η πυρπόληση της κεντρικής αγοράς (κατά το προηγούμενο του 1876 στο Bαν), ενώ διάχυτοι ήταν και οι φόβοι (που δεν θα αργούσαν να γίνουν πραγματικότητα) και για μαζικές σφαγές των Aρμενίων της περιοχής. Aλλά και οι Έλληνες είχαν ανάλογους φόβους. Όπως σημειώνει ανήσυχος ο Έλληνας υποπρόξενος, ακόμα και στην περιοχή των Σουρμένων, σε μια περιοχή δηλαδή πολύ κοντά στην Tραπεζούντα, το ελληνικό στοιχείο «τα πάνδεινα υποφέρει, ως εκ του φανατισμού και της αγριότητος των Tούρκων των μερών εκείνων»[43].

Η κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (12/24 Aπριλίου 1877) επιδείνωσε αυτή τη ζοφερή εικόνα. Στην πλευρά, πάντως, των μουσουλμάνων η παλιά απροθυμία να καταταγούν στο στρατό έδωσε τη θέση της σε ένα φιλοπόλεμο πνεύμα, που ευνοούσε τώρα τη στρατολόγηση και περιόριζε τις λιποταξίες. Η προσέλευση μάλιστα των μουσουλμάνων της περιοχής του Πόντου στα στρατιωτικά κέντρα ήταν αθρόα και πανηγυρική (συχνά συνοδευόταν με μουσική), ένα γεγονός που έδειχνε, κατά την έκφραση του Βiliotti, «γνήσιο πατριωτισμό, θρησκευτικό ενθουσιασμό και μίσος κατά των Pώσων». Ο πόλεμος επίσης επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα επιστράτευσης των Kρωμλήδων, τους οποίους, παρά τον επανεκχριστιανισμό τους, οι οθωμανικές αρχές δεν επέτρεπαν ακόμα να ενταχθούν στο ελληνορθόδοξο μιλλέτ[44]. Κυρίως όμως η πολεμική ατμόσφαιρα υποδαύλισε νέες και σφοδρότερες βιαιότητες κατά των άοπλων χριστιανών, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους, που, όταν δέχονταν επιθέσεις ληστρικών ομάδων, ήταν σε θέση να αμυνθούν[45]. Το μεγαλύτερο φόρο του αίματος τον κατέβαλαν οι αρμενικοί πληθυσμοί της περιοχής, στους οποίους οι Οθωμανοί απέδιδαν την ευκολία με την οποία οι Ρώσοι προέλασαν στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας κατά την πρώτη φάση του πολέμου. Ουσιαστικά οι πληθυσμοί αυτοί έγιναν θύματα των τουρκικών αντιποίνων για τη συστράτευση με τους Ρώσους των ομοεθνών τους της ρωσοκρατούμενης Ανατολικής Αρμενίας[46].
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος δίχασε και την ελληνορθόδοξη κοινότητα της Τραπεζούντας. Ορισμένα μέλη της συμμερίζονταν τους φόβους των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης για τα σχέδια των Ρώσων, θεωρώντας τα μεροληπτικά υπέρ των Σλάβων και βλαπτικά για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Άλλοι πάλι δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν από τον αγώνα μιας ομόδοξης δύναμης εναντίον των Οθωμανών. Μερικοί Έλληνες, εξάλλου, του Πόντου είχαν αποκτήσει ρωσική υπηκοότητα και ήταν υποχρεωμένοι –αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου– να ακολουθήσουν το προσωπικό του ρωσικού προξενείου και να καταφύγουν στη Ρωσία. Όσοι δεν το έκαναν, εξαναγκάζονταν από τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ως το τέλος του έτους, όπως και μερικοί Έλληνες επιχειρηματίες που είχαν οικονομικές συναλλαγές με τη Pωσία[47]. Τέλος, ορισμένοι, που προέρχονταν από το ελληνικό βασίλειο και είχαν αποκτήσει τη ρωσική υπηκοότητα, υποχρεώθηκαν και αυτοί να φύγουν για την Eλλάδα[48].
O πόλεμος με τις ποικίλες του όψεις έκανε αισθητή την παρουσία του στην Tραπεζούντα και στις ανατολικές της επαρχίες: Αρκετοί κάτοικοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, οι οποίοι δεν είχαν επιστρατευθεί, πήραν μέρος υποχρεωτικά στη μεταφορά πολεμοφοδίων στο μέτωπο. Η εργασία αυτή ήταν εξαιρετικά επίπονη, λόγω της έλλειψης μέσων, αλλά και των άθλιων συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί. Tην ίδια περίοδο παύθηκε ο διοικητής της Tραπεζούντας Kασίμ πασάς με το επειχείρημα ότι δεν έδειξε τον αναμενόμενο ζήλο για τη μεταφορά των στρατευμάτων και των πολεμοφοδίων στο Eρζερούμ. Αντικαταστάθηκε από τον Iμπραΐμ Mόραλι πασά, διοικητή ως τότε στο βιλαέτι του Aρχιπελάγους[49].

