Skip to main content

Ελένη Φεσσά – Εμμανουήλ: Η Αθήνα στις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70: Πολεοδομική μεταμόρφωση και αρχιτεκτονική δημιουργία

Ελένη Φεσσά – Εμμανουήλ

Η Αθήνα στις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70:

Πολεοδομική μεταμόρφωση και αρχιτεκτονική δημιουργία

 

Εισαγωγικά

Στην αυγή του 21ου αιώνα το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας πολύ λίγο θύμιζε την ευρωκεντρική Αθήνα του Μεσοπολέμου με τις αστικές κηπουπόλεις, τους προσφυγικούς συνοικισμούς και τις γειτονιές αυθαιρέτων. Αν εξαιρούσε κανείς τα λιγοστά κατάλοιπα της μακραίωνης και αδιάκοπης ιστορίας του, ο χαοτικός και πολυπολιτισμικός σχηματισμός των τεσσάρων περίπου εκατομμυρίων κατοίκων στα λεκανοπέδια της Αττικής ήταν ουσιαστικά μια σύγχρονη «μετάπολη», η οποία διέφερε  τόσο από τις ιστορικές πόλεις της Ευρώπης όσο και από τις νέες, σχεδιασμένες πόλεις του 20ού αιώνα.

Οι διαφορές αυτές, που χρωμάτιζαν και την αθηναϊκή αρχιτεκτονική, δεν οφείλονται μόνο σε κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Συνδέονται επίσης με γεωγραφικά και πολιτισμικά δεδομένα, με βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες και συνήθειες.

Σκαριφήματα  του αρχιτέκτονα – πολεοδόμου Γιώργου Κανδύλη, που δείχνουν την ιλιγγιώδη οικιστική ανάπτυξη  της Αθήνας από το 1940 μέχρι το 1985.

Οι πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής πρωτεύουσας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα παρουσιάζουν δύο όψεις: μια αρνητική και μια θετική. Για την πρώτη χύθηκε και εξακολουθεί να χύνεται πολύ μελάνι. Όλοι μας, ειδικοί και κάτοικοι της ελληνικής πρωτεύουσας, δυσφορούμε για τις συνέπειες που είχε η ασχεδίαστη μεταμόρφωση της Αθήνας. δηλαδή για τη ρύπανση, το συγκοινωνιακό πρόβλημα, την αισθητική και λειτουργική της υποβάθμιση κ.ά. Ωστόσο είναι γεγονός ότι με την επινόηση της αντιπαροχής, την παράδοση της αυθαίρετης δόμησης και τις εκ των υστέρων ρυθμίσεις της πολιτείας, η μεταπολεμική Αθήνα ξανακτίστηκε σχεδόν χωρίς κεφάλαια και επεκτάθηκε γλυτώνοντας κάποιους κλυδωνισμούς ή άγονους πειραματισμούς των νέων πόλεων της Δύσης, των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και του τρίτου κόσμου. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο το πρόσφατο ενδιαφέρον ξένων ερευνητών για τις θετικές όψεις της ιδιότυπης αθηναϊκής πολυκατοικίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ο συλλογικός τόμος με τίτλο Τhe Public Private House: Modern Athens and its Polykatoikia που επιμελήθηκε ο αρχιτέκτων – καθηγητής του Πολυτεχνείου της Νυρεμβέργης Richard Woditsch και κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Park Books της Ζυρίχης.

Τέλος, αντίθετα από ότι γίνεται αλλού, η αρχιτεκτονική ποιότητας ούτε ενθαρρύνεται ούτε αναγνωρίζεται από την πολιτεία. Έτσι, ο ρόλος των πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση της σύγχρονης Aθήνας και τον σχεδιασμό των σημαντικών κτιρίων της υπήρξε περιθωριακός. H περιθωριοποίηση αυτή ήταν ένας από τους λόγους της άναρχης δόμησης και της αισθητικής υποβάθμισης του αστικού της τοπίου. Aπό την Aθήνα ωστόσο δεν έλλειψαν ποτέ οι ικανοί πολεοδόμοι και οι προικισμένοι αρχιτέκτονες αλλά οι προϋποθέσεις για τη δημιουργική τους δράση, προϋποθέσεις που υπάρχουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσω: (α) να σκιαγραφήσω την πολεοδομική εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας από το 1950 έως το 1980. (β) να σχολιάσω χαρακτηριστικές όψεις της αρχιτεκτονικής των διαφόρων φάσεων αυτής της εξέλιξης. και (γ) να σταθώ σε αρχιτεκτονικά έργα μεγάλης επιρροής ή ιδιαίτερης σημασίας από ιστορική, πολιτισμική και αισθητική άποψη..

Χρειάζεται, όμως, να τονιστεί με έμφαση ότι η Aθήνα δεν έχει το μονοπώλιο της ποιοτικής αρχιτεκτονικής των ετών 1950-1980. Aναφέρω μερικά χτυπητά παραδείγματα. Τα περισσότερα μοντέρνα ξενοδοχεία Ξενία της δεκαετίας του ’60 ανεγέρθηκαν στην ελληνική επαρχία. Από τα σαράντα επτά κατασκευασμένα έργα του Άρη Kωνσταντινίδη μόνο τα πέντε βρίσκονται στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας. Tο Εργαστήριο ’66 του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, το Αρχιτεκτονικό Γραφείο 19/57 των Νίκου Δεσύλλα, Δημήτρη Κονταργύρη, Αντώνη Λαμπάκη και Παύλου Λουκάκη, τα Γραφεία των Τάσου και Δημήτρη Μπίρη, Δημήτρη Ησαΐα και Τάση Παπαϊωάννου κ.ά., πραγματοποίησαν ένα μεγάλο μέρος του έργου τους εκτός Aττικής. Οι αρχιτέκτονες –πολεοδόμοι Kωνσταντίνος Δοξιάδης και Γιώργος Kανδύλης εργάστηκαν και αναγνωρίστηκαν κυρίως στο εξωτερικό. Σε ολόκληρη την Eλλάδα και το εξωτερικό πραγματοποιήθηκε επίσης το έργο του Γραφείου Μελετών Αλέξανδρου Ν. Tομπάζη

 

1.Η αττική οικιστική παράδοση και η χρόνια αδυναμία για μια σχεδιασμένη πολεοδομική ανάπτυξη της νέας Αθήνας

