Skip to main content

Μαρία Δαμηλάκου: Έλληνες Μετανάστες στη Λατινική Αμερική

Μαρία Δαμηλάκου

Έλληνες Μετανάστες στη Λατινική Αμερική

 

Από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έγιναν πατρίδες για πολλούς Έλληνες μετανάστες που δοκίμαζαν την τύχη τους σε υπερατλαντικούς προορισμούς. Κυριότεροι πόλοι έλξης των Ελλήνων κατά το πρώτο υπερατλαντικό ρεύμα υπήρξαν πρωτίστως η Αργεντινή και δευτερευόντως η Ουρουγουάη, η Βραζιλία και η Χιλή. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο τα πιο σημαντικά ελληνικά μεταναστευτικά ρεύματα κατευθύνθηκαν στη Βραζιλία ενώ σημειώθηκε και μια αξιόλογη κίνηση προς τη Βενεζουέλα. Βέβαια, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, διάσπαρτες ελληνικές εστίες διαμορφώθηκαν σε αρκετές χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.

Οι αφίξεις των πρώτων Ελλήνων στη Λατινική Αμερική τοποθετούνται στην εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων και στην αποικιακή περίοδο, κάπου μεταξύ ιστορίας και μύθου: υπάρχουν μαρτυρίες για τολμηρούς Έλληνες ναυτικούς που συμμετείχαν στις εξερευνητικές αποστολές των Ισπανών καθώς και στους αγώνες για την ανεξαρτησία των λαών της Νοτίου Αμερικής στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι ελληνικές παροικίες της Λατινικής Αμερικής συμπεριλαμβάνουν στη γενεαλογία τους μια σειρά Ελλήνων, προερχόμενων κυρίως από νησιά που βρίσκονταν υπό βενετική και γενοβέζικη κυριαρχία, οι οποίοι συμμετείχαν στις πρώτες εξερευνήσεις της περιοχής από τους Ισπανούς ποντοπόρους τον 15ο και 16ο αιώνα: ο Γεώργιος Χανιώτης, για παράδειγμα, θεωρείται ότι έφτασε στην Παραγουάη το 1544 με την αποστολή του Cabeza de Vaca στην οποία συμμετείχαν επίσης οι Μιχάλης Χανιώτης, Στέφανος Σταματίου ή Χανιώτης, Μιχαλάκης Γραικός και Πόλος Γραικός. Ο Κορνάρος Γραικός ήταν πιθανώς μέλος του πληρώματος του Μαγγελάνου το 1519 ενώ ο Ιωάννης Γεωργίου από την Σάμο φαίνεται ότι πήρε μέρος στα εξερευνητικά ταξίδια της Παταγονίας κατά το διάστημα 1859-1880.1

Στην Αργεντινή τιμώνται ιδιαίτερα δύο Έλληνες ναυτικοί που συμμετείχαν στους αγώνες για την ανεξαρτησία του Ρίο ντε λα Πλάτα (της μετέπειτα Αργεντινής) από την ισπανική αυτοκρατορία. Πρόκειται για τον Νικόλαο Κολμανιάτη από την Ύδρα, που έφτασε στην Αργεντινή το 1811 και έλαβε μέρος σε σειρά ναυμαχιών και για τον Μιχαήλ Σ. Σπύρου, πιθανώς από την Μυτιλήνη, ο οποίος το 1814 ανατίναξε ηρωικά το πλοιάριό του για να μην παραδοθεί στους Ισπανούς. Προς τιμήν τους η αργεντινή κυβέρνηση βάφτισε δύο από τα πολεμικά της πλοία με τα ονόματα Nicolás Jorge και Miguel Spiro.2 Άλλοι Έλληνες ναυτικοί συμμετείχαν στους μακροχρόνιους εμφύλιους πολέμους του Ρίο ντε λα Πλάτα κατά τον 19ο αιώνα. Στην Κεντρική Αμερική ιδιαίτερη μνεία αξίζει η παρουσία του Πλωτίνου Ροδοκανάκη στο Μεξικό όπου έγινε γνωστός ως Plotino Rhodokanaty. Γεννημένος το 1828 στην Αθήνα σπούδασε στη Βιέννη, το Βερολίνο και το Παρίσι όπου ασπάστηκε τις ιδέες του Φουριέ και του Προυντόν. Νιώθοντας πολίτης του κόσμου, εγκαταστάθηκε στο Μεξικό το 1861 όπου έγινε μία από τις σημαντικότερες μορφές του πρώιμου εργατικού κινήματος και των μεγάλων αγροτικών αγώνων. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε το φυλλάδιο Cartilla Socialista που τον καθιέρωσε ως έναν από τους ιδρυτές του μεξικανικού αναρχισμού.3

Η μεταναστευτική κίνηση προς τη Νότιο κυρίως Αμερική αυξήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στη στροφή του 20ού. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι χώρες της Νοτίου Αμερικής εφάρμοσαν ενεργητική πολιτική προσέλκυσης της ευρωπαϊκής μετανάστευσης ως μόνιμης λύσης για τη χαμηλή πληθυσμιακή τους πυκνότητα και για τον εποικισμό της υπαίθρου. Η ανάγκη εποικισμού των εκτενών εδαφών της Νοτίου Αμερικής συνοδευόταν και από την αντιμετώπιση του ευρωπαίου μετανάστη ως «φορέα του πολιτισμού». Τη μεγαλύτερη μετανάστευση σε αυτή τη φάση δέχτηκε η Αργεντινή: στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκονταν ήδη εγκατεστημένοι στη χώρα περίπου 2,5 εκατομμύρια μετανάστες, κυρίως Ιταλοί και Ισπανοί. Σε σημαντικό πόλο έλξης Ευρωπαίων μεταναστών αναδείχτηκε και η Βραζιλία που πρόσφερε δυνατότητες τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα αστικά κέντρα της ενώ σημαντικά ρεύματα από την Ευρώπη κατευθύνθηκαν και στη μικρή Ουρουγουάη αλλά και στη βόρειο Χιλή.

Αποβίβαση μεταναστών με προέλευση την Ευρώπη στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες.

Από το Μπουένος Άιρες ως την Παταγονία και τα σύνορα με τη Βολιβία

Στην Αργεντινή η ελληνική παρουσία άρχισε να γίνεται αισθητή κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν ομάδες ναυτικών εγκαταστάθηκαν γύρω από το λιμάνι του Μπουένος Άιρες και στη γειτονική εργατική συνοικία της Λα Μπόκα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν φτάσει στη χώρα ως ναυτικά πληρώματα και αποφάσιζαν να εγκατασταθούν εκεί όταν οι πλοιοκτήτες πωλούσαν τα καράβια τους μαζί με τα εμπορεύματα που μετέφεραν από την Ευρώπη. Σύμφωνα με την εθνική απογραφή της Αργεντινής του έτους 1895, οι περισσότεροι από τους περίπου τριακόσιους Έλληνες που ζούσαν τότε στη χώρα, ασχολούνταν με διάφορες ναυτικές δραστηριότητες. Στην πλειονότητά τους ήταν πιλότοι που οδηγούσαν τα μεγάλα καράβια μέσα στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες.4 Η αύξηση των Eλλήνων πιλότων άρχισε το 1889 όταν ο καπετάνιος Εμμανουήλ Χατζηδάκης από την Κάσο ορίστηκε επικεφαλής του σώματος των πιλότων στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες. Ο Χατζηδάκης είχε ξεκινήσει τη διαδρομή του στην Αργεντινή ως πλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού και υπεύθυνος για τη δίωξη του λαθρεμπορίου. Ως βοηθούς του προσέλαβε αρκετούς ναυτικούς που προέρχονταν από την Κάσο, την Κρήτη και την Κεφαλονιά.5

Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική μεταναστευτική κίνηση προς την Αργεντινή άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Σύμφωνα με τις ετήσιες στατιστικές της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Αργεντινής, το 1914 είχαν φτάσει στη χώρα περίπου 12.000 Έλληνες μετανάστες. Ο πραγματικός αριθμός τους ήταν μεγαλύτερος αφού πολλοί μετανάστες προερχόμενοι από περιοχές που παρέμεναν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, καταγράφονταν ως Τούρκοι ή Οθωμανοί. Ήταν βέβαια εποχές μεγάλης κινητικότητας και μόνο ένα τμήμα των αφιχθέντων μεταναστών παρέμεινε στη χώρα: στην εθνική απογραφή του 1914 καταγράφτηκαν 5.907 Έλληνες, δηλαδή οι μισοί από όσους είχαν φτάσει στο Μπουένος Άιρες. Οι περισσότερες αφίξεις σημειώθηκαν το 1910, με 3.289 Έλληνες να φτάνουν στη χώρα, και το 1912 που καταγράφτηκαν 3.375 αφίξεις Eλλήνων μεταναστών.6 Οι αριθμοί αυτοί, αν και πολύ χαμηλότεροι των αντίστοιχων στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστούν την Αργεντινή τον δεύτερο σε σημασία υπερατλαντικό προορισμό των Eλλήνων μεταναστών κατά την εποχή της μαζικής μετανάστευσης.

Σιταποθήκες (σιλό) στο Puerto Madero του Μπουένος Άιρες, π.1920.

Η Πελοπόννησος, βασική κοιτίδα της πρώτης υπερατλαντικής μετανάστευσης από την Ελλάδα, εν μέρει μόνο τροφοδότησε το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αργεντινή αφού οι Πελοποννήσιοι αντιστοιχούσαν περίπου στο ένα πέμπτο του συνόλου των μεταναστών της περιόδου 1900-1930. Αντίθετα παρατηρείται υψηλός αναλογικά αριθμός μεταναστών προερχομένων από τα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου – κυρίως από τη Χίο, τη Σάμο και τη Λέσβο –, από τα Δωδεκάνησα – βασικά από τη Σύμη, την Κάλυμνο και τη Ρόδο – και λίγο αργότερα από τη Μακεδονία (κυρίως από τη Θεσσαλονίκη) και την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά.7 Η μεταναστευτική δυναμική από τα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου ενισχύθηκε την περίοδο 1908- 1912, κυρίως ως αποτέλεσμα της ισχυρής πίεσης που ασκούσε το κίνημα των Νεότουρκων. Από την άλλη, η μεταναστευτική κίνηση από τα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1920 θα πρέπει να συνδεθεί με την προσφυγική κρίση μετά το 1922. Τέλος, ένα αξιόλογο μεταναστευτικό ρεύμα από τη Λευκάδα στις αρχές του 20ού αιώνα σχετίζεται με τη σταφιδική κρίση που έπληξε και τα νησιά του νότιου Ιονίου.

Η ενίσχυση της ελληνικής μετανάστευσης στην Αργεντινή κατά τη δεκαετία του 1910 σημειώθηκε σε μια περίοδο που η χρυσή εποχή του εποικισμού της υπαίθρου είχε παρέλθει. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι μετανάστες παρέμειναν στα αστικά κέντρα επιδιδόμενοι, στην αρχή της μεταναστευτικής εμπειρίας τους, στην ανειδίκευτη εργασία και στο πλανόδιο εμπόριο. Στο Μπουένος Άιρες, η πρώτη ελληνική εστία στη γειτονιά της Λα Μπόκα ενισχύθηκε με νέες ομάδες μεταναστών που εργάζονταν ως ναυτικοί, λιμενεργάτες, δύτες ή εργάτες σε ναυπηγεία και στην κατασκευή των νέων λιμενικών εγκαταστάσεων. Άλλες ομάδες εγκαταστάθηκαν στα λαϊκά περίχωρα στο νότιο τμήμα του Μπουένος Άιρες όπου υπήρχαν πολλές βιοτεχνίες και βιομηχανικές μονάδες. Πάντως, από νωρίς το κέντρο της παροικιακής ζωής έγινε η συνοικία Παλέρμο της πρωτεύουσας όπου εγκαταστάθηκαν επίσης πολλοί Αρμένιοι, Σύριοι και Λιβανέζοι που έφτασαν στην Αργεντινή την ίδια περίοδο με τους Έλληνες. Εκεί δημιουργήθηκαν από το 1908 οι πρώτοι ελληνικοί σύλλογοι από τους οποίους ξεχωρίζει ο Αλληλοβοηθητικός Σύλλογος «Άγιος Δημήτριος» του 1918 ενώ δεκάδες ελληνικά καταστήματα και καφενεία σε γειτονικούς δρόμους έγιναν χώροι συνεύρεσης των συμπατριωτών.

Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να λείπουν από το Μπερίσσο, τη λεγόμενη «πρωτεύουσα του μετανάστη» στην Αργεντινή. Σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από το Μπουένος Άιρες, το Μπερίσσο έγινε η καρδιά της βιομηχανίας κατάψυξης βόειου κρέατος. Στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι αμερικανικοί κολοσσοί του κλάδου, τα «φριγκορίφικο» Armour & Swift που απασχολούσαν χιλιάδες μετανάστες, μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες Έλληνες προερχόμενους κυρίως από τη Χίο. Στα νότια της επαρχίας Μουένος Άιρες, στη Μπαΐα Μπλάνκα, δημιουργήθηκε μια ακόμη ελληνική εστία αποτελούμενη κυρίως από ναυτικούς και λιμενεργάτες που εργάζονταν στο σημαντικό λιμάνι της περιοχής.8 Τη δεκαετία του 1910 πολλές δεκάδες Έλληνες μετανάστες εγκαταστάθηκαν επίσης στο Κομοδόρο Ριβαντάβια της Παταγονίας για να εργαστούν στις μεγάλες πετρελαιοβιομηχανίες της περιοχής. Από τη δεκαετία του 1920 διάσπαρτες ελληνικές εστίες άρχισαν να διαμορφώνονται και σε ορισμένα αστικά κέντρα του βορρά της Αργεντινής όπως η Κόρδοβα και η Μεντόσα, ακόμα και σε κωμοπόλεις απομακρυσμένων επαρχιών, κοντά στα σύνορα με τη Βολιβία, οι οποίες πρόσφεραν ευκαιρίες για εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Τέλος, τη δεκαετία του 1930 στη βόρεια επαρχία Σάλτα δημιουργήθηκε και η μοναδική αγροτική εγκατάσταση Eλλήνων μεταναστών, όταν ορισμένες οικογένειες απέκτησαν κτήματα και άρχισαν να ζουν μέσα στον αγροτικό οικισμό Σάντα Ρόσα.

