Ιωάννης Δασκαρόλης
Δημοκρατικά Τάγματα. Από την δημιουργία της επίλεκτης φρουράς της
Δημοκρατίας στο αιματοκύλισμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1926
Τα πρώτα δειλά βήματα (1922-1923)
Τους πρώτους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, η Επαναστατική Επιτροπή λάμβανε αναφορές των νεοδιορισμένων οργάνων της στην επαρχία που ζητούσαν στρατιωτική ή αστυνομική βοήθεια για την αντιμετώπιση των πολυάριθμων αντιβενιζελικών πολιτών που παρέμεναν πιστοί στον Κωνσταντίνο. Η αποσύνθεση της Χωροφυλακής και η αποστολή όλων των διαθέσιμων μονάδων Στρατού στον Έβρο, προσανατόλιζε την κυβέρνηση στην ανάγκη δημιουργίας στρατιωτικών μονάδων ασφαλείας. Υπήρχε άλλωστε και το προηγούμενο του Τάγματος Ασφαλείας Γύπαρη που είχε καταφέρει με μικρές δυνάμεις να διατηρήσει την τάξη στην Αθήνα, προπύργιο των αντιβενιζελικών, όταν οι περισσότερες μονάδες του Στρατού βρίσκονταν στο Μικρασιατικό μέτωπο. Βασικό κίνητρο πίσω από τη δημιουργία των μονάδων αυτών ήταν η τρομοκράτηση των πολιτικά αντιφρονούντων, καθώς ειδικά κατά τους πρώτους μήνες το στρατιωτικό καθεστώς δεν ένιωθε εξασφαλισμένο έναντι όσων αντιδρούσαν.[1]
Ο πρώτος πυρήνας των Ταγμάτων Εθελοντών (μετέπειτα Δημοκρατικών Ταγμάτων) υπήρξε η σύσταση μιας στρατιωτικής μονάδας μεγέθους Τάγματος στη Λέσβο, του οποίου αρχικό πυρήνα αποτέλεσαν εθελοντές βενιζελικών φρονημάτων[2] που κατάγονταν από το νησί, με πρώτο διοικητή τον ταγματάρχη Καφάτο. Η δημιουργία της μονάδας ξεκίνησε στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, με διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών (υπ΄ αριθμόν 239751) και προκήρυξη του συνταγματάρχη Γ. Παπαγεωργίου, στρατιωτικού διοικητή Λέσβου διορισμένου από την Επανάσταση. Ανάμεσα στους καταταγέντες ήταν και πρόσφυγες, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν χάσει προσφιλή τους πρόσωπα στην καταστροφή και τα αναζητούσαν μέσω του Τύπου.[3]
Το Ανεξάρτητο Τάγμα Λέσβου μεταφέρθηκε στην Αθήνα στις αρχές Οκτωβρίου αναλαμβάνοντας την επιβολή της τάξης στην πρωτεύουσα και την ασφάλεια της Επανάστασης του 1922 έναντι οποιασδήποτε εσωτερικής επιβουλής, καθώς σύμφωνα με έκθεση του 2ου επιτελικού γραφείου στην περιοχή του λεκανοπεδίου υπήρχαν περισσότεροι από 12.000 ένοπλοι οπαδοί της Βασιλείας.[4] Το Τάγμα Λέσβου ανέλαβε την φύλαξη της αίθουσας όπου έγινε η Δίκη των Έξι, την διαφύλαξη της τάξης στις δύο πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), ενώ μαζί με το Τάγμα Φρουράς συμμετείχαν ενεργά στην κατάπνιξη του φιλοβασιλικού κινήματος Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου.

Στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας στρατιωτικής μονάδας ασφαλείας πιστής στην κυβέρνηση στο σκέλος που αφορούσε τη Θεσσαλονίκη, πρωτοστάτησε[5] αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Οθωναίος όταν ανέλαβε τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού. Σύμφωνα με τον Οθωναίο, σκοπός της δημιουργίας του πρώτου Δημοκρατικού Τάγματος της Θεσσαλονίκης (που ονομάστηκε αρχικά Τάγμα Φρουράς) ήταν η τήρηση της τάξης στην πόλη μετά την αποχώρηση του Στρατού για το μέτωπο του Έβρου, καθώς η Χωροφυλακή δεν επαρκούσε. Και οι δύο σχηματισμοί χρησιμοποιήθηκαν σε κρίσιμες καταστάσεις την επόμενη διετία προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στην Επαναστατική Κυβέρνηση.
Η ενίσχυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων από την κυβέρνηση Καφαντάρη και ο περίφημος Νόμος 3059
Ακολούθησαν οι εκλογές της 17ης Δεκεμβρίου 1923, η αναγκαστική έξωση του Βασιλιά Γεώργιου Β΄ και η επιστροφή του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο. Το πολιτικό σκηνικό δεν έδειχνε να ομαλοποιείται καθώς εκτός από τους αντιβενιζελικούς, αντιδρούσαν και οι ακραίοι δημοκρατικοί και ισχυροί στρατιωτικοί παράγοντες κατά της συμβιβαστικής πολιτειακής πολιτικής του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε για λόγους υγείας, τον διαδέχθηκε ο Καφαντάρης που προσπάθησε να ενισχύσει την στρατιωτική θέση της κυβέρνησης ώστε να επιβάλλει τις θέσεις της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρωτοβουλία του υπουργού Στρατιωτικών Κωνσταντίνου Γόντικα, που αφορούσε τη μετεξέλιξη του Ανεξάρτητου Τάγματος Λέσβου στην Αθήνα και του Τάγματος Φρουράς Θεσσαλονίκης σε μόνιμα σώματα ασφαλείας. Η μετατροπή αυτή έγινε όταν ο Γόντικας κατέθεσε σχέδιο νόμου στη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου με τίτλο «Περί εθελοντών». Το νομοσχέδιο αυτό υπεβλήθη με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και ψηφίστηκε αυθημερόν επί της αρχής από την Εθνοσυνέλευση.[6]
Το νομοσχέδιο προέβλεπε αορίστως ότι ο υπουργός Στρατιωτικών είχε το δικαίωμα να προβεί σε στρατολογία εθελοντών είτε για να καλύψει έκτακτες ανάγκες του Στρατού, είτε για να «αντιμετωπίσει έκτακτες περιστάσεις»,[7] χωρίς βέβαια να προσδιορίζονται αυτές. Η διατύπωση του νομοσχεδίου περί εθελοντών ήταν τόσο γενικόλογη ώστε αρχικά δεν συγκέντρωσε την προσοχή του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Όταν έγινε κατανοητό ότι οι εθελοντές μόνο εθελοντές δεν θα ήταν, αλλά προορίζονταν για σωματοφυλακή των βενιζελικών και της κυβέρνησης, ο αντιπολιτευόμενος Τύπος εξεγέρθηκε κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι εξόπλιζε πρόσφυγες στο πρότυπο του τάγματος ασφαλείας Γύπαρη, ώστε να εκβιάσει και να νοθεύσει την ψήφο των πολιτών στο επερχόμενο δημοψήφισμα.[8] Η Βραδυνή ξεπέρασε τα όρια της απλής διαμαρτυρίας παρουσιάζοντας τους λόχους ως συνεχιστές του έργου των “Γυπαραίων”, απειλώντας τους πρόσφυγες που τους στελέχωναν με αντίποινα όταν ο “συνταγματικός” κόσμος θα ξανάβρισκε τις πολιτικές του ελευθερίες.[9]
