Skip to main content

Γιάννης Επαμεινώνδας: Τα τρία Τελωνεία της Θεσσαλονίκης. Φωτογραφίες και χάρτες ως ιστορικά τεκμήρια.

Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά

 Γιάννης Επαμεινώνδας

Τα τρία Τελωνεία της Θεσσαλονίκης.

Φωτογραφίες και χάρτες ως ιστορικά τεκμήρια.

 

Η φωτογραφία δεν είναι πια μια καινούργια τέχνη. Η εμφάνισή της, γύρω στα 1839, είχε προκαλέσει έναν “πανικό” στις καλές τέχνες του 19ου αιώνα διότι διεκδικούσε –και με πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα– τον αποκλειστικό στόχο που προνομιακά υπηρετούσε ώς τότε η ζωγραφική: τη ρεαλιστική απεικόνιση του φυσικού κόσμου. Η φωτογραφία υπήρξε τόσο καταλυτική σε αυτό το πεδίο, ώστε οι εικαστικές τέχνες στράφηκαν από τότε σε άλλους προσανατολισμούς: στον συμβολισμό, την αφαίρεση, τον εξπρεσσιονισμό, την εννοιολογία. Σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την εφεύρεση της φωτογραφίας, οι αποτυπώσεις της θα έπρεπε ήδη να γίνονται αποδεκτές ως τεκμήρια και να συμβάλουν ισότιμα –μερικές φορές περισσότερο από ισότιμα!– στην κατανόηση και ερμηνεία της Ιστορίας, δίπλα στα γραπτά ντοκουμέντα και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ίσως από μια κεκτημένη αδράνεια, λόγω δυσπιστίας απέναντι κυρίως στη ζωγραφική και τη χαρακτική –οι οποίες τροφοδοτούσαν μέχρι τότε την Ιστορία με οπτικό υλικό, όχι πάντοτε ακριβές είναι η αλήθεια– η επίσημη Ιστορία χρησιμοποίησε τη φωτογραφία περισσότερο ως διακοσμητικό συμπλήρωμα των γραπτών πηγών παρά ως καθαυτό τεκμήριο. Παρόλο που οφείλει να είναι κανείς πάντα επιφυλακτικός, ακόμα και απέναντι στις φωτογραφικές εικόνες, η τέχνη αυτή από τη φύση της δεν ψεύδεται – εκτός αν το κάνει εσκεμμένα. Εκείνο που εγείρει την εύλογη καχυποψία είναι η ακρίβεια της αντίληψης και η κατανόηση αυτού που μελετούμε – κάτι όμως που ισχύει για κάθε είδους τεκμήριο: οι προθέσεις και οι ερμηνείες του ιστορικού είναι μέρος της επισφάλειας της Ιστορίας.

Στην ιστοριογραφία της Θεσσαλονίκης είναι γνωστά και ταυτοποιημένα δύο Τελωνεία της οθωμανικής περιόδου. Από αυτά σώζεται σήμερα μόνο το πιο πρόσφατο: το μεγάλο εκλεκτιστικό κτήριο στην κεντρική προβλήτα του λιμένα, αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό ως “Τελωνείο Μοδιάνο”. Το παλιότερο τελωνείο, κατεδαφισμένο σήμερα, ήταν χτισμένο στην έκταση του υπαίθριου χώρου στάθμευσης μπροστά από το σημερινό κεντρικό Λιμεναρχείο και με τις εκτεταμένες αποθήκες του απλωνόταν και στην επιφάνεια που καταλαμβάνει το πολυώροφο πάρκινγκ μεταξύ των οδών Πολυτεχνείου και Κουντουριώτη. Γι’ αυτό το κτήριο γνωρίζουμε πως πρωτοσχεδιάστηκε από τον μηχανικό Ρόκκο Βιτάλη, εμπνευστή της δημιουργίας και κατασκευαστή της νέας προκυμαίας της Θεσσαλονίκης. Από σποραδικές πηγές είναι γνωστή η ύπαρξη ενός τελωνείου ακόμη παλιότερου από αυτό, στην ευρύτερη συνοικία του λιμανιού, η οποία σήμερα είναι γνωστή ως Λαδάδικα. Το κτήριο αυτού του τελωνείου, που διασωζόταν μέχρι τουλάχιστον το 1882, καθώς και την ευρύτερη περιοχή του, πιστεύουμε πως έχουμε καταφέρει να ταυτοποιήσουμε μέσα από χάρτες, φωτογραφίες, καρτποστάλ και έναν χαμένο ζωγραφικό πίνακα.

Για λόγους σαφήνειας και μόνον, και τηρώντας τη χρονολογική σειρά, θα ονομάσουμε συμβατικά “πρώτο” αυτό το παλιότερο Τελωνείο (εικ. 01), “δεύτερο” το κτήριο του Βιτάλη (εικ. 02) και “τρίτο” το σημερινό διασωζόμενο του Μοδιάνο (εικ. 03), το οποίο, αν και νεότερο από τα τρία, έχει ήδη καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση ως “παλιό Τελωνείο”. Βέβαια, αν ανακαλυφθεί και ακόμη προγενέστερο τελωνείο στη Θεσσαλονίκη, η ονοματοθεσία αυτή θα καταστεί ανεπίκαιρη.

01. To “πρώτο” Τελωνείο στη φωτογραφία του Σέκελυ, 1863 (το μεσαίο από τα τρία λευκά κτίρια). Στο βάθος αριστερά ο ναός/τέμενος της Αγίας Σοφίας και στο κέντρο ο Πύργος της Αποβάθρας, πίσω από το τελωνείο. Αμέσως μετά, δεξιά, η “Παλιά” Καραντίνα. Αρχείο Josef Székely, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας.

 

02. Το“δεύτερο” Τελωνείο, πάνω στην καινούργια, τότε, αποβάθρα, στην προέκταση της λεωφόρου Νίκης Συλλογή καρτποστάλ ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.

