Γιώργος Β. Νικολάου
Η πραγματεία του Ευγένιου Βούλγαρη “Στοχασμοί εἰς τούς παρόντας κρισίμους Καιρούς τοῦ Κράτους τοῦ Ὀθωμανικοῦ”. Ιστορική συγκυρία συγγραφής και πολιτική στόχευση [1]
Ο Ευγένιος Βούλγαρης είναι περισσότερο γνωστός για το τεράστιο θεολογικό, φιλοσοφικό και εκπαιδευτικό του έργο στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού[2]. Με το παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε ένα πολιτικό του κείμενο, την πραγματεία Στοχασμοί εἰς τούς παρόντας κρισίμους Καιρούς τοῦ Κράτους τοῦ Ὀθωμανικοῦ, εστιάζοντας στην ιστορική συγκυρία της συγγραφής και στην πολιτική του στόχευση. Ας σημειωθεί ότι στο έργο αυτό δεν αναφέρεται το όνομα του Βούλγαρη ως συγγραφέα ούτε ο τόπος και ο χρόνος έκδοσής του, γίνεται όμως δεκτό από τους ειδικούς ερευνητές ότι είναι δικό του έργο και ότι συντάχθηκε και εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη[3] –όπου ζούσε τότε- το 1772, κατά τη διάρκεια δηλαδή του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774. Μεταγενέστερες εκδόσεις του κυκλοφόρησαν στην Κέρκυρα το 1851 και το 1854[4]. Ας σημειωθεί δε ότι μεταφράστηκε και εκδόθηκε, ανώνυμα, στα γαλλικά με τον τίτλο Reflexions sur l’état ctitique actuel de la puissance ottomane, με βάση την οποία έγιναν δύο μεταφράσεις στα ρωσικά, το 1780 και το 1788[5]

Οι μεταφράσεις αυτές, σε σύντομο χρόνο μετά την ελληνική έκδοση, δείχνουν ότι οι Στοχασμοί θεωρήθηκαν ως ένα σημαντικό κείμενο για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι εξυπηρετούσαν τα ρωσικά σχέδια, προσφέροντας το κατάλληλο ιδεολογικό υπόβαθρο για τη θεμελίωση της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής. Προφανώς, η γαλλική μετάφραση[6] απέβλεπε στην ενημέρωση του δυτικού κόσμου για το τι συνέβαινε στο κράτος του σουλτάνου, σε μία εποχή που στις ευρωπαϊκές Αυλές καταστρώνονταν σχέδια επί σχεδίων για τον διαμελισμό του και για το ποια εδαφικά οφέλη θα μπορούσε να αποκομίσει καθεμιά[7]. Είναι λοιπόν εντελώς απαραίτητο, πριν δούμε τις βασικές πολιτικές συνιστώσες αυτού του έργου και το που στόχευε, να αναφερθούμε, με κάθε δυνατή συντομία, στην ιστορική συγκυρία της συγγραφής του.
Είναι σε όλους γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Ρωσία κατέστη σταδιακά μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, με την οικοδόμηση ενός ισχυρού κράτους, οι βάσεις του οποίου τέθηκαν από τον Μεγάλο Πέτρο, τσάρο από το 1689 ως το 1725. H απομονωμένη και όχι ισχυρή έως τότε Pωσία θα γίνει, χάρη σ’ ένα μεγαλόπνοο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, μια πολύ υπολογίσιμη και με επεκτατική πολιτική ευρωπαϊκή δύναμη[8], προς την οποία, στο «ξανθό γένος», θα στρέψουν της ελπίδες τους για απελευθέρωση οι Έλληνες, αλλά και άλλοι Ορθόδοξοι Βαλκάνιοι, ύστερα από τις πολλές απογοητεύσεις που είχαν γνωρίσει από Δυτικούς ηγεμόνες κατά τους προηγούμενους αιώνες. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι με την άνοδο του Πέτρου στο ρωσικό θρόνο απλώνεται στα Bαλκάνια η φήμη του ως ισχυρού ηγεμόνα που στοχεύει στην απελευθέρωση των υπό οθωμανικό ζυγό ομόδοξων βαλκανικών λαών και το ότι δημιουργούνται γύρω από το πρόσωπό του πολλοί θρύλοι και προφητείες που συγκινούσαν ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα[9]. Από την πλευρά τους οι Ρώσοι θα χρησιμοποιήσουν τους Έλληνες (καθώς και τους Αλβανούς, τους Σλάβους και τους Αρμένιους) για την πραγμάτωση των επεκτατικών τους σχεδίων σε βάρος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μία σειρά εσωτερικών προβλημάτων, διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονές της, έχοντας συνάψει, το 1739 στο Βελιγράδι, μία συνθήκη ειρήνης με την Αυστρία, ενώ λίγο αργότερα έληξαν οι τουρκοπερσικοί πόλεμοι[10]. Πολλοί μάλιστα ιστορικοί πιστεύουν πως η χαλάρωση των εξωτερικών απειλών επέσπευσε τη διάβρωση του κράτους και επέτρεψε στις ηγετικές του ομάδες να αναβάλουν τη λύση των πολλών προβλημάτων, που θα προσπαθήσουν να τα επιλύσουν, στο τελευταίο τέταρτο αυτού του αιώνα και στις αρχές του 19ου, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμήτ Α΄ (1774-1789), με τη βοήθεια του Ούγγρου βαρώνου de Tott, που είχε εγκατασταθεί στην Τουρκία, και ο σουλτάνος Σελήμ Γ΄ (1789-1807), με μία σειρά ανεπιτυχών εν πολλοίς μεταρρυθμίσεων, κυρίως στο στρατό[11]. Για να επανέλθουμε στη Ρωσία, στα χρόνια της βασιλείας της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ (1762-1796) η δύναμη του Βορρά θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα, έχοντας σαφείς επεκτατικούς προσανατολισμούς σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις ευρωπαϊκές κτήσεις της οποίας –ιδίως στον ελλαδικό χώρο- συντελούνταν μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις και ιδεολογικές ζυμώσεις. Σταθερός στόχος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας και η επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο[12], κάτι για το οποίο εθεωρείτο απαραίτητη η σύμπραξη των Ορθόδοξων βαλκανικών λαών, με αντάλλαγμα τις υποσχέσεις για απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ρωσικών υποσχέσεων και ελληνικών ελπίδων, με σαφή επίδραση από Δυτικούς στοχαστές και με βάση το ευρωπαϊκό μοναρχικό πρότυπο της πεφωτισμένης δεσποτείας, ο Βούλγαρης επεξεργάστηκε μία θεωρία της ρωσικής φωτισμένης δεσποτείας. Σαφή δήλωση αυτών των πολιτικών απόψεων του Βούλγαρη συνιστά η ελληνική μετάφραση της περίφημης Εισήγησης της Αικατερίνης προς την επιτροπή των αντιπροσώπων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη σύνταξη του νέου νομοθετικού κώδικα για τη Ρωσική Αυτοκρατορία[13]. Με τη μετάφραση αυτή ο Βούλγαρης εξέφρασε και τις δικές του πολιτικές απόψεις για μία μορφή διακυβέρνησης, η οποία χαρακτηριζόταν από τη μέριμνα του φωτισμένου μονάρχη για τους υπηκόους του. Μ’ άλλα λόγια, στη σκέψη του η απελευθέρωση των ομοεθνών του ταυτιζόταν με την επέκταση της ρωσικής κυριαρχίας στις ορθόδοξες εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[14].