Ο πρώτος που θα παραλληλίσει το ελεύθερο πολεοδομικό σύστημα της αρχαιότητας — το ονομαζόμενο αττικό— με την αυθαίρετη στέγαση στην Αθήνα του ’50 ήταν ο διαπρεπής αρχιτέκτων – αρχαιολόγος Ιωάννης Τραυλός (1908-1985). «Η συνεχιζομένη προς όλας σχεδόν τας κατευθύνσεις ανάπτυξις της πόλεως», γράφει ο Τραυλός στα 1960, «προηγήθη πολλάκις της επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου. Κατά μήκος ή πλησίον των αρχαίων οδών, αι οποίαι ωδήγουν έξω της πόλεως, οι σημερινοί κάτοικοι, όπως και οι αρχαίοι, εξηκολούθουν να κτίζουν αυθαιρέτως και εκτός σχεδίου τας οικίας των, αττικώς, ώς είδομεν ότι εχαρακτηρίζετο κατά την αρχαιότητα το ελεύθερον τούτο πολεοδομικόν σύστημα». Το γεγονός ότι η ασχεδίαστη ανάπτυξη των ελληνικών οικισμών συνεχίστηκε και κατά τους μεσαίους χρόνους, μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για μια αττική παράδοση δυναμικής ή οργανικής οικιστικής ανάπτυξης, η οποία αποδείχτηκε ισχυρότερη από την εκ των άνω προσπάθεια εκσυγχρονισμού της, δηλαδή από τα δυτικού τύπου ρυθμιστικά σχέδια των πολεοδόμων και τους ανεδαφικούς οικιστικούς νόμους της πολιτείας.

Η μορφή της μεταπολεμικής Αθήνας δεν καθορίστηκε από τις γνώμες των ειδικών και τη θέληση του νομοθέτη. Πολύ σημαντικότερος υπήρξε ο ρόλος άλλων παραγόντων: της μικροϊδιοκτησίας, των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων της πολιτείας, της μικρής κλίμακας των οικοδομικών επιχειρήσεων, αλλά και της ζωτικότητας του πληθυσμού, της κοινωνικής κινητικότητάς του, των νοοτροπιών και συνηθειών του. Η μεταπολεμική Αθήνα άρχισε να ξανακτίζεται επάνω στον παλιό της ιστό και να επεκτείνεται ασχεδίαστα, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης καπιταλιστικής εξέλιξης, με κινητήριες δυνάμεις την εμπορευματοποίηση της κατοικίας, το οικοπεδεμπόριο, αλλά και την παράδοση της αυθαίρετης δόμησης. Αντίθετα, το έγκαιρο, τεχνοκρατικό προσκλητήριο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη για μια ορθολογιστική οικιστική ανάπτυξη, όχι μόνο δεν εισακούστηκε από την πολιτική ηγεσία, αλλά τον έφερε και σε ρήξη μαζί της.

 

2.1949-1957: Στα δύσκολα χρόνια της Ανασυγκρότησης

Για την Αθήνα η περίοδος της οικονομικής ανάρρωσης αρχίζει με σημαντική καθυστέρηση και πραγματοποιείται σε κλίμα που το σκιάζουν  τα σκληρά βιώματα της  Κατοχής (1941-1944) και η  τραγωδία του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949). Η απόκλιση της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής πορείας της από εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων εντείνεται κατά την περίοδο 1950-1980. Το κύριο βάρος της ανοικοδόμησης της Αθήνας αφέθηκε αφενός στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία η οποία απευθυνόταν κυρίως στα μεσαία στρώματα και αφετέρου στην αυθαίρετη στέγαση. Από τότε η ανέγερση πολυκατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής παίζει τον ρόλο κινητήριας δύναμης της οικονομίας.

Το μικρό σε όγκο έργο των αρχιτεκτόνων της δωδεκαετίας 1945-1957, η οποία έχει μεταβατικό χαρακτήρα, εμφανίζει πέντε τάσεις: μία δογματικά ή αναχρονιστικά μοντέρνα, μία συντηρητική, μία τοπικιστική, και μία νεωτερική. Χαρακτηριστικά κτίρια της δεύτερης τάσης  είναι το ξενοδοχείο Αθήναιον  Μέλαθρον – Athenée Palace  (Σταδίου και Κολοκοτρώνη, 1950) και η πολυτελής  πολυκατοικία στη γωνία των οδών Ηρώδου Αττικού  και Μουρούζη  (1951), δύο κλασικίζουσας μορφολογίας έργα του αρχιτέκτονα  Μανώλη  Βουρέκα. Το παρεκκλήσιο των Λ.Ο.Κ. στο Καβούρι (1948-1950) σχεδιάστηκε αριστοτεχνικά από τον αρχιτέκτονα Περικλή Σακελλάριου, στο πνεύμα μιας μεσογειακής νεωτερικότητας με αναφορές στην αρχιτεκτονική των Κυκλάδων.

Στα δύσκολα χρόνια της ανασυγκρότησης ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) δημιουργεί ένα από τα κορυφαία τοπόσημα της Αθήνας: τη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και στο λόφο του Φιλοπάππου με το συγκρότημα του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη και του αναψυκτηρίου (1951-1957).

Η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και στο λόφο του Φιλοπάππου, 1951-1957. Το γνωστότερο και μεγαλύτερης επιρροής έργο του Δημήτρη Πικιώνη: λεπτομέρεια από τον δρόμο του Φιλοπάππου.

Τότε αρχίζει η δημιουργία των πρώτων μοντέρνων λουτρικών – τουριστικών συγκροτημάτων της μεταπολεμικής Ελλάδας στις ακτές του Σαρωνικού που σχεδιάστηκαν με έμπνευση από τρεις αρχιτέκτονες —Περικλή Σακελλάριο (1905-1985), Προκόπη Βασιλειάδη (1912-1977), Μανώλη Βουρέκα (1905/1907-1992)—, προκάλεσαν το ενδιαφέρον της διεθνούς αρχιτεκτονικού Τύπου και άσκησαν μεγάλη επιρροή στο εσωτερικό της χώρας. Πρόκειται για τα κοσμοπολίτικα συγκροτήματα της «Αστήρ Α.Ε.», θυγατρικής εταιρίας της Εθνικής Τράπεζας, στη Γλυφάδα (1955-1958, συνεργάτες αρχιτέκτονες Αντώνης Γεωργιάδης, Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας) και στη Βουλιαγμένη (1959-1962), τη λαϊκή πλαζ του ΕΟΤ και τα εστιατόρια «Αργώ» και «Ωκεανίς» στη Μεγάλη Α κτή Βουλιαγμένης (1959-61, συνεργάτης αρχιτέκτων Νίκος Π. Χατζημιχάλης).

Το μοντέρνο λουτρικό  και τουριστικό  συγκρότημα  του «Αστέρος» στη  Γλυφάδα, 1955-1958: άποψη αποδυτηρίων. Αρχιτέκτονες Περικλής Σακελλάριος, Προκόπης Βασιλειάδης, Μανώλης Βουρέκας.
Συνεργάτες αρχιτέκτονες Αντώνης Γεωργιάδης και Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας.

