Αλέξανδρος Δάγκας
Το κομματικό συμφέρον (raison de Parti) και το κρατικό συμφέρον (raison d’État). Η μπολσεβικική επανάσταση και η κομματική (κρατική) εξουσία έως το 1953.
Tο κομματικό συμφέρον (raison de Parti) είναι ιστορικά η συνισταμένη των επιδιώξεων του εργατικού κόμματος –του μηχανισμού εξουσίας της εργατικής τάξης– στο πεδίο της πάλης των τάξεων. Οι αντιλήψεις του Β. Ι. Λένιν για τη σοσιαλιστική επανάσταση και για το κόμμα κοινοποιήθηκαν αρχικά στο περιβάλλον των διανοουμένων ως απλά μία πρακτική που μετερχόταν την κατά περίπτωση κατάλληλη τακτική[1], έως το 1923 που ο Lukacs, με το έργο του Ιστορία και ταξική συνείδηση, προέβη σε μία φιλοσοφική αιτιολόγηση του μπολσεβικισμού και ενέταξε την επαναστατική ιδεολογία και πρακτική του λενινισμού σε ένα πλαίσιο φιλοσοφίας της επανάστασης και του κόμματος της εργατικής τάξης[2]. Στην πορεία της ρωσσικής επανάστασης, το λενινιστικό «κόμμα νέου τύπου» εξελίχθηκε σε ανεξιχνίαστο μυστήριο Χωρίς τη συγκρότηση ενός κόμματος αυτού του τύπου, μονολιθικού, με επαγγελματίες επαναστάτες και παράνομο κομματικό μηχανισμό, δεν θα ήταν δυνατή η επίτευξη της κοινωνικής ανατροπής. Με ένα κόμμα αυτού του τύπου, αφ’ ετέρου, εκδηλώνονταν αρνητικά φαινόμενα σχετιζόμενα με τη χρήση της εξουσίας, που εμφανίζονταν αλληλεξαρτώμενα με το περιεχόμενό του.
Πρώτιστο μέλημα του κόμματος, σε παραλληλισμό με το κράτος, υπήρξε η επιβίωσή του. Με την ισχύ, επιδιωκόταν η συντήρηση του μάχιμου των δυνάμεών του, και η διατήρηση μηχανισμών που θα εγγυούνταν την ασφάλειά του. Απαραίτητος ήταν, ακόμη και στην ειρηνική περίοδο, ο παράνομος μηχανισμός, μη υποκείμενος σε έλεγχο. Στην πορεία της ρωσσικής επανάστασης και της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, το κομματικό συμφέρον (raison de Parti) ενισχύθηκε, αφού διατυπώθηκε μία προσέγγιση με την οποία έβρισκε στην πράξη δρόμους ο λενινιστικός πραγματισμός και υιοθετούνταν τακτικοί χειρισμοί που απέβλεπαν στην ισχυροποίηση του κόμματος.
Η ανείπωτη τραγωδία, μετά το 1934, κατά την επιβολή του κομματικού (κρατικού) συμφέροντος, εκ μέρους των προσώπων της πυραμίδας εξουσίας στη Μόσχα, εναντίον επιλεγμένων στόχων συνδέθηκε με την παραβίαση ηθικών κανόνων. Η κρατική ασφάλεια έκρινε την κοινωνική πραγματικότητα με γνώμονα το κομματικό (κρατικό) συμφέρον, το οποίο τοποθετούνταν σιωπηλά υπεράνω της ηθικής. Οι κρατούντες έκριναν ότι ο ιδεαλισμός στην πολιτική του κομμουνιστικού οργανισμού (κομμουνιστικό κόμμα, προλεταριακό κράτος) θα οδηγούσε σε αδυναμία υπεράσπισης της ταξικής επανάστασης, στην αμφιβολία κατά την αναγνώριση, σε κάθε βήμα, του ταξικού συμφέροντος. Οι τακτικές κινήσεις του κόμματος και του κράτους όφειλαν να παραμείνουν κρυφές, στην περίπτωση υιοθέτησης πρακτικών που ήταν αντίθετες σε αρχές και ιδεώδη.
Το ζήτημα των εκκαθαρίσεων στο σοβιετικό κόμμα και το σοβιετικό κράτος συνδεόταν με την εσωκομματική διένεξη των συνεργατών του Λένιν, μετά το θάνατο του ηγέτη (1924), και των τάσεων που αυτοί εκπροσωπούσαν. Οι μπολσεβίκοι, μικρή ομάδα (είκοσι τέσσερεις χιλιάδες άτομα κατά την αστική επανάσταση το Φεβρουάριο 1917) που μεγεθύνθηκε (τριακόσιες χιλιάδες στην εποχή της σοσιαλιστικής επανάστασης τον Οκτώβριο 1917), ήταν ενταγμένοι σε ένα πολιτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από ανάγκη –δεν υπήρχαν άλλα κόμματα–. Τα μέλη ήταν ελάχιστα σε σχέση με την κοινωνία. Μία σύγκρουση μεταξύ των ηγετικών στελεχών κατέληξε στην επικράτηση του Ι. Β. Στάλιν. Όπισθεν των προσώπων, συγκρούονταν επίσης πολιτικές γραμμές. Ο Στάλιν προέκρινε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Η αρχική ημικαπιταλιστική επιλογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (πωλήσεις μέρους των προϊόντων των αγροτών στην ελεύθερη αγορά) εγκαταλείφθηκε. Το 1929, η κομματική καθοδήγηση υπό το Στάλιν θεώρησε ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για συνεταιριστικοποίηση (κολλεκτιβοποίηση) της αγροτικής οικονομίας και συσπείρωσης των αγροτών σε συγκεντροποιημένες μονάδες παραγωγής (συνεταιριστικά κολχόζ, κρατικά σοβχόζ). Ο στόχος της επιλογής ήταν να εξευρεθούν τα οικονομικά μέσα που απαιτούνταν για την εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής (εργαλεία, τρακτέρ) και για τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση της σοβιετικής οικονομίας. Στο πλαίσιο της «πολιτικής της επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό», επισυνέβησαν δραματικές ανατροπές στην κοινωνία. Οι αλλαγές επιχειρούνταν στη διάρκεια συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, σε μία χώρα που βρισκόταν περικυκλωμένη από ισχυρές καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με οικονομία στην οποία ο πυρήνας συνίστατο από αγρότες, κουλάκους (εύποροι χωρικοί) και κατόχους μικρής ιδιοκτησίας. Η άποψη της κομματικής ομάδας καθοδήγησης ήταν ότι η αγροτική οικονομία αποτελούσε τροχοπέδη για το σοσιαλισμό. Έπρεπε