75 Χρόνια από τότε
Ιωάννης Επαμεινώνδας
Η μάχη του Σταλινγκραντ στο πλαίσιο της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσσα»
A. ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι αντιπαλότητες και οι στόχοι
Πέρα από την ιδεολογική του αντιπαλότητα με τον κομμουνισμό, ο Χίτλερ έβλεπε την αχανή Ρωσία ως τον μελλοντικό ζωτικό χώρο (Lebensraum) της Γερμανίας. Κατακτώντας τους απεριόριστους πόρους της, ονειρεύεται πως θα απαλλάξει τη Γερμανία από την εξάρτηση των εισαγωγών και θα την καταστήσει αυτάρκη. Όπως η Βρετανία έχει τη θαλάσσια αυτοκρατορία που την τροφοδοτεί, η Γερμανία θα μπορούσε να κυριαρχήσει στην ηπειρωτική Ευρώπη, εξασφαλίζοντας μια αντίστοιχη επιβίωση μέσω του εκγερμανισμού της Ρωσίας. Η αντιπαλότητα γερμανισμού και σλαβισμού ανιχνεύεται ήδη στην εποχή του δεύτερου κύματος της Μεγάλης Μετανάστευσης κατά τον 6ο – 7ο αιώνα, όταν τα σλαβικά φύλα απώθησαν τα γερμανικά προς δυσμάς, μακριά από τις πεδιάδες της σημερινής Ρωσίας. Ο φόβος και η ταυτόχρονη περιφρόνηση απέναντι στον Σλάβο είναι από τα βασικά αφηγήματα των γερμανικών λαών μέχρι και σήμερα και η απώθηση των Ρώσων έξω από τα πρώην «γερμανικά» εδάφη και πίσω στην Ασία υπήρξε ένας αγώνας αιώνων.
Ο Χίτλερ θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία, με ελάχιστο προσωπικό, μπορούσε να κυβερνά την αχανή και πολυπληθή Ινδία. Σκέφτεται πως η Γερμανία μπορεί να πετύχει κάτι αντίστοιχο στη Ρωσία, αλλά η μέθοδος που θα ακολουθηθεί δεν θα είναι η ίδια: οι τοπικοί πληθυσμοί –χαρακτηρισμένοι από την ιδεολογία του ναζισμού ως Untermenschen (υπάνθρωποι)– θα επιχειρηθεί να εξανδραποδισθούν ή να αφανιστούν. Ενώ αρχικά Λευκορώσοι και Ουκρανοί είχαν υποδεχτεί τους Γερμανούς ως απελευθερωτές από τον σοβιετικό ζυγό, πολύ σύντομα θα αντιμετώπιζαν την υποδούλωση, την αχαλίνωτη εκμετάλλευση και τη γενοκτονία. Ειδική έκδοση των SS παρουσίαζε εικόνες Σλάβων αιχμαλώτων με το σχόλιο: υπό τους Τάταρους, τον Πέτρο ή τον Στάλιν, αυτές οι ράτσες είναι γεννημένες για τον ζυγό. Στάσεις σαν αυτή θα αυξήσουν τη μνησικακία και την εκδικητικότητα των σοβιετικών πληθυσμών προς τους Γερμανούς κι αυτό θα αποδειχθεί κατά την κατάληψη της Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό το 1945.
Με την επίθεση στη Ρωσία, ο Χίτλερ φιλοδοξούσε καταρχάς να καταλάβει το Λένινγκραντ ώστε να ελέγξει τη Βαλτική και να αποκαταστήσει εδαφική συνέχεια με τους συμμάχους του Φινλανδούς· τη Μόσχα, ώστε να ελέγξει τις οδικές και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες της χώρας και να αποστερήσει τον σοβιετικό στρατό από τις επικοινωνίες του· τη νότια Ουκρανία, που θα γινόταν ο σιτοβολώνας της νέας Γερμανίας· τα ορυκτά της περιοχής του Ντον και τα πετρέλαια του Καυκάσου, που θα τροφοδοτούσαν τον πόλεμο στο διηνεκές.
Με την εισβολή στη Ρωσία η Γερμανία όχι μόνο έφτασε στα όρια της επέκτασής της, αλλά διαστρέβλωσε και την παραγωγική της οικονομία, στρέφοντάς την ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του πολέμου και της κατάκτησης. Όμως, οι πρώτες ύλες της δεν επαρκούσαν. Για τη χαλυβουργία της εισήγαγε υψηλής ποιότητας άνθρακα από τη Σουηδία και για την κίνηση των μηχανών της πετρέλαιο από τη Ρουμανία. Με αυτά τα δεδομένα, η Γερμανία δεν μπορούσε να αντέξει σε μακροχρόνιο πόλεμο, κάτι που ο Χίτλερ το ξέρει από την αρχή. Γι’ αυτό και από τις πρώτες διαβεβαιώσεις που ζήτησε από τους στρατηγούς του ήταν ένας γρήγορος πόλεμος, που θα τελείωνε σε μια πολεμική σαιζόν, μέχρι τις αρχές του χειμώνα του 1941.
Ο Στάλιν από την άλλη πλευρά, μετά τον θάνατο του Λένιν είχε αναδειχτεί ως το 1928 σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη της νεοπαγούς Σοβιετικής Ένωσης, απομακρύνοντας ή δολοφονώντας τους πιθανούς ανταγωνιστές στην εξουσία. Τη δεκαετία 1930 εγκαινίασε ένα τεράστιο πρόγραμμα εκβιομηχάνισης και επανεξοπλισμού, παρόλο που, στη μέση της διαδικασίας, το 1937, εκκαθάρισε τον Κόκκινο Στρατό από την εμπειροπόλεμη παλιά φρουρά. Την αντικατέστησε με άπειρους, αλλά πιστούς στο κόμμα αξιωματικούς, αξιοποιώντας και τον θεσμό του πολιτικού κομισσάριου που είχε δημιουργήσει ο Λέων Τρότσκι το 1918. Τον Ιούλιο του 1941, καθώς οι γερμανικές μεραρχίες σάρωναν τη δυτική Ρωσία, ο Στάλιν, μετά την 10ήμερη «εξαφάνισή» του, ανέλαβε οριστικά στις 3 Ιουλίου την αρχιστρατηγία των ενόπλων δυνάμεων.
Β. Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΣΑ”
Οι Γερμανικοί στόχοι
Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα (από το όνομα του Γερμανού Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄, ο οποίος το 1189 ηγήθηκε της Γ΄ Σταυροφορίας) ονομάστηκε το σχέδιο εισβολής της ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση το 1941 – περίπου 750 χρόνια μετά τον Φρειδερίκο[1]. Ο Χίτλερ ξεκίνησε να σχεδιάζει την επιχείρηση το καλοκαίρι του 1940, πριν ακόμα κλείσει ένας χρόνος από την έναρξη του πολέμου (1 Σεπτεμβρίου 1939). Ανακοίνωσε όμως στους στρατηγούς του το σχέδιο της επίθεσης μόλις στις 18 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, με τη Διαταγή 21, διευκρινίζοντας ότι στόχος ήταν να καταστραφεί η μεγάλη μάζα του Κόκκινου Στρατού που στάθμευε στη δυτική Ρωσία, με τολμηρές επιχειρήσεις και βαθιές εισχωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα με κυκλωτικές κινήσεις θα παρεμποδιζόταν η υποχώρηση των στρατευμάτων στην αχανή ρωσική πεδιάδα προς τα ανατολικά. Κατόπιν, θα χαρασσόταν μια αμυντικη γραμμή πέρα από την οποία η σοβιετική αεροπορία δεν θα μπορούσε να πλήξει τα νεοαποκτηθέντα εδάφη[2].