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Ευγένιου, την περίοδο που είχε αρχίσει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774, βρισκόταν πρώτα η απελευθέρωση της πατρίδας του και εν συνεχεία η πολιτισμική της αναμόρφωση[15]. Το ενδιαφέρον του για την υπόδουλη Ελλάδα εκφράζεται, αρχικά, στην Ἰκετηρία τοῦ γένους τῶν Γραικών πρὸς πᾶσαν τὴν χριστιανικὴν Εὐρώπην, με την οποία εκλιπαρούσε τις χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης να συνδράμουν τους Έλληνες, η οικτρή τύχη των οποίων, ύστερα από την εισβολή Αλβανών μουσουλμάνων, μισθοφόρων του σουλτάνου, στην Πελοπόννησο απεικονίζεται σε μία συγκλονιστική περιγραφή. Ανεξάρτητα από το αν ήταν ο συντάκτης ή ο μεταφραστής της, η Ἰκετηρία ανήκει στον κύκλο του Βούλγαρη, συνοψίζει δε με τον εναργέστερο τρόπο την ιδεολογική και πολιτική σημασία με την οποία είχαν επενδύσει οι Έλληνες λόγιοι τις προσδοκίες τους για ρωσική συνδρομή κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αι. Σ’ αυτό το κείμενο, στο οποίο εκφράζονταν οι ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για την Ελλάδα, τονιζόταν η πολιτισμική προσφορά της προς τους Ευρωπαίους, οι οποίοι καλούνταν τώρα να την συνδράμουν ώστε ν’ απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό και να βγει από την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Στο ίδιο κείμενο τονιζόταν ότι η αντιμετώπιση των Οθωμανών ήταν προς το συμφέρον και των Δυτικών[16]. Αλλά το έργο του Βούλγαρη το οποίο είναι σίγουρο εκείνο στο οποίο φανερώνονται με καθαρότητα οι πολιτικές αντιλήψεις του είναι οι Στοχασμοί.
Όπως σημειώνει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ο καλύτερος μελετητής των πολιτικών ιδεών του αιώνα των Φώτων στον ελλαδικό χώρο, οι Στοχασμοί είναι το κατεξοχήν πολιτικό έργο του Επτανήσιου σοφού, στο οποίο αποπειράται να πραγματευθεί με τους όρους της πολιτικής θεωρίας του 18ου αι. για την ισορροπία των Δυνάμεων[17] –της «ἀντιρροπίας», όπως αποδίδει αυτόν τον όρο- τη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας μέσα στο πλαίσιο των γεωπολιτικών σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στο δοκίμιο αυτό –συνεχίζει ο ίδιος- ο Βούλγαρης αποδεικνύεται βαθύς γνώστης της ισορροπίας των δυνάμεων, που αποτελούσε εξέλιξη της πολιτικής σκέψης στο πέρασμα από τον 17ο στον 18ο αι., την οποία μάλιστα αγνοεί ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της θεωρίας των διεθνών σχέσεων τον 17ο αι., ο Hugo Grotius. Την θεωρεί μάλιστα ανώτερη από το περίφημο δοκίμιο του David Hume, Of the balance of the Power, το οποίο εκδόθηκε το 1752, λόγω της οξύτητας και της ωριμότητας με την οποία ανέλυε τη διεθνή πολιτική της εποχής του[18]. Θα συμπληρώσω ότι πρόκειται για ένα έργο που προσφέρεται για πολύπλευρες αναγνώσεις. Για παράδειγμα, για να διερευνήσουμε την εικόνα που είχαν σχηματίσει οι Έλληνες λόγιοι του Διαφωτισμού για την οθωμανική εξουσία, για τους Οθωμανούς Τούρκους και για τη μουσουλμανική θρησκεία, για τον πολιτικό ρόλο του Ισλάμ στο οθωμανικό κράτος κλπ.[19].

Αναμφίβολα, η ανάλυση των διεθνών σχέσεων της εποχής του από τον Επτανήσιο σοφό βρήκε τη γονιμότερη έκφρασή της σ’ αυτό το πολιτικό δοκίμιο, η συγγραφή του οποίου δεν είναι, προφανώς, άσχετη με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει τότε. Σ’ αυτό, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αποπειράται να πραγματευθεί με τους όρους της θεωρίας του δέκατου όγδοου αιώνα τη θέση της Τουρκίας και της Ρωσίας στο σύστημα των σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών, που εκφραζόταν σε πολιτικό επίπεδο με το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα[20].
Με τρόπο αξιοθαύμαστο, που αποκαλύπτει έναν πολιτικό ρεαλισμό και καλή γνώση της οθωμανικής διοίκησης, ο συγγραφέας ανασκευάζει λαθεμένες –κατά τη γνώμη του- αντιλήψεις στη σύγχρονή του ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη ότι η οθωμανική εξουσία είχε περιέλθει σε πλήρη σήψη και παρακμή. Μάλιστα, για να ενισχύσει αυτή του τη θέση, μεταφράζει από τα γαλλικά και χρησιμοποιεί πολλά αποσπάσματα έργων γνωστών Γάλλων Διαφωτιστών[21]. Κατά τη γνώμη μου τούτο δεν είναι άσχετο με το ότι στα έργα όλων σχεδόν των Γάλλων Διαφωτιστών καταδικάζεται κάθε δεσποτικό και τυραννικό καθεστώς μεταξύ αυτών, και μάλιστα πολύ έντονα (για παράδειγμα, τις Περσικές Επιστολές του Μοντεσκιέ) ο οθωμανικός «δεσποτισμός» και η «βαρβαρότητα»[22].
Από το έργα του Βολταίρου χρησιμοποιεί ο Βούλγαρης στην εξεταζόμενη πραγματεία του τα Nouveaux mélanges philosophiques, historiques, critiques etc., [Νέα φιλοσοφικά, ιστορικά, κριτικά και λοιπά σύμμεικτα] με βάση την έκδοση της Γενεύης, το 1765, στα οποίο παραπέμπει κατά τρόπο δυσνόητο. Χάρη σε σχετική μελέτη του ιστορικού Δημήτρη Αποστολόπουλου, γνωρίζουμε σήμερα ότι πίσω από τη λέξη μισγάγκεια, που χρησιμοποιεί ο Βούλγαρης, προσφεύγοντας στην προσφιλή του μέθοδο της δημιουργίας νεολογισμών, κρύβεται η γαλλική mélanges[23]. Από αυτό το έργο χρησιμοποιεί το τρίτο μέρος, που φέρει τον τίτλο De l’utilité de l’histoire. [Περί της χρησιμότητας της ιστορίας], προκειμένου να αναλύσει την έννοια της ἀντιρροπίας στις σχέσεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία[24]. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μία φιλοσοφία της ιστορίας με τη χρήση παραδειγμάτων από την παγκόσμια ιστορία. Η αντιπαραβολή του αποσπάσματος από αυτό το έργο του Βολταίρου με το αντίστοιχο των Στοχασμών δείχνει ότι ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί προγενέστερες πραγματείες με τρόπο ελεύθερο και δημιουργικό προκειμένου να ενισχύσει της θέσεις του για την επικίνδυνη για την Ευρώπη στρατιωτική ενδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε καμία περίπτωση δεν αρκείται σε μία απλή μετάφραση προγενέστερων έργων του αιώνα των Φώτων[25]. Τη θέση του Γάλλου σοφού ότι «Un avantage que l’histoire moderne a sur l’ancienne, est d’apprendre à tous les Potentats que depuis le quinziéme siècle on s’est toûjours réuni contre une Puissance trop prépodérante. Ce système d’équilibre a toûjours été inconnu des Anciens, et c’est la raison du succès Romain, qui ayant formé une malice supérieure à celle des autres peuples, les subjuga l’ un après l’autre du Tibre jusqu’à l’Euphrate»[26] την μεταφράζει και την αξιοποιεί ο Βούλγαρης ως εξής: «Ἡ Ἀντιῤῥοπία (λέγει ἕνας περιβόητος Συγγραφεὺς) εἶναι ἕνα “ἐφεύρημα τὸ ὁποῖον ἐπενοήθη ἀπὸ τὸν ΙΕ΄ αἰῶνα καὶ ἐδῶ” (πιθανώτατα ἐννοεῖ τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος τὰ τέλη διότι μέσα εἰς αὐτὸν τὸν αἰῶνα ἡ Αὐτοκρατορία τῶν Ὀθωμανῶν συνεστήθη). “Ὑφίσταται (sic) δὲ ἡ Ἀντιῤῥοπία” ἀκολουθεῖ ὁ αὐτὸς Συγγραφεὺς “εἰς τοῦτο ὅτι ἅπασαι αἱ Δυνάμεις συνάπτονται κατὰ μιᾶς τινὸς ὑπερβριθεστέρας Δυνάμεως”. Μὰ εἰς τοὺς δύο ἐφεξῆς αἰώνας, τὸν ΙΣΤ΄ καὶ ΙΖ΄ ποῦ ἦτον αὐτὴ ἡ Ἀντιῤῥοπία καὶ ἡ διὰ ταύτην συνάφεια τῶν Ἄλλων Δυνάμεων διὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν ὑπερβριθεστάτην; Αὐτό τὸ σύστημα (προσθέτει ὁ Συγγραφεὺς) ἦτον ἀγνοούμενον εἰς τοὺς παλαιούς, καὶ διά τοῦτο ὁ λαός τῆς Ρώμης ἔχων τὸ στρατιωτικὸν ὑπέρ τὰ λοιπὰ πάντα ἔθνη γεγυμνασμένον, τὰ καθυπέταξεν ἄλλα μετ’ ἄλλα, ἀπὸ τὸν Τίβεριν ποταμόν, ἕως εἰς τὸν Εὐφράτην»[27]. Από τον ίδιο συγγραφέα, τον Οὐολταίρο, όπως τον αποκαλεί χρησιμοποιεί, σε δική του μετάφραση, και το έργο του Annales de l’Empire depuis Charlemagne [Χρονικά της Αυτοκρατορίας από την εποχή του Καρλομάγνου], από μία έκδοση αυτού του έργου που έγινε στη Βασιλεία το 1753[28].