 

Από την «Κοσμόπολη» του Μοντεβιδέο στην έρημο Ατακάμα της Χιλής

Αρκετοί μετανάστες που δεν μπόρεσαν να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας της Αργεντινής πέρασαν στη μικρή γειτονική Ουρουγουάη η οποία λειτούργησε ως συμπληρωματικός μεταναστευτικός προορισμός στην περιοχή του Λα Πλάτα. Οι περισσότεροι μετανάστες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα Μοντεβιδέο κατά τη δεκαετία του 1920. Ένα σημαντικό μέρος τους ήταν εργάτες προερχόμενοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας, αν και η Εύβοια, η Λήμνος και ο Δομοκός στη Φθιώτιδα ξεχωρίζουν μεταξύ των περιοχών προέλευσης των εργατών. Στην πλειονότητά τους εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Cerro (σημαίνει λόφος στα ισπανικά), στις πλαγιές του λόφου του Μοντεβιδέο, που ήταν η γειτονιά με τους περισσότερους μετανάστες. Η συνοικία Cerro που αρχικά λεγόταν Villa Cosmópolis, δημιουργήθηκε με προεδρικό διάταγμα το 1834 με στόχο, όπως δηλώνει και το αρχικό της όνομα, την προσέλκυση μεταναστών. Οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες εργάζονταν στα πολυάριθμα εργοστάσια κατάψυξης κρέατος που λειτουργούσαν στην περιοχή. Ήδη από το 1895 στη συνοικία υπήρχαν έντεκα εργοστάσια παστοποίησης κρέατος ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα ξεκίνησαν εκεί τις εργασίες τους τα μεγάλα «φριγκορίφικο» όπως το Swift. Εκτός από τους εργάτες, στη συνοικία κατοικούσαν μικροεπιχειρηματίες όπως αρτοποιοί, κουρείς, μαραγκοί, μικροπωλητές, κρεοπώλες και μηχανικοί. Ένα άλλο τμήμα των Ελλήνων μεταναστών κατοικούσε και εργαζόταν στην περιοχή του λιμανιού του Μοντεβιδέο.

Έκδοση αναμνηστικού γραμματοσήμου το 2016 με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών της Ελληνικής Κοινότητας Ουρουγουάης.

Αντίθετα με τη μικρή Ουρουγουάη, στη Βραζιλία καθυστέρησαν σχετικά να διαμορφωθούν σταθερές ελληνικές εστίες. Μια μεταναστευτική κίνηση πεντακοσίων περίπου Ελλήνων που σημειώθηκε προς τη Βραζιλία στα πρώτα έτη του 20ού αιώνα, προερχόμενη κυρίως από την Πελοπόννησο, ανακόπηκε γρήγορα λόγω των δύσκολων οικονομικών και κλιματικών συνθηκών της χώρας. Στην διακοπή της μετανάστευσης προς τη Βραζιλία συνέβαλε και η προσωρινή απαγόρευση το 1905 της μετανάστευσης από την Ελλάδα προς τη χώρα, μετά τις ειδήσεις για επιδημία κίτρινου πυρετού στο έδαφός της.9 Γενικά η ελληνική μετανάστευση στη Βραζιλία άργησε να σταθεροποιηθεί: στο διάστημα 1909-1923 έφτασαν στη Βραζιλία περίπου 2.500 Έλληνες, πολλοί από τους οποίους την εγκατέλειψαν σε σύντομο διάστημα αναζητώντας άλλους ελκυστικότερους προορισμούς.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εγκατάσταση Eλλήνων μεταναστών στον πλούσιο σε ορυκτά και μεταλλεύματα βορρά της Χιλής. Από τα αρχεία του Ληξιαρχείου της πόλης Αντοφαγάστα προκύπτει ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, πεντακόσιοι περίπου Έλληνες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Οι επαρχίες Αντοφαγκάστα και Ταραπακά της βόρειας Χιλής κατακλύστηκαν, από τα τέλη του 19ου αιώνα, από δεκάδες ξένες μεταλλευτικές εταιρείες που επιδόθηκαν στην εξόρυξη νιτρικών αλάτων, τα οποία ήταν περιζήτητα στην Ευρώπη καθώς χρησιμοποιούνταν ως φυσικό λίπασμα στην αναπτυσσόμενη γεωργία. Το 1912 μόνο στην επαρχία Αντοφαγκάστα υπήρχαν 120 μεταλλευτικές εγκαταστάσεις όπου απασχολούνταν σχεδόν 50.000 εργάτες. Ο πυρετός του «λευκού χρυσού», όπως λεγόταν το νίτρο, προσέλκυσε από την Ευρώπη χιλιάδες μετανάστες, μεταξύ των οποίων και Έλληνες. Προέρχονταν από συγκεκριμένες περιοχές όπως η Φωκίδα, η Νεάπολη Λακωνίας, τα Αντικύθηρα, η Κύμη Ευβοίας αλλά και η Προύσα της Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες σχετίστηκαν με έμμεσο τρόπο με τη βιομηχανία νιτρικών αλάτων εκμεταλλευόμενοι τις εμπορικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν στους πάνω από διακόσιους βιομηχανικούς οικισμούς που διαμόρφωσαν το κοινωνικό τοπίο της λεγόμενης «πάμπας του νίτρου».10

Ελληνικό μνημείο στην πόλη Αντοφαγκάστα.

Στην πλειονότητά τους ανέπτυξαν την εμπορική τους δραστηριότητα έξω από τα όρια αυτών των οικισμών, ως πλανόδιοι έμποροι, καθώς και στα μικρά χωριά που ξεπήδησαν στην ευρύτερη περιοχή. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το χωριό Πάμπα Ουνιόν, η σύντομη ζωή του οποίου δέθηκε άρρηκτα με τον οικονομικό κύκλο του νίτρου. Το νότιο τμήμα του ήταν γνωστό ως «ελληνική συνοικία» γιατί εκεί βρίσκονταν τα περισσότερα ελληνικά καταστήματα που ήταν κυρίως αρτοπωλεία και γαλακτοπωλεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση αυτών των μικρεμπόρων με τις μεταλλευτικές εταιρείες που λειτουργούσαν στην περιοχή ως κράτος εν κράτει, ήταν συγκρουσιακή, καθώς αυτές προσπαθούσαν να προστατέψουν το εμπορικό μονοπώλιο που ασκούσαν μέσω του Γενικού καταστήματος που υπήρχε σε κάθε οικισμό. Παρά τους περιορισμούς που επέβαλλαν οι εταιρείες, το ελεύθερο εμπόριο που ασκούσαν οι μετανάστες κατάφερε να επιβιώσει.

Φάκελος του Έλληνα μετανάστη Γαβριήλ Πολίτη στο Ληξιαρχείο της Αντοφαγκάστα. Έτος εγγραφής 1919 ( Πηγή: Archivo de Extranjería del Registro Civil e Identificación της Αντοφαγκάστα – Προσωπικό αρχείο Μ. Δαμηλάκου.

Ωστόσο, η κρίση που έπληξε εντονότατα τον κλάδο του νίτρου τη δεκαετία του 1930, η αποχώρηση πολλών εξορυκτικών εταιρειών και η συνακόλουθη διάλυση των καταυλισμών τους δημιούργησαν μεγάλη γεωγραφική κινητικότητα. Οι περισσότεροι Έλληνες  μετανάστες έφυγαν από την «πάμπα του νίτρου» και εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα της βόρειας Χιλής, κυρίως στην Αντοφαγκάστα και την Τοκοπίγια, όπου συνέχισαν την εμπορική δραστηριότητα που ασκούσαν στα περίχωρα των βιομηχανικών οικισμών.

 

Ο Μεσοπόλεμος: σε τροχιά κοινωνικής ανόδου

Την περίοδο του Μεσοπολέμου οι ελληνικές κοινότητες απέκτησαν μόνιμο και πιο σταθερό χαρακτήρα, ενσωματώθηκαν στις χώρες υποδοχής, αυξήθηκαν οι πολιτογραφήσεις και πολλά μέλη τους πέτυχαν σημαντική κοινωνική και οικονομική άνοδο αφήνοντας πίσω τους το ημερομίσθιο και περνώντας στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Να σημειωθεί ότι κατά τη δεκαετία του 1920 οι χώρες της Νοτίου Αμερικής λειτούργησαν ως εναλλακτικός μεταναστευτικός προορισμός, όταν η πρόσβαση στις Η.Π.Α. έγινε σχεδόν αδύνατη μετά την ψήφιση του δεύτερου νόμου των ποσοστώσεων το 1924.