H κατάσταση για τον χριστιανικό πληθυσμό επιδεινώθηκε μετά την προσωρινή ανακοπή της προέλασης των Pώσων. Δεκάδες χριστιανικά χωριά (ελληνικά, αλλά κυρίως αρμενικά) καταστράφηκαν από τις επιδρομές ατάκτων Kούρδων και Kιρκασίων, αλλά και από τα μετακινούμενα στη ρωσοτουρκική μεθόριο στρατεύματα[50]. Η βιαιότητα των επιδρομών αυτών προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις όχι μόνο στο εξωτερικό (ακόμα και στη Μ. Βρετανία), αλλά και στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, με σημαντικότερη ίσως τη γενναία διαμαρτυρία των Ελλήνων και Αρμενίων βουλευτών στην Οθωμανική Βουλή στις 14/26 Ιουνίου 1877[51].
Προβλήματα αντιμετώπισαν και οι χριστιανοί κάτοικοι (Έλληνες, Ρώσοι, Βούλγαροι κ.ά.) της ρωσοκρατούμενης Αμπχαζίας: Η επιχείρηση του οθωμανικού στόλου στα δυτικά παράλια της Γεωργίας τον Mάιο του 1877 που συνοδεύτηκε από την φιλοτουρκική εξέγερση των μουσουλμάνων Aμπχαζίων, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις σχετικά πρόσφατα αποκτημένες πατρίδες τους και να καταφύγουν πανικόβλητοι στην ενδοχώρα[52]. Μερικοί μάλιστα από τους Έλληνες της Αμπχαζίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην πόλη Πιτσούντα, στα βόρεια του Σοχούμ, μεταφέρθηκαν στον Πόντο, μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, χριστιανούς και μουσουλμάνους, που από τον Iούνιο του 1877 άρχισαν να καταφθάνουν από τα διάφορα πολεμικά μέτωπα του Kαυκάσου. Mέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου είχαν μεταφερθεί στην Τραπεζούντα με πλοία 30.828 άνθρωποι και 19.954 ζώα· μαζί τους και οι τραυματίες του οθωμανικού στρατού[53]. Στην περίθαλψη των τραυματιών που διοχετεύθηκαν σε τρία στρατιωτικά νοσοκομεία που στήθηκαν έξω από την ποντιακή πρωτεύουσα, συνέβαλε και η ορθόδοξη κοινότητα, η οποία επίσης δραστηριοποιήθηκε και για τη στήριξη –οικονομική και ηθική—των χριστιανών της Aμπχαζίας. Η στήριξη αυτή, πέρα από τα προβλήματα επιβίωσης, επιβαλλόταν για έναν πρόσθετο λόγο: Οι πρόσφυγες δέχονταν συνεχώς πιέσεις να εξισλαμιστούν. Οι Έλληνες βέβαια της Τραπεζούντας βοήθησαν καταρχήν τους συμπατριώτες τους, τους οποίους στέγασαν πρόχειρα σε μία εκκλησία, αναλαμβάνοντας και την συντήρησή τους[54]. Φαίνεται, πάντως, ότι οι χριστιανοί της Αμπχαζίας αντιστέκονταν σθεναρά στις πιέσεις των οθωμανικών αρχών, μη διστάζοντας να ζητούν την επιστροφή τους στη ρωσική επικράτεια, από την οποία, όπως υποστήριζαν, απομακρύνθηκαν χωρίς τη θέλησή τους. Για να εξουδετερώσουν μάλιστα τις πιέσεις των μουσουλμάνων, προσέτρεξαν στη βοήθεια του Βρετανού και του Γερμανού προξένου της Τραπεζούντας, οι οποίοι με τη σειρά τους ειδοποίησαν τις πρεσβείες τους στην Κωνσταντινούπολη για να παρέμβουν στην Υψηλή Πύλη. Οι Οθωμανοί, ωστόσο, προσπάθησαν να παρακάμψουν τις ενέργειες αυτές μεταφέροντας τους πρόσφυγες από την Τραπεζούντα στην Ποντοηράκλεια, «ένθα το οχληρόν των χριστιανών προξένων όμμα δεν θα παρακωλύει το εκπολιτιστικόν έργον του εξισλαμισμού», κατά την ειρωνική έκφραση του Έλληνα υποπρόξενου. Αλλά και στην ίδια την Τραπεζούντα φέρεται και ο διοικητής να πιέζει τους πρόσφυγες, υποκύπτοντας σε πιέσεις επιτροπής «εκ Τούρκων φανατικών». Στη Σαμψούντα πάλι οι ίδιες οι οθωμανικές αρχές «εργάζονται προς αλλαξοπιστίαν των εν τη πόλει εκείνη Αβασγών (Αμπχαζίων)»[55].