 

Η υπερσύγχρονη  πλαζ του ΕΟΤ στη Βουλιαγμένη, 1959-1961: άποψη των συγκροτημάτων αποδυτηρίων.
Αρχιτέκτονες Προκόπης Βασιλειάδης, Περικλής Σακελλάριος, Μανώλης Βουρέκας.
Συνεργάτης αρχιτέκτων Νίκος Π. Χατζημιχάλης.

Στα χρόνια αυτά έχομε τα πρώτα δείγματα γραφής του Νίκου Βαλσαμάκη (γ. 1924) και του Τάκη Χ. Ζενέτου (1926-1977), δύο μοντερνιστών μεγάλου διαμετρήματος, οι οποίοι αρχίζουν να δημιουργούν στην πρωτεύουσα ιδιωτικά κτίρια – σταθμούς της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ιστορίας της. Έργα της ανθρωποκεντρικής και φιλόκαλης προσέγγισης του Βαλσαμάκη είναι η αστική πολυκατοικία Λούρου (Σεμιτέλου 3, 1951-1953) και η πρώτη μοντέρνα προαστιακή πολυκατοικία  (Κηφισίας 272, Χαλάνδρι, 1957-1958).  Η ημιτελής ανάπλαση του εργοστασίου Φιξ (1957) στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις λεωφόρους Συγγρού και Καλλιρρόης και την οδό Αμβρ. Φραντζή, είναι το πιο πολυσυζητημένο έργο του Ζενέτου στο οποίο συνεργάστηκε με τον ομότεχνό του Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005). Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αεροδυναμική μορφή του εργοστασίου ή στη ρηξικέλευθη πρόθεση του αρχιτέκτονα να χρησιμοποιήσει προκατασκευασμένα στοιχεία, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε για οικονομικούς λόγους. Έντονη κριτική προκάλεσαν ο μεταγενέστερος ακρωτηριασμός του εργοστασίου, αλλά και η ανακατασκευή του που ολοκληρώθηκε το 2016 για να στεγάσει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

H πρώτη μοντέρνα πολυκατοικία της μεταπολεμικής Αθήνας, Σεμιτέλου 5, 1951-1953. Αρχιτέκτων Νίκος Βαλσαμάκης.

 

Το ριζοσπαστικά μοντέρνο εργοστάσιο Φιξ επί της  λεωφόρου Συγγρού, μετά την ημιτελή ανάπλαση  του 1957) από τον δεξιοτέχνη –  αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο και τον συνεργάτη του Μαργαρίτη Αποστολίδη.

3.1958-1966: Η βραχύβια αρχιτεκτονική άνοιξη

Ο χαρακτηρισμός της οκταετίας 1958-1966 ως αρχιτεκτονικής άνοιξης είναι βέβαιο πως θα ξενίσει πολλούς. Γιατί δεν ήταν λίγα τα ατοπήματα της εποχής αυτής των εργολάβων, η οποία ολοκλήρωσε τη μεταμόρφωση  της πρωτεύουσας προς το χειρότερο με την ασχεδίαστη εξάπλωση της αστικής πολυκατοικίας. Στη διάρκεια της οκταετίας εξαφανίζεται σχεδόν το ιστορικό κέντρο της Αθήνας και χάνονται πολλές ευκαιρίες για την αναβάθμιση της δημόσιας αρχιτεκτονικής της. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ιλιγγιώδη αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας κατά 220% από το 1950 έως το 1980 αφενός και στον περιορισμένο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους αφετέρου.

Για τα κύματα των κατοίκων της επαρχίας που κατέκλυσαν το κλεινόν άστυ και ανήκαν στα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα, η απόκτηση ενός διαμερίσματος σε πολυκατοικία αποτελούσε κοινωνική καταξίωση. Παρά το γεγονός ότι μόνο το 2% των αθηναϊκών πολυκατοικιών ήταν σχεδιασμένες από αρχιτέκτονες «το διαμέρισμα με επιπλώσεις παντός τύπου και ρυθμού σε συνδυασμό με τον καλό γάμο έγινε το όνειρο κάθε ανύπαντρης κοπέλας», όπως εύστοχα διατυπώνεται σε διαφήμιση της εποχής. Η απουσία εγκεκριμμένου ρυθμιστικού σχεδίου ενίσχυσε τους ρυθμούς αύξησης των αυθαιρέτων κατοικιών στις παρυφές της πόλης από τους εσωτερικούς μετανάστες χαμηλών εισοδημάτων, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν διαμερίσματα.

Και όμως, τότε ήταν που η αρχιτεκτονική των αρχιτεκτόνων της πρωτεύουσας παρουσίασε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια, πολυφωνία και ετοιμότητα να συμβαδίσει με τα διεθνή ρεύματα. Θυμίζω ότι κατά τη δεκαετία του ’60, η σύγχρονη Ελλάδα εμφανίζεται δυναμικά στον παγκόσμιο ορίζοντα με δύο διεθνώς κορυφαίους αρχιτέκτονες – πολεοδόμους, που είναι ουσιαστικά απόντες από την ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη (1913-1975) και τον Γιώργο Κανδύλη (1911-1995).

Το ρεύμα του εκσυγχρονισμού αυτών των χρόνων θα συμπαρασύρει και το αρχιτεκτονικό κατεστημένο, τα μέλη του οποίου διανύουν την πέμπτη ή έκτη δεκαετία της ζωής τους. Αρχιτέκτονες όπως ο Κώστας Κιτσίκης (1893-1969), ο Μανώλης Βουρέκας (1905-1992), ο Περικλής Σακελλάριος (1905-1985) και ο Προκόπης Βασιλειάδης (1912-1977) ανανεώνονται με τη βοήθεια των νεότερων συνεργατών τους, δημιουργώντας βασικά αρχέτυπα της εγχώριας αρχιτεκτονικής γοήτρου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Πρεσβεία των ΗΠΑ και το ξενοδοχείο Χίλτον, δύο δημιουργικές συνθέσεις του διεθνούς νεοϊστορισμού, που αποτελούσε την τότε κυρίαρχη τάση στον σχεδιασμό κτιρίων γοήτρου, με την αισθητική παράδοση του κλασικισμού.

Η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, 1959-1961: προοπτικό σχέδιο, φωτογραφία εποχής και τοπογραφικό σχέδιο.Αρχιτέκτονες : Walter Gropius – The Architects’ Collaborative.  Συνεργάτης αρχιτέκτων:  Περικλής Σακελλάριος.