Ο Χίτλερ θεωρούσε την κατάληψη της Μόσχας ως δευτερεύοντα στόχο σε σχέση με την εξουδετέρωση του Κόκκινου Στρατού. Πίστευε πως, με την καταστροφή του στρατού, το κομμουνιστικό καθεστώς θα κατέρρεε αυτομάτως και θα ακολουθούσε ένα χάος ανάλογο του 1918. Έτσι, διέσπειρε τις δυνάμεις του σε τρία μέτωπα (Λένινγκραντ, Μόσχα, Κίεβο), με συνολικό μήκος 1.800 χιλιομέτρων και μια έκταση προς κατάκτηση σχεδόν όση και ολόκληρη η δυτική Ευρώπη, και επιδίωξε να πραγματοποιήσει και τους τρεις αυτούς στόχους ταυτόχρονα. Μόνο προς τα τέλη Δεκεμβρίου 1941 –όταν επιβεβαιώθηκε η αντοχή της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στις μεγάλες διαδοχικές ήττες αλλά ταυτόχρονα και η ικανότητά της να αναπληρώνει τις απώλειες (λόγω του τεράστιου πληθυσμού της) σε αντίθεση με τις περιορισμένες γερμανικές αντίστοιχες δυνατότητες, και όταν πια η Μόσχα είχε ανεπιστρεπτί αποκρούσει την πολιορκία–, θα γινόταν σαφές πως η κατάληψη της πρωτεύουσας ήταν το κλειδί για μια γρήγορη γερμανική νίκη[3].
Από την πλευρά του Άξονα συμμετείχαν 151 γερμανικές μεραρχίες (19 θωρακισμένες και 15 μηχανοκίνητες), 3.350 τανκς, 7.200 πυροβόλα, 2.770 αεροπλάνα. Επιπλέον, 14 φινλανδικές μεραρχίες, 4 ρουμανικές μεραρχίες και 6 ρουμανικές ταξιαρχίες. Τέλος, 9 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες ως εφεδρείες. Όλα αυτά τα στρατεύματα διατάχθηκαν σε τρεις Ομάδες Στρατιών, τη Βόρεια, την Κεντρική και τη Νότια.

Η Σοβιετική άμυνα
Από την άλλη πλευρά, το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ -‐- Μολότοβ (Αύγουστος 1939) είχε φέρει τη Σοβιετική Ένωση σε κοινά σύνορα με τη Γερμανία, μετά την κατάληψη εκ μέρους της των Βαλτικών Χωρών και της ανατολικής Πολωνίας, κάτι που άλλαζε εντελώς τα αμυντικά δεδομένα της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα νέο Σχέδιο Κινητοποίησης –αμυντικής στρατηγικής σύλληψης αλλά επιθετικό στη φύση του– εκπονήθηκε τον Ιούλιο του 1940 στη βάση μιας μελλοντικής γερμανικής επίθεσης που αναμενόταν πως θα εισχωρούσε βορείως τής, σχεδόν αδιαπέραστης, έκτασης των ελών του ποταμού Pripyet (Πριπιάτ: σήμερα στη Λευκορωσία, στα σύνορά της με την Ουκρανία). Όμως, τον Οκτώβριο του 1940 ο Στάλιν ανέλαβε την προσωπική ευθύνη να τροποποιήσει το σχέδιο, αναδιατάσσοντας τις σοβιετικές δυνάμεις κυρίως στα νότια των ελών, καθώς εκτιμούσε πως ο Χίτλερ, που εποφθαλμιούσε περισσότερο τις πλούσιες εκτάσεις της νότιας Ουκρανίας, θα συγκέντρωνε τη δύναμη του πυρός του εκεί.
Το νέο Αμυντικό Σχέδιο, που εκπονήθηκε στις αρχές του 1941 από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατηγό Ζούκοβκατ’ εντολή του Στάλιν, προέβλεπε την ανάπτυξη 237 μεραρχιών, από τις οποίες οι 186 θα κάλυπταν τα τέσσερα επιχειρησιακά μέτωπα ενώ οι 51, οργανωμένες σε πέντε Στρατιές, θα βρίσκονταν ως ενισχύσεις στη διάθεση της Ανώτατης Διοίκησης (STAVKA).
Αυτές οι εφεδρικές δυνάμεις, αναπτυγμένες σε μια ζώνη από τον Αρκτικό Ωκεανό μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, πέρα από τους ποταμούς Dnper (Δνείπερο) και Dvina, παρέμεναν αόρατες για τη γερμανική Κατασκοπεία. Οι επιχειρησιακές μεραρχίες θα αναπτύσσονταν σε τρεις διαδοχικές ζώνες: η πρώτη θα επάνδρωνε ελαφρά τη νέα μεθόριο με τη Γερμανία ενώ οι άλλες δύο, σε ημικυκλική ανάπτυξη θα έδιναν βάθος στην άμυνα.
Στις 22 Ιουνίου 1941 που εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση, ούτε οι προωθημένες επιχειρησιακές μεραρχίες ούτε και οι 51 εφεδρικές είχαν αναπτυχθεί πλήρως στις θέσεις τους. Και οι μεν πρώτες, θα δέχονταν την πίεση της αρχικής γερμανικής εισβολής και σε μεγάλο βαθμό θα αποδεκατίζονταν ή θα αιχμαλωτίζονταν. Οι εφεδρικές, όμως, θα συμπληρώνονταν σταδιακά, ακόμα και με στρατεύματα από τη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή, και θα αποτελούσαν την έκπληξη για τους γερμανούς στρατηγούς, οι οποίοι από την επόμενη χρονιά θα έβλεπαν τον Κόκκινο Στρατό να ανασυντάσσεται διαρκώς και να γίνεται πιο εμπειροπόλεμος, ενώ οι ίδιοι τον θεωρούσαν πρακτικά διαλυμένο. Κατά την εισβολή του Ιουνίου όμως, οι σοβιετικές δυνάμεις βρίσκονταν ακόμα σε μεταβατικό στάδιο. Επιπλέον, η λάθος εκτίμηση του Στάλιν οδήγησε στην ενίσχυση του μετώπου στα νότια των ελών του Πριπιάτ, ενώ η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στα βόρεια[4].
Γ. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “ΤΥΦΩΝΑΣ”)
Παρά την επιθυμία του Χίτλερ να κατακτήσει τη Σοβιετική Ένωση μέσα σε μια μονοετή εκστρατεία, τον Δεκέμβριο του 1941 –λιγότερο από έξι μήνες από την έναρξη της εκστρατείας (και μετά από μια δίμηνη καθυστέρηση μέχρι να καταλάβουν το Σμολένσκ)–, οι Γερμανοί σταμάτησαν μπροστά στη Μόσχα. Έχοντας ξεκινήσει την τελική επίθεσή τους (επειχείρηση Τυφώνας) στις 2 Οκτωβρίου, έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από τη Μόσχα (22 χιλιόμετρα)[5]αλλά δεν κατάφεραν να πάνε παραπέρα. Ο Χίτλερ τους ανάγκασε να παραμείνουν εκεί για όλη τη διάρκεια του χειμώνα 1941-‐1942 (το ίδιο θα απαιτούσε και από την 6η Στρατιά στο Στάλινγκραντ την επόμεν χρονιά). Παρά την εντυπωσιακή γερμανική προέλαση, ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε ηττηθεί, ενώ οι βιομηχανικές υποδομές και η αγροτική γη του νότου παρέμεναν πέραν του βεληνεκούς των Γερμανών. Δεν υπήρχε σχέδιο για χειμερινές επιχειρήσεις και παρόλο που ζητήθηκαν επειγόντως προμήθειες (χειμερινές στολές, πυρομαχικά, αντιψυκτικά για τις μηχανές), ο στρατός βρισκόταν ήδη στα όριά του και οι γραμμές ανεφοδιασμού ήταν μακριές και ευάλωτες σε δολιοφθορές.