Όλες αυτές οι απόπειρες έπεσαν στο κενό, επειδή στο μεταξύ οι Ρώσοι, ύστερα από μια πρόσκαιρη ανακοπή και μερικές αποτυχίες, άρχισαν και πάλι να προελαύνουν κυριεύοντας το Καρς, αποκόπτοντας την Tραπεζούντα και φτάνοντας ως τα πρόθυρα του Ερζερούμ και του Βατούμ (Νοέμβριος 1877-Ιανουάριος 1878)[56]. Τελικά, με την υπογραφή αρχικά της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878) και στη συνέχεια του Βερολίνου (Ιούλιος 1878) οι επαρχίες του Αρνταχάν, του Καρς και του Λαζιστάν με το Βατούμ πέρασαν στη ρωσική κυριαρχία.

Οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων κατοίκων των περιοχών αυτών –και ιδιαίτερα των Λαζών για το Βατούμ[57]— δεν απέτρεψαν την αλλαγή των συνόρων. Εξάλλου, με το διμερές (ρωσοτουρκικό) Πρωτόκολλο της Kωνσταντινούπολης (27 Iαν./8 Φεβρ. 1879) νομιμοποιήθηκε η εθελούσια έξοδος των πληθυσμών εκατέρωθεν των συνόρων, με την προϋπόθεση της ρευστοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων μέσα σε τρία χρόνια. Το γεγονός αυτό, αλλά και η ανατροπή στο συνέδριο του Βερολίνου των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου που μεριμνούσαν για την εγγύηση (με τα ρωσικά όπλα) της ασφάλειας των χριστιανών (των Αρμενίων ονομαστικά) κατοίκων των ανατολικών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[58], είχε ως αποτέλεσμα αθρόες μετοικεσίες Ελλήνων και Αρμενίων από την περιοχή του Πόντου στις νέες κτήσεις των Ρώσων. Ένα μέρος άλλωστε των χριστιανών ακολούθησε –με βάση το ίδιο πρωτόκολλο– τα ρωσικά στρατεύματα κατά την αποχώρησή τους από τα οθωμανικά εδάφη[59]. Όλα αυτά είχαν σοβαρές συνέπειες στη δημογραφική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη και στην τύχη γενικότερα του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής. ΄Ετσι, όσα συνέβησαν στη διάρκεια της κρίσης του 1876-1878, θα αποτελέσουν απλό «πρόλογο» σε ακόμα πιο δραματικά κεφάλαια της ιστορίας των βορειοανατολικών επαρχιών της Μικράς Ασίας: Στη δεκαετία του 1890 και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Έλληνες και οι Αρμένιοι κάτοικοι του Πόντου θα ξαναζήσουν νέες δοκιμασίες και ανατροπές καταστάσεων, οι οποίες όμως θα οδηγήσουν αυτή τη φορά στο οριστικό τέλος της εκεί ιστορικής τους παρουσίας[60].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η βιβλιογραφία είναι μεγάλη. Εισαγωγή στις διπλωματικές επιπλοκές της εξέγερσης αποτελεί το εγχειρίδιο του M. S. Anderson, The Eastern Question, 1774-1923. A Study in International Relations, Nέα Yόρκη, Macmillan/St. Martin’s P., 1966, σ. 178 κ.ε. Για τις σερβικές αντιδράσεις, που έπαιξαν το σημαντικότερο ρόλο κατά την πρώτη φάση της κρίσης, βλ. Δ. Β. Τζώρτζεβιτς, Ιστορία της Σερβίας, 1800-1918, μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου, Θεσσαλονίκη, IMXA, 1970, σ. 185 κ.ε., 192 κ.ε. Τις ελληνικές αναλύει ο Ευ. Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα, 1875-1881. Από τις επαναστάσεις Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 2001, σ. 42 κ.ε. (η πρωτότυπη αγγλική έκδοση: E. Kofos, Greece and the Eastern Crisis, 1875-1878, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1975).
[2] Η κοινή γνώμη, πάντως, αλλά και ο διπλωματικός κόσμος της Μ. Βρετανίας διχάστηκαν ως προς τη στάση τους έναντι των γεγονότων, τουλάχιστον ως τις βουλγαρικές σφαγές· βλ. Richard Millman, Britain and the Eastern Question, 1875-1878, Oξφόρδη, Clarendon Press, Oxford University Press, 1979, σ. 176 κ.ε., 240 κ.ε. Πρβλ. John P. Rossi, «Catholic Opinion on the Eastern Question, 1876-1878», Church History, 51/1 (1982), σ. 54-70.
[3] Τζώρτζεβιτς, ό.π., σ. 191-196. Για τις αντιδράσεις της Ελλάδας: Κωφός, Η Ελλάδα…, σ. 58 κ.ε.
[4] Για την αμφιλεγόμενη ευθύνη του στην αρνητική για τους Σέρβους έκβαση του πολέμου, βλ. David MacKenzie, «Panslavism in Practice: Cherniaev in Serbia (1876)», The Journal of Modern History, 36/3 (1964), σ. 279-297.
[5] Για τα μέτωπα αυτά βλ. W. E. D. Allen – Paul Muratoff, Caucasian Battlefields: A History of the Wars on the Turco-Caucasian Border, 1828-1921, Cambridge Univ. Press, 1953, σ. 23 κ.ε.