 

Το ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας, 1958-1963: φωτογραφίες εποχής και κάτοψη τυπικού ορόφου
Αρχιτέκτονες: Μανώλης Βουρέκας, Προκόπης Βασιλειάδης, Σπύρος Στάϊκος.
Συνεργαζόμενος αρχιτέκτων: Αντώνης Γεωργιάδης. Σύμβουλοι-αρχιτέκτονες εσωτερικών χώρων: Warner, Burns, Joane, Winde

Το κτίριο επιβατών του Ανατολικού Αερολιμένα στο Ελληνικό (1959-1963) ανήκει στα κορυφαία αρχιτεκτονήματα της εποχής. Σχεδιασμένο από τον δεξιοτέχνη Αμερικανο-φινλανδό αρχιτέκτονα Eero Saarinen (1910-1961) σε νέο-φουτουριστικό πνεύμα, υπερβαίνει τον πρακτικό σκοπό του, λειτουργώντας ως η πύλη – σύμβολο της σύγχρονης Αθήνας.

Κτίριο επιβατών Ανατολικού Αερολιμένα στο Ελληνικό, 1959-1963: προοπτικό σχέδιο.
Αρχιτέκτων Eero Saarinen.

Άλλοι καθιερωμένοι και νέοι αρχιτέκτονες εφαρμόζουν το κυρίαρχο Διεθνές Στιλ ή τον κώδικα του Le Corbusier (brutalism) ή προσπαθούν να εκφράσουν το πνεύμα του μεσοπολεμικού μοντέρνου κινήματος με ποικίλα αποτελέσματα. Αξιόλογα έργα της πρώτης τάσης είναι τα υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας, σχεδιασμένα από αρχιτέκτονες της υπηρεσίας μελετών της υπό τον Κωνσταντίνο Δεκαβάλλα (γ. 1925) στους οποίους ανήκει η Αναστασία Β. Τζάκου (1928-2015) και τα πρώτα κτίρια γραφείων με υαλοπετάσματα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν το κτίριο στην πλατεία Συντάγματος, έργο του Δημήτρη Παπαζήση (1926-2006).

Ένα από τα εμβληματικότερα αρχιτεκτονήματα της μεταπολεμικής Αθήνας ήταν το διεθνούς ακτινοβολίας Γραφείο Δοξιάδη, το οποίο στέγασε επίσης το Αθηναϊκό Κέντρο Οικιστικής κα τις καινοτόμες Σχολές που παρείχαν υψηλού επιπέδου μόρφωση σε πολλές ειδικότητες, όπως σε σχεδιαστές, τεχνικούς βοηθούς, διακοσμητές, συντηρητές κ.ά. Κατασκευασμένο το 1955-1961 από εμφανές σκυρόδεμα, αποτελούσε αυθεντική έκφραση του πνεύματος και του γράμματος της αρχιτεκτονικής  του Le Corbusier, η οποία επηρέασε κυρίως την δημόσια αρχιτεκτονική. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, το κτίριο μετατράπηκε σε συγκρότημα πολυτελών κατοικιών από το αρχιτεκτονικό γραφείο Divercity Architects (Νικόλας και Δημήτρης Τραβασάρος, Χριστίνα Ακτύπη) με ριζική ανάπλαση του εσωτερικού, αλλά και αλλαγές στις όψεις.

Το Γραφείο Δοξιάδη, Στρατιωτικού  Συνδέσμου 24, 1955-1961. Μελέτη Γραφείου Δοξιάδη, αρχιτέκτονες Κωνσταντίνος Δοξιάδης, Αρθούρος Σκέπερς, Τίτος Κουραβέλος.

Το ημιτελές Ωδείο Αθηνών στη γωνία των οδών Βασ. Κωνσταντίνου και Ρηγίλλης (1969-1976) ήταν το μόνο κτίριο της πολύπαθης μελέτης του Πνευματικού Κέντρου της Αθήνας που υλοποιήθηκε, ύστερα από δεκαπενταετή αγώνα του αρχιτέκτονα και καθηγητή αρχιτεκτονικών συνθέσεων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Ιωάννη Δεσποτόπουλου (1903-1992). Στην οριστική μελέτη των εσωτερικών χώρων συνεργάστηκε με τον Μάνο Περράκη, αρχιτέκτονα με μεγάλη εμπειρία στον σχεδιασμό θεάτρων. Ο Δεσποτόπουλος υπήρξε ο πρώτος εκφραστής του ριζοσπαστικού πνεύματος του Bauhaus στην Ελλάδα. Η ιδεοκεντρική και κοινωνιοκεντρική προσέγγισή του άσκησε μεγάλη επίδραση στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου της Αθήνας, η οποία συνεχίστηκε από καθηγητές – μαθητές του. Το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τις απόψεις και το έργο του Δεσποτόπουλου αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς η εννοιολογική προσέγγιση των σχεδιαστικών προβλημάτων ανήκει στα διεθνή ρεύματα της εκπαίδευσης των αρχιτεκτόνων.

Το ημιτελές Ωδείο Αθηνών στη γωνία των οδών Βασ. Κωνσταντίνου και Ρηγίλλης (1969-1976, κάτω), ήταν το μόνο κτίριο της πολύπαθης μελέτης του Πνευματικού Κέντρου της Αθήνας (1959-1969, επάνω) που υλοποιήθηκε.

Ηγετικές όμως μορφές της αρχιτεκτονικής «άνοιξης» του ’60 είναι ο Νίκος Βαλσαμάκης και ο Τάκης Ζενέτος. Με τα σπάνια χαρίσματα και τον ιδεαλιστικό ορθολογισμό του, ο νεωτεριστής Βαλσαμάκης θα συμβάλει αποφασιστικά στην μετακένωση διεθνών ρευμάτων. Το έργο του είχε και κοινωνική αποδοχή επειδή υπήρξε προϊόν συμφιλίωσης του νέου με το παλιό, δηλαδή της εξωγενούς νεωτερικότητας με νεοελληνικές παραδόσεις: την αστική αρχικά και τη λαϊκή αργότερα. Τα αστικά κτίριά του αυτών των χρόνων, παρά τη μοντέρνα μορφή τους, δεν αντιδικούν με τη νεοκλασική παράδοση της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής και τις εξελίξεις της. Τα σημαντικότερα όμως έργα του Βαλσαμάκη στην Αττική είναι μονοκατοικίες. Η εξοχική κατοικία Λαναρά στην Ανάβυσσο (1961) και το σπίτι του αρχιτέκτονα στη Φιλοθέη (1961) ανήκουν στις κορυφαίες επιδόσεις της ελληνικής αρχιτεκτονικής του ’60 από κατασκευαστική, λειτουργική και αισθητική άποψη. Πρόκειται για ολικά έργα τέχνης απολύτως συγκρίσιμα με μινιμαλιστικά αρχιτεκτονήματα διεθνώς αναγνωρισμένων μοντερνιστών, όπως είναι λ.χ. o ουγγρικής καταγωγής Marcel Breuer (1902-1981). Η μονοκατοικία  Βαλσαμάκη  στη Φιλοθέη (Νιόβης 22, 1961) επελέγη από άλλες 100 μονοκατοικίες  διακεκριμένων  αρχιτεκτόνων του κόσμου για την εικονογράφηση του έξωφύλλου πρόσφατης έκδοσης του οίκου  Taschen.

