Skip to main content

Αγγελική Δεληκάρη: Η συμβολή των Θεσσαλονικέων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους στον σλαβικό πολιτισμό

Αγγελική Δεληκάρη

Η συμβολή των Θεσσαλονικέων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους στον σλαβικό πολιτισμό

Οι Σλάβοι αποτελούν το τελευταίο χρονολογικά κύμα της λεγόμενης μεγάλης μετανάστευσης των λαών στην Ευρώπη. Η μετακίνηση από την αρχική κοιτίδα τους, που βρισκόταν περίπου στην περιοχή της σημερινής ανατολικής Πολωνίας, δυτικής Ουκρανίας και νοτιοδυτικής Λευκορωσίας, άρχισε τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ολοκληρώθηκε μέχρι τον 9ο αιώνα.                                   

Η αρχική κοιτίδα των Σλάβων(3ος-4ος αι.).

Οι αιτίες της μετανάστευσης των σλαβικών ομάδων οφείλονται κυρίως στη διέλευση μέσα από τη στεππώδη ζώνη βόρεια του Ευξείνου Πόντου των Ούννων στο α΄ μισό του 5ου αι. και κυρίως των Αβάρων έναν αιώνα αργότερα. Αυτό προκάλεσε ανακατατάξεις και κινητοποιήσεις μεταξύ των Σλάβων. Αρχικά, έγιναν θύματα της αβαρικής προέλασης, ενώ στη συνέχεια σύμμαχοι των Αβάρων στις εκστρατείες τους στα Βαλκάνια (γι’ αυτό και χρησιμοποιείται συχνά ο όρος Αβαροσλάβοι).

Κύρια πηγή για τις επιδρομές των Σλάβων στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία γενικότερα αποτελούν τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου.

«Ο άγιος Δημήτριος με τους κτίστες της βασιλικής» *
«Ο άγιος Δημήτριος και ο διάκονος».**

 

 

 

 

 

 

 

 

Σλαβικά φύλα κατά τη δεύτερη δεκαετία του 7ου αι. στον μακεδονικό χώρο: Βερζήτες, Δρογουβίτες, Σαγουδάτοι, Βελεγεζήτες.

Πρόκειται για ένα αγιολογικό κείμενο του 7ου αι., που χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο προέρχεται από τη γραφίδα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ιωάννη, ενώ ο συγγραφέας του δεύτερου τμήματος παραμένει άγνωστος. Στο κείμενο αυτό περιγράφονται με γλαφυρότητα οι θαυματουργικές επεμβάσεις του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, του αγίου Δημητρίου, εναντίον των Σλάβων επιδρομέων. Τα στίφη των βαρβάρων με μονόξυλα πλοιάρια, αφού κατάφεραν προηγουμένως να εκπορθήσουν την περιοχή της Θεσσαλίας και τα κοντινά σ’ αυτήν νησιά, τις Κυκλάδες, την Αχαΐα, την Ήπειρο, το μεγαλύτερο μέρος του Ιλλυρικού, καθώς και ένα μέρος των μικρασιατικών παραλίων, αφήνοντας ακατοίκητες πάρα πολλές πόλεις, στράφηκαν και εναντίον της Θεσσαλονίκης. Διαβάζοντας το συγκεκριμένο κείμενο, διαπιστώνονται πολλές υπερβολές και ανακρίβειες σχετικά με την επέκταση και τον αριθμό των Σλάβων που κατέκλυσαν τον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο γίνεται σαφές ότι ήδη από τα τέλη του 6ου αι. οι Σλάβοι εισέρχονται στη Μακεδονία και αρχίζουν να εγκαθίστανται πλέον μόνιμα σε διάφορα εδάφη της. Στα Θαύματα γίνεται ονομαστική μνεία στα σλαβικά φύλα και τις σχέσεις τους με τη βυζαντινή εξουσία και τον γηγενή πληθυσμό. Τα φύλα που κατονομάζονται να δρουν στο χώρο της Μακεδονίας είναι αυτά των Στρυμονιτών (στην πεδιάδα του ποταμού Στρυμόνα), των Δρο(υ)γουβιτών (βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, πιθανόν στην περιοχή της Βέροιας, ή, κατά άλλη άποψη, κοντά στη Βέροια και ως το Μοναστήρι), των Σαγουδάτων (νοτιότερα των Δρο(υ)γουβιτών), των Ρυγχίνων (στα στενά της Ρεντίνας ή στη Χαλκιδική κοντά στον ποταμό Ρυγχίνο (Ρήχιο) ή, κατά άλλη άποψη, στις εκβολές του Αλιάκμονα) και των Βερζητών (στα βόρεια όρια της Μακεδονίας, στην περιοχή του Μοναστηρίου). Αργότερα, τον 9ο αιώνα, απαντάται στις πηγές και το φύλο των Σμολεάνων (στην περιοχή βόρεια των Φιλίππων, κοντά στον ποταμό Νέστο). Τα παραπάνω φύλα συνήθως κατοικούσαν έξω από τις πόλεις, σε εδάφη που εν μέρει ήταν εγκαταλειμμένα, εξαιτίας άλλων προγενέστερων επιδρομών, και επομένως αποτελούσαν ιδανικό χώρο για την εγκατάσταση νέων φύλων. Σχημάτιζαν τις λεγόμενες Σκλαβηνίες, αναγνώριζαν την αυτοκρατορική εξουσία, απέδιδαν ως μικροκαλλιεργητές φόρους στην κεντρική διοίκηση και είχαν τους δικούς τους αρχηγούς, αναγνωρισμένους από το Βυζάντιο με τον τίτλο του ρήγα ή του άρχοντα. Πολλές φορές, όμως, στασίαζαν εναντίον του Βυζαντίου και τότε η κεντρική εξουσία παρενέβαινε για να καταπνίξει την επανάσταση. Ο αριθμός των επήλυδων, αν και πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος, όπως δηλώνεται έμμεσα στις πηγές, δεν αλλοίωσε ουσιαστικά την «εθνική» φυσιογνωμία της περιοχής. Από την αρχή οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν τη «διαφορετικότητα» των Σλάβων, και οι Σλάβοι δεν ταύτιζαν τον εαυτό τους με τους Βυζαντινούς. Άλλωστε οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες λάμβαναν μέτρα προκειμένου να αποφύγουν απώλειες εδαφών της αυτοκρατορίας, αλλά και έναν ενδεχόμενο εκσλαβισμό της Μακεδονίας και άλλων περιοχών, όπου εγκαταστάθηκαν Σλάβοι. Η πολιτική της Κωνσταντινούπολης δεν αποσκοπούσε σε καμιά περίπτωση στην εξόντωση των Σλάβων, αλλά στην ομαλή ένταξή τους στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της αυτοκρατορίας και στη σταδιακή αφομοίωσή τους. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τους Βυζαντινούς ήταν στρατιωτικά, όταν υπήρχε ανάγκη να καταστείλουν μια επανάσταση ή να αποκαταστήσουν την τάξη και να θέσουν υπό έλεγχο μια απείθαρχη σλαβική ομάδα, καθώς επίσης και διοικητικά, εκκλησιαστικά, δημογραφικά και οικονομικά. Πάντως, μετά τον 9ο αιώνα, οι σχέσεις του σλαβικού με τον βυζαντινό πληθυσμό της Μακεδονίας παρουσιάζονται γενικά ειρηνικές. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καμινιάτη, οι Θεσσαλονικείς βίωναν επί μακρόν μια «θαυμάσια και σταθερή» ειρήνη, επειδή διατηρούσαν αρμονικές εμπορικές σχέσεις με τη σλαβική τους ενδοχώρα.