Χρησιμοποιεί, επίσης, ορισμένα αποσπάσματα από το έργο Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence [Σκέψεις πάνω στις αιτίες του μεγαλείου των Ρωμαίων και της παρακμής τους] του άλλου επιφανούς εκπροσώπου του γαλλικού Διαφωτισμού, του Montesquieu[29]. Στο έργο αυτό ο Γάλλος Διαφωτιστής κάνει εκτενή αναφορά στην πτώση του κράτους του Βυζαντίου και στην, εν συνεχεία, ανάδυση-εδραίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως παγκόσμιας δύναμης. Προκειμένου να καταδείξει ο Βούλγαρης το ποσό αφελείς ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι δεν υπήρχε κανείς κίνδυνος για την Ευρώπη από τους Οθωμανούς παραθέτει ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο έργο του Montesquieu. Αντίθετα με ό,τι πίστευε ο Montesquieu και άλλοι Ευρωπαίοι πολιτικοί ή διανοούμενοι ότι το οθωμανικό κράτος βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή και, συνεπώς, ήταν ακίνδυνο για την Ευρώπη, ο Βούλγαρης υποστήριζε ότι ο εφησυχασμός συνιστούσε μία λαθεμένη πολιτική-στρατιωτική αντιμετώπιση των πραγμάτων και ότι, αντίθετα, το κράτος του σουλτάνου αποτελούσε έναν εν δυνάμει κίνδυνο για όλη την Ευρώπη[30]. Γράφει «Ἐγὼ δὲν ἡμπορῶ νὰ μὴ ἀναφέρω ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Περιβλέπτου ἄλλως ἀνδρὸς, ὅστις ἔκαμε τὴν κρίσιν αὐτὴν τὴν παράλογον. Ἡ Αὐτοκρατορία τῶν Τούρκων λέγει “εἶναι κατὰ τὸ παρὸν, εἰς τὸν αὐτὸν σχεδὸν βαθμὸν τῆς ἀδυναμίας, εἰς ὅν ἦτον ἄλλοτε ἡ τῶν Γραικῶν∙ πλὴν θέλει διαρκέσει χρόνον πολύν∙ διατὶ ἐὰν τις Βασιλεύς, ὅστις ποτὲ τύχῃ, φέρῃ αὐτὸ τὸ κράτος εἰς κίνδυνον, ἀκολουθὼν νὰ κατακυριεύῃ τὰς χώρας του, αἱ τρεῖς Δυνάμεις τῆς Εὐρώπης αἱ Ἐμπορικαὶ[31] γνωρίζουσι πάρα πολλά (sic) τὸ συμφέρον τους τὸ ἴδιον, διὰ νὰ μὴ φροντίσουν παρευθὺς νὰ ἐμποδίσουν”»[32].
Ο Επτανήσιος σοφός προειδοποιούσε τους Ευρωπαίους ότι οι Οθωμανοί, παρά τις πρόσφατες στρατιωτικές ήττες τους, διδάσκονταν από τις προόδους του ευρωπαϊκού πολιτισμού, επωφελούμενοι και από τις γνώσεις ειδικών (στρατιωτικών ή άλλων) που κατέφευγαν στο κράτος του σουλτάνου[33]. Έτσι δεν θα αργούσαν να ανασυγκροτήσουν τη στρατιωτική τους δύναμη, συνιστώντας τη μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ισορροπία Δυνάμεων[34]. Όπως γράφει σ’ ένα σημείο των Στοχασμῶν του, «Εἶναι λοιπὸν οἱ Τοῦρκοι μιμητικοί, ὡς εἴδομεν, καὶ δὲν εἶναι τόσον ἐχθροὶ τῆς καινοτομίας καὶ τοῦ νεωτερισμοῦ, καθὼς τοὺς ὑπολαμβάνουσι. Μάλιστα αὐτοὶ οὐ μόνον ἐκαινοτόμησαν πολλάκις μιμούμενοι τὰς τῶν ἄλλων πολιτικὰς τε καὶ πολεμικὰς τέχνας, ἀλλ’ ἐφάνησαν καὶ ἀφ’ ἑαυτῶν ἐφευρέται, καὶ ἐνίοτε ἀνεδείχθησαν καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς Εὐρωπαίους πολεμικῆς ἐμπειρίας καθηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι. […] Ἄς μὴ ἀποκοιμήση τὴν Εὐρώπην ὅλην τὸ κοινῶς λεγόμενον ὅτι αὐτὸ τὸ γένος, ὡς δυσπειθὲς φύσει καὶ ἀνυπότακτον, εἶναι πάντη μεταῤῥυθμίσεως καὶ διορθώσεως ἀνεπίδεκτον. Βάρβαροι εἶναι οἱ Τοῦρκοι. ἀπαίδευτοι, δυσάγωγοι, ἄτακτοι. ὅσον θέλεις∙ ἀλλὰ πρὸ τινῶν ἑκατοντάδων χρόνων, δὲν ἦσαν τοιαῦτα τὰ περισσότερα γένη τῆς Εὐρώπης; Τὰ γένη τὰ ὁποῖα τώρα θαυμάζομεν διὰ τὰς μαθήσεις καὶ τέχνας, διὰ τὴν κοσμιότητα καὶ ευταξίαν; Διὰ πολεμικὴν ἐμπειρίαν καὶ δεξιότητα;»[35].
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Βούλγαρης μιλάει προφητικά για τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησαν να εφαρμόσουν στο κράτος τους –με τη βοήθεια ξένων στρατιωτικών- οι σουλτάνοι Αβδούλ Χαμήτ Α΄ (1774-1789) και Σελήμ Γ΄ (1789-1807)[36]. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες αφενός συνάντησαν τις αντιδράσεις από συντηρητικούς κύκλους (ουλεμάδες κ. ά.) και από τους γενίτσαρους και αφετέρου δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την προϊούσα παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Προς επίρρωση της θέσης του ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, χάρη στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, εξακολουθούσε να είναι μία πολύ σοβαρή απειλή για την Ευρώπη, χρησιμοποιεί πολλά αποσπάσματα από τη γαλλική μετάφραση, που εκδόθηκε το 1769 στη Βιέννη, ενός συγγράμματος του εξισλαμισμένου Ούγγρου Ibrahim Muteferrika με τον τίτλο Traité de la tactique ou méthode artificielle pour l’ordonance des troupes [Πραγματεία για την τακτική ή ερασιτεχνική μέθοδο για την οργάνωση των σωμάτων]. Το σύγγραμμα αυτό είχε εκδοθεί αρχικά στα τουρκικά, στο τυπογραφείο που είχε εγκαταστήσει ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη[37]. Στο εν λόγω έργο ο Muteferrika κάνει λεπτομερείς προτάσεις για τις αλλαγές που έπρεπε να λάβουν χώρα στον οθωμανικό στρατό προκειμένου να μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς, ύστερα από μία σειρά ηττών που υπέστη στα τέλη του 17ου αι. Τονίζει δε ότι οι Οθωμανοί θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα του Μεγάλου Πέτρου, χάρη στις στρατιωτικές και λοιπές μεταρρυθμίσεις του οποίου η Ρωσία κατέστη μεγάλη δύναμη[38].