Συνυφασμένα με τα εκάστοτε τελωνεία, του 19ου τουλάχιστον αιώνα, είναι τα κτήρια των λοιμοκαθαρτηρίων, ή “καραντίνες”. Σε εποχές που η ιατρική διάγνωση δεν είχε ακόμη εξελιχθεί επαρκώς, καθίστατο απαραίτητη η ύπαρξη ενός χώρου στον οποίο εγκλείονταν υποχρεωτικά όλοι οι ναυτικοί και οι ταξιδιώτες, αρχικά επί σαράντα μέρες (από τη γαλλική έκφραση une quarantaine de jours), σταδιακά όλο και λιγότερο, μέχρι πάντως να διαπιστωθεί πως δεν ήταν φορείς κάποιας μολυσματικής ασθένειας (συνήθως τύφου ή χολέρας), και να τους επιτραπεί να βγουν ελεύθερα στην πόλη. Από την αρχαιότητα ακόμη, και σε εποχές που οι στεριανές συγκοινωνίες ήταν πρωτόγονες και δύσκολες, η θάλασσα αποτελούσε τον προσφορότερο τρόπο για να μεταφερθούν τα εμπορεύματα και να ταξιδέψουν οι άνθρωποι, ταυτόχρονα όμως για να εξαπλωθούν και οι επιδημίες. Ο Μαύρος Θάνατος, η επιδημία πανούκλας των ετών 1347-50, ξεκίνησε από το λιμάνι της Κάφφας στον Εύξεινο για να μεταφυτευτεί δια θαλάσσης στη Σικελία και τη Μασσαλία. Έτσι, σε πολλά λιμάνια της ανατολικής  Μεσογείου απαντώνται κτήρια λοιμοκαθαρτηρίων, τα οποία συχνά πάνε χέρι χέρι με τα τελωνεία: τα μεν προορίζονται για τους ανθρώπους, τα δε για τα διακινούμενα προϊόντα.

Και τα τρία διαδοχικά τελωνεία της Θεσσαλονίκης βρίσκονταν στην περιοχή του λιμανιού, αφού από τη θαλάσσια οδό πραγματοποιείτο ο συντριπτικός όγκος του εξερχόμενου και εισερχόμενου εμπορίου της πόλης, ακόμη και από, ή προς, χώρες εκτός Αυτοκρατορίας: κυρίως σιτηρά, υφάσματα, δέρματα, αργότερα καπνά, άλευρα, οικοδομικά υλικά.

Η Θεσσαλονίκη έστελνε κυρίως σιτηρά προς την Κωνσταντινούπολη, προερχόμενα από την πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας. Ήδη από τον 17ο και 18ο αιώνα, στην πόλη δραστηριοποιούνταν μικρές βιοτεχνίες εριουργίας που τροφοδοτούσαν και άλλους επαγγελματίες, όπως τους βαφείς υφασμάτων[1], εκτελώντας μάλιστα μεγάλες παραγγελίες ρουχισμού για τον οθωμανικό στρατό. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, τα ατμοκίνητα κλωστήρια της Θεσσαλονίκης παρήγαγαν δικά τους νήματα και τα υφαντουργεία της κατασκεύαζαν μεγάλες ποσότητες βαμβακερών, πλέον, υφασμάτων. Φαίνεται πως το πρώτο νηματουργείο ήταν του Σαΐα, ιδρυμένο το 1873 και χτισμένο πάνω στη νέα προκυμαία, ενώ το 1886 ιδρύθηκε δεύτερο από τους Τόρρες και Μισραχή, η Nouvelle Filature, το κτήριο της οποίας διασώζεται ενμέρει σήμερα στην οδό Ενωτικών, απέναντι από τα Δικαστήρια.

Άλλες πρώιμες βιοτεχνίες της Θεσσαλονίκης ήταν τα βυρσοδεψεία (debağhane), τα οποία επεξεργάζονταν και εξήγαγαν δέρματα από τα πλούσια κοπάδια προβάτων της Μακεδονίας. Τα βυρσοδεψεία βρίσκονταν στο δυτικό και πιο απομακρυσμένο από την πόλη τμήμα των Λαδάδικων, στην περιοχή μεταξύ του Φρουρίου Βαρδαρίου και της θάλασσας. Απομακρύνθηκαν ακόμη δυτικότερα μετά την κατασκευή της προκυμαίας (σημερινής Παλιάς Παραλίας) από το 1870 και μετά. Φαίνεται πως τα βυρσοδεψεία στα Λαδάδικα γνώρισαν μια τελευταία αναλαμπή κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου, όταν κλήθηκαν να καλύψουν τις ευρωπαϊκές ανάγκες ένδυσης λόγω της μείωσης των αμερικανικών εξαγωγών βαμβακιού. Μάρτυρας αυτής της τελευταίας άνθησης είναι η πανοραμική φωτογραφία της Θεσσαλονίκης του 1863, όπου οι παράγκες των βυρσοδεψείων φαίνεται πως διέθεταν ξεχωριστή δική τους θαλάσσια σκάλα για τις μεταφορτώσεις των έτοιμων προϊόντων τους στα πλοία.

03. To “τρίτο” Τελωνείο. Σωζόμενο σήμερα κτήριο, από οπλισμένο σκυρόδεμα, διαστάσεων
200×25 μ., 12.000 τ.μ., πάνω στην κεντρική προβλήτα του νέου λιμανιού. Εδώ, η όψη προς την οδό Αβέρωφ. Συλλογή καρτποστάλ ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.

Όπως προέκυψε από την έρευνα, το “πρώτο” Τελωνείο –στην πραγματικότητα μια μεγάλη διώροφη αποθήκη–  βρισκόταν στο κεντρικό τμήμα της συνοικίας του λιμανιού, στα Ιστηρά (İstira: αποθήκες σιτηρών) και η πίσω του όψη είχε πρόσωπο πάνω στη σημερινή πλατεία Μοριχώβου. Η αύξηση της εμπορικής κίνησης οδήγησε στην αναζήτηση μεγαλύτερου χώρου κι αυτή με τη σειρά της κατέληξε στην ανέγερση του “δεύτερου” Τελωνείου στη δυτική άκρη των Λαδάδικων, στη θέση των παλιών βυρσοδεψείων, που κατεδαφίζονται γι’ αυτόν τον σκοπό. Το νέο κτήριο διαθέτει αχανείς αποθήκες στην πίσω του πλευρά –μονόροφες, για να διευκολύνεται η φόρτωση– και μια κομψή πρόσοψη πάνω στη νεόδμητη προκυμαία. Η κατασκευή του νέου λιμανιού (1896-1904), με τη μεγάλη επιχωμάτωση που δημιουργεί μπροστά από τη μόλις εικοσαετή προκυμαία, θα αχρηστεύσει τη λειτουργία αυτού του “δεύτερου” Τελωνείου, το οποίο θα βρεθεί αποκλεισμένο στο εσωτερικό, χωρίς άμεση επαφή με τη θάλασσα. Έτσι, θα προγραμματιστεί η ανέγερση του “τρίτου” Τελωνείου, του επιβλητικού κτηρίου που δεσπόζει σήμερα πάνω στην κεντρική προβλήτα του νέου λιμανιού. Μετά από δύο διαδοχικές θέσεις, πρώτα στα ανατολικά, μετά στα δυτικά, το τελωνείο καταλήγει στο κεντρικότερο σημείο του λιμανιού και θα παραμείνει ο κεντρικός κόμβος του για περίπου εξήντα πέντε χρόνια.