πάση θυσία να κολλεκτιβοποιηθεί, διότι δεν μπορούσε η κατακερματισμένη παραγωγή να καλύψει τις ανάγκες της πόλης, ούτε να προσφέρει εξαγωγικούς πόρους για αντίστοιχη εισαγωγή αγαθών αναγκαίων για την κίνηση της βιομηχανίας. Οι σφοδρές αντιδράσεις στη σφαίρα της οικονομίας, που οδήγησαν σε φρικτές εξελίξεις όπως ο λιμός των ετών 1931-1933, αντιμετωπίσθηκαν με δρακόντεια κρατικά μέτρα, διώξεις, απάλειψη των κουλάκων ως κοινωνικού στρώματος και καταστολή της αντίδρασης των συντεταγμένων με αυτούς μεσαίων αγροτών και καθυστερημένων πτωχών χωρικών. Βρέθηκε, σε μία χρονική φάση, το κόμμα να έχει χάσει τη στήριξη της κοινωνίας. Παραβιαζόταν το αξίωμα του Λένιν που προσδιόριζε ως εγγύηση για την παραμονή των εργατών στην εξουσία τη συμμαχία με τους αγρότες (το είχε επιτύχει με την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής). Το κόμμα κήρυξε πόλεμο κατά των αγροτών και άλλων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων που εναντιώνονταν, με την πρόβλεψη ότι σύντομα θα δικαιωνόταν. Η καθοδηγητική ομάδα υπό το Στάλιν, αδυνατώντας να δώσει εξηγήσεις στο λαό για τις κυβερνητικές αποτυχίες (ο οικονομικός και διοικητικός μηχανισμός λειτουργούσε πλημμελώς, με ατυχήματα, εκρήξεις σε εργοστάσια, εκτροχιασμούς συρμών), στράφηκε για αντιπερισπασμό στην αναζήτηση εχθρικών στοιχείων και δολιοφθορέων. Παραπέμφθηκαν, το 1928, πρόσωπα σε δίκες για σαμποτάζ, οι οποίες έλαβαν προπαγανδιστική αξιοποίηση. Τελικά, στη σύγκρουση του κόμματος με τους αγρότες, το πείραμα επέτυχε. Η σοβιετική οικονομία, και η κοινωνία πίσω από αυτή, άρχισε να παράγει. Στις αρχές του 1933, το κόμμα δήλωσε ότι η κολλεκτιβοποίηση είχε ολοκληρωθεί και ότι η εκβιομηχάνιση είχε νικήσει. Στο 17ο συνέδριο του κόμματος («συνέδριο των νικητών»), στις αρχές του 1934, αναγνωρίσθηκε ο «θρίαμβος της σταλινικής πολιτικής».

Η κομματική ηγετική ομάδα, και το κράτος στα χέρια της, οχυρώνονταν. Τον Ιούλιο 1934, η υπηρεσία ασφαλείας (ΓκεΠεΟυ) έγινε τμήμα του κομμισσαριάτου (υπουργείου) εσωτερικών υποθέσεων (ΕνΚαΒεΝτε) και απωλέσθηκε ο έλεγχός της από το κόμμα. Η περίοδος 1935-1938 χαρακτηρίσθηκε από την καταστροφή του κόμματος του Λένιν. Η καθοδήγηση υπό το Στάλιν τσάκισε ανηλεώς τους θεωρούμενους ως αντιπάλους. Το σύνθημα για την εκκαθάριση του κόμματος δόθηκε με το φόνο του ηγετικού στελέχους Σ. Μ. Κίρωφ, το Δεκέμβριο 1934. Για το φοβερό γεγονός, εκφράσθηκαν διάφορες εκτιμήσεις. Ο εξόριστος Λ. Ν. Τρότσκυ κατήγγειλε το Στάλιν ως εμπνευστή του φόνου. Η καθοδηγητική ομάδα υπό το Στάλιν χρέωσε την ενέργεια σε παράνομο κέντρο τρομοκρατίας, και έδωσε το σύνθημα έναρξης διώξεων. Τη νομική βάση για την απαγγελία κατηγορίας και την άμεση εκτέλεση μεγάλου αριθμού σοβιετικών πολιτών αποτέλεσε διάταγμα, που προέβλεπε ταχύτατες, απλοποιημένες διερευνήσεις υποθέσεων και απαγόρευε την έφεση και αίτηση χάριτος. Το Σεπτέμβριο 1936, ο κομμισσάριος (υπουργός) εσωτερικών υποθέσεων (ΕνΚαΒεΝτε) Γ. Γ. Γιάγκοντα αντικαταστάθηκε από το Ν. Ι. Γιεζώφ[3]. Με το όνομα του τελευταίου συνδέθηκε η περίοδος των μαζικών εκκαθαρίσεων. Η ΕνΚαΒεΝτε γιγαντώθηκε, με εκτεταμένο δίκτυο πρακτόρων σε όλη την επικράτεια. Το 1937, εκτυλίχθηκε επιχείρηση δίωξης απάντων των θεωρούμενων ως ενεργών αντισοβιετικών στοιχείων, αδιακρίτως μπολσεβίκων, πρώην κουλάκων, μελών εθνικών μειονοτήτων και λοιπών, και των φιλικών προς αυτούς ατόμων. Εκκαθαρίσθηκαν μέλη εθνοτήτων ύποπτων για συνεργασία με ξένα κράτη, μάζες ανθρώπων που διέμεναν στη χώρα, πολιτικοί πρόσφυγες, κομμουνιστές, αντιφασίστες και άλλοι φυγάδες. Στις 11 Δεκεμβρίου 1937, εκδόθηκε διάταγμα για τη διεξαγωγή επιχείρησης διώξεων εναντίον των Ελλήνων. Κατά τη γενική εκκαθάριση μέσα στο μπολσεβικικό κόμμα, ηγετικά στελέχη παραπέμφθηκαν στις «δίκες της Μόσχας», το 1936-1938. Σχεδόν όλοι εκτελέσθηκαν. Ενδιαμέσως, το 1937, καταδικάσθηκαν και εκτελέσθηκαν οι ανώτατοι αξιωματικοί. Οδηγήθηκαν στο θάνατο σχεδόν όλοι οι στρατάρχες και διοικητές στρατιών, όλοι οι ναύαρχοι. Τον Ιούλιο 1938, ο Λ. Π. Μπέρια ανέλαβε καθήκοντα ως αναπληρωτής του Γιεζώφ. Μετά από αυτό το χρονικό σημείο, σημειώθηκε άμβλυνση των διώξεων. Το Νοέμβριο 1938, ο Μπέρια διέταξε την παύση των διώξεων και τον επόμενο μήνα, Δεκέμβριο 1938, ανέλαβε επικεφαλής της ΕνΚαΒεΝτε[4]. Οι επτακόσιες χιλιάδες εκτελεσθέντες κατά το διάστημα 1937-1938 ήταν κυρίως καθοδηγητικά στελέχη του κόμματος, μέλη των κρατικών οργάνων, των οικονομικών οργάνων, της διοίκησης του στρατού, της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Από τα εκατόν σαράντα μέλη της κεντρικής επιτροπής του σοβιετικού κόμματος, που εκλέχθηκαν το 1934 στο 17ο συνέδριο (το τελευταίο πριν από τις διώξεις), εκτελέσθηκαν τα δύο τρίτα. Από τους δύο χιλιάδες αντιπροσώπους του 17ου συνεδρίου, σχεδόν οι μισοί εκτελέσθηκαν με την κατηγορία της αντεπαναστατικής δράσης. Οι διώξεις αξιωματικών στο στρατό, τον Ιούνιο 1937, ήταν εκτενείς (πολλές χιλιάδες