Η κατοικία του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα  Νίκου Βαλσαμάκη στη Φιλοθέη (Νιόβης, 1961). Ένα  κατασκευαστικά καινοτόμο αρχιτεκτόνημα, μινιμαλιστικής μορφολογίας.  

Σε διαφορετικό δρόμο κινήθηκε ο δεξιοτέχνης – οραματιστής Τάκης Ζενέτος, απόφοιτος της École des beaux-arts του Παρισιού. Αρνούμενος να δεχθεί τη μίζερη πραγματικότητα της μεταπολεμικής Αθήνας, αγωνίστηκε με πάθος για την πραγμάτωση πρωτοποριακών στόχων, όπως ήταν η χρήση προηγμένης τεχνολογίας, η ευελιξία, ο ηλιασμός και η ηλιοπροστασία, η εξοικονόμηση ενέργειας και υλικών, και το σπάσιμο του μοντέρνου κτιριακού κύβου. Με το βλέμμα στραμένο στο μέλλον και το γερό ταλέντο του, ο Ζενέτος δημιούργησε ορόσημα ποιοτικής αρχιτεκτονικής στη μεταπολεμική Αθήνα. Ορισμένα μάλιστα έργα του, που δεν υπάρχουν πιά, θεωρήθηκαν συμβολές στο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας του ’60. Πρόκειται για τις κατασκευαστικά και μορφοπλαστικά καινοτόμες μονοκατοικίες Νομικού στο Καβούρι με τον αιωρούμενο εξώστη (Δεχεράνης 32, 1959-1961) και στη Γλυφάδα (1961). Λόγω της δραστικής επέμβασης στο περιβάλλον της, η πρώτη χαρακτηρίστηκε ως ελληνικό “Fallingwater”. Το “Fallingwater” ήταν η θρυλλική μονοκατοικία Kaufmann επάνω από καταρράκτη, έργο του Frank Lloyd Wright (Mill Run, Πενσυλβάνια, 1936-1939).

Η μονοκατοικία Νομικού στο Καβούρι (Δεχεράνης 32, 1959-1961) που έχει κατεδαφιστεί. Μια κατασκευαστικά και μορφολογικά καινοτόμος δημιουργία του δεξιοτέχνη οραματιστή Τάκη Ζενέτου.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολλοί νέοι αρχιτέκτονες, αλλά και μοντερνιστές του Μεσοπολέμου, με την ομαδική δουλειά, τον θεσμό των πανελλήνιων διαγωνισμών, τη μαχητική αισιοδοξία και τη συσπείρωση γύρω από τον Σύλλογό τους, άρχισαν να επηρεάζουν την αρχιτεκτονική των δημοσίων κτιρίων της Αθήνας και, κυρίως, της επαρχίας. Οι παλιές και νέες αυτές αρχιτεκτονικές δυνάμεις ενστερνίζονται το αντιϊστορικό πνεύμα της γενιάς του ’30 και δείχνουν μια σταθερή προτίμηση σε αντισυμβατικά πρότυπα ή τάσεις του καιρού τους, όπως ήταν η διεθνής  αρχιτεκτονική του εμφανούς σκυροδέματος (new brutalism), που εγκαινίασε ο Le Corbusier και συνέχισαν οι επίγονοί του. Η δράση τους διέπεται από τον κοινωνικό ιδεαλισμό και τη στρουκτουραλιστική προσέγγιση της τότε πρωτοποριακής «Ομάδας των 10» (Team X), στην οποία ανήκε και ο Κανδύλης. Πρόκειται για επιλογές που αντιδικούν λίγο-πολύ με την αστική αρχιτεκτονική παράδοση και το συνεχές οικοδομικό σύστημα των ιστορικών πόλεων. Σε αυτό οφείλεται η αντίδραση που προκάλεσε η προσπάθεια της νέας αρχιτεκτονικής γενιάς να επιβάλει τον ανοίκειο κώδικα του Le Corbusier και των επιγόνων του στην  αρχιτεκτονική γοήτρου της Αθήνας. Τα αξιολογότερα έργα αυτής της τάσης πραγματοποιήθηκαν στο πανταχόθεν ελεύθερο οικοδομικό σύστημα. Ο εμβληματικός επιβατικός σταθμός του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (1961/62-1967, σήμερα Εκθεσιακό Κέντρο) σχεδιάστηκε στο πνεύμα ενός δομικού εξπρεσιονισμού από τους, βραβευμένους σε πανελλήνιο διαγωνισμό, αρχιτέκτονες Γιάννη Λιάπη (1922-1993) —καθηγητή στην έδρα Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων του Πολυτεχνείου της Αθήνας— και Ηλία Σκρουμπέλο (1921-2006). Δημιουργήθηκε ως επιβατηγός σταθμός για τα υπερωκεάνια και ως σταθμός αποχαιρετισμού των Ελλήνων μεταναστών προς ΗΠΑ και Αυστραλία.

O επιβατικός σταθμός του ΟΛΠ στην αποβάθρα του Αγίου Νικολάου, σήμερα κέντρο εκθέσεων, 1961-1962.
Ενα πρωτοποριακό  έργο των αρχιτεκτόνων Γιάννη Λιάπη και Ηλία Σκρουμπέλου.

Η Κεντρική Λαχαγορά Αθηνών στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη (1962-1963) η οποία καταλαμβάνει έκταση 200 στρεμμάτων ήταν ένα από τα σημαντικότερα έργα κοινής ωφέλειας αυτών των χρόνων. Πρόκειται για αγορά ωποροκηπευτικών, κρεάτων, πουλερικών και αυγών ανοικτού τύπου, όπως και το πρότυπό της, οι Halles της Μασσαλίας. Μορφοπλαστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν το κτίριο Διοίκησης και τα στέγαστρα της Νέας Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών από ανεπίχριστο, προεντεταμένο σκυρόδεμα. Έργο της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Μελετών του Υπουργείου Δημοσίων Έργων υπό τον ικανότατο αρχιτέκτονα – πολεοδόμο Προκόπη Βασιλειάδη αποτελεί πρωτότυπη έκφραση του διεθνούς μπρουταλισμού.

Η μοντέρνα Λαχαναγορά Αθηνών στου Ρέντη, 1962-1963, έργο της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Μελετών της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Αρχιτέκτων – πολεοδόμος: Προκόπης Βασιλειάδης. Συνεργαζόμενοι αρχιτέκτονες Γιώργος Μπόγδανος κ.ά.