Η Θεσσαλονίκη ως δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας ακολουθεί αυτό το διάστημα ανοδική πορεία. Μετά τη δημογραφική αύξηση του 9ου αιώνα καθίσταται διοικητικό κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας στον αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Αυτό ενισχύει τη θέσης της τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά. Αποτελεί κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους κέντρο διαφόρων πολιτικών εξελίξεων. Αυτή την περίοδο παρατηρείται μια οικοδομική ανάπτυξη που σχετίζεται όχι μόνο με τη δημιουργία καινούριων μνημείων αλλά και με την αποκατάσταση, επιδιόρθωση παλαιοτέρων ή τη μετασκευή τους.

Αγία Σοφία, Τρούλος Ψηφιδωτό Ανάληψης, Απόστολοι Ανδρέας και Παύλος, τέλη 9ου αι.
Μεγάλοι παλαιοχριστιανικοί ναοί: η Ροτόντα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μεγάλοι παλαιοχριστιανικοί ναοί, όπως η Ροτόντα, ο Άγιος Δημήτριος και η Αχειροποίητος, καθώς και άλλοι μικρότεροι, ανακαινίζονται ή αποκτούν νέα προσκτίσματα και παρεκκλήσια. Στην εποχή αυτή χρονολογείται και η οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας και της Παναγίας των Χαλκέων. Στον πολεοδομικό ιστό της πόλης ενσωματώνονται οι πολυάριθμες μονές της που βρίσκονται εντός των τειχών, ίσως εξαιτίας της επίφοβης διαβίωσης στην ύπαιθρο. Το εμπόριο παίζει κομβικό ρόλο στις σχέσεις της με τους υπόλοιπους λαούς. Στη μεγάλη εμποροζωοπανήγυρη, τα γνωστά Δημήτρια, που διοργανωνόταν κάθε χρόνο έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης, από τις 20 μέχρι τις 28 Οκτωβρίου, σε συνδυασμό με την εορτή του αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης, συνέρρεαν Έλληνες έμποροι από όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία, Βούλγαροι, Ρώσοι, Ούγγροι, Ιταλοί, Κέλτες και Γαλάτες που εμπορεύονταν κάθε λογής προϊόντα από τη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεσόγειο, την Αίγυπτο τη Συρία και αλλού. Σ’ αυτήν, λοιπόν, την πολυπολιτισμική πόλη έλαβαν την πρώτη τους μόρφωση και ανδρώθηκαν οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος. Μία από τις μορφές που ξεχώριζε αυτό το διάστημα στη Θεσσαλονίκη

Οι Αγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος.

ήταν αυτή του μητροπολίτη Λέοντα Μαθηματικού που σίγουρα επηρέασε τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των δύο αδελφών.

Το προοδευτικό άλλωστε πνεύμα της γενέτειράς τους και η εξωστρέφειά της θα συνοδεύει τους δύο αγίους σε ολόκληρο τον βίο τους. Εδώ ήρθαν σε επαφή με τους Σλάβους των περιχώρων της Θεσσαλονίκης και προφανώς γνώρισαν σε βάθος τη γλώσσα τους. Η γνώση αυτή της σλαβικής γλώσσας αποτέλεσε μάλλον ένα από τα βασικά κριτήρια επιλογής των δύο Θεσσαλονικέων αδελφών για την αποστολή στη Μεγάλη Μοραβία. Το κράτος

Χάρτης Μεγάλης Μοραβίας.

της Κεντρικής Ευρώπης έμελλε να αποτελέσει την κύρια περιοχή δράσης της κυριλλο-μεθοδιανής αποστολής στον κόσμο των Σλάβων. Όσον αφορά τα ακριβή σύνορά του οι απόψεις των μελετητών διΐστανται. Κατά πάσα πιθανότητα περιελάμβανε περιοχές της σημερινής Σλοβακίας, της Τσεχίας και μάλλον ένα μικρό τμήμα της Ουγγαρίας.

Στον χώρο αυτόν δρούσαν ήδη πριν την κυριλλο-μεθοδιανή αποστολή Γερμανοί ιεραπόστολοι, επηρρεάζοντας πολιτισμικά αλλά και πολιτικά το νεοσύστατο αυτό κρατικό μόρφωμα. Ο τότε Μοραβός ηγεμόνας Ραστισλάβ (846-870) αντιλήφθηκε έγκαιρα τους κινδύνους της έντονης αυτής επιρροής και θεώρησε σκόπιμο να διαφυλάξει με κάθε τρόπο τον σλαβικό χαρακτήρα της χώρας του, αναπτύσσοντας έναν αυτόνομο σλαβικό πολιτισμό. Κύριος στόχος του ήταν η συγκρότηση μιας ανεξάρτητης Μοραβικής Εκκλησίας που θα συντελούσε όχι μόνο στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας αλλά και στην απαλλαγή των δυτικών επιδράσεων. Αρχικά στράφηκε προς τη Ρώμη. Μετά όμως από την αρνητική απάντηση του πάπα Νικόλαου Α΄ (858-867), απηύθυνε παρόμοια έκκληση προς την Κωνσταντινούπολη. Αν και το Βυζάντιο μάλλον απέρριπτε τη δημιουργία στη Μοραβία ενός εκκλησιαστικού οργανισμού που θα συνδεόταν με το Πατριαρχείο

Αριστερά της εικόνας: Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ συμβουλεύεται τους «φιλοσόφους» της Αυτοκρατορίας σχετικά με την αποστολή του Κυρίλλου και Μεθοδίου στις σλαβικές χώρες: «Ακούγονταςαυτά ( δηλαδή το αίτημα από τη Μοραβία), ο αυτοκράτορας Μιχαήλ συγκάλεσε τους φιλοσόφους και τους είπε τα λόγια των Σλάβων ηγεμόνων…».Δεξιά της εικόνας: Ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα μεταφέρει τομήνυμα του στον πατέρα του Κυρίλλου και Μεθοδίου: «Οταν άκουσε (τη συμβουλή τους), ο αυτοκράτορας έστειλε γράμμα στη Θεσσαλονίκη, στονΛέοντα, λέγοντας : ¨Στείλε μας τους γιους σου τον Μεθόδιο και τον Κύριλλο..¨ ». Μικρογραφία του ρωσικού Χρονικού του Ραντζιβίλ του 15ου αι.

Κωνσταντινουπόλεως, αφού γνώριζε ότι η χώρα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Ρώμη, τελικά συγκατένευσε (έτ. 862/863) στο αίτημα του Ραστισλάβ. Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τώρα την πρόκληση να επεκτείνουν την πνευματική ακτινοβολία τους σε λαούς της Κεντρικής Ευρώπης. Παράλληλα βέβαια θα ασκούσαν πολιτική πίεση στον ηγεμόνα του βουλγαρικού κράτους, Βόρη Α΄, ο οποίος είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τους Φράγκους (Λουδοβίκος Β΄ Γερμανικός), ώστε να περιοριστεί η εδαφική επέκταση της Μοραβίας.

Ως επικεφαλής της ιεραποστολής στη χώρα αυτή ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (842 -867) και ο

 

Νόμισμα που εικονίζει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-847), στις ημέρες του οποίου ο Κύριλλος και Μεθόδιος εντάχθηκαν στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας και ανέλαβαν την αποστολή προς τους Σλάβους.

πατριάρχης Φώτιος (858-867 και 877-886) έθεσαν τους αδελφούς Κύριλλο (827-869) και Μεθόδιο (815-885). Οι δύο αυτοί ιεραπόστολοι των Σλάβων, τέκνα του Βυζαντινού αξιωματούχου Λέοντα δρουγγάριου, μετά τις εγκύκλιες σπουδές τους διακρίθηκαν για το πνεύμα και τις γνώσεις τους και εκπροσώπησαν το Βυζάντιο σε αρκετές αποστολές (όπως για παράδειγμα στους Χαζάρους και στους Άραβες).