Η ενίσχυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων επί κυβερνήσεως Παπαναστασίου και η οριστική τους μετονομασία (30 Ιουνίου – 17 Ιουλίου 1924)
Ακολούθησε η πτώση της κυβέρνησης Καφαντάρη λόγω ενός προνουντσιαμέντου του Στρατού, η άνοδος της κυβέρνησης Παπαναστασίου και το Πολιτειακό δημοψήφισμα του Απριλίου, που επισημοποίησε την κατάργηση της Βασιλείας. Ο ισχυρός παράγοντας της κυβέρνησης ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος με επιρροή σε ομάδα αξιωματικών του Στρατού και με πρόθεση να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να στηρίξει εξωθεσμικά την κυβέρνηση. Έτσι, όταν στα τέλη Ιουνίου ξεκίνησε η προσπάθεια της υπονόμευσης της κυβέρνησης Παπαναστασίου, ο Πάγκαλος αποφάσισε να στραφεί και προς τον Στρατό προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση και την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, προσπάθησε να ενισχύσει τα Δημοκρατικά Τάγματα μέσω της αύξησης της μισθοδοσίας τους, με σχετική τροποποίηση του νόμου 3059 ως προς το άρθρο 2.[10]

Κατά την συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση κατάφερε να περάσει αθόρυβα την εν λόγω τροπολογία που προέβλεπε αύξηση του ημερομισθίου των στρατιωτών κατά 20 δρχ., υπεραμυνόμενος της αποστολής αυτών των μονάδων, παρά τις αντιρρήσεις του Γονατά[11] που πρότεινε τη διάλυση των ταγμάτων εθελοντών, καθώς δεν είχαν πλέον καμία χρησιμότητα.[12] Με άλλη απόφασή του στα μέσα Ιουλίου, λίγο πριν την πτώση της κυβέρνησης Παπαναστασίου, ο Πάγκαλος μετονόμασε τα τρία τάγματα με τις επωνυμίες Πρότυπον Τάγμα Εκπαιδεύσεως ή Ανεξάρτητο Τάγμα Λέσβου, Τάγμα Εθελοντών και Τάγμα Φρουράς Θεσσαλονίκης και επίσημα πλέον σε Ι, ΙΙ και ΙΙΙ Τάγματα Δημοκρατικής Φρουράς αντίστοιχα.[13]
Εντελώς απρόσμενα, τα Δημοκρατικά Τάγματα στάθηκαν η κύρια αφορμή για την πτώση της κυβέρνησης Παπαναστασίου. Το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1924 μια μικρή ομάδα στρατιωτών του Γ΄ Δημοκρατικού Τάγματος επιτέθηκαν στα γραφεία και στα τυπογραφεία των αντιβενιζελικών εφημερίδων της Θεσσαλονίκης με αφορμή ένα αρνητικό δημοσίευμα για την ηθική του διοικητή τους. Το νέο της επίθεσης έφτασε την ημέρα συζήτησης στη βουλή για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της κυβέρνησης Παπαναστασίου και οδήγησαν στην καταψήφισή της στις 19 Ιουλίου 1924.
Τα Δημοκρατικά Τάγματα κατά την περίοδο των κυβερνήσεων Σοφούλη και Μιχαλακόπουλου
Παρά το γεγονός ότι ήδη τα Δημοκρατικά Τάγματα είχαν εδραιώσει μια κακή φήμη στην κοινή γνώμη, διατήρησαν τη δύναμή τους τόσο κατά την διακυβέρνηση Σοφούλη (Θερινών Διακοπών) όσο και κατά τη διακυβέρνηση του Μιχαλακόπουλου, ενώ συμπεριελήφθησαν κανονικά στον νέο οργανισμό του ελληνικού Στρατού όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο ως νομοσχέδιο στις αρχές του 1925. Η εισήγηση της κοινοβουλευτικής επιτροπής για τον οργανισμό του Στρατού, ζητούσε την κατάργηση των Δημοκρατικών Ταγμάτων με το σκεπτικό ότι όλος ο Στρατός αποτελεί φρουρά της Δημοκρατίας ενώ η ύπαρξη τριών ιδιαίτερων Ταγμάτων με αυτή την αποστολή προκαλούσε περισσότερη ζημιά παρά ωφέλεια.[14] Ο Γόντικας όμως υποστήριξε ότι η κατάργηση των Ταγμάτων δεν ήταν συμφέρουσα καθώς ήταν ιδιαίτερα αξιόλογοι και αξιόμαχοι στρατιωτικοί σχηματισμοί., ενώ ήταν αντίθετη με την εισήγηση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου.[15]
Η ίδρυση των Κυνηγών του Κονδύλη (Απρίλιος 1925)
Αλλά η ενίσχυση παραστρατιωτικών σχηματισμών δεν περιορίστηκε στα Δημοκρατικά Τάγματα καθώς στις αρχές Απριλίου ο Κονδύλης προώθησε την ίδρυση τριών ταγμάτων Κυνηγών που θα είχαν ως μοναδική αποστολή την καταπολέμηση του φαινομένου και την εμπέδωση της ασφάλειας στην ύπαιθρο. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Κονδύλη, τα τρία Τάγματα Κυνηγών ειδικά εκπαιδευμένα και εξοπλισμένα για μια περιορισμένη διετή θητεία θα ανακούφιζαν την ύπαιθρο από τη ληστεία, παρέχοντας τον απαιτούμενο χρόνο στη Χωροφυλακή για να ανασυνταχθεί. Το νομοσχέδιο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από τους πληρεξουσίους της αντιπολίτευσης, ενώ η αρμόδια επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης που εξέτασε το νομοσχέδιο για τη δημιουργία των Κυνηγών το απέρριψε παμψηφεί. Το σκεπτικό όσων το απέρριπταν ήταν ότι δεν χρειαζόταν να δημιουργηθεί μια νέα μονάδα δημόσιας ασφάλειας τη στιγμή που ήδη υπήρχε η Χωροφυλακή. Επίσης πολλοί πληρεξούσιοι υποστήριξαν – δικαίως – ότι το πιθανότερο ήταν οι Κυνηγοί αντί να καταπολεμήσουν τη ληστεία να εξελιχθούν σε κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και μάστιγα για τους κατοίκους της υπαίθρου.