Αναφερόμενος στις οξυδερκείς διαπιστώσεις που έκανε ο Muteferrika για τις αιτίες παρακμής του οθωμανικού κράτους και τις προτάσεις του πάνω στα στρατιωτικής υφής ζητήματα, ο Βούλγαρης επιχειρεί να δείξει ότι οι Οθωμανοί πίστευαν πως η δύναμή του ήταν ακατάλυτη και ότι το κράτος περνούσε μία φάση πρόσκαιρης μόνο παρακμής. Αυτή του την πεποίθηση την τονίζει από την αρχή κιόλας του έργου του[39]. Ο Muteferrika, πίστευε πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα ξεπερνούσε σύντομα τις όποιες εγγενείς αδυναμίες της και θα επανερχόταν δριμύτερη στα ευρωπαϊκά πράγματα, πιο επικίνδυνη όσο ποτέ για την ευρωπαϊκή ισορροπία εξ ου και η ανάγκη έγκαιρης αντιμετώπισής της. Ποια ήταν τα αίτια της πρόσκαιρης παρακμής και τι πίστευαν γι’ αυτά οι Οθωμανοί διανοούμενοι;
Ο Βούλγαρης δίνει απάντηση σ’ αυτό το σημαντικό ερώτημα παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το δοκίμιο του Muteferrika: «Ἐὰν πότε καὶ πότε (λέγουσι) κατὰ θέλησιν τοῦ ὑψίστου, τὸ Μουσουλμανικὸν στράτευμα πταίῃ, ἤ καὶ ὁλοσχερῶς τροποῦται, αἰτίαι τοῦ δυστυχήματος εἶναι ἡ τῶν νόμων παράβασις, ἡ τῆς δικαιοσύνης κατάργησις, ἡ τῶν ποινῶν καὶ τῶν ἀντιδόσεων ἀμέλησις, ὁ τῶν ἀναξίων εἰς τὰ ἀξιώματα προβιβασμός, ἡ ἀβουλία περὶ τὰς ἐπιχειρήσεις, ἡ παρακοὴ τοῦ παραγγέλματος τῶν συνετῶν ἀνδρῶν, ἡ βραδύτης τῶν πολεμικῶν βουλευμάτων, ἡ ἀπραξία περὶ τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἄλλων ἐν ταῖς μάχαις ὀργάνων, ἡ θρασύτης καὶ ἡ ἀπείθεια τῶν στρατιωτῶν, καὶ τὸ ἔτι χεῖρον, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἀξιοκατάκριτος ἄγνοια καὶ ἀνεπιστημοσύνη τῶν Κανόνων καὶ τῶν Μεθόδων. […] Πλήν, μὲ ὅλα ταῦτα, ἡ γνώμη τῶν Ὀθωμανῶν πάντοτε μένει ἡ αὐτή∙ ὅτι τὸ Ὀθωμανικὸν Κράτος εἶναι ἀκατάλυτον∙ αὐτὸς (sic) κατ’ αὐτοὺς εἶναι ἕνας ἥλιος, ὅπου ἄν πάσχῃ κατὰ καιροὺς τινὰς προσωρινὰς ἐκλείψεις, ποτὲ ὅμως δὲν θέλει ὁλοσχερῶς σκοτασθεῖ, ἀλλὰ μέλλει μάλιστα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ἀναλάμψῃ ἀσυγκρίτως λαμπρότερος»[40]. Ας σημειωθεί ότι οι επισημάνσεις του Muteferrika αναφορικά με τα αίτια παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –που έγιναν και από άλλους Οθωμανούς διανοητές την ίδια περίοδο ή λίγο νωρίτερα[41]– βρίσκουν, σε γενικές γραμμές, σύμφωνους και τους σύγχρονούς μας οθωμανολόγους[42].

Όπως φαίνεται, ο Βούλγαρης πίστευε ότι μια εκσυγχρονισμένη στρατιωτικά Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για την ισορροπία των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Γι’ αυτό το λόγο οι χριστιανικές χώρες της Ευρώπης δεν έπρεπε να εφησυχάσουν, ούτε να ελπίζουν ότι θα μπορούσαν να συνάψουν με τους Οθωμανούς σταθερές συμμαχίες και να διατηρούν μόνιμες φιλικές σχέσεις. Αντίθετα, θα έπρεπε να τους εξουδετερώσουν πριν προλάβουν να ανασυγκροτηθούν και γίνουν επικίνδυνοι για την ευρωπαϊκή ισορροπία[43]∙ Συμπλήρωνε δε ότι η άνοδος της ρωσικής ισχύος κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα αποτελούσε σημαντικό δίδαγμα, το οποίο οι Τούρκοι αντελήφθησαν πλήρως[44].
Με επιχειρήματα που δείχνουν έναν πολιτικό ρεαλισμό όχι συνηθισμένο, αλλά και πολύ καλή γνώση της κατάστασης που επικρατούσε στο κράτος του σουλτάνου, ο Βούλγαρης ανασκευάζει τις πεποιθήσεις όσων υποστήριζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση πλήρους παρακμής. Αντίθετα, αν και εντοπίζει και τα τρωτά της σημεία, με συχνές και πολύ αρνητικές αναφορές και στη μουσουλμανική θρησκεία[45], πιστεύει ότι οι Οθωμανοί δέχονταν πολύ ευεργετικές πολιτιστικές και τεχνολογικές επιρροές από τη Δύση και ότι δεν θ’ αργούσαν να ανασυγκροτηθούν αποτελώντας, έτσι, τη μεγαλύτερη απειλή για την ισορροπία των ευρωπαϊκών Δυνάμεων[46].
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Βούλγαρης πίστευε ότι η Ρωσία της Μεγάλης Αικατερίνης είχε να διαδραματίσει μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία έναν πολύ σημαντικό ρόλο, ως αντίπαλο δέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελέγχοντάς την προκειμένου να μην διαταραχθεί η ευρωπαϊκή ισορροπία και να μην συνιστά πλέον κίνδυνο για τα ευρωπαϊκά κράτη. Με άλλα λόγια, η πολύ ισχυρή τότε Ρωσία θα λειτουργούσε ως αιχμή του ευρωπαϊκού δόρατος. Σ΄ όσους δε φοβούνταν ότι θα μπορούσε να καταστεί, με τη σειρά της, επικίνδυνη για την ευρωπαϊκή ισορροπία και ειρήνη ο Βούλγαρης απαντούσε ότι η Δύναμη του βορρά γνώριζε τα όριά της και δεν είχε πρόθεση να διαταράξει τη διεθνή ἀντιρροπία (δηλ. την ισορροπία Δυνάμεων και την ειρήνη), αλλά, αντίθετα, συντελούσε στη διατήρησή της με το να κρατεί τους Οθωμανούς υπό έλεγχο.