θύματα, ήρωες του εμφύλιου πολέμου και του αγώνα κατά της ξένης επέμβασης υπό τις εντολές του Τρότσκυ). Μεγάλος αριθμός μελών ξένων κομμουνιστικών κομμάτων, τμημάτων (παραρτήματα) της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που είχαν βρει καταφύγιο στη Ρωσσία, χιλιάδες ήρωες, εκτελέσθηκαν ως πράκτορες ξένων δυνάμεων, κατά την εξέλιξη μίας απίστευτης συμφοράς. Μεταξύ των ελλήνων κομμουνιστών, χάθηκε ο «ήρωας του Καλπακίου» Μάρκος Μαρκοβίτης από τη Νάουσσα. Σε εκθέσεις, που υποχρεώθηκε να γράψει, ο Μαρκοβίτης έδωσε περιγραφή του Ιορδάνη Ιορδανίδη με μελανά χρώματα. Επρόκειτο για ανυποχώρητο κομμουνιστή, ο οποίος κινήθηκε από τη γενέτειρα Κωνσταντινούπολη στην Αίγυπτο το 1919, όπου εργάσθηκε ως καθηγητής ελληνικών, και κατόπιν στην Αθήνα το 1923 ως συνεργάτης του παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου στη Μαράσλειο Σχολή, πριν να καταλήξει το 1930 στο σοβιετικό έδαφος[5]. Οι πιέσεις εις βάρος του Μαρκοβίτη για ομολογία ενοχής βρήκαν αποτέλεσμα στην κατάθεση ενοχοποιητικών στοιχείων για τον Ιορδανίδη και ακόλουθη δίωξή του και εκτέλεση.


Οι εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό της ΕνΚαΒεΝτε ήταν εξίσου ολέθριες. Ο επικεφαλής Γιάγκοντα (1934-1936) καταδικάσθηκε για αυτουργία στο φόνο του Κίρωφ. Μαζί με αυτόν, εκτελέσθηκε όλη η σειρά των αξιωματικών της παλιάς Τσεκά (υπηρεσία ασφαλείας επί Λένιν). Ο Γιεζώφ (συνελήφθη τον Απρίλιο 1939, εκτελέσθηκε το Φεβρουάριο 1940) κρίθηκε υπεύθυνος για τις μεγάλες διώξεις και την αδυναμία να ελέγξει το μέγεθος των εκκαθαρίσεων, με σκοπό να φέρει πανικό στο λαό, με εντολές που λάμβανε από το τροτσκιστικό κέντρο. Μαζί με το Γιεζώφ, εξοντώθηκε το σύνολο των αξιωματικών της ΕνΚαΒεΝτε που διεκπεραίωναν τη δουλειά των εκτελέσεων πριν από δύο χρόνια. Σε αυτούς αποδόθηκε η ευθύνη, αφήνοντας αλώβητο το κόμμα και την ομάδα καθοδήγησης υπό το Στάλιν.

Η πρακτική του κατασταλτικού κομματικού (κρατικού) μηχανισμού χαρατηρίσθηκε από τη συστηματική παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας, με εκδήλωση σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη περίπτωση αφορούσε στους συλληφθέντες εντός του σοβιετικού κράτους. Σε γενικευμένη κλίμακα, ασκήθηκε εκ μέρους των κρατικών οργάνων ακραία βία για την απόσπαση ομολογιών προσωπικής ενοχής (συνεργασία με τους τροτσκιστές και με τις ξένες μυστικές υπηρεσίες για ανατροπή του κράτους) και για την κατάθεση στοιχείων ενοχής άλλων προσώπων. Συνθηκολογημένοι, σε κατάσταση κατάπτωσης, σωματικά και ηθικά τσακισμένοι από τα βασανιστήρια και την ψυχολογική πίεση, τρομοκρατημένοι από τις απειλές εναντίον των οικογενειών τους, οι ήρωες πρώην ηγέτες μπολσεβίκοι βρέθηκαν πειθαναγκασμένοι να προβούν, εμπρός στο πολιτικό αδιέξοδο, σε δημόσιες ομολογίες της προδοσίας τους και να ενοχοποιήσουν άλλους υποτιθέμενους συνωμότες. Οι κατηγορούμενοι κατέθεταν ανακρίβειες, για γεγονότα, μέρη και ανθρώπους που ήταν ευχερής υπόθεση να διαπιστωθούν, χωρίς να λαμβάνεται σχετική πρόνοια διαλεύκανσης, οδηγώντας τις σοβαροφανείς δικονομικές διαδικασίες και τελικές ετυμηγορίες ενοχής στη σφαίρα της γελοιότητας. Οι καταδίκες σε θάνατο εκτελούνταν χωρίς καθυστέρηση[6]. Ορισμένα κορυφαία στελέχη, που καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση και καταναγκαστικά έργα, βρήκαν το θάνατο λίγο αργότερα, κατά παράνομο τρόπο. Στην περίπτωση των Karl Radek και Γ. Γ. Σοκόλνικωφ, οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση το 1937 στη δεύτερη δίκη της Μόσχας, θανατώθηκαν το 1939 μέσα στη φυλακή από πράκτορες της ΕνΚαΒεΝτε (διαδόθηκε ότι φονεύθηκαν από συγκρατούμενους). Πολλές εκτελέσεις φυλακισμένων έλαβαν χώρα μετά τη γερμανική επίθεση το 1941, με διαταγή του Μπέρια προς τους άνδρες της ΕνΚαΒεΝτε. Σε μία περίπτωση, εκατόν εξήντα φυλακισμένοι στη φυλακή Ορυόλ νοτίως της Μόσχας, μεταξύ αυτών ο Christian Rakovsky, πρώην κορυφαίος ηγέτης καταδικασθείς στην τρίτη δίκη της Μόσχας το 1938 σε καταναγκαστικά έργα, και η Ό. Ν. Κάμενεβα (σύζυγος του πρώην κορυφαίου Λ. Μ. Κάμενεφ, αδελφή του Τρότσκυ), οδηγήθηκαν στο γειτονικό δάσος Μεντβέντεφ και εκτελέσθηκαν. Ο Α. Γ. Μπελομπορόντωφ (το 1918, στο Εκατερίνμπουγκ Ουραλίων, κατά την προέλαση των Λευκοφρουρών και πτώση της πόλης, διέταξε, πριν από την εκκένωση, την εκτέλεση των μελών της βασιλικής οικογένειας Ρομανώφ) αρνήθηκε να ομολογήσει και δεν προσήχθη στη δεύτερη δίκη της Μόσχας, το 1937, όπως είχε προγραμματισθεί. Σε σημείωμα προς το Γιεζώφ, ο Στάλιν έγραψε: «… Δεν είναι η ώρα να πιέσετε αυτό τον άνθρωπο και να τον κάνετε να μιλήσει για τις βρώμικες πράξεις του; Πού βρίσκεται, σε φυλακή ή σε ξενοδοχείο;» Η συνέχεια ήταν τα βάρβαρα βασανιστήρια. Τουφεκίσθηκε το 1938. Σπουδαίοι μπολσεβίκοι πρόφθασαν να αυτοκτονήσουν πριν να διασυρθούν, όπως ο Β. Β. Λομινάτζε το 1935, ο Μ. Π. Τόμσκυ το 1936, ο Γ. Κ. Ορτζονικίτζε το 1937, ο γενναίος στρατηγός Γ. Μ. Γκαμάρνικ το 1937.