Τελικώς η Εθνοσυνέλευση σε μια ακόμη αμφιλεγόμενη νομοθετική πρωτοβουλία της, υπερψήφισε τη δημιουργία των τριών ταγμάτων Κυνηγών, αφού προηγήθηκε μεγάλο πολιτικό παρασκήνιο και συνεννοήσεις. Οι (κατά πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες των Δημοκρατικών Ταγμάτων) μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν ήταν 1.750 δραχμές για κάθε στρατιώτη, 1.850 δραχμές για τον δεκανέα, 2.000 δραχμές για τον λοχία, 2.250 δραχμές για τον επιλοχία, χωρίς τα πρόσθετα επιδόματα που προβλέπονταν για τις αποστολές εκτός της έδρας των λόχων. Την ίδια περίοδο ο μηνιαίος μισθός ενός χωροφύλακα ήταν περίπου 1.100 δραχμές σύμφωνα με τον Κονδύλη. Για να γίνει αντιληπτός ο προσχηματικός χαρακτήρας των κρατικών εξαγγελιών και της συζήτησης που προηγήθηκε στην Εθνοσυνέλευση, οι Κυνηγοί αντί να μεταφερθούν στις περιοχές της επαρχίας που προέβλεπε το νομοσχέδιο ώστε να καταπολεμηθεί η ληστεία, στρατωνίστηκαν στο Γαλάτσι, και χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την ασφάλεια των κεντρικών κρατικών κτιρίων στην Αθήνα με τη χαρακτηριστική τους αποτυχία να ανταπεξέλθουν ακόμη και σε αυτή τη στοιχειώδη αποστολή κατά το κίνημα που ακολούθησε ένα μήνα μετά.

Η ισχυροποίηση και η εδραίωση των Δημοκρατικών Ταγμάτων επί της δικτατορίας του Παγκάλου (1925-1926)
Η άνοδος του Πάγκαλου στην εξουσία επιβλήθηκε μετά από ένα επιτυχημένο κίνημα στις 25 Ιουνίου 1925 και την χαρακτηριστική αδράνεια της Κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου και των πιστών σε αυτήν στρατιωτικών μονάδων να αντιδράσουν. Κατά το κίνημα τα Δημοκρατικά Τάγματα στήριξαν τον Πάγκαλο μετά από διακυμάνσεις και λόγω κυρίως της προσωπικής περιπετειώδους επέμβασης του Ντερτιλή. Ήδη κατά τη θητεία του ως υπουργός Στρατιωτικών, ο Πάγκαλος είχε συμβάλλει στην ισχυροποίηση των Δημοκρατικών Ταγμάτων, τα οποία θεωρούσε επίλεκτη στρατιωτική μονάδα και ασπίδα του κράτους εναντίον κάθε επιβουλής. Από την πρώτη ημέρα που σχημάτισε κυβέρνηση, έδειξε τη διάθεσή του να ενισχύσει και να στηριχτεί στα Δημοκρατικά Τάγματα, καθώς γνώριζε τον ιδιότυπο παραστρατιωτικό πολιτικό χαρακτήρα τους. Το πρώτο ΦΕΚ[16] το οποίο δημοσίευσε η “Επαναστατική Κυβέρνησή” του, αφορούσε τη συγχώνευση των Δημοκρατικών Ταγμάτων με τους Κυνηγούς, με το ύψος των αμοιβών τους να είναι αυτό που είχε ορίσει ο Κονδύλης για τους τελευταίους.[17] Επίσης το Τάγμα Κυνηγών έπαυε να υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών, τιθέμενο πλέον υπό την αιγίδα του υπουργείου Στρατιωτικών και αναβαθμιζόμενο από μονάδα εσωτερικής ασφάλειας σε κανονική στρατιωτική μονάδα.[18] Έτσι, ο Πάγκαλος όχι μόνο αύξησε εκ νέου τη στρατιωτική δύναμη των Ταγμάτων αλλά και κατά 30% τις αποδοχές των αξιωματικών και στρατιωτών τους, ενώ ο σχετικός ισχυρισμός του δικτάτορα το 1928 ενώπιον ανακριτικής επιτροπής ότι δήθεν τις μείωσε είναι αναληθής.[19]
Η δεύτερη κίνηση του Παγκάλου ήταν να δημιουργήσει στην Αθήνα στις αρχές Οκτωβρίου τη μικτή Ταξιαρχία Δημοκρατικής Φρουράς την οποία έθεσε υπό ενιαία διοίκηση και την οποία προόριζε για φρουρά του νέου καθεστώτος. Συγκεκριμένα πλαισίωσε τα τρία Τάγματα με τον λόχο στρατηγείου των Δημοκρατικών Ταγμάτων ενώ για τον συντονισμό της Φρουράς δημιούργησε και την υπηρεσία της Ταξιαρχίας Δημοκρατικών Ταγμάτων. Οι πρόσθετοι δύο αυτοί σχηματισμοί είχαν δύναμη 300 ανδρών και με τις προσθήκες αυτές η συνολική δύναμη της ταξιαρχίας Δημοκρατικής Φρουράς στην Αθήνα έφτασε τους 2.500 άνδρες, τη μέγιστη δύναμη που παρέταξαν ποτέ αυτοί οι σχηματισμοί. Τα Δημοκρατικά Τάγματα χρησιμοποιήθηκαν από τον Πάγκαλο κατά την σύλληψη του Πλαστήρα, σε αστυνομικά καθήκοντα στην Αθήνα αλλά και για την διάλυση διαδηλώσεων, για την καταδίωξη ληστών αλλά και κατά την εισβολή στη Βουλγαρία.

Ο περίπατος της Αγίας Παρασκευής και τα Δημοκρατικά Τάγματα (3 Ιανουαρίου 1926)
Όταν ισχυροποίησε τη θέση του στον Στρατό και στη δημόσια διοίκηση, ο Πάγκαλος αποφάσισε να εγκαταλείψει και τα τελευταία δημοκρατικά προσχήματα, τα οποία ούτως ή άλλως με την πάροδο του χρόνου είχαν ξεφτίσει. Την απόφασή του για την κήρυξη δικτατορίας ο Πάγκαλος την υλοποίησε ξαφνικά στις 3 Ιανουαρίου 1926 με τον λεγόμενο «περίπατο της Αγίας Παρασκευής» των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Την ημέρα εκείνη οι οπλίτες των Α΄ και Β΄ Δημοκρατικών Ταγμάτων βγήκαν από τα παραπήγματά τους για στρατιωτικές ασκήσεις. Ακολούθως, στάθμευσαν στην Αγία Παρασκευή όπου είχε ετοιμαστεί το συσσίτιο αλλά και ένα γεύμα προς τιμήν του πρωθυπουργού για τον εορτασμό της έλευσης του νέου έτους. Το μεσημέρι έφθασε στην Αγία Παρασκευή ο Πάγκαλος με τη σύζυγό του και τρεις υπουργούς (Κούνδουρο, Ταβουλάρη, Φίλανδρο), οι οποίοι συμμετείχαν στο γεύμα καθισμένοι στο τραπέζι των αξιωματικών. Παρόντες ήταν όλοι οι στρατιωτικοί στυλοβάτες του καθεστώτος, σε παρακείμενα τραπέζια κάθονταν συνολικά 150 αξιωματικοί, κάποιοι από τους καλεσμένους συνοδεύονταν από τις συζύγους τους και οι συμποσιαζόμενοι ήταν περίπου 200 άτομα.