 

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ “ΠΡΩΤΟ” ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΑΙ Η “ΠΑΛΙΑ” ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ

 

Η ανακάλυψη και ταυτοποίηση του “πρώτου” Τελωνείου προέκυψε από τον συνδυασμό τριών τεκμηρίων που εντοπίστηκαν μέσα στο 2014, αλλά και άλλων τεσσάρων, ήδη γνωστών, που όμως δεν είχαν συσχετιστεί μέχρι τότε. Αυτά είναι:

  1. Η θεωρούμενη –μέχρι σήμερα– παλαιότερη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης: ένα πανόραμα του 1863 τραβηγμένο από την περιοχή του Μπέστσιναρ από τον φωτογράφο Γιόζεφ Σέκελυ (Josef Székely), που σήμερα απόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας.
  2. Η δεύτερη παλαιότερη φωτογραφία, η επονομαζόμενη “του Sayce”, περί το 1873, της συλλογής Γιώργου Δέλλιου, στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του ΜΙΕΤ.
  3. Οι πέντε χάρτες της συλλογής Δ. Καρανταΐδη, συντεταγμένοι πιθανότατα από τους μηχανικούς της εταιρείας των Ανατολικών Σιδηροδρόμων (Chemins de fer Orientaux), με αναγραφόμενες χρονολογίες 1873, 1882, 1899, 1900, 1914, που αποτυπώνουν την περιοχή του λιμανιού και του (παλαιού) Σιδηροδρομικού Σταθμού της Θεσσαλονίκης, σήμερα επίσης στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του ΜΙΕΤ (εικ. 04).
  4. Το σχέδιο κατασκευής της προκυμαίας, του 1871, από τον Ρόκκο Βιτάλη, σε αντίγραφο των Γερόλυμπου & Κολώνα από το Πρωθυπουργικό Αρχείο της Κωνσταντινούπολης (εικ. 05).
  5. Ο χαμένος πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Σαλάκκα (Salacca), του οποίου δύο φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν σε ένα εικαστικό περιοδικό το 1959[2] και σε μια ποιητική συλλογή το 1991[3] (εικ. 06).
  6. Καρτποστάλ της περιοχής του ξενοδοχείου d’Amérique, όπου σήμερα στεγάζεται ο Ζύθος, στα Λαδάδικα[4] (εικ. 07).
  7. Χάρτης των οδών της οθωμανικής, προ της πυρκαγιάς του 1917, Θεσσαλονίκης, από τον Βασίλη Δημητριάδη[5].
04. Ο πρώτος από τους πέντε χάρτες των Ανατολικών Σιδηροδρόμων (1873, 1882, 1900, 1914).
Συλλογή Δημ. Καρανταΐδη, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

H ταυτοποίηση του “πρώτου” Τελωνείου στηρίχθηκε στην προηγηθείσα ταυτοποίηση της “παλιάς” Καραντίνας. Στη φωτογραφία του Σέκελυ (η οποία, σημειωτέον, εμφανίζει για πρώτη φορά κτήρια εξαφανισμένα σήμερα, όπως είναι ο Πύργος της Αποβάθρας, το Πρόπυλο του ναού των Δώδεκα Αποστόλων, η Πύλη του Βαρδαρίου και, βεβαίως, τα θαλάσσια τείχη) εντοπίστηκε ένα ιδιόρρυθμο κτήριο, στη συνέχεια των μεγάλων αποθηκών των Λαδάδικων, το οποίο φαινόταν να βρίσκεται έξω από τα τείχη, περίπου στο ύψος της σημερινής οδού Κατούνη, μπροστά από τον οκταγωνικό Πύργο της Αποβάθρας. Στον πύργο αυτό τελείωνε το ευθύγραμμο τμήμα του θαλάσσιου τείχους, που ερχόταν από τον Λευκό Πύργο, και ξεκινούσε το καμπύλο. Αυτό περιέκλειε τον παλιό βυζαντινό λιμένα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη θέση του οποίου κατέλαβαν τα Λαδάδικα, μετά τη σταδιακή πρόσχωσή του μέσα στους αιώνες από τις αλλουβιακές αποθέσεις του παρακείμενου Δενδροποτάμου (εικ. 01). Η ιδιορρυθμία του κτηρίου αυτού έγκειται στην αρχιτεκτονική του τυπολογία: δεν πρόκειται για μια ακόμη αποθήκη της συνοικίας του λιμανιού, αλλά για ένα διώροφο κτήριο (κατοικίας;), με εξώστη και τέντα (για προστασία από τον δυτικό ήλιο;), ένα εκτός τόπου και χρόνου κτήριο, ένα πρωθύστερο των κατοικιών που θα ανεγείρονταν μετά την κατεδάφιση των θαλάσσιων τειχών σε όλο το μήκος της παραλίας (εικ. 01).

Το παράδοξο κτήριο ονομάστηκε προσωρινά «το σπίτι με την τέντα», αλλά σύντομα αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για το κτήριο της Καραντίνας. Η ταυτοποίηση έγινε δυνατή μέσω του χάρτη των Ανατολικών του 1873 (εικ. 04). Εκεί, δίπλα στην περίπλοκη κάτοψη αυτού του παραθαλάσσιου κτηρίου απέναντι από τον Πύργο της Αποβάθρας, αναγράφεται η λέξη Quarantaine, ενώ στο κέντρο της ενδιάμεσης πλατείας / αλάνας που σχηματίζεται, δίπλα σε έναν κύκλο –γνωστό και από άλλους χάρτες, αλλά ακόμη ανερμήνευτο–, υπάρχει η λέξη Caffee.

05. Το σχέδιο για τη νέα προκυμαία της Θεσσαλονίκης του Rocco Vitali, 1871, ένθετο σε σημερινή
δορυφορική λήψη. Τα ανοιχτόχρωμα οικοδομικά τετράγωνα είναι αποτέλεσμα επιχωμάτωσης:
αριστερά, στα Λαδάδικα, κατά τη διάρκεια των αιώνων. Δεξιά, στην υπόλοιπη παραλία, κατά τη
δημιουργία της νέας προκυμαίας (1870-1882). Αρχείο Αλέκας Γερόλυμπου, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Προς τα δυτικά της Καραντίνας βρίσκεται ένα μεγάλο, περίπου ορθογωνικό, κτήριο με την ένδειξη Zollamt, δηλαδή τελωνείο, στα γερμανικά. Αυτό είναι το αναζητούμενο “πρώτο” Τελωνείο της πόλης, το οποίο πουθενά μέχρι σήμερα δεν είχε καταγραφεί με τόση ακρίβεια. Η πίσω όψη του βρίσκεται στη σημερινή πλατεία Μοριχώβου, ενώ μπροστά από τη θαλάσσια όψη του εκτείνεται μια σκάλα, προφανώς για την προσέγγιση πλοίων. Η ακτογραμμή είναι η φυσικά διαμορφωμένη αμμουδιά, εκείνη που υπήρχε πριν από την κατασκευή της νέας προκυμαίας, η οποία επίσης σημειώνεται με μια έντονη ευθύγραμμη χάραξη. Το ενδιαφέρον είναι πως στο τέρμα της προκυμαίας, στο δυτικό άκρο της συνοικίας του Λιμανιού, υπάρχει αποτυπωμένο το “δεύτερο” Τελωνείο του Βιτάλη, με την ένδειξη Projecti[e]rtes neues Zollamt (σχεδιαζόμενο νέο Τελωνείο) και, δίπλα του ακριβώς, η νέα Καραντίνα, η οποία φέρει την αποκαθαρμένη ένδειξη Sanität (Υγειονομείο). Ακόμη εκπληκτικότερο είναι πως στον επόμενο χρονολογικά χάρτη των Ανατολικών, τον χάρτη του 1882, τα κτήρια υπάρχουν στην ίδια θέση, μόνο που οι ονομασίες τους είναι πια Zollamt για το κτήριο του Βιτάλη και Altes Zollamt για το παλιό, πλέον, “πρώτο” Τελωνείο. Βρισκόμαστε προφανώς στη μετάβαση από το “πρώτο” Τελωνείο στο “δεύτερο”, μεταξύ των ετών 1873 και 1882.