Η χειμερινή αντεπίθεση των Σοβιετικών ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Στις 6 Δεκεμβρίου χτύπησαν σε όλη σχεδόν τη γραμμή του μετώπου, σε ένα μήκος περίπου 1.000 Km. Βασικός στόχος ήταν να εξαλείψουν την προεξέχουσα γερμανική σφήνα στα δυτικά του Λένινγκραντ και τις αντίστοιχες στα νότια και βόρεια της Μόσχας, αλλά δεν κατάφεραν να διασπάσουν τις γερμανικές γραμμές. Τον Ιανουάριο, ο Στάλιν διέταξε γενική επίθεση. Οι αρχικές επιτυχίες γύρω από το Demyansk και το Vyazma απείλησαν το Smolensk και το Bryansk που κρατούσαν οι Γερμανοί. Ωστόσο, η Βέρμαχτ μέχρι τον Μάρτιο είχε ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος και ενίσχυσε τον θύλακα του Βιάσμα που απειλούσε αποφασιστικά τη Μόσχα. Στο Ντεμιάνσκ είχαν εγκλωβιστεί 92.000 άνδρες της 16ης γερμανικής Στρατιάς. Οι Γερμανοί κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους με αεροπορικούς ανεφοδιασμούς επί δέκα εβδομάδες, μέχρι τα τέλη Απριλίου 1942, οπότε μπόρεσαν να ανοίξουν έναν διάδρομο στα δυτικά και να απεγκλωβιστούν (δεν θα τους επιτρεπόταν να κάνουν το ίδιο στο Στάλινγκραντ). Ωστόσο, είχαν απωθηθεί πια 250 χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Ποτέ δεν θα έφταναν τόσο κοντά όσο στις αρχές Δεκεμβρίου.
Ένα από τα εντυπωσιακότερα επιτεύγματα των σοβιετικών είναι η μετακίνηση των βαρέων εργοστασίων τους από τα ευρωπαϊκά εδάφη στα Ουράλια, στη δυτική Σιβηρία και στο Καζακστάν. Από τον Ιούλιο ώς τον Νοέμβριο θα μετακινηθούν 1360 βιομηχανίες. Με δεδομένες τις δυτικές προδιαγραφές, αυτός ο άθλος παραμένει ανεξήγητος μέχρι σήμερα, δεδομένης της κατάστασης του σιδηροδρομικού δικτύου, πάνω στο οποίο μετακινούνταν ταυτόχρονα και τα στρατεύματα που διοχετεύονταν από την Ασία στην Ευρώπη[6].

Δ. Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΤΟ ΧΑΡΚΟΒΟ (ΜΑΪΟΣ 1942)
Οι Γερμανοί, προετοιμάζοντας την επίθεση της άνοιξης, ενίσχυσαν το μέτωπο στο Χάρκοβο, εκεί όπου συμπτωματικά θα αποφάσιζαν να επιτεθούν και οι Σοβιετικοί, στην προσπάθεια να διατηρήσουν την πίεσή τους στον νότο. Το Χάρκοβο είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1941. Οι Σοβιετικοί κατά την αντεπίθεση του Ιανουαρίου 1942 είχαν δημιουργήσει έναν θύλακα στην αριστερή (δυτική) όχθη του Ντονιέτς, παραποτάμου του Ντον, στα νότια του Χάρκοβου.
Τον Μάιο, οι Σοβιετικοί επιχειρούν να περικυκλώσουν την πόλη, οι Γερμανοί όμως αντεπιτίθενται από τον νότο και αποκόπτουν τον θύλακα πέρα από τον ποταμό. Μέχρι το τέλος Μαΐου, ο θύλακας θα βομβαρδιστεί και οι Σοβιετικοί θα αποδεκατιστούν: 70.000 νεκροί, 200.000 αιχμάλωτοι και μόλις 22.000 διασωθέντες. Όλος ο εξοπλισμός των Σοβιετικών καταστράφηκε ή εγκαταλείφθηκε στο πεδίο της μάχης. Η πανωλεθρία αυτή ήταν συγκρίσιμη με εκείνη του καλοκαιριού της προηγούμενης χρονιάς, κατά την πρώτη γερμανική επίθεση και προέλαση. Ολόκληρη η νότια σοβιετική άμυνα κάμφθηκε και οι μονάδες του Κόκκινου Στρατού, υποστελεχωμένες και χωρίς ανεφοδιασμό, παρέμεναν αποκομμένες από τη γενική διοίκηση και τα κέντρα επικοινωνιών.
Για τους Γερμανούς η νίκη ήταν μεγαλύτερη ακόμα κι από αυτό που μπορούσαν να κατανοήσουν εκείνη τη στιγμή: εξουδετερώνοντας τον θύλακα του Χάρκοβου, άνοιξε γι’ αυτούς η πύλη προς τον νότο. Αγνοώντας την έκταση της σοβιετικής αδυναμίας, δεν αντιλαμβάνονται πως ο δρόμος είναι ανοικτός για τον Καύκασο.

Ε. Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ (FALL BLAU)
Ο Στάλιν έδωσε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην άμυνα της Μόσχας, όπου πίστευε πως θα επικεντρωνόταν η γερμανική εαρινή επίθεση του 1942. Κέντρο όλων των εξουσιών του κράτους και του στρατού, του συγκεντρωτικού οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, βιομηχανικό κέντρο, επικοινωνιακός κόμβος και σύμβολο της σοβιετικής εξουσίας. Αυτό που εθεωρείτο αναπόφευκτο ήταν η επίθεση στον θύλακα μεταξύ Demyansk και Vyazma, που προεξείχε προς τα δυτικά κοντά στη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί επιτελείς θεωρούσαν πως η κύρια γερμανική επίθεση θα γινόταν με τη 2η τεθωρακισμένη στρατιά μέσω Οριόλ και Τούλα, από τα νότια, με κατεύθυνση τη Μόσχα. Ωστόσο, πληροφορίες που έφτασαν από το Bryansk και τα νοτιοδυτικά μιλούσαν για επίθεση από το Kursk μέσω Voronezh. Πίστεψαν πως αυτή θα ήταν η αιχμή της γερμανικής επίθεσης, σε μια προσπάθεια να κυκλώσουν τη Μόσχα από τα νοτιοανατολικά.
Την άνοιξη, ο Στάλιν εγκατέλειψε την ιδέα της γενικής διοίκησης του πολεμικού θεάτρου και εφάρμοσε τη λογική των πολλών μετώπων που θα συνεργάζονταν χαλαρά μεταξύ τους. Στη άμυνα της Μόσχας αντιστοιχούσαν τρία μέτωπα: το Βορειοδυτικό, το Καλίνιν και το Δυτικό. Σε αυτά αποσπάστηκε το 50% των μεραρχιών και της ισχύος της σοβιετικής πολεμικής μηχανής.
Νοτιότερα, απέναντι από το Οριόλ και το Kursk, παρατάχθηκαν τα μέτωπα του Bryansk και το Νοτιοδυτικό, με το 30% της σοβιετικής ισχύος. Εκεί ο Στάλιν ανέπτυξε δύο στρατιές αρμάτων, την 3η και την 5η, μεταξύ του Voronezh και της Μόσχας. Από τα δυτικά του Voronezh εκτείνονταν προς τα νότια δύο επάλληλες οχυρωματικές ζώνες μήκους 250 Km κατά μήκος του Ντον και του παραποτάμου του, Ντονέτς. Το νοτιότατο άκρο της άμυνας, το Νότιο μέτωπο και το μέτωπο του Βόρειου Καυκάσου, καλυπτόταν μόλις από το 10% της ισχύος και ήταν αναλογικά το πιο αδύναμο. Ως αντιστάθμισμα σε αυτή την παραμέληση του νότιου μετώπου, ο Στάλιν διέταξε την οχύρωση τριών πόλεων: του Ροστόβ επί του Ντον, του Σαράτοβ και του Στάλινγκραντ. Επιπλέον, 10 διάσπαρτες εφεδρικές στρατιές βρίσκονταν σε διαδικασία σχηματισμού μεταξύ Voronezh και Μόσχας. Πολλές από αυτές θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην επερχόμενη μάχη.
Παρά τα εντυπωσιακά εδαφικά κέρδη της πρώτης χρονιάς, τα αποτελέσματα της αρχικής επίθεσης του Χίτλερ στην πραγματικότητα υπήρξαν πενιχρά: η αναχαίτιση έξω από τη Μόσχα ήταν το πρώτο πλήγμα, αλλά μια πιθανή αποτυχία στον νότο ήταν ό,τι τρόμαζε τον Χίτλερ περισσότερο. Έτσι, τον Απρίλιο έδωσε προτεραιότητα στην εκστρατεία προς τον νότο (επιχείρηση Μπλε), ώστε να εξασφαλίσει την τροφοδοσία του πολέμου και να μπορέσει να πετύχει τους υπόλοιπους στόχους του: παγίωση της κατοχής της Ουκρανίας, κατάκτηση της περιοχής δυτικά του Βόλγα, επέκταση ώς τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου. Μετακίνησε πολλές μεραρχίες προς τον νότο, μείωσε άλλες στο 50% της δύναμής τους και απέσπασε από τους συμμάχους του όσες μεραρχίες μπορούσαν να διαθέσουν. Μέχρι τον Ιούνιο, 52 μεραρχίες προστέθηκαν στη μεγάλη γερμανική στρατιά της Ανατολής, οι 20 από αυτές συμμαχικές: ιταλικές, ρουμανικές, ουγγρικές, σλοβακικές, ακόμα και εθελοντές από την Ισπανία.