Τέλος, ο ριζοσπάστης Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) αφήνει στην περιφέρεια της πρωτεύουσας τη σφραγίδα της κοσμοθεωρίας του με δύο έργα – αναφοράς της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για τη μονοκατοικία του τεχνοκριτικού Αλέξανδρου Ξύδη στη γωνία των οδών Αρχιμήδους & Κλειτομάχου (1961) και το εξοχικό σπίτι του Κ. Παπαπαναγιώτου στην Ανάβυσσο (48ο χλμ. της οδού Αθηνών-Σουνίου, 1961-1962). Τα δύο σπίτια εκφράζουν βιώσιμες αρχές του μεσοπολεμικού μοντέρνου κινήματος σε συνδυασμό με αξίες της μακραίωνης ελληνικής παράδοσης. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο κριτικός της αρχιτεκτονικής και ποιητής Friedrich Achleitner, «στέκουν μέσα στο αττικό τοπίο σαν να βρίσκονταν ανέκαθεν εκεί».

Η μονοκατοικία του τεχνοκριτικού και διπλωμάτη Αλέξανδρου Ξύδη, Αρχιμήδους και Κλειτομάχου, 1961. Μια πρωτότυπη σύνθεση νεωτερικότητας και παράδοσης του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη.

4.1967-1974. Οικοδομικός γιγαντισμός και αρχιτεκτονική κρίση

Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου 1967-1974 δεν είναι μόνο το ότι επιταχύνονται τα αρνητικά φαινόμενα της προηγούμενης φάσης, δηλαδή η άναρχη και ισοπεδωτική  ανάπτυξη της πρωτεύουσας, η ευτέλεια του αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού της, η κακοποίηση της ιστορίας της αλλά και του αττικού τοπίου. Είναι και η οριστική απώλεια του αστικού χαρακτήρα και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Αθήνας. Τα 13 αυτά χρόνια η ελληνική αρχιτεκτονική δοκιμάζεται από μια κρίση σύνθετη, που οφείλεται στη διεθνή αμφισβήτηση του δογματικού μοντερνισμού και σε τοπικές ιδιαιτερότητες.

Στην περίοδο αυτή, που χαρακτηρίστηκε ως «άγρια καπιταλιστική μεγέθυνση» της ελληνικής οικονομίας, η ποιοτική υστέρηση της δημόσιας αρχιτεκτονικής σε σχέση με την ιδιωτική αυξάνεται ραγδαία. Αυτό συμβαίνει παρά τις ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις που έφεραν την άνοδο της στάθμης των μελετών για τα δημόσια κτίρια.

Το μνημείο του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον περιβάλλοντα χώρο του στη λεωφόρο Βασ. Σοφίας, τοπόσημο της σύγχρονης Αθήνας, 1969. Έργο του  γλύπτη Γιάννη Παππά και του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Βοκοτόπουλου.
Το μνημείο σε φωτογραφία εποχής (επάνω) και σήμερα (κάτω).

Άλλα αξιόλογα κτίρια του δημόσιου τομέα, που ανήκουν στις πρωτότυπες κτιριολογικές λύσεις και εκφράσεις της αρχιτεκτονικής του εμφανούς σκυροδέματος είναι: το κτίριο γραφείων και σταθμός διανομής της ΔΕΗ (Γ΄ Σεπτεμβρίου 111 και Ρίζου, 1973-1977), έργο του αρχιτέκτονα Κλέωνα Κραντονέλλη (1912-1976) και ο κεντρικός σταθμός αυτοκινήτων του ΟΤΕ στην Καλλιθέα (Αγνώστου Στρατιώτου, Δοϊράνης, Σωκράτους και Πριάμου, 1969-1971), μελέτη Αρχιτεκτονικού Γραφείου 19/57, αρχιτέκτονες Νίκος Δεσύλλας [1926-2007] και Δημήτρης Κονταργύρης [γ. 1934]). Με φουτουριστική διάθεση ο Τάκης Ζενέτος θα σχεδιάσει ένα άλλο πολυσυζητημένο έργο του. Πρόκειται για το ρηξικέλευθο κυκλικό Γυμνάσιο & Λύκειο του Αγίου Δημητρίου (1970-1976), έκφραση  του οράματος του αρχιτέκτονα για  ένα ιδανικό σχολείο.Στη δημόσια αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας δεν σημειώνονται ουσιώδεις αλλαγές. Η προσπάθεια του δικτατορικού καθεστώτος να σφραγίσει την Αθήνα με μνημειώδη κτίρια αποβαίνει άκαρπη. Παρά τους πολυάριθμους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και τις άφθονες αναθέσεις μελετών, ο απολογισμός σε κτίρια γοήτρου, που να εκφράζουν τα τεχνοκρατικά και μικροαστικά ιδεώδη του δικτατορικού καθεστώτος, είναι πενιχρός. Οι περισσότερες βραβευμένες λύσεις αρχιτεκτονικών διαγωνισμών έμειναν στα χαρτιά. Ανάμεσά τους ο περιβόητος Ναός του Σωτήρος ή «Τάμα του Έθνους», για τον οποίο έγιναν τρεις διαγωνισμοί  (1970, 1971/1972, 1973). Στα έργα βιτρίνας της δικτατορίας ανήκουν ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός του 1968/1969 και οι πρώτες αναθέσεις μελετών του συγκροτήματος του Δικαστικού Μεγάρου της Αθήνας —Άρειος Πάγος, Εφετείο, Πρωτοδικείο, Ειρηνοδικείο— στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και τις οδούς Κυρίλλου Λουκάρεως, Κάλβου και Δεγλερή. Η αρχιτεκτονική μελέτη του Αρείου Πάγου εκπονήθηκε από την ομάδα των βραβευμένων αρχιτεκτόνων Ιάσωνα Ρίζου (1923-1996) και Δημήτρη Καταρόπουλου με κλασικότροπο ύφος και η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1981. Ένα από τα αξιολογότερα έργα αυτών των χρόνων, τα οποία προέκυψαν από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ήταν το μνημείο του Ελευθερίου Βενιζέλου στη λεωφόρο Βασ. Σοφίας (1969). Τον ορειχάλκινο ανδριάντα του μεγάλου πολιτικού φιλοτέχνησε ο γλύπτης, καθηγητής της Α.Σ.Κ.Τ. και ακαδημαϊκός Γιάννης Παππάς (1913-2005). Την διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου σχεδίασε με έμπνευση ο αρχιτέκτων Παναγιώτης Βοκοτόπουλος (γ. 1930), επιμελητής στην έδρα Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων του Πολυτεχνείου της Αθήνας.

Η οικονομική άνοδος ώς την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η δημιουργία του θεσμικού πλαισίου για μια έντονα κερδοσκοπική ανοικοδόμηση, με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολεοδομικές συνέπειές τους, εκφράστηκαν κυρίως στην εμπορική αρχιτεκτονική, τις τουριστικές εγκαταστάσεις και τις πολυτελείς μονοκατοικίες.