Κατά πάσα πιθανότητα είχαν εξοικειωθεί από τα παιδικά τους χρόνια με το σλαβικό ιδίωμα. Στην εποχή αυτή οι διάφορες σλαβικές γλώσσες δεν εμφανίζουν ακόμη μεταξύ τους μεγάλες διαφορές. Η κοινή σλαβική γλώσσα εξακολουθεί να υφίσταται και πρέπει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για μία πολύ απλή γλώσσα, από την οποία απουσίαζαν σύνθετες λέξεις, αφηρημένες, φιλοσοφικές έννοιες, και ο,τιδήποτε άλλο δυσκολεύει την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Ο Κύριλλος διακρινόταν, όπως φαίνεται από τις πήγες και ως πολύγλωσσος. Πληροφορίες για τη ζωή, την πορεία και τη δράση των δύο αδελφών μας παρέχουν τα κείμενα των Βίων τους, εγκώμια και ακολουθίες που γράφτηκαν προς τιμήν τους. Οι Βίοι των μαθητών τους Κλήμη, επιλεγόμενου

Ο Βίος του Μεθοδίου. Χειρόγραφο της βιβλιοθήκης του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Μόσχας του 12ου αιώνα, το γνωστό ως Uspenskij sbornik.

Αχρίδας, και Ναούμ, καθώς και μερικές λατινικές πηγές, όπως για παράδειγμα η Vita cum translatione sancti Clementis/Italjanska Legenda, η Legenda sanctorum Cyrilli et Methodii patponorum Moraviae, το De sancto Quirillo et conversione Moraviae et Bohemie, η Legenda Quemadmodum-De sancto Cyrillo et Metodio legenda, η Legenda Beatus Cyrillus, επιστολές παπών, επιστολή/ες του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου στον επίσκοπο Γκάουντεριχ του Βέλετρι για τη σύνταξη της Vita cum translatione s. Clementis papae. Όλες τις πηγές που σχετίζονται με την κυριλλο-μεθοδιανή αποστολή στη Μεγάλη Μοραβία, μπορεί να τις βρει κάποιος στο πεντάτομο έργο Magnae Moraviae Fontes Historici με παράλληλη τσεχική μετάφραση. Μέσα από κείμενα αυτά παρακολουθούμε την προϊστορία της αποστολής, τις επαφές των δύο ιεραποστόλων με πολιτικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες, το έργο που επιτελέστηκε στη Μεγάλη Μοραβία, την αποδοχή του από το λαό και τέλος τις σφοδρές επιθέσεις εναντίον τους από τον γερμανικό κλήρο.

Το ζήτημα που απασχόλησε εξαρχής τους δύο αγίους ήταν η απουσία ενός σλαβικού αλφαβήτου, μιας γραπτής δηλαδή σλαβικής γλώσσας. Αυτό προβλημάτιζε και το Βυζάντιο πολύ πριν προκύψει το θέμα της ιεραποστολής στη Μεγάλη Μοραβία, όπως άλλωστε είναι εμφανές στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του Βίου του Κυρίλλου. Όταν ο άγιος συμφώνησε να ακολουθήσει τις επιταγές του αυτοκράτορα, τον ρώτησε «αν οι Μοραβοί έχουν γράμματα για τη γλώσσα τους», και τότε ο αυτοκράτορας του απάντησε: «Ο παππούς μου και ο πατέρας μου και άλλοι πολλοί τα αναζήτησαν και δεν τα βρήκαν, πώς μπορώ λοιπόν να τα βρω εγώ;». Στη φράση αυτή του αυτοκράτορα διαφαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση του Βυζαντίου να προσεγγίσει τους Σλάβους πολιτισμικά. Υπό το πρίσμα αυτό γίνεται αντιληπτό ότι τελικά η αποστολή στη Μοραβία δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος της εξωτερικής πολιτικής του βυζαντινού κράτους, του αποκαλούμενου συχνά από την έρευνα «σλαβικού σχεδίου», στο οποίο εντάχθηκαν και οι δύο ιεραπόστολοι.

Με τρόπο λιτό οι βιογράφοι των δύο αγίων παρουσιάζουν την εύρεση της σλαβικής γραφής από τον Κύριλλο, ενώ στον εκτενή Βίο του αγίου Κλήμη Αχρίδας η σχετική αναφορά είναι εκτενέστερη. Μάλιστα ο συγγραφέας του, ο Θεοφύλακτος αρχιεπίσκοπος Αχρίδας επανέρχεται συχνά στην ανακάλυψη της σλαβικής γραφής, προβάλλοντας τον κομβικό ρόλο του επιτεύγματος αυτού στην πολιτισμική εξέλιξη των Σλάβων και την είσοδό τους στην οικογένεια των πολιτισμένων λαών. Ως αρχαιότερο σλαβικό αλφάβητο θεωρείται από την πλειοψηφία των επιστημόνων το γλαγολιτικό.

Δείγμα γλαγολιτικής γραφής. Σελίδα του Ευαγγελίου  του Ασσεμάνι, 11ος αιώνας, Βιβιοθήκη του Βατικανού
Μαρμάρινη επιγραφή στα 1100 μ.Χ., Κροατία,γλαγολιτικά γνωστή ως Bašćanska ploča, νήσος Krk

Σ’ αυτό διαμορφώθηκε η γραπτή σλαβική γλώσσα για τις ανάγκες της μοραβικής αποστολής και γράφτηκαν οι πρώτες σλαβικές μεταφράσεις των εκκλησιαστικών κειμένων. Μέχρι σήμερα όμως δεν γνωρίζουμε σε ποιο γραφικό σύστημα στηρίχθηκε ο Κύριλλος για τη δημιουργία του γλαγολιτικού αλφαβήτου. (Εικ.20) Το πρόβλημα της προέλευσης αυτού του πρώτου σλαβικού αλφαβήτου απασχολεί την έρευνα των ειδικών εδώ και πολλά χρόνια, επειδή τα γράμματα της γλαγολιτικής δεν ταιριάζουν με κανένα άλλο γνωστό αλφάβητο. Σχετικά με το ζήτημα αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως ότι βασίστηκε στη συριακή γραφή, στην ελληνική επισεσυρμένη της εποχής τους, σε βυζαντινά αστρολογικά και αλχημικά σημεία και σύμβολα, στα Κοπτικά, τα Εβραϊκά, τα Αρμενικά κτλ. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για μια τεχνική γραφή, που δεν ταιριάζει με κανένα άλλο σύστημα, αν και η σειρά των γραμμάτων φαίνεται να ακολουθεί το ελληνικό αλφάβητο και όχι το λατινικό. Αμέσως μετά τη δημιουργία του σλαβικού αλφαβήτου προέκυψε άμεσα η ανάγκη της δημιουργίας μιας λόγιας γλώσσας για τους Σλάβους, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να αποδίδουν διάφορες αφηρημένες έννοιες, σύνθετες λέξεις (ουσιαστικά, επίθετα κ.ά.), οι οποίες απουσίαζαν από τη σλαβική γλώσσα. Στο έργο αυτό σίγουρα σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Σλάβοι συνεργάτες της αποστολής με επικεφαλής πάντα τον Κύριλλο. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκε ένα λεξιλόγιο με βάση τα ελληνικά, λεξιλογικά και σημασιολογικά δάνεια (calques), το οποίο εμπλούτιζε τη σλαβική γλώσσα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να

Γλαγολιτικό αλφάβητο.

ενσωματώσει τον εννοιολογικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Τα Σλαβικά θα αποτελούσαν πλέον τη βάση για τη δημιουργία ενός αυτοτελούς σλαβικού πνευματικού πολιτισμού. Σκοπός της κυριλλο-μεθοδιανής αποστολής ήταν να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα αυτή όχι μόνο ως γλώσσα ιεραποστολής, όπως συνέβη σε περιπτώσεις ιεραποστόλων από τη Δύση, αλλά και ως λειτουργική γλώσσα, ως γλώσσα της Θείας Λειτουργίας. Η ενέργεια αυτή μαρτυρεί το ουμανιστικό πνεύμα του Κωνσταντίνου, ο οποίος αναγνώριζε σε κάθε λαό και σε κάθε άνθρωπο τα ίδια δικαιώματα. Ήταν πολύ σημαντικό τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να μπορούν οι δύο φωτιστές των Σλάβων να προσεγγίσουν τον μοραβικό λαό, να τον διδάξουν, να τον προσηλυτίσουν να του μεταδώσουν το ευρύ φάσμα του χριστιανικού βυζαντινού πολιτισμού αλλά και στοιχεία του αρχαιοελληνικού πνεύματος.

Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος με έναν κύκλο μαθητών τους, ανάμεσα στους οποίους σίγουρα συμπεριλαμβάνονταν και αρκετοί Σλάβοι, έφτασαν στη Μοραβία το 863 (ή το 864). Αρχικά προσπάθησαν να εδραιώσουν τον Χριστιανισμό, καταπολεμώντας ταυτόχρονα διάφορα κατάλοιπα της ειδωλολατρείας και δημιουργώντας έναν κλήρο από τον μοραβικό πληθυσμό. Η χρήση της σλαβικής γλώσσας τους έφερε γρήγορα αντιμέτωπους με τον γερμανικό κλήρο που πρέσβευε το λεγόμενο δόγμα της τριγλωσσίας, σύμφωνα με το οποίο οι εκκλησιαστικές ακολουθίες έπρεπε να τελούνται μόνο στις τρεις ιερές γλώσσες, Ελληνικά, Λατινικά και Εβραϊκά. Αν και στη Δύση το δόγμα αυτό είχε επανειλημμένα καταδικαστεί σε εκκλησιαστικές συνόδους του τέλους του 8ου αι. και των πρώτων δεκαετιών του 9ου αι., ωστόσο στη Μοραβία οι Γερμανοί κληρικοί εξακολουθούσαν να το υπερασπίζονται.

Ο Κύριλλος επιδόθηκε με ζέση στη μετάφραση όλης «της εκκλησιαστικής τάξης» και δίδαξε στους (Μοραβούς) μαθητές «τον Όρθρο, τις Ώρες, τη Λειτουργία, τον Εσπερινό, το Απόδειπνο και τα θεία μυστήρια», όπως πληροφορούμαστε από το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο του Βίου του.

Η αναγνώριση της σλαβικής γλώσσας επιτεύχθηκε, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, όταν οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί έγιναν δεκτοί στη Ρώμη από τον πάπα Αδριανό Β΄ (14 Δεκεμβρίου 867-872). Μάλιστα, πληροφορούμενος ο πάπας ότι οι Βυζαντινοί ιεραπόστολοι έφεραν μαζί τους τα λείψανα του αγίου Κλήμεντος Ρώμης που είχαν ανακαλύψει στην Κριμαία, βγήκε ο ίδιος και η συνοδεία του για να τους υποδεχτούν στην είσοδο της πόλης. Στη συνέχεια ο πάπας τοποθέτησε τα σλαβικά βιβλία πάνω στην Αγία Τράπεζα, ώστε να δηλώσει την αποδοχή τους, και επιπλέον τελέστηκε Λειτουργία, στην οποία οι απόστολοι των Σλάβων λειτούργησαν με τα σλαβικά βιβλία. Έτσι τέθηκε τέλος σε κάθε αμφιβολία για την ακαταλληλότητα της σλαβικής γλώσσας στη λειτουργική ζωή. Ο Αδριανός Β΄ χειροτόνησε τον Μεθόδιο ιερέα, ενώ ανέθεσε σε δύο άλλους επισκόπους την χειροτονία τριών Σλάβων μαθητών του Μεθοδίου σε ιερείς και τη χειροθεσία δύο από αυτούς σε αναγνώστες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Ρώμη ο Κύριλλος, εξασθενημένος από τα συνεχή ταξίδια και τη σκληρή εργασία, αρρώστησε. Στις 14 Φεβρουαρίου του 869 έφυγε από τη ζωή. Αν και η επιθυμία του αγίου Κυρίλλου ήταν να ενταφιαστεί στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, τελικά μετά από παρότρυνση του πάπα και φυσικά εξαιτίας της δυσκολίας της μεταφοράς του λειψάνου του ενταφιάστηκε στο ναό του Αγίου Κλήμεντος (Ρώμης) και σχεδόν αμέσως άρχισαν να του αποδίδονται τιμές αγίου.

Ο Μεθόδιος συνέχισε μόνος το αποστολικό έργο τους. Μάλιστα ο ηγεμόνας της Παννονίας Κότσελ εξέφρασε στον πάπα την επιθυμία να διαδόσει ο Μεθόδιος τον Χριστιανισμό και στη δική του χώρα. Ο Αδριανός Β΄ ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα αυτό και με επιστολή του καθιστούσε τον Μεθόδιο διδάσκαλο όλων των σλαβικών χωρών της περιοχής. Ο μόνος όρος που έθετε στη βούλλα του ήταν να διαβάζεται κατά τη «μίσσα» (δηλαδή κατά τη Λειτουργία) ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο πρώτα στα Λατινικά και στη συνέχεια στα Σλαβικά.

Ο Κότσελ δέχτηκε τον Μεθόδιο (έτ. 869) με μεγάλες τιμές και λίγο αργότερα ζήτησε από τον πάπα να χειροτονήσει το λαμπρό αυτό τέκνο της Θεσσαλονίκης επίσκοπο Παννονίας. Με την πράξη αυτή ο Μεθόδιος, ένας Βυζαντινός ιεραπόστολος, τέθηκε επίσημα υπό την εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης, έχοντας πλέον στη δικαιοδοσία του όχι μόνο το κράτος της Μοραβίας αλλά και την Παννονία. Αυτό σήμαινε βέβαια ότι τη συγκεκριμένη εποχή υπήρχε ακόμη η δυνατότητα

Η εγκατάσταση του Μεθοδίου ως αρχιεπισκόπου Παννονίας: Μετα ταυτα ο ηγεμόνας Κότσελ κατέστησε τον Μεθόδιο επίσκοπο Παννονίας στον θρόνο του αγίου αποστόλου Ανδρονίκου. Μικρογραφία του ρωσικού Χρονικού του Ραντζιβίλ του 15ου αιώνα.

λειτουργικής προσέγγισης με τη Ρώμη, αφού ο Μεθόδιος ως αρχιερέας της θα έπρεπε να διαφυλάσσει τα ρωμαϊκά ήθη, προσαρμόζοντας σ’ αυτά και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται για την εποχή πριν το επίσημο σχίσμα του 1054, οπότε υφίσταται ακόμη μια ενιαία Εκκλησία, αν και οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή ήταν ήδη ξεκάθαρες. Επίσης ότι την περίοδο της κυριλλο-μεθοδιανής αποστολής η Ρώμη συνέχιζε να θεωρεί ότι η Θεσσαλονίκη ανήκε στη δική της δικαιοδοσία. Ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ το 860 αναφέρεται στο αποστολικό βικαριάτο της Θεσσαλονίκης με ακριβή μάλιστα προσδιορισμό της περιφέρειας υπό τη δικαιοδοσία του. Βέβαια ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄ (717-741) είχε αφαιρέσει το Ιλλυρικό, στο οποίο ανήκε η Θεσσαλονίκη, από τη δικαιοδοσία της Δυτικής Εκκλησίας.