Το γεύμα κύλισε σε πολύ ευχάριστο κλίμα, και τίποτε δεν προϊδέαζε για ότι θα επακολουθούσε. Στις καθιερωμένες προπόσεις που διαδέχθηκαν την ολοκλήρωση του γεύματος, ο συνταγματάρχης Θ. Βουτσινάς, σε μια ολοφάνερα στημένη αλλά δήθεν αυθόρμητη μικρή ομιλία την οποία διάβαζε από χειρόγραφο,[20] ευχήθηκε στον Πάγκαλο να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το κυβερνητικό έργο που έχει ξεκινήσει και τον κάλεσε να λάβει κάθε μέτρο που θα έκρινε απαραίτητο για να παραμερίσει τα εμπόδια που θα ορθώνονταν στην πολιτική του. Ο Πάγκαλος απάντησε με τον ίδιο στόμφο υπενθυμίζοντας τις καταστροφές που υπέστη ο ελληνισμός από τον κοινοβουλευτισμό τόσο πριν το 1909 όσο και μετά το 1920, και κατέληξε: «Επειδή βλέπω ότι είναι αδύνατον πλέον να εμπιστευόμεθα εις τον κοινοβουλευτισμόν, διά τούτο αποφάσισα να αλλάξω τη μέχρι τούδε πορεία μου. Εις το εξής στηρίζομαι εις την εμπιστοσύνην του Στρατού, όστις αποτελεί την νησίδα των εθνικών ελπίδων».
Μέσα στη βουή των χειροκροτημάτων των οπλιτών ακούγονταν φωνές από την πλευρά των αξιωματικών των Δημοκρατικών Ταγμάτων υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας. Ακολούθησε χορός με δημοτικά άσματα και συμμετέχοντες στρατιώτες των Δημοκρατικών Ταγμάτων, τον δε Πάγκαλο να σέρνει τον χορό υπό τη μουσική της μπάντας της Δημοκρατικής Φρουράς. Αμέσως μετά το τέλος του γεύματος, τα Δημοκρατικά Τάγματα παρέλασαν στους δρόμους των Αθηνών υπό τους ήχους των σαλπιγκτών τους, με τέσσερα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα να προηγούνται, καταλήγοντας στην πλατεία Ανακτόρων ενώπιον του Πάγκαλου και του Τσερούλη με τους οπλίτες τους να φωνάζουν στη διαδρομή συνθήματα υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας.[21]
Η ανατροπή του Πάγκαλου από τον Κονδύλη και τα Δημοκρατικά Τάγματα (21 Αυγούστου 1926)
Οι αρνητικές εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο και στην κρατική μηχανή υπονόμευσαν αποφασιστικά την πιθανότητα του Πάγκαλου να διατηρηθεί στην εξουσία. Την ανατροπή του την επέφερε τελικά ο Κονδύλης στηριζόμενος στα Δημοκρατικά Τάγματα και στους διοικητές τους Ζέρβα και Ντερτιλή, που του έδωσαν κυριολεκτικά τα κλειδιά της εξουσίας. Το άρτια οργανωμένο κίνημα με κινητήριο μοχλό τα Δημοκρατικά Τάγματα, εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 21ης Αυγούστου 1926. Το σύνθημα για την εκκίνηση δόθηκε με μια σειρά από πυροβολισμούς σε διάφορα σημεία της πόλης και με έναν κανονιοβολισμό από τον Λυκαβηττό. Το σύνθημα των μυημένων ήταν Περικλής – Δημοκρατία[22] και το εναρκτήριο σύνθημα δόθηκε από δύο τεθωρακισμένα οχήματα με δύο αποσπάσματα οπλιτών Δημοκρατικών Ταγμάτων έχοντα επικεφαλής τον ίλαρχο Ζουμπουλάκη και τον ταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα αντίστοιχα.[23] Στις 3 τα ξημερώματα, οι στρατιώτες των Α΄ και Β΄ Δημοκρατικών Ταγμάτων μαζί με τα τεθωρακισμένα οχήματά τους κινήθηκαν με τάξη και πειθαρχία για να καταλάβουν το υπουργείο Στρατιωτικών, το Τηλεγραφείο και τα υπόλοιπα σημαντικά κρατικά κτίρια.[24]
Τις πρώτες πρωινές ώρες μετά τις αρχικές επιτυχίες, εμφανίστηκε στα παραπήγματα των Δημοκρατικών Ταγμάτων ο Κονδύλης περιστοιχισμένος από στενούς του συνεργάτες, ο οποίος αποθεώθηκε από τους στρατιώτες.[25] Έως τις πρώτες πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί από τα Δημοκρατικά Τάγματα όλα τα υπουργεία, το Ταχυδρομείο, η έδρα του Α΄ Σώματος Στρατού και η έδρα της Αστυνομίας χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Τα τεθωρακισμένα και τα αποσπάσματα των Δημοκρατικών Ταγμάτων κινούνταν με μαθηματική ακρίβεια στους δρόμους των Αθηνών επιτυγχάνοντας τους αντικειμενικούς σκοπούς βάσει σχεδίου με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, εντός των χρόνων που είχαν προβλεφθεί στο σχέδιο. Με το πρώτο φως της 21ης Αυγούστου, τα αποσπάσματα των Δημοκρατικών Ταγμάτων γκρέμιζαν από την εξουσία τον πανίσχυρο Πάγκαλο χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά εντός Αττικής. Τα Δημοκρατικά Τάγματα είχαν εξελιχθεί σε ρυθμιστή της πολιτικής ζωής της χώρας και οι διοικητές τους ήλεγχαν πλήρως την κυβέρνηση. Ήταν ένας μεγάλος τους θρίαμβος!