Χρησιμοποιώντας ο φωτισμένος Επτανήσιος ιεράρχης στέρεα και, νομίζω, πολιτικά ορθά –μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία-, με σαφή βέβαια φιλορωσικό προσανατολισμό επιχειρήματα, προσπαθεί να δείξει ότι ήταν πολύ εσφαλμένη η θέση εκείνων που υποστήριζαν ότι συνέφερε την Ευρώπη η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου να διαφυλάσσεται η ευρωπαϊκή ισορροπία[47]. Ας παρακολουθήσουμε την επιχειρηματολογία του: «Πρῶτον ἡ Ρωσία ὅσον μεγάλη καὶ ἰσχυρὰ εὑρεθῆ, ποτὲ δὲν θέλει γένει εἰς τὴν Εὐρώπην τόσον φοβερὰ, ὅσον φοβερὰ καὶ ἄλλοτε ἐφάνη, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δύναται πάλιν νὰ φανῇ τῶν Τουρκῶν ἡ δύναμις. […] Δεύτερον, ἡ Ῥωσία κυριεύει τόπους καὶ χώρας ἀπεράντους, […] ἡ Ῥωσία δὲν χρειάζεται οἰκήσεις, χρειάζεται οἰκήτορας […] Τρίτον, ἡ Ῥωσία πολλὰ καλὰ τὸ ἠξεύρει ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ ἐξάπλωσις μιᾶς δυνάμεως δὲν ἡμπορεῖ παρὰ νὰ προξενήςῃ εἰς αὐτὴν ἕως τέλους μίαν ἀτονίαν, ἤ μίαν παράλυσιν. […] Τέταρτον, διὰ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους, ἄλλαι ἴσως Χριστιανικαὶ ἐξουσίαι ἠδύναντο νὰ ὠφεληθοῦν πολὺ περισσότερον παρὰ ἡ Ῥωσία καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, ἕνας ἀνάλογος διαμερισμὸς τῶν ἐν Εὐρώπῃ τοῦ Τούρκου ἐπαρχιῶν, μὲ τὴν σύστασιν μιᾶς μετρίας μέν, ἀπολύτου δὲ τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους ἡγεμονίας ἤθελε φυλάττῃ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τὴν ἐπιζητουμένην τῆς Εὐρώπης Ἰσοῤῥοπίαν»[48]. Στο τελευταίο επιχείρημα-πρόταση θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω. Οι σαφείς φιλορωσικοί προσανατολισμοί του Βούλγαρη τον έκαναν να θεωρεί τη Ρωσία της πεφωτισμένης δεσποτείας, στα χρόνια της φιλόδοξης αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης, ως τη μόνη εγγύηση αφενός για την εξουδετέρωση του κινδύνου που συνεπαγόταν για την Ευρώπη η ενίσχυση της δύναμης των Οθωμανών και αφετέρου για τη διατήρηση της ισορροπίας στη γηραιά ήπειρο.
Μιλώντας με λεπτή ειρωνεία, παρατηρεί πως αδυνατούσε να κατανοήσει τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν οι μεγάλες Δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης με το κράτος του σουλτάνου. Κατά τη γνώμη του, τα κέρδη που αποκόμιζαν από το εμπόριο που διεξήγαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι ευρωπαϊκές χώρες (ιδίως η Γαλλία) δεν μπορούσαν να ισοσκελίσουν τις πολύ αρνητικές συνέπειες που αποτελούσε για την Ευρώπη η διατήρηση αυτής της Αυτοκρατορίας: «Πλὴν τὸ ἐκ τῆς ἐμπορίας κέρδος μόνης τῆς Γαλλίας, ἐμπορεῖ νὰ εἰπῇ τινὰς ὅτι εἶναι τῆς Εὐρώπης τὸ ὄφελος; Καὶ αὐτὸ τὸ κέρδος ἔχει τινὰ σύγκρισιν ὅλως μὲ τὰς φρικτὰς καὶ ἀνεκδιηγήτους ζημίας, ὅσας ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἔπαθε, καὶ ἔτι εἰς τὸ ἑξῆς κινδυνεύει νὰ πάθῃ, ἕως ὁποῦ αὐτό τὸ ἀπάνθρωπον θηριῶδες καὶ ἄπιστον ἔθνος μέσα εἰς τὴν Εὐρώπην καταστηρίζεται;»[49].
Σ’ αυτό το πλαίσιο των πολιτικών του στοχασμών εντάσσει ο Βούλγαρης τις ελπίδες του για την εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων «μὲ τὴν σύστασιν μιᾶς μετρίας μέν, ἀπολύτου δὲ τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους Ἡγεμονίας»[50]. Ήταν πεπεισμένος ότι με τη βοήθεια της ομόδοξης Ρωσίας θα μπορούσε να δημιουργηθεί μία ανεξάρτητη ελληνική ηγεμονία, με περιορισμένη εδαφική έκταση και υπό την σκέπη της, κάτι που θα ενίσχυε ταυτόχρονα και την ευρωπαϊκή ισορροπία. Η λύτρωση, λοιπόν, του Γένους αποτελούσε τον τελικό στόχο του πολιτικού του προβληματισμού[51]. Το γένος των Γραικών υπέφερε κάτω από την οθωμανική τυραννία –ο κοινός τόπος των Ελλήνων Διαφωτιστών- και γι’ αυτό εκλιπαρούσε τη βοήθεια του «ξανθού γένους» και, γενικά των χριστιανών ηγεμόνων, οι οποίοι όμως έμεναν ασυγκίνητοι μπρος στα όσα υπέφεραν οι Έλληνες[52].
Γι’ αυτό είναι διάχυτη η πικρία του για την αδιαφορία των ευρωπαϊκών κρατών για όσα υφίσταντο οι συμπατριώτες του στην Ελλάδα. Όπως γράφει, «Οἱ Γραικοί, ἄν καὶ πρότερον εἶχον ἀφορμὴν νὰ ὑποπτεύονται, εἰς τὸν παρόντα πόλεμον τελειώτατα πληροφοροῦνται ὅτι ο ζῆλος οὗτος εἶναι εἰς αὐτοὺς περιττὸς καὶ ἡ ἐλπὶς ἐκείνη [εννοεί την ελπίδα για απελευθέρωση με τη συνδρομή των ευρωπαϊκών Δυνάμεων] ματαία. Οἱ Γραικοὶ βλέπουσιν ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα Χριστιανικὰ ἔθνη δὲν ἔχουσιν τὸν αὐτὸν ζῆλον ὑπὲρ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως»[53].

Ποια απήχηση είχαν, τελικά, αυτοί οι Στοχασμοί στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές Αυλές; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι πολύ δύσκολη. Κρίνοντας κανείς βιαστικά τα πολιτικά και τα στρατιωτικά συμβάντα εκείνου του καιρού θα έλεγε ότι η ελληνορωσική προσέγγιση, όπως αυτή επιχειρήθηκε από τον Βούλγαρη, δεν συνδύαζε με αποτελεσματικό τρόπο τα οράματα των Ελλήνων για απελευθέρωση και τα επεκτατικά σχέδια της Αικατερίνης Β΄ στον ευρύτερο χώρο της βαλκανικής χερσονήσου. Αυτό τουλάχιστον δείχνει ο τρόπος με τον οποίο υποκίνησε και διαχειρίστηκε η Ρωσία την εξέγερση των Ελλήνων το 1770 στην Πελοπόννησο και αλλού όπως και οι τραγικές συνέπειές της. Αν κρίνουμε όμως με βάση την πολιτική που ακολούθησε η Ρωσία στις σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, μέσα σ’ έναν διαφορετικό, εν πολλοίς, συσχετισμό ευρωπαϊκών Δυνάμεων, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι πολιτικές σκέψεις και προτροπές του Βούλγαρη έπαιξαν –μαζί με πολλούς άλλους βέβαια παράγοντες- σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής. Αυτό φαίνεται, κυρίως, στο περίφημο «ελληνικό σχέδιο» («projet grec») που συνέλαβε η Μεγάλη Αικατερίνη στις αρχές της δεκαετίας 1780-1790, σύμφωνα με το οποίο σχεδίαζε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, να απελευθερώσει τα υπό οθωμανική κυριαρχία ελληνικά εδάφη και να ανασυστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προορίζοντας μάλιστα για διάδοχο τον εγγονό της, στον οποίο έδωσε το συμβολικό όνομα Κωνσταντίνος[54].