Ο πολιτισμός, που διακατείχε τα κρατικά όργανα, έφθασε σε απόλυτη εκτροπή. Άνδρες της υπηρεσίας ασφαλείας, εντεταλμένοι για την εκτέλεση θανατικών ποινών, ασκούνταν στη σκοποβολή με κινούμενους ανθρώπινους στόχους. Η κατάχρηση εξουσίας άγγιζε ποταπά όρια. Στην περίπτωση του Μπέρια, ο φύλακας της κρατικής ασφαλείας αποκόμιζε αντίτιμο από γυναίκες που προσέρχονταν για να ικετεύσουν για τους κρατούμενους συζύγους τους.

Η δεύτερη περίπτωση επαναστατικής, αλλά εν πάση περιπτώσει παράνομης, πρακτικής των σοβιετικών πρακτόρων αφορούσε στην εξουδετέρωση ατόμων, τα οποία βρίσκονταν εκτός της σοβιετικής επικράτειας. Οι φονικές ενέργειες εναντίον επιλεγμένων στόχων ήταν αμέτρητες. Ως η μεγαλύτερη επιτυχία θεωρήθηκε η επιχείρηση εξόντωσης του Τρότσκυ, εγκατεστημένου στην Πόλη του Μεξικού, τον Αύγουστο 1940. Ο αυτουργός, ισπανός κομμουνιστής Ramón Mercader, ο οποίος προσήχθη ενώπιον της μεξικανικής δικαιοσύνης, πάραυτα τιμήθηκε in absentia, στη Μόσχα, με ανώτατο παράσημο[7]. Σε ένα απάνθισμα γεγονότων που έλαβαν χώρα στο εξωτερικό, ο Γ. Σ. Αγκαμπέκωφ, παλαιός πράκτορας της Τσεκά και κατόπιν της ΓκεΠεΟυ, αυτομόλησε το 1930 στη Γαλλία, και φονεύθηκε από πράκτορες της ΕνΚαΒεΝτε στα Πυρηναία το 1937. Ο Ignace Reiss, πράκτορας που δραστηριοποιούνταν στη δυτική Ευρώπη από τη δεκαετία του 1920, διαπίστωσε το 1936 ότι οι φίλοι του στη Μόσχα εκτελούνταν διαδοχικά και, το 1937, ειδοποίησε την υπηρεσία ασφαλείας ότι αποχωρούσε και εντασσόταν στον τροτσκισμό. Σε ενάμισυ μήνα, τον φόνευσαν στη Λωζάνη της Ελβετίας. Μετά την εξουδετέρωσή του, ο φίλος του, Β. Γ. Κριβίτσκυ, επίσης πράκτορας στη δυτική Ευρώπη, αποστάτησε, κατέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποκάλυψε τα απόρρητα στοιχεία που γνώριζε. Πυροβολήθηκε, το 1941, σε δωμάτιο ξενοδοχείου στην Ουάσιγκτον[8]. Ο στρατιωτικός ηγέτης στην εποχή της επανάστασης και διπλωμάτης Φ. Τ. Ρασκόλνικωφ, ευρισκόμενος το 1938 στη Βουλγαρία, στη Σόφια, αρνήθηκε να υπακούσει σε διαταγή επιστροφής στη Μόσχα, προβλέποντας τη σύλληψή του, και συνέγραψε ανοικτή επιστολή διαμαρτυρίας προς το Στάλιν εναντίον της κατηγορίας περί αυτομόλησης. Το 1939, στη Νίκαια Γαλλίας, σκοτώθηκε από πτώση από παράθυρο του πέμπτου ορόφου κτιρίου. Ο υποστράτηγος της ΕνΚαΒεΝτε Γ. Σ. Λιουσκώφ, ο σαδιστής που απέσπασε τις ομολογίες των Γ. Ε. Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ το 1936 (κορυφαίοι, ένοχοι στην πρώτη δίκη της Μόσχας), αυτομόλησε στους Ιάπωνες το 1938 μετά τον παραμερισμό του προϊσταμένου του, Γιεζώφ, και παρέδωσε κρίσιμα απόρρητα έγγραφα. Ευρισκόμενος στην κατεχόμενη Κίνα, το 1945, κατά την προέλαση των Σοβιετικών εκτελέσθηκε από τους Ιάπωνες. Ορισμένοι αποστάτες κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Στην περίπτωση του συνταγματάρχη της ΕνΚαΒεΝτε Α. Μ. Ορλώφ, παρόντος από το 1936 στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο όπου διακρίθηκε κατά των αναρχικών και τροτσκιστών, αρνήθηκε να επιστρέψει το 1938 στη Μόσχα, γνωρίζοντας την εξόντωση συναδέλφων του και προβλέποντας την εκτέλεσή του, και διέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου επέζησε[9].