06 . Ο πίνακας του Σαλάκκα. Στην άκρη, δεξιά, ο Λευκός Πύργος. Αριστερά, η πλατεία της
Αποβάθρας, με τον Πύργο στη μια πλευρά και την Καραντίνα στην άλλη. Παλαιότερα, στην κατοχή
της οικογένειας Μουρατόρι. Σήμερα σχολάζει. Αναπαραγωγή από το βιβλίο του Μ-Μ. Χαραλάμπους

Εδώ υπεισήλθε ο πίνακας του Σαλάκκα, ο οποίος στάθηκε δυνατόν να ερμηνευτεί πλήρως για πρώτη φορά, υπό το φως των νέων στοιχείων. Ο πίνακας αυτός αποδεικνύεται αναπάντεχα ακριβής και λεπτομερειακός, κυρίως στο αριστερό του μισό, όπου αποτυπώνεται η πλατεία Αποβάθρας και όλα τα γύρω από αυτήν κτήρια (εικ. 06): δεξιά, ο Πύργος της Αποβάθρας και η συνέχεια των θαλάσσιων τειχών μέχρι τον Λευκό Πύργο. Αριστερά, η παλιά Καραντίνα, δηλαδή η ανατολική όψη του «σπιτιού με την τέντα», η οποία σχηματίζει μια διώροφη στοά με καμάρες στο ισόγειο και άσπρες κουρτίνες στον όροφο. Η εικόνα παραπέμπει σαφώς σε βενετσιάνικα κτήρια που συναντώνται και σε άλλα σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Η πλατεία που διανοίγεται στο κέντρο της σύνθεσης ξεκινά από τη θάλασσα, όπου ένα κιγκλίδωμα προστατεύει τους ανθρώπους από πιθανή πτώση και φέρει στις άκρες σκαλοπάτια που φτάνουν έως την επιφάνεια του νερού – διάταξη που θυμίζει τα σκαλάκια στη σημερινή Παλιά Παραλία. Στην ευθεία της πλατείας Αποβάθρας εκτείνεται η οδός Κατούνη, σημαντικός άξονας της συνοικίας, η οποία φτάνει μέχρι την Πύλη του Γιαλού, στη θέση της σημερινής πλατείας Εμπορίου: πρόκειται για τη μόνη είσοδο από το λιμάνι προς την κυρίως πόλη. Αριστερά από την οδό Κατούνη ξεχωρίζει το κτήριο του ξενοδοχείου d’Amérique και, μπροστά του, το κυκλικό καφενείο που σημειωνόταν στους χάρτες ως κύκλος (εικ. 07).

07. Απόσπασμα από τον χάρτη των Ανατολικών, του 1873. Η παλιά ακτογραμμή και η νέα
προκυμαία, η πλατεία μπροστά στον Πύργο της Αποβάθρας. Το παλιό Τελωνείο και η παλιά
Καραντίνα (δεξιά). Το νέο Τελωνείο και το νέο Υγειονομείο (αριστερά). Αρχείο Γ.Ε., ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Σε επίρρωση όλων των παραπάνω, μια καρτποστάλ της συλλογής Άγγελου Παπαϊωάννου από το ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, αποκαλύπτει την πραγματική φύση αυτού του καφενείου: μια εικόνα που είχαμε δει πολλές φορές, αλλά που μόλις τώρα αποκτούσε τη σημασία που κατείχε στη ζωή του λιμανιού (εικ. 08). Το μεγάλο κυκλικό περίπτερο είναι ένα περίοπτο καφενείο, με την είσοδό του (τρία-τέσσερα σκαλιά) να βρίσκεται στα ανατολικά, προς την οδό Κατούνη που κατεβαίνει από την πόλη. Η δομή του είναι απλή: ξύλινος σκελετός, υπερυψωμένος πάνω σε μια πλίνθινη βάση. Μια περιμετρική “ποδιά” από σανίδες (ύψους περίπου 70 εκ.) κρύβει τα τραπεζάκια και τα πόδια των καθημένων. Περιμετρικά ανωσυρόμενα τζαμιλίκια επιτρέπουν στους θαμώνες να έχουν συνεχή θέα προς τα έξω, και μάλιστα από κάποιο ύψος, ενώ μια χαμηλή κωνική τσίγκινη στέγη κορυφώνεται με το alem (τη μεταλλική απόληξη-βέλος) που το καθιστά αναγνωρίσιμο.

Χωρίς την ταυτοποίηση αυτών των δημόσιων κτηρίων ήταν δύσκολο να κατανοήσει κανείς τη λειτουργία της πλατείας. Τώρα όμως ολόκληρη η περιοχή αποκτά νόημα: πρόκειται για την καρδιά του λιμανιού, την κύρια επιβατική αποβάθρα της. Εδώ βρίσκεται το κεντρικό –εμβληματικά κυκλικό– καφέ, με το alem στην κορυφή να διαλαλεί το καλωσόρισμα στον επισκέπτη μόλις πατά το πόδι του στην πόλη. Ναυτικοί και πραματευτές συχνάζουν προφανώς εδώ, άνθρωποι που ταξιδεύουν, που φεύγουν ή έρχονται. Για την παλιά Ανατολή, το καφενείο της σκάλας είναι ο ιδανικός τόπος συνάντησης, η μήτρα του λιμανιού. Κι αυτό γίνεται ακόμη φυσικότερο καθώς στο βάθος του δρόμου ανοίγεται η βασική είσοδος προς την πόλη: η Πύλη του Γιαλού. Η αποβάθρα του λιμανιού βρισκόταν ανέκαθεν σε αυτό το σημείο: εμφανίζεται σε όλους τους χάρτες, από τον χάρτη του Gravier d’Ortières (1685) [6]  και μετά. Μόνο μετά την ανέγερση του “δεύτερου” Τελωνείου, και μετά τη δημιουργία της πλατείας Ολύμπου / Ελευθερίας, η πλατεία της Αποβάθρας θα υποβαθμιστεί ως χώρος υποδοχής και, με τον σταδιακό της αποκλεισμό από τη θάλασσα, θα μετατραπεί σε μια “εσωτερική” πλατεία των Λαδάδικων, που σήμερα δεν μαρτυρά την προγενέστερη σημασία και ακμή της.

