Βασίλης Ν. Κολλάρος
Ο τορπιλισμός της «Έλλης». Ο φασισμός σε ρόλο πειρατή
Ο τορπιλισμός της «Έλλης» από ιταλικό υποβρύχιο, ανοικτά του λιμανιού της Τήνου, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940, είναι γεγονός «μοναδικόν εις τα ναυτικά χρονικά του κόσμου».[i] Επρόκειτο για καθαρά «πειρατικήν ενέργειαν» με σκοπό να ασκήσει πίεση στο καθεστώς Μεταξά, για να μεταβάλλει τη διπλωματική του θέση (αυστηρή ουδετερότητα) μεταξύ των εμπόλεμων, Άγγλων και Ιταλών, στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Μπορεί, όμως, να εκληφθεί και ως «τιμωρία» για την αγγλόφιλη, κατά τους Ιταλούς, στάση της Ελλάδας. Υπό μια άλλη οπτική, αποτελούσε προμήνυμα της καθυπόταξης της Ελλάδας, που τόσο επεδίωκε ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι.[ii]
Το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης δεν έκρυψε ποτέ τις επεκτατικές εδαφικές βλέψεις του, σε βάρος των γειτόνων της Ιταλίας, με σκοπό τη δημιουργία του ιταλικού mare nostrum. Το επεισόδιο της Κέρκυρας (Αύγουστος του 1923), η απόσπαση του Φιούμε από τη Γιουγκοσλαβία,[iii] η κατάκτηση της Αιθιοπίας (Αβησσυνία) το 1936[iv] και η κατάληψη της Αλβανίας (Απρίλιος του 1939),[v] αποτέλεσαν όψεις του ίδιου στρατηγικού σχεδίου.[vi]
Η διεθνής (εμπόλεμη) πραγματικότητα
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Αυγούστου του 1940, πάνω από τη Θάλασσα της Μάγχης και τις νότιες ακτές της Βρετανίας διεξαγόταν ένας αγώνας μέχρι εσχάτων, με τη γερμανική πολεμική αεροπορία να επιτίθεται και την αντίστοιχη βρετανική να προσπαθεί να απωθήσει τους εναέριους εισβολείς. Επρόκειτο για τη «Μάχη της Αγγλίας», μια από τις σημαντικότερες σελίδες της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Να σημειώσουμε, ότι η πιο δραστήρια μέρα της «Μάχης της Αγγλίας», αναφορικά με τις εξόδους της γερμανικής αεροπορίας, ήταν η 15η Αυγούστου.[vii]
Είχε προηγηθεί, βέβαια, η ήττα και συνθηκολόγηση της Γαλλίας, γεγονός που κατέστησε τον Χίτλερ κυρίαρχο της Ευρώπης. Στις 10 Ιουνίου του 1940, όταν η γαλλική αντίσταση είχε καμφθεί μπροστά στη γερμανική επέλαση, ο Ιταλός δικτάτορας κήρυξε και αυτός τον πόλεμο τόσο κατά της Γαλλίας όσο και κατά της Βρετανίας. Η Ιταλία δραστηριοποιήθηκε έντονα στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής,[viii] σχεδιάζοντας να εισβάλει στη βρετανική Αίγυπτο και εξαπολύοντας σειρά επιθέσεων από τις βάσεις της στη Λιβύη με απώτερο σκοπό την κατάληψη του Σουέζ,[ix] ενώ για να πετύχουν τα ιταλικά όπλα μια εύκολη νίκη, αρχές Αυγούστου του 1940, εισέβαλλαν στη Σομαλία, η οποία αποτελούσε αγγλικό προτεκτοράτο.[x]
Η εξασθένιση της παρουσίας των ναυτικών δυνάμεων της Μεγάλης Βρετανίας σε όλους τους θαλάσσιους δρόμους του Ατλαντικού, της Μεσογείου, της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού ωκεανού, υπήρξε πρωταρχικός στόχος του Άξονα. Η Ιταλία ήταν αυτή που προσπάθησε να απονευρώσει τους Βρετανούς στη Μεσόγειο. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Βρετανών, οι ναυτικές δυνάμεις τους στη περιοχή αυτή παρουσίαζαν αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών, ενώ, σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι τελευταίοι απέφευγαν τις κατά θάλασσαν συγκρούσεις με τους Βρετανούς, ρίχνοντας το βάρος στην ιταλική πολεμική αεροπορία.[xi]

Ανησυχητικά σημάδια και ελληνική «αντίδραση»
Πριν, όμως, φτάσουμε στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στις 15 Αυγούστου 1940, έξω από το λιμάνι της Τήνου, θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε σε μια σειρά από εχθρικές ενέργειες της Ιταλίας σε βάρος της χώρας μας το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, γεγονός που προμήνυε ότι ο πόλεμος ήταν κοντά, παρ’ όλο που ο Μεταξάς ήθελε να τον αποφύγει με κάθε τρόπο.
Η σημαντικότερη από αυτές ήταν ο βομβαρδισμός, στις 12 Ιουλίου, εν καιρώ ειρήνης, του πλοίου φάρων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού «Ωρίων», εντός του κόλπου του Κισσάμου στη Κρήτη. Νέες επιθέσεις κατά πλοίων του ελληνικού στόλου διενεργήθηκαν την 30η Ιουλίου, όταν ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», καθώς και δυο ελληνικά υποβρύχια, τα οποία ήταν προσορμισμένα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Στις 2 Αυγούστου, ιταλικό αεροσκάφος έριξε βόμβες κατά του πλοιαρίου Α6, το οποίο ήταν καταδιωκτικό λαθρεμπορίου της οικονομικής αστυνομίας, μεταξύ Αίγινας και Σαλαμίνας. Παράλληλα με τους βομβαρδισμούς των πλοίων, οι Ιταλοί πραγματοποιούσαν και συχνές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, ενώ στις 11 Αυγούστου 1940 Ιταλία σκηνοθέτησε δύο ελληνοαλβανικά επεισόδια στην περιοχή της Θεσπρωτίας (Τσαμουριάς).[xii]
Το καθεστώς Μεταξά, με συνεχείς ρηματικές διακοινώσεις, διαμαρτυρόταν για τις επιθέσεις κατά των μονάδων του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και διατράνωνε την αυστηρή ουδετερότητα της χώρας έναντι των εμπόλεμων.[xiii] Ο ίδιος υιοθέτησε πολιτική κατευνασμού έναντι των επιθετικών ενεργειών της φασιστικής Ιταλίας με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Έλλης».[xiv] Είτε τις υποβάθμιζε, είτε τις απέκρυπτε από τον ελληνικό λαό. Απόδειξη αποτελούν τα δημοσιεύματα του λογοκριμένου Τύπου της περιόδου, που ασχολούνταν με τις προετοιμασίες για τον εορτασμό της πρώτης τετραετίας της «ιστορικής» επετείου της 4ης Αυγούστου, χωρίς καμία αναφορά στις επιθετικές ενέργειες της Ιταλίας.[xv]
Είναι γεγονός ότι η ιταλική προκλητικότητα είχε αποθρασυνθεί μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας (22.6.1940). Οι σπασμωδικές κινήσεις της Ρώμης είχαν σκοπό η Ελλάδα να εγκαταλείψει την ουδετερότητα. Επίσης, ο Μουσολίνι επιθυμούσε τον έλεγχο των ναυτικών κινήσεων των Άγγλων στο Αιγαίο, ενώ πίστευε ότι ο Μεταξάς προσέφερε κάλυψη, υποστήριξη και διευκολύνσεις στα πλοία και υποβρύχια του βρετανικού στόλου της Μεσογείου.[xvi]
Ο Μεταξάς, από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να εξισορροπήσει την ιταλική επιθετικότητα, αναπτύσσοντας στενότερες σχέσεις με την Αγγλία, της οποίας τα συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο πλήττονταν καίρια από τα ιταλικά επεκτατικά οράματα. Σύμφωνος με τις κινήσεις του, ήταν και ο αγγλόφιλος βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των στενών σχέσεων, που υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, είναι το γεγονός ότι ο Μεταξάς πρότεινε το 1938 στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία όμως το Λονδίνο απέρριψε. Παρ’ όλα αυτά, η εισβολή του ιταλικού στρατού στην Αλβανία, οδήγησε τη Γαλλία και τη Βρετανία να παράσχουν εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.[xvii]
Αναφορικά με τα εμπορικά πλοία των ουδέτερων κρατών, όπως η Ελλάδα, η ιταλική κυβέρνηση, με διακοίνωσή της στις 15 Ιουνίου 1940, κατέστησε γνωστό στις κυβερνήσεις των ουδέτερων κρατών ότι «συνεπεία των μέτρων αποκλεισμού τα οποία εχθρικαί χώραι έλαβον απέναντι της Ιταλίας, είνε αύτη υποχρεωμένη να δηλώση ότι τα εμπορικά ατμόπλοια τα κατευθυνόμενα εις εχθρικούς λιμένας θα εταξείδευον υπό ιδίαν των ευθύνην διά τους κινδύνους τους οποίους θα διέτρεχον εφ’ όσον θα ευρίσκοντο εντός ζώνης τριάκοντα μιλίων από των εχθρικών ακτών».[xviii]
Το γεγονός αυτό ανάγκασε το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικών να εκδώσει με τη σειρά του ανακοίνωση. με την οποία καλούσε όλα τα ελληνικά εμπορικά σκάφη να πλέουν με προσοχή στις εμπόλεμες ζώνες, διότι σημειώνονταν συχνά τορπιλισμοί ακόμα και ουδέτερων πλοίων, ενώ στην ίδια ανακοίνωση γινόταν λόγος ότι όλοι οι μεσογειακοί λιμένες των εμπολέμων ήταν επικίνδυνοι και συνεπώς έπρεπε να αποφεύγονται.[xix] Επιπλέον, τα ελληνικά πλοία είχαν ζωγραφισμένη την ελληνική σημαία στα πλευρά τους, ώστε να αποδεικνύουν την εθνικότητά τους.