Ο αμφιλεγόμενος αθηναϊκός «ουρανοξύστης» αποτελεί τη  θεαματικότερη εξέλιξη αυτών των χρόνων. Πρόκειται για τους πύργους γραφείων, διαμερισμάτων και ξενοδοχείων, που με τη μοναχική υπεροψία τους λειτουργούν ως σημεία έξαρσης στον πολεοδομικό ιστό. Εδώ ανήκουν οι γυάλινοι πύργοι γραφείων-καταστημάτων του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα (γ. 1931) και των συνεργατών του, οι οποίοι αποτελούν καλαίσθητες μιμήσεις αμερικανικών και ευρωπαϊκών προτύπων υψηλής τεχνολογίας και πολυτελών υλικών. Πρόκειται για τον Πύργο των Αθηνών (1968-73, αρχιτέκτων Ι. Βικέλας σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Ι. Κυμπρίτη), τον οποίο θα ακολουθήσουν και άλλοι, όπως ο πύργος Αtrina στο Μαρούσι (μ. 1975-1976, αρχιτέκτων Ι. Βικέλας). Ο γυάλινος ουρανοξύστης όμως υπήρξε ένα βραχύβιο πείραμα της εμπορικής αρχιτεκτονικής στην πρωτεύουσα. Αντίθετα, η χρήση του γυαλιού στον σχεδιασμό κτιρίων γραφείων, η οποία έχει αρχίσει δέκα χρόνια νωρίτερα, συνεχίζεται μέχρι σήμερα είτε με την αμιγή μορφή του υαλοπετάσματος είτε σε πιο στιβαρές κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος εμφανούς ή επενδεδυμένου.

Ο Πύργος των Αθηνών, πρώτος γυάλινος  «ουρανοξύστης»  γραφείων – καταστημάτων της  Αθήνας, Βασ. Σοφίας και Μεσογείων 2-4, 1971-1937. Αρχιτέκτων: Ιωάννης  Βικέλας σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Ιωάννη  Κυμπρίτη.

Οι πύργοι κατοικιών, παρά την εξελιγμένη δομική και ηλεκτρομηχανολογική τεχνολογία τους, δεν ήταν συνήθως παρά απλές μεγεθύνσεις της αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’60. Στις εξαιρέσεις ανήκει το συγκρότημα Δίφρος στην Αγία Βαρβάρα από εμφανές σκυρόδεμα  (μ. 1971, αρχιτέκτων Αλέξανδρος Τομπάζης, συνεργάτης αρχιτέκτων Δημήτρης Διαμαντόπουλος). Το συγκρότημα αυτό,  καρπός μιας έντονα πλαστικής διάθεσης και δημιουργικής αφομοίωσης ιαπωνικών επιδράσεων, προκύπτει από την αντισυμβατική κάτοψη και ενσωματώνει πρωτοπόρες λύσεις για την ελληνική οικοδομική πρακτική. Όμως ο αθηναϊκός «ουρανοξύστης» και το σύστημα της προκατασκευής, που δοκιμάστηκε πειραματικά από μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες σε συγκροτήματα προαστιακών κατοικιών, δεν είχε μέλλον στην ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας, γιατί υπερέβαινε τις δυνατότητες της εγχώριας αγοράς.

Άλλες χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του τεχνοκρατικού και λαϊκιστικού κλίματος της επταετίας 1967-1974 ήταν: (α) ο γιγαντισμός των τουριστικών συγκροτημάτων και ξενοδοχείων που θα κατακλύσουν τον ελληνικό χώρο, αφανίζοντας τοπία μοναδικής ομορφιάς. β) τα τεράστια εκπαιδευτικά συγκροτήματα όλων των βαθμίδων στα λεκανοπέδια της Αττικής, με την απάνθρωπη μονοτονία και τη σκληρή, μπετονένια  μορφή τους. (γ) η δυνατότητα νομιμοποίησης των αυθαιρέτων, η οποία παρέχεται από τον Αναγκαστικό Νόμο 410/1968 και αποτελεί ένα άνοιγμα της δικτατορίας προς τους κατοίκους της περιφέρειας της Αθήνας, αλλά και τους οικιστές παραθεριστικών  περιοχών της Αττικής. και (δ) οι επαύλεις της ανανεωμένης ηγετικής τάξης του ’70 με την καινοφανή όψη, την αστραφτερή πολυτέλεια, τις εκκεντρικότητες ή την αρχοντολαϊκή τους γραφικότητα, οι οποίες ήταν έργα του παλιού και νέου αρχιτεκτονικού κατεστημένου.

Αρχιτεκτονική ποιότητας θα συνεχίσει να παράγεται στο περιθώριο των κυρίαρχων αυτών τάσεων τόσο από τους παλαιότερους όσο και από τους νέους δημιουργούς. Το συγκρότημα της Θεολογικής Σχολής στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου ανήκει στις αξιόλογες εφαρμογές του μπρουταλιστικού κώδικα του Le Corbusier και της στρουκτουραλιστικής προσέγγισης της «Ομάδας των 10» (Team X). Σχεδιάστηκε το 1970-1976 από τους αρχιτέκτονες – επιμελητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π. Λάζαρο Καλυβίτη (1938-2018) και Γιώργο Λεονάρδο (γ. 1940), ύστερα από βράβευσή τους σε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό.

Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου, μελέτη 1970-1976.
Αρχιτέκτονες: Λάζαρος Καλυβίτης και Γιώργος Λεονάρδος.

Δημιουργικό και μεγάλης επιρροής υπήρξε το αποτέλεσμα της αντίδρασης δύο νέων αρχιτεκτόνων στον βαλτωμένο τύπο της αστικής πολυκατοικίας του κέντρου της Αθήνας. Πρόκειται για τους ιδρυτές του Εργαστηρίου 66 Δημήτρη Αντωνακάκη (γ. 1933) και Σουζάνα Αντωνακάκη (γ. 1935) οι οποίοι, με την καινοτόμο πολυκατοικία τους στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη 118, αξιοποιούν ευφάνταστα τη δυσμενή νομοθεσία και εξαντλούν σχεδόν τα περιθώρια εξέλιξης του κτιριακού αυτού είδους από άποψη τυπολογίας, μορφής και εναλλακτικών τρόπων παραγωγής. Υιοθετώντας τους προβληματισμούς των φίλων τους – μελών του διεθνούς Τeam Χ, οι οποίοι αντιμετώπισαν την αρχιτεκτονική ως σύνθετο φαινόμενο —πολεοδομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, τεχνικό, οικονομικό—, αλλά και τις υποθήκες του Δημήτρη Πικιώνη σε συνδυασμό με βιωμένες μνήμες τους από την  ελληνική λαϊκή παράδοση, οι δύο αρχιτέκτονες εισάγουν μια διαφορετική άποψη για την πολυκατοικία. Βασικά γνωρίσματα αυτής της άποψης είναι η ελεύθερη οργάνωση του εσωτερικού χώρου με τη βοήθεια μιας πολύπλοκης πορείας/κίνησης, οι πολυσήμαντες σχέσεις ιδιωτικότητας και κοινωνικών οικογενειακών λειτουργιών, κλειστού και υπαίθριου χώρου, κτίσματος και πόλης, η γραφικότητα των υλικών και λεπτομερειών στα πολυεπίπεδα διαμερίσματα και τα έντονά χρώματά τους. 