Τέλος, ο χάρτης του Δημητριάδη επιβεβαιώνει την ταυτοποίηση της Καραντίνας στην πλατεία Αποβάθρας. Παράλληλα με την οδό Κατούνη (αρχικά Meydan Baba Türbesi) και ακριβώς έξω από το τείχος του λιμανιού σημειώνεται ένας δρόμος που επέζησε μέχρι την πυρκαγιά και μετά χάθηκε με τη νέα ρυμοτομία του σχεδίου Εμπράρ. Για μερικά χρόνια, μέχρι το 1917, έφερε τη νέα ελληνική του ονομασία οδός Χίου. Το παλιό του οθωμανικό όνομα όμως ήταν οδός Eski Κarantina (Παλιάς Καραντίνας)! Κατερχόμενος κανείς από τον δρόμο αυτό προς τη θάλασσα, αντίκρυζε απέναντί του, με το που έβγαινε στο άνοιγμα της πλατείας, το κτήριο της παλιάς Καραντίνας. Το τοπωνύμιο βρισκόταν εκεί, κρυμμένο υπομονετικά μέσα στον χάρτη.

08. Η πλατεία της Αποβάθρας και η οδός Κατούνη, όταν πλέον ως κεντρική πλατεία της πόλης είχε
γίνει η πλατεία Ελευθερίας. Το τριώροφο ξενοδοχείο –σήμερα μονώροφο–, όπου στεγάζεται ο Ζύθος.
Στο κέντρο, το κυκλικό καφενείο. Συλλογή καρτποστάλ Άγγ. Παπαϊωάννου, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Ένα τελευταίο στοιχείο από το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας επιβεβαιώνει την ύπαρξη τελωνείου στην περιοχή της πλατείας Αποβάθρας ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για ένα φιρμάνι του έτους 1706, το οποίο αναφέρεται σε μια υπόθεση λαθρεμπορίας καφέ: στο Μισίρ Τσαρσί της Θεσσαλονίκης, στην Αποβάθρα, κοντά στο γραφείο είσπραξης του φόρου καφέ[7], υπάρχουν τρία παντοπωλεία που δεν κλείνουν όταν νυχτώσει, αλλά αγοράζουν καφέ από τους ναυτικούς, προκαλώντας απώλεια φόρων στο Δημόσιο. Το φιρμάνι προστάζει να κλείνουν μόλις νυχτώσει κτλ. Το έγγραφο, πέρα από την οικονομική υπόθεση της λαθρεμπορίας, έχει και τοπολογικό ενδιαφέρον: επιβεβαιώνει πως η θέση της κεντρικής αποβάθρας του λιμανιού βρισκόταν ήδη από το 1706 στην Αιγυπτιακή Αγορά (Mışır Çarşısi, όπου κατέληγαν τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής), εκεί όπου τη συναντάμε και το 1870. Επί διακόσια χρόνια παρατηρείται μια στασιμότητα. Μετά το 1870 θα αρχίσουν οι μετακινήσεις της αποβάθρας (μαζί και του τελωνείου). Στα τέλη του 17ου αιώνα όμως, η θέση της αποβάθρας πάνω στον κύριο άξονα προς την πόλη, στην οδό Κατούνη, φαίνεται πως είναι ακόμα αμετακίνητη, συνυφασμένη με την προστασία που της παρέχει ο Πύργος της Αποβάθρας.

09. Λεπτομέρεια φωτογραφίας Σέυς: η άκρη της Σκάλας των Ανατολικών, με τους γερανούς
μεταφόρτωσης. Ο ένας κινείται πάνω σε σιδηροδρομικούς τροχούς, προάγγελος των σύγχρονων
γερανογεφυρών. Συλλογή Γιώργου Δέλλιου, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Η φωτογραφία του Σέκελυ αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατούσε το 1863 στο παλιό προ-νεωτερικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για ένα λιμάνι χωρίς υποδομές, κρηπιδώματα, γερανούς ή ντοκς για την φορτο-εκφόρτωση των εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα απαρτιζόταν από δυο τρεις ξύλινες σκάλες, που εκτείνονταν από την αμμουδερή ακτή μέσα στη θάλασσα, ενώ πολλά πλοία περίμεναν αρόδο για να εξυπηρετηθούν. Αυτή η κατάσταση θα βελτιωθεί μετά την εισαγωγή του σιδηροδρόμου και τη δημιουργία της νέας Σκάλας των Ανατολικών (Échelle des Orientaux), η οποία φαίνεται σε πλήρη ανάπτυξη στη φωτογραφία του Σέυς (εικ. 09). Θα ακολουθήσει η κατασκευή του νέου λιμανιού (1896-1904) που θα ανατρέψει οριστικά τα παλιά δεδομένα και θα εισαγάγει τη Θεσσαλονίκη στη νεωτερική εποχή.

 

ΤΟ “ΔΕΥΤΕΡΟ” ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΤΟΥ ΡΟΚΚΟΥ ΒΙΤΑΛΗ

Η κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους της Θεσσαλονίκης το 1870 και η κατασκευή της νέας προκυμαίας μέσα στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν άλλαξαν εντελώς τη φυσιογνωμία της πόλης και πυροδότησαν τον αστικό εκσυγχρονισμό της, ο οποίος ξεκίνησε από τα νέα μέγαρα της Παραθαλάσσιας οδού για να εισχωρήσει σταδιακά και στο εσωτερικό. Ο σχεδιαστής της νέας προκυμαίας (της σημερινής Παλιάς Παραλίας) Ρόκκος Βιτάλης, εισηγήθηκε στον Σαμπρή πασά, νεοδιορισμένο τότε βαλή της Θεσσαλονίκης, την κατεδάφιση του τείχους και την εισαγωγή του σιδηροδρόμου. Το 1869 είχε εγκαινιαστεί η διώρυγα του Σουέζ, που συντόμευε κατά 7000 χιλιόμετρα τον εμπορικό δρόμο από την Ανατολή καταργώντας τον περίπλου της Αφρικής. Ο διάπλους της Μεσογείου όμως δεν μπορούσε να παρακαμφθεί: τα πλοία εξακολουθούσαν να βγαίνουν από το Γιβραλτάρ στον Ατλαντικό για να κατευθυνθούν στα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια του Λονδίνου, της Αμβέρσας, του Αμβούργου. Αποσκοπώντας σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του χρόνου και του κόστους των μεταφορών, η ιδέα ενός λιμανιού της Ανατολής, όπου τα εμπορεύματα θα μεταφορτώνονταν στα τραίνα και θα ακολουθούσαν την ηπειρωτική οδό προς την Κεντρική Ευρώπη, θα κέρδιζε τον ανταγωνισμό έναντι του βραδύτερου και πιο κοστοβόρου θαλάσσιου δρομολογίου – και το λιμάνι αυτό μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη.