Συγκεντρώθηκαν 74 επιπλέον μεραρχίες. Από αυτές, οι 9 ήταν θωρακισμένες και οι 7 μηχανοκίνητες. Επιπλέον, 8 ακόμη μεραρχίες καθ’ οδόν προς το μέτωπο θα χρησίμευαν ως στρατηγική εφεδρεία. Τέλος, πάνω από τη μισή δύναμη της Λουφτβάφε στην Ανατολή θα μετείχε στις μάχες.
Η επίθεση των Γερμανών θα εκδηλωνόταν σε τρεις ξεχωριστές φάσεις και θα κατευθυνόταν ανάλογα με την εξέλιξη της μάχης, ώστε να αξιοποιηθούν όσο γινόταν καλύτερα οι περιορισμένες γερμανικές δυνάμεις. Στην πρώτη φάση, θα προωθούνταν από το Κουρσκ προς το Voronezh στον άνω Ντον (2η στρατιά, 4η τεθωρακισμένη στρατιά, 2η ουγγρική στρατιά). Το πεζικό θα ακολουθούσε ώστε να σταθεροποιήσει την κατοχή του Voronezh, ενώ η 4η τεθωρακισμένη θα προχωρούσε προς τα νότια κατά μήκος του Ντον. Στη δεύτερη φάση, δυο μέρες αργότερα, η 6η στρατιά θα ξεκινούσε από το Χάρκοβο, θα περνούσε τον ποταμό Ντονιέτς και θα προχωρούσε παράλληλα με την 4η τεθωρακισμένη κατά μήκος του «ισθμού» μεταξύ Ντον και Ντονιέτς. Στην τρίτη φάση, λίγες μέρες αργότερα, η 1η τεθωρακισμένη, προστατευμένη στα δεξιά της από την 17η –και με την 8η ιταλική ως εφεδρεία– θα περνούσε τον Ντονιέτς νοτιότερα και θα κατευθυνόταν ανατολικά και νότια προς τον κάτω Ντον. Το σχέδιο ήταν να περικυκλώσουν τους Σοβιετικούς i. στην αριστερή όχθη του Ντονιέτς, ii. μεταξύ Ντονιέτς και Ντον και, iii. μεταξύ Ντον και Βόλγα. Μετά, αφού θα εξουδετερώνονταν αυτοί οι θύλακες, το μέτωπο θα σταθεροποιούνταν επί του Βόλγα και θα μπορούσε να ξεκινήσει η επιχείρηση προς τον νότο. Η επιχείρηση Μπλε ήταν η τελευταία απόπειρα του Χίτλερ να πετύχει την αποφασιστική νίκη επί του Κόκκινου Στρατού και από το αποτέλεσμά της θα κρινόταν όλη η μετέπειτα εξέλιξη του πολέμου.

Το σχέδιο της επίθεσης
Στις 28 Ιουνίου ξεσπά η γερμανική επίθεση προς τον νότο. Ακόμα και οι απλοί στρατιώτες καταλάβαιναν πως αυτή ήταν η δεύτερη και τελευταία ευκαιρία να συντρίψουν τον Κόκκινο Στρατό: δεν έπρεπε να περάσουν δεύτερο χειμώνα στη Ρωσία. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν την προώθησή τους μέσα από τη στέππα του Ντον προς δύο κατευθύνσεις: τον Καύκασο και τον Βόλγα. Αρχικά σημείωσαν επιτυχίες: το σοβιετικό μέτωπο, αδυνατισμένο από τους καταστροφικούς χειρισμούς του Μαΐου στο Χάρκοβο, λύγισε και έσπασε. Όμως, καθώς τα γερμανικά μηχανοκίνητα και το πεζικό ξεχύνονταν στις πεδιάδες, παρατηρούσε κανείς πως τα σοβιετικά στρατεύματα, δεν υποχωρούσαν πλέον άτακτα όπως το προηγούμενο καλοκαίρι, παρά κατάφερναν να αναδιοργανωθούν και να πραγματοποιούν μια σειρά από επιχειρήσεις παρακώλυσης των Γερμανών: στο Ροστόβ επί του Ντον, στο Βορονιέζ και, κυρίως, στη μεγάλη καμπή του Ντον, εκεί όπου ο ποταμός στρέφεται προς τα νοτιοδυτικά και την Αζοφική θάλασσα. Αυτές οι ενέργειες των Σοβιετικών, συνδυασμένες με τη στερεότυπη παρανόηση περί διάλυσης του Κόκκινου Στρατού και με την αναποφασιστικότητα της ανώτατης γερμανικής διοίκησης, συνέτειναν στο να φρενάρουν την προέλαση πάνω στη δεύτερη κατεύθυνση της γερμανικής επίθεσης: τη δυτική όχθη του Βόλγα.
Η Βέρμαχτ φαίνεται να βρίσκεται στο απόγειο της υπεροχής της στη Σοβιετική Ένωση αυτή την εποχή: τα πάντσερ σαρώνουν τη νότια στέπα προς τα πετρέλαια του Καυκάσου και οι Σοβιετικοί φαίνεται να έχουν ηττηθεί, στην πραγματικότητα όμως εξαγοράζουν χρόνο προσφέροντας έδαφος στον αντίπαλο. Οι Γερμανοί γίνονται αλαζόνες από την εύκολη νίκη και χαλαρώνουν την πίεση προς το Στάλινγκραντ, καθυστερώντας στη στέπα. Όταν τελικά θα συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους στην κατάληψη της πόλης, θα εκπλαγούν από την αγριότητα της αντίστασης των Ρώσων.

ΣΤ. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1942 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1943)
Η επίθεση
Το σημείο που επιλέχθηκε για την τελική σοβιετική αντίσταση ήταν μια εκτεταμένη βιομηχανική πόλη ακριβώς στη στροφή του Βόλγα, η οποία έλεγχε τις ποτάμιες, χερσαίες και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες προς τον νότο. Η μάχη του Στάλινγκραντ θα αποτελούσε το αποφασιστικό σημείο καμπής του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Καθώς θα εξελισσόταν, οι δύο αντίπαλοι, ο Χίτλερ και ο Στάλιν, θα εμπλέκονταν σε ένα bras-‐de-‐fer πείσματος και αντοχής. Για τον Χίτλερ, η πτώση της πόλης που έφερε το όνομα του Στάλιν θα σήμαινε την πτώση του ίδιου του Στάλιν. Για τους Σοβιετικούς, η υπεράσπισή της ήταν ένα καθήκον απέναντι στον «πατερούλη». Ο Βόλγας έχει μόνο μία όχθη, δεν υπάρχει έδαφος πίσω από τον Βόλγα, ήταν τα σοβιετικά μόττο για την ανυποχώρητη γραμμή άμυνας πάνω στη δεξιά (δυτική) όχθη του ποταμού, όπου απλωνόταν το Στάλινγκραντ σε μήκος περίπου πενήντα χιλιομέτρων.