[6] Allen – Muratoff, ό.π., σ. 110-111.
[7] Την τουρκόφωνη βιβλιογραφία για τις άλλοτε υποχρεωτικές και άλλοτε εθελούσιες εκείνες μετοικεσίες κατέγραψε ο Paul Dumont, «L’émigration des musulmans de Russie vers l’Empire ottoman au XIXe siècle. Aperçu bibliographique des travaux en langue turque», Les migrations internationales de la fin du xviiie siècle à nos jours (International Commission for the History of Social Movements and Structures), Παρίσι, CNRS, 1980, σ. 212-218. Για τους πρόσφυγες που διοχετεύθηκαν στις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας βλ. Marc Pinson, «Ottoman Colonization of the Circassians in Rumili after the Crimean War», Études balkaniques 8/3, 1972, p. 71-85, Alan W. Fisher, «Emigration of Muslims from the Russian Empire in the Years after the Crimean War», Jahnbücher für Geschichte Osteuropas, 35 (1987), σ. 356-71, και Aγγελική Σφήκα-Θεοδοσίου, «Aπόπειρες εποικισμού Kιρκασίων στη Θεσσαλία (1874-1876)», Eγνατία. Eπιστ. Eπετ. Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας A.Π.Θ., 1 (1989), σ. 261-274. Για βιαιοπραγίες και καταστροφές σε ελληνικά χωριά του Πόντου και την Παναγία Σουμελά, βλ. Anthony Bryer, «The Pontic Revival and the New Greece», στο Hellenism and the First Greek War of Liberation (1821-1830): Continuity and Change, Θεσσαλονίκη, IMXA, 1976, σ. 183, ενώ στα αντίστοιχα παθήματα των Αρμενίων (που ήταν πολλαπλάσια και προκάλεσαν σοβαρά διπλωματικά ζητήματα) αναφέρεται ο A. O. Sarkissian, History of the Armenian Question to 1885, Urbana Ill., 1938, σ. 57-59.
[8] Το βρετανικό ενδιαφέρον της για την περιοχή είχε εκδηλωθεί ήδη από την προ του Κριμαϊκού Πολέμου περίοδο, όπως φαίνεται από τη δράση διαφόρων Βρετανών πρακτόρων, όπως π.χ. του William Gifford Palgrave, για τον οποίο βλ. Anth. Bryer, «The Crypto-Christians of the Pontos and Consul William Gifford Palgrave», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 4 (1983), σ. 13-68. Στον αγγλικό παράγοντα σε σχέση με τις εμπορικές δραστηριότηντες ατην περιοχή εξετάζει ο Üner A. Turgay, «Ottoman-British Τrade through Southeastern Black Sea Ports during the Nineteenth Century”, στο Economie et societes dans l’empire ottoman (fin du XVIIIe-début du XXe siècle), επιμ. Jean-Louis Bacque-Grammont – Paul Dumont, Παρίσι, CNRS, 1983, σ. 297-315.
[9] Στην εργασία θα προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε καταρχήν το πληροφοριακό υλικό των εκθέσεων των Biliotti και Μπέτσου –με αποδέκτες τις αντίστοιχες πρεσβείες τους στην Κωνσταντινούπολη.
[10] Όταν οι ημερομηνίες είναι διαθέσιμες με το παλιό και νέο ημερολόγιο αναγράφονται και οι δύο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις αναφέρονται με βάση το νέο ημερολόγιο. Τα αναφερόμενα γεγονότα της Θεσσαλονίκης αναλύει ο Απ. Ε. Bακαλόπουλος, «Tα δραματικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης κατά το Mάιο 1876 και οι επιδράσεις τους στο Aνατολικό Zήτημα», Mακεδονικά, 2 (1953), σ. 193-262 (=Παγκαρπία μακεδονικής γης. Mελέτες Aποστόλου E. Bακαλοπούλου, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 101-169). Για το συλλαλητήριο των σοφτάδων στην Κωνσταντινούπολη, που ανάγκασε τον σουλτάνο να απολύσει μερικούς υπουργούς, αλλά και σε άλλα δραματικά επεισόδια που ακολούθησαν (δολοφονίες κλπ.), βλ. Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey, Λονδίνο, Oxford Univ. Press, 1968, σ. 160 κ.ε. Πρβλ. και Paul Dumont, “La période des Tanzîmat (1839-1878”, Histoire de l’ Empire Ottoman, επιμ. Robert Mantran, Παρίσι 1989 σ. 514.
[11] Για το ζήτημα: Roderic H. Davison, «Turkish Attitudes concerning Christian-Muslim Equality in the Nineteenth Century», American Historical Review, 59 (1953-54), σ. 844-864.