Η έκρυθμη κατάσταση στις τάξεις του βενιζελισμού και του Στρατού λίγο πριν το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών (21η Αυγούστου – 8η Σεπτεμβρίου 1926)
Μετά την άνοδό του στην εξουσία η θέση του Κονδύλη δεν ήταν εύκολη, καθώς όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ανάρρησή του, ενώ επίσης εναντίον του κινούνταν και αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί οι οποίοι επηρεάζονταν από τον Πλαστήρα. Ο τελευταίος με δημόσια επιστολή που απεύθυνε στον Κονδύλη ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία όσων ανέλαβαν πολιτικά αξιώματα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.[26] Υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη για τη συνεχιζόμενη επέμβαση του Στρατού στην πολιτική, που υποδαυλιζόταν κυρίως από τις αντιβενιζελικές εφημερίδες που κατήγγειλαν τον Κονδύλη ως έναν ακόμη κινηματία που σφετερίστηκε την εξουσία. Οι κατηγορίες αυτές έβρισκαν απήχηση στην κοινή γνώμη λόγω του παρελθόντος του Κονδύλη και της πρωταγωνιστικής συμμετοχής του σε παλαιότερες επεμβάσεις του Στρατού στην πολιτική. Ακόμη και ο Βενιζέλος από το Παρίσι με επιστολή του συνιστούσε να διεξαχθούν αμέσως εκλογές για την αποφυγή της επανόδου είτε της στρατοκρατίας είτε της μοναρχίας.[27]

Τα δύο Δημοκρατικά Τάγματα της Αθήνας και οι διοικητές τους Ζέρβας και Ντερτιλής, βρίσκονταν κυριολεκτικά στο απόγειο της δύναμής τους. Παρά τη μικρή μείωση που είχαν υποστεί, έχοντας συνολικά 1.600 άνδρες, με παρατακτή δύναμη 1.200 τυφέκια εκτός των 8 θωρακισμένων οχημάτων[28] αποτελούσαν τις ισχυρότερες στρατιωτικές μονάδες στο λεκανοπέδιο, σε μια εποχή που ο οργανισμός του Στρατού προέβλεπε δύναμη του συντάγματος πεζικού έως 500 οπλίτες.[29] Οι δύο αξιωματικοί διέθεταν ερείσματα (κυρίως μεταξύ παλαιών παγκαλικών αξιωματικών όπως οι Κατσώτας και Ζουμπουλάκης) σε όλες τις μονάδες των Αθηνών και στο υπουργείο Στρατιωτικών. Πολύ συχνά πραγματοποιούντο κλειστές συσκέψεις στο υπουργείο Στρατιωτικών στις οποίες δεν συμμετείχε κανείς άλλος εκτός από τους υποστηρικτές των Ταγμάτων.[30] Ο ρόλος τους και οι ενέργειές τους απασχολούσαν καθημερινά την ειδησεογραφία, που εύλογα τους αντιμετώπιζε ως παράγοντες διαμόρφωσης της πολιτικής επικαιρότητας.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Κονδύλη στην προανάκριση για τα γεγονότα της 9ης Σεπτεμβρίου, οι δύο διοικητές των Δημοκρατικών Ταγμάτων τον πίεζαν να παραταθεί η θητεία της κυβέρνησής του τουλάχιστον για οκτώ μήνες ακόμη. Επίσης του ζητούσαν να ενισχύσει περισσότερο τα Τάγματα ώστε να μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε περίπτωση που ο Πλαστήρας έκανε νέο κίνημα εναντίον τους, όπως έλεγαν οι φήμες.[31] Οι δύο διοικητές των Δημοκρατικών Ταγμάτων θεωρούσαν τις μονάδες τους εγγυητές της τάξης και του πολιτεύματος και για τον λόγο αυτό πίεζαν να παραταθεί η θητεία τους. [32] Επίσης, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι διοικητές των Ταγμάτων είχαν ενεργό ρόλο ακόμη και στην επιλογή των πολιτικών προσώπων που θα συμμετείχαν στην κυβέρνηση.[33] Επίσης σοβαρή ένδειξη της πολιτικής τους επιρροής ήταν οι συνεχείς συναντήσεις και τα γεύματα των διοικητών των Δημοκρατικών Ταγμάτων με τον ίδιο τον Κονδύλη αυτή την περίοδο, που επιβεβαιώθηκαν από πολλούς μάρτυρες στη δίκη των Δημοκρατικών Ταγμάτων.

Η αδιαφιλονίκητη ισχύς των Δημοκρατικών Ταγμάτων εξόργιζε τους υπόλοιπους βενιζελικούς αξιωματικούς οπαδούς του Πλαστήρα, ο οποίος με δημόσιες δηλώσεις του[34] ζητούσε επίμονα την εκκαθάριση του Στρατού από τους παγκαλικούς και τα Δημοκρατικά Τάγματα, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση ίσως διοργάνωνε νέο κίνημα για να ανατρέψει τον Κονδύλη. Ακόμη και οι πολιτικοί αρχηγοί Καφαντάρης και Μιχαλακόπουλος ζητούσαν με αρθρογραφία τους στον Τύπο την παραδειγματική τιμωρία του Πάγκαλου και των υπουργών του για τις οικονομικές και άλλες ατασθαλίες κατά τον καιρό διακυβέρνησής τους, ενώ κατήγγειλαν τον Κονδύλη ότι αδρανούσε. Επίσης τον κατηγορούσαν ότι χρησιμοποίησε τα Δημοκρατικά Τάγματα για την ανατροπή του δικτάτορα προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος οφέλη, σώζοντας αυτούς που καταπίεζαν τις πολιτικές ελευθερίες του λαού. Ο Κονδύλης στην απάντησή του υπενθύμισε τα αποτυχημένα κινήματα της προηγούμενης περιόδου και δήλωσε ότι χωρίς τη συνεργασία των Δημοκρατικών Ταγμάτων θα ήταν αδύνατη η πτώση του δικτάτορα. Ο Καφαντάρης απάντησε με μια ανακοίνωση-ποταμό στην οποία επιτέθηκε στον Κονδύλη με πρωτόγνωρη σφοδρότητα χαρακτηρίζοντας «κακοποιούς» τους τέως παγκαλικούς συνεργάτες του, ενώ αναφέρθηκε ονομαστικά στα Δημοκρατικά Τάγματα ως «δορυφόρους της νέας καταστάσεως ρυθμιστάς». Χαρακτήρισε βλάσφημο τον ισχυρισμό του Κονδύλη ότι μόνο τα Δημοκρατικά Τάγματα μπορούσαν να ανατρέψουν τον Πάγκαλο, ενώ τον αποκάλεσε κατά συρροή ψεύτη και εντελώς ανίκανο ακόμη και για να επιβάλει δικτατορία.[35]
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Κονδύλης είχε στριμωχτεί από τους πολιτικούς αρχηγούς που βυσσοδομούσαν εναντίον του επειδή είχε καταφέρει να αποσπάσει την εύνοια του Κουντουριώτη και να παραμείνει πρωθυπουργός. Ταυτόχρονα, ακόμη και αν ήθελε, δεν μπορούσε να τους συλλάβει ή να τους λογοκρίνει, γιατί έτσι θα ολίσθαινε προς μια μορφή δικτατορίας. Καθώς περνούσαν οι πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, γινόταν φανερό πως ο Κονδύλης όφειλε να επιλέξει ανάμεσα στους πλαστηρικούς και τους παλαιούς παγκαλικούς, καθώς οι αμφίπλευρες πιέσεις που δεχόταν είχαν καταστεί ασφυκτικές. Τελικά επέλεξε να διαλύσει τα Δημοκρατικά Τάγματα θέτοντας ως όρο στους πλαστηρικούς αξιωματικούς ότι μετά θα έπαυαν την πολεμική εναντίον του. Πολύ σύντομα ο Κονδύλης κατέστρωσε σχέδιο μάχης που προέβλεπε τη συντονισμένη συμμετοχή όλων των διαθέσιμων αξιόμαχων μονάδων της Αττικής, προκειμένου να συντριβούν τα Τάγματα σε περίπτωση που δεν θα πειθαρχούσαν στη διαταγή της διάλυσής τους, κάτι που πολλοί αξιωματούχοι του υπουργείου Στρατιωτικών θεωρούσαν πολύ πιθανό. Ο Κονδύλης ενέκρινε ακόμη και τη χρήση του πυροβολικού μέσα στην Αθήνα, προκειμένου να μπορέσει να θέσει εκτός μάχης τα τεθωρακισμένα των Δημοκρατικών Ταγμάτων ορίζοντας ως ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης την 9η Σεπτεμβρίου 1926.