Η αποτυχημένη επανάσταση των Ορλωφικών (1770)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το άρθρο δημοσιεύθηκε το 2018, στα Πρακτικά Συνεδρίου της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών για τα 200 χρόνια από τη γέννησή του Ευγένιου Βούλγαρη.
[2] Βλ., επιλεκτικά, για την προσωπικότητα και το έργο του Βούλγαρη: Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 4η έκδοση, Ερμής, Αθήνα 1985, σ. 15-17, 181-183, 234-235 κ. αλ.∙ Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός: οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφρ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σ. 53-66, 178-188, 192-197, 526-530 κ. αλ.∙ G. Podskalsky, Η ελληνική θεολογία επί τουρκοκρατίας 1453-1821, ΜΙΕΤ. Αθήνα 2005, σ. 428-442 κ. αλ.∙ Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, (επιμ.), Ευγένιος Βούλγαρης, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Κέρκυρα 1-3 Δεκ. 2006), Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2009. Η πιο πρόσφατη μελέτη για τον Βούλγαρη είναι αυτή του Αθ. Ι. Καλαμάτα, Ευγένιος Βούλγαρης. Σκιαγράφηση των πολιτισμικών αλλαγών και των ιδεολογικών ζυμώσεων στον 18ο αιώνα, ανέκδοτη διδ. διατριβή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2011, όπου και η εργογραφία του Ευγένιου και πλούσια σχετική βιβλιογραφία.
[3] Πρβλ. St. K. Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806, Νέα Υόρκη 1982, σ. 29-30, 157∙ Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 183∙ Β. Μακρίδης, «Συμπληρωματικά περί των “Στοχασμών” του Ευγενίου Βούλγαρη», Ο Ερανιστής 23 (2001), σ. 316 κ. εξ.
[4] Οι επανεκδόσεις αυτές των Στοχασμών έχουν αρκετές αλλαγές στη γλώσσα και στο περιεχόμενο∙ βλ. Β. Μακρίδης, «Η γαλλική μετάφραση και η έκδοση των “Στοχασμών” του Ευγένιου Βούλγαρη», Ο Ερανιστής 22 (1999), σ. 265, σημ. 7. Παρά τις προσπάθειές μας, δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε σε Δημόσιες βιβλιοθήκες και σε παλαιοπωλεία την πρώτη έκδοση∙ γι’ αυτό χρησιμοποιούμε την έκδοση του 1851, η οποία φέρει ελαφρά παραλλαγμένο τίτλο, Στοχασμοί εἰς τούς παρόντας κρισίμους Καιρούς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους, Τυπογραφείον Σχερία, Κέρκυρα 1851.
[5] Βλ. γι’ αυτές τις μεταφράσεις, St. Batalden, Catherine II’s, ό. π., σ. 157∙ Φ. Ηλιού, Προσθήκες στην ελληνική βιβλιογραφία, Αθήνα 1973, σ. 310∙ Β. Μακρίδης, «Η γαλλική μετάφραση», ό. π., σ. 263-270.
[6] Η γαλλική μετάφραση φέρει τον τίτλο, Rélexions sur l’état critique actuel de la Puissance Ottoman∙ βλ. γι’ αυτήν Β. Μακρίδης, «Η γαλλική μετάφραση», ό. π., σ. 367-369.
[7] Βλ. γι’ αυτό το ζήτημα (στη διάρκεια του 18ου αι.) την παλαιά, αλλά πάντα χρήσιμη μελέτη του T. G. Djuvara, Cents projets de partage de la Turquie, Παρίσι 1914, σ. 240 κ. εξ.∙ επίσης, Ιω. Xασιώτης, Oι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Oθωμανική Aυτοκρατορία. Tο πρόβλημα της κυριαρχίας στην Aνατολική Mεσόγειο από τα μέσα του 15ου ως τις αρχές του 19ου αι., Θεσσαλονίκη 1976.
[8] Βλ. για τον Μεγάλο Πέτρο και την πολιτική του, L. Hughes, Russia in the Age of Peter the Great, New Haven 2000, ελλ. μτφρ., H Pωσία την εποχή του Mεγάλου Πέτρου, εκδ. Λιβάνη, Aθήνα 2007. Γενικά για την ανάδειξη της Ρωσίας σε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη τον 18ο αι. βλ., Η. Ragsdale, «Russian Projects of Conquest in the Eighteenth Century», στο H. Ragsdale (επιμ.), Imperial Russian Foreign Policy, Καίμπριτζ 1993, σ. 75-102 και A. Kamenskii, The Russian Empire in the Eighteenth Century. Searching for a Place in the World, Νέα Υόρκη 1997, σ. 191-264∙ Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και εθνογένηση. Ορλωφικά και εθνική ιστοριογραφία, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 171 κ. εξ. Ειδικότερα για την πολιτική του έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βλ. B. H. Summer, Peter the Great and the Ottoman Empire, Οξφόρδη 1949.
[9] Για το πώς είδαν τον Μ. Πέτρο οι Έλληνες και γενικά όλοι οι Βαλκάνιοι βλ., Απ. Βακαλόπουλος, «Ο Μέγας Πέτρος και οι Έλληνες κατά τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνος», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 11 (1971), σ. 247-259∙ P. Cernovodeanu, «Pierre le Grand dans l’historiographie roumaine et balkanique du XVIIIe siècle», Revue des Etudes du Sud–Est Européennes 13 (1975), σ. 77-95 και Ν. Πίσσας, «Τροπές της “ρωσικής προσδοκίας” στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, Μνήμων 30 (2009), σ. 33-59.
[10] Βλ., πρόχειρα, Μ. Κοκολάκης, «Μία Αυτοκρατορία σε κρίση: κρατική οργάνωση – παλαιοί θεσμοί – νέες προσαρμογές», στο Β. Παναγιωτόπουλος επιμ., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, τ. 1ος, Αθήνα 2003, σ. 41-58 (βλ. σ. 42-43).
[11] Πρβλ. R. Mantran (dir.), Histoire de l’ Empire Ottoman, ed. Fayard, Παρίσι 1989, σ. 423-428∙ Μ. Κοκολάκης, «Μία Αυτοκρατορία σε κρίση», ό. π., σ. 43-45.
[12] Τα εμπορικά και άλλα προνόμια που απέκτησε η Ρωσία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) δεν ικανοποίησαν παρά πρόσκαιρα μόνο τα πολύ φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Μεγ. Αικατερίνης∙ βλ. Isabel de Madariaga, La Russie au temps de la Grande Catherine, [Λονδίνο 1981], traduction française, éd. Fayard, Παρίσι 1987, σ. 412 κ. εξ.
[13] Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 178.
[14] Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, ό. π., σ. 181-182. Ο Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση, ό. π., σ. 221-222, τονίζει, από την πλευρά του, ότι η προσδοκία της απελευθέρωσης συνδέθηκε την εποχή της Αικατερίνης αφενός με την πεφωτισμένη δεσποτεία και αφετέρου με τις προνοιακές αντιλήψεις των υπόδουλων στην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λαών (ιδίως των Ελλήνων) από το «ξανθό γένος».
[15] Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, ό. π., σ. 182∙ πρβλ. Αθ. Καλαμάτας, Ευγένιος Βούλγαρης, σ. 202-217, όπου κάνει λόγο για πολιτική και εθνική δράση του Βούλγαρη στη Ρωσία.
[16] Σύμφωνα με τον St. Batalden, Catherine II’s, ό. π., σ. 161-162, πρόκειται για μετάφραση ιταλικού πρωτοτύπου, που αποδίδεται στον Αντώνιο Γκίκα∙ βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 554, σημ. 48∙ πρβλ. Αθηνά Κονταλή, «Ο Ευγένιος Βούλγαρης και η πορεία του Έθνους προς την ελευθερία», στο Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, (επιμ.), Ευγένιος Βούλγαρης, ό. π., σ. 166-167. Εξαιρετική ανάλυση αυτής της έκκλησης κάνει ο Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση, ό. π., σ. 232 κ. εξ. Για τις τραγικές συνέπειες (δημογραφικές, οικονομικές κ. ά.) της επανάστασης του 1770 στην Πελοπόννησο, την κυριώτερη εστία της, βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, Tα Oρλωφικά. H εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Aθήνα 1967.