Προσχέδιο του Βιτάλη για το νέο, “δεύτερο”, Τελωνείο στα δυτικά, αποτυπώνει ένα κτήριο που το διαπερνούν δύο σιδηροδρομικές γραμμές, οι οποίες καταλήγουν σε θαλάσσιες σκάλες μπροστά στην προκυμαία: εκεί υποτίθεται πως θα γινόταν η “τράμπα” των εμπορευμάτων από τα πλοία στα τραίνα. Ο σιδηροδρομικός σταθμός όντως κατασκευάστηκε το 1872, καθώς και τα πρώτα 100 χιλιόμετρα προς βορρά, προς την πολυπόθητη ένωση με τη Βιέννη. Ωστόσο, η εξέγερση στη Βοσνία το 1875 και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε το 1877-78, καθυστέρησαν το έργο μέχρι το 1888, ενώ και η αδυναμία ζεύξης της παλιάς κοίτης του απρόβλεπτου Δενδροποτάμου στερούσε από τον σιδηρόδρομο την άμεση πρόσβαση προς το νέο τελωνείο που σχεδίαζε ο Βιτάλης.

Σε αυτόν τον τελευταίο λόγο οφείλεται πιθανότατα η καθυστερημένη ανέγερση αυτού του “δεύτερου” Τελωνείου. Στη φωτογραφία του Σέυς, γύρω στα 1873, φαίνεται πως ενώ έχει τελειώσει η καταδάφιση του θαλάσσιου τείχους και πρέπει να έχει ξεκινήσει η κατασκευή της προκυμαίας, δεν παρατηρείται η παραμικρή δραστηριότητα προς κατεδάφιση των βυρσοδεψείων, όπου πρόκειται να ανεγερθεί το τελωνείο. Αντιθέτως, στη δεκαετία που μεσολαβεί από τη φωτογραφία του Σέκελυ (1863-1873), νέα ξύλινα κτήρια βυρσοδεψείων έχουν ανεγερθεί, καθώς και νέες πέτρινες αποθήκες πάνω στην προκυμαία. Φαίνεται πως έχει κατεδαφιστεί και η παλιά Καραντίνα, χωρίς βέβαια να έχει ανεγερθεί το νέο Υγειονομείο. Η έλλειψη λοιμοκαθαρτηρίου για κάποια ενδιάμεσα χρόνια προκαλεί απορία, ειδικά αν λάβουμε υπόψη πως η πανδημία χολέρας των ετών 1863-1879 έφτασε το 1872-73 και στη Θεσσαλονίκη[8]. Είναι βέβαια πιθανόν το λοιμοκαθαρτήριο να στεγάστηκε προσωρινά κάπου αλλού, ακόμη και στο νέο ογκώδες τριώροφο κτήριο αποθηκών, το οποίο στη φωτογραφία του Σέυς φαίνεται να έχει καταλάβει τον χώρο της παλιάς Καραντίνας.

Η πολυπόθητη σύνδεση του σιδηροδρόμου με το λιμάνι θα αργούσε να επιτευχθεί, διότι έπρεπε να κατασκευαστεί μια γέφυρα πάνω από τον Δενδροπόταμο. Ο διαβόητος χείμαρρος, καταστροφικός στις πλημμύρες του, έρρεε τότε ανάμεσα στον (παλιό) Σιδηροδρομικό Σταθμό και στο λιμάνι με όλη του την παροχή και στις εκβολές του γινόταν απρόβλεπτος, αλλάζοντας συνεχώς τη θέση της κοίτης του. Οι χάρτες δείχνουν τις διαδοχικές απόπειρες γεφύρωσής του, οι οποίες φαίνεται πως αποτύγχαναν μέχρι τουλάχιστον το 1894. Τότε μόνον, μετά την εκτροπή του Δενδροποτάμου μακριά από το λιμάνι –στη θέση που ρέει και σήμερα, κάτω από την ταυτώνυμη λεωφόρο, μπροστά από τον σταθμό των ΚΤΕΛ– και την απομάκρυνση του μεγαλύτερου όγκου των υδάτων του, κατέστη δυνατό να γεφυρωθεί η κοίτη του και να προσεγγίσει το τραίνο στο “δεύτερο” Τελωνείο. Ήταν όμως αργά. Το νέο λιμάνι βρισκόταν ήδη υπό κατασκευή και η μοίρα του τελωνείου αυτού είχε ήδη προδιαγραφεί. Ευρισκόμενο πια στο εσωτερικό της ξηράς, χωρίς άμεση πρόσβαση στη θάλασσα, επρόκειτο να εγκαταλειφθεί προς χάρη του “τρίτου”, που προγραμματιζόταν να ανεγερθεί πάνω στην κεντρική προβλήτα του νέου λιμανιού. Στην πραγματικότητα, η σιδηροδρομική γραμμή δεν θα φτάσει ποτέ στο “δεύτερο”, παρά θα το παρακάμψει και θα οδηγηθεί κατευθείαν προς το “τρίτο”, απ’ όπου και θα απλωθεί σε όλες τις προβλήτες του λιμανιού. Έτσι, στον γαλλόφωνο χάρτη του 1914 το σιδηροδρομικό δίκτυο βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη μέσα στο λιμάνι, έτοιμο, θα έλεγε κανείς, να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του Μεγάλου Πολέμου που πλησίαζε.