Η ερμηνεία της εκκαθάρισης συνδέεται με το γεγονός ότι το κόμμα, αφού αρχικά διευθέτησε το ταξικό ζήτημα, μετά το 1934 έδωσε ριζική λύση στο εσωκομματικό. Η αναταραχή στην αγροτική κοινωνία, την οποία συμμερίζονταν τα κομματικά μέλη με αγροτικές καταβολές, εκφράσθηκε ομοίως στο εσωτερικό του κόμματος. Το 1929-1932, χιλιάδες αγροτικές εξεγέρσεις, που καταστέλλονταν από το στρατό, μετέδιδαν κλίμα λιποψυχίας μέσα στο κόμμα. Η ομάδα καθοδήγησης θεώρησε ότι η κομματική (κρατική) εξουσία ήταν επισφαλής ανάμεσα σε αντιπάλους, οι οποίοι αναζωογονούνταν. Μετά το 1935, όταν η χώρα οδηγούνταν στην πλήρη κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής, τα πρόσωπα της καθοδήγησης υπό το Στάλιν έκριναν ότι υπήρχαν μεγάλες ομάδες προς τις οποίες δεν μπορούσαν να δείξουν εμπιστοσύνη. Έπρεπε, αυτοί οι οποίοι είχαν δημιουργήσει εσωκομματικά προβλήματα κατά το παρελθόν, επίσης οι εν δυνάμει ύποπτοι για συνένωση σε ανατρεπτική κίνηση, παλιοί συναγωνιστές του Λένιν, στρατιωτικά στελέχη του Κόκκινου Στρατού επί Τρότσκυ, άτομα με προσωπικότητα, με μνήμη και με γνώμη, να εξαφανισθούν. Το πρόβλημα ήταν να δικαιολογηθεί η ενδοκομμουνιστική εκκαθάριση. Μετά το φόνο του Κίρωφ, παρουσιάσθηκε αιφνιδίως μία εικόνα στην κοινωνία, σύμφωνα με την οποία αρθρωνόταν πολυπλόκαμη συνωμοσία, με νήματα που οδηγούσαν στον Τρότσκυ και από αυτόν στις ξένες μυστικές υπηρεσίες. Μετά το 1936, εκτυλίχθηκε η υπόθεση της επαγρύπνησης κατά του εχθρού, ο οποίος διέθετε τεράστια εξάπλωση, έχοντας εισχωρήσει παντού, στο κράτος, κόμμα, στρατό, αστυνομία, ΕνΚαΒεΝτε (υπηρεσία ασφαλείας), στον οικονομικό μηχανισμό (εργοστάσια, κολχόζ), και δρούσε αργά, μεθοδικά. Για την καταστολή της συνωμοσίας, απαιτούνταν μέτρα τα οποία οδήγησαν σε μαζικές διώξεις των παλαιών κομματικών στελεχών. Η κατασκευή του κατάλληλου σκηνικού είχε απώτερο στόχο να ενοχοποιηθούν οι κατηγορούμενοι για τα δεινά, να επωμισθούν τις αδυναμίες στην οικονομία και διοίκηση. Υπερίσχυσε η τακτική της αποκάλυψης δολιοφθορέων που ευθύνονταν για τα προβλήματα στην παραγωγή και στις υποδομές (βιομηχανικά ατυχήματα, βλάβες στις γραμμές παραγωγής, δυστυχήματα στις συγκοινωνίες) και παραπομπής αυτών σε δίκες στο φως της ημέρας.
Ο εξόριστος Τρότσκυ ήταν, στην υπόθεση των εκκαθαρίσεων, το σκιάχτρο. Ανύπαρκτος στο σοβιετικό κόμμα, καταγεγραμμένος ως εχθρός στη συλλογική κρίση της κοινωνίας, διάσημος στη Δύση χάρις στην παρεχόμενη διαφήμιση, χρησίμευσε στην κομματική ηγεσία υπό το Στάλιν ως πρόσχημα για τις διώξεις Το πραγματικό στήριγμα ανά χώρα δεν ήταν τα ελάχιστα, ασήμαντα τροτσκιστικά στελέχη, αλλά οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες χειραγωγούσαν τον τροτσκισμό εναντίον του αληθινού αντίπαλου, των Σοβιετικών. Ο εχθρός του εχθρού ήταν ο καλύτερος φίλος. Πολλοί τροτσκιστές, εφαρμόζοντας την τακτική του εισοδισμού (είσοδος στους αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς για επαναστατική δουλειά εκ των ένδον), συνδέονταν οργανικά με τα καπιταλιστικά καθεστώτα –και, παρεμπιπτόντως, πλούτιζαν–.Υπήρχε εξάλλου το βάσιμο αξίωμα ότι δεν εμφανίσθηκε οιοδήποτε κίνημα ενάντια στο σοβιετισμό το οποίο να μη χειραγωγήθηκε από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες. Ο παιδαγωγός John Dewey, τίμιος αστός δημοκράτης και παλιός φίλος των μπολσεβίκων («χρήσιμος ηλίθιος»), επιχείρησε να αναμειχθεί το 1937 για τη διαπίστωση της συνεργασίας του Τρότσκυ με τους υποτιθέμενους συνωμότες (αργότερα, το 1946, που τα αρχεία της γερμανικής υπηρεσίας Gestapo πέρασαν στα χέρια των Συμμάχων, προβλήθηκε η υπόδειξη για την αναζήτηση αποδείξεων της υποτιθέμενης συνεργασίας των θυμάτων των δικών της Μόσχας με το ναζιστικό καθεστώς).
Ενεχόταν, στην κατάπτωση της κομματικής ηθικής, ο χαρακτήρας του λενινιστικού κόμματος. Στις εξελίξεις δεν μετείχε μόνος ο καθοδηγητής, αλλά στο σύνολό του ο κομματικός μηχανισμός, μονολιθικός, μη δεχόμενος τη διαφωνία. Υπεισερχόταν επίσης ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε στό σοβιετικό κράτος, με την ύπαρξη ενός μόνο κόμματος, στο οποίο απαγορευόταν η δημιουργία τάσεων. Υπήρχαν συγκρούσεις κοινωνικές, ομάδες και τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα, οι οποίες δεν μπορούσαν να εκφρασθούν μέσω άλλων πολιτικών συλλογικοτήτων. Αναγκαστικά, χωνεύονταν μέσα στο ενιαίο κόμμα και στην ομοφωνία του, στο πλαίσιο της μονολιθικότητας. Ακραίες ήταν επίσης οι ανεπάρκειες του υποκειμενικού παράγοντα. Στις συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής καθυστέρησης –κατάλοιπο της τσαρικής εποχής–, της αμάθειας και απουσίας δημοκρατικών παραδόσεων, το σύστημα που οικοδομήθηκε στό σοβιετικό κράτος στηριζόταν στην απόλυτη εξουσία των κομματικών στελεχών. Επρόκειτο για επαγγελματίες επαναστάτες με χαμηλή πρόσληψη της οικονομίας και τεχνικής σε σχέση με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα. Αμόρφωτοι, οι γραμματείς περιοχών είχαν κατά 70% στοιχειώδη μόνο εκπαίδευση. Εξάλλου, στις συνθήκες έως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον κίνδυνο εισβολής από το εξωτερικό, απαιτούνταν ενότητα στην κοινωνία που έπρεπε να εξασφαλισθεί από τα παλιά στελέχη. Όμως τα νέα μέλη που αποφοιτούσαν από τις παραγωγικές, στρατιωτικές και άλλες σχολές είχαν διαφορετικά συμφέροντα και εξέφραζαν δυσαρέσκεια, η οποία συσσωρευόταν και δημιουργούσε προβλήματα στην εξουσία. Η καθοδήγηση υπό το Στάλιν επενέβη με την τακτική των εκτελέσεων των παλιών κομμουνιστών. Προς όφελος αυτής της νέας κομματικής μάζας, καταστράφηκε το άνθος του μπολσεβικισμού, η μερίδα των στελεχών, πολιτισμένων επαναστατών, που μορφώθηκαν στη Δύση και γνώρισαν τις αξίες και την ηθική του Διαφωτισμού.