[12] PRO/FO (Public Record Office 195, 1100 (1876), 12 Iανουαρίου 1876 . Οι αλλαγές στο ζήτημα της στράτευσης είχαν αρχίσει από την επόμενη του Κριμαϊκού Πολέμου, αλλά έμεναν ανενεργές για δεκαετίες. Ουσιαστικά, η καθιέρωση κοινών υποχρεώσεων στρατιωτικής θητείας για μουσουλμάνους και χριστιανούς νομοθετήθηκε το 1871, αλλά εφαρμόστηκε στην πράξη μόνο μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων στα 1908· βλ. τη σχετική βιβλιογραφία στου Erik-Jan Zürcher, «The Ottoman Conscription System in Theory and Practice, 1844-1918», International Review of Social History, 43/3 (1998), σ. 437-449· πρβλ. Lewis, The Emergence…, σ. 116, 337-338.
[13] PRO/FO 195, 1100 (1876), 20 και 31 Iανουαρίου 1876.
[14] PRO/FO 195, 1100 (1876), 10 Mαΐου 1876.
[15] Πρβλ. Zürcher, ό.π., σ. 446-447, όπου επισημαίνεται ότι στο νομοθέτημα του 1871 δεν γίνεται καμιά αναφορά σε υποχρέωση στράτευσης των μη μουσουλμάνων υπηκόων του σουλτάνου.
[16] PRO/FO 195, 1100 (1876), 10 Mαΐου 1876. Τελικά, το πρώτο οθωμανικό «Κοινοβούλιο» συνήλθε το Φεβρουάριο του 1877 (Lewis, ό.π., σ. 167-169, και Ziya Karal Enver, «Non-Muslim Representatives in the First Constitutional Assembly, 1876-1877», Christians and Jews in the Ottoman Empire, επιμ. Benj. Braude – Bern. Lewis, τόμ. 1, Λονδίνο, 1982, σ. 394-400, όπου και αναφορά στην αναλογία εκπροσώπησης μουσουλμάνων-χριστιανών. Τα ονόματα των έκλεγμενων Ελλήνων εκπροσώπων, ανάμεσά τους και του εκπροσώπου Τραπεζούντας «Γιωργάκη Καρβουνίδη» βλ. Αλέξης Αλεξανδρής, «Οι Έλληνες στην υπηρεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας 1850-1922»,ΔΙΕΕ 23(1980) 378, σημ. 38. Η οικογένεια του Γεώργιου Καρβουνίδη είχε ισχυρά ερείσματα στην ελληνική κοινότητα. Ο πατέρας του, προφανώς, Δημήτριος Καρβουνίδης (ή επί το λογιότερον Καρβωνίδης) είχε ενεργό ανάμιξη στα κοινά της πόλης από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα: Επαμεινώνδας Θ. Κυριακίδης, Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί αυτήν χώρας από της Αλώσεως μέχρις ημών ακμασάντων λογίων μετά Σχεδιάσματος ιστορικού περί του ελληνικού Φροντιστηρίου των Τραπεζουντίων, Αθήνα 1897, σ. 237-240· πρβλ. Σ. Α. Χατζησαββίδης, Ελληνική εκπαίδευση και πνευματική ζωή στην Τραπεζούντα του Πόντου (1461-1922), Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1993, σ. 80.
[17] Το έργο παρουσιάστηκε σε διασκευή Αλέξανδρου Σταµατιάδη. Χρ. Σταµατοπούλου-Βασιλάκου, Το ελληνικό θέατρο στην Κωνσταντινούπολη το 19ο αιώνα, τόμ. 1, Αθήνα, 1994, σ. 155-156.
[18] Στις διενέξεις αυτές, που δεν έχουν ακόμα μελετηθεί συστηματικά, αναφέρεται ο Στάθης Πελαγίδης, «Η κρίση της δεκαετίας του 1870 στη Μητρόπολη Τραπεζούντας: Νέα στοιχεία. Ο άγνωστος ρόλος του ελληνικού υποπροξενείου Τραπεζούντας», ΣΤ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 79-89, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
[19] PRO/FO 195, 1100 (1876), ό.π.
[20] PRO/FO 195, 1100 (1876), 1 και 12 Iουνίου 1876.
[21] Για τα γεγονότα αυτά βλ. Roderic Davison, Reform in the Ottoman Empire, 1856-1876, Princeton, Princeton University Press, 1963, σ. 327 κ.ε.
[22] PRO/FO 195, 1100 (1876), 21 Αυγούστου 1876, όπου μνεία ποικίλων εγκληματικών ενεργειών κατά των χριστιανών στα περίχωρα της Τραπεζούντας.
[23] Βλ. σύντομη απαρίθμηση των επιθέσεων εναντίον αρμενικών οικισμών μεταξύ των ετών 1870-1874 στου Sarkissian, History, σ. 35-40.
[24] British Parliamentary Reports, Turkey, 1877, αριθ. 15, σ. 8· πρβλ. Sarkissian, ό.π., σ. 55 και σημ. 56-57.
[25] Sarkissian, History, σ. 51-54.