Το αιματοκύλισμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1926 και η οριστική διάλυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων
Ακολούθησε μια αιματηρή μάχη στους δρόμους των Αθηνών που συνοδεύτηκε και από λαϊκή εξέγερση που λίγο έλλειψε να βυθίσει την Χώρα στο χάος και στην αναρχία. Η διάλυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων ήταν ιδιαιτέρως βίαιη κλείνοντας με αιματηρό τρόπο τον πρώτο κύκλο των μεσοπολεμικών στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική. Η επίσημη ανακοίνωση του Α΄ Σώματος Στρατού ανέφερε 29 νεκρούς και 75 τραυματίες, ωστόσο τα στοιχεία αυτά είναι προφανώς αναληθή, καθώς μόνο στην ομαδική κηδεία των στρατιωτών που ακολούθησε ενταφιάστηκαν 43 οπλίτες των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Δημοσιογραφικές πληροφορίες από το νεκροτομείο έκαναν λόγο για τουλάχιστον 49 νεκρούς[36] ανάμεσά τους ο λοχαγός Ποιητίδης, σύζυγος της αδελφής του Ζέρβα. Ένας δημοσιογράφος του Έθνους μέτρησε 30 νεκρούς από βλήματα οβίδας μόνο στους θαλάμους του Α΄ Δημοκρατικού Τάγματος.[37] Ο Νεολόγος Πατρών έκανε λόγο για καταγεγραμμένους 47 νεκρούς και 147 τραυματίες με πληροφορίες του από το Α΄ Σώμα Στρατού να κάνουν λόγο για τουλάχιστον 70 νεκρούς.[38] Η Μακεδονία κατέγραφε 49 νεκρούς και 147 τραυματίες,[39] ο Ριζοσπάστης 200 νεκρούς και τραυματίες χωρίς όσους μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στα νεκροταφεία.[40] Σύμφωνα με τον δικηγόρο υπεράσπισης Αβραάμ, τα Δημοκρατικά Τάγματα είχαν συνολικά 258 νεκρούς και τραυματίες.[41] Πάντως το πιο πιθανόν είναι ότι τα Δημοκρατικά Τάγματα συνολικά είχαν πάνω από 100 νεκρούς και περισσότερους από 200 τραυματίες, ενώ απώλειες υπήρχαν και από την πλευρά των κυβερνητικών.

Οι νεκροί εκείνης της ταραχώδους ημέρας δεν περιορίστηκαν στους ένστολους, καθώς η εξέγερση των πολιτών και οι συγκρούσεις με τον Στρατό και τη Χωροφυλακή υπήρξαν ομοίως σφοδρές. Δημοσιογράφοι είχαν εξακριβώσει τον θάνατο επτά πολιτών, οι περισσότεροι από τους οποίους υπέκυψαν στα τραύματά τους μετά τον αρχικό σοβαρό τραυματισμό τους. Ανάμεσά τους ήταν ο απόστρατος ίλαρχος Κωνσταντίνος Χατζητόλιας με κάταγμα στο κρανίο, η νεαρή Αγγελική Μοριτσέλη που δέχθηκε σφαίρα στην καρδιά αν και ήταν απλώς περαστική από την οδό Σταδίου,[42] ο 14ετής Δημήτριος Σταματιάδης, ξυλουργός από το Αξάριο Μικράς Ασίας, και ο 12ετής Σπυρίδων Μήλιος, βοηθός κουρέα στην Ομόνοια.[43] Οι τραυματισμένοι πολίτες ήταν εκατοντάδες και οι περισσότεροι έφεραν διαμπερή τραύματα από σφαίρες. Ανάμεσά τους ήταν γυναίκες και έφηβοι ενώ αρκετοί, αν όχι η πλειονότητα, ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλος, σύμφωνα με τις αναφορές των δημοσιογράφων της Προόδου, οι νεκροί της 9ης Σεπτεμβρίου από όλες τις πλευρές ήταν τουλάχιστον 200.[44]
Επίλογος – επιβιώσεις των Δημοκρατικών Ταγμάτων – Κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας
Ο απόηχος της αιματηρής πορείας των Δημοκρατικών Ταγμάτων έφτασε μέχρι τα τελευταία χρόνια της Κατοχής. Μετά την πλήρη επικράτηση του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο (εκτός της Ηπείρου) και τη συνεχή ενδυνάμωση του ΕΑΜ στα αστικά κέντρα, η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη σε συνεννόηση με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής δημιούργησε ως αντίρροπό τους τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο νόμος 260/18-6-1943 (ΦΕΚ Α΄ 180) προέβλεπε τη δημιουργία δύο Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη, ενώ περιέγραφε λεπτομερώς τους όρους της εθελοντικής κατάταξης οπλιτών στο νέο σώμα, αλλά και τις ανταμοιβές που θα εξασφάλιζαν μετά την απόλυσή τους.[45] Η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη είχε την πρόθεση μέσω των Ταγμάτων Ασφαλείας να προστατέψει το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, να μην επιτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ και να διαφυλάξει την τάξη μέχρι την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνηση στην Αθήνα.[46]

Στην αρχική τους σύλληψη τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν τη μεσοπολεμική χροιά των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Αυτό γίνεται εύκολα φανερό, καθώς η βασική ιδέα της δημιουργίας τους προήλθε από τον Ιωάννη Βουλπιώτη, εμπορικό εκπρόσωπο της Siemens στην Ελλάδα, με ισχυρές διασυνδέσεις στις γερμανικές Αρχές κατοχής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Βουλπιώτης είχε στενές επαφές με όλους τους πρωταγωνιστές των Δημοκρατικών Ταγμάτων, όπως οι Πάγκαλος, Ντερτιλής και Ζέρβας, του οποίου τη σύζυγο είχε προσλάβει ως προσωπική του γραμματέα.[47] Εκτός του Βουλπιώτη φαίνεται ότι στη δημιουργία τους συντέλεσε και ο ίδιος ο Θεόδωρος Πάγκαλος σε μια κοινή τους συνάντηση με τον Ντερτιλή και άλλους βενιζελικούς αξιωματικούς απότακτους του κινήματος του 1935.[48]
Πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας βοήθησε και ο Στυλιανός Γονατάς,[49] ο οποίος ασκούσε αποφασιστική επιρροή στον ΕΔΕΣ Αθηνών. Στο αρχικό στάδιο της δημιουργίας τους απαλείφθηκε από την ονομασία των νέων μονάδων ο όρος «Δημοκρατικά», ώστε να μην απωθηθούν οι βασιλόφρονες αξιωματικοί. Στις συνεννοήσεις συμμετείχε και ο απόστρατος συνταγματάρχης Θεόφιλος Βουτσινάς, ο παλαιός διοικητής της ταξιαρχίας της Δημοκρατικής Φρουράς, που ως συντάκτης της εφημερίδας Ακρόπολις αρθρογραφούσε υπέρ της Ιταλίας. Λόγω της υποστήριξης του προς τους Ιταλούς, ο Βουτσινάς συνελήφθη μετά την απελευθέρωση και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ ως δωσίλογος. Εκεί τον βρήκε έγκλειστο η επίθεση των Ελασιτών κατά τα Δεκεμβριανά, από όπου όμως κατάφερε να αποδράσει μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους με περιπετειώδη τρόπο.[50]
Ο αρχικός χαρακτήρας των Ταγμάτων ήταν καθαρά αντιβασιλικός και αντικομουνιστικός, στρεφόμενος κατά της επιστροφής του Βασιλιά, και κατά της επικράτησης του ΚΚΕ στην Ελλάδα, είτε κατά την αποχώρηση των Γερμανών, είτε μετά. Πρώτος γενικός διοικητής τους ορίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1943 ο παλαιός διοικητής των Δημοκρατικών Ταγμάτων Βασίλειος Ντερτιλής προαχθείς σε υποστράτηγο, ο οποίος σε μια συμβολική τελετή μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, παρέλαβε την πολεμική σημαία των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον πρωθυπουργό Ράλλη. Αλλά δεν ήταν ο μόνος αξιωματικός των Δημοκρατικών Ταγμάτων που εντάχθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας. Ήταν επίσης ο Θεόδωρος Λεοντοκανάκης, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση του τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου. Ο Λεοντοκανάκης άνηκε στην παγκαλική φατρία, είχε αυτομολήσει το 1920 στην Εθνική Άμυνα Κωνσταντινούπολης,[51] είχε συμμετάσχει στο κίνημα Λούφα, είχε τραυματιστεί βαριά στη μάχη της 9ης Σεπτεμβρίου, ενώ μαζί με τον Λαγογιάννη είχαν καθίσει στο εδώλιο των κατηγορουμένων της δίκης των Ταγμάτων. Αλλά και ο Ιωάννης Λαγογιάννης που ως λοχαγός των Ταγμάτων Ασφαλείας σκοτώθηκε στο μπλόκο της Καισαριανής στις 11 Ιουλίου 1944.[52]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «Πρέπει κ. πρόεδρε να τους τρομοκρατήσωμεν», δήλωνε ο Χατζηκυριάκος σε συζήτηση του με τον Ζαΐμη, ενώ ο Πλαστήρας συμπλήρωνε ότι «πρέπει κ. πρόεδρε να τυφεκίζωμεν καμιά εκατοστή από αυτούς κάθε εβδομάδα δια να επιβληθώμεν» (Χαραλάμπης Σωτήρης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1947, σελ. 114).
[2] Η επιλογή των οπλιτών με πολιτικά κριτήρια επιβεβαιώνεται και από τη στρατολόγηση του Λέσβιου σιτιστή Λεφτέρη Παρασκευαΐδη, ο οποίος στην αλληλογραφία του αναπτύσσει τα βενιζελικά πολιτικά του φρονήματα. Παρασκευαΐδης Λεφτέρης, «αδελφή στρατιώτου» (ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός φαντάρου της μικρασιατικής εκστρατείας) επιμέλεια Γιώργου Παρασκευαΐδη, Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2008.
[3] Ελεύθερον Βήμα, 16.12.1923 και 11.1.1923.
[4] Περίπου 3.000 από αυτούς ήταν μέλη της οργάνωσης «Βασιλική Φάλαγγα» (βλ. Βλάσσης Δ. Κωνσταντίνος, Τα τεθωρακισμένα στον ελληνικό στρατό (1920-1940), Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα, 2017).
[5] Συνέντευξη Οθωναίου, Ένωσις του Ελληνισμού, 25.7.1924
[6] Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, συνεδρίαση 19ης Φεβρουαρίου 1924. Η οριστική ψήφιση των διατάξεων έγινε στη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 1924.
[7] Νόμος 3059, Φ.Ε.Κ. 57, 17ης Μαρτίου 1924.
[8] ΣΚΡΙΠ, 28.2.1924.
[9] Βραδυνή, 3.3.1924.
[10] Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης συνεδρίαση 30ης Ιουνίου 1924.
[11] Αρχείο Θεόδωρου Πάγκαλου (τόμος Α΄) σελ. 455-456, πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης συνεδρίαση 14ης Ιουλίου 1924.
[12] Ελεύθερον Βήμα, 16.7.1924.
[13] ΦΕΚ 14ης Ιουλίου 1924, ΣΚΡΙΠ,17.7.1924.
[14] Αρχείο Γόντικα, έγγραφο 632/5/51, Μουσείο Μπενάκη.
[15] Σύμφωνα με την άποψη του Γόντικα τα Δημοκρατικά Τάγματα Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, συνεδρίαση 18ης Ιουλίου 1924.
[16] ΦΕΚ 158, 27ης Ιουνίου 1925. Το επείγον του θέματος δείχνει τις πολιτικές προτεραιότητες του Παγκάλου.
[17] «..Οι εις τα τάγματα της δημοκρατικής φρουράς επί τη βάσει του νόμου 3059 καταταγέντες ως εθελονταί, καθώς και οι διοικητικώς οι εις τα αυτά τάγματα καταταγέντες τοιούτοι εξωμοιούνται ως προς τας αποδοχάς και τα λοιπά δικαιώματα προς τους επί τη βάσει του Νόμου τούτου «περί συντάγματος κυνηγών» καταταγέντες….» Εστία, 28.6.1925.
[18] Εμπρός, 16.7.1925.