Η χρονική επιλογή ενεργοποίησης των διώξεων, το έτος 1937, καθορίσθηκε από την οικονομική συγκυρία. Είχε λήξει, τότε, το δεύτερο πεντάχρονο οικονομικό πλάνο 1933-1937, είχαν επιλυθεί βασικά οικονομικά ζητήματα, ολοκληρώθηκε η κολλεκτιβοποίηση και διευθετήθηκε το πρόβλημα της πείνας, προόδευσε η εκβιομηχάνιση. Φάνηκαν στην πράξη ενδείξεις ότι η σοβιετική εξουσία μπορούσε να επιβιώσει, ότι διέθετε τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Είχαν εισέλθει τα νέα στελέχη –η πρώτη γενιά μετά την επανάσταση– στην παραγωγή, στο κράτος, στο στρατό. Τα θετικά αποτελέσματα σε όλους τους τομείς αποτελούσαν εγγύηση επίτευξης περαιτέρω προόδου χωρίς τη βοήθεια του παλιού κομματικού δυναμικού. Η αλλαγή φρουράς πραγματοποιήθηκε ταχέως, με σκληρότητα εκ μέρους των νέων, την ίδια που είχαν επιδείξει οι παλιοί απέναντι στους αντιπάλους τους.

Με τη γενική εκκαθάριση και την εξάλειψη μέχρι και των εν δυνάμει υπόπτων, η κομματική ηγεσία υπό το Στάλιν ένοιωσε ασφαλής από τον κίνδυνο εσωτερικών εχθρών, οι οποίοι, στον επερχόμενο πόλεμο, θα συνέβαλλαν στην ήττα, Η κοινωνία είχε ομογενοποιηθεί, αναπτύχθηκε η οικονομία περαιτέρω, Στο 18ο συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο 1939, διαπιστώθηκε η κυριαρχία της σοσιαλιστικής οικονομίας και νίκη του σοσιαλισμού, αλλαγή της ταξικής σύνθεσης της σοβιετικής κοινωνίας, εξαφάνιση των εκμεταλλευτριών τάξεων, με επίτευξη εξίσωσης των εργατών, αγροτών, διανοουμένων χωρίς ταξικές συγκρούσεις μεταξύ αυτών. Στην πραγματικότητα, η ριζική αλλαγή βρισκόταν στη διαμόρφωση νέας δομής εξουσίας. Στρατολογούνταν στο κόμμα νέα μέλη με άγραφη μνήμη (tabula rasa), χωρίς απευθείας γνώση της ιστορίας του μπολσεβικισμού παρά μόνο με τη διαμεσολάβηση της τρέχουσας επίσημης κομματικής άποψης, ευχειράγωγα στην ένταξή τους στο υποδεικνυόμενο κομματικό πλαίσιο λειτουργίας του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» (διάλογος και αντίλογος στο εσωτερικό του κόμματος –ανύπαρκτος–, υλοποίηση των αποφάσεων με ενιαία δράση προς τα έξω). Άξεστοι και ακαλλιέργητοι τύποι, όπως ο εκλεκτός της ομάδας καθοδήγησης υπό το Στάλιν, Α. Α. Ζντάνωφ, αναγορεύονταν σε ηγετικές φιγούρες. Τα νέα στελέχη ήταν επιδεκτικά στην αφομοίωση της καθοδηγητικής γραμμής που παρεχόταν από την ηγετική ομάδα με όλες τις στρεβλώσεις όπως η προσωπολατρεία του Στάλιν. Ουδείς αμφισβητούσε τον αρχηγό. Επικουρικός ήταν, για την τυφλή υπακοή, ο μύθος του ηγέτη. Ο Ι. Β. Στάλιν ήταν ο καλύτερος μαθητής του Β. Ι. Λένιν, του αλάνθαστου, αδιαμφισβήτητου καθολικής αποδοχής προσώπου (στην πραγματικότητα, ο αρχηγός αμφισβητούνταν συνεχώς, υποχρεωμένος να ζυγιάζει τους συσχετισμούς στην ηγεσία κάθε φορά που εισηγούνταν τις αριστοτεχνικές τακτικές κινήσεις του). Ο Στάλιν είχε κατανοήσει την αξία της επαναστατικής τρομοκρατίας του Λένιν (ο διάδοχος τη μετέφερε, στην κομματική και κρατική πρακτική, στην πλέον στρεβλή, αυθαίρετη και βίαιη εκδοχή.της). Ο Στάλιν ήταν ο εγκρατής επαναστάτης που κοιμόταν με τις μπότες (στην πραγματικότητα, είχε απαράδεκτα ελαττώματα –ήταν πότης, επίσης ευήκοος στις γυναικοδουλειές που προτείνονταν από το λάγνο γεωργιανό συμπατριώτη Μπέρια–). Ο Στάλιν ήταν ο θεωρητικός του μαρξισμού που μελετούσε εντατικά (στην πραγματικότητα, απαίδευτος, απέκτησε στοιχειώδη μόνο θεωρητική κατάρτιση ως ακροατής σε ιδιαίτερα μαθήματα με ακαδημαϊκούς και άλλους σοφούς).