Αριστοτέλης Ωνάσης

Στην ενίσχυση των ελληνικών κοινοτήτων σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής αναμφίβολα συνέβαλε η Μικρασιατική Καταστροφή, η ανταλλαγή των πληθυσμών και η μαζική άφιξη προσφύγων στην Ελλάδα. Στην Αργεντινή, που σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου παρέμεινε ο σημαντικότερος ελληνικός προορισμός στη Λατινική Αμερική, κατά το διάστημα 1922-1927 έφτασαν 2.894 Έλληνες μετανάστες, πολλοί από τους οποίους ήταν μικρασιατικής καταγωγής. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αριστοτέλης Ωνάσης που εγκαταστάθηκε το 1924 στο Μπουένος Άιρες. Αφού εργάστηκε ως υπάλληλος της Τηλεφωνικής Εταιρείας, ασχολήθηκε, μαζί με τον ξάδερφό του Νικόλαο Κονιαλίδη, με την εισαγωγή καπνών και την παραγωγή τσιγάρων, για να επιδοθούν αργότερα στην εφοπλιστική δραστηριότητα. Την ίδια περίοδο μετανάστευσαν στη Βραζιλία αρκετές οικογένειες Μικρασιατών προερχόμενες κυρίως από τα Άδανα, οι οποίες ενίσχυσαν τους αρχικούς ελληνικούς πυρήνες που είχαν σχηματιστεί στη χώρα.

Ιδιαίτερη ήταν η περίπτωση του Μεξικού: κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 στο Μεξικό έφτασε στη χώρα αξιόλογος αριθμός Ελλήνων που είχαν βασικά ως στόχο την εγκατάστασή τους στις Η.Π.Α., αφού κατορθώσουν να παρακάμψουν τους αυστηρούς μεταναστευτικούς περιορισμούς που είχε θέσει η αμερικανική πολιτική ηγεσία. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε και στον Παναμά όπου ορισμένοι Έλληνες εργάστηκαν αρχικά στα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας και στη συνέχεια παρέμειναν στη χώρα.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου οι ελληνικές κοινότητες στα αστικά κέντρα της Λατινικής Αμερικής διήλθαν από μια διαδικασία κοινωνικής ανόδου. Ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, είχαν φτάσει στη Νότιο Αμερική ορισμένοι Έλληνες των οποίων η μόρφωση, η κοινωνική θέση και οι οικονομικές δυνατότητες τους έκαναν να ξεχωρίζουν. Οι περισσότεροι ασχολούνταν με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και ορισμένοι δημιούργησαν μεγάλες επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Δημήτριος Δάνδολος από την Σμύρνη ο οποίος έφτασε το 1910 στο Μπουένος Άιρες. Έχοντας πραγματοποιήσει εμπορικές σπουδές, στάλθηκε από την εταιρεία ταπήτων Oriental Carpet Company ως διευθυντικό στέλεχος για να αναλάβει την επέκταση των εργασιών της στην Νότιο Αμερική. Στην δεκαετία του 1920 αγόρασε με συνεταίρους του τα δικαιώματά της στην Αργεντινή και δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια ταπητουργίας.11

Παράλληλα με τους μεγαλεμπόρους που ασχολούνταν με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, την εποχή του Μεσοπολέμου πολλαπλασιάστηκαν οι μικρέμποροι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και άρχισαν να διαμορφώνονται «εθνοτικοί» εμπορικοί κλάδοι. Στο Μπουένος Άιρες, για παράδειγμα, η κατεξοχήν «ελληνική» εμπορική παράδοση δημιουργήθηκε, από τη δεκαετία του 1930, γύρω από το εμπόριο των τυποποιημένων ζαχαροειδών. Οι Έλληνες έφτασαν να ελέγχουν όλη την αλυσίδα του κλάδου, από τα περίπτερα μέχρι τα μεγάλα πρατήρια χονδρικής πώλησης.12 Επιπλέον, οι αδερφοί Γεωργάλου από τη Χίο και ο Δημήτριος Ηλιάδης δημιούργησαν δύο από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές βιομηχανίες ζαχαροειδών. Το «μαντεκόλ» (ένα είδος χαλβά από φιστίκι) των αδερφών Γεωργάλου και τα «αλφαχόρ» (ένα είδος διπλών μπισκότων με γέμιση) «Αβάνα» της εταιρείας «HAVANNA S.A.» που ίδρυσε ο Ηλιάδης, εξακολουθούν μέχρι και σήμερα που οι αρχικές εταιρείες τους έχουν πλέον πωληθεί σε πολυεθνικές, να είναι από τα πιο αγαπητά γλυκίσματα στην Αργεντινή.

Διαφημίσεις των προϊόντων Mantecol της εταιρείας Georgalos και Alfajores της εταιρείας Havanna S.A του Δ. Ηλιάδη.

Στη Βραζιλία αρκετοί έμποροι αυτή την περίοδο ασχολήθηκαν με την εισαγωγή ελληνικών προϊόντων και την εξαγωγή καφέ, κακάο και ρυζιού. Στο Σάο Πάολο το 1938 υπήρχαν επίσης περίπου 25 ελληνικές επιχειρήσεις που ασχολούνταν με την κατασκευή ρούχων και την παραγωγή οικοδομικών υλικών και μωσαϊκών.13 Στην Ουρουγουάη αρκετοί Έλληνες διακρίθηκαν στον κλάδο των παντοπωλείων ενώ ορισμένοι μετανάστες απέκτησαν ξενοδοχεία στο τουριστικό θέρετρο Πιριάπολις. Τέλος, υπήρξαν περιπτώσεις Ελλήνων μεταναστών οι οποίοι δοκίμασαν την επιχειρηματική τύχη τους στον χώρο των μεταλλείων στη Χιλή, τη Βολιβία και τον Ισημερινό.

Ξεχωριστή θέση στην επαγγελματική δραστηριότητα των Eλλήνων μεταναστών είχε ο χώρος του λιμανιού. Οι επιχειρήσεις που δημιούργησαν αρκετοί μετανάστες συνδέθηκαν με την ισχυρή παρουσία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής. Είναι γνωστό ότι κατά τη δεκαετία του 1920 η ελληνική ναυτιλία ενίσχυσε τη θέση της στη μεταφορά εμπορευμάτων και κατάφερε να διεισδύσει σε όλο και σε περισσότερες αγορές όπως αυτή της Λατινικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο μεγαλοεφοπλιστής Μανώλης Κουλουκουντής ο οποίος ξεχώρισε, σε όλη τη δύσκολη δεκαετία του 1930, στη μεταφορά σιτοφορτίων από τον Λα Πλάτα και από άλλα λιμάνια της Αργεντινής. Γύρω από τη δυναμική παρουσία της ελληνικής ναυτιλίας στα λιμάνια της Αργεντινής και της Ουρουγουάης, και σε μικρότερο βαθμό στο Βαλπαραΐσο της Χιλής, διαμορφώθηκε ένα πλέγμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που αφορούσαν την αντιπροσώπευση ναυτιλιακών εταιρειών, την τροφοδοσία πλοίων, την αποθήκευση τροφίμων και προϊόντων, την εστίαση, την ψυχαγωγία ή την ένδυση των ναυτικών. Εκείνη την εποχή ξεκίνησαν άλλωστε την εφοπλιστική τους δραστηριότητα ο Ωνάσης και ο Κονιαλίδης ενώ το 1940 εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Άιρες και ο εφοπλιστής Ευγένιος Ευγενίδης που ανέπτυξε τις επιχειρήσεις του στη Νότιο Αμερική.

Διαφημίσεις ελληνικών οίκων.