Ακόμα, η ιταλική επιθετικότητα ανάγκασε το ελληνικό Υπουργείο των Ναυτικών να διατάξει την αποκέντρωση των δυνάμεων του ελληνικού στόλου (Ναύπακτος, Μήλος, Ναύσταθμος).[xx] Μη ξεχνάμε, ότι τα Δωδεκάνησα τελούσαν υπό ιταλική κυριαρχία και η κίνηση των Ιταλών στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο ήταν αμείωτη. Ο τότε Αρχηγός Στόλου, Επαμεινώνδας Καββαδίας, διαφωνούσε κάθετα με την απόφαση για διασπορά των πλοίων, διότι, κατά τον ίδιο, «το μέτρον της αγκυροβολίας πολεμικών εις ανοικτούς, απροασπίστους όρμους», τα καθιστούσε εύκολους στόχους, ενώ δεν απέκλειε και αιφνιδιαστική επίθεση, δίχως να έχει κηρυχθεί πόλεμος.[xxi]

Έφτασε μάλιστα μέχρι τον ίδιο τον Μεταξά σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσει, ώστε τα πολεμικά πλοία να αποσυρθούν από τη Ναύπακτο και την Μήλο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πέτυχε, όμως, να αντικατασταθούν τα νεότερα πολεμικά, που στάθμευαν στις συγκεκριμένες περιοχές, με παλαιότερα.[xxii] Ως εκ τούτου, η μεγαλύτερη σε ηλικία «Έλλη», μαζί με τον «Αετό», απέπλευσαν για τη Μήλο για να αντικαταστήσουν τα νεότερα πλοία, που αγκυροβολούσαν στο συγκεκριμένο λιμάνι.[xxiii]
Ωστόσο, η παραμονή της «Έλλης» και του «Αετού» στη Μήλο αποτέλεσε μόνιμο πονοκέφαλο για τον Καββαδία. Διέταξε, λοιπόν, για όσο διάστημα τα δυο πολεμικά θα βρίσκονταν εκεί, να παραμένουν σε κατάσταση ετοιμότητας και σε απόσταση το ένα από το άλλο. Γενικώς, η Μήλος είχε τραβήξει την προσοχή των Ιταλών, καθώς πίστευαν ότι αποτελούσε αγκυροβόλιο αγγλικών πλοίων, με συνέπεια να εκτοξεύουν απειλές κατά της Ελλάδας.[xxiv] Η κατάσταση είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο καχυποψίας, που ο Έλληνας Αρχηγός Στόλου ενημέρωνε τον Ναυτικό Ακόλουθο της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα για κάθε κίνηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού,[xxv] ούτως ώστε να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις.
Το ζήτημα της θρησκευτικής παράδοσης
Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση ενέκρινε την αποστολή τμήματος στρατού και πολεμικού πλοίου στη Τήνο κατά την εορτή του Ευαγγελισμού, αλλά και τον Δεκαπενταύγουστο, για την απόδοση τιμών στη Μεγαλόχαρη. Τον Αύγουστο, όμως, του 1940 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι ανώτατοι αξιωματικοί του Ναυτικού ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι με την αποστολή πλοίου, από τη στιγμή που οι Ιταλοί «αλώνιζαν» στο Αιγαίο και είχαν προκαλέσει τόσα επεισόδια. Η κατάσταση αυτή, είχε θέσει τον στόλο σε κατάσταση αυξημένης επαγρύπνησης.
Ο Καββαδίας πρότεινε να αποσταλεί το «Βασιλεύς Γεώργιος», ως πιο σύγχρονο από το γερασμένο «Έλλη», κατασκευής του 1912. Τελικά, σε ειδική σύσκεψη, στην οποία δεν συμμετείχε ο Αρχηγός Στόλου, αποφασίστηκε να σταλεί το «εύδρομον Έλλη», ενώ η σκέψη για αποστολή και άλλων δυο πλοίων εγκαταλείφθηκε λόγω των επιχειρησιακών σχεδίων του Πολεμικού Ναυτικού. Να σημειώσουμε εδώ, ότι το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, ήδη από την 1η Αυγούστου, είχε ζητήσει με αίτημά του προς το Υπουργείο Ναυτικών, την αποστολή πολεμικού πλοίου.[xxvi]

Το «Έλλη», εκτελώντας διαταγές του Υπουργείου Ναυτικών, αναχώρησε από το λιμάνι του Αδάμαντα της Μήλου στην 01.00 τα μεσάνυχτα της 14ης προς 15ης Αυγούστου, προφανώς προκειμένου να πραγματοποιήσει το ταξίδι με την ασφάλεια της νύκτας.[xxvii] Οι οδηγίες του Καββαδία προς τον κυβερνήτη του πλοίου Άγγελο Χατζόπουλο ήταν αυστηρές, αναφορικά με την επικινδυνότητα της αποστολής. Ήταν ξεκάθαρο ότι περίμεναν ιταλική επίθεση, δεδομένου ότι τα στεγανά διαμερίσματα ήταν συνεχώς κλειστά σε όλη τη διάρκεια του πλου.[xxviii] Το πλήρωμα δεν έπαψε να επαγρυπνά, διότι το πλοίο δεν διέθετε συστήματα παρακολούθησης του περιβάλλοντα χώρου.
Το πρωινό της 15ης Αυγούστου 1940
Στις 06.25 το πρωί της Πέμπτης 15 Αυγούστου, η «Έλλη» αγκυροβόλησε γύρω στα 550 μέτρα από τον πράσινο φανό του λιμενοβραχίονα του λιμανιού της Τήνου. Δεν εισήλθε εντός του λιμένα, όπου θα ήταν σαφώς καλύτερα προστατευμένο, διότι ήταν αβαθή τα νερά.[xxix]
Από τη στιγμή που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, και μάλιστα χωρίς την προστασία κάποιου όρμου, αν δέχονταν επίθεση από αέρος διέθετε τουλάχιστον τα αντιαεροπορικά του όπλα. Ωστόσο, ήταν εντελώς ανίσχυρο να αντιδράσει και να κινηθεί σε περίπτωση επίθεσης υποβρυχίου. Η «Έλλη» δεν έφερε βόμβες, οι οποίες άλλωστε «εν όρμω ήσαν άχρησται», καθότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν είχε εφοδιαστεί με «βομβοβόλα» μεγάλου βεληνεκούς.[xxx]
Μόλις το πλοίο κατέπλευσε στην Τήνο, μετέβη σε αυτό λιμενικός για να συγκεκριμενοποιηθούν οι λεπτομέρειες της ώρας εξόδου του αγήματος, που ορίστηκε περί τις 10:30. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί αποσύρθηκαν στα διαμερίσματά τους προς ανάπαυση.[xxxi]

Περί τις 07.00 εμφανίστηκε στον ορίζοντα ένα αεροπλάνο, το οποίο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αξιωματικών που βρίσκονταν στο κατάστρωμα τη στιγμή εκείνη, αναγνωρίστηκε ως ιταλικό. Οι ίδιες μαρτυρίες μας δίνουν την πληροφορία, ότι το συγκεκριμένο αεροπλάνο κατόπτευσε για αρκετή ώρα το αγκυροβόλιο της «Έλλης». Ωστόσο, δεν μπορούσε να βληθεί από την «Έλλη», αν πρώτα αυτό δεν άνοιγε πυρ κατά του ελληνικού πολεμικού.