Οι εκκαθαρίσεις στην κοινωνία και στο κόμμα, τα εγκλήματα, προξένησαν ανυπολόγιστη ζημία στην εικόνα του κομμουνισμού, την οποία προσλάμβανε η διεθνής κοινή γνώμη, διαπαιδαγωγημένη στις αξίες και την ηθική του Διαφωτισμού. Σε μία περίπτωση, στη Θεσσαλονίκη, ο φοιτητής φιλολογίας Σωτήρης Κωστόπουλος κλήθηκε, μαζί με άλλους σεσημασμένους φοιτητές, από τον καθηγητή Αβροτέλη Ελευθερόπουλο, ο οποίος ζητούσε να μάθει, «τί γίνεται, εκεί πάνω, με τους δικούς σας, σκοτώνονται μεταξύ τους;»[10]
Η αυτοπεποίθηση μετά την αντιφασιστική νίκη, το 1945, και η προβολή του σοβιετικού κράτους ως παγκόσμιας δύναμης δεν επέδρασαν στον πολιτισμό της καθοδηγητικής ομάδας υπό το Στάλιν. Συνεχίσθηκε η καταδίωξη υποτιθέμενων εχθρών και εξαφάνισή τους. Η παρέμβαση του σοβιετικού κράτους στο εβραϊκό ζήτημα ήταν, εν προκειμένω, η πλέον ατυχής πτυχή.


‘
Οι Εβραίοι που εντάχθηκαν, μέσα στην κάθε χώρα, στην υπόθεση του σοσιαλισμού ήταν σε αναλογία πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις άλλες εθνικές ομάδες. Μετά το 1920, εβραίοι πράκτορες κινήθηκαν στις χώρες της ανατολικής Μεσογείου για να δημιουργήσουν επαναστατική αγκιτάτσια μεταξύ των αράβων και εβραίων γηγενών, επίσης των εβραίων εποίκων στην Παλαιστίνη. Όλοι βρήκαν το θάνατο στις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας 1930. Στην περίπτωση της Charlotte Rosenthal, εβραίας γηγενούς της Αλεξάνδρειας (ήταν σύζυγος του πράκτορα Avigdor που συνελήφθη το 1936 και αποβίωσε στη φυλακή), φυλακίσθηκε αλλά επέζησε. Μετά τη γερμανική εισβολή το 1941, η κομματική ηγεσία στη Μόσχα έλαβε, το Φεβρουάριο 1942, την πρωτοβουλία σύστασης της Εβραϊκής Αντιφασιστικής Επιτροπής, η οποία έθεσε στόχο την κινητοποίηση των απανταχού Εβραίων στον αγώνα κατά του φασισμού. Ο πρόεδρος, Σ. Μ. Μιχόελς, αναγνωρισμένος ηθοποιός και θεατρικός παράγων, ταξίδευσε το 1943, μαζί με το διανοούμενο ποιητή Ι. Σ. Φέφφερ, στις χώρες της Αμερικής, με καθήκοντα εράνου για το σοβιετικό στρατό και αντιφασιστικής προπαγάνδας. Στο πολιτικό κλίμα της αποδοχής και καλλιέργειας των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, εισηγήθηκαν, το Φεβρουάριο 1944, με επιστολή προς το Στάλιν, την ίδρυση αυτόνομης εβραϊκής δημοκρατίας στην Κριμαία. Το σοβιετικό κράτος ενεπλάκη, το 1947, στις συζητήσεις για την ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη και υποστήριξε με υπέρμετρη έμφαση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών την εβραϊκή υπόθεση, προσδοκώντας οφέλη από την κομμουνιστικοποίηση των σοσιαλιστών σιωνιστών εναντίον των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων (το αφελές ρομάντσο αποδείχθηκε σύντομο, με την οριστική τοποθέτηση, έως το 1950, του ισραηλινού κράτους στο πλευρό του δυτικού καπιταλιστικού μπλοκ).


Παράλληλα με την ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων και δραστηριοποίηση για τον προσεταιρισμό του κράτους του Ισραήλ, μία εκκαθάριση ενεργοποιήθηκε το 1948 κατά μελών της Εβραϊκής Αντιφασιστικής Επιτροπής, με την κατηγορία της ανάπτυξης εθνικιστικής αντίδρασης μέσα στη χώρα. Τον Ιανουάριο 1948, πράκτορες φόνευσαν το Μιχόελς, στο Μινσκ της Λευκορωσσίας, με κτύπημα στο κεφάλι, μετέφεραν το πτώμα στο ρείθρο ενός δρόμου και ο θάνατος καταγράφηκε ως τροχαίο δυστύχημα. Η κηδεία έγινε υποκριτικά με τις δέουσες για μία προσωπικότητα τιμές. Ο Φέφφερ, που συνελήφθη, μνημόνευσε κατά την ανάκριση, χωρίς να υποστεί βασανιστήρια, δεκάδες Εβραίους. Οι ανακρίσεις στοιχειοθέτησαν τη συνεργασία των κατηγορουμένων με τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες, με απόσπαση ομολογιών με βασανιστήρια οι οποίες, κατά τα γνωστά, ενοχοποιούσαν και τρίτα πρόσωπα. Ο δημοσιογράφος και ιστορικός τέχνης Ζ. Γ. Γκρίνμπεργκ πέθανε το 1949 από τα βασανιστήρια μέσα στη φυλακή Λουμπιάνκα της Μόσχας. Ο πεφωτισμένος κομματικός και κρατικός παράγων, πρώην γραμματέας της κόκκινης Διεθνούς της εργασίας (Profintern), Σ. Α. Λοζόφσκυ, 70 ετών, επιλέχθηκε στο ρόλο του κύριου κατηγορούμενου, συνελήφθη τον Ιανουάριο 1949, βασανίσθηκε αλλά άντεξε και δεν προέβη σε ομολογία ή υπόδειξη τρίτων προσώπων. Εκτελέσθηκε, μαζί με το Φέφφερ και δώδεκα επιπλέον εβραίους διανοουμένους, το 1952, στα υπόγεια της φυλακής Λουμπιάνκα[11]. Ο Μ. Μ. Λιτβίνωφ, ο σπουδαίος πρώην κομμισσάριος (υπουργός) εξωτερικών (έως το 1939), που, μολονότι φίλος των επίσης εβραίων Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και Τρότσκυ, επέζησε των εκκαθαρίσεων της δεκαετίας 1930 (κατά τύχη, σύμφωνα με κατοπινή εκτίμηση του διαδόχου του, Β. Μ. Μόλοτωφ), τραυματίσθηκε το 1951 σε σύγκρουση του αυτοκινήτου του με φορτηγό και υπέκυψε σε σύντομο χρόνο. Το 1949, συνελήφθη η Π. Σ. Ζεμτσούζινα, σύζυγος του Μόλοτωφ ο οποίος βρισκόταν σε δυσμένεια. Καταδικάσθηκε για συμμετοχή στη σιωνιστική προδοσία και εξορίσθηκε, έως το 1953 που αποβίωσε ο Στάλιν. Σε άλλη γενική εκκαθάριση, εκατοντάδες εβραίοι ιατροί, κορυφαίοι επιστήμονες, επιβαρύνθηκαν, το 1952-1953, με κατηγορίες για συνωμοσία κατά της ζωής των σοβιετικών ηγετών. Η υπόθεση συνδεόταν με ανακατατάξεις στην κορυφή, κατά τις οποίες απολύθηκε και συνελήφθη ο κομμισσάριος (υπουργός) κρατικής ασφαλείας, βασανιστής Β. Σ. Αμπακούμωφ. Η δίωξη κατά των ιατρών έπαυσε το 1953 με το θάνατο του Στάλιν[12]. Οι διώξεις κατά Εβραίων δεν ήταν ωστόσο καθολικής κλίμακας. Παραδείγματος χάριν, ο συγγραφέας Ι. Γ. Έρενμπουργκ, μέλος της Εβραϊκής Αντιφασιστικής Επιτροπής, δεν ενοχλήθηκε. Ο Λ. Μ. Καγκανόβιτς, ηγετικό στέλεχος στη στενή ομάδα περί το Στάλιν, παρέμεινε στο πόστο του.