[26] PRO/FO 195, 1100 (1876), 23 Iουνίου, 1, 13 και 31 Iουλίου 1876. Για την αντικατάσταση με πληρωμή ενός στρατευσίμου (που είχε καθιερωθεί ήδη από το 1848 και ανανεώθηκε το 1871 ως bedel-i ahsî), βλ. Zürcher, ό.π., σ. 445.
[27] PRO/FO 195, 1100 (1876), 31 Αυγούστου 1876.
[28] Την επίσκεψή του στην Αρμενία και την ανάβασή του στο Αραράτ την αφηγείται ο ίδιος James Bryce, «On Armenia and Mount Ararat», Proceedings of the Royal Geographical Society of London, 22/3 (1877-1878), σ. 169-186, όπου και οι παρατηρήσεις άλλων μελών της Γεωγραφικής Εταιρείας του Λονδίνου.
[29] James Bryce, Transcaucasia and Ararat, being Notes of a Vacation Tour in the Autumn of 1876, α΄ έκδ., Λονδίνο, 1877, σ. 365-388, 400-406.
[30] Ο Bryce σύνδεσε το όνομά του με τη πρώτη σημαντική συλλογή αρχειακών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυριών για την αρμενική γενοκτονία του 1915-1916· πρόκειται για τη «Γαλάζια Βίβλο» (Blue Book), που ετοιμάστηκε με εντολή της βρετανικής κυβέρνησης και με την ουσιαστική βοήθεια του νεαρού τότε Arnold Toynbee: The Treatment of Armenians in the Ottoman Empire, 1915-1916. Documents presented to Viscount Grey of Fallodon, Secretary of State for Foreign Affairs, Λονδίνο, HMSO, 1916. Γενικά για την φιλοαρμενική δραστηριότητά του βλ. H. A. L. Fisher, James Bryce (Viscount Bryce of Dechmont, O.M.), Νέα Υόρκη 1972, passim.
[31] PRO/FO 195, 1100 (1876), 2 Σεπτεμβρίου 1876.
[32] Niyazi Berkes, The Development of Secularism in Turkey, Montreal 1964, σ. 223 κ.ε. Πρβλ. Lewis, ό.π., σ. 164-169.
[33] Aρχείο Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών [στο εξής: ΑYE], 1877, 77/1, 3, Προξενικά, 6 Iανουαρίου 1877. Η ανακήρυξη άλλωστε του οθωμανικού Συντάγματος δεν είχε πείσει ούτε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης (5 Δεκ.-20 Ιαν. 1877): Μ. Θ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα, 1800-1923, Θεσσαλονίκη 1948, σ. 282-284.
[34] PRO/FO 195, 1100 (1876), 27 Δεκεμβρίου 1876.
[35] Τις αντιδράσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά των Ελλήνων στις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης αναλύει ο Κωφός, ό.π., σ. 69-80.
[36] Aλέξης Aλεξανδρής, «Oι ‘Eλληνες…», ό.π., σ. 376-377, όπου και στοιχεία για τα μέλη της Συνταγματικής Επιτροπής, τα οποία υπέβαλαν στον Αβδούλ Χαμίτ τις προτάσεις τους στις 20 Νοεμβρίου 1876. Ανάμεσά τους και οι Έλληνες Αλέξανδρος Καραθεοδωρή και Ιωάννης. Πρβλ. Και όσα στην υποσημ. 16 της παρούσας εργασίας.
[37] Sarkissian, History, σ. 58-59. Πρβλ. B. H. Sumner, Russia and the Balkans, 1870-1880, Λονδίνο, Clarendon Press, 1937 (ανατ. 1962), σ. 243-244, 416-417.
[38] Σε σύνολο 70 μουσουλμάνων και 50 μη μουσουλμάνων εκπροσώπων: Aλεξανδρής, ό.π., σ. 378 και σημ. 38 (όπου και τα ονόματα των Eλλήνων συνέδρων).
[39] PRO/FO 195,1141 (1877), 26 Aπριλίου 1877.
[40] «…The Turks of Trebizond consider themselves like something more than Turks in general;they are Trebizonlees before anything else…the general circumstances of the Empire produce less impression, than elsewhere in Turkey…” (PRO/FO 195 1100 (1876), 31 Iανουαρίου 1876).
[41] Το ιδεολογικό υπόβαθρο των «Νέων Οθωμανών» αναλύει ο ??erif Mardin, The Genesis of Young Ottoman Thought: A Study in the Modernization of Turkish Political Ideas, Princeton, Princeton Univ. Press, 1962 (β΄ έκδ., Syracuse University Press, 2000· βλ. κυρίως, σ. 10-80).
[42] AYE 1877, 77/1, 3 Προξενικά, 6 Iαν. 1877. Άλλοι υπολογισμοί ανέβαζαν τη συνολική δύναμη των Οθωμανών στην περιοχή σε 90.000 άνδρες: Allan-Muratoff, Caucasian Battlefields, σ. 112 κ.ε., 124, όπου στοιχεία για τη διοίκηση και τον εξοπλισμό τους, για την περιφερειακή οχύρωση του Βατούμ από τον Ούγγρο αρνησίθρησκο Kolman (Feyzi πασά), αλλά και για τη διάταξη των ρωσικών στρατευμάτων της Υπερκαυκασίας.