Η απόφαση ωστόσο του πάπα Αδριανού να τοποθετήσει έναν Βυζαντινό επικεφαλής σε περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης είχε ευρύτερες διαστάσεις. Προφανώς ο ποντίφηκας θεώρησε κατάλληλη την συγκυρία αυτή, για να αποκαταστήσει την εκκλησιαστική εξουσία της παπικής έδρας στα εν λόγω εδάφη, να περιορίσει τις επιβουλές του γερμανικού κλήρου στον χώρο αυτόν, αλλά και να κάνει σαφές ότι, παρά την αποστολή Βυζαντινών ιεραποστόλων, η περιοχή παραμένει υπό παπικό έλεγχο. Από την άλλη, αναγνωρίζοντας τον Μεθόδιο ως διδάσκαλο και «παπικό λεγάτο», απομάκρυνε το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας ανεξάρτητης εθνικής Εκκλησίας της Μοραβίας. Η δυναμική της ιεραποστολής των δύο αδελφών και του κύκλου τους στη Μοραβία όλο αυτό το διάστημα, σε συνδυασμό με την ακτινοβολία που ασκούσε το έργο τους γενικά στους Σλάβους ηγεμόνες, κατέστησαν σαφή τον κίνδυνο διεκδίκησης εκκλησιαστικής αυτονομίας από τα σλαβικά κράτη της Ευρώπης. Η οργάνωση των Εκκλησιών των Σλάβων σε εθνικές βάσεις θα τόνωνε την εθνική συνείδηση των λαών αυτών, που με τη χρήση της σλαβικής γλώσσας στην εκκλησιαστική ζωή θα δήλωναν τη διαφορετικότητά τους από τους γείτονες Γερμανούς, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα ασκούσαν εκεί το ιεραποστολικό έργο. Ενδεχομένως αυτός να ήταν και ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τη μεγάλη αντίδραση των Γερμανών εναντίον του Μεθοδίου και του έργου του που έφτασε αργότερα μέχρι την εξορία του Μεθοδίου σε κάποια μονή στην περιοχή της Σουαβίας (Schwaben) της Γερμανίας για δύομιση περίπου έτη.

Αυτό όμως δεν πτόησε τον Μεθόδιο, ο οποίος μετά την επιστροφή του στη Μεγάλη Μοραβία συνέχισε σθεναρά το έργο του. Αν και είχε την ευκαιρία να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να πραγματοποιήσει εκεί το αποκαλούμενο από την έρευνα “σλαβικό σχέδιο” του Βυζαντίου που προέβλεπε τον εκχριστιανισμό και τον “εκπολιτισμό”, θα μπορούσαμε να πούμε, των γειτονικών στο Βυζάντιο σλαβικών λαών (Σέρβων και Βουλγάρων), ωστόσο αυτός προτίμησε να παραμείνει πιστός στον μοραβικό λαό. Όπως φαίνεται και από τον Βίο του τον συνόδευε πάντα η μνήμη του προστάτη της γενέτειράς του αγίου Δημητρίου, για τον οποίο έγραψε και Κανόνα που γνώρισε μεγάλη διάδοση σε ολόκληρο τον σλαβικό κόσμο. Θέλοντας να συμβάλει ακόμη περισσότερο στην πολιτισμική ανάπτυξη της χώρας, επιδόθηκε επίσης στον τομέα του δικαίου και των νόμων. Χάρισε έτσι στο μοραβικό κράτος το κανονικό/εκκλησιαστικό, αστικό, ποινικό και δικονομικό δίκαιο, προσαρμόζοντας πάντα τα έργα του στις ανάγκες της μοραβικής κοινωνίας. Ορισμένα νομικά έργα που αποδίδονται σ’ αυτόν είναι ο Νομοκάνονας, ο Νόμος προς εκδίκασιν των λαϊκών, η Ομιλία του Ανωνύμου ή Παραίνεσις προς τους ηγεμόνες. Ο Μεθόδιος διαισθανόμενος το τέλος του την Κυριακή των Βαΐων του 885, αφού έδωσε την ευλογία του στον Μοραβό ηγεμόνα, στον κλήρο και τον λαό του έφυγε από τη ζωή τρεις μέρες αργότερα, στις 6 Απριλίου του 885. Στην κηδεία του έψαλλαν την εξόδιο ακολουθία στα Λατινικά, Ελληνικά και Σλαβικά, δείχνοντας ότι ο Μεθόδιος, ένας Βυζαντινός ιεραπόστολος, υπηρέτησε με συνέπεια την Εκκλησίας της Ρώμης, δημιουργώντας ταυτόχρονα τον πρώτη επίσημη Σλαβική Εκκλησία.

Δυστυχώς η κοίμησή του συνεπαγόταν και το τέλος της κυριλλο-μεθοδιανής αποστολής στην Κεντρική Ευρώπη. Οι μαθητές του εκδιώχθηκαν με τον χειρότερο τρόπο και πολλοί απ’ αυτούς βρήκαν το θάνατο. Μια μικρή ομάδα όμως κατόρθωσε να βρει καταφύγιο στη Βουλγαρία. Στο νεοσύστατο αυτό σλαβικό κράτος, το κυριλλο-μεθοδιανό έργο που είχε επιτελεστεί στη Μεγάλη Μοραβία θα έβρισκε τις καλύτερες συνθήκες για περαιτέρω ανάπτυξη και διάδοση. Ουσιαστικά στο βουλγαρικό κράτος αναδείχθηκε το έργο των αγίων Κυρίλλου, Μεθοδίου και των μαθητών τους και άρχισε η διάδοση του γραπτού σλαβικού πολιτισμού, που είναι κατά τη γνώμη μου το σημαντικότερο από τα οφέλη της κυριλλο-μεθοδιανής αποστολής και η μεγαλύτερη προσφορά των δύο Θεσσαλονικέων αγίων στον σλαβικό κόσμο.

Ο εκχριστιανισμός είχε ούτως ή άλλως αρχίσει από Γερμανούς ιεραποστόλους της αρχιεπισκοπής Βαυαρίας. Οι καινοτομίες που εισήγαγαν οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί στη Μεγάλη Μοραβία ήταν αυτές που κατέστησαν την σλαβική αυτή χώρα της Κεντρικής Ευρώπης κοιτίδα του γραπτού σλαβικού πολιτισμού. Το όραμα του Ραστισλάβ για μια αυτόνομη πολιτισμική εξέλιξη του κράτους του σε συνδυασμό με το φιλελεύθερο πνεύμα του Βυζαντίου οδήγησε στην εύρεση του σλαβικού αλφαβήτου και κατ’ επέκταση στη δημιουργία της σλαβικής γραμματείας, καθώς και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας για πρώτη φορά παγκοσμίως στη σλαβική γλώσσα. Αυτοί οι παράγοντες, όχι μόνο αναιρούσαν το τότε εκκλησιαστικό status quo, αλλά έθεταν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του Δυτικού κόσμου στο κράτος της Μεγάλης Μοραβίας. Η εκκλησιαστική χειραφέτηση της χώρας γρήγορα θα ήταν δυνατόν να σηματοδοτήσει τον ανεξάρτητο από κάθε είδους επιδράσεις πολιτικό χαρακτήρα της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επρόκειτο για μια πολιτισμική επανάσταση στην Κεντρική Ευρώπη, οι συνέπειες της οποίας ίσως αλλοίωναν την εικόνα της, παραμερίζοντας τις γερμανικές επιρροές που ήταν πολύ έντονες εκείνη την περίοδο. Η στροφή των Μοραβών στην αναζήτηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας μέσω της ύπαρξης πλέον γραπτής σλαβικής γλώσσας, ενδεχομένως θα επηρέαζε και τους υπόλοιπους Σλάβους της Ευρώπης. Ας μην ξεχνάμε ότι σλαβικές εγκαταστάσεις υπήρχαν και στον χώρο της Γερμανίας, της Αυστρίας κ.α. Το κράτος της Μεγάλης Μοραβίας προσπαθώντας να εδραιώσει την αυτονομία του πρωτοπόρησε, χρησιμοποιώντας ως μέσο τον πολιτισμό. Την ίδια πορεία αλλά με πολύ καλύτερους όρους συνέχισε ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας Βόρης Α΄.