Το Στάλινγκραντ (πρώην Τσαρίτσιν – πόλη του Τσάρου) στριμώχνεται κατά μήκος των ακτών του Βόλγα. Τα «μπαλκάς» της στέπας, τα κοιλώματα / χαράδρες, φτάνουν μέχρι μέσα στην πόλη. Ανάμεσα στο μεγαλύτερο κοίλωμα ρέει ο Τσαρίτσα. Οι όχθες κατεβαίνουν με απότομες κλίσεις, πράγμα που δυσκολεύει τη σχέση της πόλης με τον ποταμό. Η παλιά πόλη βρίσκεται στον νότο. Στον κεντρικό τομέα, πάνω από την Ερυθρά Πλατεία, δεσπόζει ο λόφος του Μαμάι Κουργκάν, που κατεβαίνει με μεγάλα σκαλοπάτια ώς το ποτάμι. Εκεί βρίσκεται και η αποβάθρα των πορθμείων προς την απέναντι όχθη. Στον βορρά απλώνονται οι βιομηχανίες. Το εργοστάσιο χημικών Λαζούρ, το χαλυβουργείο Κόκκινος Οκτώβρης, τα χυτήρια πυροβόλων Μπαρικάντυ (Οδόφραγμα) και το εργοστάσιο τρακτέρ Τζερζίνσκι. Στη συνέχεια, τα προάστια Σπαρτακόφσκα και Ρυνόκ. Η πόλη έχει μήκος 50 χλμ και μέγιστο πλάτος 1500 μέτρα.
Το Στάλινγκραντ δεν βρισκόταν εξαρχής στους στόχους του Χίτλερ, προέκυψε μετά. Του αρκούσε μόνο η καταστροφή του βιομηχανικού δυναμικού της. Η πολιορκία θα ξεκινήσει στις 2 Σεπτεμβρίου, όταν θα συνενωθούν η 6η Στρατιά και η 4η Στρατιά Πάντσερ στους λόφους που δεσπόζουν πάνω από το Στάλινγκραντ. Για τους Ρώσους, η υπόθεση φαίνεται χαμένη: όλες οι επικοινωνίες από την ξηρά έχουν κοπεί – μένει μόνο ο Βόλγας, με τα πορθμεία (εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η σημερινή γέφυρα). Ο Λοπάτιν, διοικητής της 62ης Στρατιάς ζητά να αποσυρθεί πέρα από τον ποταμό, όμως ο Στάλιν αντιδρά και θεωρεί πως ό,τι είχε να δώσει από εδάφη, το έδωσε. Ο διοικητής του μετώπου Γερεμένκο κι ο κομισσάριος Χρουστσώβ αντικαθιστούν τον Λοπάτιν με τον Τσουίκοβ, που είχε πρόσφατα φτάσει από την Άπω Ανατολή.
Τρία στοιχεία εκπλήσσουν τους Γερμανούς κατά την εισβολή στη Ρωσία: η ευκολία με την οποία ο Στάλιν «θυσιάζει» εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσων στρατιωτών, η αφθονία του υλικού, κυρίως των αρμάτων, που πέφτουν στα χέρια τους και η ταχύτητα με την οποία ανασυγκροτούνται οι ρωσικές μεραρχίες. Ο Χάλντερ λέει: ξεκινήσαμε τον πόλεμο υπολογίζοντας σε 200 ρωσικές μεραρχίες, έχουμε φτάσει στις 300 και, κάθε φορά που εξουδετερώνουμε μια δεκάδα, μια νέα δεκάδα ξεπροβάλλει[7].
Μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν την πόλη εξ εφόδου, οι Γερμανοί ενεπλάκησαν και δεσμεύτηκαν σε έναν σώμα-‐με-‐σώμα αγώνα. Επέλεξαν να το θεωρήσουν ως «πόλεμο φθοράς» του αντιπάλου. Αυτό όμως αποδείχθηκε λάθος τακτικής αλλά και λάθος στρατηγικής αντίληψης των δεδομένων: στην πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι που είχαν εγκλωβισθεί σε μια ψυχοφθόρα διαδικασία. Οι Σοβιετικοί απασχολούσαν μόνο τόσα στρατεύματα όσα απαιτούνταν για να κρατήσουν τους Γερμανούς μακριά, ενώ ταυτόχρονα ανεφοδίαζαν το μέτωπο με όλο και περισσότερες εφεδρείες[8].
Το Στάλινγκραντ παρομοιάζεται με το Βερντέν. Εκεί όμως, η σφαγή γινόταν εξ αποστάσεως, ανώνυμα, με εκρηκτικά και ριπές αυτομάτων. Στο Στάλινγκραντ γίνονταν μάχες πρόσωπο-‐με-‐πρόσωπο, οι στρατιώτες γιουχάρονταν και βρίζονταν από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Πολλές φορές άκουγαν την ανάσα του αντιπάλου από το διπλανό δωμάτιο ενώ στις συμπλοκές χρησιμοποιούνταν μαχαίρια και αξίνες, ακόμα και χαλύβδινοι λοστοί παρμένοι από τα χαλάσματα. Ανάμεσα σε πτώματα και συντρίμια, οι αντιμαχόμενοι πολεμούσαν για να κερδίσουν έναν δρόμο, ένα κτίριο, ακόμα και ένα δωμάτιο.
Στα προάστια τα σπίτια ήταν ξύλινα (εξοχικά μπανγκαλόους και καλύβες εργατών) και κάηκαν ολοσχερώς κατά τους βομβαρδισμούς της 23ης Αυγούστου. Καθώς όμως πλησίαζαν προς την πόλη, οι κατασκευές γίνονταν πιο στέρεες, από μπετόν και τούβλα, υπήρχαν υπόνομοι και ήταν, όπως λέει ο στρατηγός Dörr: … αδύνατον να εφαρμόσουμε τακτική μαζικής επίθεσης. Από την εκτεταμένη στέππα εγκλωβιστήκαμε στους «οδοντωτούς λόφους» γύρω από τον Βόλγα, ανάμεσα σε λόχμες και χαράδρες κι από κει στο μπετόν των δρόμων, των ατέλειωτων εργοστασίων, που εκτείνονταν σε ένα ανομοιόμορφο, ανασκαμμένο, τραχύ έδαφος. Το χιλιόμετρο της πεδιάδας αντικαταστάθηκε από το μέτρο της πόλης, οι χάρτης του επιτελείου ήταν πια το πλάνο της πόλης. Για κάθε σπίτι, μαγαζί, εργαστήριο, για κάθε υδατόπυργο, σιδηροδρομική αποβάθρα ή εργοστάσιο, για κάθε τοίχο, κάθε υπόγειο, κάθε σωρό από μπάζα, δίνονταν σκληρές μάχες. Η απόσταση ανάμεσα σε μας και τον εχθρό ήταν η μικρότερη δυνατή. Σε τέτοιες συνθήκες η υπεροχή της αεροπορίας και του πυροβολικού έχαναν το πλεονέκτημά τους. Πώς να διασπάσεις τον κλοιό ενός τόσο στενού πεδίου μάχης; Οι Ρώσοι ήταν πιο αποτελεσματικοί από μας στη χρήση του εδάφους, πιο επινοητικοί στο καμουφλάζ, στην οχύρωση και στα χαρακώματα[9].

Οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταστήσει το βαρύ πυροβολικό τους στην ανατολική όχθη (αριστερή κατά την κάθοδο του ποταμού). Τα πορθμεία του Βόλγα αποδείχθηκαν κρίσιμα για τον ανεφοδιασμό με πυρομαχικά των μικρών όπλων, με σφαίρες και όλμους, που καταναλώνονταν σε ασύλληπτους αριθμούς. Κρίσιμα ακόμη και για τη μεταφορά βότκας ή για την απομάκρυνση των τραυματιών. Πολυάριθμες νησίδες στην ανατολική όχθη μπροστά από το προάστιο της Krasnaya Sloboda (Κόκκινη Ελευθερία) έκαναν αδύνατη τη φύλαξή τους ή την εξουδετέρωση, κυρίως τη νύχτα. Οι Γερμανοί άργησαν να το καταλάβουν αυτό και για πολλές μέρες άφησαν αυτή τη ζωτική αρτηρία να λειτουργεί και να ανεφοδιάζει τη φρουρά της πόλης. Αντιθέτως, επικεντρώθηκαν στο να καταλάβουν τη μικρή λωρίδα γης κατά μήκος της δεξιάς όχθης –την οποία αποτελεί το Στάλινγκραντ– αλλά, ακόμα κι όταν κατάφερναν να φτάσουν στην ακτή σε διάφορα σημεία, αυτά ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και τροφοδοτούνταν με δυσκολία: αποτελούσαν περισσότερο παθητικό από άποψη τακτικής. Αν ο Ρίχτχοφεν είχε επικεντρωθεί στην καταστροφή των ρώσικων πυροβολαρχιών των 76 mm στην ανατολική όχθη, οι Γερμανοί θα είχαν προσεγγίσει ευκολότερα τις όχθες του ποταμού. Ωστόσο, ο Πάουλους είχε εξαρχής λάθος προσέγγιση. Απροετοίμαστος για μια μάχη εκ του συστάδην μέσα σε κατοικημένη περιοχή, αντέδρασε με τον αναμενόμενο γερμανικό τρόπο: όλο και πιο άγριες επιθέσεις σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις[10].