Στις 08.00 ακριβώς έγινε η έπαρση της σημαίας του πλοίου και ταυτόχρονα μεγάλος σημαιοστολισμός του λόγω της εορτής.[xxxii] Μισή σχεδόν ώρα αργότερα, στις 08.25, «ισχυροτάτη δόνησις ετάραξε το πλοίον».[xxxiii] Η «Έλλη» είχε δεχθεί τορπίλη στα δεξιά ύφαλά της, στο ύψος του δευτέρου λεβητοστασίου, με αποτέλεσμα να προσκληθεί έκρηξη του λέβητα, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε λειτουργία. «Από το προκληθέν εκ της τορπίλλης τεράστιον ρήγμα εισήλθον ακατασχέτως εις τα ύφαλά της άφθονα ύδατα, τα οποία και τα κατέκλυσαν».[xxxiv] Ευτύχημα ήταν το γεγονός ότι δεν ανατινάχθηκαν οι αποθήκες των πυρομαχικών του σκάφους, οπότε εκεί η τραγωδία θα λάμβανε διαστάσεις «ανατριχιαστικάς».[xxxv]
Όταν ακούστηκε ο κρότος, πολλοί που βρίσκονταν στον Ιερό Ναό της Μεγαλόχαρης και γύρω από αυτόν, πίστευαν ότι το πολεμικό ρίχνει τιμητικές βολές.[xxxvi] Ωστόσο, στο κατάστρωμα του πλοίου επικράτησαν σκηνές αλλοφροσύνης. Τα πάντα είχαν καλυφθεί από ατμό και συντρίμμια, ενώ στη δεξιά πλευρά του πλοίου μέχρι την ίσαλο γραμμή υπήρχε μια κάθετη ρωγμή. Πολλοί τραυματίες ήταν κατάμαυροι από το πετρέλαιο που χύθηκε από τα σπλάχνα του πλοίου, ενώ άλλοι βρίσκονταν στη θάλασσα από την έκρηξη. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα είχαν την αίσθηση, ότι η δόνηση που δέχτηκε το πλοίο προέρχονταν είτε από έκρηξη των πυρομαχικών είτε από βόμβες αεροσκάφους.[xxxvii]
Όταν ο κυβερνήτης και το πλήρωμα της «Έλλης» αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί πραγματικά, ξεκίνησαν αμέσως οι προσπάθειες διάσωσης του πλοίου. Ο Χατζόπουλος διέταξε την τοποθέτηση ρίπου (καραβόπανο), στο σημείο που είχε δημιουργηθεί άνοιγμα, με σκοπό να σταματήσει η εισροή υδάτων στο πλοίο, αλλά ο ύπαρχος του ανέφερε ότι ο ρίπος είχε εκτιναχθεί στη θάλασσα.[xxxviii] Όσον αφορά την κίνηση των μηχανών, ο πρώτος μηχανικός ενημέρωσε τον κυβερνήτη ότι αν και οι μηχανές ήταν άθικτες, ο εν λειτουργία λέβητας είχε ανατιναχθεί. Επιπλέον, υπήρχαν διαρροές στο δεύτερο και στο τρίτο λεβητοστάσιο, ενώ είχαν σπάσει και όλες οι ατμοσωλήνες. Επομένως, ούτε κίνηση μηχανών υπήρχε, αλλά ούτε και ηλεκτρικές αντλίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν γιατί δεν υπήρχε ρεύμα. Επίσης, ο κυβερνήτης αρνήθηκε να επιτρέψει «κατάκλιση» πυριτιδαποθηκών (πλημμύρισμα με θαλασσινό νερό, ώστε να αχρηστευτεί η γόμωση των πυρομαχικών), διότι δεν επιθυμούσε, και πολύ σωστά, να βαρύνει επιπλέον το σκάφος.[xxxix]


Δεν απέμεινε, λοιπόν, τίποτα άλλο παρά από την προσάραξη στα αβαθή για την οποία υπήρχαν ελπίδες, διότι παραδόξως το πλοίο βυθιζόταν αργά. Ο Χατζόπουλος διέταξε να αποκοπεί η άγκυρα του πλοίου, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο παρ’ όλες τις προσπάθειες των αξιωματικών, διότι δεν είχαν τα κατάλληλα εργαλεία, αλλά ούτε και ήταν δυνατό να βρεθούν μέσα στα συντρίμμια. Όπως, επίσης, ήταν αδύνατη η «αποκρίκωσις» (αποδέσμευση) της αλυσίδας του πλοίου, που το τραβούσε προς το βυθό.[xl] Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο Χατζόπουλος ζήτησε ρυμούλκηση από τα επιβατικά ατμόπλοια που βρίσκονταν εντός του λιμανιού της Τήνου. Παράλληλα, λέμβοι και καΐκια περισυνέλλεγαν τους ναυαγούς και τους τραυματίες.[xli]
Καθόσον γίνονταν αυτά, δέκα λεπτά περίπου μετά την πρώτη έκρηξη ακούστηκαν άλλες δύο διαδοχικές εκρήξεις, αυτή τη φορά προς την κατεύθυνση της ξηράς. Στις 08.35 δεύτερη τορπίλη εξερράγη στο κέντρο του λιμενοβραχίονα και ένα λεπτό αργότερα (08.36) μια τρίτη χτύπησε σε ύφαλο («προς το μέρος της εξωτερικής αμμώδους παραλίας του λιμένος»),[xlii] μπροστά από την είσοδο του λιμανιού. Σύμφωνα με το επίσημο πόρισμα του Καββαδία, που θα αναλύσουμε παρακάτω, οι τορπίλες αυτές «ως εκ της διευθύνσεως, φαίνεται ερρίφθησαν ουχί κατά της «ΕΛΛΗΣ», αλλά κατά του εσωτερικού του λιμένος». Στόχος τους, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν τα επιβατικά που αποβίβαζαν προσκυνητές, με αφορμή την θρησκευτική εορτή.[xliii]
Εν τω μεταξύ, το πλοίο βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο και η κλήση του αύξανε. Ο κυβερνήτης αποφάσισε τη βαθμιαία εγκατάλειψή του, επιβιβάζοντας σε λέμβους το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος και παραμένοντας ο ίδιος με τους αξιωματικούς και μερικούς ναύτες πάνω στο κατάστρωμα. Η ομάδα που έμεινε πάνω στο πλοίο, προσπάθησε με δύο συρματόσχοινα και ένα κάβο να το ρυμουλκήσει από την πρύμνη. Ζητήθηκε για αυτό, η βοήθεια του πλοιάρχου της «Έλσης», που ήταν το μεγαλύτερο από τα ατμόπλοια, που βρίσκονταν εντός του λιμανιού, αλλά ο πλοίαρχος του απάντησε ότι «δεν έχει ατμόν».

Τότε, ζητήθηκε η συνδρομή του «Έσπερου», ο οποίος εκείνη τη στιγμή αποβίβαζε πλήθος επιβατών. Ο πλοίαρχός του έπλευσε προς την «Έλλη» και την προσέγγισε στις 09.10 περίπου. Ωστόσο, το κύριο κατάστρωμα του πολεμικού πλοίου απείχε ελάχιστα εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας. Είχαν ήδη γίνει κάποιες απόπειρες ρυμούλκησης με την άκατο (μεγάλη λέμβος πολεμικού πλοίου) της «Έλλης», χωρίς κανένα αποτέλεσμα.[xliv] Τότε, ο Χατζόπουλος διέταξε την εκκένωση του πλοίου. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος αρνούνταν να το εγκαταλείψει. Μπροστά σε αυτή την άρνηση, ο ανθυποπλοίαρχος Λεβαντίνος, με εντολή του υπάρχου, «δια της βίας σχεδόν κατέβασε» τον κυβερνήτη εντός της ακάτου.[xlv]Από εκεί, οι αξιωματικοί της «Έλλης» θα παρακολουθούσαν την τελευταία απόπειρα ρυμούλκησης του πλοίου.
Μόλις, όμως, ο πλοίαρχος του «Έσπερου» πλησίασε αρκετά για να πάρει τα ρυμούλκια (κάβους), παρατήρησε πυκνό μαύρο καπνό να εξέρχεται από την πρύμνη της «Έλλης». Παρ’ όλα αυτά, η ρυμούλκηση ξεκίνησε, αλλά ο μαύρος καπνός αυξανόταν και άρχισαν να φαίνονται και φλόγες. Είτε αυτό ανάγκασε τον κυβερνήτη του «Έσπερου» σε κάπως απότομες κινήσεις, είτε διότι το πλοίο συγκρατούνταν από την άγκυρα του και ήταν πολύ βαρύ, γεγονός είναι ότι και τα δύο ρυμούλκια κόπηκαν.[xlvi]
Επειδή όμως η πυρκαγιά όλο και μεγάλωνε και το πλοίο έκλινε «επικινδύνως», ο Χατζόπουλος διέταξε τον «Έσπερο» να εγκαταλείψει κάθε απόπειρα ρυμούλκησης και να απομακρυνθεί από την «Έλλη», η οποία ημιβυθισμένη, μέσα στις φλόγες, και «κρατουμένη δια της άγκυρας», δεν μπορούσε πλέον να σωθεί. Βυθίστηκε με την πρύμνη 1 ώρα και 55 λεπτά περίπου μετά τον τορπιλισμό της, στις 10.20.[xlvii]
Παράλληλα, η παραλία εκκενώθηκε από τα πλήθη των προσκυνητών που απομακρύνονταν από την προκυμαία προς τα γύρω υψώματα της πόλης υπό το φόβο μήπως τα θραύσματα, από μια πιθανή έκρηξη των πυρομαχικών της «Έλλης», φτάσουν μέχρι την παραλία. Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκε ομαδική εκκένωση της πόλης για τον ίδιο λόγο.[xlviii]

του λιμανιού της Τηνου, στις 15 Αυγούστου 1940. Η «Έλλη» διακρίνεται στην δεξιά πλευρά του στύλου.

Ο τορπιλισμός της ‘Έλλης”
Τα νέα μεταδίδονται στην πρωτεύουσα
Τα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων της 16ης και 17ης Αυγούστου, καθώς και των επόμενων ημερών, ασχολήθηκαν διεξοδικά με τον τορπιλισμό της «Έλλης», με αναφορές σε «αγνώστου εθνικότητος» υποβρύχιο που έπληξε θανάσιμα το ελληνικό σκάφος. Οι απεσταλμένοι των εφημερίδων, που βρίσκονταν στην Τήνο, λόγω του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου, μετέδιδαν τις λεπτομέρειες του πρωτοφανούς αυτού γεγονότος.[xlix] Την είδηση, όμως, μετέδωσε πρώτος ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Αθηνών με τους ακροατές του να ακούνε κατάπληκτοι τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο λιμάνι της Τήνου.