Πολυκατοικία  στην οδό Εμμ. Μπενάκη 118, 1972-1975. Εργαστήριο 66 – Αρχιτέκτονες: Δημήτρης και Σουζάνα Αντωνακάκη.

 

Η Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ είναι ιστορικός της Αρχιτεκτονικής και Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών

Επιλογή βιβλιογραφίας

  • Achleitner, Fr. (1965), “Ein Griechischer Baumeister. Neues Bauen kritisch betrachtet: Aris Konstantinidis”, σε: Die Presse, Wien, 13/14.02.1965.
  • Αντωνιάδης Α. Κ., Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Εκδόσεις ελληνικού αρχιτεκτονικού περιοδικού Άνθρωπος + Χώρος, 1979.
  • Aesopos Y., Simeoforidis Y. (ed.), Landscapes of modernisation. Greek Architecture 1960s and 1990s, Athens: Metapolis Press, 1999.
  • Βαλσαμάκης Ν., Νίκος Βαλσαμάκης, Αρχιτέκτων, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη, 2007.
  • Cofano, P. & Konstantinidis, D. (eds.), Aris Konstantinidis 1913-1992, Milano: Electaarchitettura, 2010.
  • Constantopoulos Ε. (ed), Nicos Valsamakis, London: 9H Publications, 1984.
  • Γιακουμακάτος Α., Ελληνική Αρχιτεκτονική στον 20ό αιώνα, Αθήνα: Gutenberg, 2017.
  • Δοξιάδης Κ., Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης. Κείμενα, σχέδια, οικισμοί, Αθήνα: Ίκαρος, 2006.
  • Δουμάνης Ορ. (επιμ.), Τάκης Χ. Ζενέτος, 1926-1977, Αθήνα: έκδοση «Αρχιτεκτονικών Θεμάτων», 1978.
  • Δουμάνης Ορ., Μεταπολεμική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα 1945-1983 (Post-War Architecture in Greece 1945-1983), Αθήνα: Έκδοση «Αρχιτεκτονικών Θεμάτων», 1984.
  • Fessas-Emmanouil H., “Public Architecture in Modern Greece”, in: New Public Buildings by Antonakakis, Tombazis, Valsamakis, (Exhibition Catalogue of the Greek Participation at the 5th International Exhibition of Architecture/Biennale di Venezia, 1991), Athens: Greek Ministry of Culture, 1991.
  • Frampton K., Atelier 66. The architecture of Dimitri and Suzana Antonakakis, New York: Rizzoli, 1985.
  • Κανδύλης Γ., Γιώργος Κανδύλης. Ζωή και έργο, Αθήνα: Ερμής, 1985.
  • Καρδαμίτση-Αδάμη Μ., Ο κόσμος του Εμμανουήλ Βουρέκα, Αθήνα: Εκδόσεις «Μέλισσα», 2012.
  • Κιτσίκης Κ., «Πολεοδομικά και αισθητικά προβλήματα της αναμορφούμενης πόλεως των Αθηνών», Αρχιτεκτονική, 15-16/1959, Μάιος-Αύγ., σ. 12-17.
  • Κονταράτος Σ. – Wang W. (επιμ.) – Γιακουμακάτος Α. (επιμ. ελληνικής έκδοσης), Αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Ελλάδα, Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, Αθήνα – Deutsches Architektur-Museum (Φραγκφούρτη) – Prestel (Μόναχο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη), 2000.
  • Loyer F., Architecture de la Grèce contemporaine, Université de Paris / Faculté des Lettres et Sciences Humaines, 1966, σσ. 714-719, 764-766, 784, 785, Annexe 1, σσ. 47, 56, 60, (πολυγραφημένη διδακτορική διατριβή).
  • Παπαϊωάννου Ι., Βασιλικιώτη Ε., Αμπαδογιάννη Β., Ζαβερδινού Ο., Δάνου Ι., Δάρα Μ., Η Κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική Δραστηριότης, Αθήνα: έκδοση ΤΕΕ, 1975.
  • Πικιώνης Δ., Έργα Ακροπόλεως, Αθήνα: Ίνδικτος, 2001.
  • Πικιώνης Δ., Όλο το έργο του, Αθήνα: Μπάστας – Πλέσσας, 1994.
  • Κωνσταντινίδης Α., Άρης Κωνσταντινίδης. Μελέτες + Κατασκευές, Αθήνα: Άγρα, 11981, ανατ. 1992.
  • Σακελλαρίου Ε. – Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., Π. Α:. Σακελάριος, Αρχιτέκτων / P.A. Sakellarios. An architect’s vision , Αθήνα: Ποταμός, 2006.
  • Σαρηγιάννης, Γ., Μ. Αθήνα 1830-2000. Εξέλιξη – Πολεοδομία – Μεταφορές, Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία, 2000.
  • Σαρηγιάννης, Γ., Τα ρυθμιστικά σχέδια Αθηνών και οι μεταβολές των πλαισίων τους, gr 2010 (http://www.greekarchitects.gr/gr/αρχιτεκτονικες-ματιες/τα-ρυθμιστικά-σχέδια-αθηνών-και-οι-μεταβολές-των-πλαισίων-τους-id3464).
  • Σύγχρονος Οικοδομική. Πολεοδομία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη & Τεχνική, Αθήνα: Χ. Γ. Κορνάρος & Σία, 1961.
  • Τραυλός, Ιωάννης (1967), Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Αθήναι: Έκδοσις Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, 1957.
  • Τσακόπουλος Π., Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Καλειδοσκόπιο, 2014.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Αρχιτεκτονική επίσημη και ‘γοήτρου’ στη μεταπολεμική Ελλάδα 1945-1975 / Prestige Architecture in post-war Greece: 1945-1975», Θέματα Χώρου + Τεχνών, 15/1984, σ. 34-73.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Η παρουσία της ελληνικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας στο διεθνή ορίζοντα», σε: Οι Έλληνες του Κόσμου, Αθήνα: Άποψη/Οργανισμός «Θεσσαλονίκη. Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», 1997, σ. 75-83.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ε., Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα, 2001.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ Ε. (επιμ.), Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία. Αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, μέλη της Εταιρείας, Αθήνα: Ποταμός, 2006.
  • Φιλιππίδης Δ., Νεοελληνική Αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Αθήνα: Μέλισσα, 1984.
  • Vassiliadis P., General Plan of the Greater Athens Area, 1975