Η παραπλάνηση, όσον αφορά τη σοβιετική τακτική ήταν καθολική, από τις υψηλότερες βαθμίδες έως τους απλούς στρατιώτες. Ο χρονικογράφος Χόφμαν, που εξύμνησε τη γερμανική επίθεση της 23ης Αυγούστου, προδίδει αυτή τη νοοτροπία στα επίθετα που χρησιμοποιεί για τους Ρώσους καθώς εξελίσσονται οι μάχες, αρχικά από την περιφρόνηση και τη δυσπιστία, αργότερα στον φόβο και τον αυτο-‐οικτιρμό. 1/9: θα πολεμήσουν οι Ρώσοι στην όχθη του Βόλγα; Είναι τρέλα. 8/9: …παράφρον πείσμα. 11/9: …φανατικοί. 13/9: …άγρια κτήνη. 16/9 …βαρβαρότητα. Δεν είναι άνθρωποι αλλά δαίμονες. 26/9: …βάρβαροι. Χρησιμοποιούν γκαγκστερικές μεθόδους. Ακολουθεί ένας μήνας χωρίς σχόλια για τους αντιπάλους, παρά μόνο κατήφεια για το χάλι στο οποίο βρίσκονται ο ίδιος και οι σύντροφοί του. Και συνεχίζει, 27/10: …οι Ρώσοι δεν είναι άνθρωποι αλλά μάλλον πλάσματα από χυτοσίδηρο. Δεν κουράζονται ποτέ και δεν φοβούνται τα πυρά. 28/10: …κάθε στρατιώτης θεωρεί τον εαυτό του καταδικασμένο πλέον[11].

Όταν ο Πάουλους επέστρεψε στο αρχηγείο του μετά τη συνάντηση που είχε με τον Χίτλερ στις 12 Σεπτεμβρίου, η τρίτη επίθεση ήταν επί θύρας. Η 6η στρατιά παρέτασσε 11 μεραρχίες, τρεις από τις οποίες ήταν τεθωρακισμένες. Οι Ρώσοι είχαν αντίστοιχα μόνον τρεις μεραρχίες πεζικού, τμήματα από άλλες τέσσερις και δύο ταξιαρχίες αρμάτων. Αυτή η μειωμένη δύναμη των Ρώσων οφειλόταν στο ότι ο Χόθ, με την 14η και την 24η τεθωρακισμένες μεραρχίες, είχε τελικά αγγίξει τον Βόλγα στο Κουπαρόσνιε (Βιτριόλι), ένα νότιο προάστιο του Στάλινγκραντ, διασπώντας έτσι την ενότητα μεταξύ της 62ης (στο βορά) και της 64ης (στο νότο) στρατιάς των Ρώσων. Πέντε μέρες πριν, η 14η μεραρχία του Χοθ είχε κόψει στα δύο την 64η σοβιετική στρατιά στο Κρασναρμίισκι (Κόκκινος Στρατός) στα ΝΑ του Στάλινγκραντ, φτάνοντας για πρώτη φορά στον Βόλγα στα Νότια. Ο κύριος κορμός του ρωσικού στρατού, που πολεμούσε επί ενάμιση μήνα με την αφρόκρεμα των γερμανικών τεθωρακισμένων, καθηλώθηκε σε μια λωρίδα 20 χιλιομέτρων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής προς το Ροστόβ.
Την επομένη της μέρας που η 14η τεθωρακισμένη μεραρχία κατέλαβε το Κουπαρόσνιε, ο Τσούικοβ διορίσθηκε επικεφαλής της αποκομμένης 62ης στρατιάς. Εκείνη τη νύχτα, ο Τσούικοβ πέρασε από την Μπεκέτοβσκα απέναντι, στην ανατολική όχθη και, μετά από μια εφιαλτική διαδρομή με τζιπ, έφτασε στο Γιάμυ, στο στρατηγείο του μετώπου, όπου παρουσιάστηκε στον Χρουστσέφ και τον Γερεμένκο. Μετά, επέστρεψε από την Κράσναγια Σλόμποντα στη φλεγόμενη πόλη. Το Στάλινγκραντ βομβαρδιζόταν ήδη επί 24 ώρες, καθώς ολόκληρο το πυροβολικό της 6ης στρατιάς έστρωνε τον δρόμο για την ομόκεντρη επίθεση του Πάουλους. Καθώς η βάρκα έφτανε στην ακτή, ομοβροντίες από μυδράλια έπεφταν στα μαύρα νερά ολόγυρα, ανεβάζοντας κατά πολύ τη θερμοκρασία του αέρα.

Η παλιά πόλη στον νότο έπεσε πρώτη στα χέρια της 29ης μηχανοκίνητης Μεραρχίας. Τρομακτικές μάχες θα γίνουν μέσα στο σιλό, όπου καίγεται το αποθηκευμένο σιτάρι, ενώ οι εκρήξεις των όπλων αντηχούν μέσα στον τσιμεντένιο θόλο. Στα μέσα Οκτωβρίου οι Γερμανοί κατέχουν 10 χιλιόμετρα όχθης. Στις 9 Νοεμβρίου, επέτειο της υπογραφής του Μονάχου, ο Χίτλερ δηλώνει πως το Στάλινγκραντ ελέγχεται πλήρως και πως χρειάζονται πια μικρές μονάδες για την εκκαθάριση της πόλης. Δεν κάνει γενική έφοδο για να μην επαναληφθεί ένα Βερντέν. Δεν απέχει πολύ από την αλήθεια: οι Ρώσοι κρατούν μια μικρή νησίδα στην αποβάθρα των πορθμείων, τη ρακέτα του τένις (εργοστάσιο Λαζούρ), τον Κόκκινο Οκτώβρη και τις ανατολικές εξόδους του Μπαρικάντυ και του Τζερζίνσκι. Τα 9/10 της πόλης τα κατέχουν οι Γερμανοί. Στις 19 Νοεμβρίου το Μπαρικάντυ και το Τζερζίνσκι πέφτουν στα χέρια τους. Ο Τσουίκοβ ρίχνει στη μάχη την τελευταία εφεδρεία του και γνωστοποιεί πως φτάνει το τέλος: στερεύει από τρόφιμα, πυρομαχικά και αίμα…
Ζ. Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “ΟΥΡΑΝΟΣ”)
Στις αρχές του χειμώνα η κατάσταση έχει τελματωθεί για τους Γερμανούς: το μέτωπο απλώνεται σε μήκος 2.600 χλμ. Η επιμήκυνση των γραμμών τροφοδοσίας είναι εξωφρενική. Οι επιθέσεις των Ρώσων παρτιζάνων φτάνουν τις 700 τον μήνα. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάκτηση της Υπερκαυκασίας: η Ομάδα Στρατιών Β΄ όφειλε να κλείσει ερμητικά τον ισθμό μεταξύ Ντον και Βόλγα (60 χλμ) και μετά να παραταχθεί κατά μήκος του Βόλγα μέχρι τις εκβολές του στην Κασπία, στο Αστραχάν. Μέχρι τον ερχομό του χειμώνα, τα σύνορα όφειλαν να ορίζονται από τα παράλια του Ευξείνου, την πεδιάδα της Υπερκαυκασίας (Μπατούμ-‐Μπακού), τα δυτικά παράλια της Κασπίας, τον Βόλγα και την καμπή του Ντον. Απομακρύνοντας τη Ρωσία από τον Εύξεινο η Γερμανία θα προστάτευε την Κριμαία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία από τις σοβιετικές επιθέσεις.