Η αγανάκτηση του Τύπου συνίστατο στο γεγονός ότι το «Έλλη» τορπιλίστηκε ενόσω ήταν «αγκυροβολημένον, ανύποπτον και εν μεγάλω σημαιοστολισμώ, μετέχον εις την μεγάλην θρησκευτικήν πανήγυριν της Τήνου».[l] Παρ’ όλα αυτά, ο Τύπος συνιστούσε ψυχραιμία για την αποφυγή «γεγονότων», τονίζοντας παράλληλα ότι το ελληνικό έθνος έπρεπε να δώσει δείγματα πολιτικής ωριμότητας και ψυχραιμίας.[li]
Ο Μεταξάς, στο άκουσμα της είδησης, έσπευσε να ενημερώσει τον βασιλιά και να αποστείλει στις αρχές της Τήνου το παρακάτω τηλεγράφημα: «Είμαι βέβαιος, ότι θα έχετε ενθαρρύνει τους προσκυνητάς και ότι και αυτοί, ως αληθινοί Έλληνες, δεν θα έχουν ανάγκην ενθαρρύνσεως. Είμαι βέβαιος επίσης, ότι η λιτανεία θα γίνη. Δια την επιστροφήν των πλοίων με τους προσκυνητάς, θα απαντήσω συντόμως και θα φροντίσω διά την προστασίαν των».[lii] Πράγματι, η λιτανεία συνεχίστηκε μετά τις 11:30 το πρωί.
Από την πλευρά του, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ απηύθυνε προς τον Μεταξά επιστολή με την οποία εξέφραζε την οδύνη του για την «όλως απροσδόκητο» είδηση του τορπιλισμού και βύθισης της «Έλλης», συμμεριζόμενος τη θλίψη που δοκίμαζε το βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό για την απώλεια αυτή, χωρίς καμία αναφορά στο «άγνωστο» υποβρύχιο.[liii] Ο Μεταξάς, σε ημερήσια διαταγή του προς το Βασιλικό Ναυτικό, εξέφραζε και αυτός τη βαθιά οδύνη του για την απώλεια του «ευδρόμου Έλλη», σημειώνοντας ότι «εβλήθη δια τορπιλλών αγνώστου εθνικότητος υποβρυχίου».[liv] Παράλληλα, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με εγκύκλιό του ζητούσε από τις τοπικές αρχές να απαγορεύσουν οποιαδήποτε δημοσίευση, περί της εθνικότητας του υποβρυχίου, σε εφημερίδες. Διαφορετικά, αν αποκαλυπτόταν η ταυτότητα του δράστη, η χώρα ήταν υποχρεωμένη να κηρύξει τον πόλεμο στην Ιταλία.[lv]

Σχετικά με το τελευταίο, ήδη από τις 11:00 το πρωί της 15ης Αυγούστου, όταν ο Μεταξάς έλαβε τηλεγράφημα από τον ύπαρχο της «Έλλης», που του περιέγραφε τα γεγονότα, εκείνος του απάντησε ότι «ουδεμία, εκ μέρους ουδενός να εκφρασθή σκέψις ή υπόνοια της εθνικότητος του υποβρυχίου που σας ετορπίλλισε»,[lvi] ενώ σε συνάντηση, το βράδυ της 15ης Αυγούστου, στην οποία συμμετείχε και ο υφυπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Αμβρόσιος Τζίφος, κατέστησε σαφές στους συνομιλητές του ότι «όποιος από εμάς μιλήση, θα τουφεκισθή. Δεν θα φεισθώ ουδενός».[lvii] Την ίδια απάντηση έδωσε και στον Καββαδία, που βρέθηκε στην Τήνο το πρωινό της 16ης Αυγούστου για να συντονίσει την επιστροφή των προσκυνητών και του πληρώματος της «Έλλης» στον Πειραιά. Ο Αρχηγός Στόλου μόλις είδε τα θραύσματα της δεύτερης τορπίλης, που έφεραν ιταλικά διακριτικά, ενημέρωσε τον Μεταξά και εκείνος του συνέστησε «απόλυτον εχεμύθειαν» για την εθνικότητα του υποβρυχίου.[lviii]
Το Υπουργείο Ναυτικών κήρυξε, λόγω της απώλειας της «Έλλης», διήμερο πένθος με τις σημαίες να κυματίζουν μεσίστιες σε όλα ελληνικά πολεμικά πλοία.[lix] Ωστόσο, μόλις έγινε γνωστή η είδηση στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, ο Αρχηγός Στόλου διέταξε όλα τα πολεμικά πλοία να βρίσκονται σε συναγερμό, ειδικά τα αντιτορπιλικά να είναι «υπ’ ατμόν». Μεγάλη ανησυχία υπήρχε για το αντιτορπιλικό «Αετός», το οποίο βρισκόταν αγκυροβολημένο στη Μήλο. Κανείς δεν ήξερε αν η επίθεση κατά της «Έλλης» ήταν το προοίμιο ενός αιφνιδιαστικού πόλεμου.[lx]
Το πανελλήνιο πένθος για την απώλεια της «Έλλης» εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως. Πλείστα επαγγελματικά σωματεία και ενώσεις, καθώς και ιδιώτες, προσέφεραν χρηματικές δωρεές για την όσο το δυνατόν ταχύτερη αντικατάσταση της «Έλλης».[lxi] Ο Μεταξάς, όμως, με δήλωσή του έκανε γνωστό ότι δεν επιθυμούσε να επιβαρύνει τον ελληνικό λαό με νέες θυσίες και ότι η αντικατάσταση του πολεμικού πλοίου θα γινόταν μέσω του κρατικού προϋπολογισμού.[lxii]
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Τα ξένα πρακτορεία ειδήσεων, καθώς και οι διπλωματικοί κύκλοι βοούσαν ότι το υποβρύχιο που πραγματοποίησε την επίθεση κατά της «Έλλης» ήταν ιταλικό.[lxiii] Στον αγγλικό τύπο, και λόγω της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δυο κρατών, διατυπωνόταν ξεκάθαρες υπόνοιες περί της ιταλικής εθνικότητας του υποβρύχιου,[lxiv] ενώ το Βρετανικό Ναυαρχείο ανακοίνωσε ότι κανένα βρετανικό υποβρύχιο δεν ευρίσκονταν στα ύδατα του Αιγαίου την ημέρα εκείνη.[lxv] Η ιταλική ενοχή ενισχυόταν και από το γεγονός, ότι οι ιταλικές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν την 16η Αυγούστου δεν ανέφεραν τίποτα για το γεγονός.[lxvi] Αλλά και ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι στα απομνημονεύματά του δηλώνει ότι από τις 18 Αυγούστου ήταν γενική η πεποίθηση του ελληνικού λαού, καθώς και των διεθνών κύκλων, ότι το υποβρύχιο ήταν ιταλικό.[lxvii]
Από την άλλη πλευρά, σε ανακοίνωση του ιταλικού πρακτορείου «Στέφανι», που προπαγάνδιζε τις επίσημες απόψεις της Ρώμης, γινόταν λόγος για συκοφαντικά δημοσιεύματα του αγγλικού τύπου, που άφηναν υπαινιγμούς για την ευθύνη της Ιταλίας. Ακόμα, τα ίδια δημοσιεύματα προσπαθούσαν να επιρρίψουν στην Αγγλία την ευθύνη για τον τορπιλισμό της «Έλλης».[lxviii] Ισχυρίζονταν δε, ότι κανένα ιταλικό υποβρύχιο δεν βρίσκονταν πλησίον της θέσης της «Έλλης» τις τελευταίες ημέρες.[lxix] Οι Ιταλοί έφτασαν μέχρι του σημείου να διαμαρτυρηθούν στην Αθήνα για τις φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με την ιταλική εμπλοκή στον τορπιλισμό του ελληνικού πλοίου.[lxx] Ο Ιταλός ναυτικός ακόλουθος της πρεσβείας στην Αθήνα ρωτούσε κατ’ επανάληψη το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού αν είχε αποκαλυφθεί κάποιο στοιχείο, σχετικά με την εθνικότητα του υποβρυχίου. Ωστόσο, οι Έλληνες επιτελείς, αν και γνώριζαν, απαντούσαν ότι δεν διέθεταν ακόμη στοιχεία.[lxxi]
Για όσους γνώριζαν πράγματα και καταστάσεις, ο τορπιλισμός της «Έλλης» δεν ήταν παρά ένα σκηνοθετημένο γεγονός, προκειμένου να δικαιολογηθεί η ήδη προαποφασισμένη επίθεση κατά της Ελλάδας.[lxxii] Σύμφωνα με τον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη, Ιωάννη Πολίτη, η φασιστική Ιταλία τορπίλισε την «Έλλη» σε μία προσπάθεια να τρομοκρατήσει την Ελλάδα, ώστε να αποσπάσει από αυτήν στρατηγικά πλεονεκτήματα στον θαλάσσιο αγώνα της έναντι της Αγγλίας.[lxxiii] Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ότι οι Ιταλοί προσπαθούσαν να προκαλέσουν κάποια σπασμωδική ενέργεια της Ελλάδας, που θα δικαιολογούσε την κήρυξη πολέμου εναντίον της. Ταυτόχρονα με τον τορπιλισμό της «Έλλης», στην ιταλοκρατούμενη Αλβανία υπήρχε κινητοποίηση δυνάμεων προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα με σκοπό την εισβολή στην Ελλάδα.[lxxiv] Ωστόσο, η γερμανική παρέμβαση στον Μουσολίνι ανέβαλε την ιταλική επίθεση.[lxxv]

Η επισφαλής επιστροφή των προσκυνητών
Ο τορπιλισμός της ««Έλλης»» θορύβησε τις αρχές, γεγονός που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ατμόπλοιο «Αθήναι», που εστάλη κενό επιβατών για να συνδράμει στην εκκένωση του νησιού από τους προσκυνητές, έφερε μόνο εκατοντάδες σωσίβια και μερικούς δύτες για την αναζήτηση των αγνοουμένων, καθώς και των θραυσμάτων από τις τορπίλες.[lxxvi] Δεν ήταν, επίσης, καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Μεταξάς έστειλε τον υποναύαρχο Α. Σακελλαρίου να ενημερώσει τους ναυτικούς ακολούθους της Αγγλίας και της Ιταλίας για την επικείμενη μετάβαση στην Τήνο των αντιτορπιλικών «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», που θα συνόδευαν τα ατμόπλοια που θα παραλάμβαναν τους προσκυνητές.[lxxvii] Ήθελε να προλάβει μεγαλύτερη τραγωδία από εκείνη της «Έλλης».