Παροικιακοί θεσμοί και οργανώσεις

Την εποχή του Μεσοπολέμου προχώρησε και η θεσμική οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στις περιοχές όπου δημιουργήθηκαν ελληνικές εστίες δημιουργήθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα ένας αρκετά μεγάλος αριθμός συλλόγων ποικίλου χαρακτήρα, μάλλον δυσανάλογος του μεγέθους των ελληνικών παροικιών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν εφήμερο χαρακτήρα. Οι πρώτοι σύλλογοι που άντεξαν στο χρόνο ήταν οι λεγόμενοι «Αλληλοβοηθητικοί» που είχαν ως στόχο την οικονομική στήριξη των μελών τους, την εξασφάλιση ιατρικής περίθαλψης και γενικότερα την παροχή βοήθειας για την προσαρμογή των μεταναστών στη χώρα υποδοχής. Κάποιοι από τους αλληλοβοηθητικούς συλλόγους είχαν εθνοτοπικό χαρακτήρα και στόχευαν και στην αποστολή βοήθειας στην ιδιαίτερη πατρίδα των μελών τους.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1930, παράλληλα με τους «λαϊκούς» αλληλοβοηθητικούς συλλόγους, σχηματίστηκε, με πρωτοβουλία της ελίτ των ελληνικών παροικιών, μια σειρά οργανώσεων που επεδίωκαν να ξεφύγουν από το τοπικιστικό πνεύμα και να αναλάβουν τη συνολική εκπροσώπηση των Ελλήνων, να συντηρήσουν θεσμούς όπως εκκλησία και σχολείο, και να καλλιεργήσουν δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες. Είναι η περίοδος που στο Μπουένος Άιρες ιδρύονται σύλλογοι όπως η Ελληνική Λέσχη, ο Ελληνικός Σύνδεσμος, το Ελληνικό Εμπορικό Επιμελητήριο και κυρίως η Ελληνική Κοινότης Μπουένος Άιρες του 1928 που διατηρείται μέχρι σήμερα. Στη Βραζιλία το 1937 ιδρύθηκε η σημαντική οργάνωση «Ελληνική Κοινότητα Αγίου Παύλου». Στο Μεξικό η Ελληνική Κοινότητα Μεξικού δημιουργήθηκε το 1934 αφού διαδέχτηκε τον αλληλοβοηθητικό σύλλογο Σωκράτης που είχε συσταθεί τη δεκαετία του 1920.

Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι οι προσπάθειες συγκεντρωτικής εκπροσώπησης των ελληνικών κοινοτήτων, μέσα από ορισμένες κεντρικές οργανώσεις, συνάντησαν αντιστάσεις από τους προϋπάρχοντες αλληλοβοηθητικούς και εθνοτοπικούς συλλόγους που επεδίωκαν να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην εκπροσώπηση του ελληνικού στοιχείου. Το τοπίο των ελληνικών οργανώσεων στη Λατινική Αμερική συμπληρώνουν μορφωτικοί σύλλογοι, οργανώσεις της νεολαίας και σύνδεσμοι που κατά καιρούς εξυπηρέτησαν συγκεκριμένους στόχους και κυρίως εθνικά θέματα, όπως το ζήτημα των Δωδεκανήσων, της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου ή την αποστολή βοήθειας στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σημαντικό ρόλο στα παροικιακά πράγματα έπαιξε εκείνη την περίοδο ο Τύπος της διασποράς που εξέφρασε τις ζυμώσεις, τις ανησυχίες αλλά και τις διαιρέσεις που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό των ελληνικών κοινοτήτων. Από τις πιο σημαντικές εφημερίδες υπήρξε η Πατρίς του Μπουένος Άιρες που έκανε την εμφάνισή της το 1924. Ιδρυτής της ήταν ο Γεώργιος Μαυρίδης, βιομήχανος ελληνικών τσιγάρων. Υπό διαφορετικές διευθύνσεις επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1970 ασκώντας σημαντική επιρροή στην ελληνική κοινότητα της Αργεντινής ενώ είχε επίσης σημεία πώλησης και ανταποκριτές σε όλες τις νοτιοαμερικανικές χώρες. Στην πρώτη φάση της, υπό τη διεύθυνση μορφωμένων Μικρασιατών όπως ο Νεοκλής Τριανταφυλλίδης και ο Γεώργιος Παρασκευαϊδης, ακολουθούσε μια μετριοπαθή βενιζελική γραμμή και προωθούσε την ενσωμάτωση των μεταναστών στην αργεντινή κοινωνία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 σημειώθηκε μεγάλη στροφή στην πολιτική γραμμή της καθώς μετά την αγορά της το 1935 από τον Αθανάσιο Βαϊρακλιώτη, άρχισε να υποστηρίζει το Μεταξικό καθεστώς, όπως έκαναν άλλωστε και άλλες ελληνικές εφημερίδες της διασποράς.14

Ετήσιο Λεύκωμα της εφημερίδας Πατρίς του Μπουένος Άιρες, 1926.

Οι ελληνικές διπλωματικές αρχές και οι ομογενειακές πολιτικές που προσπάθησαν να εφαρμόσουν είχαν επίσης αντίκτυπο στις ισορροπίες των ελληνικών κοινοτήτων. Μετά από μια σειρά άμισθων γενικών προξένων που ορίζονταν μεταξύ των εύπορων ομογενών, ιδρύθηκε το 1936 στην Αργεντινή ελληνική πρεσβεία με δικαιοδοσία σε όλη τη Νότιο Αμερική. Ο αρχικός ενθουσιασμός για την αναβάθμιση της ελληνικής αντιπροσωπείας γρήγορα υποχώρησε όταν ο πρώτος πρέσβης Βασίλειος Δενδραμής κατηγορήθηκε από μεγάλο μέρος της ελληνικής παροικίας του Μπουένος Άιρες για αυταρχισμό και προσπάθεια άσκησης κηδεμονίας στην οργάνωση Ελληνική Κοινότητα την οποία ήθελε να καταστήσει το κεντρικό όργανο εκπροσώπησης του ελληνισμού της Αργεντινής.

Ήταν άλλωστε η εποχή που βάθαιναν οι πολιτικές διαφορές στο εσωτερικό των ελληνικών παροικιών. Μετά τη μεταφορά του Διχασμού στις ελληνικές κοινότητες, η εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας επέφερε νέα πόλωση και διαιρέσεις τη δεκαετία του 1930. Σε συνδυασμό με το αυταρχικό κλίμα που κυριαρχούσε στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι απελάσεις αριστερών μεταναστών, μεταξύ των οποίων πολλών απεργούντων ναυτικών, ήταν σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. H άφιξη στο Μπουένος Άιρες το 1941 του Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, Υπουργού Δημόσιας Τάξης του Μεταξικού καθεστώτος, ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες διαιρέσεις. Με δική του προτροπή και κατόπιν καταγγελιών στην αστυνομία του τότε Περονικού καθεστώτος, απελάθηκαν τη δεκαετία του 1940 από την Αργεντινή δεκάδες κομμουνιστές ομογενείς. Γενικά, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα μεταφέρθηκε με ένταση στις ελληνικές κοινότητες της Νότιας Αμερικής ενώ τις επόμενες δεκαετίες αποκλείονταν συστηματικά από οργανώσεις και συλλόγους οι ομογενείς αριστερών φρονημάτων.15 

Αυτό το φαινόμενο διευκολύνθηκε από τον πολιτικό αυταρχισμό που χαρακτήριζε εκείνη την περίοδο σχεδόν όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με αποκορύφωμα τις τρομερές δικτατορίες των δεκαετιών 1970 και 1980. Πρέπει να σημειωθεί ότι φόρο αίματος στη στυγνή χούντα του Βιντέλα στην Αργεντινή και στην αντίστοιχη του Πινοτσέτ στη Χιλή πλήρωσαν και οι ελληνικές κοινότητες καθώς εκείνη την περίοδο δεκάδες απόγονοι μεταναστών εξαφανίστηκαν, δολοφονήθηκαν και βασανίστηκαν.