Για να επιτευχθεί όμως αυτός ο στόχος, οι Γερμανοί έπρεπε να διαθέτουν διπλάσιο αριθμό ανδρών, τριπλάσια ικανότητα μετακινήσεων, τετραπλάσια αεροπορία. Οι άνδρες δεν είχαν ξεκουραστεί, στην πραγματικότητα οι μονάδες ήταν υποστελεχωμένες. Το Μπατούμ, το Μπακού, η Τυφλίδα ήταν ακόμη μακριά: η Γερμανία είχε φτάσει στα όρια των αντοχών της. Ο Χίτλερ το γνωρίζει αλλά προτιμά να κάνει πως το αγνοεί, ενστερνιζόμενος πάντα τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις[12].
Όταν φάνηκε πως ο Καύκασος δεν μπορούσε να πέσει, το Στάλινγκραντ έχασε τη στρατηγική του σημασία. Ακόμη κι ο Βόλγας, που θα πάγωνε με τον ερχομό του χειμώνα και θα γινόταν βατός, θα καταργούσε το πλεονέκτημα της απομόνωσης της πόλης. Η λογική για τους Γερμανούς έλεγε πως έπρεπε να υποχωρήσουν από τον Καύκασο, να σταθεροποιήσουν το μέτωπο και να ετοιμαστούν να διαχειμάσουν για μια ακόμη φορά. Ο Χίτλερ όμως δεν είχε πια επαφή με την πραγματικότητα. Αρχές Σεπτεμβρίου απέλυσε τον Λιστ και μετά απομάκρυνε τον Γιοντλ (όταν εκείνος προσπάθησε να του ρίξει το φταίξιμο).
Απομονώθηκε από τον κύκλο του και ώς τον θάνατό του έπαψε να συντρώγει με τους στρατηγούς του. Στις 24 Σεπτεμβρίου θα απομακρύνει και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, τον Χάλντερ, που κατείχε τη θέση αυτή από την κρίση του Μονάχου. Έκτοτε, θα αναλάβει μόνος τη διεύθυνση των επιχειρήσεων με Αρχηγό τον Ζάιτσλερ.
Με τον ερχομό του χειμώνα, εκδηλώθηκε η σοβιετική αντεπίθεση, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των ρουμανικών, ιταλικών και ουγγρικών στρατιών, καθώς και την περικύκλωση της πανίσχυρης γερμανικής 6ης Στρατιάς. Ο Χίτλερ, δεν δέχεται με τίποτε την υποχώρηση από τον Βόλγα και πείθεται από την αισιόδοξη υπόσχεση του Γκαίρινγκ από το Παρίσι πως μπορεί να ανεφοδιάζει τη στρατιά από αέρος. Στην πραγματικότητα, αντί των 1000 τόνων εφοδίων που ζητά ο Πάουλους (και των 500 που θα ήταν ένας αποδεκτός μέσος όρος), η αεροπορία δεν θα μπορέσει να μεταφέρει παραπάνω από 90 τόνους ημερησίως.

Η. ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στις 14 Οκτωβρίου 1942 ο Χίτλερ εξέδωσε την ακόλουθη διαταγή προς τα στρατεύματά του: Κάθε διοικητής, μέχρι τον κατώτερο επικεφαλής ενός ουλαμού, πρέπει να πεισθεί για το ιερό καθήκον του να σταθεί ακλόνητος ο,τιδήποτε κι αν συμβεί, ακόμα κι αν ο εχθρός τον υπερφαλαγγίσει από αριστερά κι από δεξιά, ακόμα κι αν το δικό του τμήμα της γραμμής [του μετώπου] αποκοπεί, περικυκλωθεί, καταληφθεί από άρματα μάχης, πνιγεί από τον καπνό ή από χημικά αέρια[13].
Η απόφαση του Χίτλερ να μην επιτρέψει με κανένα τρόπο την υποχώρηση της 6ης Στρατιάς από το Στάλινγκραντ είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό της, την τελική της παράδοση και την εξολόθρευση των 85 από τις 90 χιλιάδες στρατιωτών της που πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μια παρόμοια κατάσταση είχε αντιμετωπίσει και τον χειμώνα του 1941, κατά την πολιορκία της Μόσχας. Μετά την αντεπίθεση των Σοβιετικών, οι στρατηγοί του είχαν εισηγηθεί μια υποχώρηση σε καταλληλότερο πεδίο, όπου θα οργανωνόταν η διαχείμαση του στρατού. Ο Χίτλερ άλλους από αυτούς τους καθαίρεσε και άλλους τους έστειλε στο στρατοδικείο. Αν και με μεγάλες απώλειες μέσα στον φοβερό χειμώνα και αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν την πολιορκία της Μόσχας, οι Γερμανοί κράτησαν ωστόσο το μέτωπο και δεν αποτόλμησαν τη μεγάλη υποχώρηση, όπως είχε κάνει ο Ναπολέων. Από αυτή την άποψη ο Χίτλερ βγήκε δικαιωμένος και μπόρεσε την επόμενη άνοιξη να συνεχίσει την εκστρατεία του. Στο Στάλινγκραντ ήταν λοιπόν πεπεισμένος πως δεν έπρεπε να υποχωρήσει. Μόνο που το Στάλινγκραντ δεν υπήρχε πλέον ως πόλη. Δεν υπήρχε κανένας τόπος για να διαχειμάσει κανείς και, επιπλέον, η 6η Στρατιά είχε περικυκλωθεί.
Μια τελευταία προσπάθεια απεγκλωβισμού της πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1942, από τον Μάνσταϊν, επικεφαλής της 4ης θωρακισμένης Στρατιάς, ο οποίος προχώρησε από τα νοτιοδυτικά προς το Στάλινγκραντ. Το σχέδιο θα μπορούσε να στεφθεί από επιτυχία μόνο αν ο Πάουλους επιχειρούσε έξοδο ώστε να μοιραστεί η απόσταση στα δύο. Θα σημειωθεί αντεπίθεση των Ρώσων που θα διαλύσει την 8η ιταλική Στρατιά και θα απειλήσει το Ροστόβ.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1943 η προσπάθεια εγκαταλείπεται οριστικά και η 6η Στρατιά αφήνεται στην τύχη της.

Για τον Κόκκινο Στρατό, το Στάλινγκραντ δεν ήταν απλώς μια νίκη. Ήταν ένα σημείο καμπής από κάθε άποψη: αναπτερώθηκε το ηθικό, το κύρος των ανδρών και των αξιωματικών αποκαταστάθηκε στα μάτια του κόσμου και ξορκίστηκε η σκοτεινή κληρονομιά που βάραινε τον στρατό για χρόνια. Η μάχη σημάδεψε επίσης την αφετηρία της πορείας προς τα δυτικά, που θα οδηγούσε, μέσα από την ανακατάληψη της σοβιετικής επικράτειας και των εδαφών της ανατολικής Ευρώπης, στην καρδιά του Βερολίνου. Την άνοιξη του 1943, όταν η σκόνη κατακάθισε και πάλι πάνω από τη στέππα του Ντον και τα μαυρισμένα ερείπια του Στάλινγκραντ, ο κατακτητικός πόλεμος του Χίτλερ είχε μετατραπεί σε μάχη επιβίωσης. Στο Στάλινγκραντ είχε προσπαθήσει να τσακίσει τον σοβιετικό στρατό στο τελευταίο, οριακό, σημείο υποχώρησής του. Αντί γι’ αυτό, κατάφερε να γονατίσει τη Βέρμαχτ.

Θ. ΧΙΤΛΕΡ: ΙΔΙΟΦΥΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
Basil H. Liddell Hart: Πριν από τον πόλεμο, κι ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Δυτικής Ευρώπης, ο Χίτλερ έφτασε να εμφανίζεται ως μια γιγάντια μορφή, που συνδύαζε τη στρατηγική ενός Ναπολέοντα με την πονηριά ενός Μακιαβέλλι και τον φανατικό ζήλο ενός Μωάμεθ. Μετά την πρώτη αναχαίτισή του στη Ρωσία, η εικόνα του άρχισε να συρρικνώνεται και, προς το τέλος, έφτασε να θεωρείται στον στρατιωτικό τομέα ως ένας γκαφατζής ερασιτέχνης, του οποίου η χονδροειδής άγνοια και οι τρελές διαταγές αποτελούσαν το μεγαλύτερο ατού των Συμμάχων. Όλες οι ήττες του γερμανικού στρατού αποδόθηκαν στον Χίτλερ και όλες οι επιτυχίες πιστώθηκαν στο γερμανικό Γενικό Επιτελείο. Αυτή η εικόνα μπορεί να μην είναι ακριβής , περιέχει όμως κάποιες αλήθειες. Ο Χίτλερ βέβαια δεν ήταν ένας ηλίθιος στρατηγός.