Στις 06:00 το πρωί της 16ης Αυγούστου, τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν από την Ελευσίνα, όπου ήταν το αγκυροβόλιό τους, για την Τήνο. Επί του «Βασίλισσα Όλγα» βρισκόταν ο Αρχηγός Στόλου και επί του «Βασιλέως Γεωργίου» ο Ανώτατος Διοικητής των αντιτορπιλικών. Όταν τα δυο πλοία έφτασαν στο ύψος της Γυάρου, και ενώ έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα, δέχτηκαν επίθεση με βόμβες από δύο αεροσκάφη από μεγάλο ύψος. Τα ελληνικά πολεμικά ανταπάντησαν, χωρίς όμως να τα πετύχουν, λόγω του μεγάλου ύψους που πετούσαν. Εντέλει, χωρίς άλλες επιθέσεις εναντίον τους, τα δύο αντιτορπιλικά κατέπλευσαν, περί τις 10.00, στην Τήνο.[lxxviii]
Το «Βασιλεύς Γεώργιος» δεν αγκυροβόλησε. Έκανε συνεχείς περιπολίες όσο διαρκούσε η επιβίβαση των προσκυνητών και του πληρώματος της ««Έλλης»» στα επιβατικά ατμόπλοια. Από τον ασύρματο του αντιτορπιλικού «Βασίλισσα Όλγα», ο Καββαδίας έδωσε τις τελευταίες εντολές για τον σχηματισμό της νηοπομπής και τις υποχρεώσεις των κυβερνητών.[lxxix] Όλα τα επιβατηγά θα έπλεαν με ταχύτητα 9 μιλίων και δεν επιτρεπόταν καμία παρέκκλιση από τις διαταγές του.[lxxx]
Στις 13:30 περίπου τα ατμόπλοια «Σοφία», «Έσπερος», «Αντέννα», «Αθήναι» και «Έλση» ξεκίνησαν για τον Πειραιά. Μετά από λίγο στη νηοπομπή προστέθηκε το επιβατικό «Σάμος», το οποίο είχε αποπλεύσει από τη Σύρο.[lxxxi] Τα ατμόπλοια πήραν θέση το ένα πίσω από το άλλο, σχηματίζοντας μια γραμμή με τα αντιτορπιλικά να κάνουν συνεχείς κύκλους γύρω τους. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας Ασύρματος μας δίνει μια παραστατική διήγηση της νηοπομπής που σχηματίσθηκε. Συγκεκριμένα, «τα δυο πολεμικά πλέοντα με κατεύθυνσιν αντίθετον το ένα προς το άλλο, διέγραφαν τους περιπολικούς κύκλους των γύρω από την αρμάδα των επιβατικών, άγρυπνοι φρουροί των χιλιάδων ψυχών που επέβαινον». Αργότερα, η νηοπομπή χωρίστηκε σε δύο σκέλη με τρία επιβατικά το καθένα και τα πολεμικά να περιπολούν στα πλάγια.[lxxxii] Ο Καββαδίας, ιδιαίτερα μετά την αεροπορική επίθεση σε βάρος των δυο αντιτορπιλικών στη Γυάρο, ζήτησε αεροπορική προστασία κατά την επιστροφή στον Πειραιά. Μολαταύτα, το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε.[lxxxiii]
Αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας, η νηοπομπή εισήλθε στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ πλήθη κόσμου στην προκυμαία ανέμεναν την επιστροφή των προσκυνητών, καθώς και των τραυματιών της «Έλλης».[lxxxiv]
Το πόρισμα Καββαδία
Στις 21 Αυγούστου 1940, ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από τον υποναύαρχο και Αρχηγό Στόλου, Ε. Καββαδία, τον κυβερνήτη της «Έλλης», Α. Χατζόπουλο, τον πλωτάρχη – ύπαρχο της «Έλλης» Κ. Δούση, τον υποπλοίαρχο Α. Στερίοπουλο και τον ανθυποπλοίαρχο Χ. Λεβαντίνο, συνέταξε έκθεση – πόρισμα, αφού πρώτα εξέτασε τα ανελκυσθέντα θραύσματα από τις τορπίλες ΙΙ και ΙΙΙ.[lxxxv] Στο πόρισμα αυτό, αποφάνθηκαν ότι τα ανευρεθέντα τεμάχια ανήκαν σε δύο ειδών τορπίλες. Μια διαμέτρου 45 εκ. και μια 53 εκ. Τα τεμάχια των 45 εκ. (τορπίλη ΙΙ) βρέθηκαν δίπλα στο ρήγμα του λιμενοβραχίονα, ενώ εκείνα των 53 εκ. (τορπίλη ΙΙΙ) εντοπίστηκαν σε μεγαλύτερη απόσταση. Όσον αφορά την πρώτη τορπίλη, δεν έγινε έρευνα για τον εντοπισμό των θραυσμάτων της, διότι αυτά θα βρίσκονταν εντός του βυθισμένου σκάφους ή γύρω από αυτό, σε μεγάλο βάθος, και δεν υπήρχαν τα μέσα για την ανέλκυσή τους, αλλά ούτε και ο χρόνος.[lxxxvi] Αμφότερες οι τορπίλες έφεραν διακριτικά, καθώς και γράμματα, που αποδείκνυαν ότι ήταν ιταλικής κατασκευής.