 Η μεταπολεμική μετανάστευση (1950-1970)

Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επανέκαμψαν τα ευρωπαϊκά μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Λατινική Αμερική. Η βιομηχανική ανάπτυξη της Βραζιλίας και της Αργεντινής κατά τα μεταπολεμικά χρόνια τις κατέστησε για άλλη μια φορά επιθυμητό προορισμό για χιλιάδες Eυρωπαίους, οι οποίοι εγκατέλειπαν τις χώρες τους ωθούμενοι από την οικονομική κρίση και τους πολιτικούς κλυδωνισμούς που ακολούθησαν τον πόλεμο. Στην Αργεντινή η κυβέρνηση του Περόν που από το 1946 έθεσε ως στόχο τη βιομηχανική απογείωση της χώρας του, ακολούθησε μια πολιτική προσέλκυσης της ευρωπαϊκής μετανάστευσης με επιλεκτικά κριτήρια. Οι μεταναστευτικές συμφωνίες που υπέγραψε το 1948 ο Περόν με την Ιταλία και την Ισπανία, είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της έλευσης εξειδικευμένων τεχνιτών και εργατών στη χώρα. Γενικά στο διάστημα 1945-1960 εισήλθαν στην Αργεντινή περίπου 900 χιλιάδες μετανάστες.

Στη Βραζιλία η ευρωπαϊκή μετανάστευση προς τη χώρα ενισχύθηκε κυρίως κατά τα έτη 1955-1962 που έχουν μείνει γνωστά ως «τα χρυσά χρόνια». Ο τότε πρόεδρος Ζουσελίνο Κουμπιτσέκ ακολούθησε ένα επιτυχημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τους τομείς της μεταλλουργίας, της ηλεκτρικής ενέργειας, της χημικής βιομηχανίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας, δημιουργώντας έτσι σημαντική ζήτηση εργατικών χεριών. Αξιόλογα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ευρώπη κατευθύνθηκαν αυτή την περίοδο και στη Βενεζουέλα όπου το δικτατορικό καθεστώς του Πέρες Χιμένες (1952-1958) προώθησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων και ενίσχυσης της πετρελαιοβιομηχανίας και της σιδηρουργίας.

Σε αυτό το πλαίσιο σημειώθηκε και η αξιόλογη μεταναστευτική κίνηση από την Ελλάδα προς τη Λατινική Αμερική. Πολλοί από τους μετανάστες αυτής της περιόδου προέρχονταν από την Πελοπόννησο. Στην Αργεντινή στο διάστημα 1947-1960 έφτασαν περίπου 4.500 άτομα, από τα οποία τα 3.300 δηλώθηκαν ως μόνιμοι μετανάστες. Από το 1952 ομάδες Ελλήνων μετανάστευσαν οργανωμένα στη Λατινική Αμερική μέσω της ΔΕΜΕ, της Διακυβερνητικής Επιτροπής που ανέλαβε τη ρύθμιση και διαχείριση της μετανάστευσης από την Ευρώπη. Στη δράση της συμπεριλαμβάνονταν προγράμματα επανασύνδεσης των οικογενειών των μεταναστών και μετακίνησης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Οι περισσότεροι Έλληνες που μετανάστευσαν οργανωμένα στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1950 κατευθύνθηκαν στη Βραζιλία: συγκεκριμένα στο διάστημα 1952-1961, 7.314 μετανάστες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στη χώρα μέσω των προγραμμάτων της ΔΕΜΕ.16 Αντίστοιχα στην Αργεντινή κατά τα έτη 1952-1962 μεταφέρθηκαν μέσω της ΔΕΜΕ 954 μετανάστες.17 Τέλος, στη Βενεζουέλα, την περίοδο 1955-1968, εγκαταστάθηκαν 1.265 Έλληνες, με τους περισσότερους να φτάνουν το 1956. Από αυτούς 202 μετανάστες μεταφέρθηκαν στη χώρα μέσω οργανωμένων προγραμμάτων. Τέλος, την περίοδο 1952-1961, η ΔΕΜΕ μετέφερε 77 μετανάστες στη Χιλή, 50 στην Ουρουγουάη και 44 στην Κολομβία.18

Οι περισσότεροι Έλληνες που μετανάστευσαν ως ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ήταν δηλωμένοι ως μηχανικοί, εφαρμοστές, τορναδόροι και ηλεκτρολόγοι. Για ορισμένοι χρόνια, σύμφωνα και με τις σχετικές συμβάσεις, απασχολήθηκαν σε βιομηχανικές μονάδες. Στην Αργεντινή οι περισσότεροι διαμοιράστηκαν σε επαρχιακά βιομηχανικά κέντρα όπως το Κομοδόρο Ριβαντάβια στην Παταγονία όπου υπήρχαν πολλές πετρελαιοπαραγωγές εταιρείες, και η πόλη Κόρδοβα που μεταπολεμικά έγινε η καρδιά της αυτοκινητοβιομηχανίας στη χώρα. Πάντως, μετά το πέρας του προβλεπόμενου από τις συμβάσεις χρονικού διαστήματος, οι περισσότεροι μετανάστες, έχοντας συγκεντρώσει και το απαραίτητο κεφάλαιο, ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Να σημειωθεί ότι οι έντονες οικονομικές διακυμάνσεις που χαρακτήρισαν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά τις δεκαετίες 1950-1970, συνοδευόμενες από νομισματική αστάθεια, υποτιμήσεις και πληθωρισμό, ευνόησαν συγκυριακά την οικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρηματιών ενώ άλλοι έχασαν περιουσίες και δυσκολεύτηκαν να ορθοποδήσουν ξανά.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η ελληνική μεταναστευτική ροή προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής άρχισε να μειώνεται σημαντικά, ενώ ενισχύθηκε σημαντικά ο δείκτης παλιννόστησης. Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών σε πολλές χώρες της περιοχής, η χαλάρωση των μεταναστευτικών όρων στις ΗΠΑ από το 1965, οι ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες στον Καναδά και την Αυστραλία και κυρίως οι μεταναστευτικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα το 1955 με τη Γαλλία, το 1959 με το Βέλγιο και κυρίως το 1960 με τη Γερμανία, κατηύθυναν την ελληνική μετανάστευση προς άλλους προορισμούς που θεωρούνταν πιο κατάλληλοι. Από τις αρχές του 21ου αιώνα παρατηρείται ρεύμα παλιννόστησης από ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής οι οποίες αντιμετωπίζουν μεγάλα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, όπως η Βενεζουέλα που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση.

Διασπορικές κοινότητες, υβριδικές ταυτότητες

 Η σημερινή δύναμη των ελληνικών παροικιών της Λατινικής Αμερικής είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια επειδή σπανίως εφαρμόζεται ένα ομοιόμορφο κριτήριο για τον υπολογισμό των απογόνων των μεταναστών. Το βέβαιο είναι ότι ο αριθμός των μεταναστών είχε μειωθεί πολύ λόγω της φυσικής φθοράς και της μη ανανέωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών οι μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες βρίσκονται σήμερα στη Βραζιλία και στην Αργεντινή, όπου υπολογίζεται ότι ζουν 25.000 και 20.000 Έλληνες αντίστοιχα. Αντίθετα, η αριθμητική δύναμη των Ελλήνων στην Ουρουγουάη και στη Χιλή είναι πλέον μικρή αφού υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τα 1000 άτομα στην καθεμιά. Στη Βενεζουέλα διαμένουν μόνιμα πλέον περίπου 2.000 Έλληνες ενώ στο Μεξικό η ελληνική παροικία εκτιμάται ότι έχει περίπου 1000 μέλη. Αντίστοιχο είναι το μέγεθος της ελληνικής κοινότητας του Παναμά, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής Αμερικής (Γουατεμάλα, Κόστα Ρίκα) οι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής είναι μόλις 100 άτομα.