Μόλις πληροφορήθηκε ότι μία ομάδα μαθητών των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου βρήκε καταφύγιο στη χώρα του, αμέσως τους κάλεσε στην τότε βουλγαρική πρωτεύουσα Πρεσλάβα. Ο εκτενής Βίος του αγίου Κλήμη αναφέρεται με πολλές λεπτομέρειες στα γεγονότα αυτά. Βέβαια παρά το γεγονός ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη εκχριστιανιστεί από το Βυζάντιο (ο Βόρης βαπτίσθηκε το 864 και έλαβε το όνομα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο οποίος θεωρείται και ανάδοχός του), ο ρόλος των μαθητών του Κυρίλλου και Μεθοδίου θα επικεντρωνόταν στην πολιτισμική εξέλιξη του νεοφώτιστου βουλγαρικού λαού. Στο πνεύμα του Βόρη κινήθηκε ο γιος και διάδοχός του Συμεών, με τον οποίο η Βουλγαρία θα γνωρίσει τον λεγόμενο «Χρυσό αιώνα του Συμεών» και θα καθιερωθεί η χώρα αυτή ως η κοιτίδα του γραπτού σλαβικού πολιτισμού. Αν και υφίστατο ήδη η πρώτη σλαβική γραφή, το γλαγολιτικό αλφάβητο (δημιούργημα του Κυρίλλου), το οποίο απέδιδε επακριβώς τους φθόγγους εκείνους που απουσίαζαν τόσο από τη λατινική όσο και από την ελληνική γλώσσα, ωστόσο η γραφή αυτή μάλλον δεν ικανοποιούσε τον τσάρο Συμεών, ο οποίος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν φορέας της βυζαντινής/ελληνικής παιδείας, αφού κατά το διάστημα της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτος, κατά πάσα πιθανότητα είχε σπουδάσει στην περίφημη Σχολή της Μαγναύρας. Ο Λιουτπράνδος στο έργο του Ανταπόδοσις χρησιμοποιεί για τον Συμεών τα επίθετα ημίαγρος (emiargon) και ημιέλλην (semigrecus). Βρισκόμαστε στην εποχή που οι Βούλγαροι, όπως και οι υπόλοιποι ξένοι (εκτός από τους Δυτικούς) θεωρούνταν από τους Βυζαντινούς ως “βάρβαροι”. Από την αρχή, λοιπόν, της βασιλείας του Συμεών, τέθηκε το ζήτημα αλλαγής του γλαγολιτικού αλφαβήτου με ένα νέο σλαβικό αλλά πιο ευέλικτο αλφάβητο.

Με το τελευταίο αυτό θέμα ασχολήθηκε διεξοδικά ο Βούλγαρος μοναχός Χραμπρ (9ος/10ος αι.) στην πραγματεία του O pismenech (Περί γραμμάτων). Ο λόγιος αυτός προερχόταν πιθανότατα από τη Σχολή της Πρεσλάβας και έζησε κατά την περίοδο της μετάβασης από το γλαγολιτικό στο κυριλλικό αλφάβητο. Στο κείμενό του αποτυπώνονται απόψεις της βουλγαρικής κοινωνίας σχετικά με την εισαγωγή ενός αλφαβήτου πιο ευέλικτου (με λιγότερα γράμματα) από το ισχύον σλαβικό. Στην ένσταση για τα 38 γράμματα του σλαβικού αλφαβήτου, ο Χραμπρ απαντούσε ότι και το ελληνικό διέθετε 38 χαρακτήρες, αφού στα 24 γράμματα προσέθετε τους 11 διφθόγγους καθώς και τα 3 σύμβολα που αντιστοιχούσαν στους αριθμούς 6, 90 και 900 (στίγμα ς, κόππα ϟ, σαμπί ϡ).

Η τάση της βουλγαρικής κοινωνίας για απλούστευση της γραφής διαφαίνεται και στον σύντομο Βίον του αγίου Κλήμη: ἐσοφίσατο δὲ [sc. ο Κλήμης] καὶ χαρακτῆρας ἑτέρους γραμμάτων πρὸς τὸ σαφέστερον ἢ οὓς ἐξεῦρεν ὁ σοφὸς Κύριλλος. Ο συγγραφέας του σύντομου Βίου Δημήτριος Χωματηνός υποδείκνυε τον Κλήμη ως τον δημιουργό της νέας σλαβικής γραφής (δηλ. της κυριλλικής). Αλλά και στον εκτενή Βίο του οσίου Ναούμ εντοπίζεται ένα χωρίο παρόμοιου περιεχομένου: καὶ ἣν πολιτείαν θεάρεστον ἐξεπαίδευσε [sc. ο Κλήμης] καὶ θείων γραμμάτων τύποις τῇ τῶν διδαγμάτων γλώσσῃ προσφόροις, ἐπλάτυνεν ἐν τοῖς τῶν Βουλγάρων πέρασιν. Για τη διαδικασία μετάβασης στο νέο σύστημα γραφής απαιτήθηκε βέβαια κάποιο χρονικό διάστημα έως ότου ολοκληρωθεί (είναι γνωστό ότι γλαγολιτικά κείμενα χρονολογούνται και σε μεταγενέστερες περιόδους, αφού προφανώς υφίστατο αρχικά παράλληλη χρήση των δύο γραφών, με εμφανές όμως το προβάδισμα της κυριλλικής). Αυτό βέβαια δεν σήμαινε, κατά τη γνώμη μου, ότι το γλαγολιτικό αλφάβητο ήταν δυσλειτουργικό. Σύμφωνα με τον Χραμπρ δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο· ο ίδιος μάλιστα υποστήριζε το αντίθετο.

Οι πραγματικοί λόγοι που κατέστησαν επιτακτική τη διαμόρφωση του νέου σλαβικού αλφαβήτου πρέπει να αναζητηθούν μάλλον στις συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο αυτή στην ανερχόμενη πολιτικά Βουλγαρία και στις επιδιώξεις των ηγεμόνων της. Αν δεν υπήρχε πολιτική παρέμβαση, θα ήταν δυνατόν η γλαγολιτική γραφή να επικρατήσει στη Βουλγαρία και να διαδοθεί ως η κατεξοχήν σλαβική γραφή και στους υπόλοιπους Σλάβους (π.χ. στους Ανατολικούς Σλάβους, οι οποίοι εκχριστιανίστηκαν αργότερα). Η μετάβαση από το γλαγολιτικό στο κυριλλικό αλφάβητο συνέβη, όπως μπορούμε να υποστηρίξουμε με βάση την εμφάνιση των πρώτων κυριλλικών κειμένων στο βουλγαρικό κράτος, προς τα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αι. και από την πλειοψηφία των μελετητών συνδέεται με τη Σύνοδο της Πρεσλάβας (το φθινόπωρο του 893). Ο ρόλος του τότε Βούλγαρου ηγεμόνα πρέπει να ήταν καθοριστικός. Ένα τόσο σημαντικό ζήτημα θα απαιτούσε τουλάχιστον την αποδοχή του (σε περίπτωση που δεν πρωτοστατούσε ο ίδιος σ’ αυτό). Ο Συμεών θα έπρεπε καταρχήν να είναι πεπεισμένος για τις ωφέλειες που θα επέφερε στη χώρα του ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλά και να αναγνωρίζει την υπεροχή της ελληνικής γραφής ως κατάλληλου γραφικού συστήματος, στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί η νέα γραφή. Τίθεται βέβαια το ερώτημα, ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον νέο τσάρο στο καθοριστικό αυτό βήμα για το μέλλον των Σλάβων. Το γλαγολιτικό αλφάβητο που επικράτησε αρχικά στη Βουλγαρία είχε δημιουργηθεί για τις ανάγκες της κυριλλο-μεθοδιανής αποστολής στη Μεγάλη Μοραβία. Οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, αν και σίγουρα γνώριζαν τη λατινική γλώσσα, με την οποία ο μοραβικός λαός θα ήταν εξοικειωμένος λόγω γειτνίασης με τους Φράγκους αλλά και προσηλυτισμού, προσπάθησαν παρόλα αυτά να δημιουργήσουν ένα αλφάβητο μοναδικό που δεν θα θύμιζε το λατινικό αλλά ούτε και το ελληνικό. Ως πιστά τέκνα του βυζαντινού Ουμανισμού οι δύο απόστολοι των Σλάβων πρωτοτύπησαν, προσφέροντας στους Μοραβούς την ευκαιρία της ανάπτυξης του δικού τους ανεξάρτητου και αυτοδύναμου πολιτισμού. Η γλαγολιτική γραφή όμως που προέκυψε χρησιμοποιήθηκε πιθανόν εντός των ορίων του μοραβικού κράτους και δεν είχε ίσως εξαρχής ευρεία διάδοση. Ωστόσο είναι γραφή που δημιουργήθηκε για να υπηρετήσει ένα μεγάλο πληθυσμιακά σύνολο ανθρώπων και όχι μεμονωμένες εκκλησιαστικές ομάδες ανθρώπων (π.χ. μοναχικές αδελφότητες) που θα είχαν ανάγκη μιας κρυπτογραφικής, μυστικής γραφής. Επίσης θα ήθελαν να γίνει γνωστή και να επικρατήσει στο σύνολο του σλαβικού κόσμου. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα και των Βυζαντινών, αν κρίνουμε από τα λόγια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ για τις προηγούμενες προσπάθειες εξεύρεσης μιας σλαβικής γραφής. Ακόμη η γραφή συγκρίνεται με τις τρεις ιερές και ευρέως διαδεδομένες γραφές, την ελληνική, τη λατινική και την εβραϊκή. Αν επρόκειτο για μια μυστική, περιθωριακή γραφή δεν θα μπορούσε τεθεί ζήτημα σύγκρισης. Οι «αδυναμίες» του γλαγολιτικού αλφαβήτου έγιναν εμφανείς στη Βουλγαρία, όπου οι εκδιωγμένοι μαθητές των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου βρήκαν καταφύγιο. Η προϋπάρχουσα σλαβική γραφή, δηλ. η γλαγολιτική, σίγουρα βοήθησε στην ανάπτυξη του γραπτού πολιτισμού της.