Με τις αλλαγές στην κομμουνιστική ηγεσία, το 1953, και την επικράτηση νέας καθοδηγητικής ομάδας υπό το Ν. Σ. Χρουστσώφ, διαφορετικό πνεύμα επικράτησε στο κόμμα και στο κράτος σε σχέση με το κομματικό (κρατικό) συμφέρον, με αποκατάσταση της σοσιαλιστικής νομιμότητας και στροφή σε πλείστα θέματα εσωτερικού και εξωτερικού ενδιαφέροντος.
Εν είδει συμπεράσματος, η υφήλιος, στην περίοδο που εξετάζουμε, βίωσε, εκτός από τον αγριανθρωπισμό του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, αυθαιρεσίες της εξουσίας στην πρώτη χώρα του σοσιαλισμού, με την εξυπηρέτηση του κρατικού συμφέροντος μέσω της εφαρμογής μίας ανηλεούς τακτικής. Ο επαγγελματισμός των αρμόδιων οργάνων, προσώπων και ομάδων πιστών στη σοβιετική εξουσία, μαχητών στις συνθήκες πριν και κατά τον πόλεμο, για την περιφρούρηση του κομματικού συμφέροντος –ακριβέστερα, της εξουσίας της καθοδηγητικής ομάδας υπό το Στάλιν– δεν γνώρισε φραγμό. Στην περίπτωση του Andrés Nin, ηγέτη της αυτόνομης οργάνωσης POUM στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος εξαφανίσθηκε το 1937 (απήχθη από τους πράκτορες της ΕνΚαΒεΝτε και κατέληξε από τα βασανιστήρια που υπέστη υπό την εποπτεία του Ορλώφ), και του ερωτήματος που έθεταν οι μαχητές του POUM, «πού είναι ο Nin;», οι κομμουνιστές απαντούσαν, «στη Salamanca [έδρα του φασίστα ηγέτη Franco] ή στο Βερολίνο [έδρα του Hitler]». Το μήνυμα ήταν ότι οι αμφισβητίες που δεν συντάσσονταν με τη σταλινική εκδοχή της σοσιαλιστικής επανάστασης ήταν αποσυνάγωγοι.


Η κριτική για τα απεχθή εγκλήματα, με μία σύνθετη οπτική, δεν υποτιμά τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναπτύχθηκε το φαινόμενο της κομματικής αυθαιρεσίας. Οι ακρότητες, αντικειμενικά, οδήγησαν στη διάλυση των αναχρονιστικών οικονομικών και κοινωνικών δομών, και δημιουργία μίας κοινωνίας ενιαίας, η οποία άντεξε στον ανταγωνισμό της οικονομικής ανάπτυξης και κέρδισε τον παγκόσμιο πόλεμο. Στον αντίποδα της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, ο λαός ήταν αφοσιωμένος στο σοσιαλισμό και η νεώτερη γενεά δούλεψε για την εκπλήρωση των πλάνων όχι από φόβο αλλά από συνείδηση. Οι πρόοδοι ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση των σοβιετικών πολιτών και του διεθνούς προλεταριάτου για τη δυνατότητα επικράτησης επί του κεφαλαιικού συστήματος.
Σήμερα, στην ιστορική πορεία, οι επιστήμονες ερευνητές, κρίνοντας εκ των υστέρων (εκ του ασφαλούς –εκ του αποτελέσματος–) διαπιστώνουν ότι το κοινωνικό πείραμα του λενινισμού στον 20ό αιώνα δεν άφησε ίχνη παρά μονάχα εμμέσως, ως ουτοπία της κοινωνικής δικαιοσύνης, έστω βυθισμένη σε τέλματα αμφιλεγόμενης περιφρούρησης των δικαίων του προλεταριάτου και άσκησης αυθαίρετης εξουσίας. Το ερώτημα που τίθεται, κατά τη μελέτη του λενινιστικού «κόμματος νέου τύπου» εκ μέρους των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, είναι εάν αυτό διατηρεί αντιστοίχιση με τη σύγχρονη κοινωνία, ή έχει εκπνεύσει.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Lars T. Lih, Lenin Rediscovered. What Is to Be Done? in Context, Historical Materialism Book Series – Vol. 9, Brill, Leiden 2005.
[2] Georg Lukacs, Geschichte und Klassenbewußtsein. Studien über marxistische Dialektik, Malik Verlag, Berlin 1923.
[3] Donald Rayfield, Stalin and His Hangmen, Random House, New York 2005.
[4] Pavel Sudoplatov, Special Tasks. The Memoirs of an Unwanted Witness, Little, Brown and Company, Boston 1994.
[5] Μαρία Ιορδανίδου, Σαν τα τρελλά πουλιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.
[6] Robert Conquest, The Great Terror. A Reassessment, Oxford University Press, Oxford 1991.
[7] Luis Mercader – Germán Sánchez, Ramón Mercader, mi hermano. Cincuenta años después, Espasa Calpe, Madrid 1990.
[8] Amy Knight, How the Cold War Began, Carroll & Graf, New York 2007.
[9] Boris Volodarsky, Stalin’s Agent. The Life and Death of Alexander Orlov, Oxford University Press, Oxford 2015.
[10] Σωτήρης Κωστόπουλος (1916-2006), γραμματέας οργάνωσης Κεντρικής Μακεδονίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, μαρτυρία, 1975.
[11] Joshua Rubenstein – Vladimir P. Naumov, Stalin’s Secret Pogrom. The Postwar Inquisition of the Jewish Anti-Fascist Committee, Yale University Press, New Haven 2001.
[12] Erwin Marquit, “The Need for a Balanced Reappraisal of the USSR. A Review Essay”, NST (Nature, Society, and Thought), 16, No 4, 2003, pp. 473-506.