Στις περισσότερες λατινοαμερικανικές χώρες εξακολουθεί να υπάρχει ένας αξιόλογος αριθμός ελληνικών συλλόγων και οργανώσεων: εκτός από τις κεντρικές «Κοινότητες», ελληνικοί σύλλογοι υπάρχουν σε πολλές επαρχιακές πόλεις καθώς και σε συγκεκριμένες συνοικίες αστικών κέντρων όπου δημιουργήθηκαν σημαντικές ελληνικές εστίες. Επίσης σε ορισμένες χώρες έχουν συσταθεί τα τελευταία χρόνια Ομοσπονδίες των Ελληνικών Κοινοτήτων ώστε να συντονίζεται καλύτερα η δραστηριότητά τους. Οι ελληνικές κοινότητες της Λατινικής Αμερικής υπάγονται σήμερα εκκλησιαστικά σε δύο μητροπόλεις, τη Μητρόπολη Μπουένος Άιρες και Νότιας Αμερικής με έδρα το Μπουένος Άιρες και τη Μητρόπολη Μεξικού και Κεντρικής Αμερικής με έδρα την Πόλη του Μεξικού. Να σημειωθεί ότι οι περισσότερες ελληνικές «Κοινότητες» της Λατινικής Αμερικής διατήρησαν ως οργανώσεις τον λαϊκό χαρακτήρα τους και δεν απέκτησαν το καθεστώς ενορίας. Το μεγάλο αυτό ζήτημα γύρω από τον χαρακτήρα των οργανώσεων της ομογένειας τέθηκε με έμφαση το 1960: η τότε Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής έστειλε προς όλες τις ελληνικές κοινότητες της αμερικανικής ηπείρου ένα Καταστατικό που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την αλλαγή της ονομασίας των «Κοινοτήτων» με την προσθήκη του επιθέτου «ορθόδοξος» και την μετατροπή των οργανώσεων σε ενορίες υπαγόμενες στην Αρχιεπισκοπή. Αυτή η πρόταση δίχασε σε κάποιο βαθμό τις ελληνικές παροικίες αλλά τελικά απορρίφθηκε από τις ιστορικές και από παλιά εδραιωμένες κοινότητες.19

Εντοιχισμένη πινακίδα στην είσοδο του κτηρίου της Ελληνικής Κοινότητας του Σαντιάγο. Έτος ίδρυσης 1945.

Όσον αφορά την ελληνική εκπαίδευση, στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής αυτή έχει εναποτεθεί κυρίως στις «Κοινότητες» που διοργανώνουν απογευματινά μαθήματα γλώσσας μία ή δύο φορές την εβδομάδα. Στο Μπουένος Άιρες ιδρύθηκε, ωστόσο, το 1984, δίγλωσσο ελληνοαργεντινό ημερήσιο δημοτικό σχολείο. Η ίδρυσή του έγινε με κληροδότημα του Ιδρύματος Ωνάση και το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας αποστέλλει εκπαιδευτικό προσωπικό. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργεί από το 1990 το γυμνάσιο και λύκειο Αθηναγόρας που υπάγεται στη Μητρόπολη. Στο Σάο Πάολο ιδρύθηκε επίσης τη δεκαετία του 1980 το Αθηναϊκό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο στο οποίο στέλνονται αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί, όπως και στο κοινοτικό σχολείο στη Μπραζίλια. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν και ορισμένα ιδρύματα και πολιτιστικά κέντρα που προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται. Στον πανεπιστημιακό χώρο ξεχωρίζει η δραστηριότητα του Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Φώτιος Μαλλέρος που λειτουργεί στο πλαίσιο του Εθνικού Πανεπιστημίου του Σαντιάγκο της Χιλής. Από το 1968 αυτό το Κέντρο, υπό τη διεύθυνση του ελληνιστή καθηγητή Μιγκέλ Καστίγιο Ντιντιέ, ασχολείται με την έκδοση ελληνικών έργων στην ισπανική γλώσσα και γενικότερα με τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Λατινική Αμερική. Αξιόλογη είναι επίσης η πολιτιστική και εκπαιδευτική δράση του Ιδρύματος Μαρία Τσάκος στο Μοντεβιδέο, ενώ στην Αργεντινή οι πολιτιστικοί σύλλογοι Καρυάτιδες και Νόστος αναπτύσσουν δράσεις που απευθύνονται σε Αργεντινούς που αγαπούν την Ελλάδα και τον πολιτισμό της.

Η κοινωνική ενσωμάτωση των Eλλήνων μεταναστών που εξακολουθούν να ζουν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι γενικά πολύ υψηλή. Ακόμα και οι μετανάστες των πρώτων μεταναστευτικών ρευμάτων ενσωματώθηκαν σχετικά εύκολα στις χώρες της περιοχής λόγω του ανοιχτού γενικά χαρακτήρα των κοινωνιών τους και του φιλικού κλίματος απέναντι στους ευρωπαίους μετανάστες. Αυτό ισχύει κυρίως για τις χώρες εκείνες όπου οι ευρωπαίοι μετανάστες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των δημογραφικών κοινωνικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους (κυρίως στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη νότια Βραζιλία και εν μέρει στη Χιλή) και υιοθέτησαν γενικά το δυτικό πνεύμα ως βάση του πολιτισμού τους. Αντίθετα, σε άλλες κοινωνίες με πολυπληθές ιθαγενές και έγχρωμο στοιχείο οι ελληνικές παροικίες απέκτησαν πιο κλειστό χαρακτήρα, τουλάχιστον για όσο διάστημα επικρατούσαν οι μετανάστες πρώτης γενιάς.

Σε κάθε περίπτωση σήμερα στις ελληνικές κοινότητες κυριαρχούν οι απόγονοι των μεταναστών που αποτελούν τμήμα της ελληνικής διασποράς και ερμηνεύουν ποικιλοτρόπως τη σχέση τους με την Ελλάδα. Το συγγραφικό και καλλιτεχνικό έργο ορισμένων από αυτούς έχει γίνει πολιτισμική γέφυρα ανάμεσα στην Ελλάδα και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Μεταξύ αυτών η Λιμπερτάδ Δεμιτρόπουλος (1922-1998), γεννημένη σε μια μικρή κωμόπολη στην απομακρυσμένη επαρχία Χουχούη στον βορρά της Αργεντινής, αφηγήθηκε στα μυθιστορήματά της πτυχές της αργεντινής ιστορίας μέσα από τη ματιά των «από κάτω».20

Εξώφυλλα βιβλίων της Libertad Demitrópulos.

O γεννημένος στο Κοντεμπέκ του Μεξικού Ομέρο Αριτζίς (1940 – ) ζωντανεύει στο έργο του ιστορικές μνήμες της οικογένειάς του και τον ξεριζωμό της πατρικής οικογένειας από τη Μικρά Ασία.21 Οι υβριδικές διασπορικές ταυτότητες ανιχνεύονται και σε καλλιτεχνικές μουσικοχορευτικές εκφράσεις όπως το «Τάνγκο Χασάπικο» του ελληνοαργεντινού Χόρχε Δερμιτζάκις ή τη συλλογή τραγουδιών Tangos griegos της επίσης γεννημένης στο Μπουένος Άιρες Άνα Μοραΐτις. Πτυχές αυτής της ταυτότητας διακρίνονται όμως και στις καθημερινές επιλογές εκατοντάδων απογόνων των μεταναστών που μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα στα κοινοτικά σχολεία, συχνάζουν στις ελληνικές «καντίνες» ή «ταβέρνες», αγαπούν την ελληνική κουζίνα, επισκέπτονται όποτε μπορούν τα χωριά των παππούδων τους και μέσα από τη μουσική και τον χορό αισθάνονται τη σχέση τους με τη μακρινή Ελλάδα, ταυτισμένη στη συνείδησή τους με τον ήλιο, τη θάλασσα και την ιστορία.