10. Λεπτομέρεια φωτογραφίας Σέυς: η άκρη της Σκάλας των Ανατολικών, με τους γερανούς
μεταφόρτωσης. Ο ένας κινείται πάνω σε σιδηροδρομικούς τροχούς, προάγγελος των σύγχρονων
γερανογεφυρών. Συλλογή Γιώργου Δέλλιου, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Όμως, η σιδηροδρομική εταιρεία του βαρώνου Χιρς (Maurice Hirsch), μπροστά στη αδυναμία προσέγγισης του “δεύτερου” Τελωνείου, κατέφυγε σε μια δραστική λύση: κατασκεύασε τη Σκάλα των Ανατολικών, μια ισχυρότατη μεταλλική προβλήτα, πακτωμένη με πασσάλους βαθιά στη θάλασσα, με διπλή σιδηροδρομική γραμμή, γερανούς που εξυπηρετούσαν τη μεταφόρτωση των εμπορευμάτων από τα πλοία στα τραίνα και αντιστρόφως και, ακόμη, ένα μικρό φυλάκιο/τελωνείο (εικ. 10). Αυτή η σκάλα –που σε ορισμένους χάρτες ονομάζεται Βελόνα (aiguille)– είναι ήδη σχεδιασμένη από το 1873, εμφανίζεται δηλαδή ένα χρόνο μετά τη λειτουργία του σταθμού στον πρώτο από τους χάρτες των Ανατολικών (εικ. 04). Παρουσιάζεται επίσης ολοκαίνουργια στο πανόραμα του Σέυς[9], και δείχνει πώς έχουν αλλάξει τα δεδομένα με την έλευση του σιδηροδρόμου και πριν ακόμη υπάρξει οποιαδήποτε εργασία για την κατασκευή του λιμανιού. Πρέπει να υποθέσει κανείς ότι η νέα σκάλα ήταν αφιερωμένη στο εμπόριο από και προς το εσωτερικό της χώρας, ενώ οι παλιές σκάλες μπροστά από τα Λαδάδικα και το “δεύτερο” Τελωνείο εξυπηρετούσαν κυρίως την ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Δεν είναι γνωστή η χρονολογία ανέγερσης του “δεύτερου” Τελωνείου, τοποθετείται πάντως μεταξύ 1873 και 1880. Το τελωνείο αυτό, αν και βραχύβιο, αποτέλεσε ένα μεγάλο συγκρότημα, κυρίως λόγω των εκτεταμένων αποθηκών που το συνόδευαν, οι οποίες καταλάμβαναν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο (εικ. 10). Σώζονται πάντως φωτογραφίες του σε διάφορες κατα- σκευαστικές φάσεις. Στο αρχικό κεντρικό διώροφο κτήριο με την τετρακίονη στοά τοποθετήθηκε ένα στέγαστρο σε όλο το μήκος της όψης, καθώς και μια άτεχνη προσθήκη στον όροφο κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, όταν το τελωνείο είχε ήδη μεταφερθεί στο “τρίτο” του κτήριο και το παλιό χρησίμευε ως αποθήκη του γαλλικού ναυτικού. Η προσθήκη αυτή αφαιρέθηκε τελικά, στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Την επόχή του Μεγάλου Πολέμου έγινε και ο ανασχεδιασμός της χάραξης του τραμ ώστε, περνώντας μπροστά από το τελωνείο, να κατευθύνεται προς τον (παλιό) Σιδηροδρομικό Σταθμό περνώντας από μια νέα γέφυρα που κατασκευάστηκε πάνω από τον Δενδροπόταμο, δίπλα στη γνωστή γεφύρωση των Ανατολικών.

11. Απόσπασμα αεροφωτογραφίας της Στρατιάς της Ανατολής. Η περιοχή του λιμανιού στα 1916.
Διακρίνονται το “δεύτερο” και το “τρίτο” Τελωνείο και οι σιδηροδρομικές συνδέσεις.
Αλέκα Γερόλυμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς

Στα δυτικά του “δεύτερου” Τελωνείου είχε σχεδιαστεί εξαρχής και κατασκευάστηκε το νέο Υγειονομείο, η τελευταία και πιο εξελιγμένη εκδοχή καραντίνας. Στον χάρτη του 1882 προβλεπόταν να δημιουργηθεί ένας μακρόστενος κήπος, πιθανότατα ως “πίσω αυλή” του Υγειονομείου, σχέδιο όμως που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Φαίνεται πάντως πως, πριν από την κατασκευή του λιμανιού, ένας μικρός περιφραγμένος χώρος μπροστά από το κτήριο χρησίμευε για τον αυλισμό των “τροφίμων” του.

 

ΤΟ “ΤΡΙΤΟ” ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΤΩΝ MODIANO-VALLAURY-HENNEBIQUE

 

H σύμβαση παραχώρησης για την κατασκευή του λιμανιού της Θεσσαλονίκης είχε υπογραφεί, ύστερα από χρόνια συζητήσεων, διαπραγματεύσεων και αλλεπάλληλων προσφορών, με τη γαλλική εταιρεία Société Ottomane de Construction du Port de Salonique του Μπαρτισόλ (Edmond Bartissol) το 1896. Οι προβλήτες αποπερατώθηκαν το 1902 και το έργο παραδόθηκε σε λειτουργία το 1904. Τότε ανανεώθηκε η σύμβαση του Μπαρτισόλ για συνέχιση των εργασιών ανέγερσης των υπόλοιπων κτηρίων, αλλά παραχωρήθηκε και η εκμετάλλευση του νέου λιμένα για 40 χρόνια στην εταιρεία του, η οποία μετονομάστηκε σε Ανώνυμη Οθωμανική Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως Λιμένος Θεσσαλονίκης (εξαγοράστηκε τελικά από το ελληνικό Δημόσιο το 1930). Ο Μπαρτισόλ ανέλαβε, μεταξύ άλλων, να διευρύνει την προκυμαία του 1882 από τα 12 στα 20 μέτρα, να κατασκευάσει ένα σιλό σιτηρών για την εξυπηρέτηση της σερβικής Ελευθέρας Ζώνης –κυριαρχεί στις φωτογραφίες της εποχής του Μεγάλου Πολέμου, με τον εναέριο αγωγό μεταφόρτωσης που τροφοδοτούσε κατευθείαν τα πλοία– και να ανεγείρει ένα νέο, το “τρίτο” Τελωνείο (εικ. 03). Επένδυσε επίσης στην ανέγερση δύο δίδυμων πενταόροφων κτηρίων γραφείων, που πλαισίωναν την είσοδο προς το λιμάνι, στη νοητή συνέχεια της οδού Σαλαμίνος και αποτέλεσαν για χρόνια σύμβολο της εταιρείας Μπαρτισόλ. Τα κτήρια αυτά, όπως και το σιλό, καταστράφηκαν κατά τους αγγλικούς βομβαρδισμούς του λιμανιού το 1944 και κατεδαφίστηκαν, ενώ το κτήριο του Τελωνείου, βαριά τραυματισμένο κι εκείνο, επισκευάστηκε και επιβιώνει μέχρι σήμερα.

Στο νέο τελωνείο συνέπραξαν τρεις βασικοί συντελεστές: ο Γάλλο-οθωμανός αρχιτέκτονας Βαλλωρύ (Alexandre Vallaury), καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης και σχεδιαστής των αντίστοιχων τελωνείων στη Σμύρνη (1909) και στο Σίρκετζι της Κωνσταντινούπολης (1909)[10]. Η εταιρεία Ενεμπίκ (François Hennebique), πρωτοπόρος στον σχεδιασμό κτηρίων από οπλισμένο σκυρόδεμα (béton armé), κατασκευαστής επίσης του σιλό (1912) και της διαπλάτυνσης της προκυμαίας (1906) [11]. Τέλος, ο εργολήπτης και μηχανικός Ελί Μοδιάνο, γόνος της γνωστής εβραϊκής οικογένειας από το Λιβόρνο της Ιταλίας και κατασκευαστής της κεντρικής σκεπαστής Αγοράς της Θεσσαλονίκης που φέρει το όνομά του.