Στο πόρισμα του ο Καββαδίας αναφέρει ότι τον τορπιλισμό της «Έλλης» εκτέλεσε άγνωστο υποβρύχιο, ενώ ορισμένοι από το πλήρωμα ισχυρίστηκαν ότι είδαν την κηλίδα «εκσφενδονίσεως» της τορπίλης. Σύμφωνα με το πόρισμα, «το αυτό κατά πάσα πιθανότητα υποβρύχιον έβαλε και τας δυο άλλας τορπίλλας…». Αυτές προορίζονταν για τα εντός του λιμένα ατμόπλοια.[lxxxvii] Δεν μπορεί να έριξε το υποβρύχιο τρεις τορπίλες για να πετύχει ένα μεγάλο αντιτορπιλικό μήκους 105 μέτρων, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο και ανύποπτο.[lxxxviii]
Όσον αφορά τη δικαιολογία, που μπορούσε να ειπωθεί από αυτόν που το τορπίλισε, περί σύγχυσης της «Έλλης» με κάποιο από αυτά των εμπόλεμων κρατών, αυτή δεν ευσταθούσε, διότι κανένας εμπόλεμος ή κάποιος που πίστευε ότι διατρέχει κίνδυνο δεν θα αγκυροβολούσε σε ανοικτό όρμο, ούτε θα ήταν σημαιοστολισμένος. Επίσης, το ιδιαίτερο σκαρίφημα της «Έλλης» ήταν μοναδικό στην Ευρώπη και δεν υπήρχε μεταξύ των εμπολέμων. Επομένως, σύμφωνα με τον Καββαδία, «εν γνώσει και εκ προθέσεως» τορπιλίστηκε το ελληνικό πολεμικό από το υποβρύχιο, το οποίο βρισκόταν εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης, πιθανότατα σε συνεννόηση με το αεροπλάνο, το οποίο κατόπτευσε την «Έλλη» μιάμιση ώρα πριν από τον τορπιλισμό.[lxxxix]
Όσον αφορά τις ευθύνες του πληρώματος, ο Καββαδίας θεωρούσε ότι δεν έφερε καμία ευθύνη, καθώς το πλοίο βρισκόταν εκεί σε εκτέλεση διαταγής. Συν τοις άλλοις, όπως προαναφέρθηκε, το ελληνικό πολεμικό επειδή ήταν αγκυροβολημένο ήταν ανίσχυρο εναντίον υποβρυχίου, παρ’ όλα αυτά διατήρησε τον λέβητα σε λειτουργία, ώστε να μπορεί να τεθεί εν κινήσει σχεδόν αμέσως. Ακόμα, τα στεγανά του ήταν κλειστά εν πλω, τα αντιαεροπορικά του όπλα ήταν έτοιμα και εξοπλισμένα, ενώ υπήρχε αυστηρή επαγρύπνηση στη γέφυρα του πλοίου.[xc] Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με το πόρισμα, ο πλοίαρχος της «Έλλης» είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα.[xci]
Ωστόσο, από τη στιγμή που το πλοίο χτυπήθηκε στο μέσο και προκλήθηκε έκρηξη στον λέβητα, η τύχη του είχε προδιαγραφεί. Η «Έλλη» βρέθηκε χωρίς μηχανές, χωρίς αντλίες, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και φωτισμό, ενώ δεν λειτουργούσε και ο μηχανισμός ανέλκυσης της άγκυρας. Κατά τον Καββαδία, η σημαντικότερη αιτία της αποτυχίας της ρυμούλκησης ήταν ότι δεν κατέστη δυνατή η «αποκρίκωσις» της άγκυρας, το βάρος της οποίας επιβάρυνε το ήδη πληγωμένο σκαρί. Από την άλλη, ο Καββαδίας εξέφρασε επιφυλάξεις αν κατά πόσο η ρυμούλκηση του σκάφους στα αβαθή, πλησίον της πόλης της Τήνου, δεν θα γινόταν πρόξενος μεγαλύτερης συμφοράς, από τη στιγμή που το πλοίο άρχισε να φλέγεται, καθώς δεν υπήρχαν μέσα κατάσβεσης, οι πυριτιδαποθήκες, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχαν κατακλυστεί και τα μέσα κατάκλισης δεν λειτουργούσαν. Τα δε αίτια της πυρκαγιάς θεωρήθηκαν ανεξήγητα, διότι ουδείς την είχε αντιληφθεί επί μια και πλέον ώρα από τον τορπιλισμό.[xcii]
Το πλοίο, αν και παλαιότατο (κατασκευής 1912), ήταν σύμφωνα με τον Καββαδία απαραίτητο για το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, καθώς είχε αναβαθμιστεί ο οπλισμός του, αλλά ήταν και η μοναδική πολεμική «ναρκοθέτις».[xciii] Ο ίδιος πίστευε ότι το ελληνικό πολεμικό ναυτικό υπέστη «ζημίαν», μοναδική στα χρονικά του.[xciv]
Αναφορικά με τα θύματα της ««Έλλης»» ήταν συνολικά 9 σε σύνολο 210 ανδρών πληρώματος. Ο Υποκελευστής Ι. Μαντούβαλος και τρεις ναύτες θερμαστές (Ι. Μπόνος, Ι Ανατσελόπουλος, Γ. Γρίβας) που είχαν βάρδια στο λεβητοστάσιο, σκοτώθηκαν ακαριαία. Αγνοούμενοι θεωρήθηκαν οι δύο θερμαστές, Δ. Καλλίας και Δ. Τομαράς, οι οποίοι πιθανότατα βρίσκονταν κοντά στο λεβητοστάσιο. Επίσης, κατέληξαν αργότερα στο νοσοκομείο της Τήνου ο αρχικελευστής Π. Κατσαΐτης, ο κελευστής Ν. Παπανικολάου και ο ναύτης – αρμενιστής Μ. Πέτας.[xcv] Οι τραυματίες ανέρχονταν σε 29 άνδρες.[xcvi] Στα θύματα της ημέρας εκείνης πρέπει να συμπεριλάβουμε και το θάνατο μιας γυναίκας, αρμενικής καταγωγής, που βρισκόταν στην παραλία της Τήνου, από ανακοπή καρδιάς.[xcvii]
Η ώρα της αποκάλυψης του «αναίσχυντου τορπιλητή»
Η κυβέρνηση για «γενικωτέρους» λόγους θεώρησε ότι δεν έπρεπε να φέρει το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης στη δημοσιότητα. Οι ελληνικές ναυτικές αρχές από την πρώτη στιγμή είχαν στα χέρια τους αδιάψευστα πειστήρια του εγκλήματος, δηλαδή τα υπολείμματα της τορπίλης που χτύπησε τον λιμενοβραχίονα της Τήνου. Ωστόσο, η κήρυξη του πολέμου σε βάρος της Ελλάδας από τη φασιστική Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1940, δημιούργησε νέα δεδομένα στην υπόθεση της «Έλλης». Σε ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1940, γινόταν λόγος ότι η «Έλλη» τορπιλίστηκε από ιταλικό υποβρύχιο.
Πάνω στις τορπίλες αναγράφονταν τα εργοστάσια κατασκευής τους (Τορίνο), ο αριθμός μητρώου τους, καθώς και χαρακτηριστικά σύμβολα της προέλευσής τους. Από τα παραπάνω, λοιπόν, εξήχθη το συμπέρασμα ότι οι τορπίλες ήταν κατασκευής ιταλικών εργοστασίων, ενώ δεν είχαν πουληθεί σε κανένα άλλο κράτος. Θεωρήθηκε, λοιπόν, βέβαιο ότι με αυτό τον τύπο τορπιλών είχαν εφοδιαστεί τα ιταλικά υποβρύχια.[xcviii]
Στον Τύπο των ημερών εκείνων αποκαλύφθηκε και η επίθεση που δέχτηκε το ακτοπλοϊκό ατμόπλοιο «Φρίντων», το απόγευμα της 15ης Αυγούστου, λίγες ώρες μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης». Το συγκεκριμένο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά – Χανίων, όταν δέχτηκε την επίθεση τριών ιταλικών βομβαρδιστικών, χωρίς όμως να το βυθίσουν.[xcix]

Ποιος έδωσε την εντολή τορπιλισμού της «Έλλης»;
Ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, υπουργός Εξωτερικών του φασιστικού καθεστώτος και γαμπρός του Μουσολίνι, στο ημερολόγιο του αποδίδει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στον Ιταλό Γενικό Διοικητή Δωδεκανήσων Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι.[c] Ο συγκεκριμένος ήταν ένας από τους παλαιότερους συντρόφους του Μουσολίνι, συνοδοιπόρος του στη φασιστική πορεία προς τη Ρώμη το 1922, και μέλος της Φασιστικής Τετρανδρίας.[ci] Ο ίδιος ο Τσιάνο, στο ημερολόγιό του, που δημοσιεύτηκε μετά τον πόλεμο, έγραφε ότι δεν γνώριζε ποιος τορπίλισε την «Έλλη».
Ωστόσο, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι σε άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στις 19 Αυγούστου του 1945, έκανε λόγο ότι η ενέργεια αυτή δεν μπορούσε να αποδοθεί σε πρωτοβουλία του Ντε Βέκκι. Ο τελευταίος, αν και κατείχε υψηλή θέση στο μηχανισμό του φασιστικού καθεστώς, δεν μπορούσε να εκδώσει μόνος του διαταγή καταβύθισης ενός ελληνικού πολεμικού πλοίου. Για τον Γκράτσι, η διαταγή καταβύθισης της «Έλλης» ήρθε από τη Ρώμη (Τσιάνο ή Μουσολίνι).[cii]
Την εικασία αυτή, ο Γκράτσι τη στήριζε στο γεγονός ότι ο Μεταξάς την 13η Αυγούστου συνομίλησε με τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα και έκανε λόγο για κυριαρχία της Αγγλίας στη Μεσόγειο.[ciii] Το περιεχόμενο της συνάντησης αυτής μεταφέρθηκε στον Γκράτσι, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τη Ρώμη. Επομένως, σύμφωνα με τον Ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα, η καταβύθιση της «Έλλης» αποτελούσε μια απάντηση του Μουσολίνι στα λόγια του Μεταξά.[civ]
Στα απομνημονεύματα του γενικού διοικητή Δωδεκανήσων Ντε Βέκκι, τα οποία δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο «Ο αληθινός Μουσολίνι», τον Μάρτιο του 1960, αποκαλύπτονταν ότι το υποβρύχιο που τορπίλισε την «Έλλη» ήταν το ιταλικό «Ντελφίνο» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Τζουζέπε Αϊκάρντι. Η δημοσίευση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του τελευταίου, καθώς ο Ντε Βέκκι παρουσίαζε τον τορπιλισμό της «Έλλης», ως πρωτοβουλία του κυβερνήτη του ιταλικού υποβρυχίου. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Αϊκάρντι υπέβαλε μήνυση κατά του Ντε Βέκκι, ενώ δημοσίευσε στον ιταλικό Τύπο τη δική του άποψη για τον τορπιλισμό της «Έλλης».[cv]

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Αϊκάρντι, στις 14 Αυγούστου ο Ντε Βέκκι, που μόλις είχε φτάσει στη Λέρο (βάση των ιταλικών υποβρυχίων στα Δωδεκάνησα), προερχόμενος από τη Ρόδο, έφερε μαζί του ένα πολύ σημαντικό έγγραφο του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Στο έγγραφο αυτό γινόταν λόγος για έντονη κίνηση εμπορικών σκαφών από τα Δαρδανέλια προς το Αιγαίο, τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετούσαν τους Άγγλους. Επί πλέον, τα ουδέτερα σκάφη, που έπλεαν στην ίδια περιοχή, εξυπηρετούσαν μόνο τον ανεφοδιασμό του εχθρού.[cvi]
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, ο Μουσολίνι ζήτησε από τα ιταλικά υποβρύχια να αναπτύξουν έντονη πολεμική δραστηριότητα «μέχρις εσχάτων» κατά των μεταφορών του εχθρού στα ύδατα του Αιγαίου. Τα υποβρύχια είχαν διαταγές να βυθίσουν χωρίς προειδοποίηση όλα τα πλοία, τα οποία θεωρούσαν ότι ενεργούσαν μεταφορές του «εχθρού», ακόμη κι αν καλύπτονταν από ουδέτερη σημαία. Η ενέργεια αυτή έπρεπε να γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε η ταυτότητα και η εθνικότητα του υποβρυχίου να μην αποκαλυφθούν. Η αποστολή θα εκτελούνταν μεταξύ 20-25 Αυγούστου.