[19] Αρχείο Θεόδωρου Πάγκαλου (τόμος Β΄), σελ. 287.
[20] Ελεύθερος Τύπος, 4.1.1926.
[21] Ελεύθερος Τύπος, 4.1.1926.Πρωία, 4.1.1926. «….Όλη τη μέρα παρελαύνουν τα Δημοκρατικά Τάγματα στην πλατεία των Ανακτόρων ζητωκραυγάζοντας υπέρ της δικτατορίας!» αποτύπωση στη λογοτεχνία στο έργο του Αθανασιάδη Τάσου, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμος Δ΄, Εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2014, σελ. 210.
[22] Εμπρός, 23.8.1926.
[23] Ελεύθερος Τύπος, 27.8.1926.
[24] Εμπρός, 23.8.1926.
[25] Απογευματινή, 22.8.1926.
[26] Βραδυνή, 3.9.1926.
[27] Μακεδονία, 6.9.1926.
[28] Κατάθεση συνταγματάρχη Αναγνωστόπουλου, Εμπρός, 22.9.1926.
[29] Εστία, 3.9.1926.
[30] Κατάθεση του λοχαγού Γερακάρη, υπασπιστή του Κονδύλη, στη δίκη των Ταγμάτων, ΣΚΡΙΠ, 23.9.1926.
[31] Πολιτεία, 19.9.1926.
[32] Απολογία Ντερτιλή, Πολιτεία, 30.9.1926.
[33] Σύμφωνα με την κατάθεση Τσαγγαρίδη στη δίκη των Δημοκρατικών Ταγμάτων, ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας όταν οι Ζέρβας, Ντερτιλής, Ζουμπουλάκης και Κατσώτας είχαν επιβάλλει τουλάχιστον έναν υπουργό (τον Αποσκίτη) στον Κονδύλη ενώ είχαν εκφράσει γνώμη και για τους υπόλοιπους (Εμπρός, 22.9.1926).
[34] Ελεύθερος Τύπος, 4.9.1926.
[35] Ελεύθερος Τύπος, 2.9.1926.
[36] Πολιτεία, 11.9.1926.
[37] Έθνος, 10.9.1926.
[38] Νεολόγος Πατρών, 11.9.1926.
[39] Μακεδονία, 11.9.1926.
[40] Ριζοσπάστης, 10.9.1926.
[41] Ελεύθερος Τύπος, 3.10.1926.
[42] Ριζοσπάστης, 11.9.1926.
[43] Εσπερινή, 10.9.1926.
[44] Η πρόοδος, 10.9.1926.
[45] Γασπαρινάτος Σπύρος, Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, δίκες κατοχικών δοσιλόγων και εγκληματιών πολέμου, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, σελ. 106.
[46] Στο ίδιο, σελ. 107-108
[47] Λεπτομέρειες για τις επαφές αυτές στην δραματοποιημένη βιογραφία του Βουλπιώτη από την κόρη του. Παλάσκα Ιζαμπέλα, Άγγελος ή δαίμονας – ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου, Εκδόσεις Α. Λιβάνη, Αθήνα 2012, σελ. 190-192 και 234-236.
[48] Παλάσκα Ιζαμπέλα, Άγγελος ή δαίμονας, σελ. 259.
[49] Κούκουνας Δημοσθένης, Ο Στυλιανός Γονατάς στην Κατοχή, περιοδικό Τότε, τεύχος 48.
[50] Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου, Η επίθεση των Ελασιτών κατά των φυλακών Αβέρωφ, περιοδικό Τότε, τεύχος 62.
[51] ΣΚΡΙΠ, 22.12.1924
[52] Πριόβολος Γιάννης, Εθνικιστική «αντίδραση» και Τάγματα Ασφαλείας, Εκδόσεις Παττάκη, Αθήνα 2018.
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Αρχεία
Αρχείο Κωνσταντίνου Γόντικα, Μουσείο Μπενάκη
Αρχείο Θεόδωρου Πάγκαλου, τόμος Β΄ (επιμέλεια Θησεύς Πάγκαλος), Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1973.
Απομνημονεύματα – Μαρτυρίες – Ημερολόγια
Μεταξάς Ιωάννης, Ημερολόγιο (τόμοι Γ1- Γ2, περίοδος 1921-1932), Εκδόσεις Γκοβόστης.
Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης (1923-1925)
Παρασκευαΐδης Λεφτέρης, «αδελφή στρατιώτου» (ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός φαντάρου της μικρασιατικής εκστρατείας) επιμέλεια Γιώργου Παρασκευαΐδη, Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2008.
Σαράφης Στέφανος, Ιστορικές αναμνήσεις, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1980.
Σταυρίδης Ελευθέριος, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2008.
Χαραλάμπης Αναστάσιος, Αναμνήσεις , Αθήνα 1947 ( http://cdn.sansimera.gr/media/files/Anastasios_Xaralampis-Anamniseis.pdf )
-Ημερήσιος Τύπος
Απογευματινή,
Βραδυνή,
Έθνος,
Εστία,
Ελεύθερος Τύπος
ΕΜΠΡΟΣ,
Ένωσις του Ελληνισμού,
Εσπερινή
Η πρόοδος
Μακεδονία,,
Πολιτεία,
Πρωία,
Ριζοσπάστης,
Νέα Ημέρα,
Νεολόγος Πατρών,
ΣΚΡΙΠ.
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθανασιάδης Τάσος, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμος Δ΄, Εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2014.
Βερέμης Θάνος, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Κούριερ εκδοτική, Αθήνα 2000.
Βερέμης Θάνος, Οι επεμβάσεις του Στρατού στην πολιτική 1916-1936, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1977.
Βλάσσης Κωνσταντίνος, Τα τεθωρακισμένα στον ελληνικό στρατό (1920-1940), Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2017.
Γασπαρινάτος Σπύρος, Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, δίκες κατοχικών δοσιλόγων και εγκληματιών πολέμου, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015.
Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ 2 πολέμων (τόμος Α΄), εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1999.
Δασκαρόλης Ιωάννης, Δημοκρατικά Τάγματα – Οι πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2019.
Κούκουνας Δημοσθένης, Ο Στυλιανός Γονατάς στην Κατοχή, περιοδικό Τότε, τεύχος 48.
Μαυρογορδάτος Γιώργος, Μετά το 1922 – η παράταση του διχασμού, Εκδόσεις Παττάκη, Αθήνα 2017.
Παλάσκα Ιζαμπέλα, Άγγελος ή δαίμονας – ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου, Εκδόσεις Α. Λιβάνη, Αθήνα 2012
Παπακωνσταντίνου Αθανάσιος, Η επίθεση των Ελασιτών κατά των φυλακών Αβέρωφ, περιοδικό Τότε, τεύχος 62.
Πριόβολος Γιάννης, Εθνικιστική «αντίδραση» και Τάγματα Ασφαλείας, Εκδόσεις Παττάκη, Αθήνα 2018.