Το κτήριο του Τελωνείου αναφέρεται ως το πρώτο έργο οπλισμένου σκυροδέματος στη Θεσσαλονίκη, με αντίζηλο το μέγαρο Στάιν (Stein) στην πλατεία Ελευθερίας, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1911. Για το Τελωνείο υπάρχει διάχυτη η άποψη πως αποπερατώθηκε το 1912[12]. Παραδόθηκε όμως στην οθωμανική ή στην ελληνική διοίκηση μετά την αλλαγή κυριαρχίας στην πόλη; Την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτήριο στα 1913 επιβεβαιώνει μια φωτογραφία κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος-Ιούλιος 1913). Πυροβόλα του ελληνικού στρατού περιμένουν να εκφορτωθούν στην προβλήτα μπροστά στο τελωνείο, από το οποίο όμως λείπουν τα κουφώματα και όλα τα εξωτερικά επιχρίσματα. Υπάρχουν ακόμη σκαλωσιές στο κτήριο και ίχνη ξυλοτύπων, καθώς όλη η εξωτερική όψη είναι κατασκευασμένη από σκυρόδεμα. Κάποια ανοίγματα έχουν κλειστεί με κιγκλιδώματα, πιθανόν για να χρησιμοποιηθούν πρόχειρα ως αποθηκευτικοί χώροι. Στην πραγματικότητα, το κτήριο παραμένει ένα “καρα-γιαπί”, αφού δεν φαίνεται να έχουν ξεκινήσει ακόμη εργασίες εγκαταστάσεων και επενδύσεων.

Το ότι το κτήριο του “τρίτου” Τελωνείο παραδόθηκε όντως ημιτελές στην ελληνική διοίκηση το 1912 διασταυρώνεται και από γραπτά τεκμήρια (ή μήπως αντίστροφα;): σε έκθεση της 5ης Ιουνίου 1913 του Γεωργίου Κοφινά, προϊσταμένου των οικονομικών υπηρεσιών της Διοικήσεως Μακεδονίας, προς τον Υπουργό Οικονομικών Αλέξανδρο Διομήδη στην Αθήνα, αναφέρεται: … ώστε, εάν το ημιτελές νέον τελωνειακόν κατάστημα της Θεσσαλονίκης κατωρθούτο να αποπερατωθεί (και τούτο δέον να ή εκ των πρωτίστων μελημάτων της Ελληνικής Διοικήσεως) (…) τούτο [το εμπόριον] όχι μόνον δεν ήθελεν υποφέρει εκ της νέας καταστάσεως [δηλ. της ελληνικής κυριαρχίας], αλλά τουναντίον ήθελεν αποδείξει, ότι λίαν ετοίμως επωφελήθη αυτής και τάχιστα επέτυχε να αναπτυχθή από εσωτερικού εις διαμετακομιστικόν εμπόριον και δη εις βαθμόν ασυγκρίτως ανώτερον του επί Τουρκίας υφισταμένου εμπορίου αυτής[13].

 Πρέπει να επισημανθεί πως η πυρκαγιά του 1917 μόλις που άγγιξε την περιοχή του λιμανιού. Οι φλόγες, προερχόμενες από βορρά και ανατολή, σταμάτησαν τελικά στα όρια των Λαδάδικων: ανατολικά στην πλατεία της Αποβάθρας, βόρεια στην οδό Φράγκων, νότια στην οδό Κουντουριώτη. Μέσα σε αυτά τα όρια όμως, κάηκε ολόκληρη η πλατεία Αποβάθρας: το κυκλικό καφενείο, το κεντρικό ταχυδρομείο και το ξενοδοχείο d’Amérique, το οποίο είχε ήδη μετονομαστεί σε ξενοδοχείο Καβάλας.

Ο Γιάννης Επαμεινώνδας
είναι Αρχιτέκτων και Διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης
(παράρτημα Θεσσαλονίκης).

 

 

  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Φιρμάνια του 1748 και 1749 στο: Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλης  (επιμ.),  Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α. Αρχείον Θεσσαλονίκης 1695-1912, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1952.

[2] Ηλίας Πετρόπουλος, «Θεσσαλονίκη 1865», Ζυγός, τ. 46-47, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1959, 24.

[3] Μάριος-Μαρίνος Χαραλάμπους, Αλεξανδρινά ποιήματα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press 1991, οπισθόφυλλο. Ο Χαραλάμπους φαίνεται να αγοεί την παλαιότερη δημοσίευση του Πετρόπουλου, γιατί γράφει πως παρουσιάζει τον πίνακα για πρώτη φορά.

[4] Συλλογή καρτποστάλ Άγγελου Παπαϊωάννου στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.

[5] Ένθετος στο: Βασίλης Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία 1430-1912, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 1983, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη 22008.

[6] Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου, Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες, πρόσωπα, τοπία, Θεσσαλονίκη, University Studio Press 2013.

[7] «…το γραφείον εισπράξεως του φόρου καφφέ της Θεσσαλονίκης κείται εν τη αγορά Μισίρ Τσαρσή πλησίον της αποβάθρας», στο Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλης (επιμ.), Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, τ. Α΄, Αρχείον Θεσσαλονίκης 1695-1912, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1952.

[8] Dhiman Barua & William B. Greenough III (edit), Cholera, New York, Springer Science + Business Media LLC 1992.

[9] ‘Οπως αυτό συμπληρώθηκε με την απόκτηση των υπολοίπων τριών φωτογραφιών που το απαρτίζουν, στο πλαίσιο της δωρεάς του Γιώργου Δέλλιου.

[10] Seda Kula Say, «Alexander Vallaury’s late works on İzmir, Thessaloniki and Eminönü customs houses», περ. Journal of the Faculty of Architecture, Middle East Technical University, 2014/2.

[11] Βίλμα Χαστάογλου-Μαρτινίδη, «Η δραστηριότητα του γραφείου Béton Armé Hennebique στο λιμάνι και την πολη της Θεσσαλονίκης, 1903-1913», academia.edu. 37822541.

[12] L. Q., «Les nouvelles Douanes de Salonique», περ. Le Béton Armé, No 179, Avril 1913, 49-51.

[13] Απόσπασμα από το: Γ. Ν. Κοφινάς, Τα οικονομικά της Μακεδονίας, Αθήναι 1914, στο: Ευάγγελος Χεκίμογλου, Κοφινάς προς Διομήδη. Δοκίμια και τεκμήρια για την οικονομική ιστορία της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1989, 87.