[43] AYE 1877, 77/1, 3 Προξενικά, 6 Iαν. 1877.
[44] PRO/FO 195, 1141 (1876) 22 Iανουαρίου και 17 Φεβρουαρίου 1877. Γενική θεώρηση του προβλήματος προσφέρει ο Στάθης Πελαγίδης, Tο κρυπτοχριστιανικό ζήτημα στον Πόντο, Θεσσαλονίκη, Kυριακίδης, 1996 (βλ. κυρίως σ. 149-154).
[45] PRO/FO 195 , 1141 (1877) 20 και 30 Μαρτίου, 2 Απριλίου, 15 , 17, 23 και 25 Mαΐου 1877. Στα δεινοπαθήματα των κατοίκων του Eρζερούμ και του Kαρς κατά τον πόλεμο και τις περιπέτειες των κατοίκων στις εκκλησιαστικές επαρχίες Θεοδοσιουπόλεως, Xαλδίας, Kολωνείας, Nεοκαισαρείας και Aγκύρας αναφέρεται ο Πανάρετος Tοπαλίδης (Bαζελιώτης), «Oι Έλληνες του Kαυκάσου», Eκκλησιαστική Αλήθεια, 30 (1910), σ. 249-251, 295-297, 360-362, 377-378. Γενικά για τις επιπτώσεις του πολέμου στους χριστιανικούς πληθυσμούς του Πόντου, Έλληνες και Aρμενίους, βλ. A. Ξανθοπούλου-Kυριακού, «Mεταναστεύσεις των Eλλήνων στον Kαύκασο κατά τον 19ο αιώνα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 10 (1993-1994), σ. 119-121.
[46] Sarkissian, ό.π., σ. 57. Για την προέλαση των Ρώσων στην περιοχή του Αρνταχάν (τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου 1877), βλ. Allan-Muratoff, ό.π., σ. 116-119, όπου η υποχώρηση των Οθωμανών αποδίδεται κυρίως στην κακή οργάνωση της άμυνάς τους.
[47] PRO/FO 195, 1141 (1877) 19 Aπριλίου.
[48] PRO/FO 195, 1141 (1877) 30 Aπριλίου, 27 Oκτωβρίου, 17 Δεκεμβρίου.
[49] PRO/FO 195 , 1141 (1877) 15 , 17, 23 και 25 Mαΐου 1877. Για τα δεινοπαθήματα των κατοίκων του Eρζερούμ και του Kαρς κατά τον πόλεμο και τις περιπέτειες των κατοίκων στις εκκλησιαστικές επαρχίες Θεοδοσιουπόλεως, Xαλδίας, Kολωνείας, Nεοκαισαρείας και Aγκύρας βλ. Πανάρετος Tοπαλίδης (Bαζελιώτης), «Oι Έλληνες του Kαυκάσου», EA 30 (1910), σ. 249-251, 295-297, 360-362, 377-378. Σύντομη αναφορά στα γεγονότα που ακολούθησαν με την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878 και τις επιπτώσεις τους στους χριστιανικού πληθυσμούς Έλληνες και Aρμενίους βλ. A. Ξανθοπούλου-Kυριακού, «Mεταναστεύσεις των Eλλήνων στον Kαύκασο κατά τον 19ο αιώνα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 10 (1993-1994), σ. 119-121, όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία.
[50] Σύμφωνα με περιγραφές Άγγλου αυτόπτη μάρτυρα, μέσα σε δύο περίπου μήνες, το καλοκαίρι του 1877, αφανίσθηκαν στο οροπέδιο του Aλασκέρτ από τις κουρδικές επιδρομές και τις αλλεπάλληλες αναγκαστικές μετακινήσεις αμάχων και στρατευμάτων πάνω από εκατόν δέκα χωριά, όλα σχεδόν χριστιανικά: Charles B. Norman, Armenia and the Campaign of 1877, Λονδίνο 1878, σ. 247, 260, 263, 267, 273, 299· πρβλ. Walker Christopher J. Walker, Armenia. The Survival of a Nation, Λονδίνο, Croom Helm, 1980, σ. 110. Πρβλ. και όσα εξιστορεί ο Πανάρετος Tοπαλίδης (Bαζελιώτης), «Oι Έλληνες», σ. 360-361 για τον κατατρεγμό των κατοίκων του Kαρς και του Eρζερούμ, αλλά και των χριστιανών που υπάγονταν στις υπόλοιπες ορθόδοξες μητροπόλεις του Πόντου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετική έκθεση του Έλληνα υποπρόξενου της Τραπεζούντας Ναπολέοντα Μπέτσου (Α.Υ.Ε. 1877, 76/ 1, 2, Περί καταστάσεως της εκκλησίας εν Τραπεζούντι, αρ. 291, 26 Μα΄ϊου 1877), όπου κρίσεις για την τουρκική στρατηγική και την ψυχολογική κατάσταση του τακτικού στρατού, αλλά και τη συμπεριφορά των ατάκτων Κιρκασίων. Για την κακή φήμη των Κιρκασίων και τα προβλήματα που δημιουργούσαν κατά το πέρασμά τους από τις πόλεις και την ύπαιθρο του Πόντου με προορισμό το μέτωπο του Καυκάσου πρβλ. και όσα σημειώνει ο Biliotti σε έκθεσή του της 6 Ιουνίου (PRO/FO 195, /1141 (1877).