 

Tango-Hasapiko, dance of the ports

https://vimeo.com/145712310?

fbclid+IwAROKsrbbW1tsL7wVnM1aT26fn7wMWTkISVQVHc1U1h8p_hqRmrOL85gBCwM

Η Μαρία Δαμηλάκου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Αμερικανικής Ηπείρου με έμφαση στους Νεότερους Χρόνους στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Β. Κατσόμαλος, Η Αργεντινή, η Χιλή, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία και οι Έλληνες, Μπουένος Άιρες, 1972, σ. 24-28.

[2] Α. Μελάς, Los griegos en la Argentina/Οι έλληνες της Αργεντινής, Μπουένος Άιρες,

[3] Ρόμβος, Πλωτίνος Ροδοκανάκης. Ένας έλληνας αναρχικός, Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2017.

[4] Damilakou, “Estrategias de supervivencia en un mundo laboral conflictivo: los prácticos del puerto de Buenos Aires, 1856-1924”, Revista de Estudios Marítimos y Sociales, No 5/6 (Νοv. 2012-2013) 69-78.

[5] Β. Κατσόμαλος, ό.π., σ. 28-29.

[6] Μ. Δαμηλάκου, Έλληνες μετανάστες στην Αργεντινή (1900-1970). Διαδικασίες συγκρότησης και μετασχηματισμοί μιας μεταναστευτικής κοινότητας, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας, 2004, σ. 58-66.

[7] Ό.π., σ. 72-79.

[8] M. A. Ritacco, Los griegos de Ingeniero White y Bahía Blanca, Bahía Blanca, 1992.

[9] Α. Κιτροέφ, «Η υπερατλαντική μετανάστευση», στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι απαρχές (1900-1922), Τόμος Α΄, Μέρος 1, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2000, σ. 130.

[10] Μ. Δαμηλάκου, «Αναζητώντας ίχνη ελλήνων μεταναστών στη Βόρειο Χιλή: τεκμήρια ελληνικής μετανάστευσης στους βιομηχανικούς οικισμούς του νίτρου (1900-1940)», Ιόνιος Λόγος, τόμος Ζ΄ (2019/2020) 79-90.

[11] Πλ. Φιλιππίδης, Εμπορικός και Κοινωνικός Οδηγός των Ελλήνων της Νοτίου Αμερικής, Μπουένος Άιρες, 1938, σ. 58-68.

[12] Damilakou, “Inmigrantes griegos en Buenos Aires: el caso de los golosineros”, Estudios Migratorios Latinoamericanos, 48 (2001) 329-368.

[13] Πλ. Φιλιππίδης, ό.π., σ. 238-273.

[14] Μ. Δαμηλάκου, Έλληνες μετανάστες στην Αργεντινή, ό.π., σ. 284-288.

[15] Ό.π., σ. 309-325.

[16] Tourgeli – L. Venturas, “Guiding the Migration Apparatus in Peripheral States of the ‘Free World’, in L. Venturas (ed.), International “Migration Management” in the Early Cold War. The Intergovernmental Committee for European Migration, Corinth, University of the Peloponnese, 2015, p. 237.

[17] Inmigración, ετήσιο έντυπο της Dirección Nacional de Migraciones, 1959-1963.

[18] ICEM Handbook 1962, 42.

[19] Εφ. Ελλάς (Μπουένος Άιρες), 21 Απριλίου 1960 και έντυπο Παροικιακά Θέματα (Μπουένος Άιρες), τεύχος 1, 1960, σ. 7-8.

[20] Αναφέρω, μεταξύ άλλων, τα εξής έργα της Libertad Demitrópulos: Río de las congojas, Buenos Aires, Sudameri- cana, 1981 και Sabotaje en el álbum familiar, Buenos Aires, Sudamericana, 1984.

[21] Ομέρο Αριτζίς, Η Σμύρνη στις φλόγες, μτφ. Χρ. Θεοδωροπούλου, Αθήνα, Πατάκης, 2016.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Αγαπητίδης Σωτήριος, «Ελληνική μετανάστευση στη Λατινική Αμερική», Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, 44, 1964, σ. 595-607.

ΓΓΑΕ (έκδ.), Ο Απόδημος Ελληνισμός. Φάκελος: Λατινική Αμερική, Αθήνα, 1994.

Δαμηλάκου Μαρία, Έλληνες μετανάστες στην Αργεντινή. Διαδικασίες συγκρότησης και μετασχηματισμοί μιας μεταναστευτικής κοινότητας, 1900-1970, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας, 2004.

Δαμηλάκου Μαρία, «Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Αργεντινή: μεταναστευτικές διαδρομές και στοιχεία ταυτότητας», Ιστορικά 42 (Ιούλιος 2005) 177-202.

Δαμηλάκου Μαρία, «Ο Ελληνισμός της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής», στο: Ι. Χασιώτης – Ο. Κατσιαρδή – Ευρ. Αμπατζή (επιμ.) Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος – 21ος αιώνας, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 2006, σ. 291- 300.

Δαμηλάκου Μαρία, «Ανάμεσα στον Μανιαδάκη και στον Περόν: οργανώσεις νεολαίας της ελληνικής παροικίας στο Μπουένος Άιρες», στο: Β. Καραμανωλάκης – Ε. Ολυμπίτου – Ι. Παπαθανασίου (επιμ.) Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα. Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις, Αθήνα, Θεμέλιο, 2010, σ. 274-280.

Δαμηλάκου Μαρία, «Αναζητώντας ίχνη ελλήνων μεταναστών στη Βόρειο Χιλή: τεκμήρια ελληνικής μετανάστευσης στους βιομηχανικούς οικισμούς του νίτρου (1900-1940)», Ιόνιος Λόγος, Τόμος Ζ΄ (2019/2020) 79-90.

Κατσόμαλος Βασίλειος, Η Αργεντινή, η Χιλή, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία και οι Έλληνες, Μπουένος Άιρες, 1972.

Kιτροέφ Aλέξανδρος, «Η Υπερατλαντική μετανάστευση», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι απαρχές 1900-1922, Α΄ Τόμος, Μέρος 1ο, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2000, σ. 123-171.

Μελάς Aνδρέας, Los griegos en la Argentina/Οι έλληνες της Αργεντινής, Μπουένος Άιρες, 1954.

Υπουργείο Εξωτερικών/Διεύθυνση Αποδήμων (έκδ.), Ο Ελληνισμός του Εξωτερικού, β΄ έκδοση, Αθήνα, 1992.

Φιλιππίδης Πλάτων, Εμπορικός και Κοινωνικός Οδηγός των Ελλήνων της Λατινικής Αμερικής, Μπουένος Άιρες, 1938.

Χασιώτης Iωάννης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1993.

Ξενόγλωσση

Damilakou, María, “Inmigrantes griegos en Buenos Aires: el caso de los golosineros”, Estudios Migratorios Latinoamericanos, 48 (2001) 329-368.

Damilakou, María, “Estrategias de supervivencia en un mundo laboral conflictivo: los prácticos del puerto de Buenos Aires, 1856-1924”, Revista de Estudios Marítimos y Sociales 5/6 (Νοέμβριος 2012-2013) 69-78.

Kitroeff, Alexander, Griegos en América, Mαδρίτη, MAPFRE América, 1992.

Politis Jaramí, Miguel, Grecia y los griegos en “El Mercurio” de Antofagasta, Αντοφαγκάστα, Universidad del Norte, 1989

Ritacco, Mario A., Los griegos de Ingeniero White y Bahía Blanca, Bahía Blanca, 1992.

Venturas, Lina (ed.), International “Migration Management” in the Early Cold War. The Intergovernmental Committee for European Migration, Corinth, University of the Peloponnese, 2015.