Ο Συμεών όμως δεν ήταν μάλλον πλήρως ικανοποιημένος από τη χρήση του γλαγολιτικού αλφαβήτου και επιζητούσε τη δημιουργία ενός νέου απλοποιημένου. Αυτό δεν σήμαινε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η γλαγολιτική ήταν μια γραφή δυσλειτουργική. Απλά ο Συμεών προερχόταν από ένα πολιτισμικό περιβάλλον διαφορετικό σε σχέση με το μοραβικό. Ο ίδιος καθώς και ο κύκλος των μορφωμένων Βουλγάρων που είχαν λάβει ελληνική παιδεία και ήταν καλοί γνώστες της ελληνικής γλώσσας, είχαν τη δυνατότητα να συγκρίνουν την ελληνική με την τότε σλαβική γραφή και να διακρίνουν τα υπέρ και κατά από τη χρήση της γλαγολιτικής στη χώρα τους. Η πραγματεία του Χραμπρ κάνει ξεκάθαρα λόγο για έναν κύκλο (προφανώς μορφωμένων ατόμων ή κάποιων ελληνόφιλων (;) ή ίσως ακόμη και Βυζαντινών που κατοικούσαν στα εδάφη που κατέκτησαν οι Βούλγαροι από το Βυζάντιο) που προέβαλε αντιρρήσεις για το γλαγολιτικό σύστημα γραφής, υποστηρίζοντας το ελληνικό αλφάβητο και την εφαρμογή του στη Βουλγαρία. Άλλωστε η ελληνική γραφή χρησιμοποιούνταν ευρέως εκεί ήδη από τη δημιουργία του Πρώτου Βουλγαρικού κράτους, αν κρίνει κανείς από τις πρωτοβουλγαρικές επιγραφές, αλλά και αργότερα (μάλλον αμέσως μετά την εισαγωγή της κυριλλικής) από τις δίγλωσσες, σλαβικές και ελληνικές, επιγραφές. Η γραμμή που είχε επικρατήσει εξαρχής στη χώρα αυτή ήταν εκείνη της μίμησης των βυζαντινών προτύπων. Οι Βούλγαροι λόγιοι είχαν σε ιδιαίτερα μεγάλη υπόληψη τη βυζαντινή-ελληνική γραμματεία και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μία αντίστοιχη βουλγαρική, τηρώντας τους βυζαντινούς-ελληνικούς κανόνες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνταν η γραμματειακή παραγωγή τόσο της Σχολής της Αχρίδας όσο και της Σχολής της Πρεσλάβας.

Το άγαλμα των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου μπροστά από την ομώνυμη βιβλιοθήκη της Σόφιας.

Ο τσάρος Συμεών επιθυμούσε προφανώς να συγκεράσει το ελληνικό με το γλαγολιτικό αλφάβητο, προκειμένου να προκύψει μια γραφή ευέλικτη, η οποία δεν θα είχε μεγάλες διαφορές ούτε από την ελληνική αλλά και από τη λατινική (αφού κάποια γράμματα είναι κοινά). Η επιβολή του ελληνικού αλφαβήτου θα ήταν ένα πολύ τολμηρό εγχείρημα και ίσως επέσυρε κατηγορίες εναντίον του, από τη στιγμή μάλιστα που υπήρχε ήδη ένα γνωστό σλαβικό αλφάβητο, το οποίο έφερε την αίγλη του δημιουργού του, Κυρίλλου, χρησιμοποιούνταν από τους εκκλησιαστικούς (και ίσως όχι μόνο) κύκλους και υποστηρίζονταν από κάποιους λογίους (όπως ο Χραμπρ). Η νέα γραφή, λοιπόν, θα έπρεπε να απαρτίζεται από ένα μεγάλο μέρος ελληνικών γραμμάτων αλλά και ορισμένων γλαγολιτικών που ήταν απαραίτητα για την απόδοση των ιδιαίτερων σλαβικών φθόγγων. Τα γλαγολιτικά αυτά γράμματα θα αποτελούσαν ίσως και ένα είδος ανάμνησης της πρώτης σλαβικής γραφής του αγίου Κυρίλλου. Το κυριλλικό ήταν ως ένα βαθμό ένα μικτό αλφάβητο (ελληνικό και γλαγολιτικό), πιο προσιτό στον πληθυσμό (που πολύ πιθανόν γνώριζε και χρησιμοποιούσε ίσως το ελληνικό), και βασίστηκε κυρίως στη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή. Ονομάστηκε κυριλλικό προς τιμήν του αγίου Κυρίλλου. Έτσι από τη μια δεν θιγόταν η αξίωση για μια καθαρά σλαβική γραφή και από την άλλη η Βουλγαρία αποκτούσε το δικό της αλφάβητο παρόμοιο με το ελληνικό. Η εξέλιξη αυτή ανταποκρινόταν ακόμη στο σχέδιο των Βουλγάρων ηγεμόνων να περιορίσουν την πολιτισμική εξάρτηση από το Βυζάντιο με την ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης βουλγαρικής γραμματείας με ένα νέο «βουλγαρικό» αλφάβητο.

Ο Συμεών σίγουρα θα συζήτησε το σοβαρό θέμα της αλλαγής του αλφαβήτου ή της προσαρμογής του στο ελληνικό με τους εκπροσώπους και των δύο γνωστών σχολών της Πρεσλάβας και της Αχρίδας. Ο Κλήμης και ο Κωνσταντίνος Πρεσλάβας υπήρξαν άμεσοι μαθητές του Κυρίλλου και του Μεθοδίου· και οι δύο είχαν παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη διαδικασία δημιουργίας της γλαγολιτικής γραφής και θα γνώριζαν καλά τους κανόνες, πάνω στους οποίους βασίστηκε ο Κύριλλος για την τελειοποίηση του αλφαβήτου. Από μόνοι τους βέβαια δεν θα προέβαιναν ίσως ποτέ στην αναίρεση του δημιουργήματος του «θεόσταλτου» στους Σλάβους διδασκάλου τους, οι συνθήκες όμως και τα επιχειρήματα του Συμεών τους έπεισαν μάλλον να προχωρήσουν. Οι φιλοδοξίες του Βούλγαρου ηγεμόνα για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη του πολιτισμού της χώρας του σε συνδυασμό με το πολιτικό σχέδιο κατάκτησης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανάρρησης του ίδιου στον θρόνο του Βυζαντίου, η οικειοποίηση ακόμη του τίτλου του Βυζαντινού αυτοκράτορα (όπως προκύπτει σαφώς από σφραγίδες του, αλλά και από βυζαντινές πηγές), καθώς και η προσάρτηση στο βουλγαρικό κράτος πολλών βυζαντινών εδαφών καθιστούσαν εξαιρετικά κρίσιμο τη συγκεκριμένη περίοδο τον πολιτισμικό προσανατολισμό της Βουλγαρίας.