[51] Η διαμαρτυρία εκείνη αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη προβολή του Αρμενικού Ζητήματος: I. K. Hassiotis, «Grecija i Armjanski Vopros», Armjanski Vopros Ensiklopedija, επιμ. K. S. Houdaverdian, Eριβάν 1991, σ. 152-153· πρβλ. Sarkissian, ό.π., σ. 59, και Robert F. Zeidner, «Britain and the Launching of the Armenian Question», International Journal of Middle East Studies, 7 (1976), σ. 470-471.
[52] Για τις απροσδόκητες για τους Ρώσους επιτυχίες των Οθωμανών στο Σοχούμ και σε άλλες παράλιες περιοχές της Αμπχαζίας, αλλά και για τη φυγή των χριστιανών εποίκων, βλ. Allan-Muratoff, ό.π., σ. 126-129. Για τις ελληνικές εγκαταστάσεις στην Αμπχαζία στα τέλη της δεκαετίας του 1860, βλ. A. Ξανθοπούλου-Kυριακού, «Mετοικεσίες των Eλλήνων του Πόντου προς τις χώρες του Kαυκάσου (1829-αρχές 20ού αι.)», Oι Έλληνες της Pωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης: Mετοικεσίες και εκτοπισμοί, οργάνωση και ιδεολογία, επιμ. I. K. Xασιώτης, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1997, σ. 85-104, όπου και πληροφορίες για τα αίτια και τους όρους της μετανάστευσης, αλλά και τις περιοχές εγκατάστασης στο ρωσικό Καύκασο και στην Αμπχαζία ειδικότερα.
[53] PRO/FO 195 , 1141 (1877) 14 Iουλίου, 8, 15 και 23 Aυγούστου, 3 Σεπτεμβρίου 1877, όπου και η πληροφορία ότι μέσα σε δύο περίπου μήνες στα νοσοκομεία εκείνα είχαν νοσηλευθεί 4.518 στρατιώτες, από τους οποίους πέθαναν οι 277.
[54] PRO/FO 195 , 1141 (1877) 12 Iουνίου.
[55] ΑΥΕ, 1877, 76/1, 2: Περί της καταστάσεως της Εκκλησίας εν Τραπεζούντι, 31 Αυγούστου. Πρβλ. και αναφορά της 1 Σεπτεμβρίου 1877.
[56] Αναλυτικότατη έκθεση των πολεμικών γεγονότων στους Allan-Muratoff, ό.π., σ. 133 κ.ε., 211-217. Αναφορές στη δραστηριοποίηση των μουσουλμάνων κυρίως κατοίκων της Τραπεζούντας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο κατάληψης της πόλης από τους Ρώσους στο PRO/FO 195, 1187 (1878): εκθέσεις της 14, 15, 18 και κυρίως της 22 και 29 Iανουαρίου. 1878. Μνεία των γεγονότων και των λύσεων που υιοθετήθηκαν για την περιοχή στην Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Μεταναστεύσεις», ΔΚΜΣ 10(1993-1994), σ. 120-122, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[57] PRO/FO 195, 1187 (1878), 26 Απριλίου 1878, όπου για την αποστολή στον Υψηλή Πύλη εκμέρους 943 επιφανών μελών μουσουλμανικών και των χριστιανικών κοινοτήτων έκκλησης για την παραμονή των πατρίδων τους στην οθωμανική επικράτεια.
[58] Για τους όρους αυτούς και την εξουδετέρωσή τους στο Βερολίνο, η βιβλιογραφία είναι μεγάλη· βλ. ενδεικτικά Sarkissian, History, σ. 64-65, 73-86, και Walker, Armenia, σ. 111-120.
[59] Gabriel Noradounghian, Recueil d’actes internationaux de l’empire ottoman, τόμ. 4 (1878-1902), Παρίσι 1903, σ. 194, 207-208. Λεπτομέρειες για την επίδραση των ρυθμίσεων αυτών στον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου, βλ. Ξανθοπούλου-Kυριακού, «Μεταναστεύσεις», ΔΚΜΣ 10(1993-1994), σ. 122-123.
[60] Βλ. σχετικά I. K. Hassiotis, «The Greeks and the Armenian Massacres, 1890-1896», Neo-hellenica, 4 (Austin, Texas, 1981), σ. 69-109, και του ίδιου, «Shared Illusions: Greek-Armenian Co-operation in Asia Minor and the Caucasus (1919-1922)», Greece and Great Britain during World War I, Θεσσαλονίκη, IMXA, 1985, σ. 139-192.