[17] Η βιβλιογραφία για την ισορροπία των Δυνάμεων είναι πολύ πλούσια∙ βλ., επιλεκτικά, δύο πρόσφατες μελέτες: M. Sheehan, The balance of Power. History & Theory, ed. Routledge, Νέα Υόρκη 2000∙ R. Little, The balance of Power in International Relations. Metaphors, Myths and Models, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 2007.
[18] Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 183∙ P. Kitromilides, Enlightenment and Revolution. The making of Modern Greece, Harvard University Press, Καίμπριτζ – Λονδίνο 2013, σ. 126-133, με μία πολύ κατατοπιστική ανάλυση των πολιτικών συνθηκών μέσα στις οποίες γράφτηκε αυτό το δοκίμιο (σ. 130-131) για τους Στοχασμούς), και, κυρίως, ο ίδιος, «Η πολιτική σκέψη του Ευγένιου Βούλγαρη», Τα Ιστορικά, τ. 7/τχ. 12-13 (Ιουν. – Δεκ. 1990), σ. 167-178 (βλ. σ. 175-176). Ο όρος «ἀντιρροπία», με τον οποίο ο Βούλγαρης μεταφράζει τον γαλλικό όρο «équilibre», δεν αποτελεί νεολογισμό του, αλλά προέρχεται από το αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο∙ βλ. Δ. Γ. Αποστολόπουλος, «Ο Ευγένιος Βούλγαρης αναγνώστης των Nouveaux Mélanges του Βολταίρου», στου ιδίου Voltaire – Οὐαλταίρος, Montesquieu – Μοντεσκιού, Réal de Curban – Ρεάλ. Νεότερες έρευνες για την παρουσία τους στον ελληνικό ιδεολογικό χώρο τον 18ο αιώνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2007, σ. 27-28.
[19] Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα το οποίο δεν έχει μελετηθεί ακόμη από τους ιστορικούς.
[20] Η βιβλιογραφία για το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα είναι ογκώδης∙ βλ., επιλεκτικά: την κλασική μελέτη του Μ. S. Anderson, The Eastern Question 1774-1923. A Study of International Relations, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 1966, για την περίοδο που μας απασχολεί εδώ σ. 2-27∙ επίσης, Ed. Driault, Το Ανατολικό Ζήτημα από τις αρχές του έως τη συνθήκη των Σεβρών, Μέρος πρώτο, μτφρ. Λίνα Σταματιάδη, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1997 [α΄ γαλλική έκδοση 1921], σ. 156-204 για το Ανατολικό Ζήτημα τον 18ο αι.∙ K. Roiter, Austria’s Eastern Question 1700-1790, Princeton University Press, Πρίνστον 1982∙ J. Droz, Histoire diplomatique de 1640 à 1919, 3e éd., Dalloz, Παρίσι 1982.
[21] Ο Βούλγαρης μεταφράζει και χρησιμοποιεί και έργα άλλων Ευρωπαίων διανοητών, κάτι που δείχνει τη γλωσσομάθειά του και την ευρυμάθειά του.
[22] Πρβλ., πρόχειρα, Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 130.
[23] Δ. Γ. Αποστολόπουλος, «Ο Ευγένιος Βούλγαρης αναγνώστης των Nouveaux Mélanges του Βολταίρου», ό. π., σ. 19-22.
[24] Voltaire, Nouveaux mélanges philosophiques, historiques, critiques etc., troisième partie, M. DCC. LXV [1765], σ. 187 κ. εξ.
[25] Πρβλ. Δ. Γ. Αποστολόπουλος, «Ο Ευγένιος Βούλγαρης», ό. π., σ. 25.
[26] Voltaire, Nouveaux mélanges, ό. π., σ. 188. Διατηρούμε την ορθογραφία της έκδοσης.
[27] Ε. Βούλγαρης Στοχασμοί, ό. π.,, σ. 41-42.
[28] Annales de l’Empire depuis Charlemagne par l’Auteur du siècle de Luis XIV, A Basle, Chez Jean Henri Decker, 1753. Βλ. Annales, τ. 1ος, σ. 5-6∙ Στοχασμοί, ό. π., σ. 15-16, σημ. (1), Οὐoλτέρος ἐν τοῖς Χρονικοῖς τοῦ Ιμπερίου.
[29] Montesquieu, Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence, A Amsterdam et à Leipsick, Chez Arkstée et Merkus, M. DCC. LXIV [1734]. Η πρώτη πλήρης μετάφραση αυτού του έργου στα ελληνικά έγινε αργότερα, το 1795 στη Λειψία με τον τίτλο, Ἔρευνα περὶ τῆς προόδου καὶ τῆς πτώσεως τῶν Ρωμαίων. Ο μεταφραστής του παραμένει άγνωστος∙ βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 286, 566 σημ. 71.
[30] Πρβλ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 184.
[31] Όπως φαίνεται απ’ όσα γράφει παρακάτω, ως τρεις εμπορικές Δυνάμεις θεωρούσε ο Βούλγαρης τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ολλανδία.
[32] Στοχασμοί, ό. π., σ. 44. Μάλιστα αμέσως παρακάτω ( σ. 45-46) ο Βούλγαρης παρατηρεί ότι τα κέρδη που είχαν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη από το εμπόριο στο κράτος του σουλτάνου δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν «τὰς τόσον μεγάλας τῆς Εὐρώπης ζημίας». Το σχετικό απόσπασμα από το έργο του Montesquieu: «L’Empire des Turcs est à present à peu près dns le même degré de foiblesse oừ étoit autrefois celui des Grecs: mais il subsistera long-tems; car si quelque Prince que ce fût mettroit cet Empire en peril en poursuivant ses conquêtes, les trois Puissances commerçantes de l’Europe connoissent trop leurs affaires pour n’en pas prendre la defense sur le champ»∙ Montesquieu, Considérations, ό. π., σ. 230.
[33] Στοχασμοί, ό. π., σ. 18. Πιο γνωστός απ’ όλους είναι ο Γάλλος μηχανικός του στρατού κόμης de Bonneval (1675-1747) ο οποίος, αφού υπηρέτησε πρώτα στον στρατό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και μετά στον στρατό του πρίγκιπα της Σαβοΐας, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταστράφηκε στο ισλάμ, παίρνοντας τον τίτλο Khumbardji Ahmed Pacha. Tου ανατέθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούτ Α΄ (1730-1754) η αναδιοργάνωση του πυροβολικού. Ο Μποννεβάλ επιθυμούσε να κάνει γενικότερες μεταρρυθμίσεις στον οθωμανικό στρατό, αλλά αυτό το σχέδιό του συνάντησε την αντίδραση των γενιτσάρων. Επρόκειτο για τον πρώτο ξένο ειδικό από τον οποίο ένας σουλτάνος ζήτησε βοήθεια προκειμένου να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στο κράτος του∙ βλ. R. Mantran (dir.), Histoire de l’ Empire Ottoman, ό. π., σ. 278. Ο Βούλγαρης γνώριζε το έργο του Bonneval για το οποίο γράφει, μεταξύ άλλων: «[…] καὶ εἶναι εἰς ὅλους γνωστὸν, ὅτι ὁ Σουλτὰν ἐκεῖνος τὸν Βοννεβάλην τὸν ἤκουσεν εἰς πολλὰ, καὶ διαφόρους στρατηγικὰς συμβουλὰς τε καὶ ὑποθήκας παρ’ ἐκείνου ἐδέχθη καὶ δι’ αὐτοῦ ἔφερεν εἰς πολλὰ τελειοτέραν κατάστασιν τῶν πυροτηλεβόλων τὴν μεταχείρησιν μηχανημάτων, καὶ μάλιστα τῶν Βομβαρδών […»] (Στοχασμοί, σ. 18-19).