Στο ίδιο έγγραφο γινόταν λόγος να κρατηθεί απόλυτη και πλήρης ραδιοτηλεγραφική σιγή από και προς το υποβρύχιο, καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής. Επίσης, ο Αϊκάρντι ισχυρίστηκε ότι ο Ντε Βέκκι του έδωσε ένα μικρό φύλλο χαρτιού, στο οποίο ήταν σημειωμένα τα νησιά ΤΗΝΟΣ και ΣΥΡΟΣ, καθώς εκεί είχε παρατηρηθεί έντονη ναυτική κίνηση.
Επομένως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Αϊκάρντι, η αποστολή του συνδεόταν με την καταβύθιση εμπορικών και επιβατικών ατμόπλοϊων, που βρίσκονταν στα δύο παραπάνω νησιά, ενώ ο ίδιος τα σκάφη αυτά, τα χαρακτήρισε ως οπλιταγωγά! Βέβαια, τα ατμόπλοια που βρίσκονταν στην Τήνο, εκείνη την ημέρα, δεν μετέφεραν παρά μόνο προσκυνητές. Απορίας άξιο είναι, επίσης, πώς οι Ιταλοί δεν γνώριζαν ότι την ημέρα εκείνη εορτάζει η Μεγαλόχαρη, μια από τις μεγαλύτερες εορτές της Ορθοδοξίας, συνεπώς ήταν απόλυτα δικαιολογημένη η αυξημένη κίνηση των ατμόπλοιων στο λιμάνι της Τήνου.
Μετά το πέρας της επιχείρησης, στις 18 Αυγούστου 1940 (και όχι μεταξύ 20-25 Αυγούστου), ο Αϊκάρντι έστειλε αναφορά στον Ντε Βέκκι, στην οποία ανέφερε τα εξής:
«Αναχώρησα από τη Λέρο στις 14 Αυγούστου, στις 20:30. Στις 04:30 της 15ης Αυγούστου φτάνοντας κοντά στο λιμάνι της Τήνου, καταδύθηκα. Προχώρησα σε βάθος περισκοπίου και κατευθύνθηκα προς το στόμιο του λιμανιού. Φτάνοντας σε απόσταση περίπου 4.000 μ. από το στόμιο του λιμανιού, είδα να βγαίνει ένα ατμόπλοιο που κατευθύνθηκε αμέσως προς τα βόρεια, ξεφεύγοντας έτσι από επίθεσή μου. Φτάνοντας μπροστά από το στόμιο, είδα ευδιάκριτα στο εσωτερικό του λιμανιού δύο μεγάλα ατμόπλοια… Ενώ ετοιμαζόμουν να λάβω κατάλληλη θέση, ώστε να εκτοξεύσω διαμέσου του στενού ανοίγματος μεταξύ των δύο λιμενοβραχιόνων, είδα ένα πολεμικό πλοίο (Έλλη) να κατευθύνεται προς το λιμάνι με μικρή ταχύτητα. Επειδή η πορεία του θα το έφερνε να περάσει ακριβώς από πάνω μου, θεώρησα σκόπιμο να καταδυθώ στα 4 μέτρα, παρακολουθώντας το με τα υδρόφωνα. Λίγο αργότερα, μην ακούγοντας πλέον τον ήχο των ελίκων αναδύθηκα σε βάθος περισκοπίου και είδα το ΕΛΛΗ αγκυροβολημένο μπροστά από τη μεγαλύτερη προβλήτα.
Αποφάσισα να τορπιλίσω πρώτο το πολεμικό πλοίο και στη συνέχεια τα ατμόπλοια. Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα του κάτωθι συλλογισμού:
1) Η πεποίθηση πως τα δύο εμπορικά πλοία βρίσκονται στην υπηρεσία του εχθρού. Διαφορετικά δεν εξηγείται η παρουσία των δύο αυτών μεγάλων πλοίων σε ένα λιμάνι που μόλις τα χωρούσε, ούτε μπορούμε να καταλάβουμε σε τι είδους μεγάλη διακίνηση εμπλέκονταν.
2) Η παρουσία του πολεμικού πλοίου, έτοιμο να προστατεύσει και να συνοδεύσει τα πλοία καθιστούσε την υπόθεση ύποπτη και μαρτυρούσε την ελληνική συνενοχή.
3) Ο τορπιλισμός των πλοίων εντός του λιμένα με παρουσία πολεμικού πλοίου σήμαινε κατάφωρη παραβίαση, ίδια με αυτή του τορπιλισμού του ίδιου του πολεμικού πλοίου. Από την άλλη πλευρά, αντί να αντιμετωπιστεί κατόπιν η αναπόφευκτη αντίδραση του πολεμικού πλοίου, ήταν καλύτερα να απαλλαγούμε από αυτό πριν».[cvii]
Οι απαντήσεις του Αϊκάρντι έχουν αρκετά θολά σημεία – ανακρίβειες, έκρυβαν εμπάθεια για την Ελλάδα και επιχείρησαν να μετριάσουν τις δικές του ευθύνες, αν όχι πρωτοβουλίες. Μη ξεχνάμε, ότι πάντα επεκρέματο πάνω από το κεφάλι του ο φόβος να κατηγορηθεί για εγκληματίας πολέμου. Επίσης, στην αναφορά του έκανε λόγο ότι ο τορπιλισμός έβγαζε από τη μέση το μόνο σκάφος, το οποίο θα μπορούσε να παρενοχλήσει τις ιταλικές δυνάμεις του Αιγαίου.[cviii] Ωστόσο, η αποστολή του Ιταλού κυβερνήτη διεκόπη απότομα, πιθανότητα για να μην προκαλέσει μεγαλύτερες τραγωδίες, όπως η προσπάθεια να χτυπήσει τη νηοπομπή που απέπλευσε από την Τήνο την επομένη του τορπιλισμού.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Αϊκάρντι ερωτήθη για την «Έλλη» συνέχιζε να υποστηρίζει ότι «Μου έδωσαν τη διαταγή και εγώ την εκτέλεσα», ενώ δεν δίστασε να κατηγορήσει την Ελλάδα ότι το καλοκαίρι του 1940 έπαιζε με τους Άγγλους ένα πολύ «βρώμικο παιχνίδι».[cix]Μολαταύτα, οι διαταγές που είχε λάβει από τη Ρόδο δεν έκαναν λόγο για προσβολή ελληνικών πολεμικών πλοίων. Ακόμα, εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του ιταλικού μηχανισμού εκτέλεσης των διαταγών, καθώς ο καθείς τις ερμήνευε, όπως τον βόλευε.

Υπάρχει, βέβαια, και η πληροφορία, ότι στην επιχείρηση κατά της «Έλλης» συμμετείχε και δεύτερο ιταλικό υποβρύχιο. Η πληροφορία αυτή προέκυψε από τον Ιταλό Ντίνο Μπαλντασίνι, που υπηρετούσε ως ηλεκτρολόγος στο υποβρύχιο «Ασιάγκι», το οποίο, κατά τα λεγόμενά του, συνόδευε το «Ντελφίνο» στη συγκεκριμένη περιπολία στο Αιγαίο.[cx] Ο ίδιος ο Αϊκάρντι, όταν ρωτήθηκε για την ύπαρξη δεύτερου υποβρύχιου, απάντησε ότι δεν μπορεί να πει περισσότερα, εκτός και αν του έδινε την άδεια το ιταλικό αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων. Η απάντηση του ήταν μια έμμεση παραδοχή της ύπαρξης δεύτερου υποβρυχίου στην επιχείρηση της Τήνου. Επιπλέον, υπάρχει φωτογραφικό υλικό, που απεικονίζει τα πληρώματα των δύο υποβρυχίων να γιορτάζουν από κοινού τον τορπιλισμό της «Έλλης».[cxi]
Υπάρχουν ερωτήματα, γύρω από τον τορπιλισμό της «Έλλης», που παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, γιατί το «Ντελφίνο» δεν χτύπησε νωρίτερα; Το υποβρύχιο ήταν έξω από το λιμάνι της Τήνου δυο ώρες πριν καταπλεύσει το ελληνικό καταδρομικό. Τι μεσολάβησε μεταξύ 06.25 και 08.25; Συνδέεται η πτήση αεροπλάνου, που πραγματοποιήθηκε κατά τις 07.00, με τον τορπιλισμό; Έσπασε ο Αϊκάρντι τη σιγή ασυρμάτου για να ζητήσει επιβεβαίωση από την ιταλική διοίκηση της Ρόδου για τον στόχο που είχε μπροστά του ή έδρασε μόνος; Εύλογα ερωτήματα, τα οποία η ιστορική έρευνα οφείλει να απαντήσει.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i]Ο Τύπος, 16.8.1940.