Ίσως αρχικά υπήρξε μια αμηχανία όσον αφορά τη χρήση της νέας γραφής, καθώς η μετάβαση από το ελληνικό στο γλαγολιτικό και ακολούθως στο κυριλλικό αλφάβητο πραγματοποιούνταν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, και ο πληθυσμός θα έπρεπε να συνηθίσει το νέο αλφάβητο. Επίσης οι μορφωμένοι Βούλγαροι γνώριζαν, αν όχι τέλεια, τουλάχιστον ικανοποιητικά, την ελληνική γλώσσα, αφού τα Ελληνικά ήταν μαζί με τα Λατινικά οι διεθνείς γλώσσες της εποχής. Ίσως βέβαια είναι πιθανόν η γλαγολιτική να έπαιξε για ένα διάστημα τον ρόλο της ιερής εκκλησιαστικής γραφής σε αντίθεση με την κυριλλική που εμφανίζεται ως πιο κοσμική γραφή.

Πάντως τη στιγμή που ο Μοραβός ηγεμόνας Ραστισλάβ ζήτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα διδάσκαλο που θα διδάξει τον “ορθό λόγο” στην σλαβική γλώσσα και ακολούθως ο Βούλγαρος ηγεμόνας Βόρης δέχτηκε τους μαθητές των δύο αγίων στη χώρα του, δεν γνώριζαν ότι άνοιγαν τον δρόμο για τη δημιουργία της σλαβικής γραφής, ότι η πρωτοβουλία τους θα σηματοδοτούσε την ένταξη όλων των Σλάβων στον πολιτισμένο κόσμο της Ευρώπης, στον κόσμο του γραπτού πολιτισμού.

Αρχικά το γλαγολιτικό αλφάβητο και στη συνέχεια το κυριλλικό θα διαθοδούν σε όλες τις χώρες του σλαβικού κόσμου. Επίσης το κυριλλικό αλφάβητο κατά τον 18ο και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα θα χρησιμοποιηθεί και για την καταγραφή μη σλαβικών ιδιωμάτων, όπως των μολδαβικών ή ακόμη τουρκικών (όπως της τουρκικής γλώσσας των Γκαγκαούζων ή των τουρκόφωνων χριστιανών της Βουλγαρίας). Την κυριλλική γραφή διατηρούν μέχρι σήμερα οι ορθόδοξοι Σλάβοι των Βαλκανίων (Βούλγαροι, Σέρβοι, πολίτες της ΠΓΔΜ), οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι.

Η δύναμη του γραπτού λόγου κατέστησε το έργο των δύο Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων μοναδική συνεισφορά στον σλαβικό κόσμο. Η σλαβική γραφή έθεσε τα θεμέλια για την ύπαρξη ενός κοινού υποστρώματος πολιτισμικών, κοινωνικών και πολιτικών αξιών στα εξελισσόμενα σλαβικά κράτη και ανέδειξε τη γενέτειρα των δύο αγίων Θεσσαλονίκη σε ένα κατεξοχήν πνευματικό κέντρο των σλαβικών λαών, που την θεωρούν έως σήμερα ότι αποτελεί το λίκνο του δικού τους πολιτισμού.

Ευχαριστώ τη Μαρία Μητσού, φοιτήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας για τη βοήθειά της όσον αφορά την τοποθέτηση των εικόνων στο κείμενο.

Η Αγγελική Δεληκάρη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια
της Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ

 

Υποσημειώσεις

* «Ο άγιος Δημήτριος με τους κτίστες της βασιλικής»: Το ψηφιδωτό της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νοτίου πεσσού προς το ιερό βήμα εικονίζεται ο άγιος Δημήτριος με χρυσοκίτρινο χιτώνα και λευκή κεντημένη χλαμύδα με ερυθρό ταβλίον. Μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης και σε ένδειξη εύνοιας και προστασίας ο πολιούχος θέτει τα χέρια του στους ώμους του ανακαινιστή της βασιλικής αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης στα δεξιά του, και του ιδρυτή της βασιλικής επάρχου του Ιλλυρικού Λεοντίου, στα αριστερά του. Η επιγραφή «Κτίστας θεωρε ς το πανενδόξου δόμου κε θεν νθεν μάρτυρος Δημητρίου, τοῖ ῦ ἐ ῖ ἔ ῦ βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλ μετατρέποντος καιὶ πόλινῳ λυτρομένου» εννοεί τη σωτηρία της πόλης από τις επιδρομές Αβάρων και Σλάβων στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αι. από τον άγιο Δημήτριο και τον στρατό των υπολοίπων στρατιωτικών αγίων που απεικονίζεται στα ψηφιδωτά της βασιλικής.

** «Ο άγιος Δημήτριος και ο διάκονος» :Το ψηφιδωτό αυτό της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στο νότιο πεσσό του ιερού βήματος. Ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης παραστέκεται σε ηλικιωμένο διάκονο μπροστά από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τον άνδρα στον οποίο συνεχώς επιφαινόταν ο άγιος Δημήτριος και είχε αναλάβει την επιστασία των εργασιών αναστήλωσης της βασιλικής στις αρχές του 7ου αι. Πρόκειται για τον συντάκτη κάποιων κεφαλαίων των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, το βιβλίο των οποίων κρατά στα χέρια του. Το δεξί χέρι του διακόνου σε κίνηση υποδοχής και προσκύνησης δείχνει προς την επιγραφή «Πανόλβιε Χριστο μάρτυς φιλόπολις φροντίδα τίθη καιὶ πολιτ ν καιὶ ξένων» (Μακάριεῦ ῶ Μάρτυρα του Χριστού, εσύ που αγαπάς την πόλη σου, φρόντιζε και τους πολίτες της και τους ξένους). Η αναφορά στους “ξένους” εικάζεται πως οφείλεται στη φροντίδα του αγίου προς τους αλλοεθνείς, οι οποίοι βοήθησαν τους Θεσσαλονικείς στην ανοικοδόμηση του Ναού από την καταστροφή που υπέστη περί το 620 – προσπάθεια στην οποία φέρεται πως συνέβαλε και ο εικονιζόμενος διάκονος. Το χέρι του αγίου Δημητρίου σε στάση κατάφασης και συνομιλίας.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Grivec, Konstantin und Method. Lehrer der Slaven, Wiesbaden 1960.

Dvornik, Byzantine Missions among the Slavs. SS. Constantine-Cyril and Methodius, New Brunswick-New Jersey 1970.

Konstantinou (επιμ.), Leben und Werk der byzantinischen Slavenapostel Methodios und Kyrillos. Beiträge eines Symposions der Griechisch-deutschen Initiative Würzburg im Wasserschloss Mitwitz vom 25.-27. Juli 1985 zum Gedenken an den 1100. Todestag des hl. Methodios, Münsterschwarzach 1991.

Thessaloniki Magna Moravia. Proceedings of the International Conference. Thessaloniki 16-19 October 1997, Thessaloniki 1999

Γ. Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων. Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό τους, Αθήνα 2005.

 Εκ Θεσσαλονίκης Φως/Ex Thessalonica Lux. Κατάλογος Έκθεσης/Exhibition catalogue, 31 Ιανουαρίου-4 Μαΐου 2014/January 31-May 4 Thessaloniki 2014, Θεσσαλονίκη/Thessaloniki 2014.

Α. Δεληκάρη (επιμ.), Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο “Κύριλλος και Μεθόδιος: Το Βυζάντιο και ο κόσμος των Σλάβων”, 28-30 Νοεμβρίου 2013, Θεσσαλονίκη 2015.