Αντιθέτως ήταν ένα πολυ λαμπρό μυαλό και υπέφερε από τα φυσικά ελαττώματα που συνήθως συνοδεύουν αυτή τη λάμψη. (…) Είχε επίσης διαβλέψει καλύτερα από τον κάθε στρατηγό το πώς μπορούσαν να επιτευχθούν οι αναίμακτες κατακτήσεις που προηγήθηκαν του πολέμου [Ρηνανία, Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Μέμελ], υπονομεύοντας εκ των προτέρων την αντίσταση. Κανείς στρατηγός στην Ιστορία δεν υπήρξε πιο ευφυής παίζοντας με το μυαλό των αντιπάλων του – πράγμα που αποτελεί την ανώτατη τέχνη της στρατηγικής[14].
Στις αρχές του πολέμου, το Γενικό Επιτελείο κατάφερνε να περιορίζει τις ακραίες φιλοδοξίες και τους τυχοδιωκτισμούς του Χίτλερ. Κάθε όμως νέα νίκη περιόριζε τις δυνατότητες αντίδρασης των επιτελών ενώ αύξανε την έπαρση και τον παραλογισμό του Φύρερ. Θεωρώντας πως η διαίσθησή του μπορούσε να αντισταθμίσει τη στρατηγική σκέψη, σταδιακά ενεπλάκη ο ίδιος στον σχεδιασμό των επιχειρήσεων και υποκατέστησε τους στρατηγούς του στη γενική διεύθυνση της εκστρατείας. Ως το 1942 είχε ήδη καταλάβει τη θέση του Γενικού Επιτελάρχη του Στρατού, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες εξουσίες του ως Φύρερ, υπουργού Πολέμου και Ανώτατου Διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων. Και ενώ μέχρι τότε φαινόταν πως, με τη βοήθεια συμπτώσεων και της τύχης, το ρίσκο του απέδιδε αποτελέσματα, στο Ανατολικό Μέτωπο η στρατηγική του κατατρυχόταν από προκαταλήψεις και μίσος για τους υποδεέστερους υπανθρώπους. Εκεί πιστεύεται πως βρισκόταν ο σπόρος της καταστροφής του15.


Soviet Storm: World War II — In The East. ep. 7. The Battle of Stalingrad. StarMedia
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.David M. Glantz, Barbarossa. Hitler’s Invasion of Russia 1941, Tempus Publishing, 2001, 13.
2.Gotthardt Heinrici, The Campaign in Russia, Volume 1 (Washington, DC: United States Army G-‐2, 1954). Αδημοσίευτο χειρόγραφο των National Archives στα γερμανικά (αδημοσίευτη μετάφραση στα αγγλικά του Joseph Welch), 85, στο Glantz, Barbarossa, σημ. 1, 14.
3.Glantz, Barbarossa, 14.
4.Glantz, Barbarossa, 16.
5.Ραιημόν Καρτιέ, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, 1939-‐1942, τ. Ι & II, Πάπυρος, Αθήνα, χ.χ., τ. I, 282.
6.Ό. π., 263.
7.Ραιημόν Καρτιέ, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, 1939-‐1942, τ. Ι & II, Πάπυρος, Αθήνα, χ.χ., τ. I, 266.
8.Alan Clarck «Stalingrad. The Onslaught», στο Barrie Pitt & Sir Basil Liddell Hart (επιμ.), History of the Second World War, Part 38, BPC Publishing, 1972, 1054.
9.Ό. π., 1055.
10.Ό. π., 1055-‐1056.
11.Ό. π., 1056.
12.Ραιημόν Καρτιέ, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, 1939-‐1942, τ. Ι & II, Πάπυρος, Αθήνα, χ.χ., τ. IΙ, 50.
13.James Duffy, Hitler Slept Late And Other Blunders That Cost Him The War, New York, Praeger, 1991, 149-‐150.
14.Basil H. Liddell Hart, The German Generals Talk, New York, Morrow, 1948, 3.
15.Alan Clarck «Stalingrad. The Onslaught», στο Barrie Pitt & Sir Basil Liddell Hart (επιμ.), History of the Second World War, Part 38, BPC Publishing, 1972.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μονογραφίες
Bastable Jonathan. Voices from Stalingrad. Cincinnati, OH: David & Charles, 2006.
Baxter I. M., Battle of Stalingrad. Russia’s Great Patriotic War, Concord Publications, 2004.
Beevor Antony. Stalingrad: The Fateful Siege, 1942-‐1943. New York: Penguin Books,1999.
Clarck Alan, «Drive to the Don», στο Barrie Pitt & Sir Basil Liddell Hart (επιμ.),History of the Second World War, Part 38, BPC Publishing,1972.
Clarck Alan, «Stalingrad. The Onslaught», στο Barrie Pitt & Sir Basil Liddell Hart (επιμ.), History of the Second World War, Part 38, BPC Publishing, 1972.
Duffy James, Hitler Slept Late And Other Blunders That Cost Him The War, New York, Praeger, 1991.
Erickson John, «Wehrmacht before Barbarossa», στο Barrie Pitt & Sir Basil Liddell Hart(επιμ.), History of the Second World War, Part 21, BPC Publishing, 1973.
Glantz David M., Barbarossa. Hitler’s Invasion of Russia 1941, Tempus Publishing, 2001.
Hoyt Edwin Palmer, 199 Days: the Battle for Stalingrad. New York: Tor, 1993
Kirchubel Robert, Operation Barbarossa. The German Invasion of Soviet Russia, Osprey Publishing, 2013.
Kirchubel Robert & Bujeiro, Ramiro, Barbarossa, Concord Publications, 2008.
Liddell Hart Basil H., The German Generals Talk, New York, Morrow, 1948.
Mackintosh Malkolm, «Red Army before Barbarossa», στο Barrie Pitt & Sir Basil Liddell Hart (επιμ.), History of the Second World War, Part 21, BPC Publishing, 1973.
Rotundo louis C., Battle For Stalingrad: The 1943 Soviet General Staff Study. Mclean: PergamonBrassey’s, 1989.
Schneider, Franz, and Charles B. Gullans. Last Letters from Stalingrad. Westport, Conn.: Greenwood, 1974
Stahel David, Operation Barbarossa and Germany’s Defeat in the East, Cambridge University Press, 2009.
Tarrant V. E., Stalingrad: Anatomy of an Agony. London: Leo Cooper, 1992.
Weinberg Gerhard L, A World at Arms. A Global History of World War II, Cambridge University Press, 1994.
Καρτιέ Ραιημόν, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, 1939-‐1942, τ. Ι & II, Πάπυρος, Αθήνα, χ.χ.
Άρθρα
Baird Jay W. «The Myth of Stalingrad», Journal of Contemporary History, Vol. 4, No.3, Urbanism (July, 1969), pp. 187-‐204
Fenyo Mario. «The Allied Axis Armies and Stalingrad», Military Affairs, Vol. 29, No. 2 (Summer, 1965), pp. S7-‐72
Hayward Joel. «Too Little, Too late: An Analysis of Hitler’s Failure in August 1942 to Damage Soviet Oil Production», The Journal of Military History, Vol. 64, No.3 (Jul., 2000), pp. 769-‐794
Kimball Warren F. «Stalingrad: A Chance for Choices», The Journal of Military History,Vol. 60, No.1 (Jan., 1996), pp. 89-‐114
Roberts Geoffrey. «Stalin’s Victory?: The Soviet Union and World War II», History Ireland, Vol. 16, No.1 (Jan. -‐ Feb., 2008). pp. 42-‐48
Sunseri Alvin R. «Patrick J. Hurley at the Battle of Stalingrad: An Oral History Interview», Military
Eli G. Jacobsen, No Land Behind The Volga: The Red Army’s Defense of Stalingrad and the
Encirclement of the German 6th Army, The Evergreen State College http://ellisoncenter.washington.edu/