[ii]Ελληνικόν Μέλλον, 18.8.1940.
[iii]Παναγιώτης Ι. Φαναριώτης, Η Ελλάδα στις φλόγες του πολέμου, 1940-1944, Εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 2012, σ. 91.
[iv]Ό.π.,
[v]Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις του Στρατού Ξηράς), Έκδ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1985, σ. 7.
[vi]Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αιτίαι και αφορμαί Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941, Εκδ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήναι 1959, σσ. 11-18.
[vii]Ό.π., σ. 71 ̇ Ακρόπολις, 17.8.1940.
[viii]Ακρόπολις, 8.8.1940.
[ix]Φαναριώτης, ό.π., σ. 75 ̇ Έθνος, 9.8.1940.
[x]Ακρόπολις, 7.8.1940.
[xi]Έθνος, 27, 30.7.1940 ̇ Ελληνικόν μέλλον, 15.6.1940.
[xii]Ηλίας Ρουμάνης, Ο τορπιλισμός της «Έλλης» και το έπος του 1940-41, Συγκριτική Ιστορική Μελέτη, Εκδ. Τήνος, Αθήνα 2002, σσ. 30-31.
[xiii]Ό.π., σ. 27.
[xiv]Ελληνικόν μέλλον, 15.7.1940.
[xv]Ακρόπολις, 4.8.1940.
[xvi]Ρουμάνης, ό.π., σ. 25.
[xvii]ΓΕΣ, Αιτίαι και αφορμαί Ελληνοϊταλικού πολέμου…, σσ. 18-22.
[xviii]Ελληνικόν Μέλλον, 14, 21.8.1940.
[xix]Ελληνικόν μέλλον, 12, 15, 29.6.1940.
[xx]Ρουμάνης, ό.π., σ. 40.
[xxi]Επαμεινώνδα Π. Καββαδία, Ο ναυτικός πόλεμος του 1940, όπως τον έζησα, Αναμνήσεις 2 Μαρτίου 1935 – 25 Μαρτίου 1943, Εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1950, σ. 138.
[xxii]Ό.π., σ. 143.
[xxiii]Καρόλου Επ. Μωραΐτη, Έλλη, η τορπίλη της ντροπής, Εκδ. Βασδέκης, 1998 σ. 15.
[xxiv]Βασιλικόν Υπουργείον Εξωτερικών, Διπλωματικά Έγγραφα, Η ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος, Αθήναι 1940, έγγραφο 87, σ. 93 και έγγραφο 89, σ. 96. (στο εξής Ελληνική Λευκή Βίβλος)
[xxv]Εμμ. Γκράτσι, Η αρχή του τέλους, Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980, σσ. 147, 162.
[xxvi]Αλέκος Φλωράκης, Η Παναγία της Τήνου στον Αγώνα του ̓40, Έκδ. ΠΙΙΕΤ, Αθήνα 1990, σ. 32.
[xxvii]Πόρισμα της δυνάμει της υπ’ αριθ. Ε/1256 17.8.1940 διαταγής Αρχηγού Στόλου διενεργηθείσης ανακρίσεως επί των συνθηκών του τορπιλισμού του ευδρόμου «Έλλη». Αντίγραφο του πορίσματος βρίσκεται στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Αρχείο Καββαδία, Περίοδος 1940- 1941, φάκελος 10, υποφάκελος 12, σσ. 37-48 (στο εξής Πόρισμα Καββαδία).
[xxviii]Ό.π.,
[xxix]Έθνος, 18.8.1940.
[xxx]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[xxxi]Ό.π.,
[xxxii]Ό.π.,
[xxxiii]Ό.π.,
[xxxiv]Έθνος, 16, 18.8.1940 ̇ Ακρόπολις, 17.8.1940.
[xxxv]Ασύρματος, 18.8.1940.
[xxxvi]Ακρόπολις, 17.8.1940.
[xxxvii]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[xxxviii]Θερμές ευχαριστίες στον Ναύαρχο ε.α. Ιωάννη Παλούμπη για την εξήγηση του όρου.
[xxxix]Ό.π.,
[xl]Ό.π.,
[xli]Ό.π.,
[xlii]Κώστας Δανούσης, «Ο τορπιλισμός του «Έλλη». Η αξιοπιστία και τα προβλήματα της μνήμης», Τηνιακά Σύμμεικτα, τχ. 9, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2008, σ. 14.
[xliii]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[xliv]Ό.π.,
[xlv]Ελληνικόν Μέλλον, 17.8.1940.
[xlvi]Ασύρματος, 16.8.1940.
[xlvii]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[xlviii]Δανούσης, ό.π., σ. 7,10.
[xlix]Ό.π.,
[l]Ασύρματος, 19.8.1940 ̇ Έθνος, 16.8.1940.
[li]Ελληνικόν Μέλλον, 22.8.1940.
[lii]Ακρόπολις, 17.8.1940
[liii]Ό.π.,
[liv]Ό.π.,
[lv]Ελληνική Λευκή Βίβλος, έγγραφο 109, σσ. 82-83.
[lvi]Ρουμάνης, ό.π., σσ. 126-127.
[lvii]Ό.π.,
[lviii]Ό.π., σ. 128 ̇ Καββαδίας, ό.π., σ. 147.
[lix]Ελληνικόν Μέλλον, 17.8.1940.
[lx]Καββαδίας, ό.π., σ. 146.
[lxi]Ακρόπολις, 21.8.1940.
[lxii]Ακρόπολις, 18.8.1940.
[lxiii]Ελληνική Λευκή Βίβλος, έγγραφο 121, σ. 132.
[lxiv]Ό.π., έγγραφο 140, σ. 156.
[lxv]Έθνος, 16.8.1940.
[lxvi]Ελληνική Λευκή Βίβλος, έγγραφο 140, σ. 156.
[lxvii]Γκράτσι, ό.π., σ. 207.
[lxviii]Ελληνική Λευκή Βίβλος, ό.π.,
[lxix]Ακρόπολις, 17.9.1940.
[lxx]Ρουμάνης, ό.π., σ. 137.
[lxxi]Γκράτσι, ό.π., σσ. 206-207.
[lxxii]Ρουμάνης, ό.π., σ. 26.
[lxxiii]Ελληνική Λευκή Βίβλος, έγγραφο 121, σ. 132.
[lxxiv]The Ciano Diaries, 1939-1943, the complete, unabridged diaries of count Galeazzo Ciano Italian Minister for foreign Affairs 1936-1943, Edited by Hugh Gibson, New York 1946, σσ. 283-284. Ακόμα, A. I. Κοραντή, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1956), τόμ. Γ΄ – μέρος Α΄, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 377-378. Επίσης, Ελληνική Λευκή Βίβλος, έγγραφο 140, σ. 163.
[lxxv]Κοραντής, ό.π., σ. 379 ̇ Ελληνική Λευκή Βίβλος, έγγραφο 127, σ. 135, καθώς και Αλέξης Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, Εκδ. Εστία, Αθήνα 1984, σσ. 116-117.
[lxxvi]Ασύρματος, 17.8.1940.
[lxxvii]Ρουμάνης, ό.π., σσ. 104-105.
[lxxviii]Καββαδίας, ό.π., σ. 147.
[lxxix]Ελληνικόν Μέλλον, 17.8.1940.
[lxxx]Ασύρματος, 18.8.1940.
[lxxxi]Έθνος, 18.8.1940.
[lxxxii]Ασύρματος, 18.8.1940.
[lxxxiii]Καββαδίας, ό.π., σ. 48.
[lxxxiv]Ελληνικόν Μέλλον, 17.8.1940.
[lxxxv]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[lxxxvi]Ό.π.,
[lxxxvii]Ακρόπολις, 17-18.8.1940 ̇ Ασύρματος, 17,19.8.1940.
[lxxxviii]Ασύρματος, 19.8.1940.
[lxxxix]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[xc]Ό.π.,
[xci]Ό.π.,
[xcii]Ό.π.,
[xciii]Η Έλλη μπορούσε να μεταφέρει και να ποντήσει 110 νάρκες. Ό.π.,
[xciv]Ό.π.,
[xcv]Ρουμάνης, ό.π., σσ. 114-116. Επίσης, Ελληνικόν Μέλλον, 17.8.1940.
[xcvi]Πόρισμα Καββαδία, ό.π.,
[xcvii]Ακρόπολις, 17.8.1940.
[xcviii]Ακρόπολις, 30.10.1940.
[xcix]Ακρόπολις, 31.10.1940.
[c]The Ciano Diaries, 1939-1945, ό.π., σ. 284.
[ci]Ρουμάνης, ό.π., σσ. 169-173.
[cii]Ό.π., σ. 160.
[ciii]Ό.π., σ. 162.
[civ]Ό.π., σ. 201.
[cv]Ό.π., σ. 161.
[cvi]Ό.π.,
[cvii]Αναφορά πλωτάρχη Τζουζέπε Αϊκάρντι, Ρόδος, 18.8.1940.
[cviii]Ρουμάνης, ό.π., σ. 169.
[cix]Γκράτσι, ό.π., σ. 204 ̇ Ρουμάνης, ό.π., σσ. 167- 168.
[cx]Ό.π., σσ. 181-184.
[cxi]Περιοδ. Ταχυδρόμος, τχ. 42, 30.10.1980, σ. 54, 57, 62.