[34] Πρβλ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό. π., σ. 184.
[35] Στοχασμοί, ό. π., σ. 22-24.
[36] Βλ., σύντομα, R. Mantran (dir.), Histoire de l’ Empire Ottoman, ό. π., σ. 423-428 και τη σημ. 10.
[37] Σύμφωνα με ορισμένες αβέβαιες πληροφορίες, ο Μουτεφερίκα αιχμαλωτίστηκε στην Ουγγαρία και μεταφέρθηκε, ως αιχμάλωτος πολέμου, στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξισλαμίστηκε παίρνοντας το όνομα Ιμπραήμ. Το τυπογραφείο που εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη, το 1727, ήταν το πρώτο τυπογραφείο της πόλης. Ως το θάνατό του, το 1745, εξέδωσε, εκτός από τα τουρκικά, αραβικά και περσικά βιβλία, καθώς και μεταφράσεις αγγλικών και γαλλικών βιβλίων για την ιστορία, τη γεωγραφία και άλλες επιστήμες. Όμως οι φανατικοί και οπισθοδρομικοί ουλεμάδες επωφελήθηκαν από τον θάνατό του για να σταματήσουν τη λειτουργία του∙ βλ. Vefa Erginibas, Forerunner of the Ottoman Enlightenment Ibrahim Muteferika and his Intellectual Landscape, Sabanci University 2005 και R. Mantran (dir.), Histoire de l’ Empire Ottoman, ό. π., σ. 278.
[38] Βλ. Ibrahim Muteferika, Traité, ό. π., κυρίως σ. 158 κ. εξ. και σ. 216.
[39] Στοχασμοί, ό. π., σ. 3.
[40] Στοχασμοί, ό. π., σ. 5. Παραπέμπει στον Ibrahim Muteferika, Traité, ό. π., σ. 151.
[41] Για παράδειγμα, ο Kuçi Bey (σε μία πραγματεία του το 1630) και ο Kâtib çelebi (1609-1757),ένας από τους μεγαλύτερους εκφραστές της τουρκικής σκέψης της εποχής του∙ βλ. Ιωάννης Γιαννόπουλος, «Η παρακμή του οθωμανικού κράτους. Η προσαρμογή των θεσμών στη νέα πραγματικότητα», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΑ΄, Αθήνα 1975, σ. 99. Αντίστοιχο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον 18ο αι. είναι ο πελοποννησιακής καταγωγής Οθωμανός διανοητής Πενάχ Εφέντη∙ βλ. Νεοκλής Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και οσμανικό κράτος από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη (1785), εκδ. Ηρόδοτος, 3η έκδοση, Αθήνα 2005, σ. 210 κ. εξ.
[42] Για τα αίτια παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αποδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης, αγοραπωλησία αξιωμάτων, άνοδος σε υψηλά αξιώματα ανίκανων, συχνά, ατόμων, παραμέληση του στρατού, επαναστάσεις των γενιτσάρων, κυριαρχία του ξένου εμπορίου, επικράτηση της μεγάλης ιδιωτικής γαιοκτησίας, δηλ. των τσιφλικιών, αλλαγές στη φορολογία με την υπενοικίαση των φόρων κλπ., αυθαιρεσίες κατά την είσπραξή τους κ. ά.) βλ., ενδεικτικά, R. Mantran (dir.), Histoire de l’ Empire Ottoman, ό. π., σ. 228-241, 247-253, 281-286∙ P. Sugar, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από οθωμανική κυριαρχία (1354-1804, μτφρ. Παυλίνα Μπαλουξή, εκδ. Σμίλη, τ. Β΄, Αθήνα 1994, σ. 145-159∙ G. Castellan, Hstoire des Balkans, XIVe–XXe siècle, éd. Fayard, Παρίσι 1991, σ. 204-210. Για τις αλλαγές που συντελούνται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 17ο αι. και κυρίως τον 18ο βλ. Soraiya Faroqhi (επιμ.), The Cambridge history of Turkey, vol. 3, The Later Ottoman Empire 1603-1839, Cambridge University Press, 2006, σ. 63 κ. εξ.
[43] Στοχασμοί, ό. π., σ. 8-9, «Οἱ Χριστιανοὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι τώρα ἀμελοῦν τὴν εὐκαιρίαν, καθ’ ἥν ἡμποροῦν νὰ τοὺς ἰδοῦν τέλειον ταπεινωμένους, δὲν πρέπει βέβαια νὰ ἐλπίσουν παρ’ αῦτῶν ἤ ἐπιμονὴν εἰς τὰς συνθῆκας ἤ πίστιν εἰς τὰς ὑποσχέσεις ἤ εἰς τὴν φιλίαν βεβαιότητα∙ θέλει τοὺς ἔχουν πάντοτε, ὅλοι ἐπίσης, ἐχθροὺς ἀσπόνδους […] καὶ ἐχθροὺς φοβεροὺς καὶ ἐπικινδύνους» (σ. 9)∙ πρβλ. σ. 27.
[44] Στοχασμοί, ό. π., σ. 25.
[45] Βλ., ενδεικτικά, Στοχασμοί, ό. π., σ. 7-8, 40, 45. Ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για έρευνα είναι το πώς είχε προσλάβει ο Βούλγαρης το ισλάμ.
[46] Στοχασμοί, ό. π., σ. 18-20, 22.
[47] Στοχασμοί, ό. π., σ. 42.
[48] Στοχασμοί, ό. π., σ. 42-44. Όπως παρατηρεί ο Δ. Τζάκης στη μελέτη του «Ρωσική παρουσία στο Αιγαίο. Από τα Ορλωφικά στον Λάμπρο Κατσώνη», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, τ. 3ος, Αθήνα 2003, σ. 119, κυριαρχεί η ιδέα ότι η εξευρωπαϊσμένη Ρωσία θα εισερχόταν στο ευρωπαϊκό σύστημα σχέσεων κατακτώντας τη θέση άλλων παρηκμασμένων κρατών, εκπολιτίζοντας την Ανατολή και καταλύοντας την κυριαρχία της εξασθενημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
[49] Στοχασμοί, ό. π., σ. 44-45.
[50] Στοχασμοί, ό. π., σ. 44.
[51] Βλ. Π. Κιτρομηλίδης «Η πολιτική σκέψη του Ευγένιου Βούλγαρη», ό. π., σ. 176,.
[52] Κάνοντας ο Βούλγαρης μία αναδρομή στο παρελθόν παρατηρεί ότι «Τρία πράγματα ἐκίνουν ἕως τώρα τοὺς Γραικοὺς νὰ κλίνουν ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν Βασιλέων, κάθε φορὰν ὁποῦ οὗτοι ἔλαβον πολέμους κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν. ἡ θλίψις τῆς βαρείας καὶ ἀνυποφόρου Τυραννίδος∙ ἡ ἐλπὶς τῆς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τοῦ γένους ἀποκαταστάσεως∙ ὁ ζῆλος ὁ ὑπὲρ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως»∙ Στοχασμοί, ό. π., σ. 39. πρβλ. Αθηνά Κονταλή, «Ο Ευγένιος Βούλγαρης», ό. π., σ. 169. Ο Βούλγαρης βλέπει λοιπόν το ζήτημα της απελευθέρωσης με όρους καθαρά εθνικοθρησκευτικούς.
[53] Στοχασμοί, ό. π., σ. 39-40.
[54] Βλ. γι’ αυτό το ζήτημα: Μ. S. Anderson, The Eastern Question, ό. π., σ. 8-9∙ Απ. Βακαλόπουλος, «Στροφή των Ελλήνων προς τους Ρώσους. Η άνοδος της ρωσικής δυνάμεως», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, ό. π., σ. 86-88∙ Isabel de Madariaga, La Russie, ό. π., σ. 417-418∙ J. Droz, Histoire diplomatique, ό. π., σ. 147.